Και καθαγιασμένα είναι τα όπλα όταν ελπίδα άλλη δεν υπάρχει παρά μόνο τα όπλα
Λίβιος
Κουρτ Βίλκενς, διαμάντι μου,
Ευγενικέ σύντροφε και αδερφέ μου…
Σεβερίνο Ντι Τζιοβάνι
Ο Kurt Guillermo Wilckens γεννήθηκε στη Γερμανία στις 3 Νοεμβρίου του 1886. σε ηλικία 24 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου έζησε ως περιπλανώμενος εργάτης. Όταν συνελήφθηκε από την αστυνομία επειδή κοιμήθηκε σε έναν υπό κατασκευή αποχετευτικό αγωγό, αποκαλύφθηκε πως ήταν λιποτάκτης του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, μπήκε με πλαστό διαβατήριο στη χώρα και σχετιζόταν με τους Γουόμπλις (IWW- βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου). Αρχικά ήταν οπαδός του μαρξισμού στη συνέχεια όμως, επηρεάστηκε από τον αναρχοσυνδικαλισμό και από τον ελευθεριακό χριστιανισμό του Τολστόι.
Στις ΗΠΑ δούλεψε ως ανθρακωρύχος, αλλά και σε άλλες δουλειές συμμετέχοντας ενεργά στους ταξικούς αγώνες, συχνά με πρωτότυπο τρόπο. Όταν εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποίησης και παστώματος ψαριών οργάνωσε μια ευφάνταστη ενέργεια σαμποτάζ: «υπήρχαν δυο ποιότητες εμπορευμάτων: τα καλύτερα συσκευάζονταν σε κονσέρβες πολυτελείας και προορίζονταν για τα καταστήματα της αστικής τάξης ανω τα υπόλοιπα πωλούταν στις εργατικές συνοικίες. Ο Βίλκενς μίλησε με τους συναδέρφους του και συμφώνησαν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο: γέμιζαν τις κονσέρβες πολυτελείας με τα απομεινάρια και τα καλύτερα προϊόντα πήγαιναν στα καταστήματα των προλετάριων, στη φθηνή συσκευασία».
Συμμετείχε στη γενική απεργία του 1916 στην Αριζόνα και φυλακίστηκε για τη δράση του. Θα ξανασυλληφθεί και καταδικαστεί εκ νέου για εσχάτη προδοσία εξαιτίας της εθνικής του καταγωγής και θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τίποτα όμως δε μπορούσε να κρατήσει αυτόν τον ιδιότυπο ειρηνιστή: στις 4 Δεκεμβρίου του 1917 απέδρασε εκ νέου. Το 1919, όμως, απελάθηκε και επέστρεψε στη Γερμανία. Ένα χρόνο αργότερα μετανάστευσε στην Αργεντινή. Εκεί συγκατοικούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα με δυο αναρχοσυνδικαλιστές ιταλικής και ισπανική καταγωγής. Φυλακίστηκε για 4 μήνες και εκεί γνώρισε μερικούς αναρχικούς ιλλεγκαλιστές, όπως τον αρτοποιό εργάτη Ραμόν Σιλβέιρα. Ο Βίλκενς παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη μεγάλη απεργία των εργατών γης στην Παταγονία και έστελνε ανταποκρίσεις σε δυο γερμανικές αναρχοσυνδικαλιστικές εφημερίδες, στην Αλάρμ και την Ντερ Σιντικαλίστ. Όταν ακολούθησε η αιματηρή σφαγή των 1500 προλεταρίων, ο Βίλκενς αποφάσισε να παρακάμψει προσωρινά τις ειρηνιστικές του πεποιθήσεις και να εκτελέσει τον επικεφαλής της σφαγής, αντισυνταγματάρχη Βαρέλα, μίσθαρνο όργανο της “Πατριωτικής Λίγκας” των γαιοκτημόνων.
Ο Βίλκενς, αν και πασιφιστής είχε καλές σχέσεις με τους αναρχικούς ληστές και κυρίως με τον Μιγκέλ Ροσίνια. Η παράνομη ομάδα του Ροσίνια ήταν αυτή που προμήθευσε τον Βίλκενς με εκρηκτικά κι ένα περίστροφο. Αν και οι ιλλεγκαλιστές προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν στην απόπειρά του, ο Βίλκενς ήθελε να εκτελέσει τον Βαρέλα μόνος του. Στις 25 Ιανουαρίου του 1923 ήρθε η ώρα της προλεταριακής δικαιοσύνης:
«Τον Καυτό Γενάρη του 1923, ένα πρωί ο Βίλκενς έριξε μια βόμβα κόντρα στον συνταγματάρχη Βαρέλα που έβγαινε από την οδό Fitz Roy […] Καθώς ο μηχανισμός έπεφτε, ένα κορίτσι έβγαινε κι αυτό από την πόρτα του σπιτιού το. Αυτός δε δίστασε, πήδησε προς τη μεριά του κοριτσιού και το προστάτευσε με το σώμα του. Ο κρότος, ο καπνός και τα θραύσματα του φάνηκαν σα διαδοχικές φωτογραφικές εικόνες που δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ενός πινάκα του οποίου οι φιγούρες κινούνταν. Τα πόδια του έμειναν να αιμορραγούν από τα θραύσματα και ο συνταγματάρχης των εκτελέσεων, ζαλισμένος και τραυματισμένος. Ο Κουρτ έβγαλε το περίστροφο Colt, όρμησε προς τον συνταγματάρχη και τον αποτέλειωσε».
Στη φυλακή ο Βίλκενς αλληλογραφούσε με το φίλο του Ντιέγο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν, από τον οποίο ζητούσε βιβλία των Τολστόι, Κροπότκιν, Φερρέρ, Μπακούνιν, Ζολά, Ντοστογιέφσκι, Στίρνερ, Μπίχνερ και λοιπά. Έγραφε στο φίλο του: «και χίλιες φορές να ζούσα, όλες θα τις έδινε με μεγάλη χαρά στον αγώνα». Και αλλού: «Δε νιώθω ένοχος, δε θα εμφανιστώ σα τέτοιος στους εκπρόσωπους της δικαιοσύνης αλλά σα κατήγορος. Εγώ το μόνο που βλέπω είναι η κατάρα των νόμων. Τα δικαστήρια, όπως κάθε εξουσία, δεν εκπροσωπούν τον λαό. Όχι. Ήταν πάντα και είναι ακόμη και σήμερα οι δήμιοί του […] Όμως, ας μη μιλάμε για εκδίκηση. Δεν ήταν εκδίκηση. Ο Βαρέλα για μένα δεν ήταν ένας ασήμαντος αξιωματικός. Όχι. Αυτός ήταν τα πάντα στην Παταγονία: κυβέρνηση, δικαστής, δήμιος και νεκροθάφτης. Χτυπώντας τον ήθελα να πληγώσω το απογυμνωμένο είδωλο ενός εγκληματικού συστήματος. Όμως η εκδίκηση δεν αρμόζει σε έναν αναρχικό. Το αύριο, το δικό μας αύριο, δεν μιλά για φιλονικίες, εγκλήματα ή ψέματα. Διατρανώνει ζωή, αγάπη, γνώση».
Ακόμα και μετά τη βίαιη πράξη του, ο Βίλκενς επέμενε στις ειρηνιστικές του πεποιθήσεις και προειδοποιούσε τους αναρχικούς συντρόφους του: «το μίσος, ίσως ασυνείδητα, μεταμορφώνει τους επαναστάτες σε εχθρούς της επανάστασης». Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν για τις ιδέες του, αυτός απαντούσε: είμαι αναρχικός κι επομένως εχθρός της βίας! Η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ πέρα από το αναρχικό κίνημα: ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ‘όχι μονάχα στους κολασμένους των φυλακών, αλλά και σε όλο το αργεντίνικο προλεταριάτο. Γι αυτούς υπήρξε ένας ήρωας της εργατικής τάξης! Κι αυτό έγινε φανερό όταν στις 15 Ιουνίου ο Βίλκενς δολοφονήθηκε ύπουλα στον ύπνο του από τον εθνικιστή δεσμοφύλακα Πέρες Μιγιάν, μακρινό συγγενή του Βάρελα.
Μετά το θάνατο του Βίλκενς, το αναρχικό συνδικάτο FORA κήρυξε γενική απεργία, την οποία ακολούθησε και η ρεφορμιστική Συνδικαλιστική Ένωση Αργεντινής. Γρήγορά προσχώρησαν στην απεργία και όλα τα εργατικά συνδικάτα και οργανώσεις, ενώ την υποστήριξή τους δήλωσαν και οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές. Δεν άργησαν να έρθουν και οι ταραχές, οι συμπλοκές με τους μπάτσους και οι εμπρηστικές επιθέσεις. Έξω από την εργατική βιβλιοθήκη “Εμίλ Ζολά” οι εξαγριωμένοι προλετάριοι σκότωσαν ένα αστυνομικό άλογο, ενώ στα γραφεία της FORA ξέσπασε ένοπλη συμπλοκή με τους μπάτσους. Οι μπάτσοι δολοφόνησαν δύο αναρχοσυνδικαλιστές, τον Ενρίκε Γκόμπας και τον Φραντσίσκο Φάσιο και προχώρησαν στη σύλληψη 163 απεργών. Από την πλευρά τους οι αναρχοσυνδικαλιστές “ξεκούρασαν” για πάντα τον ασφαλίτη Χοσέ Άριας με τρεις σφαίρες στη κοιλιά και τραυμάτισαν άλλους τρεις μπάτσους. Οι ρεφορμιστές της Συνδικαλιστικής ΄Ενωσης τρομαγμένοι από το μέγεθος των ταραχών αποσύρθηκαν από την απεργία και κάλεσαν τους οπαδούς τους να δείξουν αυτοσυγκράτηση. Την ίδια ώρα κατά τη διάρκεια των ολονύκτιων συγκρούσεων απεργοί εργάτες πυρπόλησαν ένα τραμ και σκότωσαν τον απεργοσπάστη οδηγό. Οι ταραχές τελικά σταμάτησαν με την αναστολή της απεργίας στις 21 Ιουνίου.
Τον Ιούνιο του 1925, στη δεύτερη επέτειο της δολοφονίας του Κούρτ Βίλκενς ο αναρχικός ληστής Σεβερίνο Ντι Τζιοβάνι έγραψε ένα άρθρο στο περιοδικό Κουλμίνε: «Βίλκενς! Ας τον θυμόμαστε κάθε στιγμή για τον εργατικό και ηρωικό του βίο. Ας τον θυμόμαστε σαν αθέατο στρατιώτη στη μακρινή γη της Γερμανίας, στα ορυχεία του Ρουρ, υποκινητή της εξέγερσης στη Βιρτζίνια. Σκοτεινό, δίχως όνομα, εργάτη των κατεδαφίσεων, φωτισμένο, στη κολοσσιαία πράξη του. Συνειδητός και ανθρώπινος εκτελεστής, περιφρονεί την άξια ζωή του για να σώσει ένα αθώο κοριτσάκι που διατρέχει κίνδυνο και, παρότι, πληγωμένος, επιμένει να τιμωρήσει τον σφαγέα: αφού του έχει ρίξει μία βόμβα, του αδειάζει τις σφαίρες του όπλου του […] Κι αν φέτος η διαμαρτυρία μας δεν ήχησε εκκωφαντικά στα αυτιά των επιζώντων χασάπηδων των 1500 προλεταρίων που κατακρεουργήθηκαν στη μακρινή Σάντα Κρουζ, η αναρίθμητη φάλαγγα των δίχως όνομα, αυτό που έζησαν τρομερές και φρικιαστικές μέρες και γλύτωσαν από την τεράστια εκατόμβη που διέταξε ο συνταγματάρχης Έκτωρ Βαρέλα και εκτέλεσαν οι μεθυσμένοι από μίσος, κρασί και αίμα άνθρωποί του, αυτοί δε ξέχασαν τον εκδικητή τους, τον γενναίο Βίλκενς».
Όμως το αίμα του Κουρτ Βίλκενς δε χύθηκε χωρίς οι σύντροφοί του να πάρουν εκδίκηση….
Ο δολοφόνος δεσμοφύλακας για να προστατευτεί και να μειωθεί η ποινή του στα 8 μόλις χρόνια, παρουσιάστηκε σα τρελός από τους προστάτες του και κλείστηκε στην “Κλινική του Ελέους”. Εκεί ήταν κρατούμενος και ένα Γιουγκοσλάβος πρώην συνδικαλιστής της FORA, που είχε εκτελέσει το αφεντικό του όταν απολύθηκε. Ο 26χρονος Εστέμπαν Λούσιτς έπασχε από μανία καταδίωξης και ήταν για όλους τους τροφίμους του ψυχιατρείου ένας “αγαθός τρελούλης”. Στις 9 Νοεμβρίου του 1925 ο Λούσιτς εκτέλεσε με ένα ρεβόλβερ τον Πέρες Μιγιάν. Οι τελευταίες λέξεις που άκουσε ο Μιγιάν από το στόμα του εκτελεστή του ήταν: Αυτό στο στέλνει ο Βίλκενς!
Ο Λούσιτς, όμως, ήταν μοναχά το εκτελεστικό όργανο της προλεταριακής εκδίκησης. Οργανωτής ήταν ένας ρώσος ελευθεριακός, ο Χερμάν Μπόρις Βλαντιμιρόβιτς, μια μυθιστορηματική φυσιογνωμία που αξίζει να τη γνωρίσουμε..
Ο Μπόρις Βλαντιμιρόβιτς αρχικά υπήρξε μέλος του ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη συνέχεια όμως προσχώρησε στον αναρχισμό. Ήταν συγγραφέας, διανοούμενος, καθηγητής πανεπιστημίου, ζωγράφος, γιατρός και βιολόγος. Ταυτόχρονα ήταν και άνθρωπος της άμεσης δράσης και βομβιστής. Κατάγονταν από οικογένεια ευγενών, την οποία εγκατέλειψε όταν συνδέθηκε με μια επαναστάτρια εργάτρια. Συμμετείχε στο σοσιαλιστικό συνέδριο της Γενεύης το 1904, έγραψε πλήθος βιβλίων και μιλούσε εκτός από ρώσικα και γερμανικά, γαλλικά και ισπανικά. Μετά το θάνατο της γυναίκας του και την ήττα της επανάστασης του 1905 στη Ρωσία έπεσε σε κατάθλιψη και έγινε αλκοολικός. Αφού δώρισε το σπίτι του στη Γενεύη στους αναρχικούς κατέφυγε στην Αργεντινή και ξαναδραστηριοποιήθηκε πολιτικά με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917 αναπτέρωσε το ηθικό του Βλαντιμιρόβιτς, όπως και πολλών αργεντίνων αναρχικών που αυτοπροσδιορίζονταν ως “αναρχομπολσεβίκοι”. Ο Βλαντιμιρόβιτς στην προσπάθειά του να χρηματοδοτήσει την έκδοση αναρχικής εφημερίδας οργάνωσε μαζί με δυο ακόμα προλετάριους αναρχικούς μια ληστεία σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος. Κατά τη διάρκεια της ληστείας σκοτώθηκε ένας μπάτσος και ο Βλαντιμιρόβιτς καταδικάστηκε σε θανατική ποινή, που μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη της ληστείας λέγοντας: «Όλα τα μέσα είναι άγια!».
Όταν ο δολοφόνος του Βίλκενς μπήκε στο ψυχιατρείο, ο Βλαντιμιρόβιτς αποφάσισε να εκδικηθεί. Άρχισε να πουλάει τρέλα και πράγματι μεταφέρθηκε στο άσυλο. Στο ψυχιατρείο τον επισκέφθηκαν δυο ρώσοι αναρχικοί κι ένας αργεντίνος αναρχοσυνδικαλιστής. Ένας από τους επισκέπτες του πέρασε το ρεβόλβερ, επειδή όμως ο ίδιος δεν είχε επαφή με την πτέρυγα του Πέρες Μιγιάν, έπεισε τον Λούσιτς να εκτελέσει την πράξη της προλεταριακής δικαιοσύνης. Έτσι ο Βλαντιμιρόβιτς πήρε εκδίκηση για το αίμα ενός αναρχικού που μισούσε τη λέξη “εκδίκηση”…
Αυτή ήταν η ιστορία του Κουρτ Βίλκενς, ενός αναρχικού που με το προσωπικό του παράδειγμα διέλυσε τα στερεότυπα της βίας και της μη βίας. Όπως έγραψαν κάποιοι αναρχικοί σύντροφοί του: «Ψάλλει ο λαός το άσμα του θανάτου, έχοντας δώσει ανένδοτες μάχες για την πρόοδο. Ψάλλει! Και όταν δεν διατρέχει ο Ιησούς τους αιώνες με την αιμορροούσα καρδιά του παρία, το κάνει ο Βίλκενς, απόλυτα τραγικός, αυτοκαταστρέφεται για να λυτρώσει με τη θανάσιμη ορμή του ζωές που μόλις αρχίζουν, όνειρα που βλασταίνουν, ελπίδες που ακτινοβολούν, στα όμορφα χείλη, στα όμορφα μάτια ενός κοριτσιού. Ψάλλει ο λαός το άσμα του θανάτου. Και για τα δάκρυα των μανάδων, τους πόθους των κοριτσιών και την αγωνιώδη λαχτάρα των αγοριών εξαπολύει στο κόσμο καρδιές του Ιησού, βόμβες του Βίλκενς. Ζήτω η Αναρχία!».
ΠΗΓΕΣ:
Οσβάλντο Μπάγερ: «Η εξέγερση στην Παταγονία» εκδ. Κουκίδα
Eduardo Rosenzvaig: «Το όνειρο με τα δαμάσκηνα» Πανοπτικόν τεύχος 17
*Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα δρόμου “Άπατρις”. Αναδημοσίευση: http://halastor.blogspot.gr