Την 1η Αυγούστου 1907, γεννήθηκε ο αναρχικός Angelo Pellegrino Sbardellotto στη Villa του Belluno της Ιταλίας. Σε ηλικία 17 χρόνων μετανάστευσε στη Γαλλία, μετά στο Λουξεμβούργο και το Βέλγιο όπου εργάστηκε ως μηχανουργός και ανθρακωρύχος. Εκεί ο Matura, ένας αντιφασίστας, τον εμύησε στα αναρχικά ιδανικά.
Το 1928 η μητέρα του Giovanna, με τη βοήθεια του δασκάλου του χωριού, του έγραψε για να τον προειδοποιήσει για την πρόσκλησή του να υπηρετήσει στο στρατό και για να τον πείσει να επιστρέψει. Ο Angelo αρνείται λέγοντας ότι ως αναρχικός δεν πρόκειται να φορέσει τη στολή. Η μητέρα του, μια παραδοσιακή και καθολικών αρχών γυναίκα, βρίσκεται σε αμηχανία και ζητά βοήθεια από τον ιερέα του χωριού. Αυτός στο κήρυγμα μετά τη λειτουργία διακηρύσσει ότι η ψυχή του Angelo θα καταλήξει σίγουρα στην κόλαση, επειδή τόλμησε να επιτεθεί και να αρνηθεί τις εντολές των αρχών. Έτσι, ο Angelo καταγράφηκε στο μητρώο μεταξύ των 269 πιο επικίνδυνων αντιφασιστών στο Βέλγιο.
Το απόγευμα της 4ης Ιούνη 1932 στη Piazza Venezia της Ρώμης, ο Angelo σταματήθηκε από δύο αστυνομικούς με πολιτικά. Δείχνει ψεύτικο διαβατήριο, αλλά χωρίς άδεια διαμονής. Έτσι συλλαμβάνεται και ερευνάται. Ένα περίστροφο και δύο χειροποίητες χειροβομβίδες βρίσκονται πάνω του. Στη συνέχεια, δηλώνει την αληθινή του ταυτότητα και την πρόθεσή του να σκοτώσει τον Μουσολίνι (δηλώνει επίσης ότι βρίσκεται στην τρίτη απόπειρα).
Το πρωί της 16ης Ιούνη, καταδικάστηκε σε θάνατο από το ειδικό δικαστήριο υπεράσπισης του φασιστικού κράτους, υπό την προεδρία του Guido Cristini, και για την κατηγορία του “εγκλήματος από πρόθεση”, για δολοφονία του δικτάτορα. Ο Angelo σπρώχνει απότομα τον ιερέα που θέλει να τον παραπλανήσει με κάποιες κατάρες και αρνείται να υπογράψει την αίτηση χάριτος. Αντίθετα, δηλώνει με υπερηφάνεια στον εισαγγελέα “δεν μετανοώ, λυπάμαι μόνο που δεν τον σκότωσα”.
Εκτελέστηκε στις 5.45 της 17 Ιούνη 1932 στο Forte Bravetta, φωνάζοντας “Ζήτω η Αναρχία”.