Ιταλός καθηγητής Φιλοσοφίας, αντικληρικαλιστής και μάχιμος αναρχικός θεωρητικός και οργανωτής των αρχών του 20ου αιώνα, εθελοντής στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και θύμα των σταλινικών.
ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε από μικροαστική οικογένεια στην βόρεια Ιταλία, στο Λόντι (Lodi) της Λομβαρδίας, υιός της διακεκριμένης εκπαιδευτικού Αναταλγκίζα Φότσι (Adalgisa Fochi, 1865 – 1957) και του δημοσίου υπαλλήλου Στέφανο Μπερνέρι (Stefano Berneri), παλαιού γκαριμπαλντινού «ερυθροχίτωνα» υιού με την σειρά του ενός μέλους της «Καρμποναρίας» και μετέπειτα οπαδού του Μαντσίνι. Ο μικρός Καμίλο, που πριν συμπληρώσει το πρώτο του έτος λίγο έλειψε να πεθάνει από ανεπαρκή διατροφή, έζησε επί 6 χρόνια στο Μιλάνο όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς του αναζητώντας ένα καλύτερο εισόδημα και από το 1904 στο Παλέρμο (Palermo) της Σικελίας (όπου λίγο έλειψε να πεθάνει από τύφο) και μετά στην Τσεζένα (Cesena), το Φορλί (Forlí), το Βαράλο (Varallo Sesia) και τελικά στο Ρέτζιο Εμίλια (Reggio Emilia), στην ομώνυμη βόρεια επαρχία.
ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
Σε ηλικία μόλις 15 ετών ήλθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες, γράφτηκε στην «Ομοσπονδία της Σοσιαλιστικής Νεολαίας» («Federazione Giovanile Socialista», FGS, 1907 – 1921), ενεργοποιήθηκε στο τμήμα διαφώτισης και παρακολούθησε το συνέδριό της που έγινε στην πόλη του το 1912. Την 1η Φεβρουαρίου 1914 δημοσίευσε το πρώτο του κείμενο στην εφημερίδα της FGS «Πρωτοπορία» («L’ Avanguardia»), με τίτλο «Τα ψέματα της Παλαιάς Διαθήκης» («Le Menzogne del Vecchio Testamento») και χαρακτήρα μαχητικό αντικληρικαλιστικό, και μετά από λίγο, σε συνεργασία με τον μετέπειτα κομμουνιστή Μπορντίγκα (Amadeo Bordiga, 1889 – 1970, συνιδρυτή του «Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», «Partito Comunista d’ Italia», PCI, τον Ιανουάριο του 1921), πέτυχε την εκδίωξη του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Καϊάνι (Lido Caiani), που είχε αρχίσει να υιοθετεί τις απόψεις του έως τότε σοσιαλιστή και αργότερα ιδρυτή του φασιστικού κόμματος («Partito Nazionale Fascista», PNF, 1921 – 1943) Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini, 1883 – 1945).
ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ
Επηρεασμένος από τον σοσιαλιστή βουλευτή Πραμπολίνι (Camilo Prampolini), τοποθετήθηκε με την αντιπολεμική παράταξη κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και σε λίγο ήλθε σε επαφή με τον Αναρχισμό, έπειτα από την γνωριμία του με τον μαχητικό αναρχικό βιβλιοδέτη Τορκουάτο Γκόμπι (Torquato Gobbi, 1888 – 1963). Ήδη από το 1915 τόνιζε σε κείμενό του: «πρέπει να επιστρέψουμε στις εποχές που το να αγαπούμε μία ιδέα σήμαινε ταυτόχρονα και το να μην φοβούμαστε να πεθάνουμε γι’ αυτήν».
Σπούδασε στην «Ακαδημία» («Accademia») της Μοντένα (Modena), από όπου αποβλήθηκε διαπαντός όταν πιάστηκε να διαβάζει αναρχικά έντυπα, και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, υπό τον σοσιαλιστή καθηγητή Ιστορίας Σαλβεμίνι (Gaetano Salvemini, 1873 – 1957), από όπου αποφοίτησε το 1919 και εν συνεχεία δίδαξε και ο ίδιος Φιλοσοφία σε λύκεια στο Μοντεπουλτσιάνο (Montepulciano), την Κορτόνα (Cortona) και το Καμερίνο (Camerino).
Φοιτητής ακόμα, νυμφεύθηκε το 1916 την 18χρονη αναρχική εργάτρια Τζιοβανίνα Καλέφι (Giovanina Caleffi – Berneri, 1897 – 1962), η οποία έκτοτε, και μέχρι τον θάνατό του, απετέλεσε την μούσα του για όλο το συγγραφικό και οργανωτικό του έργο («ένα ολόκληρο χαρέμι υστερεί μπροστά σε μία μόνογυναίκα την οποία αγαπάς σοβαρά», θα γράψει αργότερα). Από τον γάμο του με την Τζιοβανίνα απέκτησε αργότερα, στις 1 Μαρτίου 1918 και 5 Οκτωβρίου 1919 αντίστοιχα, τις Μαρία – Λουϊζα Μπερνέρι (Marie – Louise Berneri, 1918 – 1949) και Τζιλιάνα Μπερνέρι (Giliane Berneri, 1919 – 1998) και οι δύο τους αναρχικές αγωνίστριες τόσο πριν όσο μετά τον θάνατο του πατέρα τους.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ
Από τον Νοέμβριο του 1917 μέχρι τον Μάρτιο του 1918 επιστρατεύθηκε στα πλαίσια του Α Παγκοσμίου Πολέμου (Αύγουστος 1914 – 11 Νοεμβρίου 1918) και στάλθηκε στο μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και έμεινε αρκετόν καιρό σε νοσοκομείο. Κάνοντας αναρχική προπαγάνδα ακόμη και στους κύκλους των αξιωματικών, συνελήφθη τελικά τον Ιούλιο του 1918 και φυλακίστηκε στην Πιανόζα (Pianosa), ως σχετιζόμενος με τους οργανωτές της διεθνούς γενικής απεργίας από 20 έως 22 Ιουλίου. Στην φυλακή της Πιανόζα ο Μπερνέρι έμεινε έγκλειστος μέχρι το τέλος του πολέμου.
Με την αποφυλάκισή του, δίχως να έχει έστω στο ελάχιστο φοβηθεί, συνέχισε απτόητος την οργανωτική – προπαγανδιστική δράση του και σε λίγο γνωρίστηκε και προσωπικά με τον φημισμένο αναρχικό Ερρίκο Μαλατέστα (Errico Malatesta, 1853 – 1932), του οποίου έκτοτε έγινε στενός συνεργάτης και τον βοήθησε στην έκδοση της αναρχικής εφημερίδας «Νέα Ανθρωπότητα» («Umanita Nova») του Μιλάνου. Αρθρογράφησε επίσης τακτικότατα σε αρκετά άλλα έντυπα, τόσο αναρχικά (λ.χ. στα «Pensiero e Volonta» της Ρώμης, «L’ Avvenire Anarchico» της Πίζας, «Volonta» της Ανκόνας, κ.ά.) όσο και όχι (λ.χ. στο «La Rivoluzone Liberale» του Τορίνο), αναδεικνυόμενος σε σημαντικό θεωρητικό του ιταλικού κινήματος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ήδη από το 1925 ο πραγματιστής και ήδη βιώσας την φασιστική τρομοκρατία Μπερνέρι είχε την δύναμη να καταγγείλει την συστηματική όσο και ανεύθυνη κολακεία του «λαού» από τους κομμουνιστές αναφορικά με τις υποτιθέμενες επαναστατικές «δυνατότητές» του: «πρέπει να απαλλαγούμε από τον ρομαντισμό, που πάει να πει ότι επιτέλους κάποτε θα πρέπει να δούμε προοπτικά τις μάζες. Ο υποτιθέμενος ομοιογενής λαός δεν υπάρχει, αυτό που όντως υπάρχει είναι ένα πλήθος ανθρώπων που όχι μόνο διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά και που είναι χωρισμένοι σε κατηγορίες. Η υποτιθέμενη επαναστατική θέληση των μαζών δεν υπάρχει, αυτό που όντως υπάρχει είναι διάφορες επαναστατικές στιγμές όπου μόνο κατά την διάρκειά τους οι μάζες μπορούν να λειτουργήσουν ως κινητήριος μοχλός για την επανάσταση».
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ
Η δράση του Μπερνέρι στην Ιταλία τερματίστηκε όμως το 1926, όταν η ασφυξία από την δικτατορία των φασιστών και ο αποκλεισμός του από το καθηγητικό επάγγελμα λόγω του ότι αρνήθηκε να δώσει τον όρκο υποταγής στο καθεστώς, τον υποχρέωσε να αναζητήσει οικογενειακώς καταφύγιο αρχικά στην Γαλλία και εν συνεχεία στην Ελβετία, την Γερμανία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία, όπου αν και εξασφάλιζε δύσκολα τα προς το ζην πουλώντας βιβλία ή μεταφράζοντας κείμενα για λογαριασμό διαφόρων συγγραφέων, συνέχιζε ωστόσο να στέλνει προς δημοσίευση αντιφασιστικά και αντικληρικαλιστικά κείμενά του στα αναρχικά έντυπα των διαφόρων ιταλικών κοινοτήτων πολιτικών εξόριστων, όπως λ.χ. στο Πάτερσον και την Νέα Υόρκη των Η.Π.Α., στο Μπουένος Άϊρες, κ.α. Σε όλες εκείνες τις χώρες παρακολουθείτο στενά από τις αρχές, αντιμετώπιζε συχνές εκφοβιστικές συλλήψεις και κατά κανόνα έφευγε από την καθεμία τους προς την επόμενη με διαδικασία απέλασης.
Από την Γαλλία απελάθηκε μετά από έντονη δράση της περιβόητης OVRA («Organizzazione per la Vigilanza e la Repressione dell’ Antifascismo»), της μυστικής υπηρεσίας του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος, η οποία στην αρχή υποδαύλισε αντιπαλότητα ανάμεσα στον Μπερνέρι και τον επίσης αυτοεξόριστο αντι-φασίστα δημοσιογράφο Ντονάτι (Giuseppe Donati, 1889 – 1931) και εν συνεχεία κατηγόρησε στις γαλλικές αρχές όλους συλλήβδην τους Ιταλούς αναρχικούς, ως δράστες μιας σειράς βομβιστικών επιθέσεων στην Νίκαια (Nice) και τις Κάννες (Cannes), για τις οποίες ευθυνόταν μάλλον η ίδια η OVRA.
Στο Βέλγιο πάλι, που εκείνη την εποχή φιλοξενούσε εκατοντάδες πολιτικούς φυγάδες, κυρίως Ιταλούς και Ισπανούς, συνελήφθη λίγο πριν την εκπνοή του 1929 με ένα πιστόλι και ένα πλαστό διαβατήριο επάνω του, μετά από «στήσιμό» του και κατάδοση του από τον περιβόητο πράκτορα της OVRA Μεναπάτσε (Ermanno Menapace), που ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση στις βελγικές αρχές ότι οι Ιταλοί αναρχικοί σχεδίαζαν να δολοφονήσουν το βασιλικό ζεύγος της χώρας (ο πρωθυπουργός Jaspar και ο υπουργός Δικαιοσύνης Janson είχαν λάβει δεκάδες ανώνυμες επιστολές, γραμμένες δήθεν από αναρχικούς, που απειλούσαν κάτι τέτοιο, όλες σταλμένες όμως από τον πράκτορα Μεναπάτσε). Στην δίκη που έγινε στις Βρυξέλλες στις 22 Φεβρουαρίου 1930, οι κατηγορούμενοι αναρχικοί αθωώθηκαν, με εξαίρεση τον Μπερνέρι που καταδικάστηκε σε 5 μήνες φυλάκιση, ενώ ο πράκτορας Μεναπάτσε καταδικάστηκε ερήμην σε δύο χρόνια φυλάκιση, αφού αποδείχθηκε ότι εκείνος είχε «στήσει» την όλη υπόθεση κατά των αναρχικών.
Για την ίδια υπόθεση ο Μπερνέρι δικάστηκε και στην Γαλλία, όπου τον είχαν απελάσει για μία ακόμη φορά, και καταδικάστηκε τον Ιούνιο του 1930 σε 14 μήνες φυλάκιση, αλλά τελικά αμνηστεύθηκε στις 14 Ιουλίου 1931 και επειδή είχε ήδη κηρυχθεί ανεπιθύμητος («persona non grata») σε όλες τις γειτονικές χώρες, τελικά του επετράπη να ζήσει στο Παρίσι αν και υπό διακριτική αλλά συνεχή αστυνομική παρακολούθηση. Από την άνοιξη του 1935, ο Μπερνέρι βοηθούσε από το Παρίσι τον 20χρονο συμπατριώτη και ομοϊδεάτη του Βέρο Ρετσιόνι (Vero Recchioni, 1915 – 2001, αγγλοποιημένο όνομα Vernon Richards), που είχε απελαθεί από την Γαλλία τον Ιανουάριο του ίδιου έτους για «αντιφασιστική δράση», να εκδίδει από το Λονδίνο το δίγλωσσο αναρχικό – αντιφασιστικό περιοδικό «Free Ιtaly / Italia Libera» (αργότερα, το 1937, η Μαρία – Λουϊζα Μπερνέρι πέρασε στην άλλη πλευρά της Μάγχης και έζησε έκτοτε, μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, με τον Ρετσιόνι).
ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ
Τελικά στις 25 Ιουλίου 1936 ο Μπερνέρι έφθασε με ένα φορτίο όπλων και πυρομαχικών στην εξεγερμένη ενάντια στο πραξικόπημα του Φράνκο (Francisco Franco) Βαρκελώνη και εξέφρασε την αλληλεγγύη των Ιταλών αναρχικών στους καταλανούς ομοϊδεάτες τους από το βήμα μιας τεράστιας διαδήλωσης 100.000 περίπου ανθρώπων στην Plaza de los Toros.
Στις 17 Αυγούστου 1936 ίδρυσε μαζί με τον μη μαρξιστή σοσιαλιστή Κάρλο Ροσέλι (Carlo Rosselli, 1899 – 1937) την ιταλική «Ταξιαρχία Ματεότι» («Brigata Matteotti»), την πρώτη ταξιαρχία ξένων αντιφασιστών εθελοντών για το μέτωπο της Αραγωνίας, η οποία απαρτιζόταν από 150 μαχητές. Στις 21 Αυγούστου κατέλαβε με την ταξιαρχία του την Γκαλότσα (Galocha) και στις 28 Aυγούστου πολέμησε κατά των πέντε φορές περισσότερων «φρανκιστών» στην τετράωρη αιματηρή μάχη του Μόντε Πελάτο (Monte Pelato), ενώ στις 3 Σεπτεμβρίου τους αντιμετώπισε επιτυχημένα για μία ακόμη φορά στην Χουέσκα (Huesca).
Μαχητής του όπλου αλλά και της πέννας, αρθρογράφησε στον τύπο της Βαρκελώνης και τον Οκτώβριο του 1936 ανέλαβε την αρχισυνταξία της ιταλόφωνης εφημερίδας «Ταξικός Πόλεμος» («Guerra di Classe»), από την οποία άσκησε αυστηρότατη κριτική ισόποσα τόσο στους αναρχοσυνδικαλιστές της «Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας» («Confederación Nacional del Trabajo», CNT) που συμφώνησαν να συμμετάσχουν στην αριστερή κυβέρνηση του λεγόμενου «Λαϊκού Μετώπου» («Frente Popular») όσο και σε εκείνους του αναρχικού χώρου που προέβαιναν σε ακρότητες. Εξαιτίας της παρρησίας του, δέχθηκε συχνά παρατηρήσεις από τους υπεύθυνους διαφωτισμού της CNT, αλλά και απειλές από τους κομμουνιστές που ήδη είχαν αρχίζει να στρέφονται ενάντια στους έως τώρα συναγωνιστές τους, προκειμένου να ελέγξουν απολύτως τα πολιτικο-στρατιωτικά πράγματα. Τον Ιανουάριο του 1937 έγραφε στην εφημερίδα του: «εδώ και κάποιον καιρό και ο δικός μας χώρος δέχεται επιθέσεις από τους σταλινικούς», ενώ σε επιστολή του προς την σύζυγό του με ημερομηνία 25 Απριλίου 1937 τόνιζε: «εγώ που γενικά δεν φοβάμαι να αντιμετωπίσω τον όποιο κίνδυνο, μερικές φορές καταλαμβάνομαι από έντονο προαίσθημα θανάτου δίχως να υπάρχει κάποια φανερή, αντικειμενική αιτία».
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΛΙΝΙΚΟΥΣ
Κατά τις ημέρες που το σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα («Partido Comunista de España», PCE) με τα διάφορα παρακλάδια του (λ.χ. «Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας», «Partit Socialista Unificat de Catalunya», PSUC) προέβαινε σε εξόντωση των έως τότε συναγωνιστών του τροτσκιστών, αναρχοσυνδικαλιστών και αναρχικών, ο Μπερνέρι μπήκε και αυτός στο στόχαστρο των κομμουνιστών. Στις 5 Μαϊου 1937, ομάδα 12 ενόπλων με τα κόκκινα περιβραχιόνια του PSUC εισέβαλε στο σπίτι του στην Βαρκελώνη, τον συνέλαβε μαζί με τον επίσης αναρχικό Μπαρμπιέρι (Francisco Barbieri, 1895 – 1937) και τους εκτέλεσε κάπου κοντά στο κυβερνείο («Generalitat de Catalunya») της πόλης. Τα σώματά τους βρέθηκαν και περισυλλέχθηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας, διάτρητα από σφαίρες.
Από τραγική ειρωνεία της τύχης, την ημέρα της δολοφονίας των Μπερνέρι – Μπαρμπιέρι, ο ραδιοφωνικός σταθμός των κομμουνιστών είχε αφιέρωμα στον πριν από μόλις 8 ημέρες αποβιώσαντα Ιταλό κομμουνιστή ηγέτη Γκράμτσι (Antonio Gramsci, 1891 – 1937) που είχε πριν από κάποια χρόνια τονίσει ότι δεν επιτρέπεται οι ομοϊδεάτες του να βλέπουν ως εχθρούς τους τούς αναρχικούς, αφού «οι εχθροί έχουν ιδέες αντίθετες, όχι απλώς διαφορετικές»(«avversari sono due idee contradditorie, non due idee diverse»).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Vittorio Emiliani, «Gli Anarchici: vite di Cafiero, Costa, Malatesta, Cipriani, Gori, Berneri, Borghi», Milan, 1973
Thomas A. Lane (ed.), «Biographical dictionary of European labor leaders», τόμος 1, Westport CT, 1995
Francisco Madrid Santos, «Camillo Berneri, un anarchico italiano (1897 – 1937)», Pistoia,1985
Περιοδικά «The Cienfuegos Press Anarchist Review», «Rivista Anarchica»
*Από το http://rassias.wordpress.com/article/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CE%BB%CE%BF-%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%AD%CF%81%CE%B9-gnmodo87aoe9-221/