Έφυγε από την κοινωνία και έζησε στην ερημιά της Αυστραλίας το 19ο αιώνα, οργανώνοντας συνεχή πεσίματα στους τότε μπάτσους. Οι αστυνομικοί τον σκότωσαν χωρίς καν μια δίκη, παρότι ο ίδιος δεν σκότωσε ποτέ κανέναν.
Ο Ben Hall θεωρείτο από τους Βρετανούς επικίνδυνος εγκληματίας. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ευγενικός άνθρωπος που βλέπωντας τις αδικίες της εποχής του αποφάσισε να περάσει στην επανάσταση. Εγκατέλειψε την κοινωνία και πήγε να ζήσει στην ερημιά, μαθαίνοντας να βρίσκει μόνος του τροφή και νερό και να κοιμάται στην ύπαιθρο κρυμμένος από τους διώκτες του. Αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτό που θεωρούσε υποχρέωση κάθε επαναστάτη: τις συνεχείς επιθέσεις στους αστυνομικούς της εποχής. Παρ’ όλ' αυτά, δεν σκότωσε ποτέ και δεν ήθελε να τραυματίσει κανέναν. Το μόνο που ήθελε ήταν να ανοίξει το δρόμο για μια κοινωνική επανάσταση. Ίσως γι’ αυτό και τον σκότωσαν με άγριο τρόπο, χωρίς καν μια δίκη.
Γεννήθηκε το 1837 στην τότε βρετανική Αυστραλία σε μια φτωχή οικογένεια με πατέρα Άγγλο προλετάριο και μητέρα μια Ιρλανδή (οι Ιρλανδοί τότε ήταν όλοι προλετάριοι). Για λόγους επιβίωσης μέσα στη φτώχεια τους αναγκάζονταν να κλέβουν για να μπορούν να συντηρούν τον Ben και τα άλλα παιδιά τους. Οι αστυνομικοί τους συνέλαβαν και τους έστειλαν εξορία σε άλλη πόλη. Αφού δεν είχαν πού να μείνουν, αναγκάστηκαν να γίνουν καταληψίες ενός εγκατελειμένου χωραφιού και εκεί έφτιαξαν μια πρόχειρη καλύβα. Ο πατέρας βρήκε μερικά άγρια άλογα και γελάδες στους γύρω λόφους και τα εξημέρωσε για να έχουν γάλα και ζώα. Άρχισε να πουλάει στην πόλη μέρος της παραγωγής, μα είχε συνεχώς προβλήματα με την αστυνομία λόγω της κατάληψης.
Τελικά, ο πατέρας του Ben δεν άντεξε άλλο τις παρενοχλήσεις και μετανάστευσαν σε άλλη πόλη. Εκεί βρήκε δουλειά ως εργάτης σε στάβλους, και ήταν πολύ εργατικός. Υπήρχε αρκετή δουλειά, και τελικά μπόρεσαν να πάρουν ένα μικρό σπίτι για το γιο τους, τον Ben, όταν αυτός παντρεύτηκε.
Η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Ben είχε αδελφό τον Frank Gardiner, ο οποίος ζούσε από ληστείες και είχε μάθει να επιζεί μόνος του στην αυστραλιανή ύπαιθρο μακριά από τη κοινωνία (και το χέρι του νόμου). Ο Ben, μην ξεχνώντας ποτέ την τάξη του και την παρενόχληση των αστυνομικών ενάντιά στην οικογένειά του όσο ήταν καταληψίες, αποφάσισε να παραδειγματιστεί από τον αδελφό της γυναίκας του και εγκατέλειψε τη πόλη για να ζήσει στην ερημιά.
Στην ύπαιθρο ο Ben γνώρισε τον αδελφό της γυναίκας του, Frank, μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους που ζούσαν στην ερημιά ληστεύοντας όποιον πλούσιο περνούσε από τους ερημικούς δρόμους. Ο Ben έβλεπε τη ληστεία των πλουσίων ως μέσο κοινωνικής δικαιοσύνης, και όχι απλώς ως μέσο προσωπικής επιβίωσης. Ίσως γι’ αυτό η κυβέρνηση έδωσε ειδική εντολή στους μπάτσους να πιάσουν τον Ben κατά προτίμηση, αν και υπήρχαν πολλοί άλλοι ληστές στην περιοχή. Μαζί με τον Frank και άλλους 9 ληστές, ο Ben λήστεψε μια χρηματοαποστολή χρυσών νομισμάτων που παιρνούσε από το δρόμο που είχαν στήσει καρτέρι. Οι αστυνομικοί τους συνέλαβαν μα κατάφεραν να διαφύγουν.
Η ομάδα του Ben και του Frank έκανε έφοδο σε μια μικρή πόλη που σύχναζαν πλούσιοι σε ένα ξενοδοχείο και τους κράτησαν όλους όομήρους για τρεις ημέρες, χωρίς να πειράξουν κανέναν. Μόνη εξαίρεση οι αστυνομικοι: όσους βρήκαν στη πόλη τους κλείδωσαν μέσα στα κελιά του αστυνομικού τους τμήματος. Οι ληστές δεν λήστεψαν κανέναν απλό άνθρωπο κατά τη διάρκεια που ήλεγχαν τη πόλη, καθώς ο σκοπός τους ήταν να πάρουν την τοπική κοινωνία με το μέρος τους.
Μετά ο Ben μαζί με τους συντρόφους του λήστεψαν άλλη μια χρηματοαποστολή χρυσών νομισμάτων που περνούσε από κοντινό δρόμο. Ήρθε νέα εντολή από τη κυβέρνηση στην αστυνομία να τελειώνει αυτό το θέμα. Ο αστυνομικός διοικητής εξήγησε στην κυβέρνηση των Βρετανών ότι δεν υπήρχαν νόμοι για να μπορέσουν να πιάσουν εύκολα τέτοιους ληστές χωρίς δίκη, και ότι οι ληστές ήταν έξυπνοι και δεν άφηναν αποδείξεις πίσω τους και έτσι θα ήταν καλύτερα να αποφύγουν τη δίκη με κάποιο ειδικό νόμο. Η κυβέρνηση αμέσως έγραψε και πέρασε ένα νέο νόμο κατά παραγγελία του διοικητή της αστυνομίας, σύμφωνα με τον οποίο οι αστυνομικοί μπορούσαν να πυροβολήσουν και να σκοτώσουν όποιον θέλουν χωρίς δίκη.
Η ομάδα του Ben και του Frank συνέχισε τις επιθέσεις της παρά το κυνηγητό των αστυνομικών. Έκαναν πάνω από 100 ληστείες πλουσίων και εφόδους σε 21 πόλεις όπου κράτησαν όμηρους πλούσιους και αστυνομικούς. Τόσο πολύ ενεργοί ληστές ήταν, που τα τραίνα στο ημερήσιο πρόγραμμά τους έγραφαν "το τραίνο θα περάσει στις οκτώ, εκτός κι αν πέσει θύμα ληστείας του Ben Hall”.
Δυστυχώς, κάποια στιγμή ένας σύντροφος της ομάδας του πρόδωσε τον Ben. Είπε στην αστυνομία από πού θα περνούσε μια συγκεκριμένη ώρα, κι έτσι του έστησαν ενέδρα. Όταν ο Ben εμφανίστηκε μόνος να περπατάει στην ύπαιθρο το απόγευμα της 5ης Μάη 1865, οκτώ αστυνομικοί, που ήταν κρυμμένοι και οπλισμένοι με διπλόκανα τουφέκια, του επιτέθηκαν ξαφνικά. Ο Ben δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν και προσπάθησε να διαφύγει δίχως να πυροβολήσει, αλλά αυτοί τον πυροβόλησαν 30 φορές ενώ αυτός έτρεχε.
Τάφηκε στις 7 Μάη 1865.
Μέχρι σήμερα πολλοί άνθρωποι στην Αυστραλία συνεχίζουν να επισκέπτονται το τάφο του για να αφήσουν λουλούδια.
Ένας συγγενής του Ben που ζει σήμερα ζητά ακόμη να γίνει κυβερνητική έρευνα για το νόμιμο της δολοφονίας του. Ο λόγος είναι ότι η κυβέρνηση όταν πέρασε το νόμο δεν περίμενε ότι οι αστυνομκοί θα έπιαναν τον Ben τόσο γρήγορα (πράγματι δεν θα τον έπιαναν ποτέ αν δεν υπήρχε προδότης στην ομάδα του). Έτσι ο νόμος που έδινε το νόμιμο στους αστυνομικούς να σκοτώνουν αδιακρίτως χωρίς δίκη, είχε ισχύ από 10 Μάη 1865, δηλαδή 5 μέρες μετά αφότου σκότωσαν τον Ben, άρα και με τις νομοτυπίες του κράτους η δολοφονία ήταν παράνομη!