Η ζωή και τη δράση του έλληνα αναρχικού Πλωτίνου Ροδοκανάτη στο μακρινό Μεξικό είναι μέχρι σήμερα μια άγνωστη ιστορία. Οι ιστορικοί και οι ερευνητές του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος, στα δημοσιευμένα έργα τους, είναι αναγκασμένοι να περιοριστούν μονάχα σε ολιγόλογες αναφορές, λόγω της απουσίας ουσιαστικών και άμεσων πηγών. Το κείμενο που ακολουθεί έχει αντλήσει το υλικό του από την «Αναρχική Εγκυκλοπαίδεια» του Σεμπάστιαν Φώρ (γ΄ έκδοση 1972 Μεξικό), την οποία παραχώρησε ο σύντροφος Β. στο Ελευθεριακό Ιστορικό Αρχείο. Τα κείμενα μεταφράστηκαν από τον Στάθη Μαυρίδη και επιμελήθηκαν από τον Λ. Κόττη.
Ο Πλωτίνος Ροδοκανάτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου του 1828. Ο πατέρας του υπήρξε διακεκριμένος γιατρός και συγγραφέας, ο οποίος πολέμησε γενναία στην εξέγερση του 1821. Ο Πλωτίνος, μετά τον θάνατο του πατέρα του, μεταφέρθηκε στην Βιέννη από την μητέρα του που ήταν αυστριακής καταγωγής κι εκεί σπούδασε ιατρική.
Το 1848 συναντάμε τον Ροδοκανάτη στο Βερολίνο, όπου αρχίζει να νοιώθει ενδιαφέρον για τα φιλοσοφικά ρεύματα των πρώτων ουτοπιστών, όπως έχουν γίνει ευρύτατα γνωστοί. Ενδιαφέρεται πάνω από όλα για τον Χέγκελ και τον Προυντόν. Το 1849 διαβάζει το έργο του τελευταίου «Τι είναι ιδιοκτησία». Ο νεαρός έλληνας, μαγεμένος από το βάθος της συλλογιστικής του Γάλλου αναρχικού, κάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι με την επιθυμία να γνωριστεί με τον μεγάλο οικονομολόγο. Αργότερα θα δεχτεί την επίδραση της φιλοσοφικής διδασκαλίας του Σπινόζα. Στα τέλη του 1857 γνωρίζει τον σοσιαλισμό του Κάρλος Φουριέ.
Οι διδασκαλίες του Σπινόζα και του Φουριέ είναι οι στύλοι των φιλοσοφικών του θέσεων και με βάση αυτές γράφει ο Ροδοκανάτης το πρώτο του έργο, με τίτλο: «Από τη φύση». Για την επίδραση του Φουριέ μας μιλά μια μπροσούρα που εξέδωσε ο ίδιος το 1861, με το όνομα «Σοσιαλιστικό Αλφάβητο», έργο που αποτελεί την βασική κατήχηση του σχολείου του Κάρλος Φουριέ.
Εκείνη τη περίοδο μαθαίνει διάφορες γλώσσες ανάμεσα στις οποίες και τα ισπανικά. Απόδειξη της αναρχικής θεώρησης του Ροδοκανάτη μας δίνει η μετάφραση που έκανε στα ισπανικά του έργου: «Γενική ιδέα της επανάστασης τον ΧΙΧ αιώνα» του Προυντόν, η οποία εκδόθηκε στο Μεξικό το 1877.
Νοιώθει ενδιαφέρον για τη ζωή των Μεξικάνων, καθώς διαβάζει κάποια καλέσματα των φιλελευθέρων αγωνιστών αυτής της χώρας. Η ανάγνωση του "Μανιφέστου για τους πολιτισμένους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής", γραμμένο από τον στρατηγό Χουάν Αλβαρέζ και η θέσπιση του "Σχεδίου για τις αγροτικές αποικίες" γραμμένο από τον Πρόεδρο Κομονφόρτ, φέρνουν τον Ροδοκανάτη στο Μεξικό, ο οποίος αποβιβάζεται το 1861 στη Βέρακρουζ. Έτσι, πολλά χρόνια μετά την θεωρητική δράση του ελευθεριακού διανοητή Melhor Ocampo και την κυκλοφορία γαλλικών αναρχικών εφημερίδων και περιοδικών στη χώρα κατά την περίοδο του Maximiliano, με την άφιξη του Πλωτίνου, οι ιδέες του Προυντόν και του Φουριέ θα γίνουν ευρύτατα γνωστές και θα σφραγίσουν ανεξίτηλα το εργατικό και αγροτικό κίνημα του Μεξικού.
Τα ρεύματα του αναρχισμού και του φουριερισμού ήταν αυτά που επηρέασαν το Μεξικό εκείνης της εποχής, προκαλώντας το ενδιαφέρον σε ομάδες φοιτητών, εργατών και αγροτών. Η επίδραση αυτή στάθηκε ιδιαίτερα σημαντική, σε σημείο μάλιστα, να προκληθούν οι δύο πρώτες εργατικές απεργίες και να καταγραφεί η πρώτη αγροτική εξέγερση στην ιστορία του μεξικάνικου κοινωνικού κινήματος.
Σύμφωνα με τους βιογράφους του, τρεις είναι οι διδασκαλίες, που ο ανήσυχος έλληνας διασπείρει σ' αυτήν την εξίσου ανήσυχη αμερικάνικη γη: ο πανθεϊσμός του Σπινόζα, ο αναρχισμός του Προυντόν και ο σοσιαλισμός του Φουριέ.
Ακούραστος ο Ροδοκανάτης δίνει διαλέξεις, οργανώνει ομαδοποιήσεις σπουδαστών και βοηθά στον σχηματισμό και την ισχυροποίηση των εργατικών οργανώσεων. Και ο αγώνας αρχίζει. Οι ομάδες δράσης που γεννιούνται από τη ζεστασιά των ιδεών του Ροδοκανάτη άρχισαν να σπέρνουν την εξέγερση ανάμεσα στους εργάτες.
Ο Ροδοκανάτης και ο μαθητής του Zalacosta ενέπνευσαν το επαναστατικό κίνημα του στρατηγού Negrete στην Puebla, για το οποίο ένας ιστορικός σχολιάζει: «…ήταν μια σοσιαλιστική επανάσταση…». Παραθέτουμε εδώ ορισμένα αποσπάσματα από το μανιφέστο του. «…Πηγαίναμε σ’ έναν αγώνα αίματος. Αλλά τι πειράζει αν αυτό το αίμα είναι γενναιόδωρο; Θα χτίσει τα χωράφια γόνιμα, θα θεριέψει τα φυτά και θ’ αφήσει ένα ίχνος για την ανθρωπότητα του μέλλοντος…», «…Θα μας κυνηγήσουν ίσως και να μας τουφεκίσουν. Δεν πειράζει όταν στα στήθια μας γεννιούνται ελπίδες! Τι παραπάνω να κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή, παρά να πεθάνουμε αντί να συνεχίζουμε να διαιωνίζουμε το φόβο, τη μιζέρια και τις αρρώστιες; Αυτά μας απαξιώνουν ως φιλελεύθερους, μας στιγματίζουν ως σοσιαλιστές και μας καταδικάζουν ως άνδρες. Είναι απαραίτητο να σώσουμε τη στιγμή και να υψώσουμε τις δυνάμεις μας, γύρω απ’ αυτή τη πανίερη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης που διαλαλεί ότι πιο υψηλό έχει να πει η δημοκρατία: κατάργηση της κυβέρνησης και της εκμετάλλευσης!…»
Ο Ροδοκανάτης επεδίωξε να δημιουργήσει αγροτικές κοινότητες σε διάφορα μέρη της χώρας, εμπνευσμένες από τον σοσιαλισμό του Φουριέ με την ελπίδα, όπως ο ίδιος γράφει, να τις γνωρίσει ο λαός και να επιβεβαιώσει τα πλεονεκτήματά τους, υπερασπίζοντας έτσι αυτού του είδους τις κοινωνικοποιήσεις. Ο Ροδοκανάτης δεν κατάφερε να δημιουργήσει τις εν λόγω αγροτικές κοινότητες. Λέγεται πως νοιώθοντας απογοητευμένος κατέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στο Κολέγιο του San Ildefanso και προσπάθησε να δημιουργήσει μια σχολή φιλοσοφίας στο Μεξικό. Το μόνο επιβεβαιωμένο στοιχείο είναι ότι τους πρώτους μήνες του 1864 δημοσίευσε το «Νεοπανθεϊσμός, σκέψεις για τον άνθρωπο και τη φύση» έργο, που προκάλεσε μια ζωηρή συζήτηση ανάμεσα στους φοιτητές και του έδωσε την δυνατότητα να ενώσει διάφορους νέους, ιδρύοντας μαζί τους τον Ιανουάριο του 1865 την «Σοσιαλιστική Ένωση Φοιτητών».
Σ’ αυτές τις συναντήσεις διαβάζονταν και σχολιάζονταν οι ιδέες του αναρχισμού του Προυντόν και του Ουτοπικού σοσιαλισμού του Φουριέ. Με την επίδραση αυτών των διαλέξεων και συζητήσεων δημιουργήθηκε μια ομάδα συμπαθούντων γι’ αυτές τις διδασκαλίες. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους νέους διακρίθηκαν οι πρώτοι ηγέτες, που είχε το εργατικό και αγροτικό κίνημα στο Μεξικό, Rivera, Zalacosta, Villanueva, Villavicencio. Αυτή η ομάδα, κατευθυνόμενη από τον Ροδοκανάτη, αφιερώθηκε στην προπαγάνδιση αυτών των ιδεών ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες. Πέτυχε να αναδιοργανώσει το Ταμείο Αλληλοβοήθειας, το οποίο είχε διαλυθεί δέκα χρόνια πριν με διαταγή της κυβέρνησης του Santana. Οργάνωσε τις κλαδικές οργανώσεις των καπελάδων και των ραφτάδων. Κατεύθυνε τους εργάτες των εργοστασίων νηματουργίας και κλωστοϋφαντουργίας του San Ildefanso και της Colmena στην επαρχία του Μεξικού, για να ιδρύσουν στις 15 Μαΐου του 1865 την κοινή «Οργάνωση Νηματουργίας και Κλωστοϋφαντουργίας» στην κοιλάδα του Μεξικού.
Αυτή η ομάδα των ηγετών κι αυτή η οργάνωση των εργατών της υφαντουργίας, πραγματοποίησαν κατά την αυτοκρατορία του Maximiliano την πρώτη απεργία που καταγράφεται στο Μεξικό. Η απεργία ξεκίνησε, όταν οι εργοδότες του San Ildefanso, θέλοντας να μειώσουν το κόστος, επέβαλλαν στους εργάτες μείωση μισθών κατά 50% και στη συνέχεια προχώρησαν σε απολύσεις πενήντα (50) εργατών καθώς και κατασχέσεις. Η εταιρεία τέλος ανακοίνωσε το εξής ωράριο από την 1η Μάη του αυτού έτους: Άνδρες, από τις 5 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα και Γυναίκες: από τις 5 το πρωί έως τις 5:45 το απόγευμα.
Οι εργάτες του San Ildefanso σταμάτησαν τη δουλειά στις 10/06/1865 μέχρι να τους πετύχουν καλύτερες συνθήκες εργασίας. Οι εργάτες της Colmena παρέλυσαν το εργοστάσιο την επομένη, δείχνοντας το ψηλό αίσθημα αλληλεγγύης στο οποίο είχε φτάσει εκείνη την εποχή η οργάνωση των εργατών του Μεξικού.
Αν και οι εργάτες απέστειλαν στις αρχές μια περιγραφή των ελεεινών συνθηκών εργασίας, εκείνες πήραν , ως όφειλαν το μέρος του ιδιοκτήτη της εταιρείας. Σε συνεννόηση με τα αφεντικά, στις 19/06/1865, ο πολιτικός διοικητής της περιοχής παρουσιάστηκε με 25 οπλισμένους άντρες, που έβαλαν πυρ εναντίον των εργατών, τραυματίζοντας 3-4 και παίρνοντας δεμένους με σκοινί 50 εργάτες στο Tapoji del Rio και απειλώντας πως όποιος επέστρεφε ή πλησίαζε στα εργοστάσια θα τουφεκιζόταν επί τόπου. Με αυτά τα μέτρα καταστολής έληξε με ήττα η πρώτη απεργία των εργατών.
Η αποτυχία αυτή επέφερε τον χωρισμό των μελών της «Σοσιαλιστικής Ένωσης». Από τη μια πλευρά, οι Villanueva και Villavicencio, έμειναν στην πρωτεύουσα επιφορτισμένοι να συνεχίσουν να ενεργοποιούν το εργατικό κίνημα που υποκίνησαν. Από την άλλη, οι Ροδοκανάτης και Ζαλακόστα κατευθύνθηκαν στο Δήμο του Chalco, για να δημιουργήσουν μια αγροτική κοινότητα και να καλλιεργήσουν στους αγρότες το πνεύμα της κοινωνικής επανάστασης, που είχε ήδη εμφυσηθεί στους εργάτες.
Οι Villanueva και Villavicencio, δημιούργησαν μια οργάνωση την «Καλλιτεχνική- Βιομηχανική», η οποία διατήρησε τις σχέσεις που είχε με την «Σοσιαλιστική Ένωση» και τις αναρχικές ιδέες του Προυντόν, ουσιαστικά αντικαθιστώντας την, στοχεύοντας στην ανύψωση του πεσμένου ηθικού των εργατών.
Στις 8 Ιουλίου 1866 ξεκίνησε μια απεργία από το εργοστάσιο της Fama Montanesa το οποίο ακολουθήθηκε από αυτά του Contreras, της Abeja και της Tizapan, οι εργάτες των οποίων είχαν συνασπιστεί στην «Αμοιβαία Ένωση Εργατών Κλωστοϋφαντουργίας» της Tlalpan. Μετά την παρέμβαση του προέδρου Χουαρέζ, ο οποίος έβγαλε μια απόφαση υπέρ των εργατών, η απεργία λύθηκε με νίκη των τελευταίων και γιορτάστηκε με γιορτές δυο ημερών. Τα αιτήματα ήταν: καλύτερη συμπεριφορά προς τους εργάτες, όχι κακομεταχείριση των εργατριών, να σταθεροποιηθεί το ελεύθερο εμπόριο στο χωριό Contreras, 12ωρο για τις εργάτριες για να προλαβαίνουν τις δουλειές του σπιτιού, μεροκάματο για τους ανήλικους, κτλ.
Αυτός υπήρξε ο αντίκτυπος της δράσης των μελών της «Σοσιαλιστικής Ένωσης». Και στα δύο κινήματα, η κυρίαρχη ιδεολογία υπήρξε ο προυντονισμός και ο φουριερισμός, κινήματα που προετοίμασαν και συνέβαλαν στις μελλοντικές μεγάλες απεργίες του Cananea και του Rio Blanco.
Ο Ροδοκανάτης και ο Ζαλακόστα, την ίδια περίοδο των τελευταίων μηνών του1865, βρισκόντουσαν στο Chalco, οργανώνοντας ένα σχολείο που χρόνια μετά ονομάστηκε «Σχολείο της Λογικής και του Σοσιαλισμού» ή «Μοντέρνο και Ελεύθερο Σχολείο».
Αυτό το κέντρο ήταν αφιερωμένο στην αναρχοφουριεριστική εκπαίδευση των παιδιών και των ανειδίκευτων εργατών αυτής της περιοχής. Τα πρωινά δέχονταν τα παιδιά, που ημίγυμνα και τρέμοντας από το κρύο και την πείνα, έπαιρναν τροφή και ρούχα, μάθαιναν το αλφάβητο και τις πρώτες γνώσεις ελευθερίας. Τα απογεύματα, αφού είχαν τελειώσει τις σκληρές εργασίες τους στις κοντινότερες χασιέντες (αγροκτήματα), πήγαιναν εκεί αγρότες και ανειδίκευτοι εργάτες, τους οποίους κατεύθυναν με ομιλίες και συζητήσεις στον αναρχοφουριερισμό. Επίσης τους μάθαιναν να μιλούν στο κοινό, στους συντρόφους τους στα χωράφια, καθώς ασκούνταν στο να φτιάχνουν λόγους και διαλέξεις.
Ήλπιζαν ότι έτσι θα προετοιμάσουν τους αγρότες για μια αγροτική επανάσταση που θα επεκτείνονταν σε όλη τη χώρα. Σε μια διακήρυξη ο Πλωτίνος περιέγραψε την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί. «Λαέ, όχι άλλες κυβερνήσεις! Κάτω οι τυραννίες! Εμπρός για την κοινωνική απελευθέρωση! Η κυβέρνηση είναι η αταξία, ενώ μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση είναι μια κοινωνία με τάξη. Για να φθάσουμε σ’ αυτήν χρειάζεται να καταραστούμε το προηγούμενο σύστημα που μας ορίζει και να το αλλάξουμε τελείως. Οι άνθρωποι, πρέπει να ζήσουν σε μια εποχή ελευθερίας, στην οποία θα ομαδοποιούνται, όχι κάτω από το τρόμο του πιο ισχυρού, αλλά με κριτήρια τις ανάγκες τους και την ελεύθερη βούληση. Το Φαλανστήριο που οραματίστηκε ο Φουριέ είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει. Υποθέτουμε ότι μια ομάδα αγροτών αποσπά τη γη από τους σφετεριστές γαιοκτήμονες, στη συνέχεια ενώνουν το κεφάλαιο, το ταλέντο και την εργασία τους και το φαλανστήριο ή κοινότητα είναι σχηματισμένο. Συνεταιρισμένοι οι αγρότες πάνω σ’ αυτές τις βάσεις, πραγματοποιούν τον θρίαμβο της κοινωνικής απελευθέρωσης. Οπότε, σε τι χρησιμεύει η κυβέρνηση; Δεν θα χρειάζονταν εισφορές και φόροι, γιατί δεν θα υπήρχε η ανάγκη να διατηρούνται παράσιτα. Καθώς θα έχει απορριφθεί η ατομική γαιοκτησία και η εκμετάλλευση της, ούτε στρατός θα χρειάζεται. Αφού έχουν γίνει αυτά τα βήματα θα δοκιμάζονταν το κομμουνιστικό πρόταγμα, «…από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του…».
Μ’ αυτήν την απλούστατη φόρμουλα, υπήρχε η ελπίδα, πως σε λίγο χρονικό διάστημα θα σχηματίζονταν στη χώρα πολλά φαλανστήρια ή κοινότητες, οι οποίες στη βάση της κοινοκτημοσύνης και ελεύθερα ομοσπονδοποιημένες, θα έκαναν πράξη μέσα σε ένα πνεύμα αλληλεγγύης, την ανταλλαγή των προϊόντων, ικανοποιώντας τις βασικές βιοποριστικές τους ανάγκες. Ευελπιστούσαν ότι κάτι τέτοιο θα διατηρούσε ενωμένη την προλεταριακή οικογένεια και θα οδηγούσε σε μια ελεύθερη και απρόσκοπτη ανάπτυξη της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Τα κηρύγματα των δύο συντρόφων έφεραν γρήγορα τα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτές τις ομάδες και μ’ αυτές τις ιδέες διαμορφώθηκε ο αγροτικός ηγέτης Julio Chavez Lopez, ο οποίος οργάνωσε την αγροτική επανάσταση, που οραματίστηκαν θεωρητικά οι δάσκαλοί του. Από αυτούς έμαθε να γράφει, να μιλάει μπροστά σε κοινό, να κάνει διαλέξεις και να συντάσσει πολιτικά μανιφέστα. Το 1868, μετά από τρία χρόνια μάθησης, είχε κατορθώσει πλέον να σχηματίσει ένα επαναστατικό κριτήριο, το οποίο συμπύκνωνε ο ίδιος ως εξής: «…Είμαι σοσιαλιστής γιατί είμαι εχθρός όλων των κυβερνήσεων και κομμουνιστής γιατί οι αδελφοί μου θέλουν να δουλέψουν τη γη από κοινού…».
Ο Ροδοκανάτης, ο περίεργος αυτός Έλληνας Δον Κιχώτης των χρόνων του Χουαρέζ, ενέπνευσε τον αναρχικό επαναστάτη Ρικάρντο Φλόρες Μαγκόν. Σφράγισε με το έργο και τη δράση του το ελευθεριακό- αναρχικό κίνημα και στάθηκε έτσι ένας από τους σημαντικότερους προδρόμους της Μεξικανικής Επανάστασης.
Ελευθεριακό Ιστορικό Αρχείο
Πάρος, 30 Απριλίου 2004