Η Αναρχική Ομοσπονδία Βρετανίας (Anarchist Federation of Britain - AFB) αναδύθηκε σιγά-σιγά ως αποτέλεσμα της διάλυσης της λεγόμενης Επιτροπής των 100 (Committee of 100) και του αυξανόμενου νέου ριζοσπαστισμού της δεκαετίας του 1960, με το ιδρυτικό συνέδριό της στο Bristol το 1963. Στην αναρχική εφημερίδα «Freedom» δημοσιεύτηκε τότε ένας εντυπωσιακός κατάλογος ομάδων και ατόμων.
Άρχισαν να οργανώνονται συνέδρια εθνικής κλίμακας με πολύ καλή συμμετοχή. Με βάση όλα αυτά, τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, με πιθανότητα το αναρχικό κίνημα να αναπτυχθεί περισσότερο και να επανακτήσει την ισχύ που είχε στο γενικότερο κίνημα πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά, στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να παρακολουθήσει ή να συμμετέχει στα διάφορα συνέδρια, αλλά ποτέ δεν συμμετείχε ξανά. Δεν υπήρχε δομή λήψης αποφάσεων και, επομένως, στα συνέδρια δεν παίρνονταν αποφάσεις. Δεν υπήρχε εφημερίδα ή άλλη έκδοση που να ελέγχεται από την AFB και συχνά διάφορες ομάδες που συνδέονταν χαλαρά μ’ αυτήν συμπεριλάμβαναν κάθε είδος «αναρχικού», από ατομικιστές, πασιφιστές, εξελιγκτικιστές, lifestylist αναρχικούς, αγροτοκομμουναλιστές και ακόμα συνδικαλιστές και αναρχοκομμουνιστές. Δεν υπήρχε ξεκάθαρη ανάλυση εξαιτίας των δεκάδων ποικίλων και διαφορετικών και αντικρουόμενων μεταξύ τους ιδεών. Το μόνο που διέθετε η AFB ήταν ένα εσωτερικό δελτίο από το 1969.
Η AFB στάθηκε ανίκανη να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που της παρουσιάστηκαν, και άρχισε να κλυδωνίζεται. Πράγματι, υπήρξε μαζική έξοδος αγωνιστών από την Ομοσπονδία που κινήθηκαν προς τροτσκιστικές οργανώσεις όπως η International Socialism (IS – Διεθνής Σοσιαλισμός) και η Διεθνής Μαρξιστική Ομάδα (International Marxist Group - IMG). Τότε εμφανίστηκε στην AFB μια ομάδα γύρω από τους Keith Nathan και Ro Atkins, η οποία προηγουμένως ήταν δραστήρια κυρίως μέσα στην Αναρχική Ομάδα του Harlow (Harlow Anarchist Group). Η ομάδα αυτή κυκλοφόρησε ένα ντοκουμέντο με τον τίτλο Towards a History and Critique of the Anarchist Movement in Modern Times» («Προς μια Ιστορία και Κριτική του Αναρχικού Κινήματος του Παρόντος» - γνωστή και ως Κριτική) ως εργασία συζήτησης για το συνέδριο των Αναρχικών του Βορρά (Northern Anarchists) τον Νοέμβρη του 1970. Αγωνιστές από το Lancaster και το Swansea - συμπεριλαμβανομένου και του Ian Bone - του μελλοντικού ιδρυτή του Class War (Ταξικός Πόλεμος) – ασκούσαν επίσης κριτική στην AFB. «Οι αγωνιστές από το Swansea πετάχτηκαν έξω από την Ομοσπονδία μετά τη δημοσίευση μιας ανοιχτής τους επιστολής, αλλά η δράση τους ενθάρρυνε αγωνιστές από το Lancaster, το Leeds, το Manchester και το York να καταθέσουν μια πρόταση στην AFB με την οποία γινόταν κάλεσμα για ένα “επανιδρυτικό συνέδριο” στο οποίο θα συζητιόνταν και οι κριτικές που ασκήθηκαν». (Από το Δελτίο της ORA του Μάη του 1971). Η Κριτική και η κοινή ανακοίνωση ήταν το προϊόν κάθε κριτικής που κατατέθηκε από τα προηγούμενα συνέδρια καθώς και το Συνέδριο της AFB, που έγινε στο Liverpool τον ίδιο μήνα. Να σημειωθεί ότι το ρεύμα αυτό που ασκούσε κριτική αποτελείτο και από αναρχοκομμουνιστές και από αναρχοσυνδικαλιστές καθώς και από εκείνους που δεν χαρακτήριζαν τους εαυτούς τους παρά απλώς ως αναρχικούς. Η Κριτική ήταν ένα αιχμηρό και αρκετά τίμιο ντοκουμέντο.
Μετά το συνέδριο του Liverpool η ομάδα του York αποφάσισε να ιδρύσει την Organisation of Revolutionary Anarchists (ORA) για να δραστηριοποιηθεί ως ομάδα στελεχών μέσα στην AFB. Ο στόχος αρχικά ήταν να μην εγκαταλειφθεί η AFB, αλλά να ανοίξει τις πόρτες της σε άλλες ελευθεριακές τάσεις, όπως π.χ. την Solidarity. «...Οι αγωνιστές της ORA δεν επιθυμούν να συγκροτήσουν μια ακόμα σέχτα. Επιδιώκουμε να δράσουμε μέσα στην Ομοσπονδία και στο ελευθεριακό κίνημα γενικότερα, καθώς και να προωθήσουμε τις δικές μας πρωτοβουλίες… Ελπίζουμε να δράσουμε ως σύνδεσμος και καταλύτης όχι μόνο για την ORA και την AFB, αλλά για όλους τους ελευθεριακούς» (Στο ίδιο Δελτίο της ORA).
Οι διαφωνίες της ORA με το παραδοσιακό αναρχικό κίνημα είχαν να κάνουν περισσότερο με το επίπεδο οργάνωσής του παρά με τη θεωρία. Η υιοθέτηση εκ μέρους της της συλλογικής υπευθυνότητας, η χρήση του προεδρείου και της ψηφοφορίας ως μηχανισμού λήψης αποφάσεων στις συνελεύσεις, η επίσημη κατάσταση μελών και μια εφημερίδα που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των συντακτών, των πωλητών και των αναγνωστών της, ενώ καλωσορίστηκε θερμά από μερικά όργανα όπως π.χ. το Συνέδριο της Σκωτσέζικης Αναρχικής Ομοσπονδίας (Scottish Anarchist Federation) τον Μάη του 1971, έγινε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων από άλλους. Αλλά η ORA συμπεριλάμβανε πολλές τάσεις αναρχικών, συμπεριλαμβανομένων συνδικαλιστών και εκείνων που απέβλεπαν σε πασιφιστικές θεωρίες. Όταν η ORA αποφάσισε να κυκλοφορήσει τη μηνιαία εφημερίδα «Libertarian Struggle» («Ελευθεριακός Αγώνας») τον Φλεβάρη του 1973, η κίνηση αυτή αποδείχθηκε η κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της ομάδας και τα πασιφιστικά και παρεμφερή στοιχεία απομακρύνθηκαν. Σημαντικές αποδείχτηκαν, επίσης, οι επαφές με την ομώνυμη Organisation Revolutionnaire Anarchiste από τη Γαλλία, η οποία είχε αναπτυχθεί με βάση παρόμοιες τακτικές και απόψεις στο εσωτερικό της Federation Anarchiste (FAF). Ήταν διαμέσου της γαλλικής ORA που οι Βρετανοί ανακάλυψαν την «Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών («Organisational Platform of the Libertarian Communists») που γράφτηκε από μια ομάδα Ρώσων και Ουκρανών αναρχικών, συμπεριλαμβανομένων των Nestor Makhno και Piotr Arshinov. Το ντοκουμέντο αυτό υποστήριζε την ειδική αναρχική κομμουνιστική οργάνωση και την ιδεολογική και τακτική ενότητα.
Η ORA κυκλοφόρησε μια σειρά μπροσούρων και, όπως είπαμε, τη μηνιαία εφημερίδα «Libertarian Struggle». Στην αρχή υπήρχε έλλειψη θεωρητικής συνοχής και δημοσιεύονταν κυρίως μικρά τεκμηριωμένα άρθρα για διάφορους αγώνες. Αλλά το πιο σωστό ήταν να ειπωθεί ότι η εφημερίδα «Libertarian Struggle» κάλυψε σε έκταση και βιομηχανικούς εργατικούς αγώνες αλλά και αγώνες έξω από τους χώρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων αγώνων ενοικιαστών, καταλήψεις, κινητοποιήσεις για την απελευθέρωση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων κ.λπ.. Από το τεύχος 8 άρχισε να εμφανίζεται ένα πιο αναλυτικό και θεωρητικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, σε ένα άρθρο για την Ισπανική Επανάσταση του 1936, στην «Libertarian Struggle» το 1973, διαβάζουμε: «Η αποτυχία των αναρχοσυνδικαλιστών ήρθε από τη στιγμή που ταύτισαν το συνδικάτο τους με ολόκληρη την εργατική τάξη ως σύνολο. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί σε μια επαναστατική κατάσταση είναι η γρήγορη συγκρότηση εργατικών συμβουλίων... οι συνδικαλιστικές επιτροπές δεν αναπληρώνουν την άμεση εργατική εξουσία». Αυτή η αναρχοκομμουνιστική κριτική του αναρχοσυνδικαλισμού επρόκειτο να αναπτυχθεί περισσότερο στο εσωτερικό του ελευθεριακού κομμουνισμού τα επόμενα χρόνια. Παρομοίως, η ανάλυση της πολιτικής του Εργατικού Κόμματος επρόκειτο να αποτελέσει συνεχή τακτική του βρετανικού αναρχοκομμουνισμού τα επόμενα χρόνια. Για παράδειγμα, διαβάζουμε στην «Libertarian Struggle» (Νοέμβρης 1973): “Μόνο μια προσεκτική εξήγηση και κατάδειξη του ρόλου του Εργατικού Κόμματος στην εργατική τάξη μπορεί να φέρει πρόοδο στην οικοδόμηση μιας επαναστατικής αναρχικής εναλλαγής... Δεν μπορεί να γίνει με το να επιμένουμε “ψηφίστε Εργατικούς”». Το Εργατικό Κόμμα χαρακτηριζόταν ως αστικό κόμμα. Ωστόσο, στα συνδικάτα η θέση της οργάνωσης δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη. Η κριτική, όμως, σε βάρος της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης και της «αριστερής» ηγεσίας του NUM, ήταν αρκετά ξεκάθαρη.
Ξεκάθαρο ήταν επίσης και το κάλεσμα για τη δημιουργία εργατικών επιτροπών δράσης που θα οδηγούσαν στη δημιουργία εργατικών συμβουλίων. Ωστόσο, το κάλεσμα αυτό αναμίχθηκε αργότερα με καλέσματα εκδημοκρατικοποίησης των συνδικάτων (!) καθώς και εκδημοκρατισμού των ριζοσπαστικών εργατικών και συνδικαλιστικών ομάδων (Rank and Files), όλες σχεδόν από τις οποίες βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο των τροτσκιστών του IS.
* Το αγγλικό πρωτότυπο του κειμένου βρίσκεται στη διεύθυνση http://flag.blackened.net/af/org/issue42/acbrit.html Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 12 Μάη 2008.