Ελληνική μετάφραση του κειμένου «The Lenin Legend» του Paul Mattick από το βιβλίο του Anti-Bolshevik Communism. Αναδημοσίευση από το alertacomunista.wordpress.com
Εισαγωγή των μεταφραστών
Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρατήρηση ότι όλα τα μεγάλα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα παρουσιάζονται δύο φορές. Ξέχασε όμως να προσθέσει: την μια φορά σαν τραγωδία, την άλλη σαν φάρσα. […] Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί φαίνονται σαν ν’ ασχολούνται ν’ ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, σ’ αυτές ακριβώς τις εποχές της επαναστατικής κρίσης επικαλούνται φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή σεβάσμια μεταμφίεση και μ’ αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της παγκόσμιας ιστορίας. […] Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον. Δεν μπορεί ν’ αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις για να κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενό τους. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο, η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει ν’ αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Αυτά τα λόγια έγραψε ο Μαρξ στις πρώτες σελίδες της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Κλείνοντας αυτές τις ημέρες την εκατοστή επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης, τα λόγια αυτά μοιάζουν πιο παραμελημένα από ποτέ. Οι επίδοξοι επαναστάτες του 21ου αιώνα μοιάζουν με νεκρομάντες που προσπαθούν να εγείρουν από το χώμα τους σκελετούς των νεκρών ψέλνοντας ευλαβικά τα συνθήματά τους. Όπως οι νεκρή εργασία απομυζά σαν βρυκόλακας τη ζωντανή, έτσι κι οι νεκρές ιδεολογίες λυμαίνονται τη σύγχρονη κομμουνιστική θεωρία. Εκατό χρόνια μετά από την Οκτωβριανή επανάσταση, οι νεομπολσεβίκοι κι οι αστοί σχολιαστές κατάφεραν να βρεθούν σε μια κάποια σύμπνοια: και για τους μεν και για τους δε, η Οκτωβριανή επανάσταση απότελεί την επανάσταση, το αρχέτυπό της. Όμως, για να αναγνωρισούμε το αρχέτυπο, πρέπει να δούμε το περιεχόμενό του. Η ρωσική επανάσταση του 1917 μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα επιμέρους κινήματα: 1. το κίνημα των αγροτών
2. το κίνημα των εργατών
3. το κίνημα των στρατιωτών
4. το κίνημα των μπολσεβίκων Οι αγρότες απαλλοτριώσαν τη γη από τους μεγαλογαιοκτήμονες, θέτοντάς την υπό τη συλλογική διαχείριση των τοπικών κοινοτήτων. Οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και τα έθεσαν υπό τη διαχείριση των εργατικών συμβουλίων τους. Τα συμβούλια των στρατιωτών εναντιώθηκαν στις δομές του τσαρικού αυταρχισμού, δημιουργώντας μια μορφή πολιτοφυλακών. Και στα τρία αυτά κινήματα συμμετείχαν μπολσεβίκοι, όμως σε κανένα τους δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Το τέταρτο κίνημα, η Οκτωβριανή επανάσταση των μπολσεβίκων, υπήρξε διακριτό από τα άλλα τρία λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του. Ενώ τα υπόλοιπα ήταν κοινωνικά κινήματα, το κίνημα των μπολσεβίκων ήταν πολιτικό: αφορούσε την κατάληψη των κρατικών θεσμών εξουσίας, εκμεταλλευόμενο το κενό εξουσίας που δημιούργησε ο εμφύλιος πόλεμος των άλλων τριών κινημάτων. Το κίνημα των μπολσεβίκων πραγματώθηκε συνομωτικά, μακρυά από τα βλέμματα των άλλων τριών υποκειμένων. Οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν σιδηροδρομικούς σταθμούς, ταχυδρομεία, τηλέγραφους, και άλλους κυβερνητικούς οργανισμούς, καταλαμβάνοντας εν τέλει και τα χειμερινά ανάκτορα. Στόχος των μπολσεβίκων δεν υπήρξε η κατάργηση του κράτους, αλλά η κατάληψή του. Δεν ήταν μια μάχη για την κατάργηση της πολιτικής εξουσίας, αλλά για την ανάληψή της. Ήταν ένα κίνημα που αποσκοπούσε σε ενσωμάτωση στην πολιτική κοινότητα του κράτους, με το κόμμα των μπολσεβίκων να επιδιώκει να καταστεί στον απόλυτο φορέα των κοινωνικών μεσολαβήσεων. Σαν μια πολιτική επανάσταση εν μέσω μιας κοινωνικής επανάστασης υπήρξε αναπόφευκτα κοντόφθαλμη, βάζοντας φρένο στον ριζοσπαστισμό των κοινωνικών κινημάτων: η Οκτωβριανή επανάσταση των μπολσεβίκων υπήρξε μια αντεπάνασταση εντός του κινήματος. Ως τέτοια, δεν μπορούσε παρά να πνίξει στο αίμα την πραγματική επανάσταση που λάμβανε χώρα. Ο σχηματισμός της Τσέκα και των Γκουλάγκ αποτελούν μερικές μόνο κατασταλτικές δομές της αντιεξέγερσης από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν τα ηνία του κράτους. Μπορούμε να θυμηθούμε τα λόγια του Γερμανού κομμουνιστή Όττο Ρύλε το 1939: «η πάλη ενάντια στον φασισμό εκκινεί από την πάλη ενάντια στον μπολσεβικισμό». Όπως ορθά παρατήρησε ο Ιταλός κομμουνιστής Αμαντέο Μπορντίγκα, η Οκτωβριανή επανάσταση υπήρξε διπλή: πέρα από την κατάληψη της εξουσίας, σήμαινε αγροτική επανάσταση, εννοούμενη ως καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής παραγωγής με την καταστροφή των προκαπιταλιστικών αγροτικών κοινωνικών σχέσεων. Η επανάσταση των μπολσεβίκων πραγμάτωσε εκείνο που απέτυχε να κάνει η ρωσική αστική τάξη: να καταστρέψει τις φεουδαρχικές σχέσεις ιδιοκτησίας και κυριαρχίας. Για την ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι αναγκαία προϋπόθεση η επαναστατικοποίηση της αγροτικής παραγωγικότας ώστε να προλεταριοποιηθεί ο αγροτικός πληθυσμός, να μετατραπεί δηλαδή σε εργασιακή δύναμη αποδεσμευμένη από τη γη. Αυτό αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κεφαλαίου. Από τη στιγμή που καταστράφηκαν αυτές οι προκαπιταλιστικές σχέσεις στη Ρωσία χωρίς όμως παράλληλα να πραγματωθεί μια κομμουνιστική επανάσταση, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που με την πάροδο των ετών το κράτους των μπολσεβίκων εκφυλιζόταν ολοένα και περισσότερο προς μια καπιταλιστική κατεύθυνση. Και τελικά, με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ χωρίς όμως ένα κομμουνιστικό κίνημα, η πλήρης ενσωμάτωση της Ρωσίας στον κόσμο του κεφαλαίου υπήρξε μονόδρομος. Η εκβιομηχάνιση, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που εφάρμοσε το σοβιετικό κράτος, σήμαινε την παγίωση των κεφαλαιακών σχέσεων στη Ρωσία: η λεγόμενη «σοσιαλιστική συσσώρευση» δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά συσσώρευση κεφαλαίου. Η ΕΣΣΔ απότελεσε την μεταβατική κοινωνία όχι από τον τσαρισμό στον κομμουνισμό, αλλά από τον τσαρισμό στον καπιταλισμό. Από μεριάς μας, για τα εκατό χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε το κείμενο «The Lening Legend», γραμμένο από τον Πωλ Μάτικ το 1935, χωρίς να συμφωνούμε απόλυτα με το σύνολο των απόψεων που εκφράζει. Η μετάφραση έγινε από το Πωλ Μάτικ, Anti-Bolshevik Communism, εκδόσεις Merlin Press.
Το κείμενο του Μάτικ:
Όσο περισσότερο κιτρινίζει και τραχαίνει το δέρμα του ταριχευμένου Λένιν, και όσο περισσότερο ανεβαίνει στατιστικά ο καθοριστικός αριθμός επισκεπτών στο Μαυσωλείο του Λένιν, τόσο λιγότερο οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τον πραγματικό Λένιν και την ιστορική του σημασία. Όλο και περισσότερα μνημεία εγείρονται στην μνήμη του, όλο και περισσότερες ταινίες κυκλοφορούν στις οποίες αποτελεί την κεντρική φιγούρα, όλο και περισσότερα βιβλία γράφονται γι’ αυτόν, και οι Ρώσσοι ζαχαροπλάστες φτιάχνουν γλυκίσματα σε σχήματα που φέρουν τα χαρακτηριστικά του. Και όμως, τα ξεθωριασμένα πρόσωπα τον σοκολατένιων Λένιν ταιριάζουν με την ασάφεια και το απίθανο των ιστοριών που ειπώνονται γι’ αυτόν. Παρότι το Ινστιτούτο Λένιν της Μόσχας εκδίδει τα Άπαντα του Λένιν, αυτά δεν έχουν πλέον κανένα νόημα δίπλα στους φανταστικούς μύθους που έχουν σχηματιστεί γύρω από το όνομά του. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι άρχισαν να ασχολούνται με τα κουμπιά των πουκαμίσων του Λένιν, έπαψαν επίσης να ενδιαφέρονται για τις ιδέες του. Έτσι, ο καθένας πλάθει τον δικό του Λένιν, και αν όχι κατ’ εικόνα του, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Ο μύθος του Λένιν είναι για την νέα Ρωσία ότι είναι ο ναπολεόνιος μύθος για τη Γαλλία κι ο μύθος του Fredricus Rex για τη Γερμανία. Όπως κάποτε οι άνθρωποι αρνούνταν απόλυτα να πιστέψουν τον θάνατο του Ναπολέον, και όπως ήλπιζαν στην ανάσταση του Fredricus Rex, έτσι στη Ρωσία, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν αγρότες για τους οποίους ο «μικρός πατέρας Τσάρος» δεν έχει πεθάνει αλλά συνεχίζει να ικανοποιεί την ακόρεστη πείνα του διεκδικώντας απ’ τους αγρότες νέους φόρους. Άλλοι ανάβουν καντήλια κάτω από κάδρα του Λένιν: γι’ αυτούς, είναι ένας άγιος, ένας λυτρωτής στον οποίο προσεύχονται ζητώντας βοήθεια. Εκατομμύρια ματιών κοιτάζουν εκατομμύρια τέτοιων κάδρων, και αντικρύζουν τον Λένιν ως τον Ρώσο Μωυσή, Άη Γιώργη, Οδυσσέα, Ηρακλή, Θεό ή Διάβολο. Η λατρεία του Λένιν έχε γίνει μια νέα θρησκεία, μπροστά στην οποία ακόμη κι οι άθεοι κομμουνιστές προσκυνούν με χαρά: από κάθε άποψη, κάνει τη ζωή τους ευκολότερη. Γι’ αυτούς, ο Λένιν εμφανίζεται ως ο πατέρας της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο άνθρωπος που κατέστησε ικανή τη νίκη της επανάστασης, ο σπουδαίος ηγέτης χωρίς τον οποίο οι ίδιοι δεν θα υπήρχαν. Όμως, δεν είναι μόνο στη Ρωσία και τη λαϊκή της μυθολογία που η Ρωσική Επανάσταση έχει γίνει ένα παγκόσμιο γεγονός τόσο στενά συνδεδεμένο με την ιδιοφυΐα του Λένιν που κανείς αποκτά την εντύπωση πως χωρίς αυτόν η επανάσταση, και συνεπώς επίσης η παγκόσμια ιστορία, ίσως να είχε λάβει μια ουσιαστικά διαφορετική πορεία: την αντίληψη αυτή την μοιράζεται κι ένα μεγάλο τμήμα της μαρξιστικής ιντελιγκέντσιας σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, μια αληθινά αντικειμενική ανάλυση της Ρωσικής Επανάστασης θα αποκαλύψει με μιας το αβάσιμο αυτής της ιδέας.
«Ο ισχυρισμός πως η ιστορία γράφεται από μεγάλους ανθρώπους είναι, από θεωρητική σκοπιά, τελείως αβάσιμος». Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ο ίδιος ο Λένιν εναντιώνεται στον μύθο που επιμένει να τον θέτει ως τον μόνο υπεύθυνο για την «επιτυχία» ή το «έγκλημα» της Ρωσικής Επανάστασης. Ο Λένιν θεώρησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθοριστικό όσον αφορά την άμεση αιτία του ξεσπάσματος της επανάστασης, και της περιόδου που συνέβη. Ναι, χωρίς τον πόλεμο, λέει, «η επανάσταση πιθανόν θα αναβαλόταν για αρκετές δεκαετίες». Η ιδέα πως το ξέσπασμα κι η εξέλιξη της Ρωσικής Επανάστασης εξαρτώταν σε μεγάλο βαθμό στον Λένιν, αναγκαστικά συνεπάγεται μια πλήρη ταυτοποίηση της επανάστασης με την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Ο Τρότσκι έχει σημειώσει πως τα εύσημα για την επιτυχία της Οκτωβριανής επανάστασης ανήκουν εξ ολοκλήρου στον Λένιν· ενάντια στις αντιρρήσεις σχεδόν όλων των κομματικών του φίλων, η απόφαση για την εξέγερση του Οκτώβρη πάρθηκε και εκπληρώθηκε μόνο από τον ίδιο. Όμως, η κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους δεν έδωσε στην επανάσταση το πνεύμα του Λένιν· αντιθέτως, ο Λένιν είχε προσαρμοστεί τόσο ολοκληρωτικά στις ανάγκες της επανάστασης που, πρακτικά, εκπλήρωσε το καθήκον της τάξης εκείνης που φαινομενικά αντιμάχοταν. Φυσικά, συχνά υποστηρίζεται πως με την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από τους μπολσεβίκους, η αρχικά αστικοδημοκρατική επανάσταση μετατράπηκε πάραυτα σε σοσιαλιστική-προλεταριακή. Όμως, είναι δυνατόν κανείς να πιστέψει στα σοβαρά πως μια και μόνο μια πολιτική πράξη είναι ικανή να πάρει τη θέση του συνόλου της ιστορικής εξέλιξης; Πως επτά μήνες -από τον Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο- αρκούσαν για να σχηματίσουν τις οικονομικές προϋποθέσεις μιας σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια χώρα η οποία απλώς καταπιανόταν με το να ξεφορτωθεί τα φεουδαρχικά και απολυταρχικά δεσμά της ώστε να δώσει το ελεύθερο στις δυνάμεις του σύγχρονου καπιταλισμού;
Έως την Επανάσταση, και σε πολύ μεγάλο βαθμό ακόμη έως και σήμερα, ο καθοριστικός ρόλος στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Ρωσίας παιζόταν από το αγροτικό ζήτημα. Από τους 174 εκατομμύρια κατοίκους της Ρωσίας πριν την επανάσταση, μόνο τα 24 εκατομμύρια έμεναν στις πόλεις. Ανά χίλιους αμειβόμενους απασχολούμενους, οι 719 απασχολούνταν στη γεωργία. Παρά τη τεράστια οικονομική τους σημασία, η πλειοψηφία των αγροτών ζούσε σε άθλιες συνθήκες. Η αιτία αυτής τους της κατάστασης ήταν η ανεπάρκεια του εδάφους. Το κράτος, οι ευγενείς κι οι μεγαλογαιοκτήμονες διασφαλίζαν για τους εαυτούς τους με ασιατική βιαιότητα την ασυνείδητη εκμετάλλευση του πληθυσμού.
Από την κατάργηση της δουλοπαροικίας (1861), η έλλειψη γης για τις μάζες των αγροτών είχε υπάρξει διαρκώς το ζήτημα γύρω απ’ το οποίο περιστρέφονταν τα πάντα στη ρώσικη εσωτερική πολιτική. Αποτελούσε το κύριο αντικείμενο όλων των μεταρρυθμιστικών εγχειρημάτων, οι οποίες έβλεπαν σ’ αυτό την κινητήριο δύναμη της ερχόμενης επανάστασης, και η επανάσταση έπρεπε να αποτραπεί. Η οικονομική πολιτική του τσαρικού καθεστώτος, με τη διαρκή επιβολή νέων έμμεσων φόρων, χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο την κατάσταση των αγροτών. Οι δαπάνες για τον στρατό, το ναυτικό, τον κρατικό μηχανισμό, αντιστοιχούσαν σε τεράστια ποσοστά [του κρατικού προϋπολογισμού]. Το μεγαλύτερο τμήμα του κρατικού προϋπολογισμού αφορούσε μη-παραγωγικούς σκοπούς, οι οποίοι κατέστρεψαν τελείως τα οικονομικά θεμέλια της γεωργίας.
«Ελευθερία και Γη» υπήρξε, συνεπώς, το αναγκαίο επαναστατικό αίτημα των αγροτών. Υπό αυτό το σύνθημα συνέβησαν μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων οι οποίες σύντομα, την περίοδο 1902-1906, απέκτησαν σημαντικό εύρος. Σε συνδυασμό με τα μαζικά απεργιακά κινήματα των εργατών που λάμβαναν χώρα την ίδια περίοδο, παρήχθησε μια τόσο βίαιη αναταραχή στην καρδιά του τσαρισμού που η περίοδος αυτή θα μπορούσε στ’ αλήθεια να σημειωθεί ως η «πρόβα τζενεράλε» της επανάστασης του 1917. Ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο τσαρισμός σ’ αυτές τις εξεγέρσεις περιγράφεται καλύτερα από την έκφραση του τότε υποδιοικητή Bogdanovitch: «Λίγοι συνελήφθησαν, οι περισσότερο τουφεκίστηκαν». Ένας από τους αξιωματικούς που είχε συμμετάσχει στην καταστολή των εξεγέρσεων έγραψε: «Πάντου γύρω μας αιματοχυσία· τα πάντα φλέγονταν· πυροβολούσαμε, χτυπούσαμε, λογχίζαμε». Σ’ αυτή τη θάλασσα αίματος και φωτιάς γεννήθηκε η επανάσταση του 1917.
Παρά τις ήττες, η πίεση των χωρικών γινόταν όλο και απειλητικότερη. Οδήγησε στις μεταρρυθμίσεις του Στολίπιν, οι οποίες, ωστόσο, υπήρξαν μόνο κενές χειρονομίες, και σταμάτησαν σύντομα αφήνοντας μόνο υποσχέσεις χωρίς να παρθεί κανένα απολύτως βήμα προς την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Όμως, αφού έγινε η αρχή, σύντομα θα ακολουθούσε χιονοστιβάδα. Η περαιτέρω χειροτέρευση της κατάστασης των αγροτών κατά τη διάρκεια του πολέμου, η ήττα των τσαρικών στρατευμάτων στα πολεμικά μέτωπα, οι αυξανόμενες εξεγέρσεις στις πόλεις, η χαοτική τσαρική πολιτική στην οποία κάθε λογική αφέθηκε στην άκρη, το γενικό δίλημμα που δημιουργούσε όλες τις τάξεις της κοινωνίας, οδήγησαν στην επανάσταση του Φεβρουαρίου, η οποία πρώτα απ’ όλα έφερε τη βίαιη επίλυση του αγροτικού ζητήματος, του καυτού ερωτήματος του περασμένου μισού αιώνα. Ωστόσο, ο πολιτικός χαρακτήρας της επανάστασης δεν αποδώθηκε από το κίνημα των χωρικών· το κίνημα απλώς της έδωσε την μεγάλη δύναμή της. Στις πρώτες ανακοινώσεις της κεντρικής εκτελεστικής επιτροπής των εργατικών και στρατιωτικών συμβουλίων της Αγίας Πετρούπολης, το αγροτικό ζήτημα δεν αναφερόταν πουθενά. Όμως, οι αγρότες σύντομα προσέλκυσαν την προσοχή της νέας κυβέρνησης. Κουρασμένες από την αναμονή να λάβει η κυβέρνηση δράση για το αγροτικό ζητημα, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1917 οι απογοητευμένες μάζες χωρικών ξεκίνησαν να απαλλοτριώνουν τη γη για τους εαυτούς τους. Οι στρατιώτες στα πολεμικά μέτωπα, φοβούμενοι ότι δεν θα πάρουν το μερίδιο γης που τους αναλογεί με τη νέα αναδιανομή, εγκατέλειψαν τα χαρακώματα κι επιστρέψαν γρήγορα στα χωριά τους. Ωστόσο, γυρίσαν παίρνοντας μαζί τους τα όπλα τους, οπότε δεν αφήσαν στη νέα κυβέρνηση κανένα περιθώριο να τους περιορίσει. Όλες οι εκκλήσεις της νέας κυβέρνησης προς το εθνικό αίσθημα και την ιερότητα των ρωσικών συμφερόντων δεν χρησίμευσαν σε τίποτα μπροστά στην ορμή των μαζών να καλύψουν επιτέλους τις οικονομικές τους ανάγκες. Οι ανάγκες αυτές βρίσκονταν στη γη και την ειρήνη. Υπάρχουν αφηγήσεις της εποχής εκείνης όπου οι κυβερνητικοί απεσταλμένοι εκλιπαρούσαν τους χωρικούς να παραμείνουν στο μέτωπο καθώς σε αντίθετη περίπτωση οι Γερμανοί θα καταλάβουν την Μόσχα, και οι χωρικοί μπερδεμένοι απαντούσαν: «Κι αυτό εμάς σε τι μας αφορά; Εμείς είμαστε από την επαρχία Tamboff».
Δεν ήταν ο Λένιν κι οι μπολσεβίκοι εκείνοι που εφηύραν το σύνθημα «Η γη στους αγρότες»· αντ’ αυτού, αποδέχτηκαν την πραγματική αγροτική εξέγερση που συνέβαινε ανεξαρτήτως των ιδίων. Εκμεταλλευόμενοι τη διχασμένη στάση του καθεστώτος Κερένσκι, το οποίο ακόμη ήλπιζε να καταφέρει να διευθετήσει το αγροτικό ζήτημα με ειρηνικό διάλογο, οι μπολσεβίκοι κέρδισαν την εμπιστοσύνη των αγροτών, και μπορέσαν συνεπώς να ανατρέψουν την κυβέρνηση Κερένσκι και να καταλάβουν οι ίδιοι την εξουσία. Όμως, αυτό υπήρξε εφικτό για τους μπολσεβίκους μόνο ως φορείς της θέλησης των αγροτών, επικυρώνοντας τις απαλλοτριώσεις γης που είχαν πραγματοποιήσει, και ήταν μόνο με τη στήριξη των αγροτών που οι μπολσεβίκοι μπορέσαν να παραμείνουν στην εξουσία.
Το σύνθημα «η γη στους αγρότες» δεν έχει καμία σχέση με τις κομμουνιστικές αρχές [principles]. Ο κατακερματισμός των μεγάλων αγροκτημάτων σε πολλές μικρές ανεξάρτητες αγροτικές επιχειρήσεις υπήρξε ένα μέτρο που αντιτιθόταν άμεσα στον σοσιαλισμό, και το οποίο μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο στη βάση μιας τακτικίστικης αναγκαιότητας. Οι επακόλουθες αλλαγές στην αγροτική πολιτική του Λένιν και των μπολσεβίκων υπήρξαν αδύναμες να επιφέρουν οποιαδήποτε αλλαγή στις αναγκαίες επιπτώσεις αυτής της αρχικής οπορτουνιστικής πολιτικής. Παρά τις κολλεκτιβοποιήσεις, οι οποίες μέχρι και σήμερα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένες στη τεχνική μεριά της παραγωγικής διαδικασίας, η ρωσική γεωργία παραμένει έως και σήμερα καθορισμένη βασικά από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα και κίνητρα. Αυτό σημαίνε το ανέφικτο, και στον βιομηχανικό τομέα επίσης, να επιτευχθεί κάτι παραπάνω από μια κρατικοκαπιταλιστική οικονομία. Παρότι αυτός ο κρατικός καπιταλισμός στοχεύει στον πλήρη μετασχηματισμό του αγροτικού πληθυσμού σε εκμεταλλεύσιμους μισθωτούς εργάτες του τομέα της γεωργίας, ο στόχος αυτός δεν φαίνεται να είναι διόλου επιτεύξιμος λόγω των νέων επαναστατικών συμπλοκών που θα προκύψουν από ένα τέτοιο εγχείρημα. Η παρούσα κολλεκτιβοποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η εκπλήρωση του σοσιαλισμού. Αυτό είναι εμφανές όταν κανείς αναλογιστεί ότι παρατηρητές της ρωσικής σκηνής όπως ο Maurice Hindus, θεωρούσαν πιθανό ότι «ακόμη κι αν καταρρεύσουν τα σοβιέτ, η ρωσική γεωργία θα παραμείνει κολλεκτιβοποιημένη, με τον έλεγχο μάλλον στα χέρια των αγροτών και όχι της κυβέρνησης». Ωστόσο, ακόμη κι αν η αγροτική πολιτική των μπολσεβίκων οδηγούσε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, ακόμη κι αν ο κρατικός καπιταλισμός εκτεινόταν σε όλους τους κλάδους της εθνικής οικονομίας, η κατάσταση των εργατών θα παρέμενε αμετάβλητη. Ούτε μια τέτοια ολοκλήρωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μετάβαση προς τον πραγματικό σοσιαλισμό, καθώς τα στοιχεία αυτά του πληθυσμού που τώρα χαίρουν της εύνοιας του κρατικού καπιταλισμού, θα υπερασπίζονταν αυτά τους τα προνόμια ενάντια σε κάθε αλλαγή, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα υπερασπίστηκαν οι ιδιοκτήτες την περίοδο της επανάστασης του 1917.
Οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούσαν ακόμη μια πολύ μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, και υπήρξαν αναλόγως ανίκανοι να επιβάλλουν στη Ρωσική Επανάσταση έναν χαρακτήρα που θα κάλυπτε τις δικές τους ανάγκες. Τα αστικά στοιχεία τα οποία παρομοίως μάχονταν τον τσαρισμό, σύντομα υποχώρισαν λόγω της φύσης των ίδιων τους των καθηκόντων. Δεν μπορούσαν να ενταχθούν στην επαναστατική επίλυση του αγροτικού ζητήματος, καθώς μια γενική απαλλοτρίωση της γης ίσως να σήμαινε σε δεύτερο χρόνο την απαλλοτρίωση της βιομηχανίας. Ούτε οι αγρότες ούτε οι εργάτες τους ακολούθησαν, και η μοίρα της αστικής τάξης καθορίστηκε από την προσωρινή συμμαχία των αγροτών με τους εργάτες. Δεν ήταν οι αστοί αλλά οι εργάτες εκείνοι που ολοκληρώσαν την αστική επανάσταση· η θέση των καπιταλιστών καταλήφθηκε από τον μπολσεβικικό κρατικό μηχανισμό υπό το λενινιστικό σύνθημα: «Αν ούτως ή άλλως καπιταλισμός, τότε ας τον οικοδομήσουμε». Φυσικά, οι εργάτες στις πόλεις είχαν ανατρέψει τον καπιταλισμό, μόνο όμως ώστε να μετατρέψουν τώρα τον μπολσεβικικό κομματικό μηχανισμό στο νέο τους αφέντη. Στις βιομηχανικές πόλεις, η πάλη των εργατών συνεχίστηκε με σοσιαλιστικές διεκδικήσεις, φαινομενικά ανεξάρτητη από την αγροτική επανάσταση που συνέβαινε παράλληλα. Όμως, η εργατική πάλη καθορίστηκε με αποφασιστικό τρόπο από την αγροτική επανάσταση. Οι αρχικές επαναστατικές διεκδικήσεις των εργατών υπήρξαν αντικειμενικά ανέφικτες να εφαρμοστούν. Σίγουρα, οι εργάτες μπορέσαν, με τη βοήθεια των χωρικών, να καταλάβουν την κρατική εξουσία για το κόμμα τους, όμως αυτό το νέο κράτος σύντομα πήρε μια θέση άμεσα αντίθετη στα συμφέροντα των εργατών. Μια εναντίωση η οποία ακόμη και σήμερα έχει πάρει μορφές που θα μπορούσαμε πράγματι να την αποκαλέσουμε «Κόκκινο Τσαρισμό»: καταστολή των απεργιών, απελάσεις, μαζικές εκτελέσεις, και συνεπώς, επίσης, τη δημιουργία νέων παράνομων οργανώσεων οι οποίες διευθύνουν μια κομμουνιστική επανάσταση ενάντια στον παρόντα υποτιθέμενο σοσιαλισμό. Η παρούσα συζήτηση για μια διεύρυνση της δημοκρατίας στη Ρωσία, η σκέψη για την εισαγωγή ενός είδους κοινοβουλευτισμού, η απόφαση του τελευταίου Συνεδρίου των Σοβιέτ για τη διάλυση της δικτατορίας, όλα αυτά αποτελούν απλώς έναν τακτικίστικο ελιγμό που αποσκοπούν να αντισταθμίσουν τις τελευταίες κυβερνητικές πράξεις βίας ενάντια στους αντιτιθέμενους. Δεν πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις υποσχέσεις, αποτελούν όμως μια απόφυση της λενινιστικής πρακτικής, η οποία υπήρξε πάντα καλά μελετημένη ώστε να λειτουργεί ταυτοχρόνως και προς τις δύο κατευθύνσεις, ώστε να διατηρήσει τη σταθερότητα και την ασφάλεια που επιζητούσε. Αυτή η ζιγκ-ζαγκ πορεία της λενινιστικής πολιτικής προέρχεται από την ανάγκη της να προσαρμόζεται διαρκώς στις μετατοπίσεις των ταξικών δυνάμεων της Ρωσίας με έναν τέτοιο τρόπο ώστε η κυβέρνηση να παραμένει πάντα ο κύριος της κατάστασης. Έτσι, [η κυβέρνηση] αποδέχεται σήμερα εκείνο που απέρριπτε χτες, ή το αντίστροφο· η έλλειψη αρχής [principle] μετατράπηκε σε αρχή, και το λενινιστικό κόμμα ενδιαφέρεται μόνο για ένα πράγμα, ονομαστικά, την άσκηση της κρατικής εξουσίας με κάθε κόστος.
Εδώ, ωστόσο, ενδιαφερόμαστε μόνο να καταστήσουμε σαφές ότι η Ρωσική Επανάσταση δεν εξαρτώταν στον Λένιν ή τους μπολσεβίκους, αλλά ότι το καθοριστικό στοιχείο αυτής υπήρξε η επανάσταση των αγροτών. Και, επιπλέον, ο Ζινόβιεφ, ακόμη τότε στην εξουσία και στο πλευρό του Λένιν, είχε δηλώσει στο 11ο Συνέδριο του Κόμματος των Μπολσεβίκων (Μάρτιος-Απρίλιος 1921): «Ο καθοριστικός παράγοντας της νίκης μας δεν υπήρξε η προλεταριακή πρωτοπορία που βρέθηκε στο πλευρό μας, αλλά το γεγονός πως ήρθε στο πλευρό μας ο στρατός επειδή απαιτούσαμε ειρήνη. Ο στρατός, ωστόσο, αποτελούνταν από αγρότες. Αν δεν μας είχαν στηρίξει τα εκατομμύρια των αγροτών στρατιωτών, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε νικήσει την αστική τάξη». Το μεγάλο ενδιαφέρον των αγροτών για τη γη και το ελάχιστο ενδιαφέρον τους για το ζήτημα της διακυβέρνησης, κατέστησε τους μπολσεβίκους ικανούς να διευθύνουν έναν νικηφόρο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας. Οι αγρότες δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα με το να αφεθεί το Κρεμλίνο στους μπολσεβίκους, αρκεί οι τελευταίοι να μην ανακατεύονταν στον αγώνα τους ενάντια στους μεγάλους γαιοκτήμονες.
Όμως, ακόμη και στις πόλεις, ο Λένιν δεν υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας στις συγκρούσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αντιθέτως, τραβήχτηκε ανυπεράσπιστος πίσω από τους εργάτες, οι διεκδικήσεις και τα μέτρα των οποίων πήγαιναν πολύ πέρα από τους μπολσεβίκους. Δεν υπήρξε ο Λένιν εκείνος ο οποίος διεύθυνε την επανάσταση, ήταν η επανάσταση εκείνη η οποία διεύθυνε τον Λένιν. Έως και την εξέγερση του Οκτωβρίου, ο Λένιν είχε περιορίσει τα παλαιότερα και περισσότερο διεξοδικά αιτήματά του στον έλεγχο της παραγωγής, και ήθελε να σταματήσει στην κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των εγκαταστάσεων μεταφοράς, χωρίς τη γενική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως, οι εργάτες δεν δίναν πλέον προσοχή στις απόψεις του και απαλλοτριώσαν το σύνολο των επιχειρήσεων. Αξίζει να θυμηθούμε πως το πρώτο διάταγμα της κυβέρνησης των μπολσεβίκων απευθυνόταν ενάντια στις άγριες και παράνομες απαλλοτριώσεις εργοστασίων από τα εργατικά συμβούλια. Όμως, αυτά τα σοβιέτ ήταν ακόμη ισχυρότερα από τον κομματικό μηχανισμό, και αναγκάσαν τον Λένιν να εκδόσει το διάταγμα για την εθνικοποίηση του συνόλου των βιομηχανικών επιχειρήσεων. Ήταν μόνο υπό την πίεση των εργατών που οι μπολσεβίκοι αποδέχτηκαν αυτή την αλλαγή των σχεδίων τους. Σταδιακά, μέσω της διεύρυνσης της κρατικής εξουσίας, η επιρροή των σοβιέτ εξασθένησε, και πλέον σήμερα δεν έχουν παρά διακοσμητικό ρόλο.
Κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, μέχρι και την εισαγωγή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (1921), φυσικά και υπήρξε πραγματικά κάποιος πειραματισμός, με την κομμουνιστική έννοια, στη Ρωσία. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να αποδωθεί στον Λένιν, αλλά στις δυνάμεις εκείνες οι οποίες τον έκαναν έναν πολιτικό χαμαιλέοντα, που την μια στιγμή λάμβανε το χρώμα της αντίδρασης και την επόμενη εκείνο της επανάστασης. Οι νέες αγροτικές εξεγέρσεις ενάντια στους μπολσεβίκους αρχικά οδήγησαν τον Λένιν σε μια ριζοσπαστικότερη πολιτική, μια μεγαλύτερη έμφαση στα συμφέροντα των εργατών και των φτωχών αγροτών οι οποίοι βγήκαν χαμένοι από την πρώτη αναδιανομή γης. Όμως, η πολιτική αυτή αργότερα απέτυχε, καθώς οι φτωχοί αγρότες, τα συμφέροντα των οποίων ευνοήθηκαν, αρνήθηκαν να στηρίξουν τους μπολσεβίκους, και ο Λένιν «στράφηκε ξανά στους μεσαίους αγρότες». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να ενισχύσει εκ νέου τα στοιχεία των ιδιωτών καπιταλιστών, και οι πρότεροι σύμμαχοι, οι οποίοι τώρα ένιωθαν άβολα, δέχτηκαν κανονιοβολισμούς, όπως συνέβη στην Κροστάνδη.
Εξουσία, τίποτα άλλο πέρα από την εξουσία: σε αυτό τελικά ανάγεται όλη η πολιτική σοφία του Λένιν. Το γεγονός πως τα μονοπάτια απ’ τα οποία επιτυγχάνεται η εξουσία, τα μέσα τα οποία οδηγούν σ’ αυτή, καθορίζουν με τη σειρά τους τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται αυτή η εξουσία, υπήρξε ένα ζήτημα για το οποίο δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα. Για τον Λένιν, ο σοσιαλισμός υπήρξε, σε τελική ανάλυση, απλώς ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, κατά το «μοντέλο της γερμανικής ταχυδρομικής υπηρεσίας». Κι είναι αυτός ο κρατικός καπιταλισμός στον οποίο κατέληξε ο δρόμος του, καθώς στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα άλλο δυνατό σημείο κατάληξης. Το όλο ζήτημα ήταν απλώς το ποιος θα ευεργετούνταν από τον κρατικό καπιταλισμό, και ο Λένιν δεν έδωσε προτεραιότητα σε κανέναν. Και έτσι, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, επιστρέφοντας από τη Ρωσία, είχε σχετικά δίκαιο όταν, σε μια διάλεξη στη Fabian Society στο Λονδίνο, δήλωσε πως «ο ρωσικός κομμουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την έμπρακτη εφαρμογή του προγράμματος της Fabian Society, το οποίο διακηρύττουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια».
Κανείς, ωστόσο, δεν έχει έως σήμερα θεωρήσει ότι η Fabian Society κατέχει μια δυναμική για την παγκόσμια επανάσταση. Και ο Λένιν, φυσικά, αναγνωρίζεται πρώτα απ’ όλα σαν ένας παγκόσμιος επαναστάτης, παρά του γεγονότος πως η σημερινή ρωσική κυβέρνηση η οποία διαχειρίζεται την «κληρονομιά» του, εκδίδει κατηγορηματικές ανακοινώσεις αρνούμενη τις αναφορές του τύπου για ρωσικές προπόσεις στην παγκόσμια επανάσταση. Ο μύθος της σημασίας του Λένιν για την παγκόσμια επανάσταση τρέφεται από τη σταθερή διεθνή του θέση κατά τον παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν σχετικά ανέφικτο για τον Λένιν εκείνη την περίοδο να θεωρήσει ότι μια ρωσική επανάσταση δεν θα είχε περαιτέρω αντίκτυπο και θα εγκατελειπόταν μόνη της. Οι λόγοι γι’ αυτή του την άποψη ήταν δύο: πρώτον, επειδή μια τέτοια σκέψη ερχόταν σε αντίφαση με την αντικειμενική κατάσταστη που προέκυπτε από τον παγκόσμιο πόλεμο· και δεύτερον, θεωρούσε ότι η επέλαση των ιμπεριαλιστικών εθνών ενάντια στους μπολσεβίκους θα κατέστρεφε τη ρωσική επανάσταση αν δεν τη βοηθούσε το προλεταριάτο της δυτικής Ευρώπης. Η έκκληση του Λένιν για την παγκόσμια επανάσταση υπήρξε προτίστως μια έκκληση για στήριξη και διατήρηση της εξουσίας των μπολσεβίκων. Η απόδειξη αυτού επιδεικνύεται από την ασυνέπειά του γι’ αυτό το ζήτημα: επιπροσθέτως στις αιτήσεις του για παγκόσμια επανάσταση, ταυτοχρόνως στήριζε το «δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού όλων των καταπιεσμένων λαών», την εθνική τους απελευθέρωση. Αυτή η διπλογραφία προέκυπτε παρομοίως από τη γιακωβινική ανάγκη των μπολσεβίκων να παραμείνουν στην εξουσία. Με τα δύο αυτά συνθήματα, εξασθένησαν οι παρεμβατικές δυναμείς των καπιταλιστικών χωρών στα ρωσικά ζητήματα, καθώς η προσοχή τους στράφηκε έτσι στα δικά τους εδάφη και τις αποικίες τους. Αυτό σήμαινε μια ανάπαυλα για τους μπολσεβίκους. Για να γίνει αυτή η ανάπαυλα όσο το δυνατόν μακροβιότερη, ο Λένιν εγκαθίδρυσε τη Διεθνή του [τη Τρίτη ή Κομμουνιστική Διεθνή]. Η Διεθνής είχε διπλό καθήκον: αφενός, να καθυποτάξει τους εργάτες της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής στη θέληση της Μόσχας· αφετέρου, να ενισχύσει την επιρροή της Μόσχας στους λαούς της ανατολικής Ασίας. Η δουλειά στο διεθνές πεδίο διαμορφώθηκε σύμφωνα με την εξέλιξη της ρωσικής επανάστασης. Στόχος υπήρξε να συνδυαστούν τα συμφέροντα των εργατών και των αγροτών σε παγκόσμια κλίμακα και να ελεγχθούν, μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς, από τους μπολσεβίκους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον η κρατική εξουσία των μπολσεβίκων έλαβε στήριξη· και στην περίπτωση που πράγματι διαδιδόταν η παγκόσμια επανάσταση, μπορούσαν να κερδίσουν την εξουσία σε όλο τον κόσμο. Παρότι το πρώτο σχέδιο στέφθηκε από επιτυχία, την ίδια στιγμή το δεύτερο δεν εκπληρώθηκε. Η παγκόσμια επανάσταση δεν μπόρεσε να προχωρήσει σαν μια διευρυμένη απομίμηση της ρωσικής, και οι εθνικοί περιορισμοί της νίκης στη Ρωσία έκανε αναγκαία τους μπολσεβίκους μια αντεπαναστατική δύναμη στο διεθνές επίπεδο. Συνεπώς, επίσης, το αίτημα για την «παγκόσμια επανάσταση» μετατράπηκε στη «θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια χώρα». Κι αυτό δεν αποτελεί μια διαστρέβλωση της λενινιστικής θεώρησης -όπως μας βεβαιώνει σήμερα, για παράδειγμα, ο Τρότσκι- αλλά την άμεση συνέπεια της ψευδοπαγκόσμιας επαναστατικής πολιτικής που ακολούθησε ο ίδιος ο Λένιν.
Εκείνη την περίοδο ήταν εμφανές, ακόμη και σε πολλούς μπολσεβίκους, ότι ο περιορισμός της επανάστασης στη Ρωσία θα έκανε τη ρωσική επανάσταση καθεαυτή έναν παράγοντα ο οποίος θα παρακώλυε την παγκόσμια επανάσταση. Έτσι, για παράδειγμα, ο Eugen Varga έγραψε στο βιβλίο του Economic Problems of the Proletarian Dictatorship [Τα Οικονομικά Προβλήματα της Δικτατορίας του Προλεταριάτου], που εκδόθηκε το 1921 από την Κομμουνιστική Διεθνή: «Υπάρχει ο κίνδυνος ότι η Ρωσία ίσως να αποκοπεί από κινητήριος δύναμη της διεθνούς επανάστασης […] Υπάρχουν κομμουνιστές στη Ρωσία οι οποίοι έχουν κουραστεί από την αναμονή της ευρωπαϊκής επανάστασης και θέλουν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν με την εθνική τους απομόνωση […] Με μια Ρωσία που θα θεωρεί την κοινωνική επανάσταση των άλλων χωρών ως ένα ζήτημα που δεν την αφορά, οι καπιταλιστικές χώρες θα μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να ζήσουν σε μια ειρηνική γειτνίαση. Δεν θεωρώ πως ένας τέτοιος περιορισμός της επαναστατικής Ρωσίας θα μπορέσει να να ανακόψει την εξέλιξη της παγκόσμιας επανάστασης. Όμως, η εξέλιξή της σίγουρα θα επιβραδυνθεί». Και με την όξυνση των εγχώριων κρίσεων στη Ρωσία εκείνη την περίοδο, δεν άργησε πολύ σχεδόν το σύνολο των κομμουνιστών, συμπεριλαμβανομένου του Varga, να αποκτήσουν την αίσθηση για την οποία εδώ ο Varga παραπονιέται. Στην πραγματικότητα, ήδη από το 1920 ο Λένιν κι ο Τρότσκι κατέβαλαν επίμονη προσπάθεια να περιορίσουν τις επαναστατικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η παγκόσμια ειρήνη ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της οικοδόμησης του κρατικού καπιταλισμού στη Ρωσία υπό την αιγίδα των μπολσεβίκων. Δεν θα ήταν συνετό να διαταραχθεί αυτή η ειρήνη είτε από πολέμους είτε από νέες επαναστάσεις επειδή, σε κάθε περίπτωση, μια χώρα όπως η Ρώσια θα αναγκαζόταν να εμπλακεί. Συνεπώς, ο Λένιν επέβαλε, μέσω διασπάσεων και μηχανορραφιών, μια νεορεφορμιστική πορεία στο εργατικό κίνημα της δυτικής Ευρώπης, μια πορεία η οποία οδήγησε στην πλήρη διάλυση του κινήματος. Ο Τρότσκι, με τη συγκατάθεση του Λένιν, στράφηκε με έντονα λόγια ενάντια στην εξέγερση στην κεντρική Γερμανία (1921): «Πρέπει να πούμε ορθά-κοφτά προς τους Γερμανούς εργάτες πως θεωρούμε αυτή την επιθετική φιλοσοφία ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο, και την έμπρακτη εφαρμογή της ως το σπουδαιότερο πολιτικό έγκλημα». Σε μια άλλη επαναστατική περίσταση, το 1923, ο Τρότσκι διακήρυξε στον ανταποκριτή της εφημερίδας Manchester Guardian [το αρχικό όνομα της σημερινής Guardian], πάλι με τη συγκατάθεση του Λένιν: «Φυσικά και μας ενδιαφέρει η νίκη των εργατικών τάξεων, αλλά δεν είναι προς το συμφέρον μας να υπάρξει ένα επαναστατικό ξέσπασμα σε μια Ευρώπη η οποία είναι αιμμοραγούσα και ταλαιπωρημένη, με το προλεταριατό ν’ αρπάξει απ’ τα χέρια της αστικής τάξης τίποτα άλλο παρά χαλάσματα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η διατήρηση της ειρήνης». Και δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, η Κομμουνιστική Διεθνής δεν έκανε το παραμικρό για να τον αποτρέψει. Ο Τρότσκι δεν κάνει απλώς λάθος, αλλά αποκαλύπτει μια έλλεψη μνήμης που απορρέει αναμφίβολα από το γεγονός πως έχασε τη στρατιωτική του θέση [ως Κομισάριος Στρατιωτικών και Ναυτικών Ζητημάτων της ΕΣΣΔ], όταν σήμερα χαρακτηρίζει την αποτυχία του Στάλιν να βοηθήσει τους Γερμανούς κομμουνιστές σαν μια προδοσία των αρχών [principles] του λενινισμού. Αυτή η προδοσία εξασκήθηκε διαρκώς από τον Λένιν και από τον ίδιο τον Τρότσκι. Όμως, σύμφωνα με μια ρήση του Τρότσκι, το σημαντικό ζήτημα δεν είναι φυσικά το τι κάνουμε, αλλά το ποιος το κάνει. Ο Στάλιν είναι, στην πραγματικότητα, ο καλύτερος μαθητής του Λένιν αναφορικά με τη στάση του προς τον γερμανικό φασισμό. Οι μπολσεβίκοι επίσης, φυσικά, δεν απέφυγαν να εισέλθουν σε συμμαχίες με τη Τουρκία και να δώσουν πολιτική και οικονομική στήριξη στην κυβέρνηση αυτής της χώρας, ακόμη και σε μια περίοδο που λαμβάνονταν εκεί τα οξύτερα μέτρα εναντίον των κομμουνιστών – μέτρα τα οποία συχνά επισκίαζαν ακόμη και τις πράξεις του Χίτλερ.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως η Κομμουνιστική Διεθνής, στον βαθμό που συνεχίζει να λειτουργεί, αποτελεί απλώς μια αντιπροσωπεία για το ρωσικό τουριστικό εμπόριο, λαμβάνοντας υπόψη την κατάρρευση των κομμουνιστικών κινημάτων σε όλες τις χώρες που ελέγχονταν από την Μόσχα, ο μύθος για τον Λένιν ως παγκόσμιο επαναστάτη, έχει χωρίς αμφιβολία εξασθενίσει επαρκώς ώστε μπορεί κανείς να υπολογίζει στην πλήρη εξαφάνιση του μύθου στο άμεσο μέλλον. Και, φυσικά, ακόμη και σήμερα, οι συκοφάντες από την Κομμουνιστική Διεθνή δεν λειτουργούν πλέον σύμφωνα με την έννοια της παγκόσμιας επανάστασης, αλλά μιλάνε για την «Πατρίδα των Εργατών», από την οποία αντλούν τον ενθουσιασμό τους στον βαθμό που δεν εξαναγκάζονται να ζήσουν σ’ αυτή ως εργάτες. Όσοι συνεχίζουν να αναγνωρίζουν τον Λένιν ως τον κατ’ εξοχήν παγκόσμιο επαναστάστη, στην πραγματικότητα δεν ενθουσιάζονται για τίποτα περισσότερο παρά για τα πολιτικά οράματα του Λένιν για παγκόσμια εξουσία, οράματα τα οποία ξεθωριάσαν κι εξαφανίστηκαν στο φως της ημέρας.
Η ενυπάρχουσα αντίφαση μεταξύ της πραγματικής ιστορικής σημασίας του Λένιν και της σημασίας που γενικά του αποδίδεται είναι η μεγαλύτερη και ταυτοχρόνως η περισσότερο ανεξιχνίαστη συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη προσωπικότητα έδρασε στη σύγχρονη ιστορία. Δείξαμε πως δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την επιτυχία της ρωσικής επανάστασης, και πως η θεωρία κι η πρακτική του δεν μπορούν, όπως γίνεται συχνά, να αξιολογηθούν σαν να κατέχουν μια παγκόσμια επανασταστική σημασία. Ούτε, παρά όλες τις βεβαιώσεις για το αντίθετο, μπορεί να θεωρηθεί πως ο Λένιν διεύρυνε ή συμπλήρωσε τον μαρξισμό. Στο έργο του Thomas B. Brameld με τον τίτλο A Philosophical Approach to Communism [Μια Φιλοσοφική Προσέγγιση του Κομμουνισμού], που εκδόθηκε πρόσφατα από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ο κομμουνισμός ακόμη ορίζεται ως «μια σύνθεση των δογμάτων του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν». Δεν είναι μόνο στο βιβλίο του, αλλά επίσης εν γένει, και ιδίως στον τύπο του κομμουνιστικού κόμματος, που ο Λένιν τοποθετείται σε μια τέτοια σχέση με τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Ο Στάλιν περιέγραψε τον «λενινισμό» ως «μαρξισμό την περίοδο του ιμπεριαλισμού». Μια τέτοια θέση, ωστόσο, εξάγει τη μόνη της αιτιολόγηση από μια αβάσιμη υπερεκτίμηση του Λένιν. Ο Λένιν δεν προσέθεσε το οτιδήποτε στον μαρξισμό που θα μπορούσε να αναγνωριστεί ως νέο και ανεξάρτητο. Η φιλοσοφική στάση του Λένιν είναι ο διαλεκτικός υλισμός όπως αναπτύχθηκε από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Πλεχάνοφ. Σε όλα τα σημαντικά προβλήματα, ο Λένιν ανέτρεξε στον διαλεκτικό υλισμό: είναι το κριτήριό του για τα πάντα, το τελικό του σημείο αναφοράς. Στο βασικό φιλοσοφικό του έργο, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, απλώς επαναλαμβάνει τον Ένγκελς ανιχνεύοντας τις αντιθέσεις των διαφορετικών φιλοσοφικών οπτικών πίσω στην μια και μεγάλη αντίφαση: Υλισμός εναντίον Ιδεαλισμού. Ενώ για την πρώτη θέση η Φύση είναι πρωτεύουσα κι η Νόηση δευτερεύουσα, για τη δεύτερη ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Αυτή η ήδη γνωστή διατύπωση τεκμηριώνεται από τον Λένιν με πρόσθετο υλικό από διάφορα γνωστικά πεδία. Οπότε, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σκέψη περί κάποιας ουσιώδης εμπλούτισης της μαρξικής διαλεκτικής εκ μέρους του Λένιν. Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για μια «λενινιστική σχολή» στο πεδίο της φιλοσοφίας.
Επίσης, στο πεδίο της οικονομικής θεωρίας, καμιά ανεξάρτητη συνεισφορά δεν μπορεί να αποδοθεί στον Λένιν. Τα οικονομικά γραπτά του Λένιν είναι περισσότερο μαρξιστικά από εκείνα των σύγχρονών του, αλλά αποτελούν μόνο εξαίρετες εφαρμογές των προϋπάρχοντων οικονομικών δογμάτων που σχετίζονται με τον μαρξισμό. Ο Λένιν δεν θεωρούσε τον εαυτό του σαν έναν ανεξάρτητο θεωρητικό στα οικονομικά ζητήματα· γι’ αυτόν, ο Μαρξ είχε ήδη πει οτιδήποτε βασικό σ’ αυτό το πεδίο. Απ’ τη στιγμή που για τον Λένιν ήταν αδύνατο να πάει κανείς πέρα από τον Μαρξ, δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο να αποδείξει ότι οι μαρξιστικές υποθέσεις συμφωνούσαν με την πραγματική εξέλιξη. Το κύριο οικονομολογικό του έργο, Η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού στη Ρωσία, αποτελεί μια εύγλωττη μαρτυρία αυτού. Ο Λένιν δεν θέλησε να υπάρξει τίποτα περισσότερο από μαθητής του Μαρξ, επομένως είναι μόνο στον μύθο γύρω από τον Λένιν που μπορεί κανείς να μιλήσει για μια θεωρία του «λενινισμού».
Ο Λένιν ήθελε πάνω απ’ όλα να είναι ένας πολιτικός της πράξης. Τα θεωρητικά του έργα είναι σχεδόν αποκλειστικά πολεμικής φύσεως. Αντιμάχονται τους θεωρητικούς, και άλλους, εχθρούς του μαρξισμού, όπως τους ταυτοποιεί ο Λένιν σύμφωνα με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις του ιδίου και των μπολσεβίκων γενικά. Στον μαρξισμό, είναι η πράξη εκείνη που αποφασίζει σχετικά με την αλήθεια μιας θεωρίας. Ως ένας άνθρωπος της πράξης που αποπειράθηκε να πραγματώσει τα δόγματα του Μαρξ, ο Λένιν ίσως πράγματι να προσέφερε στον μαρξισμό μια τεράστια υπηρεσία. Ωστόσο, πάλι όσο αφορά τον μαρξισμό, κάθε πράξη αποτελεί μια κοινωνική πράξη η οποία μπορεί να τροποποιηθεί και να επηρεαστεί από μεμονωμένα άτομα μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό και ποτέ καθοριστικά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ενότητα θεωρίας και πράξης, τελικού στόχου και συγκεκριμένων ερωτημάτων της στιγμής, με την οποία καταπιάστηκε σταθερά ο Λένιν, ίσως να μπορεί να αναγνωριστεί σαν ένα μεγάλο επίτευγμα. Όμως, το κριτήριο γι’ αυτό το επίτευγμα είναι πάλι η επιτυχία που το συνοδεύει, και όπως προείπαμε, καμία τέτοια επιτυχία δεν υπάρχει στον Λένιν. Το έργο του όχι μόνο απέτυχε να προωθήσει το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, αλλά απέτυχε επίσης να σχηματίσει τις προϋποθέσεις για μια αληθινά σοσιαλιστική κοινωνία στη Ρωσία. Η επιτυχία (όπως αυτή υπήρξε) δεν τον έφερε πιο κοντά στον στόχο του, αλλά αντιθέτως τον απομάκρυνε ακόμη περισσότερο.
Η πραγματική κατάσταση στη Ρωσία κι η παρούσα κατάσταση των εργατών παγκοσμίως θα έπρεπε να αποτελούν πραγματικά επαρκές αποδείξεις για κάθε κομμουνιστή παρατηρητή πως η παρούσα «λενινιστική» πολιτική αποτελεί ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που εκφράζεται στη φρασεολογία της. Και μακροπρόθεσμα, μια τέτοια κατάσταση πρέπει χωρίς αμφιβολία να καταστρέψει τον τεχνητά κατασκευασμένο μύθο γύρω από τον Λένιν, ώστε η ίδια η ιστορία να τοποθετήσει τελικά τον Λένιν στην ιστορική θέση που πραγματικά του αρμόζει.