«Συντονισμένοι Κομμουνάροι»
Ένα σύντομο χρονικό της αποτυχημένης επανάστασης στην Βραζιλία το 1918. Η προσπάθεια απέτυχε όταν στο κίνημα διείσδυσαν μέλη των δυνάμεων ασφαλείας και ο στρατός δεν ενώθηκε με τους εργάτες.
Το 1918 το Rio de Janeiro αναστατώθηκε από μια σειρά γεγονότων που εξελίχθησαν σε ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια της ιστορίας του εργατικού κινήματος της χώρας: την προσπάθεια για εξεγερτική απεργία με σκοπό την κατάρρευση της ολιγαρχικής ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης και την αντικατάστασή της με συμβούλια εργατών και στρατιωτών.
Ήδη από το 1917 οι ταξικά συνειδητοποιημένοι εργάτες της Βραζιλίας, ειδικά στο Rio de Janeiro και το SãoPaulo είχαν αρχίσει να οργανώνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, η πρωτεύουσα της Πολιτείας του São Paulo είχε παύσει κάθε λειτουργία της μετά την δολοφονία από την αστυνομία του νεαρού υποδηματοποιού Antonio Martinez. Για τέσσερις ημέρες η πόλη είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης με αμέτρητες συγκρούσεις μεταξύ των εργατών και των δυνάμεων ασφαλείας. Στο Rio de Janeiro, πρωτεύουσα της χώρας, οι αγωνιστές της FORJ (Εργατική Συνομοσπονδία του Rio de Janeiro), που είχαν αναδείξει δυναμικά το ζήτημα του κόστους ζωής στην χώρα από την αρχή της χρονιάς και από τον Φεβρουάριο ήδη οργάνωναν την μια πορεία μετά την άλλη, παρά τις αστυνομικές απαγορεύσεις. Μέχρι τον Μάιο είχαν καταφέρει να οργανώσουν περίπου 50 πορείες.
Ενώ, παράλληλα με αυτή την προσπάθεια, η FORJ είχε θέσει σε εφαρμογή και το εξαιρετικά δύσκολο πρόγραμμα της οργάνωσης και αναδιοργάνωσης των εργατικών συνδικάτων, και ώς τέλος της χρονιάς έβλεπε τα αποτελέσματα των κόπων της στη δημιουργία του Συνδικάτου των Εργατών Δημοσίων Έργων (UOCC) στις 4 Απριλίου 1917, και του Συνδικάτου Υφαντουργών (UOFT) στις 8 Απριλίου του ίδιου χρόνου.
Η βίαιη καταστολή στην κλωστοϋφαντουργία του Corcovado τον Μάιο της ίδιας χρονιάς και η τραγική κατάρρευση του ξενοδοχείου «New York» στις 7 Ιουλίου, που προκάλεσε τον θάνατο δεκάδων εργατών, εξαγρίωσε τους cariocas (χαρακτηρισμός που αποδίδεται στους κατοίκους του Rio) εργάτες. Στις 17 Ιουλίου του 1917, μετά από συνέλευση στα γραφεία της FORJ, πάρθηκε η απόφαση για την απεργία. Η απεργία εξαπλώθηκε άμεσα σε μεγάλο αριθμό εργοστασίων, ενδυναμώνοντας έτσι τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία από εκείνο το σημείο και μετά αναπτύχτηκαν εξωφρενικά ραγδαία.
Το 1918 ξεκίνησε στην σκιά της νικηφόρας επανάστασης στην Ρωσία, η οποία προκάλεσε κύμα αισιοδοξίας και αναταραχής μεταξύ των συνειδητοποιημένων εργατών σε όλον τον κόσμο. Τον Ιανουάριο, ελευθεριακοί αγωνιστές ίδρυσαν στο Rio de Janeiro την Αναρχική Συμμαχία, μια ειδική οργάνωση, με σκοπό την κοινωνική προπαγάνδα. Η 1η Μαρτίου είδε την ίδρυση του Γενικού Συνδικάτου Εργατών (UGT), το οποίο αντικατέστησε την FORJ μετά την απαγόρευση που τής είχε επιβληθεί από την αστυνομία λόγω της γενικής απεργίας που είχε κηρύξει. Τον Απρίλιο, μετά από δεκαπέντε ημέρες απεργίας, οι υποδηματοποιοί εξασφάλισαν ωράριο οκτώμισι ωρών που διεκδικούσαν. Και ο Τύπος των carioca άρχισε τις εικασίες για μια «σχεδιασμένη γενική απεργία», γεγονός που προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας στα γραφεία της UGT. Με την έκδοση του διατάγματος έκτακτης ανάγκης, η Πρωτομαγιά του 1918 γιορτάστηκε στους χώρους των εργατικών συνδικάτων και με μεγάλη πορεία που οργάνωσε η UGT στο Theatro Maison Moderne στην πλατεία Tiradentes.
Μια σημαντική πτυχή της οργάνωσης των εργατών εκείνη την χρονιά ήταν η δημιουργία αμέτρητων προαστιακών UGT για τους υφαντουργούς, τους μεταλλεργάτες και τους εργάτες κατασκευών. Τον Ιούνιο και Ιούλιο πραγματοποιήθηκαν αμέτρητες απεργίες από ξυλουργούς, εργάτες μαρμάρων, ανθρακωρύχους, λιμενεργάτες και καπελοποιούς, ενώ αρκετά εργοστάσια υφασμάτων είχαν αναστείλει κάθε εργασία.
Στις 3 Αυγούστου είχε καλεστεί απεργία με αίτημα τη βελτίωση των μισθών και τη μείωση των ωρών εργασία, από τους εργαζόμενους στην Conpanhia Cantareira (ναυπηγεία) και την Viação Fluminense (κατασκευαστές τραμ), οι οποίες σταδιακά εξελίχθησαν σε εξέγερση μεγάλης κλίμακας μετά τις πρώτες συγκρούσεις του πληθυσμού με τις δυνάμεις ασφαλείας στην Ruada Conceição στο Niterói. Πολλοί στρατιώτες της 58ης ίλης ιππικού αυτομόλησαν στις γραμμές των απεργών, και δυο από αυτούς σκοτώθηκαν κατά την ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες για την επίτευξη συμμαχίας με τα μέλη των χαμηλότερων βαθμίδων των ενόπλων δυνάμεων, όπως είχε συμβεί και στη Ρωσία.
Και ενώ το κόστος ζωής ανερχόταν σε όλη την χώρα, αυξήθηκαν και οι απεργίες και οι διαδηλώσεις σε όλες σχεδόν τις πολιτειακές πρωτεύουσες και βιομηχανικές πόλεις της χώρας. Και πάλι οι φήμες για την επερχόμενη γενική απεργία στο Rio έδιναν και έπαιρναν, προκαλώντας κάποια ανησυχία στα ανωτέρα επιτελεία των Ρεπουμπλικάνων. Εν τω μεταξύ, στην πόλη Petrópolis της Πολιτείας του Rio, ο εξασθενημένος από την πείνα πληθυσμός λεηλάτησε τα καταστήματα και συγκρούστηκε με την αστυνομία. Αλλά η πραγματική καταστροφή χτύπησε στα τέλη του Σεπτεμβρίου. Το Rio χτυπήθηκε από τη φονική επιδημία της ισπανικής γρίπης, προκαλώντας το θάνατο χιλιάδων εργατών μέχρι το τέλη Οκτωβρίου.. Η αστυνομία συλλάμβανε τους εργαζόμενους που δραστηριοποιούνταν στην Επιτροπή Αντιμετώπισης της Επιδημίας, ενώ η καπιταλιστική τάξη και οι Αρχές (μεταξύ των οποίων και οι υγειονομικές) εξαφανίζονταν στην ασφάλεια των κωμοπόλεων και των βουνών. Έως τον Νοέμβριο η επιδημία έφθινε πια, αλλά η πείνα συνέχιζε να προκαλεί το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων, ειδικά στα πιο απομακρυσμένα προάστια.
Την επερχόμενη εξέγερση προμήνυαν μια σειρά γεγονότων και αναφορών. Οι εργοδότες στην υφαντουργία αρνήθηκαν να ενδώσουν στα αιτήματα των υφαντουργών εργατών, οι εφημερίδες γέμιζαν με άρθρα σχετικά με την εργατική επανάσταση στην Γερμανία, το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αντικατάσταση του ασθενούντα εκλεγμένου προέδρου Rodrigues Alves, από τον Delfim Moreira, στις 15 Νοεμβρίου.
Στις 18 Νοεμβρίου, οι υφαντουργοί κήρυξαν ταυτόχρονη απεργία στα κλωστήρια του Rio, του Niterói, της Petrópolis, της Magé και του Santo Aleixoy, ενώ οι μεταλλουργοί και οι εργάτες κατασκευών συμμετείχαν με την υποστήριξή τους.
Νωρίς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας οι απεργοί είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην πλατεία São Cristovão. Η αστυνομία τους διέταξε να διαλυθούν και επιχείρησε να συλλάβει τους δυναμικότερους μεταξύ των εργατών. Οι απεργοί αντιστάθηκαν και άρχισαν οι πρώτες ανταλλαγές πυροβολισμών. Δυο βόμβες εκτοξεύτηκαν προς το αστυνομικό τμήμα και τα πλήθη άρχισαν να εισβάλλουν στο εσωτερικό του. Μετά από λίγο παρενέβησαν τα στρατεύματα προκειμένου να εκκαθαρίσουν το τμήμα και να διαλύσουν τους εργάτες που προσπαθούσαν να εισβάλλουν στις στρατιωτικές αποθήκες. Η μάχη εξαπλώθηκε στους γειτονικούς δρόμους και ακολούθησαν έφοδοι του ιππικού ώστε να διαλυθούν οι εξεγερμένοι. Εδώ προκύπτει μια ασάφεια: ο ελευθεριακός ιστορικός Edgar Rodrigues, σε βιβλίο που έγραψε το 1972 και βασίζεται σε μαρτυρίες των εξεγερμένων που υποστήριζαν ότι οι εργάτες, έχοντας πληροφορηθεί από κάποιον λοχαγό ότι η εξέγερση είχε προδοθεί, ατένισαν στις δράσεις τους. Σύμφωνα με τον Rodrigues, όμως, και δεδομένου ότι η κυβέρνηση ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τον ξεσηκωμό, η εξέγερση ήταν καταδικασμένη από την αρχή.
Όπως και να έχει, πάντως, η προδοσία των στρατιωτών και η αποτυχία τους να ενωθούν με τους εξεγερμένους ανέστειλε τα προσεκτικά οργανωμένα σχέδια μηνών. Οι λεπτομέρειες των σχεδίων αυτών είχαν γνωστοποιηθεί από πριν στην αστυνομία και το στρατό. Ένας έφεδρος, ο υπολοχαγός Jorge Elias Ajus, είχε διεισδύσει στο κίνημα και με τη συμμετοχή του σε όλες τις συνελεύσεις είχε καταφέρει να τεθεί επικεφαλής του στρατιωτικού σχεδιασμού των εξεγερμένων. Σύμφωνα με το σχέδιο, μετά την κατάληψη των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, οι εργάτες και οι στασιαστές στρατιωτικοί θα πορεύονταν στο κέντρο της πόλης με σκοπό να επιτεθούν στα διοικητικά κτίρια, στο αρχηγείο της αστυνομίας και στους στρατώνες των αστυνομικών δυνάμεων, ενώ, ταυτόχρονα, εργάτες από τον νότο θα επιτίθονταν στην προεδρική κατοικία και το Συμβούλιο Νομοθετών, ανακοινώνοντας στη συνέχεια τη δημιουργία του Συμβουλίου Εργατών και Στρατιωτών.
Μέχρι το απόγευμα της 18ης Νοεμβρίου, όμως, όλοι οι «επικεφαλείς» του κινήματος – οι José Oticica, Manuel Campos, Astrojildo Pereira, Carlos Dias, Alvaro Palmeira, José Eliasda Silva, Joãoda Costa Pimenta και Agripino Nazaré – είχαν συλληφθεί. Περίπου 200 ακόμα τούς ακολούθησαν. Αναρχικοί, εργάτες (αναρχικοί και άλλοι) καθώς και πολλοί «ύποπτοι». Στις πύλες του εργοστασίου Confiaça, η αστυνομία δολοφόνησε τον υφαντουργό Manuel Martins και τραυμάτισε δυο ακόμη που υπέκυψαν λίγες ημέρες μετά. Την νεκρική πομπή, αν και είχε απαγορευτεί, συνόδευσαν εκατοντάδες εργατών. Και παρά τη βίαιη καταστολή που υπέστησαν, οι υφαντουργοί, οι μεταλλουργοί και οι εργάτες κατασκευών συνέχισαν την απεργία για δυο εβδομάδες ακόμα. Αλλά στις 20 Νοεμβρίου, η έντονη καταστολή οδήγησε στο κλείσιμο των χώρων συγκεκριμένων συνδικάτων και στις 22 Νοεμβρίου η UGT διατάχτηκε από την κυβέρνηση να διαλυθεί.
Η εξέγερση του 1918, όμως, δεν ήταν μια τυχαία περιπέτεια χωρίς συνέπειες. Ήταν μια προσπάθεια από τους ίδιους τους εργαζόμενους να διεκδικήσουν την απελευθέρωσή τους με βάση τις δικές τους εμπειρίες αντίστασης και οργάνωσης και την επιθυμία τους να δουν την πολυπόθητη κοινωνική επανάσταση να γίνεται πραγματικότητα.