Ο βίος είναι γόρδιος δεσμός
Κι ο θάνατος Αλέξανδρος Μεγάλος·
Κι ασύγκριτος χειρούργος και γιατρός.
Κόβει το πόδι και περνάει ο κάλος
Μιχαλάκης
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΣΑΚΚΑΤΟΥ
Ο Μικέλης Αβλιχος, που φέτος γιορτάζουμε τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, γεννήθηκε στο Ληξούρι το 1844 και πέθανε στο νοσοκομείο τ’ Αργοστολιού στις 29 Νοεμβρίου 1917. Την οικογένειά του, κατά τον Ηλ. Τσιτσέλη, «συναντάμε στην Παλλική κατά τον ΙΓ ′ αιώνα, από την οποία και το χωριό Βλιχάτα».
Γιος του Γεράσιμου Αβλιχου και αδελφός του ζωγράφου και θεατρικού συγγραφέα Γεωργίου Γ. Αβλιχου, με τον οποίο όμως δεν είχε καλές σχέσεις.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πετρίτσειο Λύκειο του Ληξουριού, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης της Ελβετίας, όπου και επηρεάστηκε αποφασιστικά από τις ιδέες του τότε αναρχικού ηγέτη Μ. Μπακούνιν. Ταξίδεψε στη Ζυρίχη, στη Βενετία και το Παρίσι. Λέγεται μάλιστα πως μετείχε και στην παρισινή Κομμούνα του 1871.
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πέρασε στο Ληξούρι, πηγαινοερχόμενος Αργοστόλι-Ληξούρι με το τοπικό καραβάκι «Δελφίνι», όπου και επιδόθηκε αθόρυβα στις κλίσεις του, καλλιεργώντας την ποίηση και ιδιαίτερα τη σάτιρα.
Ο θάνατός του επήλθε από μακροχρόνια αρρώστια που τον βασάνισε πολύ, «χρόνια καθ’ έξιν αδράνεια των εντέρων» στο νοσοκομείο τ’ Αργοστολιού και μόνο ύστερα από το «αγρίεμα» του πιστού του φίλου Μικέλη Τζανάτου μεταφέρθηκε στο Ληξούρι, που κατά τον Παλαμά «το φέρετρόν του εκράτουν αντιπρόσωποι της νεολαίας και τον συνώδευσαν τα δάκρυα όλων και η γενική συμπάθεια».
Η πρώτη μου επαφή με το έργο του έγινε το 1959, όταν ο συνταξιούχος δάσκαλος και αιρετός εκπαιδευτικός σύμβουλος Αριστείδης Ρουχωτάς, που κρατούσε τα κατάλοιπά του από το 1932 ανέκδοτα, μας τίμησε με συνεργασία του για τον ποιητή στην «Επτανησιακή Πρωτοχρονιά 1960» και με μια μικρή ανθολόγηση χαρακτηριστικών ποιημάτων και επιγραμμάτων του, που δημοσιεύτηκαν στις σελίδες της 76-80.
Επρόκειτο για αναμνήσεις του από την πρώτη γνωριμία του με τον Αβλιχο. Σ’ αυτές αναφερόταν στην αρρώστια του ποιητή, στην πολεμική του κατά του Ματσούκα, που έκανε έρανο στην Κεφαλονιά για το στόλο, στους τρεις κεφαλονίτες «σοσιαλιστές» βουλευτές στη Βουλή του 1910 υπό τον Πλάτωνα Δρακούλη, που εκλεγμένοι σαν σοσιαλιστές, μπαίνοντας στη Βουλή δήλωσαν βενιζελικοί, για να σχολιάσει ο Αβλιχος: «Πλάτων αλλά… δρακούλης».
Και ο Ρουχωτάς συνεχίζει:
«Τα γεγονότα του 1909, η φαυλοκρατία της εποχής, ο στρατιωτικός σύνδεσμός με την επανάσταση στο Γουδί, οι εκλογές, ο Βενιζέλος με την αναθεωρητική, οι συζητήσεις στη Βουλή, το γλωσσικό, οι πόλεμοι του 1912-1913 ήσαν αφορμές για το σπινθηροβόλο πνεύμα του να τα βλέπει από τη σατιρική σκοπιά. Από τότε έδινε τους στίχους του ενυπόγραφα στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ζιζάνιο». Ακολουθεί ο ευρωπαϊκός πόλεμος, 1914, η γενική επιστράτευσή μας, 1915, με τον εθνικό διχασμό, η συμπεριφορά των συμμάχων, ο αποκλεισμός της χώρας, η πείνα».
Το «από τότε έδινε τους στίχους του ενυπόγραφα» του Ρουχωτά, σημαίνει πως μέχρι τότε τους δημοσίευσε με ψευδώνυμα, από τα οποία διέθετε καμιά τριανταριά. Ιδού τα 27 από αυτά:
Μιχαλάκης, Ούτις, Φιλαλήθης Ατσαλένιος, Μοναχός Ακάκιος Παιγνιδογάτσουλος, Ένας ειλικρινής Ριζοσπάστης, SuiGeneris, PantiStenes, SenzaPretesa, Σφογγαράκης, Πελασγός, Λέανδρος, Ιερεμίας Περίδρομος, Χλωροκούκης, Σοχιλβάς, Μ.Γ.Α., Αμήν, Αναρχικός, Πυξ-Λαξ, Τρελλάκης, F. Woodley, Ακουέτος, Γέρος, Ληξουριώτης, Λάκης, Κλοπστόκ, AllRight, Ε. Παιγνιδογάτσουλο.
Σχετικά με τα πολλά ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε ο ποιητής, έχω να παρατηρήσω πως η χρήση τους ήτανε ανάλογη με το θέμα του. Δεν ήτανε ψευδώνυμα πίσω από τα οποία προσπαθούσε να κρυφτεί αλλά σατιρικά ψευδώνυμα. Γιατί όταν υπέγραφε «Ληξουριώτης» ή «Αναρχικός» ή «Τρελλάκης», όλοι ξέρανε πως πίσω τους ήτανε ο Μικελάκης και δεν μπορούσε να είναι κανένας άλλος.
Και προχωρώντας στις αναμνήσεις του ο Αριστείδης Ρουχωτάς γράφει πως βλέποντας ο Αβλιχος από την παραλία του Ληξουριού στο λιμάνι τ’ Αργοστολιού τα καράβια και τ’ αεροπλάνα του «συμμαχικού» στόλου, τόσο «συμμαχικού» που είχε κάνει αποκλεισμό στη μικρή «σύμμαχο» Ελλάδα για να την εξαναγκάσει, με την πείνα, να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, αποκλεισμός που είχε συνέπεια ακόμα και θανάτους από την πείνα στο νησί, βλέποντας τα υποβρύχια και τ’ αεροπλάνα, έλεγε μονολογώντας πως «ο άνθρωπος έγινε πουλί και ψάρι και μονάχα άνθρωπος δεν γίνηκε ακόμα».
Παραθέτουμε κάποια ποιητικά δείγματα του συνεχιστή της σάτιρας του Ανδρέα Λασκαράτου στην Κεφαλονιά, αυτού που «εσυνέχισε και συνεπλήρωσε την ποίησίν του μετά μεγαλυτέρας ησυχίας, αθορύβως, μετά περισσοτέρας συστολής και συμπαθητικότερον», αυτού που «την δριμύτητα της σατιρικής αντενεργείας αμβλύνει ελεγειακή τρυφερότης», (Κ. Παλαμάς, Λεξ. Ελευθερουδάκη, 1925), του «σοφοτέρου εκ των ζώντων Ελλήνων» (Αθαν. Μίχος, Ακρόπολις 1916), «ενός από τους πιο μεγάλους σατιρικούς μας ποιητές, ενός προγόνου του Βάρναλη», (Π. Λευκαδίτης, «Αιολικά Γράμματα», τεύχος 119, Γεν.-Φλεβ. 1991).
Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΕ
ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΜΑΣ-1912
«Η δε δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος»
(Παύλος προς Κορινθίους Α´ 15-56)
Φωτοπεριχυμένη η Εκκλησιά,
Μέσα με φόβο του Θεού γυρεύουνε,
«Νίκας κατά βαρβάρων» να μας δώση.
Κι απ’ έξω κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας
σκαρδακεύουνε
Χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώσι!
-Πέτε μου τώρα άνθρωποι γνωστικοί
Μέσα ή απ’ έξω είναι η Λογική;
-Και πάλι… ενώ… αντηχάει… το
Αμήν!
των σκύλων είναι το: «Ειρήνη Υμίν»;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο
Μη μοιάσουμε στα ζώα χωρίς το Νόμο;
Κεφαλονιά Ληξούρι Μικέλης Αβλιχος
Ο ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ
υποψήφιος εν Κεφαλληνία
Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος,
που επλούτησε στο τζόγο με καρπιαίς,
μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος
για βουλευτής στις νέαις εκλογαίς.
Κι έξω ντελάλι βγάνει και φωνάζει
«Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά
ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει
και τους πληρώνει κι όλα στα γερά!»
Κεφαλονίτες, αν στο πρόσωπό σας
φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά,
αποκριθήτε με το φάσκελό σας
σε κείνον που σας πήρε για τραγιά.
Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι
πετάξτε του στα μούτρα ταις δραχμαίς.
Δείξτε του στην τιμή σας πως δε φτάνει
Και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιαίς.
Φιλαλήθης, ατσαλένιος
Ο ΜΟΧΘΗΡΟΣ
ΨΕΥΔΟΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο,
Που της καρδιάς του δείχνει τη
σκουριά,
Το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο,
Που η δυστυχία των άλλων του γεννά,
Το φθονερό του μάτι το σβησμένο,
Που δείχνει βουλιμία για συμφορά,
Μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
Τ’ αχείλι του, και πόλεμο ζητά.
Διψάει να ιδή στα μαύρα φορεμένους
Πατέρες και μανάδες που μισεί.
Να τους ίδη στα δάκρυα τους
πνιγμένους,
Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει
κράζει∙
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει.
*Από την εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ». Κυριακή 21 Αυγούστου 1994.