Απόσπασμα από το πολύ γνωστό βιβλίο “Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας” του Hans Enzensberger. Είναι το δεύτερο ιστορικό σχόλιο του συγγραφέα και αφορά την εποχή πριν την επανάσταση του 1936. Είναι ένα πολύ καλό άρθρο για το ισπανικό αναρχικό κίνημα και τον τρόπο με τον οποίο αυτό αναδύθηκε μέσα από την παραδοσιακή προκαπιταλιστική ισπανική κοινωνία.
Μια μέρα του Οχτώμβρη του 1868, έφτασε στην Μαδρίτη ένας Ιταλός, ο Τζουζέπε Φανέλλι. Ήταν περίπου σαράντα χρονών, μηχανικός στο επάγγελμα˙ είχε ένα πυκνό μαύρο γένι, σπινθηροβόλα μάτια, ήταν ψηλός και έδειχνε μια έντονη αποφασιστικότητα. Αμέσως μετά την άφιξή του αναζητούσε μία διεύθυνση που είχε γραμμένη στο σημειωματάριό του: ένα καφενείο όπου συνάντησε μια ομάδα εργατών. Οι περισσότεροι ήταν τυπογράφοι στα μικρά τυπογραφία της Ισπανικής πρωτεύουσας.
«Η φωνή του είχε έναν μεταλλικό ήχο και ο τόνος της προσαρμοζότανε απόλυτα σε αυτό που είχε να πει. Από θυμό και απειλή, όταν μιλούσε για τυράννους και εκμεταλλευτές, άλλαζε ο τόνος της φωνής του σε θλίψη, πόνο και ενθάρρυνση όταν μιλούσε για τα βάσανα των καταπιεσμένων. Το περίεργο της υπόθεσης ήταν ότι δεν ήξερε καθόλου Ισπανικά. Μιλούσε ή Γαλλικά, μια γλώσσα που μερικοί από εμάς ελάχιστα καταλάβαιναν, ή Ιταλικά, όπου εμείς κρατιόμασταν όσο καλύτερα γινόταν στις ομοιότητες που έχει αυτή η γλώσσα με την δική μας. Κι όμως οι σκέψεις του ήταν τόσο ξεκάθαρες που όταν τελείωσε μας είχε συνεπάρει ένας ασύγκριτος ενθουσιασμός». Ακόμα και μετά από τριάντα δύο χρόνια μπορεί ο αφηγητής Ανσέλμο Λορέντσο, ένας απ’ τους πρώτους Ισπανούς αναρχικούς, να τσιτάρει κατά λέξη το Φανέλλι, τον «Απόστολο», και να θυμηθεί το ρίγος που διέτρεξε την πλάτη του, όταν εκείνος φώναξε: «Cosa orribile spaventosa!»
«Επί τρία ή τέσσερα βράδια, ο Φανέλλι μας έκανε την προπαγάνδα του. Μας μιλούσε σε περιπάτους και καφενεία. Ακόμη μας άφησε τα καταστατικά της Διεθνούς, το πρόγραμμα της συμμαχίας των δημοκρατικών σοσιαλιστών και μερικά νούμερα της Campana με άρθρα και λόγους του Μπακούνιν. Προτού μας αποχαιρετήσει, μας παρακάλεσε να βγάλουμε μια ομαδική φωτογραφία, όπου αυτός κάθεται στην μέση.»
Κανένας από τους ακροατές του δεν είχε ξανακούσει για αυτήν την οργάνωση, την Διεθνή Ένωση των Εργατών, μέχρι τον ερχομό στην Ισπανία του μυστικού πράκτορα, του Φανέλλι. Ο Φανέλλι ήταν οπαδός του Μπακούνιν, άνηκε στην «αντιαυταρχική» πτέρυγα της πρώτης Διεθνούς και το μήνυμα που έφερνε στην Ισπανία ήταν αυτό του αναρχισμού.
Η επιτυχία αυτής της επαναστατικής διδασκαλίας ήταν άμεση και θεαματική. Απλώθηκε στους εργάτες γης και βιομηχανίας της δυτικής και νότιας Ισπανίας σαν πυρκαγιά που ξεσπά σε στέπα. Ήδη στο πρώτο του συνέδριο, το Ισπανικό εργατικό κίνημα αποφάσισε υπέρ του Μπακούνιν και εναντίον του Μαρξ και δυο χρόνια αργότερα η Φεντερασιόν των αναρχικών στο συνέδριο της Κόρδοβας αριθμούσε 45.000 ενεργά μέλη.
Οι εξεγέρσεις των εργατών του 1873, που επεκτάθηκαν σε όλη την Ανδαλουσία, βρίσκονταν σαφώς κάτω από αναρχική καθοδήγηση. Η Ισπανία είναι το μόνο κράτος στον κόσμο που οι επαναστατικές θεωρίες του Μπακούνιν μετατράπηκαν σε υλική βία. Μέχρι το 1936 οι αναρχικοί διατήρησαν την ηγετική τους θέση μέσα στο Ισπανικό εργατικό κίνημα. Δεν πλειοψηφούσαν μόνο αριθμητικά αλλά αποτελούσαν και το πιο επαναστατικό της τμήμα.
Αυτό το μοναδικό ιστορικό γεγονός επέβαλε μια ολόκληρη σειρά εξηγήσεων. Καμιά από αυτές δεν προσφέρει αυτό που υπόσχεται, και μέχρι τώρα καμιά εξήγηση με βάση τους κανόνες της πολιτικής οικονομίας δεν μπόρεσε να σταθεί. Ωστόσο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε ο ισπανικός αναρχισμός μπορούν να εξακριβωθούν και να κάνουν κατανοητή μια ανάπτυξη που εναντιώθηκε μέχρι σήμερα στην καθαρά οικονομική εξήγηση.
Εκτός από μερικές περιφερειακές εξαιρέσεις, η Ισπανία ήταν μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μια καθαρά αγροτική χώρα. Οι ταξικές αντιθέσεις σε αυτή την κοινωνία ήταν τόσο ακραίες και απροκάλυπτες, που μπορεί κανείς να μιλήσει για δύο έθνη που τα χώριζε η άβυσσος. Η πολιτική τάξη που είχε στα χέρια της τον κρατικό μηχανισμό και ήταν στενά δεμένη με τον στρατό και την εκκλησία, αποτελούνταν στην πλειοψηφία της από τσιφλικάδες. Ήταν ολοκληρωτικά αντιπαραγωγική, διεφθαρμένη και ανίκανη να αναλάβει τον πρόσκαιρο προοδευτικό ρόλο που, σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είχε αναγκαστεί νομοτελειακά να παίξει η αστική τάξη. Η παρασιτική της ύπαρξη εξαντλούνταν στην κατανάλωση εισοδημάτων. Για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δεν ενδιαφέρονταν καθόλου. Εξίσου αδύναμα ήταν ανεπτυγμένο το μικροαστικό σώμα. Εκτός από φτωχούς τεχνίτες και μικρέμπορους, αποτελούνταν από λακέδες, από «δημόσια ανθρωπάκια» κατά την έκφραση του Μαρξ, μια διογκωμένη δηλαδή και κακοπληρωμένη γραφειοκρατία, που, όταν δεν ήταν εντελώς άχρηστη, εξυπηρετούσε περισσότερο καταπιεστικούς παρά διοικητικούς σκοπούς.
Η πραγματική Ισπανία, η τεράστια πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού, ζούσε στην ύπαιθρο όπου και διεξήχθησαν μέχρι και στις αρχές αυτού του αιώνα οι σημαντικότεροι ταξικοί αγώνες σε ισπανικό έδαφος. Η εξέλιξή τους συμβαδίζει απόλυτα με την αγροτική δομή. Εκεί, όπως στις βόρειες επαρχίες, διατηρούνταν μεσαιωνικές σχέσεις ιδιοκτησίας και παραγωγής, ολόκληρα χωριά από μικρούς και μεσαίους χωρικούς διατηρούσαν την κοινοτική του γη με δάση και λιβάδια, το χώμα ήταν έφορο και ποτιζόταν αρκετά, κρατιόντουσαν σε περήφανη απομόνωση αρχαϊκές κοινωνικές μορφές, έξω σχεδόν από την χρηματική οικονομία.
Σε άλλες περιοχές όμως, και ιδιαίτερα στην ανατολική ακτή και στην Ανδαλουσία, η νεόπλουτη τσιφλικάδικη μπουρζουαζία άνοιξε βίαια το δρόμο από το 1836. Στην Ισπανία ο όρος «φιλελευθερισμός» δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την συντριβή της παλιάς κοινοτικής γης, την «ελεύθερη» πώλησή της, την καταστροφή της αγροτιάς και την σταθεροποίηση των τσιφλικιών. Η εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος, το 1843, σφραγίζει την πολιτική κυριαρχία των νέων τσιφλικάδων, που διαμένουν, όπως είναι ευνόητο, στην πόλη, θεωρούν τα τσιφλίκια τους μακρινές αποικίες και τα εκμεταλλεύονται με διαχειριστές ή ενοικιαστές.
Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε ένα τεράστιο προλεταριάτο γης. Τα τρία τέταρτα των κατοίκων της Ανδαλουσίας παρέμειναν μέχρι το ξέσπασμα του εμφυλίου braceros, μεροκαματιάρηδες, που έβγαζαν καθημερινά την εργατική τους δύναμη σε πλειστηριασμό. Η δωδεκάωρη μέρα εργασίας είναι κανόνας για την περίοδο της συγκομιδής. Το μισό χρόνο επικρατεί σχεδόν ολοκληρωτική ανεργία. Το αποτέλεσμα είναι ενδημική φτώχια, υποσιτισμός και εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Η κρατική εξουσία εμφανίζεται στο χωριά βασικά σαν δύναμη κατοχής. Ένα χρόνο αφότου η καινούργια τάξη των τσιφλικάδων πήρε στα χέρια της τις κυβερνητικές υποθέσεις, δημιουργεί ένα δικό της στρατό κατοχής, την Guardia Civil, μια οργανωμένη σε στρατόπεδα χωροφυλακή, για να τσακίσει δήθεν την πιο πρωτόγονη μορφή άμυνας στην ύπαιθρο, τη ληστεία. Στην πραγματικότητα, όμως, για να κρατάει κάτω από τον έλεγχό το προλεταριάτο της υπαίθρου, που περνάει σε καινούργιες μορφές αγώνα. Η Guardia αποτελείτε από προσεκτικά διαλεγμένους ανθρώπους, που τοποθετούνται πάντοτε μακριά από τον τόπο καταγωγής τους. Απαγορεύεται σε αυτόν το στρατό να παντρεύετε με ντόπιες ή να έχει φιλικές σχέσεις με τους κατοίκους. Οι χωροφύλακες απαγορεύεται να εγκαταλείψουν τη διαμονή τους άοπλοι ή μόνοι. Ακόμα και σήμερα τους αποκαλούν στην ύπαιθρο la pareja, γιατί περιπολούν πάντα δυό δυό. Το ανοιχτό ταξικό μίσος στα χωριά της Ανδαλουσίας εκδηλωνόταν μέχρι την δεκαετία του ’30 σαν ένας διαρκείς κλεφτοπόλεμος, σαν ένα πρωτόγονο αντάρτικό της υπαίθρου, που ξέσπαγε κάθε τόσο σε ξαφνικές, αυθόρμητες αγροτικές εξεγέρσεις. Αυτές αποδέσμευαν τη στοιχειώδη βία των μαζών και έπαυαν με μια χωρίς προηγούμενο περιφρόνηση του θανάτου. Ακολουθούσαν πάντα την ίδια στερεότυπη πορεία: οι εργάτες γης κατέσφαζαν την τοπική Guardia Civil, αιχμαλώτιζαν παπάδες και υπαλλήλους, έβαζαν φωτιά στις εκκλησίες, έκαιγαν κτηματολόγια και συμφωνητικά μίσθωσης, καταργούσαν τα χρήματα, αποκόβονταν από το κράτος, έφτιαχναν ανεξάρτητες κομμούνες και έπαιρναν την απόφαση να καλλιεργήσουν την γη από κοινού. Σου προξενεί κατάπληξη να βλέπεις πώς αυτοί οι αγράμματοι, στο σύνολό τους, χωρικοί ακολουθούσαν ακριβώς τις προτροπές του Μπακούνιν, χωρίς φυσικά να το ξέρουν. Μια και οι εξεγέρσεις τους ήταν καθαρά τοπικές και ασυντόνιστες, διαρκούσαν μόλις λίγες μέρες, ώσπου να πνιγούν στα αίμα από τα κρατικά στρατεύματα.
Εδώ στα ανδαλουσιανικά χωριά, έριξε ο ισπανικός αναρχισμός τη μια από τις δυο του ρίζες. Έδωσε σχεδόν αμέσως στο αυθόρμητο κίνημα του προλεταριάτου γης ιδεολογική βάση και στερεή οργανωτική δομή, και συντήρησε στα χωριά την αφελή αλλά ατράνταχτη προσδοκία της προσεχούς και ολοκληρωτικής επανάστασης.
Στην αλλαγή του αιώνα μπορούσες να συναντήσεις σε όλο τον ισπανικό νότο τους «απόστολους της ιδέας», που με τα πόδια, πάνω σε γαϊδουριά η σε κάρα διέσχιζαν την ύπαιθρο, χωρίς μια δεκάρα στην τσέπη. Οι εργάτες τους συμμάζευαν και τους έδιναν να φάνε. (Από την αρχή, και αυτό ισχύει μέχρι σήμερα, το ισπανικό αναρχικό κίνημα ούτε χρηματοδοτήθηκε ούτε υποστηρίχθηκε από το εξωτερικό). Με αυτόν τον τρόπο μπήκε σε κίνηση μια μαζική διαδικασία μάθησης. Παντού συναντούσες εργάτες γης και αγρότες που διάβαζαν και ανάμεσα στους αναλφάβητους υπήρχαν πολλοί που μάθαιναν απ’ έξω ολόκληρα άρθρα από τις εφημερίδες και τις μπροσούρες του κινήματος. Σε κάθε χωριό υπήρχε τουλάχιστον ένας «φωτισμένος», ένας «συνειδητοποιημένος εργάτης», που τον αναγνώριζες από το ότι δεν κάπνιζε, δεν έπινε, εκδήλωνε ανοιχτά τον αθεϊσμό του, δεν ήταν παντρεμένος με την γυναίκα του, της ήταν όμως απόλυτα πιστός, δεν βάφτιζε τα παιδιά του, διάβαζε πολύ και προσπαθούσε να μεταδώσει στους άλλους όσα ήξερε.
Τον οικονομικό αντίποδα στις φτωχές και άγονες περιοχές της νότιας και δυτικής Ισπανίας αποτελεί η Καταλωνία, από παλιά η πλουσιότερη και βιομηχανικά η πιο ανεπτυγμένη περιοχή της χώρας. Η Βαρκελώνη, μητρόπολη της ναυσιπλοΐας, των εξαγωγών, των τραπεζών και της υφαντουργίας, είχε γίνει ήδη από τις αρχές του αιώνα το προγεφύρωμα του καπιταλισμού στην Ιβηρική χερσόνησο. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Καταλωνία ήταν διπλάσιο του Ισπανικού μέσου όρου. Εκτός από την χώρα των Βάσκων είναι το μοναδικό κομμάτι της χώρας με μια δραστήρια επιχειρηματική αστική τάξη. Οι Καταλανοί βιομήχανοι και τραπεζίτες δεν ήταν σαν τους τσιφλικάδες υπέρ της σπατάλης αλλά υπέρ της συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Ανάμεσα στα 1870 και 1930 δημιουργήθηκε στην Βαρκελώνη και στην γύρω περιοχή ένα τεράστιο και με υψηλή συγκέντρωση βιομηχανικό προλεταριάτο.
Αλλά αντίθετα με τις συγκρίσιμες Ευρωπαϊκές περιοχές, οι Καταλανοί εργάτες δεν στράφηκαν προς την σοσιαλδημοκρατία και τα ρεφορμιστικά συνδικάτα, αλλά προς τον αναρχισμό, που βρήκε την δεύτερη, την αστική του βάση. Ήδη το 1918 το 80% των εργατών της Καταλωνίας ήταν οργανωμένο στους αναρχικούς. Αυτή η κατάσταση είναι ακόμα πιο δύσκολο να εξηγηθεί από ότι η επιτυχία των Μπακουνιστών στην ύπαιθρο. Η κοινωνιολογία μπορεί να δώσει μια πρώτη ένδειξη. Η εργατιά της βιομηχανικής περιοχής είναι μόνο σε μικρό βαθμό ντόπια. Στρατολογήθηκε στο μισό περίπου από τις άγονες περιοχές της Μούρκια και Αλμερία, δηλαδή από το νότο. Και αυτή η εσωτερική μετανάστευση συνεχίστηκε, εξαιτίας της ενδημικής ανεργίας στην ύπαιθρο μέχρι σήμερα.
Μια δεύτερη αιτία είναι οι φυγοκεντρικές δυνάμεις που παίζουν τόσο σπουδαίο ρόλο στην ισπανική ιστορία. Πολλές ισπανικές επαρχίες τις χαρακτηρίζει ένα δυνατό τοπικιστικό πνεύμα, ένας πόθος για ανεξαρτησία, για αυτονομία, και για επίμονη αντίσταση στις κυριαρχικές απαιτήσεις της κεντρικής κυβέρνησης της Μαδρίτης. Αλλά πουθενά όλα αυτά δεν είναι τόσο ισχυρά, όσο στην Καταλωνία, η οποία σε γενικές γραμμές μπορεί να χαρακτηριστεί αυτόνομη εθνότητα, που από το δέκατο έβδομο αιώνα ήδη έκανε απελευθερωτικό πόλεμο ενάντια στην ισπανική μοναρχία. Η διαφορετική οικονομική ανάπτυξη δυνάμωσε αυτές τις τάσεις. Ο Καταλανικός εθνικισμός έχει διπλό πρόσωπο. Η δεξιά του πτέρυγα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης και χρησιμοποιούσε πάντα το ζήτημα της αυτονομίας για να μυστικοποιήσει τον ταξικό αγώνα. Στις μάζες όμως το καταλανικό ζήτημα είχε εντελώς επαναστατικό αποτέλεσμα. Η επιθυμία για αυτοδιοίκηση, το μίσος για την κεντρική εξουσία, η επιμονή στην ριζοσπαστική αποκέντρωση εξουσίας, όλα αυτά ήταν κίνητρα που συναντάμε στον αναρχισμό.
Ποτέ και πουθενά οι αναρχικοί δεν θεωρήθηκαν πολιτικό κόμμα. Είναι στις αρχές τους να μην παίρνουν μέρος στις κοινοβουλευτικές εκλογές και να μην αναλαμβάνουν κυβερνητικές θέσεις. Δεν θέλουν να εξουσιάζουν το κράτος. Θέλουν να το καταργήσουν. Ακόμα και στις ίδιες τους τις αποφάσεις αγωνίζονται ενάντια στη συγκέντρωση δύναμης στην κορυφή της οργάνωσης, στο κέντρο. Οι ενώσεις τους καθορίζονται από την βάση. Κάθε τοπική τους οργάνωση απολαμβάνει αρκετά εκτεταμένη αυτονομία και, θεωρητικά, η βάση δεν είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τις αποφάσεις της ηγεσίας. Προφανώς εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες αν θα υλοποιηθούν αυτές οι αρχές. Στην Ισπανία ο αναρχισμός βρήκε την τελική οργανωτική του δομή μόλις το 1910, με τη δημιουργία της αναρχικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, της CNT.
Η CNT ήταν το μόνο επαναστατικό συνδικάτο στον κόσμο. Δεν θεωρήθηκε ποτέ «κοινωνικός συνεργάτης», που διαπραγματεύεται με τους επιχειρηματίες, για να καλυτερέψει την υλική θέση της εργατικής τάξης. Το πρόγραμμά της και η πρακτική της ήταν να οδηγήσει τον ανοιχτό, διαρκή πόλεμο των μισθωτών εργατών ενάντια στο κεφάλαιο μέχρι την τελική νίκη. Σε αυτήν την στρατηγική ανταποκρινόταν η δομή της και η τακτική της.
Δεν υπήρξε ποτέ σύναξη συνδρομητών και ουδέποτε αποταμίευσε χρηματικά ποσά. Οι συνδρομές της για την πόλη ήταν πολύ χαμηλές και για την ύπαιθρο πολλές φορές δωρεάν. Ακόμα και το 1936 ή CNT, με περισσότερα από ένα εκατομμύριο οργανωμένα μέλη, δεν διέθετε παρά ένα και μοναδικό επαγγελματικό στέλεχος. Γραφειοκρατική μηχανή δεν υπήρχε. Τα ηγετικά στελέχη ζούσαν από την ίδια τους την εργασία στο εργοστάσιο, ή από την άμεση βοήθεια που έδιναν οι ομάδες βάσης για τις οποίες δούλευαν. Αυτό δεν είναι καμιά ασήμαντη λεπτομέρεια, αλλά ένας βασικός λόγος για τον οποίο η CNT δεν έβγαλε ποτέ απομονωμένους από τις μάζες «εργατικούς ηγέτες» με τις συνηθισμένες και αναπόφευκτες παραμορφώσεις του παραγοντισμού. Ο διαρκής έλεγχος από την βάση δεν εξασφαλιζόταν φορμαλιστικά, μέσω καταστατικών. Έβγαινε από τον τρόπο ζωής των αγωνιστών, που έμεναν άμεσα εξαρτημένοι από την εμπιστοσύνη της βάσης τους.
Τα βασικά όπλα της CNT, στην ύπαιθρο όπως και στην πόλη, ήταν η απεργία και ο κλεφτοπόλεμος. Από την διακοπή της εργασίας μέχρι την εξέγερση, δεν υπήρχε για τους αναρχικούς παρά μόνο ένα βήμα. Οι εργατικοί αγώνες τους δεν γίνονταν σχεδόν ποτέ κοντά στον τόπο εργασίας. Τον καθαρά μισθολογικό αγώνα για την επέκταση και εξασφάλιση του «κοινωνικού πλούτου» το συνδικαλιστικό αυτό κίνημα τον αρνιόταν. Δεν ήθελε να έχει καμιά «κοινωνική παροχή» και καμιά «ασφάλεια» και δεν έκλεινε καμία συλλογική σύμβαση. Τις άφθονες βελτιώσεις που πετύχαινε για τους εργάτες, τις αναγνώριζε πάντα ντε φάκτο. Δεν έπαιρνε ποτέ μέρος σε μεσολαβητικές διαπραγματεύσεις ή στον κατευνασμό των πνευμάτων. Δεν διέθετε ούτε καν ένα απεργιακό ταμείο. Αυτό είχε αποτέλεσμα οι απεργίες της να μην κρατούν πολύ. Γι’ αυτό όμως γίνονταν και πολύ πιο βίαια. Τα μέσα της ήταν επαναστατικά: έφταναν από την αυτοάμυνα ως τα σαμποτάζ και από την απαλλοτρίωση μέχρι την ένοπλη εξέγερση.
Έτσι τέθηκε για το αναρχικό κίνημα το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην νόμιμη και την παράνομη δουλειά. Το πρόβλημα δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ηθικό, για τις συνθήκες που υπήρξαν στην Ισπανία. Και αυτό γιατί η κρατούσα τάξη στην Ιβηρική χερσόνησο δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο ούτε καν να κρατήσει το αστικό προσωπείο ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου. Οι κοινοβουλευτικές εκλογές ήταν για δεκαετίες ολόκληρες μια απόλυτη φάρσα. Στηρίζονταν στην εξαγορά ψήφων, στον εκβιασμό στην ύπαιθρο και στην νοθεία. Χωρισμός των εξουσιών στο πνεύμα του φιλελευθερισμού δεν υπήρξε ποτέ στην Ισπανία. Μέχρι το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου δεν υπήρχε καν κοινωνική νομοθεσία και οι νόμοι που έβγαιναν έμεναν χωρίς επίδραση. Από την μεριά της εργοδοσίας, όπως και από την μεριά του κράτους, η εργατική τάξη δεν γνώριζε παρά καθημερινή ανοιχτή αδικία και απροκάλυπτη βία.
Όμως η CNT ήταν μαζική οργάνωση που, ενάντια σε όλες τις απαγορεύσεις, δεν μπορούσε να δρα αθέατη. Την παράνομη δουλειά την είχαν αναλάβει από πολύ νωρίς μυστικές ομάδες στελεχών, όπως οι Solidarios. Αυτοάμυνα, προμήθεια όπλων, απελευθέρωση φυλακισμένων, τρομοκρατία και κατασκοπία. Το 1927αυτός ο καταμερισμός εργασίας θεσμοθετήθηκε από την ίδρυση της Federation Anarquista Iberica (FAI). Η οργάνωση αυτή δούλευε κατά βάση συνωμοτικά. Τίποτα το συγκεκριμένο δεν είναι γνωστό γι’ αυτήν. Ούτε ο αριθμός των μελών της ούτε οι εσωτερικές τις σχέσεις. Το γόητρό της όμως ανάμεσα στους ισπανούς εργάτες ήταν τεράστιο. Καθένας που άνηκε σε αυτή ήταν ταυτόχρονα και οργανωμένος στην CNT. Η FAI αποτελούσε, σαν να λέμε, τον σκληρό πυρήνα των αναρχικών συνδικάτων. Προσέφερε ταυτόχρονα τις ισχυρότερες εγγυήσεις ενάντια σε οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και ενάντια στο κίνδυνο του ξεστρατίσματος στον ρεφορμισμό. Με αυτήν την οργανωτική δομή εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο το μοντέλο του Μπακούνιν. Ένα μεγάλο, αυθόρμητο, μαζικό κίνημα όπου τα στελέχη του δουλεύουν σαν μια στερεή και μυστική ομάδα από επαγγελματίες επαναστάτες.
Για την FAI κυκλοφόρησαν πολλοί μύθοι. Είναι αναπόφευκτο στο φωτοστέφανο μια μυστικής οργάνωσης να προσκολλούνται πάντοτε ένα σωρό διαδόσεις. Την αστική τρομοκρατική προπαγάνδα μπορείς και μόνο από την φανερή διαστρέβλωση των πραγμάτων να την αγνοήσεις. (Τα φερέφωνα των μεγαλοτσιφλικάδων διατείνονταν μέχρι το 1936 ότι η FAI είναι «πληρωμένη από την Μόσχα»). Αντίθετα αξίζουν προσοχή οι αμφιβολίες που πηγάζουν από την καταγωγή και την δομή αυτών των συνωμοτικών οργανώσεων. Οι αντίπαλοι των αναρχικών κατάγγελλαν συχνά τα «εγκληματικά στοιχεία» που κυκλοφορούσαν μέσα στην FAI, και ιδιαίτερα στη Βαρκελώνη. Μια πολιτική εκτίμηση όμως δεν μπορεί να περιοριστεί στις απαγορεύσεις του Ποινικού Κώδικα. Η ισπανική εργατική τάξη δεν διακρίθηκε για τον σεβασμό της προς την ατομική ιδιοκτησία, όπως η γερμανική ή η αγγλική, και επειδή καταπιέστηκε πάντα με την βία των όπλων, θεωρούσε ανέκαθεν τον ένοπλο αγώνα το μόνο φυσιολογικό μέσο για την σωτηρία της.
Η πολιτική αμφισβήτηση των παράνομων ομάδων έχει εντελώς διαφορετικές αιτίες. Είναι από την μια συνάρτηση ενός κοινωνικού παράγοντα, που έπαιξε πάντα μεγάλο ρόλο στην Βαρκελώνη: του υποπρολεταριάτου. Η φυγή από την ύπαιθρο και η ανεργία, αλλά επίσης και η διεθνής υποκουλτούρα του λιμανιού βοήθησαν στην ανάπτυξή του. Οι Καταλανοί βιομηχανικοί εργάτες δεν κράτησαν ποτέ απόσταση από αυτά τα στρώματα με τα οποία ένιωθαν για πολλούς λόγους ενωμένοι και αλληλέγγυοι. Κι εδώ επίσης ξεχωρίζουν από τους ειδικευμένους εργάτες της Δυτικής Ευρώπης που, στη συνείδησή τους, οριοθετούνται και προς τα πάνω και προς τα κάτω το ίδιο αυστηρά.
Φυσικά η αστυνομία έκανε ότι μπορούσε για να εκμεταλλευτεί πολιτικά την λανθάνουσα ταξική αντίθεση μεταξύ βιομηχανικών εργατών και υποπρολεταριάτου. Ιδιαίτερα στις αρχές του αιώνα κατάφερε να διαβρώσει το αναρχικό κίνημα με χαφιέδες και προβοκάτορες. Αυτό το παιχνίδι είναι πολύ γνωστό από την ιστορία των σοσιαλεπαναστατών και των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Όπως η Οχράνα, έτσι και η ισπανική αστυνομία βοήθησε πραγματικά τις επαναστατικές ομάδες. Από τις δυο χιλιάδες μπόμπες που έσκασαν το 1908-1909 στη Βαρκελώνη, μπροστά σε εισόδους εργοστασίων και βίλες επιχειρηματιών, η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στο λογαριασμό της αστυνομίας, που δρούσε με υποδείξεις της κεντρικής κυβέρνησης της Μαδρίτης, ενάντια στις αυτονομιστικές προσπάθειες των Καταλανών. όπως όμως στη Ρωσία, έτσι και στην Ισπανία αποδείχθηκε ότι η μυστική αστυνομία έχασε το παιχνίδι. Αντί να αφοπλίσουν τους αναρχικούς, οι προβοκάτσιες της οδήγησαν στο δυνάμωμα της CNT και της FAI.
Δεν είναι εύκολο να σταθμίσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της αναρχικής οργανωτικής μορφής. Ασύγκριτες ήταν η προσκόλλησή της στη βάση, η επαναστατική της θέρμη, η αγωνιστική της αλληλεγγύη. Τα πλεονεκτήματα όμως αυτά χάνονταν μπροστά σε μια αισθητή έλλειψη αποτελεσματικότητας, τακτικής και κεντρικού σχεδιασμού. έτσι γίνονταν, μέχρι λίγο πριν τον εμφύλιο, αυθόρμητες και απομονωμένες προσπάθειες εξέγερσης και στάσης, που τσακίστηκαν όλες: «Ένα παράδειγμα», όπως έλεγε ο Ένγκελς ήδη το 1873, «για το πώς δεν πρέπει να γίνεται μια επανάσταση».
Μια εξήγηση για το πώς τέτοιες στοιχειώδη και βίαιες προσπάθειες, για να δοθεί εδώ και τώρα ένα τέλος στην καταπίεση, επαναλήφθηκαν με μεγάλο πείσμα περισσότερο από έναν αιώνα, έχει δοθεί επανειλημμένα από αστούς και μαρξιστές ιστορικούς. Κατ’ αυτήν, ο ισπανικός αναρχισμός είναι κατά βάση θρησκευτικό φαινόμενο. Οι οπαδοί του παρομοιάζουν την ημέρα της επανάστασης με την Δευτέρα Παρουσία που την ακολουθεί το χιλιετές κράτος του Θεού και της δικαιοσύνης του. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, ο φανατισμός και η αυτοθυσία των Ισπανών αναρχικών είναι και αυτά μεσσιανικά στοιχεία. Ότι, ιδιαίτερα στα χωριά, το κίνημα τράφηκε από σχεδόν θρησκευτικές ιδέες και προσδοκίες και δεν μπορείς πρακτικά να το αρνηθείς. Αλλά η προσπάθεια να το αναγάγεις σε θρησκευτικές μορφές πέφτει, όπως όλες οι εκχυδαϊσμένες θέσεις, πολύ χαμηλά. Εξαφανίζει το πολιτικό περιεχόμενο αυτού του αγώνα, με τη μέθοδο της «ιστορίας του πνεύματος». Οι Ισπανοί εργαζόμενοι έστησαν συνειδητά και αποφασιστικά στα πόδια τους τις επαγγελίες της θρησκείες. Τουλάχιστον οι υλιστές ιστορικοί θα έπρεπε να το δεχθούν αυτό.
Περισσότερο ενδιαφέρον αξίζει μια θέση που υποστήριξαν κυρίως οι Γκέραλντ Μπρενάν και Φράντς Μπορκενάου. Κατ΄ αυτήν ο ισπανικός αναρχισμός εκφράζει μια βαθιά αντίσταση στην καπιταλιστική εξέλιξη, μια αντίσταση ενάντια στην υλική πρόοδο, όπως αυτή νοείται στις ευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, και ταυτόχρονα ενάντια στο μαρξιστικό σχήμα της ιστορικής εξέλιξης. Ενώ, σε αυτό το σχήμα, η αστική τάξη εμφανίζεται σαν μια πρόσκαιρη επαναστατική δύναμη, η καπιταλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σαν αναγκαία φάση, η πειθαρχία και η συγκέντρωση σαν αναπόφευκτες προσταγές της εκβιομηχάνισης, οι Ισπανοί εργάτες και αγρότες με μια στοιχειώδη βία αποκρούουν αυτές τις «προόδους». Δεν θαυμάζουν με κανένα τρόπο τις επιτυχίες του αγγλικού, γαλλικού ή γερμανικού προλεταριάτου. Αρνούνται να το ακολουθήσουν σε αυτό το δρόμο. Ενστερνίστηκάν την ορθολογική αναγκαιότητα της καπιταλιστικής εξέλιξης τόσο λίγο όσο και τον καταναλωτικό φετιχισμό του. Αγωνίζονται απεγνωσμένα ενάντια σε ένα σύστημα που τους φαίνεται απάνθρωπο, κα ενάντια στην αποξένωση που φέρνει μαζί του. Μισούν τον καπιταλισμό με ένα μίσος για το οποίο οι σύντροφοί τους στη δυτική Ευρώπη δεν είναι πλέον ικανοί.
Σε αυτή την εξήγηση υπάρχει, όπως πιστεύω, πολλή αλήθεια. Μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι, ενάντια στις προσδοκίες των Μαρξ και Ένγκελς, δεν ήταν οι προηγμένες χώρες εκείνες όπου νίκησε η «κοινωνική επανάσταση». Δεν ήταν ούτε η αγγλική, ούτε η γερμανική, ούτε η αμερικάνικη, αλλά κοινωνίες όπου ο καπιταλισμός ήταν ξένος και επιφανειακός. Από αυτά δεν συνεπάγεται, όσον αφορά την Ισπανίά, ότι οι αναρχικοί ήταν απλά «υπολείμματα του παρελθόντος». Όποιος ονομάζει το κίνημά τους πρωτόγονο, στηρίζεται σ’ εκείνο το ιστορικό σχήμα που εδώ τίθεται υπό εξέταση. Οι επιθυμίες τους δε σκόπευαν στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Ένα άλλο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε ο καπιταλισμός. Και στην μικρή διάρκεια του θριάμβου τους δεν έκλεισαν τα εργοστάσια, αλλά εξυπηρέτησαν με αυτά τις δικές του ανάγκες, και τα πήραν στα χέρια τους.