Aleksandar Simic*
Εισαγωγή
Το κείμενο αυτό γράφτηκε αρχικά για μια παρουσίαση σε μια ακροαριστερή συνεδρίαση με θέμα «Κρίση, Πόλεμος και η παγκόσμια οικονομία – Οι προοπτικές της οργανωμένης εργατικής τάξης στις Χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας», που διεξήχθη στο Βερολίνο τον Νοέμβρη του 1995. Από τότε, η ομάδα TORPEDO έχει διαλυθεί, όμως το κείμενο διατηρεί την συνοχή του.
Οι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με την εθνικιστική και παράλογη όψη τους, υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό μια επίθεση εναντίον του εργατικού κόσμου και των συνθηκών ζωής του. Εξάλλου, στα τέλη του 1980, οι μεγαλοτραπεζίτες θεωρούσαν τη Γιουγκοσλαβία «ακυβέρνητη» και τον πληθυσμό της ότι ζει «στην παρανομία» και όταν το τέλος της ψυχροπολεμικής πολιτικής σήμανε και το τέλος της στρατηγικής σημασίας της Γιουγκοσλαβίας, τέθηκε σε κίνηση η διάλυσή της, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής της τάξης.
Το μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβίας θεωρείται πλέον «τριτοκοσμικό» και οι διάχυτοι εθνικισμοί παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο. Το καθήκον της ανασυγκρότησης ενός ανεξάρτητου εργατικού κινήματος και άλλων κοινωνικών κινημάτων σε μια διεθνιστική βάση είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Το κείμενο αυτό σκοπεύει να βοηθήσει στην κατανόηση του πώς το εργατικό κίνημα στην πρώην Γιουγκοσλαβία εξελίχθηκε από το ξεκίνημά του μέχρι σήμερα.
Το εργατικό κίνημα στην πρώην Γιουγκοσλαβία
μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στην Δυτική Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, η παντοδύναμη διαδικασία της βιομηχανικής ανάπτυξης επεκτάθηκε και στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Η εκβιομηχάνιση οδήγησε σε μια μετακίνηση των αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις και στο σχηματισμό της εργατικής τάξης. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις (καπιταλιστική, μεσαία, εργατική), οι ταξικές συγκρούσεις και η διαρκής ανάπτυξη της βιομηχανίας οδήγησαν την εργατική τάξη σε σημείο να έχει ανάγκη τις δικές της μορφές ταξικής οργάνωσης. Οι πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες και εμπειρίες εργατικής οργάνωσης εισήχθηκαν στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας από στοιχεία της ιντελιγκέντσιας (προοδευτικής διανόησης) που είχαν σπουδάσει στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα στην Αυστροουγγαρία, την Ελβετία και τη Γαλλία, είχαν έρθει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες κατά τις σπουδές τους, τις είχαν ασπαστεί και τις ανέλυαν σε κύκλους συζητήσεων, συμμετείχαν στη δουλειά διαφόρων ομάδων και οργανώσεων και αργότερα έφεραν αυτές τις ιδέες και τις εμπειρίες τους πίσω στις περιοχές καταγωγής τους.
Ένας από τους πρώτους που εισήγαγαν τις σοσιαλιστικές ιδέες ήταν ο Zivojin Zujovic, ο οποίος υιοθέτησε τη διδασκαλία του Proudhon ενώ σπούδαζε Νομικά και Οικονομικά στο Μόναχο και τη Ζυρίχη. Ήταν ο πρώτος σοσιαλιστής στη Σερβία και αργότερα δάσκαλος του Svetozar Markovic, οργανωτή και θεωρητικού του σερβικού εργατικού κινήματος και έναν από τους ιδρυτές του Σερβικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Οι σοσιαλιστικές ιδέες εξαπλώθηκαν σε διάφορες περιοχές που κατοικούνταν από τους νότιους Σλάβους. Κατά τις εξεγέρσεις στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου πρωτοστάτησε ο Vasa Pelagic, το 1875, υπήρξαν ανάμεσα στους εξεγερμένους αρκετοί αναρχικοί, όπως οι Manojlo Hrvacanin, Kosta Ugrinovic και άλλοι. Στις εξεγέρσεις συμμετείχαν, επίσης, αρκετοί Ιταλοί και Ρώσοι αναρχικοί (ο ίδιος ο Malatesta έκανε δυο προσπάθειες να φτάσει στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη).
Στις αρχές του Απρίλη 1871, ο John Most ταξίδεψε στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας και ήρθε σε επαφή με μέλη της «Εργατικής Κοινότητας», η οποία με πρόεδρο τον Matija Kunc, διέδωσε τις ιδέες του Most.
Αναρχικές διαδηλώσεις οργανώθηκαν στο Rovinj (1904) και στο Σπλιτ (1908) της Κροατίας. Ο καθηγητής Milos Krpan διατηρούσε επαφές με Ελβετούς αναρχικούς μέχρι το 1898 και διέδωσε τις αναρχικές ιδέες μέσα από μια ομάδα που ονομαζόταν «Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές». Το 1909-1910, ο Krpan προσπάθησε να συγκροτήσει μια διεθνή αναρχική κομμούνα στην περιοχή του Slavonski Brod, αλλά οι αυστροουγγρικές αρχές έβαλαν με τη βία τέλος στα σχέδιά του. Οι Κροάτες και Σλοβένοι σοσιαλιστές που συμμετείχαν καταδιώχτηκαν άγρια και τους επιβλήθηκαν σκληρές ποινές, σε δίκες στο Ζάγκρεμπ, στο Celovec και το Γκρατς.
Στην Μακεδονία υπήρχε ένας γνωστός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας και πολλοί σοσιαλιστές συμμετείχαν στις δραστηριότητες προς αυτή την κατεύθυνση. Θα πρέπει να γίνει αναφορά στο Ίλιντεν (Μέρα του αγίου Ηλία): τις εξεγέρσεις του 1903, στη διάρκεια των οποίων ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία του Krusevo, που ήταν η πρώτη σοσιαλιστική δημοκρατία στα Βαλκάνια που κράτησε σχεδόν τρεις μήνες.
Ο αγώνας για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση στις νότιες σλαβικές περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Αυστροουγγαρίας, κορυφώθηκε στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σαράγιεβο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, όταν η ομάδα «Mlada Bosna» («Νέα Βοσνία») δολοφόνησε το διάδοχο του αυστροουγγρικού θρόνου, αρχιδούκα Franz Ferdinand. Η ομάδα αποτελούταν από μαχητές της ελευθερίας εμπνεόμενους από αναρχικές ιδέες. Στη δίκη, ο Nedeljko Cabrinovic (που έριξε την πρώτη βόμβα στον Franz Ferdinand, αλλά δεν εξερράγη), δήλωσε ότι συμμετείχε στη συνομωσία για τη δολοφονία χάρη στις αναρχικές του ιδέες.
Αυτό που ήταν ακόμη πιο σημαντικό, όμως, για την ομάδα «Νέα Βοσνία», ήταν οι στενές της επαφές με τη σλοβένικη ομάδα «Preporod» («Αναγέννηση»), η οποία σχηματίστηκε το 1911-1912 γύρω από την ομώνυμη εφημερίδα. Μέχρι το 1914 οι δυο ομάδες συνδέονταν με το κοινό ιδεώδες της απελευθέρωσης των νότιων σλαβικών χωρών και τη δημιουργία ενός ενιαίου, νότιου σλαβικού επαναστατικού κινήματος νεολαίας.
Στη Βοϊβοντίνα (περιοχή βόρεια του Βελιγραδίου με την πιο έντονη εκβιομηχάνιση), την εποχή εκείνη καταγραφόταν η πιο σοβαρή εισροή σοσιαλιστικών ιδεών από την Ουγγαρία. Ο Errico Malatesta οργάνωσε μια πολύ πετυχημένη δημόσια ομιλία στο Pancevo στα 1904. Την ίδια εποχή ξεσπούν συγκρούσεις με τις αρχές και πολυάριθμες σοσιαλιστικές διαδηλώσεις, ενώ στην μικρή πόλη του Bavaniste, όπου εργάτες και αγρότες δέχονται πυρά από την αστυνομία και ανταποδίδουν με πυροβολισμούς.
Μετά την πρωτοποριακή δουλειά του Zivojin Zujovic, ένας αξιόλογος αριθμός διανοουμένων στη Σερβία ασπάζονται τις αναρχικές ιδέες. Ανάμεσά τους, ο Pera Todorovic, ιδρυτής της πρώτης σοσιαλιστικής εφημερίδας στη Σερβία («Rad», 1874) και φίλος του Bakunin στη Ζυρίχη όπου σπούδασε θεωρία της εκπαίδευσης, και ο Jovan Zujovic, ο διάσημος γεωλόγος και μετέπειτα πρόεδρος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών.
Οι ιδέες του αναρχοσυνδικαλισμού προπαγανδίστηκαν αρχικά στη Σερβία, το 1906, στην εφημερίδα «Proleter» από τους υποστηρικτές της άμεσης δράσης (τους λεγόμενους «Direktasi») καθώς και την αριστερή πτέρυγα του Σερβικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην εφημερίδα «Radnicka Borba» («Εργατικός Αγώνας»). Ηγετική φυσιογνωμία του σερβικού αναρχοσυνδικαλισμού ήταν ο Krsto Cicvaric ο οποίος ίδρυσε αρκετές εφημερίδες και ήταν ενεργός συγγραφέας, προπαγανδιστής και αγκιτάτορας.
Οι διασπάσεις ανάμεσα στο διεθνές εργατικό κίνημα σήμαιναν ότι αυτοί οι αντιπρόσωποι της προοδευτικής ιντελλιγκέντσιας υποστήριζαν επίσης διαφορετικές ιδέες (όπως είδαμε ήδη). Αυτό οδήγησε σε διαχωρισμούς στο εσωτερικό του νέου και αναπτυσσόμενου νότιου σλαβικού εργατικού κινήματος. Από τις διάφορες φράξιες που σχηματίστηκαν, οι σοσιαλδημοκράτες ήταν εκείνοι που πήραν το πάνω χέρι. Από τη στιγμή που η σοσιαλδημοκρατία ήταν λιγότερο ριζοσπαστική στις θέσεις της σχετικά με την κοινοβουλευτική δραστηριότητα και την ταξική πάλη και, ως εκ τούτου, αντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο για το κεφάλαιο, ο καπιταλισμός την αποδέχτηκε σε διεθνή κλίμακα και έγιναν αρκετές παραχωρήσεις προς το μέρος της. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κέρδισαν σε δύναμη, προκάλεσαν το σχίσμα στην Α’ Διεθνή και σε μερικές χώρες άρχισαν να αγωνίζονται για την κρατική εξουσία. Τα κόμματα αυτά αποδέχτηκαν την καπιταλιστική μορφή αγώνα και χρησιμοποιήθηκαν από το κεφάλαιο ως ένα μέσο για να καταπολεμηθούν οι ριζοσπαστικές τάσεις του εργατικού κινήματος.
Παράλληλα με την ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού κινήματος ως συνόλου στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (δηλαδή το Σερβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SSDP), που ιδρύθηκε το 1903), κέρδισε έδαφος, συρρικνώνοντας το πραγματικό επαναστατικό κίνημα. Τα πρώτα συνδικάτα, επίσης, σχηματίστηκαν το 1903 και αποτέλεσαν τη Γενική Εργατική Ένωση της Σερβίας. Ωστόσο, ολόκληρο το συνδικαλιστικό κίνημα στη Σερβία προσαρτήθηκε γρήγορα και εύκολα στο SSDP.
Στις 12 Ιουλίου 1914, η Γενική Εργατική Ένωση της Σερβίας έθεσε τέρμα σε κάθε δραστηριότητά της, όταν η Αυστρουγγαρία κήρυξε πόλεμο στη Σερβία και ο βασιλιάς και η κυβέρνηση κήρυξαν γενική επιστράτευση.
Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι η Πρωτομαγιά, η διεθνής ημέρα των εργατών, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στη Σλοβενία το 1890, στην Κροατία το 1892 και στη Σερβία το 1893.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Αλλά ο σοσιαλιστικός αγώνας δεν έληξε με την κήρυξη του πολέμου. Οι διανοούμενοι εγκατέλειψαν τη χώρα και στη Γαλλία ιδρύθηκε μια Γενική Ένωση Σέρβων Εργατών ως τμήμα της Γαλλικής Συνομοσπονδίας Εργασίας και μέχρι το 1917 διατηρούσε τομείς της σε όλες τις μεγάλες γαλλικές πόλεις. Οι Σέρβοι εμιγκρέδες στη Γαλλία συγκρότησαν, επίσης, το λεγόμενο «Εργατικό Επιμελητήριο» ενώ υπήρχε ακόμα και μια ενεργός ομάδα Σέρβων εργατών στην Ελβετία.
Λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τις επαναλαμβανόμενες ήττες των στρατευμάτων της Αυστροουγγαρίας και την επιταχυνόμενη παρακμή της δομής εξουσίας της, καλά οργανωμένες ομάδες εργατών και αγροτών θα μπορούσαν να πάρουν την εξουσία χωρίς μεγάλη δυσκολία. Ωστόσο, δεν έκαναν κάτι τέτοιο και τήρησαν μια τελείως αδιάφορη στάση κατά τη μετάβαση από την Αυστροουγγρική κυριαρχία προς το νεοϊδρυθέν Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου
Πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ενοποίηση της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Σερβίας σε ένα κράτος (αρχικά υπό την ονομασία Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και έπειτα ως Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας), σχηματίστηκαν πολυάριθμοι κομμουνιστικοί πυρήνες, οι οποίοι, τον Απρίλη του 1919, ενώθηκαν για να ιδρυθεί έτσι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (SRPJ/K), το οποίο αργότερα άλλαξε το όνομά του σε Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (Ιούνης 1920) και, τελικά, το 1952 μετεξελίχθηκε στην Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας (CLY). Ανάμεσα στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους η οργάνωση αυτή έπαιξε τον κυρίαρχο ρόλο στην οργάνωση και την καθοδήγηση της εργατικής τάξης.
Το εργατικό κίνημα άρχισε να ανανεώνεται, ελεύθερο από την επιρροή κάθε πολιτικού κόμματος. Έτσι η εφημερίδα «Radnicke Novine» («Εργατικά Νέα») ανακοίνωσε στις 2 Δεκέμβρη 1918 ότι, χάρη σε μια τυχαία πρωτοβουλία, η επανίδρυση των διαλυμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων είχε τεθεί σε κίνηση τον προηγούμενο μήνα. Ως συνήθως, αμέσως μετά ακολούθησε η δράση. Η πρώτη πορεία διαμαρτυρίας οργανώθηκε στις 23 Δεκέμβρη 1918. Το σημαντικό στην πορεία αυτή ήταν η συμμετοχή των γυναικών, που αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων.
Η πρώτη απεργία στο Βελιγράδι ξέσπασε τον Γενάρη του 1919. Ήταν η απεργία των ραφτών και των εργαζομένων στην βιομηχανία ενδυμάτων. Τον ίδιο μήνα έγινε η απεργία στα ορυχεία της σερβικής επαρχίας Vrska Cuka. Τον Φλεβάρη του 1919, μετά την επιστροφή του Filip Filipovic από το εξωτερικό, σημειώθηκε μια στροφή στα συνδικάτα προς τα αριστερά. Τα αιτήματά τους δεν αφορούσαν πλέον απλά οικονομικά ζητήματα. Έγιναν πραγματικά κέντρα επαναστατικής δραστηριότητας. Αυτό υπό την επιρροή της δημιουργίας της Ουγγρικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και της συνολικής κατάστασης στην Ευρώπη την εποχή εκείνη.
Έτσι, στις 20 και 21 Ιούλη 1919, οργανώθηκε η πρώτη πολιτική γενική απεργία σε αλληλεγγύη με τις Σοβιετικές Δημοκρατίες στην Ουγγαρία και τη Ρωσία. Την εποχή εκείνη η ανάγκη για επαφή με ανάλογες οργανώσεις σε άλλες γωνιές της χώρας ήταν επιτακτική. Η πιο σημαντική επαφή μεταξύ αντιπροσώπων από την εργατική τάξη στη Σερβία, την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Κροατία και τη Σλοβενία έγινε στα τέλη Γενάρη του 1919, στο Εθνικό Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Κροατίας και Σλοβενίας.
Ένα συνέδριο συνδικαλιστικής ενοποίησης διεξήχθη στο Βελιγράδι στις 20 Απριλίου 1919 και κατέληξε στην ίδρυση του Κεντρικού Εργατικού Συνδικαλιστικού Συμβουλίου Γιουγκοσλαβίας (CRVSJ), καλύπτοντας 250.000 οργανωμένους εργάτες. Προκειμένου να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα της δυναμικής του συνδικαλιστικού κινήματος της εποχής, θα ήταν καλό να γίνει αναφορά, επίσης, στους 25.000 συνδικαλισμένους εργάτες και αγρότες, οργανωμένους εκτός του CRVSJ. Μετά από αυτήν την «προπαρασκευαστική» φάση, ο εργατικός αγώνας αναζωπυρώθηκε τον Απρίλη του 1920 – σε μία χρονική στιγμή σημειώθηκαν 50 διαφορετικές απεργίες ταυτόχρονα σε όλη τη Σερβία. Υπήρξαν ένοπλες συμπλοκές με την αστυνομία και τις στρατιωτικές δυνάμεις που έστελναν οι αρχές εναντίον των απεργών. Οι εργάτες αμύνονταν, αλλά και απαντούσαν με το ίδιο νόμισμα. Την ίδια εποχή σημειώνονται και οι πρώτες αντιμιλιταριστικές δραστηριότητες. Απευθύνονται εκκλήσεις προς τους στρατιώτες και τους αστυνομικούς να μην πυροβολούν τους αδερφούς τους εργάτες και αγρότες αλλά να ενωθούν μαζί τους στον κοινό αγώνα.
Για τους λόγους αυτούς, το κράτος και η κυβέρνηση της εποχής κατέφυγαν σε ακραίες μεθόδους. Στα τέλη του 1920 ψηφίζεται η «Obznana» – ένας νόμος που απαγορεύει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, την επαναστατική δουλειά, τις απεργίες και τις συνελεύσεις των εργατών. Η αστυνομία και ο στρατός εισβάλλουν σε γραφεία συνδικάτων και εργατικές λέσχες, κατάσχουν τα αρχεία και την ιδιοκτησία τους. Την ίδια εποχή, η καπιταλιστική τάξει περνάει στην επίθεση: περικοπές μισθών, αύξηση των ωρών εργασίας, καταστολή. Πολύ συχνά στοχοποιούνται οι πιο μαχητικοί εργάτες, χάνουν τη δουλειά τους, διώχνονται από τα διαμερίσματά τους και προσάγονται συχνά για ανακρίσεις μαζί με ολόκληρη την οικογένειά τους. Αρκετοί αντιπρόσωποι της εργατικής τάξης με επιρροή, εξεγείρονται ενάντια στην «Obznana». Όμως οι δραστηριότητές τους και κάθε διαμαρτυρία της εργατικής τάξης αγνοούνται. Δεν ήταν παρά αρκετούς μήνες αργότερα που η κυβέρνηση δέχτηκε τελικά να νομιμοποιήσει ξανά τις εργατικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά υπό ειδικές συνθήκες. Η κυβέρνηση αναγνώρισε μόνο τις συνδικαλιστικές και εργατικές ενώσεις που οργανώνονταν βάσει κάποιων οικονομικών διεκδικήσεων. Επίσης, απαίτησε την παρουσία ενός εκπροσώπου των αρχών σε κάθε συνάντηση και εκδήλωση, την πρόσβαση των αρχών σε όλα τα έντυπα και τα αρχεία και τη δήλωση κάθε πηγής εσόδων. Η εργατική τάξη δεν θα δεχόταν τέτοιες ταπεινωτικές συνθήκες. Ο Dragisa Lapcevic (ένας από τους πρωτεργάτες του ταξικά συνειδητοποιημένου εργατικού κινήματος) πρότεινε σε μια κρυφή συνάντηση στις 8 Απριλίου 1921 την απόρριψη των συνθηκών που επέβαλλαν οι αρχές και τη συνέχιση της συνδικαλιστικής και εργατικής δράσης παρά την «Obznana». Δυστυχώς, η πρότασή του δεν έγινε δεκτή.
Η σύγχυση που επικρατούσε στην εργατική τάξη ήταν ένα σημάδι για την κεντρώα τάση του συνδικαλιστικού κινήματος, ότι είχε έρθει η ευκαιρία του. Έτσι, ανασυγκροτήθηκε η Γενική Εργατική Ένωση, με σεβασμό στο πνεύμα και το λόγο της «Obznana», στις 22 Μαΐου 1921. Την επόμενη μέρα έκοψε κάθε δεσμό με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας (CPY). Ωστόσο, οι κεντρώοι δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία στο να οργανώσουν τους επαναστάτες εργάτες και αγρότες. Τα οργανωμένα μέλη της νέας Γενικής Εργατικής Ένωσης δεν ξεπέρασαν τα 2.500 με 3.000.
Το μοναρχικό καθεστώς επιτέθηκε βίαια ενάντια στο CPY. Κηρύχθηκε παράνομο και αναγκάστηκε να λειτουργήσει υπόγεια για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, ως η μόνη δύναμη στην οποία οι εργάτες έβλεπαν μια ευκαιρία για οργάνωση, προσέλκυσε έναν μεγάλο αριθμό μελών και συμπαθούντων. Σπουδαγμένοι άνθρωποι και φοιτητές, εργάτες και αγρότες γίνονταν μέλη του. Το 1928 το κόμμα διασπάστηκε στην κομμουνιστική, τη σοσιαλιστική και τη σοσιαλδημοκρατική γραμμή. Αυτό οδήγησε και σ’ ένα σχίσμα στο συνδικαλιστικό κίνημα που κατέληξε στη δημιουργία ενός ριζοσπαστικού αριστερού μπλοκ (προσανατολισμένου στην Μόσχα και ακολουθώντας τη γραμμή της Γ’ Διεθνούς), μιας δεξιόστροφης τάσης (πιστής στη γραμμή της Β’ Διεθνούς, αν και είχε ήδη χάσει έδαφος) και μιας κεντρώας πλατφόρμας που ισορροπούσε μεταξύ των δυο προαναφερθέντων.
Τελικά, από τη διαίρεση το CPY και ο συνδικαλιστικός τομέας προσανατολίστηκαν προς την Γ’ Διεθνή η οποία έτεινε να κυριαρχήσει. Όπως προαναφέρθηκε, ανέλαβαν την καθοδήγηση της εργατικής τάξης και κατάφεραν να τη διατηρήσουν χάρη στην υλική βοήθεια και την ιδεολογική υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Εξαιτίας της στήριξης αυτής, το CPY έγινε η μεγαλύτερη και η καλύτερα οργανωμένη οργάνωση της γιουγκοσλαβικής εργατικής τάξης κατά τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Ωστόσο, το πραγματικό πρόσωπο της κομματικής καθοδήγησης θα αποκαλυπτόταν στη διάρκεια του πολέμου και της επανάστασης (1941-1945). Μορφωμένα μέλη, με μεγάλη επιρροή, που είχαν αρχίσει να βλέπουν σφάλματα στη δουλειά της Κεντρικής Επιτροπής, της οποίας ηγείτο ο Τίτο (Γιόζιπ Μπροζ) αποπέμφθηκαν. Κάθε πιθανή κριτική ή δυνατότητα αμφισβήτησης της ηγεσίας κυνηγήθηκε μέχρι εξαφάνισης.
Με την ήττα του γιουγκοσλαβικού στρατού μέσα σε μόλις έξι μέρες στο ξεκίνημα του πολέμου, οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας άρχισαν να μαζεύουν όπλα, πυρομαχικά και άλλα στρατηγικά υλικά. Ελάχιστα μετά την κατάλυση του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας εμφανίστηκαν και οι πρώτες μορφές οργανωμένης αντίστασης στους φασίστες. Αυτές οι ομάδες αντίστασης διέφεραν αρκετά ως προς τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Μερικές ήταν απλώς ομάδες ληστών. Άλλες ήταν πολιτοφυλακές οργανωμένες σε τοπικό επίπεδο ως μορφή άμυνας απέναντι στα φασιστικά στρατεύματα και στους ληστές που προαναφέραμε. Άλλες ήταν δεξιές, μοναρχικές ομάδες (όπως οι τσέτνικς και οι ομάδες του Nedic και του Ljotic) σκοπός των οποίων ήταν «η απελευθέρωση της πατρίδας από τους κατακτητές» και η επιστροφή στο βασιλιά. Υπήρχαν, επίσης, φασιστικές οργανώσεις (ουστάσι) που διέπρατταν σοβινιστικά εγκλήματα από τα οποία ακόμη και οι στρατιώτες της γερμανικής Βέρμαχτ δεν ήταν ασφαλείς. Υπήρχε, ακόμα, μια σειρά οργανώσεων «κουίσλιγκ» (στο πλευρό των Γερμανών).
Πάντως, υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός ανεξάρτητων οργανώσεων παρτιζάνικων ομάδων χωρίς κλειστή πολιτική κατεύθυνση. Το CPY προσπάθησε να ενοποιήσει αυτές τις ομάδες υπό τον έλεγχό του με κάθε κόστος. Υπήρξαν στιγμές συγκρούσεων παρτιζάνων που μάχονταν κάτω από τον έλεγχο του PCY και αυτόνομων ομάδων παρτιζάνων που παρέμεναν ανεξάρτητες, ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου, οπότε το CPY συνεργάστηκε με τους τσέτνικς του στρατηγού Draze Mihajlovic για τον κοινό στόχο της «απελευθέρωσης της πατρίδας από τους κατακτητές». Το CPY και το Γενικό Επιτελείο Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης και των Γιουγκοσλαβικών Παρτιζάνικων Αποσπασμάτων» διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τους τσέτνικς του Mihajlovic. Η διαφορά τους με τους άλλους τσέτνικς ήταν ότι δεν είχαν συνεργαστεί με τη γερμανική Βέρμαχτ το 1941.
Όμως, οι παρτιζάνικες μονάδες ήταν άσχημα εξοπλισμένες, ανοργάνωτες, με μικρή πολεμική εμπειρία και είχαν υποστεί μεγάλες ήττες το 1941-1942. Το CPY επίσης υπέστη σοβαρές υποχωρήσεις σε πόλεις και χωριά – τα μέλη και οι συμπαθούντες του είχαν κυνηγηθεί, συλληφθεί, βασανιστεί, πυροβοληθεί ή σταλεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ωστόσο, ο αγώνας της αντίστασης συνεχιζόταν. Αποσπάσματα παρτιζάνων συνέχιζαν να πολεμούν, και οι συμπαθούντες τους σε πόλεις σε χωριά δημιουργούσαν αντιπερισπασμό και διεξήγαγαν ενέργειες σαμποτάζ.
Στα μέσα και προς το τέλος του 1943, το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης, υπό τον έλεγχο του CPY, ανένηψε από τις αρχικές υποχωρήσεις του, επιμένοντας σε μια αύξηση του αριθμού των μελών του κόμματος στα παρτιζάνικα αποσπάσματα. Επίσης, τοποθέτησε πολιτικούς κομισάριους σε όλα τα παρτιζάνικα αποσπάσματα στη σφαίρα επιρροής του – αυτοί οι κομισάριοι είχαν σκοπό την πολιτική προπαγάνδα και την εμπέδωση της ιδέας της καθοδήγησης από το CPY.
Με την επιμονή του Γενικού Επιτελείου Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης και των Γιουγκοσλαβικών Παρτιζάνικων Αποσπασμάτων, οι παρτιζάνικες μονάδες ενοποιήθηκαν στα τέλη του 1943. Ήταν φανερό ότι η καθοδήγηση από το κόμμα ήταν παρούσα στην ενοποίηση των παρτιζάνικων μονάδων σε μια μεραρχία ή ταξιαρχία. Κάποιο έμπειρο κομματικό στέλεχος έμπαινε σε θέση ισχύος στις νεοσχηματισμένες μονάδες και, φυσικά, ένας κομισάριος από το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος ήταν πάντα παρών…
Στις 29 Νοέμβρη 1943, έγινε η δεύτερη συνάντηση του Εθνικού Αντιφασιστικού Συμβουλίου Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας, στο Jajce (Γιάιτσε, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Εκμεταλλευόμενο τους αγώνες του λαού για την απελευθέρωσή του από τα φασιστικά στρατεύματα και αποφεύγοντας επιδέξια κάθε ριζοσπαστική επαναστατική κριτική, το CPY κατάφερε να θέσει τα θεμέλια αυτού που αργότερα θα γινόταν η πρώτη διακήρυξη της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (το 1946 τελικά).
Κάτω από τον μανδύα του πατριωτισμού, του αντιεθνικισμού και ενός ημιεπαναστατικού λεξιλογίου, το Γενικό Επιτελείο μαζικοποιήθηκε σταδιακά. Σύντομα το Γενικό Επιτελείο του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης και των Γιουγκοσλαβικών Παρτιζάνικων Αποσπασμάτων θα μεταμορφωνόταν σε Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό Γιουγκοσλαβίας. Ακόμα και οι αιχμαλωτισμένοι τσέτνικς και ουστάσι γίνονταν δεκτοί στα νέα παρτιζάνικα αποσπάσματα αν δήλωναν ότι θα «μάχονταν για τον λαό». Ένας στρατός που δημιουργούταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα μπορούσε να είναι επαναστατικός στρατός, φορέας επαναστατικής αλλαγής, ακόμα και αν μέχρι το τέλος του πολέμου το Γενικό Επιτελείο του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης και των Γιουγκοσλαβικών Παρτιζάνικων Αποσπασμάτων δεν εφάρμοζε παρά καθαρά παρτιζάνικες τακτικές. Σε κάθε προσπάθεια να αντιμετωπίσει ευθέως τις συνδυασμένες δυνάμεις της Βέρμαχτ και των κουίσλιγκ έχασε μεγάλες δυνάμεις, και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Το Γενικό Επιτελείο του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης και των Γιουγκοσλαβικών Παρτιζάνικων Αποσπασμάτων (στην ουσία το CPY), κέρδισε τον πόλεμο μονάχα χάρη στην αποδυνάμωση του φασιστικού στρατού σε όλα τα άλλα μέτωπα και στην σπουδαία βοήθεια που του παρείχε ο σοβιετικός Κόκκινος Στρατός, ο οποίος επωμίσθηκε όλο το βάρος της εκδίωξης των φασιστικών στρατευμάτων από τη Γιουγκοσλαβία.
Η μεταπολεμική περίοδος
Με το τέλος του πολέμου, το CPY και ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός της Γιουγκοσλαβίας είχαν εκκαθαρίσει κάθε «ανεπιθύμητο» στοιχείο και ήταν έτοιμοι για τη δικτατορία. Θα την ονόμαζαν δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν δικτατορία του κόμματος. Και, μάλιστα, όχι του κόμματος ως ενιαίου συνόλου, αλλά μάλλον με τη στενή έννοια της ηγετικής κλίκας του.
Η χώρα ονομάστηκε αρχικά Δημοκρατική Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία, ενώ αργότερα άλλαξε όνομα σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Κάθε εργατική οργάνωση και κάθε άλλη κοινωνική πρωτοβουλία τέθηκαν υπό τον έλεγχο του κόμματος. Η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο κρατικού καπιταλισμού που ονομάστηκε επιδέξια «υπαρκτός σοσιαλισμός».
Οι αλλαγές αυτές ενσωματώθηκαν επίσημα στο νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1946. Το Σύνταγμα κήρυσσε κάθε φυσικό απόθεμα και όλα τα σημαντικά μέσα παραγωγής ως «λαϊκή περιουσία υπό των έλεγχο του κράτους». Προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, άρχισε να εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα εθνικοποίησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων σε 42 τομείς της οικονομίας. Τον Αύγουστο του 1945, εφαρμόστηκε μερική αγροτική μεταρρύθμιση, επηρεάζοντας κυρίως τις βόρειες και βορειοδυτικές περιοχές της χώρας. Το οικονομικό έλλειμμα καλύφθηκε από την εθνικοποίηση του 1948. Η εθνικοποίηση ήταν μία από τις βασικές μεθόδους εγκαθίδρυσης μιας «σοσιαλιστικής οικονομίας». Το σύστημα της σχεδιασμένης οικονομίας εισήχθηκε, επίσης, σ’ αυτό το στάδιο. Κρατικές υπηρεσίες διηύθυναν άμεσα την οικονομία σε σχέση με τους προκαθορισμένους στόχους.
Η νέα κυρίαρχη τάξη, που αργότερα θα αποκτήσει το προσωνύμιο «κόκκινη μπουρζουαζία», είχε να κάνει λίγες κινήσεις ακόμα για να εξασφαλίσει την μακροπρόθεσμη εξουσία της. Αμέσως μετά τον πόλεμο, πραγματοποιεί μια εκλογική φάρσα «δημοκρατίας» όπου το CPY, υπό την ηγεσία του Τίτο, κερδίζει την μεγάλη πλειοψηφία (σχεδόν το 100% των ψήφων), απέναντι στα αστικοδημοκρατικά κόμματα. Έχοντας κερδίσει την εξουσία, το CPY έθεσε εκτός νόμου κάθε άλλο κόμμα και καταδίωξε τα ηγετικά στελέχη τους, ονομάζοντάς τους «εχθρούς της επανάστασης». Μετά τις εκλογές, η γιουγκοσλαβική κυρίαρχη τάξη, σε συμφωνία με την κυρίαρχη τάξη της ΕΣΣΔ (προσωποποιημένης στο ΚΚΣΕ) ξεκίνησε μια αρκετά διάφανη διαμάχη. Αυτή η «σύγκρουση» ανάμεσα στο CPY και το ΚΚΣΕ κορυφώθηκε στα 1948 όταν το CPY ξεκίνησε σειρά διώξεων εναντίον μελών της στρατιωτικής, κομματικής και πολιτικής ηγεσίας προκειμένου να εκκαθαρίσει τους λεγόμενους πράκτορες της Κομινφόρμ, μέλη που ήταν υπέρ της ανάμειξης της Κομινφόρμ στα εσωτερικά του CPY. Αυτοί οι άνθρωποι κατέληγαν στις γιουγκοσλαβικές φυλακές, οι πιο διαβόητες από τις οποίες ήταν αυτές της νήσου Goli Otok στην Αδριατική. Εξαιτίας της απόρριψης από το CPY της Κομινφόρμ, η ΕΣΣΔ και ολόκληρο το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, επέβαλλαν εμπάργκο στα εμπορεύματα και τις λοιπές συναλλαγές με την Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία Γιουγκοσλαβίας. Το οικονομικό αυτό εμπάργκο κράτησε πέντε χρόνια, και μετέπειτα η γιουγκοσλαβική κυρίαρχη τάξη πήρε τελικά κάθε εξουσία στα χέρια της.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο στόχος αυτής της ελεγχόμενης σύγκρουσης δεν ήταν απλώς η ενίσχυση της εξουσίας στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης, αλλά η δημιουργία μιας απαραίτητης γέφυρας μεταξύ της «κομμουνιστικής» Ανατολής και της καπιταλιστικής Δύσης. Την περίοδο αυτή η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν προσανατολισμένη προς τη γεωργία. Αγρότες και πρώην παρτιζάνοι υποχρεώνονταν να εργαστούν στις κολλεκτιβοποιημένες φάρμες. Επίσης, ο τομέας της ενέργειας αναπτύχθηκε και ισχυροποιήθηκε. Επιπλέον, προωθήθηκε η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας, αν και κάτι τέτοιο έγινε μόνο στα πλουσιότερα μέρη της χώρας, κάτι που είχε αποτέλεσμα μόνο το βάθεμα των ανταγωνισμών που κληροδότησε η προπολεμική Γιουγκοσλαβία.
Οι δυσχερείς σχέσεις με τις γειτονικές χώρες που ήταν μέλη του «σοσιαλιστικού» μπλοκ, αλλά επίσης και της Κομινφόρμ, καθώς και οι καταστροφικές σοδειές του 1950 και του 1952, οδήγησαν σε αγροτικές εξεγέρσεις, οι οποίες χρησίμευσαν ως τέλεια δικαιολογία για το κράτος για να εισαγάγει την υποχρεωτική πώληση των γεωργικών προϊόντων και το δικαίωμα στην κατάσχεσή τους. Τέτοιες πρακτικές έγιναν τελικά κοινοτοπίες.
Η περίοδος της «σοσιαλιστικής ανάπτυξης»
Καθησυχάζοντας την εργατική τάξη με ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ζωής, καταστέλλοντας βίαια κάθε μορφή εξέγερσης και – το πιο σημαντικό - ελέγχοντας κάθε μορφή εργατικής οργάνωσης, το CPY (αργότερα Ένωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας - CLY) πέτυχε να αποπροσανατολίσει την εργατική τάξη, διαλύοντας κάθε απόπειρα ανεξάρτητης εργατικής οργάνωσης και εκκαθαρίζοντας τους μαχητικούς εργάτες και τους ριζοσπάστες θεωρητικούς.
Υπήρξε μια γενικευμένη τάση της γιουγκοσλαβικής εργατικής τάξης, να συστήνει αυτοδιαχειριζόμενες ενώσεις με τη δική της πρωτοβουλία, στη βάση εμπειριών από άλλους επαναστατικούς αγώνες ανά τον κόσμο. Ως απάντηση σ’ αυτό, ήδη από τα 1950, οι αρχές εισήγαγαν περιορισμένες μορφές αυτοδιαχείρισης στη βιομηχανία. Η εισαγωγή μιας περιορισμένης αυτοδιαχείρισης έδωσε στους εργάτες τη ψευδαίσθηση ότι είχαν το δικαίωμα να διευθύνουν και να σχεδιάζουν την παραγωγή και την πώληση των προϊόντων της επιχείρησής τους. Το πόσο πραγματική ήταν η βιομηχανική αυτοδιαχείριση μπορούμε να το δούμε καλύτερα στον παρακάτω πίνακα, όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Nase Teme», τεύχος 3, 1983:
Αποφάσεις του κράτους - Αποφάσεις της κολλεκτίβας (σε ποσοστά επί τοις εκατό (%))
Διαχείριση των επενδύσεων-αποθεμάτων: 80%–20%
Μισθοί των εργαζομένων: 60%-40%
Τελική τιμή του προϊόντος: 80%-20%
Εργασία: 50%-50%
Εισαγωγές-Εξαγωγές: 95%-5%
Πολιτική χρηματοδότησης: 90%-10%
Υπόλοιπα: 70%-30%
Στην κατάσταση αυτή όπου το παλιό καπιταλιστικό κράτος έχει αντικατασταθεί από έναν νέο κρατικό καπιταλισμό και, στην πραγματικότητα, δεν έχει επέλθει καμία επαναστατική αλλαγή, η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη, ήταν αναμενόμενο να εκφράσει σύντομα τη δυσφορία της.
Έτσι η πρώτη μεταπολεμική απεργία καταγράφεται στις 13-15 Γενάρη 1958 από τους ανθρακωρύχους στο Trbovlje και στο Hrastnik της Σλοβενίας. Περίπου 4.000 εργάτες παίρνουν μέρος στην απεργία που τερματίζεται νικηφόρα ή, μάλλον, με την ικανοποίηση των διεκδικήσεων των εργατών. Όμως τα βαθύτερα αίτια της απεργίας δεν έχουν εξαλειφθεί ούτε θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με καμία μελλοντική απεργία μέσα στα πλαίσια της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας Γιουγκοσλαβίας.
Προκειμένου να απομονώσει και να αποδυναμώσει τον εργατικό ταξικό αγώνα και – πιο σημαντικό για την τάξη που βρίσκεται στην εξουσία - να τον παρεμποδίσει να διαδοθεί, όλες οι μορφές εργατικού αγώνα υποβλήθηκαν στη σιωπή των ΜΜΕ συνοδευόμενη από μια συντονισμένη παραπληροφόρηση.
Έτσι, η ηγεσία του CLY απέφυγε να μιλήσει για τις απεργίες μέχρι το 1969. Μέχρι τότε είχαν καταγραφεί πάνω από 2.000 απεργίες.
Δεν υπήρχαν παράνομα συνδικάτα στη Γιουγκοσλαβία ή, τέλος πάντων, δεν έχουμε πληροφορίες που να αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων. Το μόνο νόμιμο συνδικάτο που υπήρχε ήταν η Συνδικαλιστική Ένωση Γιουγκοσλαβίας. Η συμμετοχή της συνδικαλιστικής ηγεσίας στην οργάνωση των απεργιών ήταν προφανώς μηδενική, συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλες οι απεργίες στη Γιουγκοσλαβία ήταν ουσιαστικά άγριες απεργίες, άμεσα δημιουργημένες από την εργατική τάξη. Για να είμαστε σαφείς, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι παλαιοί μαχητές της εργατικής τάξης που είχαν στο μεταξύ γίνει όργανα του μόνου νόμιμου συνδικάτου, συμμετείχαν αρχικά στο πρώτο στάδιο της οργάνωσης μιας απεργίας. Όμως τέτοιοι άνθρωποι εκκαθαρίζονταν άμεσα από το συνδικάτο και απομονώνονταν βίαια, για να αντικατασταθούν από κάποιο «αποδεδειγμένα πιστό στο κόμμα», στην κυρίαρχη τάξη και στο καθεστώς, άτομο.
Προκειμένου να ικανοποιήσει τα αιτήματα των απεργών, να διατηρήσει την κοινωνική σταθερότητα στη χώρα και να καλύψει τις τεράστιες απώλειες της μη κερδοφόρας οικονομίας, η γιουγκοσλαβική ηγεσία αποφάσισε να πάρει δάνειο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Παγκόσμια Τράπεζα (ΠΤ). Έτσι, η Γιουγκοσλαβία έπεσε στη γνωστή παγίδα της υποδούλωσης της οφειλής χρεών.
Σταδιακά, η γιουγκοσλαβική εργατική έχασε την ταξική της συνείδηση, ενστερνιζόμενη μια καταναλωτική κουλτούρα που της σερβιρίστηκε έξυπνα από τη Δύση. Σε τέτοια αποδυναμωμένη θέση βρισκόταν η γιουγκοσλαβική εργατική τάξη όταν υποδέχτηκε τη δεκαετία του 1980, μια δεκαετία που επεφύλασσε σαρωτικές αλλαγές.
Η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας
Τη δεκαετία του 1980, οι Γιουγκοσλάβοι εργάτες και αγρότες κατέβαιναν στους δρόμους απαιτώντας όλο και πιο συχνά μια καλύτερη ζωή, καλύτερες συνθήκες εργασίας, καλύτερη διαχείριση της βιομηχανίας και της χώρας συνολικά. Εξαιτίας των δυσχερών οικονομικών συνθηκών την εποχή εκείνη, που παρατείνονταν από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, παρατηρείται μια αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις (60% του πληθυσμού ζούσε από τη γεωργία, ενώ ταυτόχρονα μόνο το 38% ζούσε σε αγροτικές περιοχές). Υπήρξε, επίσης, ένα κύμα μετανάστευσης προς τη δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία.
Το 1980 η Γιουγκοσλαβία εισήλθε στο ΔΝΤ και στα 1981 πήρε ένα από τα μεγαλύτερα δάνεια που εγκρίθηκαν εκείνη την περίοδο. Χάρη στην άνοδο της τιμής των ορυκτελαίων στην παγκόσμια αγορά, τα χρέη της Γιουγκοσλαβία εκείνη την εποχή έφτασαν τα 14 δις δολάρια ΗΠΑ. Μόλις το 1983 η Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για την αναπροσαρμογή των χρεών της. Το ΔΝΤ ζήτησε ως αντάλλαγμα την αποπλήρωση των χρεών από μη κερδοφόρες επιχειρήσεις, οι οποίες για χρόνια διατηρούσαν την κοινωνική σταθερότητα στις περισσότερες περιοχές της χώρες. Επίσης, απαίτησε την απελευθέρωση των τιμών, μια άνοδο των επιτοκίων, και μια περαιτέρω υποτίμηση 25% του δηναρίου. Το διεθνές κεφάλαιο ξεκινούσε την επίθεσή του στη Γιουγκοσλαβία.
Ωστόσο, η απάντηση ήταν μια σειρά απεργιών κι εξεγέρσεων που κατέληξαν στη μείωση του αριθμού των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων που θα ρευστοποιούνταν τελικά, από 156 το 1979 σε 97 το 1985. Προκειμένου να χρηματοδοτηθούν μη κερδοφόρες επιχειρήσεις και να διατηρηθεί η κοινωνική σταθερότητα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε να εκδίδει μεγάλα ποσά χρημάτων χωρίς οικονομικό αντίκρισμα.
Μια από τις τελευταίες δραστηριότητες του νόμιμου συνδικάτου στη Γιουγκοσλαβία ήταν να υποστηρίξει τις προσπάθειες της κυβέρνησης στα 1986 να κλείσει τις μη κερδοφόρες επιχειρήσεις. Μετά από αυτό οι εργάτες δεν επέτρεψαν στο συνδικάτο να μιλάει στο όνομά τους.
Το 1986 εμφανίστηκε στη γιουγκοσλαβική πολιτική σκηνή ο Slobodan Milosevic, αμέσως μετά την επιστροφή του από τις σπουδές του στις ΗΠΑ. Την εποχή εκείνη ο Milosevic ήταν στέλεχος του CLY. Η σύγκρουση με το CLY που κατέληξε στην αποπομπή του άρχισε το 1987 στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής της Ένωσης Κομμουνιστών Σερβίας. Στο μανιώδες κυνήγι της εξουσίας, ο Milosevic έφτασε μέχρι τον εθνικισμό και τη στιγμή ακριβώς που οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας αναζητούσαν μια αλλαγή, αυτός ξεκίνησε διαδικασίες εκμηδένισης της αυτονομίας των επαρχιών στο εσωτερικό της Σερβίας (Βοϊβοντίνα και Κόσοβο) προκειμένου να ευνοηθεί η Σερβία. Στην αρχή, ο Milosevic είχε την εύνοια των ψηφοφόρων και αυτό ήταν αρκετό για να τον καταστήσει ικανό να πάρει την εξουσία από τα χέρια της παλιάς και ξεπερασμένης φράξιας του κρατικού καπιταλισμού. Ο Milosevic μάζεψε γύρω του έναν κύκλο πιστών υποστηρικτών ενδυναμώνοντας τη θέση του στη γιουγκοσλαβική ηγεσία, και την υπεροχή της Σερβίας μέσα στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Αυτό προκάλεσε δυσφορία ανάμεσα στις τοπικές καπιταλιστικές τάξεις στις υπόλοιπες γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες, που όλο και πιο συχνά μιλούσαν πλέον για απόσχισή τους από τη Γιουγκοσλαβία και ανεξαρτητοποίηση. Ο Milosevic ενδυνάμωσε τις θέσεις αυτές με την συγκεντρωτική εθνικιστική πολιτική του. Για παράδειγμα, το 1989 συνέστησε σε μάνατζερ και επιχειρηματίες στη Σερβία να αποφεύγουν τα σλοβένικα προϊόντα και το 1990 προχώρησε σε ολοκληρωτικό εμπάργκο στις εισαγωγές προϊόντων από τη Σλοβενία και τη Κροατία.
Τέτοιου είδους εχθροπραξίες και διαμάχες ανάμεσα στις τοπικές καπιταλιστικές τάξεις το μόνο που έκαναν ήταν να αναζωπυρώνουν μια κατάσταση που ήταν ήδη τεταμένη. Εργάτες κι αγρότες, αποστερημένοι από τις παραδοσιακές ταξικές οργανώσεις τους για αλληλεγγύη και αγώνα, ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν σε δυο ή περισσότερες δουλειές ταυτόχρονα προκειμένου να επιβιώσουν και αποπροσανατολίζονταν ακόμα περισσότερο από την πίεση του καλπάζοντος πληθωρισμού. Έτσι, πείθονταν από τους εθνικιστές δημαγωγούς διαφόρων τάσεων, από διάφορους «δημοκράτες» που ζητούσαν αλλαγές και από ένα φάσμα νέων, εθνικών ηγετών. Αρχικά, αυτοί οι ηγέτες προσέλκυαν μάζες απογοητευμένων μελών της εργατικής τάξης που χρησιμοποιούσαν κατάλληλα ώστε να τους ανεβάσουν στην επιθυμητή πολιτική καριέρα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν νέα κόμματα παντού στη Γιουγκοσλαβία, το DEMOS στη Σλοβενία, το HDZ στην Κροατία, το SPO και πολλά ακόμη στη Σερβία, SDA στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη κλπ. Όλα τους κόμματα εθνικιστικής αντίληψης που έκαναν τα πάντα προκειμένου να γελοιοποιήσουν ολόκληρη την παράδοση της ταξικής σύγκρουσης.
Ως αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων με την γιουγκοσλαβική κόκκινη μπουρζουαζία και τα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου, ο πόλεμος δεν άργησε να ξεσπάσει στη Γιουγκοσλαβία το 1991.
1991: Η εργατική τάξη και ο πόλεμος
Πριν τον πόλεμο προηγήθηκε μια μαζική εθνικιστική-σοβινιστική εκστρατεία από τα ΜΜΕ. Πολιτικοί, συγγραφείς, δημόσια πρόσωπα, ακόμα και αθλητές και αθλήτριες ανταγωνίζονταν στην εξύμνηση των αρετών της «δικής τους» πατρίδας και του «δικού τους» λαού. Όλα τα διαθέσιμα μέσα επιστρατεύτηκαν για να εμφυσηθεί ο φόβος κι ο πανικός στους ανθρώπους. Ήταν απαραίτητο να προσελκύσουν αυτή την κρίσιμη ποσότητα του εθνικισμού προκειμένου να νομιμοποιηθεί ο πόλεμος.
Στις πρώτες ένοπλες συγκρούσεις ήταν κυρίως επαγγελματίες στρατιώτες και μισθοφόροι που διεξήγαγαν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός, ως είχε, δηλαδή τα παιδιά των εργατών και των αγροτών από ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία που βρίσκονταν σε υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αρχικά δεν εμπλάκηκε σχεδόν καθόλου.
Έχει σημασία ότι σε έναν μεγάλο αριθμό εγκληματιών δόθηκε χάρη και αναμείχθηκαν στις πρώτες εχθροπραξίες. Υπήρχαν επίσης μισθοφόροι από πολλές χώρες, αρκετοί πολιτικοί εμιγκρέδες (όπως τα παιδιά των παλιών τσέτνικς ή των ουστάσι), και ένας μεγάλος αριθμός φασιστών ή νεοφασιστών. Ήταν, κυρίως, αυτές οι ομάδες που διέπραξαν τα εγκλήματα που έφεραν την προσοχή των ΜΜΕ στον πόλεμο, ο σκοπός τους ήταν να υποθάλψουν το μίσος και να δημιουργήσουν τεχνητές διαφορές μεταξύ ανθρώπων που ανήκουν στην εργατική τάξη σε διάφορες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας.
Κάτι τέτοιο υπογραμμίζεται από το γεγονός της δημιουργίας μεικτών - εθνικά - πολιτοφυλακών που οργανώνονταν σε πόλεις και χωριά της Γιουγκοσλαβίας που πλήγηκαν άμεσα από τον πόλεμο. Ο στόχος αυτών των πολιτοφυλακών ήταν να αποτρέψουν την ένταση και δεν ήταν σπάνιο να βλέπεις Κροάτες, Σέρβους και μουσουλμάνους να στέκονται στα οδοφράγματα μαζί για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους που βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο για αιώνες.
Οι τοπικοί εθνικιστές ηγέτες υποχρεώνονταν έτσι να πάρουν δραστικά μέτρα για να ελέγξουν τα απείθαρχα στοιχεία της «δικής τους» εθνικής ομάδας. Επιστράτευαν για το σκοπό αυτό μισθοφόρους, φανατικούς εθελοντές και κοινούς εγκληματίες.
Άνθρωποι από κάθε γωνιά της Γιουγκοσλαβίας αντιστέκονταν στον πόλεμο και στην εθνικιστική παράνοια. Μερικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι 100.000 έφυγαν από τη Σερβία εξ αιτίας του πολέμου. Στη Σερβία έχουν καταγραφεί περιστατικά μαζικής λιποταξίας όπου σύσσωμες στρατιωτικές μονάδες παράτησαν τις θέσεις τους και γύρισαν σπίτι. Υπάρχουν περιπτώσεις συλλογικών συνειδητών αρνήσεων κατάταξης, π.χ. στο χωριό Tresnjevac στη Βοιβοντίνα, όπου όλοι οι άνδρες κάτοικοι του χωριού αρνήθηκαν να καταταγούν το 1991, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, απόφαση που τους έφερε σε σύγκρουση με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Υπήρξαν επίσης μεγάλες διαδηλώσεις και φοιτητικές διαμαρτυρίες, αλλά δυστυχώς αυτή η αντίσταση ήταν αδύναμη και ανοργάνωτη.
Όλα τα συνδικάτα κι όλα τα πολιτικά κόμματα υποστήριζαν τον πόλεμο ή συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Δημόσια άποψη εναντίον του πολέμου εξέφραζαν μόνο οι φιλειρηνικές οργανώσεις της μικροαστικής ευαισθησίας.
1993: Ερήμωση της Γιουγκοσλαβίας
Μετά την κατάρρευση της «Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», η Ομόσπονδη Δημοκρατία Γιουγκοσλαβίας (FRY) εγκαθιδρύθηκε, απαρτιζόμενη από τη Σερβία, με τις επαρχίες Βοϊβοντίνα, Κόσοβο και το Μαυροβούνιο. Ο πόλεμος είχε αφήσει τεράστια χάσματα στον προϋπολογισμό της FRY που έπρεπε να συμπληρωθούν. Η ηγεσία κατέφυγε στη χρήση του πληθωρισμού ως εργαλείο για το σκοπό αυτό. Τύπωσε τεράστιες ποσότητες τελείως άχρηστου πληθωριστικού χρήματος προκειμένου να πληρώσει τους μισθούς, να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα στην μαύρη αγορά, και να διαφυλάξει την κοινωνική σταθερότητα.
Η ανεξέλεγκτη εκτύπωση νέου χρήματος οδήγησε τον πληθωρισμό σε νέα υπερ-ύψη. Σταδιακά η μαύρη αγορά έγινε η μόνη αγορά που λειτουργούσε πραγματικά μέσα στην χώρα. Προς το τέλος του 1993 η αξία συναλλαγής του δηναρίου αυξήθηκε ακόμα και 100% σε μια ώρα σε σχέση με το γερμανικό μάρκο, που ήταν το κύριο νόμισμα της μαύρης αγοράς. Μέσα σ’ αυτή την εξαιρετικά ασταθή πολιτική και οικονομική κατάσταση ήταν σημαντικό να ενδυναμωθεί ο αγώνας των εργαζομένων. Το 1993 υπήρξε ένας ανείπωτος αριθμός απεργιών που έπληξε όλους τους κλάδους της οικονομίας, τόσο στο βιομηχανικό τομέα όσο και πέρα από αυτόν. Η μια απεργία ακολουθούσε την άλλη. Η κλιμάκωση έσπασε στο τέλος του 1993 με το κάλεσμα για γενική απεργία όπου τελικά συμμετείχαν όλοι οι εργαζόμενοι στην ενέργεια στη Σερβία, οι εργάτες των ορυχείων και οι σιδηροδρομικοί.
Οι αρχές βρέθηκαν υπό πίεση και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξαπάτηση του κόσμου μέσα από τα παιχνίδια του πληθωρισμού. Τον Γενάρη του 1994 εισήχθηκε το νέο δηνάριο. Ο πληθωρισμός έπεσε μέσα σχεδόν σε μια νύχτα, κάτι που αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι ο πληθωρισμός ήταν στην πραγματικότητα απόλυτα ελεγχόμενος. Όμως η εξαπάτηση του κόσμου δεν σταμάτησε. Ολόκληρη η περίοδος της εντατικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στη Γιουγκοσλαβία από το ξεκίνημα της κρίσης των χρεών μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η αναίσχυντη εξαπάτηση δε σταμάτησε ποτέ, παρά μόνον άλλαξε μορφή.
Η εργατική τάξη το κατανόησε καθώς και την αναγκαιότητα μιας οργανωτικής μορφής αγώνα. Ανεξάρτητα συνδικάτα άρχισαν να δημιουργούνται, προσπαθώντας να λειτουργήσουν ανεξάρτητα από το κράτος και τα διάφορα πολιτικά κόμματα. Δυστυχώς, γοητευμένα από την αντικομμουνιστική ευφορία που έχει κυριεύσει τις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, προσπαθούν επίσης να κρατήσουν αποστάσεις «ανεξαρτησίας» από την αναγκαιότητα του ταξικού αγώνα.
Προς το παρόν, όλα τα ανεξάρτητα συνδικάτα λειτουργούν ως αποκλειστικά οικονομικές ενώσεις των εργατών, παράγουν τη δική τους «δημοκρατική» δημαγωγία και τους ηγέτες τους, οι οποίοι με τον καιρό, κι αν αποδείξουν ότι είναι καλοί στην καταστροφή του εργατικού κινήματος, θα προαχθούν στις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται κοντά στην κυρίαρχη τάξη.
Από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα που ισχυρίζονται ότι είναι εργατικά κόμματα ή έχουν ένα ανάλογο όνομα, το μόνο που θεωρητικά αρνείται τον αγώνα για πολιτική εξουσία και θέτει ως στόχο του τον αγώνα της εργατικής τάξης είναι το μαρξιστικό-λενινιστικό «Partija Rada» («Κόμμα της Εργασίας»). Όλα τα υπόλοιπα κόμματα είναι βυθισμένα στο βούρκο του κοινοβουλευτισμού.
Η παρούσα κατάσταση στη FRY δεν είναι μοναδική και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα, δίχως να λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες στον υπόλοιπο κόσμο. Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά μπορούμε να βρούμε παραλληλισμούς με την κατάσταση στο Μεξικό, σε μερικές ασιατικές χώρες, και στα κράτη που προέκυψαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Οι δυνάμεις της ‘καπιταλιστικής διεθνούς’ προφανώς στοχεύουν στην διάλυση του εργατικού αγώνα και στο σκοπό αυτό επιστρατεύουν τις προσπάθειές τους και την ένδοξη στρατηγική τους της καταστροφής του πνεύματος της εργατικής τάξης και της αποξένωσης της τάξης από τον εαυτό της. Ένα κλίμα αστάθειας δημιουργείται παντού, το οποίο συνοδεύεται από κρίσεις, σοκ και σύγχυση. Παντού δημιουργούνται νέοι ηγέτες με χίλια προσωπεία ώστε να ταιριάξουν σε χίλιους διαφορετικούς ρόλους, η μόνη λειτουργία τους, ωστόσο, είναι να διαχωρίσουν την εργατική τάξη, να την εξαπατήσουν με νέες αλυσίδες να την υποβάλλουν σε νέα εκμετάλλευση και φτώχεια.
Οι προοπτικές της οργανωμένης εργατικής τάξης
Όπως είδαμε, δεν υπάρχει κάποιο οργανωμένο εργατικό κίνημα στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας με την εξαίρεση κάποιων μικρών, απομονωμένων ομάδων. Το επαναστατικό καθήκον των προοδευτικών δυνάμεων λοιπόν θα έπρεπε να είναι η δημιουργία ταξικών οργανώσεων και η σύνδεσή τους με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου. Δεν είναι εύκολο το καθήκον αυτό, όμως αποτελεί επιτακτική ανάγκη σήμερα, που το κράτος και οι διάφοροι πράκτορές του (όπως τα ελεγχόμενα από το κράτος συνδικάτα, τα αφεντικά και οι πολιτικοί) έχουν περάσει στην επίθεση. Έχοντας ολοκληρώσει ήδη μια ανθρωποσφαγή, είναι πλέον έτοιμο να καταργήσουν και να διαλύσουν τα δικαιώματα τα οποία οι εργαζόμενοι έχουν κερδίσει μέσα από αγώνες γενεών απλών εργαζομένων. Το σύστημα κρατικής καταστολής κι ελέγχου όχι μόνο έχει επανιδρυθεί μετά τον πόλεμο, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και το καθήκον της αναδημιουργίας της ταξικής συνείδησης από το μηδέν.
Κάτι τέτοιο απαιτεί μια επανεξέταση του επαναστατικού κινήματος του παρελθόντος, της εύρεσης των σφαλμάτων του, της εργασίας για την επιμόρφωση των εργαζομένων μαζών και της συγκρότησης νέων οργανώσεων για τον αγώνα της τάξης. Ο εργατικός αγώνας δεν πρέπει ποτέ να περιορίζεται σε απλές διεκδικήσεις οικονομικών ρυθμίσεων. Πρέπει να βασίζεται σε μια ευρεία γνώση της υπάρχουσας κοινωνίας και των σχέσεων στο εσωτερικό της και σε μια κατανόηση του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης.
Στις περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι σημαντικό η εργατική τάξη να ιδρύσει τις δικές της οργανώσεις και, σε μια διεθνιστική βάση, να δημιουργήσει ένα ευρύ μέτωπο ενάντια στους τοπικούς εθνικισμούς και τις φράξιες της καπιταλιστικής τάξης που υπηρετούν αφοσιωμένα της τρέχουσα παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, την απάλειψη του πνεύματος τοπικών κομματιών της εργατικής τάξης, της ώθησης στη φτώχεια, την ακρίβεια, την εξάπλωση της υπαρξιακής ανασφάλειας σε κάθε όψη της κοινωνικής ζωής… Ο στόχος μας πρέπει να είναι να συνδεθούμε με τον γενικό αγώνα των εργατών παγκόσμια. Ο αγώνας δεν πρέπει να δίνεται μόνο σε ένα τοπικό επίπεδο με τοπικούς στόχους. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η εργατική τάξη στη Σερβία και σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία έχει ανάγκη την υποστήριξη συντρόφων από το εξωτερικό. Αυτή η βοήθεια μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Δε χρειάζεται να είναι αποκλειστικά υλική – συχνά είναι πολύ πιο χρήσιμο και κατάλληλο να συνδέεις έμμεσα ή άμεσα στοιχεία της εργατικής τάξης τα οποία δεν έχουν εξοικειωθεί ακόμα όπως στην περίπτωση των κομματιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Η βοήθεια από συντρόφους του εξωτερικού μπορεί επίσης να πάρει την μορφή της διάδοσης σε εμάς εμπειριών επαναστατικής οργάνωσης, την αναπαραγωγή υλικού για μας στα σερβο-κροατικά, την στήριξή μας να αποκτήσουμε έντυπο υλικό στη σερβο-κροατική που μπορεί να βρεθεί στο εξωτερικό… Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βοηθήσεις ένα αδύνατο κίνημα και οι επιλογές είναι αποκλειστικά στη φαντασία των συντρόφων που είναι πρόθυμοι να δράσουν.
Pozarevac, Σερβία, Νοέμβρης 1995
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό δεν αποτελεί ολοκληρωμένο έργο, αλλά μόνο ένα κομμάτι μιας πολύ πιο εκτεταμένης μελέτης.
Βιβλιογραφία:
Trivo Indjic, ‘Anarchism in Yugoslavia’, in ‘BLACK FLAG’, 9/90.
Dr. Petar Milosavljevic, ‘Poloz**aj radnicke klase Srbije 1918-1929’, 1972, Belgrade.
Milica Milenkovic, ‘Sindikalni pokret u Srbiji 1918-1920’, 1971, Belgrade.
‘Tokovi revolucije - Zbornik istorijskih radova, VIII’, 1972, Belgrade.
‘Vidici’, no. 229, 1984, Belgrade.
Osteuropaarchiv, ‘Jugoslawien: Klassenkampf, Krise, Krieg’, 1992, Berlin.
*ΚείμενοτουAleksandar Simic απότηνΕπαναστατικήΟμάδαTorpedo (πουδενυπάρχειπλέον). ΑγγλικήμετάφρασηWill Firth (παράτιςαντιρρήσειςωςπροςταοργανωτικά-μετωπικάζητήματα).