PKAC (RKAS - Ομοσπονδία Επαναστατών Αναρχο-Συνδικαλιστών)
Ίσως το πιο ισχυρό κέντρο του αναρχοκομμουνιστικού κινήματος του Καυκάσου ήταν η πόλη του Μπακού. Ο συνολικός αριθμός των αναρχικών κομμουνιστών εργαζομένων στην πόλη αυτή έφθασε τα 2.500 άτομα. Ήταν ένα από τα πλέον σημαίνοντα ρεύματα του προλεταριάτου στα εργοστάσια.
Η εθνοτική σύνθεση των αναρχικών ήταν πολυδιάστατη. Υπήρχαν Αρμένιοι, Ρώσοι, Εβραίοι, Αζέροι και εκπρόσωποι πολλών άλλων εθνών. Εκτός από τις δύο κύριες αναρχικές οργανώσεις "Αναρχία" και "Διεθνής", υπήρχαν και άλλες μικρότερες αυτόνομες ομάδες, ιδίως οι αναρχικές ομάδες του Αζερμπαϊτζάν (Kochi).
Οι αναρχικοί εργαζομένοι είτε ολικής είτε μερικής αποασχόλησης σε μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και σε μικρά εργαστήρια, προσπαθούσαν να βελτιώσουν την κατάστασή τους με ριζοσπαστικές μεθόδους, θέτοντας, φυσικά, ως προτεραιότητα την κοινωνική αλλαγή. Δεν έκαναν μόνο απεργίες, διέθεταν επίσης ένα πολύ ισχυρό πνεύμα εξέγερσης, τόσο από την άποψη της αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου όσο και της παρεμπόδισης των δραστηριοτήτων των αστών.
Στα προάστια του Μπακού υπήρχαν εκατοντάδες πλατφόρμες πετρελαίου, μιας και το Αζερμπαϊτζάν αποτελούσε σημαντικό κέντρο παραγωγής πετρελαίου στη Ρωσία. Εδώ, στις πιο άσχημες συνθήκες εργασίας απασχολούνταν δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων, πολυποίκιλης εθνοτικής σύνθεσης και υπήρχαν εθνοτικές διαμάχες.
Οι αρχές του εικοστού αιώνα σημαδεύτηκαν από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των Αρμενίων και των Αζερμπαϊτζιανών (και όπως φαίνεται τα τελευταία εκατό χρόνια από αυτή την άποψη, λίγα έχουν αλλάξει). Οι αναρχικοί, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι στις δύο κύριες ομάδες "Αναρχία" και “Διεθνής”, τόνισαν από την αρχή τον διεθνικό χαρακτήρα του κινήματος και εξέδωσαν μανιφέστα στην αρμενική και αζερική γλώσσα, προσπαθώντας να ενώσουν τους ανθρώπους όλων των εθνοτήτων (αν και οι περισσότεροι εργαζόμενοι ήταν αναρχικοί, όπου προφανώς υπερτερούσαν οι Αρμένιοι).
Οι αναρχικοί εργάστηκαν εδώ από το 1904, αλλά στην αρχή δεν ήταν πολύ δημοφιλείς. Ωστόσο, η επιρροή τους αυξήθηκε εντυπωσιακά μετά τις σφαγές στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν το 1905-1906. Αυτό διευκολύνθηκε από το ακόλουθο γεγονός: η κυβέρνηση διέθεσε 16 εκατομμύρια ρούβλια για να βοηθήσει τα θύματα της σφαγής μεταξύ των ανθρώπων. Οι παροχές αυτές έπρεπε να καταβληθούν από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Αλλά αυτές αρνήθηκαν να δώσουν κάτι στους εργαζόμενους που πλήττονταν περισσότερο σε κάθε επίπεδο. Με άλλα λόγια, αποφάσισαν να παρακρατήσουν τα χρήματα, και όπως φαίνεται, τίποτα σχετικό δεν έχει αλλάξει από τότε.)
Οι εργαζόμενοι κήρυξαν απεργία που διήρκεσε δύο μήνες. Παρά το γεγονός της μακράς απεργίας, κατά την οποία οι αναρχικοί υποστήριξαν τους απεργούς ενάντια στην εκμεταλλεύτρια αστική τάξη, η μεσαία τάξη των μετόχων επαναστάτησε. Τότε οι αναρχικοί κατηγόρησαν τον διευθυντή του εργοστασίου Dolukhanova (που ητα και πρώην υποπρόξενος της Βρετανίας). Και τα δύο γεγονότα προκάλεσαν συμπάθεια μεταξύ του προλεταριάτου και ανάγκασαν τους μετόχους να καταστρώσουν ένα σχέδιο δράσης.
Ωστόσο, ξεκαθαρίστηκε ότι ο Dolukhanov είχε συνδεθεί με το Αρμενικό εθνικιστικό κόμμα Dashnaktsutyun και προφανώς χρηματοδοτούσε τις δραστηριότητές του. Το κόμμα αποφάσισε να πάρει εκδίκηση και σκότωσε τον ηγέτη των αναρχικών, Sarkis Keleshyan (συγγραφέα που με το ψευδώνυμο "Sevuni" έγραψε το βιβλίο "Ο αγώνας για την Αναρχία"). Στη συνέχεια, Αρμένιοι εθνικιστές δολοφόνησαν κάποιους αναρχικούς εργαζόμενους που ήταν πιο ενεργοί. Σε απάντηση στον αγώνα κατά των αναρχικών Αρμένιοι εθνικιστές μπλέχτηκαν σε μια στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση, κατά τον οποίο σκοτώθηκαν 11 εργαζόμενοι, αναρχικοί, και 17 μέλη του κόμματος. Μετά την κηδεία των αναρχικών, οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους στον αγώνα κατά των εθνικιστών, συγκροτήθηκε διαδήλωση χιλιάδων εργαζόμενων.
Ωστόσο, η απεργία και η δραστηριότητα των αναρχικών συνεχίστηκαν. Οι αναρχικές ιδέες επεκτάθηκαν και στη Γεωργία το 1904-1905 ως αποτέλεσμα της επίδρασης των αναρχοκομμουνιστικών ιδεών στον Καύκασο, στο Kutaisi και στο Μπακού. Το Kutaisi τώρα ήταν η κύρια πόλη της δυτικής Γεωργίας. Αναρχικοί πυρήνες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο εργοστάσιο Tobachnoy Piralova και τις εγκαταστάσεις μεταλλικού νερού στο Logidze. Η ομάδα, που ονομαζόταν “Κοινότητα” είχε το δικό της τυπογραφείο, το οποίο είχε απαλλοτριωθεί από κάποιους ντόπιους αστούς, και εκτύπωνε προπαγανδιστικό υλικό. Το 1905 ξέσπασε η επανάσταση στη Μόσχα και αλλού, που είχε τον απόχηό της και στη Γεωργία.
Οι εργαζόμενοι της Γεωργίας κήρυξαν γενική απεργία που παρέλυσε τη βιομηχανία και τους σιδηροδρόμους, μιας και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί καταλήφθησαν από τους εξεγερμένους. Η αγροτιά υποστήριξε επίσης το κίνημα των πόλεων. Οι επαναστατημένοι χωρικοί άρπαξαν τα κτήματα των ιδιοκτητών από τις μονάδες "samoobrony sorzdavali", οι οποίοι οδήγησαν τον ένοπλο αγώνα εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων του τσαρικού καθεστώτος. Όλη η Γεωργία κατελήφθη από αγρότες και άρχισαν διαδικασίες αυτοδιαχείρισης: οι εργαζόμενους πήραν την τύχη τους στα χέρια τους. Οι αναρχικοί συμμετείχαν ενεργά στις εκδηλώσεις αυτές, και το Kutaisi, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της εξέγερσης και την καθιέρωση της προλεταριακής αυτοάμυνας.
Ο στρατηγός του τσαρικού στρατού Alikhanov (ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε από τους επαναστάτες) εισέβαλε στη Γεωργία και άρχισε τα αντίποινα. Η εξέγερση νικήθηκε. Τα τσαρικά στρατεύματα συμπεριφέρθηκαν σαν "bashibubuzuki" (δηλαδή όπως τρομοκρατικά συμπεριφέρθηκαν τα τουρκικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων). Έκαψαν ολόκληρα χωριά, βίασαν γυναίκες, λεηλάτησαν και εκτέλεσαν εν ψυχρώ αντάρτες που είχαν συλληφθεί. Όλα αυτά, όμως, παρέλυσαν έστω και προσωρινά, από το αναρχικό κομμουνιστικό κίνημα στη Γεωργία. Εκείνη την εποχή η επιρροή του αναρχισμού άρχισε να ανεβαίνει και να εξαπλώνεται στην Τιφλίδα, το Βατούμ και το Γκρόζνι (στα εργοστάσια στα κοιτάσματα πετρελαίου).
Στο χωριό Gulgule της ανατολικής Γεωργίας, μερικοί αγρότες υπό την επιρροή της προπαγάνδας των αναρχικών, καθώς και κάποιοι μικρο-ιδιοκτήτες, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην γη, κατέστρεψαν τις περιφράξεις και τα όρια που χώριζαν τα χωράφια και τα αμπέλια, έδιωξαν τις τοπικές αρχές και τα κολεκτιβοποίησαν, ενώ το ίδιο έκαναν με μπαρ και αρτοποιεία της πόλης. Επίσης, απέκτησαν και τον αναγκαίο εξοπλισμό για συλλογική καλλιέργεια. Ωστόσο, μεταξύ των μελών της “Κοινότητας" και της αγροτικής αστικής τάξης, προέκυψε μια διαμάχη. Οι ιδιοκτήτες είχαν σκοτώσει ένα μέλος της “Κοινότητας” και σε απάντηση τέθηε σε εφαρμογή ένα συνολικό μποϋκοτάζ εναντίον των κουλάκων. Αυτό το εγχείρημα διάρκεσε περίπου εννέα μήνες μέχρι που το κατέστρεψε η κυβέρνηση. Οι οργανωτές φυλακίστηκαν, και τα σπίτια της κοινότητας μετατράπηκαν σε στρατώνες των Κοζάκων.
Ωστόσο, η ύπαρξη μιας επιτυχημένης κοινότητας έκανε μεγάλη εντύπωση στους χωρικούς της περιοχής. Εάν το αναρχοκομμουνιστικό κίνημα του Kutaisi δημιουργήθηκε περισσότερο από εργαζόμενους, οι περισσότεροι ήταν φοιτητές από την Τιφλίδα. Πάντως, στα περίχωρα της Τιφλίδας δημιουργήθηκε, επίσης, μια μεγάλη αγροτική οργάνωση αναρχικών, που αποτελείτο από αγρότες. Οι αναρχικοί στην Τιφλίδα έκαναν μια πολύ αποτελεσματική προπαγάνδα. Με τα χρήματα που προέρχονταν από τις απαλλοτριώσεις ιδιοκτησιών της αστικής τάξης, αγοράστηκε ένα τυπογραφικό πιεστήριο και εκδόθηκε η εφημερίδα "Musha" (“Εργασία”), εκδότης της οποίας ήταν ο αναρχικός κομμουνιστής Shalva Gogel.
Πέρα από το θεωρητικό περιοδικό "Nabat" (“Συναγερμός”) που κυκλοφορούσε τακτικά, κυκλοφόρησαν και πολυάριθμα φυλλάδια περιγράφοντας τις κοινωνικές θεωρίες και τις φιλοσοφικές και οικονομικές ιδέες των αναρχικών. Στην Τιφλίδα έδρευε η "СВОБОДА" (“Ελευθερία”), μια αυτόνομη αναρχική εκδοτική επιτροπή
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των αναρχικών ήταν οι μαχητικές επιχειρήσεις κατά των αρχών. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς τρομοκράτες που επιδίωκαν τη δολοφονία μόνο των βασιλιάδων, οι αναρχικοί πραγματοποιούσαν επαναστατική δραστηριότητα, κυρίως ενάντια στην αστική τάξη και τους διευθυντές εργοστασίων, που ήταν ένοχοι για τη βάναυση εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων.
Μεταξύ των αναρχικών στρατιωτικού τύπου δράσεων στην Τιφλίδα, αυτή που έχει μείνει είναι η απαλλοτρίωση, μαζί με τους αγωνιστές των Κοινωνικο-Φεντεραλιστών, στην επαρχία Tiflistskoy Dusheti, τον Οκτώβρη του 1907, 250.000 ρουβλίων (πάρα πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή).
Πιθανώς, η αδυναμία του αναρχικού κινήματος στη Γεωργία την εποχή εκείνη ήταν η έλλειψη μιας οργανωμένης δομής. Εν ολίγοις, στη Ρωσία, στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρχαν πολλά σημαντικά κέντρα εξάπλωσης των αναρχοκομμουνιστικών ιδεών: Bialystok, Μπακού, Kutaisi και τμήματα της Σιβηρίας.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι ήταν νέοι αναρχικοί, που πάλευαν ενάντια στην εκμετάλλευση των από πάνω (10 έως 18 ώρες την ημέρα, για ένα ξεροκόμματο και χωρίς βασικές κοινωνικές εγγυήσεις για την κοινωνική πρόνοια), καθώς και την τρομοκρατία της κυβέρνησης. Σε συνθήκες φτώχειας, συνεχούς ταπείνωσης της καθημερινής ζωής και βάρβαρης καταστολής, η τσαρική κυβέρνηση απαντούσε βίαια σε οποιαδήποτε προσπάθεια των εργαζομένων για την προάσπιση των συμφερόντων τους, και έτσι τα σαμποτάζ και οι μαχητικές δράσεις ήταν συχνά ο μόνος τρόπος να δωθεί μια κατάλληλη απάντηση στη βία. Κυρίως προλεταριακής σύνθεσης, το αναρχικό κομμουνιστικό κίνημα, στην πραγματικότητα, ήταν απόρροια ενός υπερήφανου λαού, που υπερηφανευόταν για το ότι δεν ήθελε να είναι ένας μισθωτός σκλάβος υπό το μαστίγιο του αφέντη.
Σχετικός σύνδεσμος: http://rkas.org.ua/forum/viewtopic.php?f=6&t=97
*Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.
Μια ομάδα αναρχικών της εποχής. Από αριστερά προς δεξιά: Sandro Gabunia, George (Team) Gogel, Varlam Cherkezishvili. Καθιστοί: Archil Straume, Michael (Mihako) Tsereteli. Στο κέντρο: George Dekanozishvili. Φώτο: David Ermakov.