«Να ζεις δουλεύοντας ή να πεθαίνεις πολεμώντας»
Δώσαμε σ’ αυτή την εφημερίδα, η οποία προορίζεται να συνεχίσει τον αγώνα που υποστηρίζεται από την «Lutte» («Αγώνας»), τον τίτλο «Μαύρη Σημαία» και καταγράψαμε στις επικεφαλίδες της τα αθάνατα λόγια των αδελφών μας των μεταξουργών, εργατών και εργατριών, της Λυών, όχι μόνο για να προκαλέσουμε την αστική κοινωνία, αλλά για να κάνουμε επίσης πιο ζωντανή την ανάμνηση αυτής της ένδοξης εργατικής εξέγερσης, να την υπενθυμίσουμε σε όσους την είχαν ήδη λησμονήσει και να την κάνουμε γνωστή σε όσους την αγνοούσαν. Θελήσαμε να προειδοποιήσουμε την αστική τάξη ότι από ‘δώ και στο εξής η μόνη σημαία κάτω από την οποία μπορούμε να συνταχθούμε είναι η ίδια, που η δυστυχία και η απόγνωση έκαναν να υψωθεί στη μέση των δρόμων της Croix-Russe στις 21 Νοέμβρη 1831 και ότι δεν θα έχουμε καμιά άλλη μέχρι την ημέρα της επερχόμενης νίκης.
Αυτοί οι λόγοι, αν είναι υπεραρκετοί για τους εχθρούς μας, δεν επαρκούν για τους φίλους μας. Όσοι μας διαβάζουν και μας υποστηρίζουν με ζήλο πρέπει να ξέρουν γιατί υιοθετούμε αυτή τη σημαία, γιατί υιοθετούμε αυτό το έμβλημα, γιατί οικειοποιούμαστε αυτό που μέχρι σήμερα δεν είχε θεωρηθεί παρά σαν ιστορικό παράδοξο, καλό για τους εραστές της ιστορίας και τους περίεργους, αλλά εντελώς ακίνδυνο από επαναστατική σκοπιά.
Δε φοβόμαστε να το ομολογήσουμε ότι μας στοίχισε -και πολύ μάλιστα- να εγκαταλείψουμε την πορφυρή σημαία των νικημένων του Μάη και ν’ απαρνηθούμε την κόκκινη σημαία των γενναίων του 1831, αφού δεν έχουμε καθόλου ξεχάσει τα δάκρυα που μας έκαναν να χύνουμε, ούτε τις παραστάσεις που μας προκαλούσαν. Θυμόμαστε με συγκίνηση τις ευτυχισμένες στιγμές που δημιουργούσε στην καρδιά μας, σε κάθε επέτειο της κομμούνας και τις ιδέες του μίσους και της εκδίκησης που, στις σκοτεινές ημερομηνίες, μας γεννούσε στο μυαλό αυτή η σημαία. Καθόλου δεν ξεχάσαμε ότι πολλές φορές και μόνο η σκέψη των εξόριστων και των φυλακισμένων μας έκανε τον ύμνο της να περνά απ’ τα χείλη μας και ότι τα όνειρά μας την είχαν πάντοτε συνδέσει με τον επερχόμενο θρίαμβο.
Υπάρχει όμως κάτι πιο τρανταχτό από τις θεωρίες, πιο ισχυρό από τις αρχές, πιο παντοδύναμο από τις ιδέες.
Τα γεγονότα μάς έδειξαν καθαρά ότι η κόκκινη σημαία θα μπορούσε να σκεπάσει τα φιλόδοξα όνειρα μερικών ιντριγκαδόρων κακής ποιότητας. αφού ήδη προσέφυγε σ’ αυτή μια κυβέρνηση και χρησίμευσε σαν σύμβολο μιας συνταγματικής εξουσίας. Καταλάβαμε λοιπόν ότι δεν μπορούσε πια παρά να είναι για μας, τους παντοτινά απείθαρχους και εξεγερμένους, μια ενόχληση ή μια απάτη.
Προφανώς, εάν εναποθέταμε ακόμα τις ελπίδες μας σ’ αυτούς τους αγώνες κάτω από το φως του ήλιου, σ’ αυτές τις τακτοποιημένες μάχες που έχουν μέχρι σήμερα προσφέρει οι επαναστάτες στους εχθρούς τους, η κόκκινη σημαία θα μπορούσε να γίνει η δική μας σημαία. Η κόκκινη σημαία δείχνει να αντιπροσωπεύει τη διάλυση των προνομιούχων καστών μέσα στην τεράστια μάζα του λαού, την πλήρη εξαφάνιση κοινωνικών ανισοτήτων, τη συγχώνευση όλων των τάξεων σε κείνη μόνο των εργαζόμενων.
Αλλά, αυτό δεν μας αρκεί πια. Έχουμε τελειώσει με τις αναζητήσεις του παρελθόντος στον καθαρά πρακτικό τομέα της επαναστατικής δράσης, καθώς επίσης και σ’ εκείνο των εμβλημάτων και των συμβόλων. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα -και το λέμε χωρίς να φοβόμαστε ούτε τις λέξεις, ούτε τίποτα άλλο- είναι ο ανταρτοπόλεμος, η μάχη των εθελοντών, «των χαμένων παιδιών», τόσο πιο λυσσασμένων όσο πιο διασκορπισμένων, είναι ο αγώνας στο σκοτάδι με σίγουρα πλήγματα, ο μόνος λογικός πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος, ο μόνος επωφελής πόλεμος, ο κοινωνικός πόλεμος (…)
Μακριά λοιπόν από εμάς κάθε συναισθηματισμός και κάθε συμβιβασμός. είναι μια θανάσιμη μονομαχία με την αστική κοινωνία που αρχίζει. δεν μπορεί να νικήσει και εμείς, παίρνοντας τη μαύρη σημαία, κάνοντας τις σκοτεινές πτυχές του συμβόλου της απόγνωσης να ανεμίσουν στον αέρα, στέλνουμε κάτι περισσότερο από μια προειδοποίηση, κάτι καλύτερο από μια πρόσκληση, είναι το ίδιο το σημείο που αντιπαραθέτουμε στον παλιό κόσμο.
* Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Μαύρη Σημαία», Νο 1, 12 Αυγούστου 1883.