Ηλίας Λουλούδης*
Ο μετανάστης από το Σπήλι όπου έφτασε στην Αμερική το 1910 και δούλευε λαντζέρης, αφηγείται στον Papanikolas Zeese για το διάστημα που βρέθηκε μαζί με τον Λούη Τίκα (Louis Tikas).
Επιπλέον αφηγείται και την δική του προσωπική ιστορία στην Αμερική, που θα μπορούσε να είναι σενάριο ταινίας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Το βιβλίο του Papanikolas Zeese με τίτλο «Buried Unsung – louis Tikas and the Ludlow Massacre» είναι η βασική πηγή που υπάρχει για την ζωή και το τέλος του Λούη Τίκα (Ηλία Σπαντιδάκη) από την Λούτρα Ρεθύμνου.
Μέσα από μια μεγάλη έρευνα που έκανε ο Papanikolas, αποτύπωσε μέσα στο βιβλίο του τις εργασιακές συνθήκες, που έζησαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική στις αρχές του αιώνα.
Ανάμεσα στις συνεντεύξεις που πήρε από πολλούς έλληνες της Αμερικής ο Παπανικόλας ,βρίσκεται και αυτή του Peter Loulos. Η συνέντευξη δόθηκε στο Σικάγο όπου διέμενε ο Peter Loulos το 1973 και σήμερα βρίσκεται στα αρχεία του University of Utah.
Ο Παπανικόλας χρησιμοποιεί και κάποια στοιχεία από μια επιστολή την οποία ο Peter Loulos είχε στείλει σε κάποιον Τερεζάκη (εκδότη ή δημοσιογράφο;) της εφημερίδας «Κρήτη» (;) το Νοέμβριο του 1973 όπου ο Loulos ανέφερε και στοιχεία για τον Λούη Τίκα.
Δυστυχώς, δεν έχω εντοπίσει ακόμα την συγκεκριμένη εφημερίδα ούτε την επιστολή.
Επειδή ο Peter Loulos (Περικλής Λουλουδάκης) ήταν αδελφός του παππού μου, αναζήτησα στοιχεία στο οικογενειακό αρχείο, όπου βρήκα μερικές ενδιαφέρουσες επιστολές του Loulos προς τον πατέρα μου και προς τον Μακαριστό Μητροπολίτη Λάμπης Ισίδωρο, για τις οποίες θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο.
Ακολουθεί η αφήγηση του Loulos στον Papanikolas όπως ακριβώς είναι στο βιβλίο, εκτός από τους τίτλους των ενοτήτων.
Αλλά, τώρα ας διηγηθώ μιαν άλλη ιστορία, μια ιστορία του 1911, στο καφενείο του Λούις. Τη χρονιά εκείνη βρίσκεται μαζί τους ένας νεαρός; Κρητικός από το Σπήλι, ο οποίος πλένει τα πιάτα, ονομάζεται Λουλουδάκης. Είχε φτάσει μόλις ένα χρόνο πριν. Έπλενε πιάτα για τον Τζον Κάβας και ήταν ανάμεσα στους Έλληνες που γιόρταζαν τον Αϊ-Δημήτρη στην Ντελάγκουα, όταν έγινε η έκρηξη στο ορυχείο.
Ο κύριος Λούλος δεν θέλει να συντομεύουν το όνομά του, λέγεται Λουλουδάκης. Και πραγματικά, κάτι επάνω του θυμίζει λουλούδι, όταν αυτός ο μικροκαμωμένος και χαμογελαστός γέρος με τα χοντρά γυαλιά κάθεται μπροστά στο κλιματιστικό του μια ζεστή ημέρα στο Σικάγο και μου διηγείται για το αλλοτινό Ντένβερ.
«Ο Λούις Τίκας είχε καφενείο τότε στο Μάρκετ Στριτ δέκα εφτά. Στο Ντένβερ ήμαστε ίσως διακόσιοι Κρητικοί, δουλεύαμε στα ανθρακωρυχεία της περιοχής στο Λαφαγιέτ, το Φρέντερικ, τη Λούισβιλ, την Ντελάγκουα, το Λάντλοου. Και κάθε βράδυ σχεδόν αυτοί οι Κρητικοί έρχονταν μπουλούκια στο καφενείο. Καλά τα κατάφερνε. Κάθονταν, έπαιζαν χαρτιά, έπιναν καφέ, ξέρεις. Στο Ντένβερ είχε ξηρασία το 1911. Σέρβιρε λίγα παγωτά. Τα κατάφερνε πολύ καλά...»
Στο γράμμα του έλεγε ότι είχε γνωρίσει τον Λούις Τίκας, ότι ο Τίκας ήταν καλός άνθρωπος. Σα νεοφερμένος είχε κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι με εκείνον, σε κάποιο ξενοδοχείο της Λάριμερ Στριτ. «Ήταν καλός πατριώτης», είχε γράψει στον εκδότη της κρητικής εφημερίδας. «Τώρα σε παρακαλώ, συγχώρεσε με που δεν είμαι τόσο καλός στα γράμματα είμαι εξήντα τρία χρόνια στην Αμερική. Με λένε Περικλή Λουλουδάκη από το Σπήλι του Ρεθύμνου, αλλά τώρα έκοψα το όνομά μου...»
Καθισμένος απέναντί μου, σχεδόν απολογείται που έχει τόσο λίγα να μου πεί.
Ο Τίκας βοηθούσε όλους τους Κρητικούς μετανάστες
«Με ξελάσπωσε μια φορά, όταν είχα ξεμείνει από λεφτά, ξέρεις, πεινούσα. Με ξελάσπωσε λοιπόν. Μου 'δωσε μια ευκαιρία. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ήταν εκατό τα εκατό Κρητικός». Εκατό τοις εκατό Κρητικός. Μόνο κάποιος που ξέρει τους Κρητικούς να εκτιμήσει τέτοιου είδους έπαινο. Μιλάει για γενναιοδωρία και για ένα είδος ορμής, μια ζέση για ζωή και για παλικαριές. Δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάει συγγνώμη ο κύριος Λουλουδάκης, καθώς : κάθεται και μου μιλάει για την εποχή εκείνη.
Το χειμώνα του 1911 ο νεαρός Λουλουδάκης είχε βρει δουλειά να πλύνει πιάτα κάπου αλλού, τη φορά αυτή σε μια κεντρική καφετέρια, η οποία ανήκε σε κάποια Αμερικανίδα. Μαζί με τον Κρητικό δούλευε μια κοπέλα από το Σεντ Λιούις, που την έλεγαν Όρα Ουίλιαμς. Ήταν μεγαλύτερη από τον Λουλουδάκη, στα είκοσι επτά, ενώ εκείνος ήταν δεκαεπτά. Εκείνος, όμως, ήταν ζωηρός, όμορφος (αν κρίνω από παλιές φωτογραφίες) και γοητευτικός. Και, όπως υποψιάζομαι, πανέξυπνος.
Τώρα ο Τίκας απέκτησε καινούριο ρόλο, του μεσολαβητή. Μετέφραζε τα ερωτικά ραβασάκια που αντάλλασσαν η Όρα, η οποία φυσικά δεν ήξερε λέξη ελληνικά, και το ρομαντικό «Λουλουδάκι», που δεν ήξερε αγγλικά. Φαντάζομαι το «Λουλουδάκι» να γράφει τα φλογερά του γράμματα, με χέρι προσεκτικό, υπαλλήλου (στα δεκαπέντε του είχε μαθητεύσει ως γραμματέας δικαστηρίου στο Σπήλι), και τον Τίκας να τα αποδίδει με κάποιες ανακρίβειες στα αγγλικά, αλλά αρκετά ικανοποιητικά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1911 ο λαντζέρης από την Κρήτη και η Όρα Ουίλιαμς πήγαν σ' έναν βαπτιστή ιερέα στο Γκόλντεν του Κολοράντο και παντρεύτηκαν. Η Όρα, όπως αποδείχτηκε, ήταν κόρη ιδιοκτήτη πολυκαταστήματος από το Μισούρι και αρκετά εύπορη. Στο γάμο τους έφερε μαζί με τα μετρητά και δύο περίπου εκτάρια διαλεχτά χωράφια ανάμεσα στο Γκόλντεν και στο Ουέστ Κόλφαξ και, τέλος, την ίδια την καφετέρια. Γιατί όταν η ηλικιωμένη ιδιοκτήτριά της άφησε να μαθευτεί ότι αποδοκίμαζε τους γάμους ανάμεσα σε λαντζέρηδες και λευκές βοηθούς, η Όρα απλώς αγόρασε το μαγαζί.
Ο Peter Loulos διάσημος
Στο μεταξύ ο λαντζέρης είχε γίνει διάσημος ανάμεσα στους συμπατριώτες του κι έφτασε να κερδίσει μια θέση στις νεοϋορκέζικες ελληνοαμερικανικές εφημερίδες, επειδή είχε κατακτήσει την καρδιά μιας κόρης εκατομμυριούχου. Οι Έλληνες κάθονταν στο καφενείο του Τίκας και διασκέδαζαν με τον διαβόητο φίλο τους. Τι περιμένατε, έλεγαν οι μάγκες. Στο κάτω κάτω, εκείνη ήταν Αμερικανίδα... Έσπρωχναν το καπέλο τους πίσω στο κεφάλι και έκλειναν με νόημα το μάτι.
Το γρήγορο τέλος και η προδοσία
Ωστόσο, όπως συμβαίνει σε όλα τα παραμύθια, μια τέτοια καλοτυχία έχει πάντα κάποιο τίμημα. Ένα μήνα μετά το γάμο η Όρα πέθανε από σκωληκοειδίτιδα. Και ο λαντζέρης έμεινε με μια δικαστική αγωγή στο χέρι αντί για κληρονομιά. Δυο φορές πήγαν στα δικαστήρια, ο πλούσιος πατέρας έκανε αγωγή στον νεόπλουτο Έλληνα για να ακυρώσει την κληρονομιά.
Τελικά, εμφανίστηκε ένας πανούργος Έλληνας με το αγγλοσαξονικό όνομα Φράι, Νικ Φράι. Ο Φράι κατάφερε να πείσει τον Λουλουδάκη να υπογράψει κάποιο χαρτί κι έτσι ένα πρωί ο λαντζέρης ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι τον είχαν προδώσει. Με το χαρτί που είχε υπογράψει δήλωνε ότι αποποιείται την καφετέρια.
Η επιστροφή με τους Κρητικούς στο καφενείο του Tikas
Ο Λουλουδάκης, όμως, ήταν αποφασισμένος να διασώσει κάτι και το υπόγειο της καφετέριας ήταν γεμάτο τρόφιμα. «Παιδιά», είπε στο καφενείο, «θα έρθετε αύριο το πρωί, γύρω τέσσερις».
«Λούις φτιάξε ένα καλό πρωινό για πενήντα-εξήντα Κρητικούς».
Κι έτσι έγινε. Ο Λουλουδάκης νοίκιασε τρία κάρα και μέσα σε δεκαπέντε λεπτά οι Κρητικοί είχαν αδειάσει το υπόγειο της καφετέριας. Ξεφόρτωσαν τα τρόφιμα στου Λούις και κάθισαν να φάνε το πρωινό γελώντας για την όλη υπόθεση. Κι έτσι το «Λουλουδάκι» κατόρθωσε να περισώσει κάτι από τη σύντομη σταδιοδρομία του ως σύζυγος Αμερικανίδας
Πηγές:
-Papanikolas Zeese -Buried Unsung louis Tikas and the Ludlow Massacre – University of Utah press 1982
-Papanikolas Zeese ΑΜΟΙΡΟΛΟΙΤΟΣ - Ο ΛΟΥΙΣ ΤΙΚΑΣ ΚΑΙ Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΛΑΝΤΛΟΟΥ μετάφραση ΠΕΛΑΓΙΑ ΜΑΡΚΕΤΟΥ εκδόσεις Κατάρτι 2002
-ΛΟΥΗΣ ΤΙΚΑΣ Ο ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ Γεώργιος Σταυρουλάκης Αθήνα 1997
-www.ellisisland.org
#Δείτε το τρέηλερ εδώ https://www.youtube.com/watch?v=mgLReEWH3Lo
*Άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα “Ρέθεμνος” στις 13-6-2009. Αναρτήθηκε από Λουλούδης Ηλίας στις Τετάρτη, Μαρτίου 09, 2011.
http://carot-cherries.blogspot.com/2011/03/peter-loulos-louis-tikas.html