Στις 27 Φλεβάρη 1944, πέθανε στην Πορτογαλία ο αναρχοσυνδικαλιστής Manuel Joaquim de Sousa, πρώτος γενικός γραμματέας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT) και κύριος συντάκτης της εφημερίδας της «A Batalha» («Η Μάχη»).
Ένας από τους ιδρυτές της Ιβηρικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI), ξεκίνησε να εργάζεται ως υποδηματοποιός σε ηλικία μόλις 12 ετών, κάνοντας τη μαχητική του μαθητεία στη συνδικαλιστική αδελφότητα του κλάδου των υποδηματοποιών. Ήταν αυτοδίδακτος και απέκτησε ενδιαφέρον για το αναρχικό και συνδικαλιστικό κίνημα επικοινωνώντας με αγωνιστές από τον εργασιακό του τομέα καθώς και τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του, εκ των οποίων ο ένας ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ο άλλος αναρχοκομμουνιστής.
Συμμετείχε στη Γενική Απεργία του Πόρτο του 1903, επηρεασμένος από αναρχικούς όπως ο Serafim Lucena, και εντάχθηκε στην Ομάδα Ελευθεριακής Προπαγάνδας το 1908 και στην Επιτροπή Συνδικαλιστικής Προπαγάνδας του Λιμανιού.
Συμμετείχε στα δύο πρώτα Συνδικαλιστικά Συνέδρια το 1909 και το 1911, διοριζόμενος ως γενικός γραμματέας του Συνδικάτου Εργαζομένων του Πόρτο. Καθοδήγησε τη δημιουργία βιβλιοθηκών και ελευθεριακών κέντρων μελέτης για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών και ήταν ένας από τους ιδρυτές του Εθνικού Εργατικού Συνδικάτου, βασισμένου στις αρχές του επαναστατικού συνδικαλισμού, και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT) μιας αναρκοσυνδικαλιστικής οργάνωσης, της οποίας έγινε ο πρώτος γενικός γραμματέας.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «A Vida» και «A Aurora» και έγραψε τα έργα «Syndicalismo e Acão Direta» (1911) και «O Syndicalismo εν Portugal». Συνελήφθη μετά την εξέγερση της 7ης Φλεβάρη 1927 κατά της δικτατορίας και ξανά το 1933 ως ένας από τους ιδρυτές της Ελευθεριακής Συμμαχίας, μιας μυστικής αναρχικής οργάνωσης αντίστασης κατά του φασισμού.
Πέθανε στη Λισαβόνα, στις 27 Φλεβάρη 1944.
*Πηγή: História da Classe Trabalhadora. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.