Στις αρχές Μαΐου 1899, η εφημερίδα «Νεολόγος» της Πάτρας άρχισε να πληροφορεί τους αναγνώστες για ό,τι είχε σχέση με μια σειρά κλοπών και ληστειών, αρχής γενομένης από την κλοπή σε βάρος κάποιου Παπανδροπούλου. Να επισημανθεί ότι ιδιαίτερα η εφημερίδα αυτή ήταν αρκετά σκανδαλοθηρική για τα μέτρα της εποχής, αφού δεν υπήρχε έκδοσή της που να μη δημοσιευόταν με κάθε λεπτομέρεια οποιοδήποτε γεγονός κλοπής, ληστείας και παρόμοιων πράξεων.
Άρχισαν οι συλλήψεις και ανακρίσεις για την υπόθεση και ο «Νεολόγος» έδωσε μεγάλη δημοσιότητα σ’ αυτές. Συνελήφθησαν διάφορα άτομα, ενώ άλλοι κλήθηκαν να καταθέσουν. Δηλώσεις έκανε και ο τότε πρωθυπουργός Θεοτόκης. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Κ. Τσικρικάς (ή Δημητρόπουλος ή Κωστάλας ή Αϊβαλιώτης), από τον οποίο άρχισε να ξετυλίγεται ένα κουβάρι που οδήγησε σε αποκαλύψεις και συλλήψεις.
Ο Κ. Τσικρικάς αποδείχθηκε αρχηγός πολυμελούς συμμορίας κλεπτών με πολύπλευρή δράση, όχι μόνο στην Πάτρα, αλλά και σε άλλες πόλεις της χώρας. Αρχικά, ανάμεσα στους διάφορους υπόπτους και συλληφθέντες τα ονόματα των οποίων παρήλασαν από την αστυνομία ήταν και αυτό του αναρχικού Αριστείδη Αγαλλόπουλου, ράφτη στο επάγγελμα, ο οποίος ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αριστ. Αγαλλόπουλος ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας «Σοσιαλιστής» του Σ. Καλλέργη και, αργότερα, ήταν ανάμεσα στους δέκα εκείνους αναρχικούς που έστειλαν επιστολή στο Νέον Φως (τεύχος 17, 31 Ιανουαρίου 1899) εναντίον των εκλογών. Αλλά, από πλευράς αναρχικών, το όνομα που ήταν πρώτο στη σειρά των υπόπτων ήταν του Νικολάου Λιόπετα, ο οποίος συμμετείχε στην εν λόγω συμμορία και ήταν αυτός από τον οποίο άρχισε να ξετυλίγεται το «κουβάρι» της όλης υπόθεσης. Ο Νικόλαος Λιόπετας, ξυλουργός στο επάγγελμα, συνυπόγραψε επίσης την αντιεκλογική επιστολή που εστάλη στο Νέον Φως και παρατίθεται στο επόμενο κεφάλαιο.
Η σύλληψη και αποκάλυψη του ονόματος του Ν. Λιόπετα ως συμμετέχοντος στη συμμορία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην κοινωνία και στους αναρχικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της Πάτρας, γιατί από πολλούς θεωρούνταν παράδειγμα κοινωνικού αγωνιστή:
Ως σοσιαλιστής ήτο επιθετικώτατος εις τας συζητήσεις, δεικνύμενος βαθύς γνώστης και λίαν μελετημένος των αρχών τούτων, απομνημονεύων ενίοτε ολόκληρους περικοπάς εκ στήθους εκ των κοινωνιστικών συγγραμμάτων και αναφέρων πλείστα ονόματα επιφανών Ευρωπαίων σοσιαλιστών. Οσάκις δε μεταξύ των συζητητών του αντελαμβάνετο τινας μη εννοούντας ή μη στέργοντας ν’ ασπασθώσι τας αρχάς, ας ανέπτυσσεν, εδυσφόρει εις άκρον και τους ήλεγχεν, ότι δεν εννοούσι τον προορισμόν των και ότι είνε προωρισμένοι εκ της οκνηρίας και αβελτηρίας των να μην ανακύψωσι ποτέ εκ της κακοδαιμονίας και αθλιότητος.
Aκόμα και η εφημερίδα «Νεολόγος» γράφει:
Έπασχεν ου μόνον υπέρ των δυστυχών, αλλ’ ο νους αυτού εξετείνετο και πέραν έτι, περιλαμβάνων εν συνόλω την ανθρωπότητα εν γένει.
Στην κατοχή του Λιόπετα βρέθηκε ογκώδες σημειωματάριο στο οποίο περιγράφονταν λεπτομερώς τα σχετικά με όλες σχεδόν τις κλοπές και τα μέλη της συμμορίας καθώς και διάφορα κλοπιμαία, κυρίως τιμαλφή. Από σχετική έρευνα φαίνεται ότι ο Λιόπετας είχε αγανακτήσει από το παρατεταμένο κυνηγητό των αναρχικών από το κράτος. Ήταν εργάτης ξυλουργός, με τέσσερα μικρά παιδιά και δεν άντεξε άλλο έναν αγώνα στον οποίο ακόμα και η διακίνηση ιδεών ήταν παράνομη. Μετά το δεύτερο κύμα καταστολής (αρχές του 1898), αποφάσισε να συνδεθεί με τn συμμορία του Κωστάλα, να κοιτάξει περισσότερο τον εαυτό του, και να αρχίσει να παίρνει πίσω από σπίτια πλουσίων αυτά που του έκλεβαν από την εργασία του. Η έκπληξη από την τοπική κοινωνία ήταν μεγάλη. Στις 19 Μαΐου 1899, η εφημερίδα Νεολόγος γράφει χαρακτηριστικά ότι …
παρά των πολλών εθεωρείτο η σύλληψίς του, αδικαιολόγητος, καθόσον ούτος διεκρίνετο επί τιμιότητι ως εργάτης και επί χαρακτήρι, ως άτομον, απολαύων ένεκα τούτου υπολήψεως μεταξύ των γνωστών του.
Μόλις συνελήφθη, ο Λιόπετας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πίνοντας αρσενικό και μεταφέρθηκε φρουρούμενος στο νοσοκομείο. Είπε ότι μετάνιωσε και θα τα έλεγε όλα, κάτι που έκανε. Στην ανάκρισή του, είπε ότι η συμμορία ήταν οργανωμένη με διακλαδώσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Σύρο, Μεσολόγγι, Πύργο, Κόρινθο και αλλού, στο δε εξωτερικό σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και αλλού.
Στο μεταξύ, ο Α. Αγαλλόπουλος απορεί γιατί τον κατηγορούν:
Διατί με κατηγορούν, δεν δύναμαι ακόμη να εννοήσω. Εν τη ανακρίσει ηρωτήθην αν γνωρίζω τον Κωστάλαν· είπον και είνε αληθές ότι κάπου τον εγνώρισα, αλλ’ ουδέποτε έσχον συναναστροφήν, ούτε έφαγα, ούτε συνεζήτησα, ούτε καφέ μετ’ αυτού επήρα ποτέ. Εξ αρχής μοι έκαμε κακήν εντύπωσιν ο άνθρωπος αυτός και τον απέφευγον πάντοτε. Τα περί της εν Αιγίω κλοπής άτινα αναγιγνώσκω εν ταις εφημερίσιν ότι ενέχομαι είνε όλως ανυπόστατα, ούτε έχω καν ιδέαν τινά περί αυτής.
Υπήρξα σοσιαλιστής και πρεσβεύω ακόμη τας κοινωνιστικάς αρχάς, αλλ’ ούτε κλέπτης ούτε κακούργος είμαι· ό,τι είπον υπέρ των αρχών τούτων, το είπον δημοσία και εν πλήρει πεποιθήσει, ότι είνε σύστημα προοδευτικόν και σωτήριον δια την ανθρωπότητα. Έπεται λοιπόν εκ τούτου, ερωτώ, ότι πρέπει να καλούμαι υπό της δικαιοσύνης και να προφυλακίζωμαι δια … ό,τι γίνεται, δια κάθε ψύλλου πήδημα; Υψώσατε παρακαλώ φωνήν, διότι υποφέρω διττώς· υποφέρω ηθικώς και υλικώς.
Σκέπτομαι δε και θα κάμω αύριον αίτησιν προς τον κ. Εισαγγελέα ίνα μοι χορηγήση τα έξοδα τουλάχιστον της διατροφής μου ή δ’ άλλως θ’ αυτοκτονήσω.
Τελικά, σύμφωνα με το σχετικό Βούλευμα παραπέμφθηκαν σε δίκη οκτώ άτομα μεταξύ αυτών και οι Ν. Λιόπετας και Α. Αγαλλόπουλος, αν και από το ίδιο Βούλευμα προκύπτει ότι ο Αγαλλόπουλος δεν συμμετείχε στη συμμορία, απλώς ήταν φίλος μερικών μελών της στα οποία προσέφερε προστασία και άσυλο από την καταδίωξη από την αστυνομία:
…τον δε Αριστείδην Αγαλλόπουλον, ότι συνεννοηθείς προηγουμένως μετά των άνω αυτουργών περί βοηθείας ην ήθελε παρέξει εις αυτούς μετά την άνω κλοπήν, εχορήγησε την τοιαύτην βοήθειαν αποκρύψας αυτούς από τας ερεύνας της αρχής και παρεμβάς προς συμβιβασμόν και ειρηνικήν μεταξύ των δραστών διανομήν των κλοπιμαίων.
Αλλά, στο μεταξύ, ο Ν. Λιόπετας, πέθανε στη φυλακή, χωρίς να γνωρίζουμε τις συνθήκες του θανάτου του. Γράφει ο Νεολόγος (7 Δεκεμβρίου 1899) αρκετά ειρωνικά:
Ο Λιόπετας υπήρξε μαθητής μετά του Μάτσαλη Σχολής ψευδοκοινωνιστικής και κατέληξαν ο μεν Μάτσαλης εις την δολοφονίαν, ο Λιόπετας εις τας διαρρήξεις των χρηματοκιβωτίων. Και ο Λιόπετας απεπειράθη αυτοκτονίαν, ως ο Μάτσαλης, αλλ’ απέτυχε.
Πιστεύομεν ότι οι κοσμήσαντες τον τάφον του Μάτσαλη δια στεφάνων και δι’ άνθεων ευόσμων, θα κατακοσμήσουν και του Λιόπετα το μνήμα, του άλλου τούτου προσφιλούς μαθητού. Δεν λέγομεν ότι το τοιούτον ενέχει πολλήν σημασίαν, καλόν είναι όμως η Αστυνομία να παρακολουθήση τα διαβήματα εκείνων, οίτινες έχουν τόσον τρυφερόν αίσθημα προς τοιαύτας υπάρξεις χάριν ψυχολογικών μελετών.
Τη στιγμή αυτή απέδρασε από τις φυλακές ο Κωστάλας, ενώ συνελήφθη εκ νέου ο Αγαλλόπουλος (που είχε αφεθεί ελεύθερος και απαλλαγεί με βούλευμα), επειδή (σύμφωνα με τον Τύπο) ήταν ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο είχε θεαθεί ο δραπέτης στη φυλακή κατά το επισκεπτήριο. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχουν κάποια άλλα στοιχεία για να δούμε πώς συνεχίστηκε η όλη υπόθεση. Εκείνο, όμως, που είμαστε σε θέση να πούμε είναι ότι η συμμετοχή του Λιόπετα στη συμμορία και η βοήθεια που προσέφερε ο Αγαλλόπουλος χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος και τους διωκτικούς μηχανισμούς για να δυσφημίσουν τις σοσιαλιστικές και αναρχικές ιδέες. Ωστόσο, δεν βλέπουμε από τα στοιχεία που έχουμε να εγκαινιάστηκε μια νέα μαζική καταστολή σε βάρος της ήδη αδύνατης αναρχικής ομάδας της Πάτρας.
*Από το Τρίτο Κεφάλαιο με τίτλο "Η 'Επί τα Πρόσω' της Πάτρας" του βιβλίου "Ο Ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - Για μια ιστορία του αναρχικού κινήματος στον 'ελλαδικό' χώρο", εκδόσεις Κουρσάλ, Ιούνης 2017.
Συνεχίζεται