Νικόλαος Κονεμένος*
To παράδειγμα του φόνου προέρχεται από την ίδια τη φύση, η οποία σκοτώνει με μια ωμότητα που εμείς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, όλα τα δημιουργήματά της. Η φύση καθόλου δεν υπολογίζει τα νιάτα, την ομορφιά του σώματος ή της ψυχής, τις ανώτερες ιδιότητες του πνεύματος. Κουφή, άσπλαχνη, ανεξάντλητη, καθόλου δεν υπολογίζει τον πόνο και το κλάμα των φίλων, των συγγενών, των ερωτευμένων. Καθόλου δεν υπολογίζει τον πόνο μιας μάνας, της οποίας κλέβει το παιδί.
Μεγάλος αριθμός από εξέχοντες ανθρώπους, ικανούς (για να μην πούμε προορισμένους) να χρησιμεύσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ανθρωπότητα, η φύση τους δολοφόνησε σε όλες τις εποχές, στο ξεκίνημα της ευγενικής τους καριέρας. Το μισό του ανθρώπινου γένους, ίσως περισσότερο από το μισό, πεθαίνει πριν να φτάσει σε ηλικία να μπορεί να γνωρίζει και να χαίρεται τον κόσμο. Αλλά η φύση, η οποία μας έδωσε την ύπαρξη, δεν ξεπλήρωνε κάποιο χρέος δίνοντάς την σε μας. Υπήρξε ένα δώρο ή, καλύτερα, ένα δάνειο, που η φύση έχει το δικαίωμα να αποσύρει όταν νομίζει, εφόσον κάτω από μια τέτοια συνθήκη μας έκανε το δώρο. Αλήθεια είναι ότι, η φύση δεν μας προειδοποίησε ούτε ρώτησε αν θα θέλαμε να δεχτούμε, αλλά είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι μας συμφέρει αυτή η διαπραγμάτευση, γιατί αν δεν ήταν έτσι, θα ήταν εύκολο για τον καθένα από μας να επιστρέψει το δώρο ή το δάνειο πριν του ζητηθεί. Και εκείνοι ακόμη που κατ’ εξαίρεση το επιστρέφουν με τη θέλησή τους, πριν την ώρα τους, δεν το επιστρέφουν παρά μόνο αφού το χάρηκαν για κάποιο χρόνο, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας.
Η φύση δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στη ζωή ενός ανθρώπου, ο καλύτερος να ‘ναι, και τη ζωή του τελευταίου ανάμεσα στα ζώα ή τα φυτά. Απ’ αυτό θα ‘πρεπε να συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος, αντίθετα μ’ αυτό που φαντάζεται, δεν έχει καμία απόλυτη αξία, αλλά μόνο μια σχετική αξία συγκριτικά με τα άλλα ζώα, σαν αυτή που έχουν αυτά συγκριτικά το ένα με τ’ άλλο. Εάν ο άνθρωπος είχε μια απόλυτη αξία, η φύση θα τον είχε σεβαστεί. Όχι μόνο δεν θα τον σκότωνε, αλλά ούτε θα τον υποδούλωνε σε ταπεινές και υποβαθμιστικές ανάγκες σαν αυτές που έχουν όλα τα ζώα. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα μας φαίνεται πολύ μεγάλη και, ίσως, δεν έχουμε άδικο, θεωρώντας ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη λογική την οποία στερούνται τα ζώα. Αλλά πόση ακόμη διαφορά δεν υπάρχει ανάμεσα στα ένστικτα ενός σκύλου π.χ. και ενός γαϊδάρου! Εγώ θεωρώ - και πάνω σ’ αυτό δεν έχω καμία αμφιβολία - ότι έχουμε μεγαλύτερη διαφορά και ότι υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ σκύλου και γαϊδάρου παρά μεταξύ γαϊδάρου και αμέτρητων ανθρώπων. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη λογική κι, ωστόσο, πιστεύει στα τυφλά, χωρίς να έχει ή να θέλει να ψάξει ή να ζητάει τις αποδείξεις στα πιο περίεργα ή παράλογα πράγματα. Ενώ, από την άλλη πλευρά, δεν είναι ικανός να κατανοήσει τα πιο απλά και τα πιο φυσικά πράγματα. Και συχνά καταλαβαίνει, αφού περάσουν πολλά χρόνια ή αιώνες και αφού έγιναν μεγάλες προσπάθειες από εξέχοντες ανθρώπους και αφού ειπώθηκαν και γράφτηκαν, επαναλήφθηκαν σε όλες τις μορφές, τόσα και τόσα πράγματα κι αφού χρησιμοποιήθηκαν χωρίς καμία πραγματική ανάγκη τόσα και τόσα επιχειρήματα, για να μπορέσει στο τέλος ο άνθρωπος να εννοήσει και να αποφασίσει να αποδεχτεί μια στοιχειώδη αλήθεια και να κάνει έτσι ένα βήμα μπροστά στο δρόμο του πολιτισμού. Και πάλι όχι όλοι οι άνθρωποι, γιατί το μεγαλύτερο μέρος δεν καταλαβαίνει ποτέ τίποτε, αλλά σέρνονται κατά κάποιο τρόπο, αναγκασμένοι, στην αρχή, από το παράδειγμα των άλλων και, ύστερα, από τη δύναμη μιας περισσότερο ή λιγότερο μακρινής συνήθειας.
Υπάρχουν άνθρωποι σε κάθε χώρα, έξυπνοι και μορφωμένοι, οι οποίοι επιμένουν, με ένα εντελώς αυθαίρετο πείσμα, στις διάφορες ιδέες τους και σε κάθε είδος προκατάληψη και επιμένουν μέχρι να πεθάνουν. Ας αφήσουμε κατά μέρος τους αμαθείς ή τους λιγότερο έξυπνους. Η επανάληψη και η συνήθεια ασκούν τέτοια επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, ώστε να μην του επιτρέπουν να ξεχωρίζει το καλό απ’ το κακό, την αλήθεια από το ψέμα, έτσι ώστε αυτός να μην διαφέρει από τ’ άλλα ζώα, τα οποία στερούνται λογικής, αλλά δεν εμπίπτουν στα λάθη, τις βλακείες, τις ασυνέπειες, στις οποίες πολλές φορές εμπίπτει ο λογικός άνθρωπος. Τι είδους λογική, αναρωτιέμαι, είναι εκείνη για την οποία περηφανεύεται ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος, τουλάχιστον αυτός που ζει σε κοινωνία, έχει κατά πολύ ή λίγο την αίσθηση της ισότητας και της υποχρέωσης. Αγανακτεί για κάθε αδικία που γίνεται εις βάρος άλλων, ιδιαίτερα αν πρόκειται για κλεψιά ή σφετερισμό. Αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει, όταν του παρουσιαστεί η ευκαιρία, να κλέψει ή να σφετεριστεί. Και στις έριδες των άλλων αυτός εκφράζει αυστηρή, αλλά σωστή, κρίση, που, όμως, δεν θα εξέφραζε αν αυτός βρισκόταν στη θέση αυτού που καταδικάζει. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα προσπαθούσε με ψεύτικα επιχειρήματα να πείσει τους άλλους και να πείσει ακόμη και τον εαυτό του ότι, το δίκιο βρίσκεται με το μέρος του και το άδικο στην πλευρά του αντιπάλου του. Θεωρεί τους Μονάρχες ιερά πρόσωπα και σαν τέτοιους τους σέβεται και τους τιμά. Αλλά, την ίδια στιγμή, τους βρίζει και τους κρεμάει, χωρίς γι’ αυτό να σταματήσει να τους σέβεται. Αγαπάει τα παιδιά του και φροντίζει γι’ αυτά. Συχνά, όμως, κατά γενικό κανόνα, ο πατέρας δεν νοιάζεται και εγκαταλείπει εκείνα που απέκτησε χωρίς να έχει πάρει την άδεια και την σύμφωνη γνώμη μερικών άσχετων.
Απ’ την άλλη πλευρά, η κοινωνία, στους κόλπους της οποίας ζει, δεν βλέπει τίποτα το περίεργο σε μια τέτοια συμπεριφορά. Έχει συγγενείς και στενούς φίλους, συντρόφους της παιδικής ηλικίας, με τους οποίους τον ενώνουν κοινές αρχές και αισθήματα, συγγενείς και φίλους άπορους, ζητιάνους, μερικές φορές έχει αδέλφια, παιδιά της ίδιας μάνας, για τους οποίους δεν ενδιαφέρεται καθόλου, για το μοναδικό λόγο ότι δεν βρήκε ένα άρθρο στον αστικό κώδικα που να τον υποχρεώνει να φροντίζει και γι’ αυτούς όσο του είναι δυνατό. Είναι σε προχωρημένη ηλικία, ξέρει και δεν έχει αμφιβολία ότι μετά πέντε ή δέκα ή δεκαπέντε χρόνια θα πεθάνει. Έχει εξασφαλίσει για όλα αυτά τα χρόνια τα μέσα επιβίωσης και ακόμη περισσότερα. Δεν έχει παιδιά ούτε φίλους ούτε συμπολίτες που να αγαπάει και να ενδιαφέρεται για την τύχη τους και, παρ’ όλα αυτά, είναι τσιγκούνης και προσπαθεί με όλα τα μέσα, νόμιμα και παράνομα, να αυξήσει ακόμη περισσότερο την περιουσία του και τα έσοδά του, αρνούμενος να προστρέξει σε βοήθεια οποιουδήποτε θα του ζητούσε κάτι.
Οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα τον άνδρα και τη γυναίκα θεωρούνται ιερές και, την ίδια στιγμή, άσεμνες ή αστείες ή γελοίες. Ως ιερές έχουν την ευλογία του παπά. Ως άσεμνες κρύβονται με επιμέλεια. Ως αστείες και γελοίες συζητιούνται άμεσα με άνοστους υπαινιγμούς που φέρνουν γέλια στους συγκεντρωμένους.
Ο άνθρωπος δέχεται προσβολές και για ικανοποιηθεί για την προσβολή καλεί τον υβριστή σ’ έναν αγώνα με σπαθί ή πυροβόλο όπλο, υποστηρίζοντας ότι αυτό απαιτεί η τιμή και η ευθυκρισία. Ο άλλος αναγνωρίζει το σωστό του επιχειρήματος, αναγνωρίζει ότι με όλο του το δίκιο ο προσβεβλημένος παραπονιέται και γι’ αυτό του οφείλεται επανόρθωση και μην έχοντας τίποτα ν’ αντιπαραθέσει ώστε ν’ αποφύγει, μη βρίσκοντας άλλο μέσο με το οποίο θα μπορούσε ν’ αποδώσει την οφειλόμενη ικανοποίηση (κατ’ ανάγκη φτάνει σ’ αυτά τα συμπεράσματα), αποδέχεται γι’ αυτό την πρόσκληση. Καθένας απ’ αυτούς καλεί δυο μάρτυρες, που εύκολα βρίσκει ανάμεσα στους φίλους του, οι οποίοι, αναγνωρίζοντας εξίσου το σωστό της προκείμενης υπόθεσης και αδυνατώντας ν’ αντισταθούν στα επιχειρήματα των δυο αντιπάλων (αναγκαίο συμπέρασμα) και γι’ αυτό αποδέχονται να υπηρετήσουν ως μάρτυρες του αγώνα. Συνήθως και κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας ανάμεσα στα δυο μέρη, στην πρώτη πληγή, σοβαρή ή ελαφριά, του ενός απ’ τους δυο αντιπάλους, θεωρείται ότι δόθηκε ικανοποίηση και ο προσβεβλημένος κατευθύνεται πανευτυχής στο νοσοκομείο, εάν δηλαδή ήταν αυτός ο πληγωμένος κ.λπ.
Αυτά τα παραδείγματα που ανέφερα εδώ δεν αφορούν άγριους ή βάρβαρους λαούς ούτε τον αμαθή και ανόητο όχλο, αλλά την ανώτερη τάξη, τη μορφωμένη και προηγμένη τάξη της κοινωνίας μας.
Κι εγώ ρωτάω για δεύτερη φορά. Τι είδους λογική είναι εκείνη για την οποία περηφανεύεται τόσο ο άνθρωπος; Και πόσο, με βάση αυτή τη λογική, είναι δικαιολογημένος να υποστηρίζει ότι είναι ανώτερος απ’ το γάιδαρο; Εγώ ομολογώ ότι, όσο μ’ αφορά, ότι θα προτιμούσα να ήμουν ένα ζώο, π.χ. ένας αετός ή ένα ελάφι κ.λπ., παρά να είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος απ’ αυτούς που ανέφερα πριν. Αλλά υπάρχουν και ανώτεροι άνθρωποι, υπάρχουν εξέχοντες άνθρωποι. Υπάρχουν, η φύση, όμως, δεν σέβεται τους μεν από αγάπη για τους δε ούτε κάνει διάκριση ανάμεσα στους μεν και στους δε. Και η απόσταση ανάμεσα σ’ έναν εξαίρετο κι έναν κοινό άνθρωπο, ενώ είναι τεράστια, είναι ταυτόχρονα ελάχιστη.
Πάντα ο εξέχων άνθρωπος, από γηρατειά και συχνά από αρρώστια ή από ελαφρά νευρική διαταραχή, ξεπέφτει οριστικά σε κοινό ανώτερο άνθρωπο. Συχνά, για τις ίδιες αιτίες, ξεπέφτει σε κοινό κατώτερο άνθρωπο. Γι’ αυτό, όσον αφορά την ευφυΐα του, οι μεγάλες εφευρέσεις και ανακαλύψεις οφείλονται σε τυχαία γεγονότα και πειράματα, όχι μόνον ενός, αλλά πολλών διαδοχικά ανθρώπων και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είναι και δεν λέγονται μεγάλες εκείνες οι εφευρέσεις και ανακαλύψεις αναφορικά με τις μικρές και σχετικά με τις ιδέες μας και το κέρδος που βγάλαμε. Αληθινά μεγάλη και ευεργετική εφεύρεση θα ήταν αν ο άνθρωπος έβρισκε τον τρόπο να μην πεθαίνει ή, τουλάχιστον, να μην γερνάει, πεθαίνοντας μόνο από κάποια αρρώστια ή από κάποιο άλλο ατύχημα. Εάν είχε βρει τον τρόπο ν’ ανεβαίνει στο φεγγάρι και στους άλλους πλανήτες ή τουλάχιστον αν είχε καταφέρει να τελειοποιήσει το τηλεσκόπιο σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξεχωρίζει καθαρά τα ζώα ή τα άλλα αντικείμενα που υπάρχουν στην επιφάνεια των ουράνιων σωμάτων.
Αλλά ο άνθρωπος, δυστυχώς, δεν μπόρεσε ακόμη να βρει τα για να θεραπεύει τις διάφορες αρρώστιες που τον βασανίζουν στα γηρατειά και στα νιάτα, οι οποίες πολλές φορές τον οδηγούν πριν την ώρα του στον τάφο. Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ακόμα να βρει τον τρόπο ώστε να λύνει τα διάφορα κοινωνικά ζητήματα και να ξεφύγει απ’ τη φτώχεια, τη δουλεία και την τυραννία και απ’ όλων των ειδών τα βασανιστήρια, στα οποία είναι καταδικασμένος. Αυτά τα κακά μόνος του τα δημιούργησε για τον εαυτό του και δεν έχει το δικαίωμα να μέμφεται τη φύση. Τι είναι συγκριτικά μ’ αυτά τα κακά η εφεύρεση του ατμού ή του τηλέγραφου ή εκείνη του μπαρουτιού ή η ανακάλυψη της Αμερικής και των άλλων άγνωστων περιοχών του πλανήτη μας; Το να λαμβάνεις τις ειδήσεις, πολιτικές ή εμπορικές, απ’ τις μακρινές χώρες μια βδομάδα ή ένα μήνα ή δύο αργότερα δεν θα ήταν και μεγάλη ζημιά πιστεύω εγώ. Όσον αφορά τα εμπορικά νέα, δεν θα υπήρχε κίνδυνος ούτε η περίπτωση να πεθάνει κάποιος της πείνας γι’ αυτό. Η ιστορία τουλάχιστον δεν αναφέρει κανένα λαό που να εξολοθρεύτηκε εξαιτίας της έλλειψης του τηλέγραφου, επειδή δεν έφθασαν έγκαιρα από τις μακρινές χώρες τα νέα.
Ο τηλέγραφος είναι μια πολυτέλεια, που μαζί με τόσες άλλες μας επέβαλαν οι κερδοσκόποι. Όσο για τις πολιτικές ή άλλες ειδήσεις, ποτέ να μη μάθουμε τι συμβαίνει στο φεγγάρι, δεν το θεωρούμε μεγάλη απώλεια ούτε αισθανόμαστε δυστυχισμένοι γι’ αυτό. Όπως τόσα άλλα πράγματα είναι κι αυτό μια συνήθεια. Εάν είχαμε συνηθίσει να λαμβάνουμε κάθε μέρα ειδήσεις απ’ το φεγγάρι και τους άλλους πλανήτες και μετά μας έλεγαν ότι ήταν ένα λάθος, μια πολυτέλεια, πόσο σκληρό θα μας φαινόταν! Ούτε η αγάπη που τρέφουμε για την ανθρωπότητα είναι τέτοια που να δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την περιέργειά μας και την ανυπομονησία μας. Κι αν ένας στρατηγός, εκμεταλλευόμενος τον τηλέγραφο και δεχόμενος έγκαιρα ενισχύσεις, κέρδιζε μια μάχη, αυτό δεν πρέπει να καταμετρηθεί στα κέρδη, θεωρώντας ότι ο εχθρός (αντίπαλος στρατηγός) έχασε τη μάχη ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Το ίδιο ισχύει εάν ένας έμπορος, εκμεταλλευόμενος τον τηλέγραφο, έβγαλε κέρδη εις βάρος των άλλων εμπόρων. Κι αν ένας άνθρωπος, ειδοποιημένος διαμέσου του τηλέγραφου, έφευγε γρήγορα, φτάνοντας έγκαιρα ώστε να αγκαλιάσει τον ετοιμοθάνατο γονέα ή το παιδί του, ένας άλλος άνθρωπος, μολονότι ειδοποιήθηκε, δεν έφτασε έγκαιρα, χάνοντας χρόνο και έξοδα, ενώ ένας τρίτος, αν κι έφτασε γρήγορα, είχε λόγους να μετανιώσει που βιάστηκε τόσο πολύ, έχοντας βρει εκτός κινδύνου το αγαπημένο πρόσωπο. Έτσι ώστε η επιτυχία του πρώτου ν’ αντισταθμίζεται από την αποτυχία των άλλων δυο και ούτω καθεξής.
Δεν θέλω να πω ότι συνολικά ο τηλέγραφος δεν είναι καλός ή δεν είναι ευεργετικός, αλλά ότι πάντα είναι μια πολυτέλεια.Και σε χώρες όπου λείπουν πολλά άλλα πράγματα, ασύγκριτα πιο χρήσιμα και αναγκαία, ο τηλέγραφος θ’ αποτελούσε τέτοια αντίθεση που δίκαια θα προκαλούσε χαμόγελα. Ούτε θα ήταν μεγάλη ζημιά για τους κατοίκους μιας χώρας, εάν όσοι απ’ αυτούς ταξιδεύουν έφταναν στον προορισμό τους μια βδομάδα ή ένα μήνα ή δύο αργότερα. Όσον αφορά τους κινδύνους, είναι κοινά αποδεκτό ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες ατυχήματος για εκείνους που ταξιδεύουν με ατμόπλοια ή με το σιδηρόδρομο παρά γι’ αυτούς που ταξιδεύουν με τα πανιά ή με τις άμαξες. Ας προσθέσουμε ότι η μεγάλη διευκόλυνση στις επικοινωνίες, μαζί με τα πλεονεκτήματα, έφερε και μερικά αρνητικά, τα οποία είναι περισσότερα από τα πλεονεκτήματα: εξαιτίας εκείνης της ευκολίας εισήχθηκε η πολυτέλεια, πολλαπλασιάστηκαν οι ανάγκες, αναπτύχθηκε κάθε είδους διαφθορά, κάθε χώρα εκτέθηκε σ’ όλων των ειδών τις κολλητικές αρρώστιες. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που, κατά τη γνώμη μου, έφερε μια τέτοια διευκόλυνση στις επικοινωνίες, είναι ότι οι φτωχοί εργάτες, που δεν βρίσκουν δουλειά στη χώρα τους, μπορούν σ’ ελάχιστο χρόνο και με λίγα έξοδα να μεταφερθούν σε άλλες χώρες και να βρουν δουλειά. Γι’ αυτό, θα συμβούλευα να προστεθεί στις τρεις κατηγορίες θέσεων των τρένων μια τέταρτη που δεν θα διαφέρει από την τρίτη παρά μόνο στην τιμή, περιορισμένη στο μισό, και για αντιστάθμισμα ν’ αυξηθεί η τιμή στην πρώτη θέση, που προορίζεται για δύο τάξεις ανθρώπων: πρώτον, τους πρίγκιπες και τους μεγάλους αξιωματούχους και δεύτερον, τους ηλίθιους, ανεξάρτητα αν είναι φτωχοί ή πλούσιοι.
Μ’ ένα τέτοιο μέτρο θ’ ανακουφιζόταν η τάξη των φτωχών εργατών και άλλων που χρειάζονται βοήθεια. Ταυτόχρονα, θα βολευόταν μια άλλη τάξη, εκείνη των καλομαθημένων (ή κακομαθημένων αν θέλετε), πολλοί από τους οποίους, μην μπορώντας να πληρώσουν μια δεύτερη θέση, είναι υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν καθισμένοι δίπλα σε βρώμικους και από πολλές απόψεις ενοχλητικούς ανθρώπους.
Επιπλέον, θα συμβούλευα να προστεθεί στα προορισμένα για τους βιαστικούς κινούμενα τρένα κι ένα άλλο για εκείνους που δεν βιάζονται, που ταξιδεύουν για ευχαρίστηση ή από όχι και τόσο επείγοντα ενδιαφέροντα, για τους οποίους θα ήταν αδιάφορο, με την προϋπόθεση ότι έχουν τις ανέσεις τους στη διάρκεια του ταξιδιού, να φθάσουν μερικές ώρες ή μερικές μέρες αργότερα (ανάλογα με την απόσταση) στον προορισμό τους. Να προσέθεταν ένα τρένο που θα κινούνταν με τη μισή από τη συνηθισμένη ταχύτητα και θα έκανε μεγαλύτερης διάρκειας στάσεις από τις συνηθισμένες, τουλάχιστον μερικούς σταθμούς. Εκτός του ότι θα λιγόστευαν πολύ οι πιθανότητες για καταστροφικά ατυχήματα, οι ταξιδιώτες θα είχαν χρόνο να γευματίσουν με την άνεσή τους, ν’ αναπαυτούν, ν’ αναζωογονηθούν περπατώντας και τελικά να διασκεδάσουν.
Είναι βέβαιο ότι όλοι εκείνοι που ταξιδεύουν με τα τρένα παραπονιούνται ότι υποφέρουν, γι’ αυτούς τους λόγους και δεν θα ήταν σωστό για χάρη των βιαστικών να υποφέρουν όλοι οι άλλοι. Ότι η διευκόλυνση των επικοινωνιών χρησίμευσε ως μέσο για να φέρει σε επικοινωνία τους λαούς είναι επίσης αλήθεια. Αλλά εγώ δεν βλέπω πού είναι το κέρδος απ’ αυτό. Οι λαοί της Ευρώπης είχαν πάντα σχέσεις μεταξύ τους, στενές σχέσεις. Αλλά αυτό δεν χρησίμευσε σε τίποτε άλλο απ’ το να κάνει να γεννηθούν και ν’ αναπτυχθούν τα αμοιβαία μίση και οι αντιπάθειες ανάμεσα στα διάφορα έθνη και να προστεθεί ένας ακόμα λόγος για τους πολέμους, που υποκινούσε η απληστία και η ματαιοδοξία των κυρίαρχων. Όσο για την ανακάλυψη της Αμερικής, θα ήταν καλύτερα για το συμφέρον των Ινδιάνων κατοίκων της και για την τιμή της ανθρωπότητας αυτή η ανακάλυψη να είχε καθυστερήσει ακόμα μερικούς αιώνες. Για το μπαρούτι και το πυροβόλο δεν λέω τίποτα ... Ο άνθρωπος διαθέτει την έννοια του απείρου, καταλαβαίνει δηλαδή ότι ο χώρος από τον οποίο περιβαλλόμαστε δεν μπορεί παρά να είναι άπειρος, χωρίς εξάλλου να μπορεί να εξηγήσει στον εαυτό του πώς είναι δυνατόν ένας οποιοσδήποτε χώρος να είναι άπειρος και να μην έχει όρια. Επίσης, διαθέτει την έννοια του χρόνου, την έννοια της αιωνιότητας, χωρίς εξάλλου να μπορεί να εξηγήσει τι πράγμα είναι αυτός ο χρόνος, τι πράγμα είναι αυτή η αιωνιότητα κ.λπ. Τα ζώα, παρ΄ ότι δεν διαθέτουν αυτές τις έννοιες, παρ’ ότι δεν σηκώνουν ποτέ το βλέμμα να θαυμάσουν τον έναστρο ουρανό, παρ’ ότι δεν έκαναν ποτέ καμιά εφεύρεση ή ανακάλυψη, έχουν όμως άλλα πλεονεκτήματα και είναι ανώτερα απ’ τον άνθρωπο σε πολλά άλλα πράγματα, που μερικά απ’ αυτά είναι γνωστά και ξεκάθαρα και μερικά άγνωστα. Άλλωστε, ούτε όλες οι φυλές των ανθρώπων ούτε όλοι οι άνθρωποι μιας φυλής είναι επιδεκτικοί να καταλάβουν κάτι απ’ το άπειρο ή τουλάχιστον να στοχαστούν, για μια στιγμή, πάνω στο μεγάλο θαύμα της ύπαρξης ούτε είναι έτοιμοι ν’ ανυψωθούν μέσω της σκέψης και της φαντασίας, ώστε να πλησιάσουν και ν’ αγγίξουν τα όρια ενός ανώτερου κόσμου, μιας καλύτερης ύπαρξης. Τι λέω όλοι! Ελάχιστοι είναι ικανοί.
Και η ώριμη ηλικία, σαν από καθέδρας, επικρίνει, θεωρώντας τες παιδιάστικες, τις ευγενικές παρορμήσεις, τους ενθουσιασμούς των νέων, παρορμήσεις και ενθουσιασμούς που η πλειοψηφία των ανθρώπων ποτέ δεν γνώρισε, ενώ άλλοι τις γνώρισαν σε μικρό βαθμό και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Παρ’ όλα αυτά, παρηγοριόμαστε ελπίζοντας ότι η τωρινή ύπαρξη είναι για μας μόνο ένα απλό πέρασμα σε μια ανώτερη ύπαρξη. Και δεν είναι καθόλου απίθανο, παρότι φαίνεται περίεργο ότι ενώ υπάρχει χώρος και χρόνος που αρκούν, εμείς πρέπει να πεθαίνουμε και να ξαναγεννιόμαστε προχωρώντας στο άπειρο ... Και όχι μόνο η φύση σκοτώνει τα δημιουργήματά της, αλλά επίσης τους επιτρέπει ν’ αλληλοκαταδιώκονται και ν’ αλληλοσκοτώνονται. Και εάν ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη λογική που τον καθιστά υπεύθυνο μιας τέτοιας πράξης, τα ζώα, όμως, στερούμενα λογικής, δεν θα έπρεπε να είναι υπεύθυνα. Άλλωστε, η φύση επέβαλε στα ζώα ως απαραίτητη συνθήκη ύπαρξης, όχι λιγότερο απ’ ό,τι στον άνθρωπο, την ανάγκη ν’ αλληλοσκοτώνονται και ν’ αλληλοτρώγονται. Και εάν, χάρη στον πολιτισμό και χάρη στην πρόοδο της γεωργίας, από τη μια, ο άνθρωπος κατάφερε να εξασφαλίσει με άλλο τρόπο τα χρειαζούμενα ώστε να μην είναι υποχρεωμένος να σκοτώνει τα ζώα για να τραφεί με το κρέας τους, προτού φτάσει σ’ εκείνο το σημείο πολιτισμού ώστε να μπορεί ν’ αναγνωρίζει μια τέτοια αλήθεια (αν και εγώ αμφισβητώ αυτή την αλήθεια), ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να σκοτώνει τα ζώα, αλλά ότι μπορούσε να ικανοποιηθεί με το γάλα μερικών ειδών και με τα διάφορα προϊόντα της γεωργίας, από την άλλη, η φύση για διάστημα αιώνων και αιώνων επέτρεψε και επιτρέπει μέχρι σήμερα στον άνθρωπο να τρέφεται κυρίως με κρέας. Τι ακόμη να πεις και τι να συμπεράνεις γι’ αυτό;
Αλλά ο άνθρωπος δεν περιορίζεται να σκοτώνει τα ζώα. Ο άνθρωπος σκοτώνει και τους ομοίους του, ωθούμενος σ’ αυτό από διαφορετικά ερεθίσματα, των οποίων το πιο κοινό και συνηθισμένο δεν είναι (όπως σωστά θα υπέθετε κάποιος που μόλις έφθασε από έναν άλλο κόσμο) να χορτάσει την ξέφρενη πείνα του, τρώγοντας το κρέας των ομοίων του λόγω έλλειψης άλλου κρέατος και κάθε άλλης τροφής, αλλά για να ιδιοποιηθεί, χωρίς να είναι πολύ ή άκρως απαραίτητο, την περιουσία των ομοίων του, όλη ή ένα μέρος.
Τα σκυλιά ενίοτε αγωνίζονται και κατασπαράσσονται για ένα κομμάτι ψωμί ή κρέας του οποίου την κυριότητα διεκδικούν ανάμεσά τους και που είναι διαφιλονικούμενο σε ποιον ανήκει. Ευτυχώς γι’ αυτά, δεν διαθέτουν τον τρόπο ώστε να εξασφαλίσουν τη νίκη με το να σκοτώσουν τα όμοιά τους. Ο άνθρωπος όμως διαθέτει και βάζει σε εφαρμογή, βοηθούμενος απ’ τη λογική, διάφορα μέσα γι’ αυτό το σκοπό. Ούτε και διακινδυνεύει ο άνθρωπος, εκτιθέμενος σε ίσες δυνάμεις και παλεύοντας όπως τα σκυλιά. Ο άνθρωπος ορμάει οπλισμένος εναντίον ενός άλλου άοπλου. Ή ένας δυνατός εναντίον ενός αδυνάτου. Ή στήνει ενέδρα και ρίχνεται ξαφνικά ή στην πλάτη του θύματός του, κ.λπ.
Για τον άνθρωπο τον προικισμένο με τη λογική δεν είναι καν αναγκαίο το αντικείμενο, για την απόκτηση του οποίου σκοτώνει τον όμοιό του, να είναι διαφιλονικούμενο. Φτάνει εκείνο το αντικείμενο να του χρειάζεται, για να θεωρεί τον εαυτό του δικαιολογημένο να το ιδιοποιηθεί με τη βία και, στην ανάγκη, ακόμη και με το φόνο. Η επίθεση εναντίον της ιδιοκτησίας των άλλων λαμβάνει χώρα με δύο τρόπους: ή όλοι οι άνθρωποι μιας χώρας ή ενός έθνους συμφωνούν να επιτεθούν σ’ εκείνους της κοντινής ή άλλης χώρας ή έθνους που είναι λιγότερο δυνατοί, ή ένας περιορισμένος αριθμός από πέντε ή δέκα, λόγου χάρη, άτομα συνασπίζεται ώστε να μπορεί να επιτεθεί σ’ ένα ή σε περισσότερα άτομα της ίδιας χώρας ή και ένα άτομο μόνο σχεδιάζει και ενεργεί εναντίον ενός άλλου της ίδιας χώρας.
Στην πρώτη περίπτωση, ο αρχηγός της φυλής, εάν οι άνθρωποι μιας χώρας βρίσκονται σε πρωτόγονη κατάσταση, ή ο βασιλιάς του έθνους ή κάποιος άλλος από τους σημαντικούς, εάν πρόκειται για πολιτισμένο κράτος, παίρνει την πρωτοβουλία. Και επειδή στο πολιτισμένο κράτος, σε κάθε χώρα, ο λαός που ασχολείται περισσότερο με τη γεωργία και τις τέχνες γνωρίζει εκ πείρας ότι δεν πρέπει να περιμένει μεγάλο κέρδος ούτε καν ανάλογο της σχεδιασμένης επιχείρησης, όπως και ότι τέτοιες επιχειρήσεις δεν στερούνται κινδύνων και οδυνών, ιδιαίτερα για εκείνο το λαό που απαιτείται να συμμετέχει προσωπικά, ενώ ο βασιλιάς και οι υπουργοί του δεν εκτίθενται και σχεδόν ποτέ δεν υποφέρουν, για όλα αυτά δεν θα ήταν εύκολο ο λαός να πειστεί και να συμφωνήσει να προσφερθεί. Ο βασιλιάς όμως και οι υπουργοί του, βοηθούμενοι από κάποια άλλα όργανα ανάμεσα στον ίδιο το λαό, έχουν πάντα έτοιμα διάφορα ψεύδη, το αποτέλεσμα των οποίων είναι πάντα σίγουρο, με τα οποία πείθουν το λαό και τον προσελκύουν.
Εφόσον επιτευχθεί κάτι τέτοιο, ο λαός ντυμένος και προσαρμοσμένος, με ιδιαίτερο και ομοιόμορφο τρόπο για την περίσταση, επιδεικνύει τα εμβλήματα ή τις σημαίες, κομμάτια από ύφασμα κρεμασμένα στην άκρη κονταριών και πάνω στα οποία, ανάλογα με τις εποχές και τα έθνη, είναι σχεδιασμένα συμβολικά όσο και ανόητα σχέδια, πολύ σεβαστά απ’ τον εξαπατημένο λαό. Και με τα τύμπανα και άλλα μουσικά όργανα μπροστά, βαδίζουν μεθυσμένοι μ’ έναν ηλίθιο ενθουσιασμό και ζητωκραυγάζοντας στο όνομα της πατρίδας και της θρησκείας με σκοπό να υποδουλώσουν τους ομοίους τους, σκοτώνοντας πρώτα ανάμεσά τους, αναγκαστικά, το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό. Κάποτε η εισβολή σε μια ξένη χώρα λαμβάνει χώρα από απλή ματαιοδοξία του πρίγκιπα ή για εκδίκηση σε ασήμαντη προσβολή που έγινε από ένα πρίγκιπα σ’ έναν άλλο πρίγκιπα ή από ένα έθνος σ’ ένα άλλο έθνος. Επίσης, σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται ως συνέπεια, ο σφετερισμός και η λεηλασία, και η προσβολή χρησιμεύει ως δικαιολογία γι’ αυτόν τον τελευταίο σκοπό. Όσο για τις θρησκευτικές διαιρέσεις και τους πολέμους που προέρχονται από τα παραπάνω, ανήκουν στη μία ή την άλλη από τις δύο κατηγορίες: της απληστίας ή της ματαιοδοξίας.
Ίσως η φύση θέλει τον πόλεμο, όπως θέλει τόσα άλλα κακά στον κόσμο που δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν, τις επιδημίες, τις κακές συγκομιδές, τις στερήσεις και την πείνα που συνεπάγονται, τους σεισμούς, τις πλημμύρες, κ.λπ. Οι νόμοι της φύσης οι οποίοι συμβιβάζουν τη ζωή με το θάνατο και συμβιβάζουν, επίσης, στους εναπομείναντες για όλο το υπόλοιπο το υπέρτατο καλό με το υπέρτατο κακό και την υπέρτατη τάξη με την υπέρτατη αταξία. Απ’ την άλλη πλευρά και όταν λίγοι άνθρωποι συνασπίζονται ή ένας μόνο ενεργεί εις βάρος των άλλων στη χώρα του, αναγκαστικά γίνονται στόχοι και καταδιώκονται από όλους τους συμπολίτες τους, γι’ αυτό είναι αναγκασμένοι να ενεργούν στα κρυφά και με προφυλάξεις, από δεδηλωμένοι σφετεριστές γίνονται ληστές και κλέφτες κι από δεδηλωμένοι φονιάδες γίνονται δολοφόνοι. Ίσως η φύση το θέλει κι αυτό ή και να μην έχει γιατρικό. Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι νομοθέτες δικαιολογούνται ανάμεσα στους πρώτους, λέγοντας ότι από τη δουλειά τους επί του προκειμένου, διαφυλάσσεται η δημόσια τάξη και η ασφάλεια στη χώρα και στην κοινωνία, η οποία πρέπει να θεωρείται ως μία και μόνη οικογένεια, ενώ η τάξη και η ασφάλεια διαταράσσονται απ’ τις ενέργειες των άλλων. Μερικοί ανάμεσα στους δεύτερους (λέω μερικοί, γιατί οι περισσότεροι, συνήθως, δεν έχουν καμιά δικαιολογία που να αξίζει), ενίοτε απαντούν ότι στερούμενοι εργασίας και οφείλοντας να συντηρήσουν οικογένεια και ανήλικα παιδιά και βλέποντας τους εαυτούς τους χωρίς ψωμί, η τάξη και η ασφάλεια έχουν γι’ αυτούς ήδη διαταραχθεί και δεν μπορούν βάσει της λογικής να κάνουν διάκριση ανάμεσα στη χώρα τους και την ξένη, και να θεωρούν την κοινωνία ως οικογένειά τους και τους εαυτούς τους μέλη της οικογένειας, όσο η καλή οικογένεια μένει αδιάφορη, δεν συγκινείται απ’ τις δυσκολίες τους και τους εγκαταλείπει στην τύχη τους, όσο δεν παίρνει καμιά σχετική φροντίδα. Οι πρώτοι παρατηρούν ότι η επίθεση σε μια τέτοια περίπτωση, είτε λεκτική είτε ενεργητική, θα έπρεπε να κατευθύνεται εναντίον των αρχών και όχι εναντίον των ιδιωτών. Οι δεύτεροι αντιτίθενται, λέγοντας ότι με τα λόγια η υπόθεση πηγαίνει μακριά και ότι δεν έχουν χρόνο τη στιγμή που συμβαίνει κάτι τέτοιο και καθώς δεν έχουν τη δύναμη να επιτεθούν στις αρχές, επιτίθενται στους ιδιώτες ώστε να υποχρεώσουν τις αρχές και τους ιδιώτες να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να αναλάβουν την οφειλόμενη φροντίδα. Και προσθέτουν ότι παίρνουν το παράδειγμα απ’ τους πρώτους, οι οποίοι, εισβάλλοντας στην ξένη γη, ιδιοποιούνται όλα αυτά που βρίσκουν, λεηλατώντας κι έπειτα βάζοντας φωτιά, χωρίς κανένα λόγο, στις πόλεις και τα χωριά απ’ όπου περνάνε και μετατρέποντας σε σκλάβους ή σφάζοντας, κι αυτό χωρίς καμιά ανάγκη, ακόμα και τις ίδιες τις γυναίκες και τα παιδιά. Και προσθέτουν ακόμη και κάτι άλλο: ότι δείχνοντας ενδιαφέρον οι πρώτοι για την τάξη και την ασφάλεια, ως προς τη ζωή και τις περιουσίες των ανθρώπων της χώρας τους και ποδοπατώντας την τάξη και ιδιοποιούμενοι τις περιουσίες και αφαιρώντας τη ζωή εκείνων της ξένης χώρας, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν ηθικές αρχές και δεν αισθάνονται ούτε σεβασμό για την τάξη ούτε πόνο για τα δεινά των άλλων, αλλά ότι δείχνουν ενδιαφέρον και προνοώντας για την τάξη και την ασφάλεια στη χώρα τους, το κάνουν όχι για άλλο λόγο παρά από ανάγκη και επειδή στοχεύουν στο δικό τους προσωπικό συμφέρον, αφού διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατό να διατηρηθούν στη θέση των αξιωματούχων ή των κυρίαρχων.
Όπως και να έχει, είναι βέβαιο ότι ο άνθρωπος χρειάζεται ηθική εκπαίδευση, σύμφωνα με τις αρχές της συμπάθειας και της αγάπης προς τον όμοιό του, ακόμα και προς τα ζώα επίσης που ώς ένα βαθμό είναι κι αυτά όμοιά του. Αμφιβάλλω πολύ όμως ότι, ο άνθρωπος είναι επιδεκτικός μιας τέτοιας ανατροφής, ότι η φύση το θέλει κι ότι θα έλθει ο καιρός που όλοι οι άνθρωποι όχι μόνο δεν θα βλάπτουν τον όμοιό τους, αλλά περισσότερο θα κάνουν θυσίες πιθανότατα για το καλό του άλλου. Φαίνεται ότι με τον πολιτισμό, οι αρχές του ανθρωπισμού διαδόθηκαν και αναπτύχθηκαν, έστω κι αν τα ζώα γδέρνονται πάντα κανονικά και το κρέας τους πουλιέται στις αγορές και σ’ όλους τους δρόμους της πόλης για να τραφεί ο πολιτισμένος άνθρωπος. Αυτό το κρέας σε μερικά μέρη της Ανατολής συνηθίζουν οι πωλητές να το στολίζουν με τριαντάφυλλα ή άλλα λουλούδια ή να το καμουφλάρουν, ιδιαίτερα το βοδινό κρέας, με σκοπό κυρίως για να προκαλέσουν σύγχυση και να το εμφανίσουν πιο παχύ απ’ ό,τι είναι. Αξίζει να σημειωθεί η συνηθισμένη σφαγή και εξολόθρευση των αρνιών και των κατσικιών που γίνεται κάθε χρόνο, τα οποία απ’ τις πρώτες μέρες της γέννησής τους απογαλακτίζονται για να εξοικονομηθεί, μαζί με το λίγο κρέας, και το γάλα, για να εξυπηρετήσει τους σφαγείς τους. Εάν κάτι τέτοιο είναι νόμος της φύσης και εάν η φύση έδωσε την ύπαρξη σ’ αυτά τα άτυχα ζώα για να μπορούν να χρησιμεύσουν για το συγκεκριμένο σκοπό, είναι ένας βάναυσος και αποκρουστικός νόμος που ενθαρρύνει και δίνει την άδεια στον άνθρωπο και τον καθιστά ικανό για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα. Είναι πολύ πιθανό ότι η ανάγκη και η έλλειψη κάθε άλλης τροφής, περισσότερο από τη λαιμαργία, υποχρέωσε στην αρχή τον άνθρωπο να σκοτώσει ένα ζώο και να τραφεί με το κρέας του. Σήμερα, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση και μόνο η απληστία ( αυτό που την υπηρετεί) και η κερδοσκοπία αποτελούν κίνητρα για μια τέτοια δράση. Η κερδοσκοπία μας διέφθειρε.
Αν προσποιηθούμε για λίγο ότι είμαστε διατεθειμένοι να φάμε κρέας γάτας ή σκύλου, οι κερδοσκόποι δεν θα αργήσουν να μας το προμηθεύσουν. Εκείνος ο πρώτος ο οποίος έγδαρε ένα αρνί ήταν ένα κακοποιό στοιχείο, ένας απαίσιος, ικανός να σκοτώσει και άνθρωπο, ακόμη και ένα αθώο παιδάκι. Οι χασάπηδες του σήμερα, όσο κι αν από τη φύση τους είναι βάρβαροι και σκληροί, δεν είναι όμως όλοι τόσο μοχθηροί. Σκοτώνουν υπακούοντας στη συνήθεια και σε μια προκατάληψη, σύμφωνα με την πεποίθηση ότι τα ζώα πρέπει να σκοτώνονται και ότι ο Θεός τους έδωσε την ύπαρξη για να μπορούν να χρησιμεύσουν στον άνθρωπο ως τροφή, τροφή που σκοπό έχει να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του, γιατί δεν πρέπει να μιλάμε για πείνα σε κατάσταση πολιτισμού και για έλλειψη κάθε άλλης τροφής. Ίσως δεν έχουν άδικο, βγάζοντας συμπεράσματα ακριβώς απ’ αυτά που συμβαίνουν. Αλλά τότε, εάν έτσι έχει το πράγμα, τότε γιατί να μην υποθέσουμε ότι ο Θεός εξουσιοδότησε τον άνθρωπο να διαπράττει κάθε άλλο έγκλημα, βγάζοντας και γι’ αυτό συμπεράσματα από εκείνα που συμβαίνουν στον κόσμο; Και γιατί να μην έχει ρυθμίσει ο Θεός (τον κόσμο) με τρόπο έτσι ώστε να μην χρειάζεται ο άνθρωπος να επιδίδεται σε πράξεις τόσο βάναυσες για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του; Το ανθρώπινο λεξιλόγιο κατέγραψε όρους και φράσεις τέτοιες όπως απανθρωπιά, ανθρωποκτονία, σφαγή, καννιβαλισμός, κ.λπ., που προκαλούν απέχθεια και φρίκη ακόμα και σ’ εκείνους τους ίδιους οι οποίοι, χωρίς να θέλουν να το παραδεχθούν, είναι απάνθρωποι και έμποροι ανθρώπινου κρέατος και φονιάδες, κι αυτό επίσης είναι σύμφωνο με τις άλλες αντιθέσεις για τις οποίες ανέφερα πιο πάνω. Εκείνα τα ίδια εγκλήματα που εκτελούνται εις βάρος των ζώων, δεν έχουν σημασία ούτε έχουν χαρακτηριστεί ως εγκλήματα, τουλάχιστον στην περίσταση κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη ή απλά την όρεξη να τραφεί με το κρέας των ζώων. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος δεν θα είχε κανένα λόγο να μέμφεται τα λιοντάρια, τους λύκους κ.λπ., επειδή τρέφονται με ανθρώπινο κρέας, έστω κι αν τα λιοντάρια και οι λύκοι ήταν προικισμένα με τη λογική, με την οποία ο άνθρωπος είναι προικισμένος, και αφού η λογική αυτή δεν τον εμποδίζει να τρέφεται με το κρέας των άλλων ζώων. Μήπως ο άνθρωπος πιστεύει κι αυτό ακόμη που πιστεύουν, όχι τόσο λογικά, πολλοί πρίγκιπες, ότι μόνο η ύπαρξή του και η καλοπέρασή του είναι πολύτιμες και ότι μονάχα αυτή η ύπαρξη και αυτή η καλοπέραση πρέπει να γίνονται κατ’ εξαίρεση σεβαστές απ’ τ’ άλλα ζώα;
Τι τρομερή εντύπωση θα είχε κάνει στον άνθρωπο, πολιτισμένο ή βάρβαρο, εάν περνώντας από μια αγορά, είχε δει ότι αντί για κρέας ζώων, κρεμόντουσαν και διετίθεντο σε πώληση μέλη ανθρώπινων σωμάτων! Ή εάν είχε βρεθεί σε μια γιορτή ή ένα υπαίθριο πανηγύρι, όπου αντί για αρνάκια, όπως συνηθίζεται, έβλεπε περασμένα στις σούβλες ωραία σώματα νεαρών και νεανίδων! Ή, αφού ο άνθρωπος δεν θα είχε λόγο να επιπλήττει τα λιοντάρια και τους λύκους, έστω προικισμένα με ανθρώπινη λογική, γιατί λοιπόν μέμφεται μερικούς άλλους ανθρώπους οι οποίοι τρέφονται με ανθρώπινο κρέας;
Το γιατί τρέφονται με το κρέας των ομοίων τους, αυτό καθόλου δεν μετράει, αφού το ορέγονται κι αφού δεν βλέπουν τη διαφορά ανάμεσα στο να τραφούν με το κρέας των ομοίων τους και το να τραφούν με το κρέας των μη ομοίων ή των λιγότερο ομοίων τους. Ωστόσο, οι ίδιοι οι άγριοι ανθρωποφάγοι δεν τρέφονται με το κρέας της φυλής ή τους έθνους τους, αλλά με το κρέας των ανθρώπων των άλλων φυλών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή αιχμαλωτίστηκαν. Κι αφού ο άνθρωπος σκοτώνει τον όμοιό του, γιατί να μη φάει επίσης και το κρέας του; Και τι το χειρότερο διαπράττει εάν το φάει; Το να μη σέβεται τη ζωή του ομοίου του, αλλά, αντίθετα, να σέβεται τα άψυχα και αναίσθητα κρέατα, τα οποία αν δεν φαγωθούν απ’ το δολοφόνο του, θα φαγωθούν απ’ τα σκουλήκια ή άλλα ζώα, είναι ένας παραλογισμός. Πιστεύω ότι ο πολιτισμένος άνθρωπος του σήμερα θα μπορούσε να τρέφεται με το κρέας των ομοίων του χωρίς αηδία και φρίκη, εάν απ’ την τρυφερή του ηλικία, ακριβώς όπως συνήθισε να σκοτώνει ανθρώπους και σε καιρό ειρήνης και στον πόλεμο, συνήθιζε, επίσης, να τρώει το κρέας τους. Κι αν σήμερα ο άνθρωπος δεν τους τρώει, αυτό συμβαίνει ακριβώς για τον ίδιο λόγο για τον οποίο δεν τρώει το κρέας μερικών ζώων που θεωρεί ότι δεν είναι καλό ή ότι είναι ακάθαρτο ή το κρέας που αυτός ή οι πρόγονοί του που το είχαν κάποτε δοκιμάσει το βρήκαν αηδιαστικό.
Και είναι τύχη που ο πολιτισμένος άνθρωπος δεν συνήθισε να τρώει το κρέας των ομοίων του και ίσως οι πρώτοι νομοθέτες το είχαν προβλέψει και πήραν τα μέτρα τους, γιατί αν το είχε συνηθίσει, θα μετράγαμε στις πόλεις μας έναν αριθμό φόνων είκοσι φορές μεγαλύτερο και πολλές εξαφανίσεις παιδιών, που, όμως, σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων οι γονείς δεν θα τα άφηναν να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους, όπως γίνεται σήμερα. Kι εγώ φοβάμαι ότι οι αρχές του ανθρωπισμού, για τις οποίες κάποιος θα παρατηρούσε ότι μπορεί στις (βάρβαρες) χώρες η περιουσία και η ζωή να εξασφαλίζονται απ’ τις επιθέσεις των ιδιωτών, είναι, όμως, εκτεθειμένες στη βούληση του Μονάρχη κι όχι μόνο, αλλά οι λαοί τους στερούνται πολλά πράγματα, καλούς δρόμους, σχολεία, ελευθερία να μιλάνε και να γράφουν και τόσες άλλες ευκολίες και ανέσεις της ζωής, όπως και απολαύσεις κάθε είδους που υπάρχουν στην Ευρώπη.
Σ’ αυτό θα απαντούσα ότι η παρατήρηση είναι αταίριαστη και άστοχη. Έχω υποστηρίξει μέσω των ίδιων των γεγονότων ότι η ηθική εκπαίδευση στους βάρβαρους λαούς είναι σήμερα καλύτερη ή, τουλάχιστον, πιο διαδεδομένη παρά ανάμεσά μας, αλλά δεν το έκανα με σκοπό να κάνω σύγκριση ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση εκείνων και τη δική μας και να φτάσω στο συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψιν τα πάντα ότι οι λαοί εκείνοι είναι πιο ευτυχισμένοι από μας. Το έκανα για ν’ αποδείξω ότι η ηθική εκπαίδευση, η διάδοση και η ανάπτυξη των ανθρωπιστικών αρχών δεν πρέπει να αποδίδονται αποκλειστικά στο δικό μας πολιτισμό και στις δικές μας φιλοσοφικές δοξασίες. Και θ’ απαντούσα ακόμη ότι τα καλά, τα οποία εμείς απολαμβάνουμε και τα οποία στερούνται οι άλλο, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογία, ώστε να μείνουμε πίσω σε ό,τι αφορά την ηθική ή τη μεγάλη διάδοση και εξέλιξη των ουμανιστικών αρχών ανάμεσά μας. Όσον αφορά, όμως, το απόλυτο της εξουσίας κάποιων πριγκίπων, είμαι υποχρεωμένος ν’ απαντήσω ότι εκείνοι οι λαοί κινδυνεύουν λιγότερο από τον άρχοντά τους απ’ ό,τι εμείς μέσα στις πόλεις μας από τον ένα ή τον άλλο κακοποιό. Πιστεύω ότι όσο υπάρχει αυτή η δυσανάλογη κατανομή του πλούτου ανάμεσα στους ανθρώπους, το κακό είναι αθεράπευτο, και από την ίδια τη φύση του ανθρώπου, παρά τη βοήθεια της εκπαίδευσης, δεν έχουμε να ελπίζουμε και να περιμένουμε τίποτα περισσότερο ή καλύτερο απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα. Η ανισότητα αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη ανάμεσα σε μας παρά ανάμεσα στους βαρβάρους, γιατί η πολυτέλεια σε μας είναι μεγαλύτερη και οι ανάγκες σε πολύ περισσότερες. Ο πιο φτωχός ανάμεσα στους βαρβάρους, αν δεν απολαμβάνει όσα ο πλούσιος, απολαμβάνει, όμως, ένα μεγάλο μέρος, το μισό ή το ένα τρίτο, ενώ ανάμεσα σ’ εμάς δεν απολαμβάνει ούτε το ένα δέκατο.
Πέρα απ’ την ανάγκη για το ίδιο το ψωμί, που στη δική μας κοινωνία περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη έχουν πολλά άτομα, είτε γιατί δεν βρίσκουν δουλειά είτε γιατί δεν είναι ικανά να εργαστούν, ο άνθρωπος παρασύρεται από το παράδειγμα των άλλων και είναι αδύνατο μέσω της εκπαίδευσης να τον κάνεις να κατανοήσει ότι θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος με την κατάστασή του και να ζει σύμφωνα με τα δικά του μέσα και έσοδα, κι αν είναι δυνατό να βάζει και κάτι στην άκρη για τις αντιξοότητες της ζωής, χωρίς να δίνει σημασία σε ό,τι πράττουν οι άλλοι γύρω του. Παρατηρείστε και θα δείτε ότι, ιδιαίτερα σε μας τους ανατολικούς, πολλοί φτωχοί, είτε γιατί κατέχουν μικρή θέση στην κοινωνία που τους γέννησε είτε γιατί έτυχαν κάποιας παιδείας, ανταγωνίζονται με τους πλούσιους, συχνά ακόμα και στα πιο μάταια πράγματα που γίνονται από απλή επιδεικτικότητα.
Εάν ένας πλούσιος πηγαίνει και αγοράζει χαζά ένα εισιτήριο πρώτης θέσης για το τρένο, ακόμη πιο χαζά θα αγοραστούν εισιτήρια από πολλούς φτωχούς για να δείξουν ότι δεν είναι κατώτεροί του! Το παράδειγμα αρκεί και δεν χρειάζονται άλλα. Η μανία του πομπώδους εντυπωσιασμού σε μας τους ανατολικούς δεν έχει όρια. Εάν γενικά οι άλλοι αρκούνται στο να επιδιώκουν να είναι κάτι, εμείς επιδιώκουμε να δείξουμε ότι είμαστε κάτι χωρίς να είμαστε. Ο φτωχός ανάμεσά μας θέλει να δείξει ότι είναι πλούσιος. Ο πλούσιος θέλει να δείξει ότι είναι ευγενής. Ο ευγενής θέλει να δείξει ότι είναι σοφός. Γενικά, όμως, ο πλούτος εκτιμάται περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα και όλοι επιδιώκουν να δείξουν ότι είναι πλούσιοι ή, τουλάχιστον, ευκατάστατοι, ενώ οι ευγενείς και οι σοφοί εκτιμούν τον πλούσιο ίσως περισσότερο απ’ ό,τι αυτός εκτιμά τις εξοχότητές τους. Τουλάχιστον, ο πλούσιος δεν θα παραχωρούσε ποτέ τα πλούτη του, ούτε όλα ούτε τα μισά, για ευγένεια και για γνώση. Ενώ οι άλλοι θα ποδοπατούσαν και θα σπίλωναν, χωρίς καμία πραγματική ανάγκη, την ευγένεια και τη γνώση τους, για ν’ αποκτήσουν λίγο πλούτο. Σ’ αυτό οι ευγενείς και οι σοφοί συμφωνούν με τον πλούσιο. Το να είσαι πλούσιος είναι προνόμιο που κατανοείται από όλους καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Αλλά ενώ είναι ένα προνόμιο κατανοητό από όλους, δεν είναι, όμως, τέτοιας φύσης ώστε να προσθέτει ουσία ή προσωπική αξία σ’ όποιον το κατέχει. Και χωρίς το σκοπό, δηλαδή πώς θα χρησιμοποιηθεί ο πλούτος, δεν είναι καν προνόμιο το να είσαι πλούσιος. Το να θέλεις να δείξεις ότι είσαι ευγενής (εκ καταγωγής, όσο και από τη φύση ή την καλή ανατροφή) μορφωμένος και σοφός είναι εύκολο να κατανοηθεί, αφού η ευγένεια και η γνώση είναι προσωπικές ιδιότητες, όπως η ομορφιά, η εξυπνάδα κ.λπ., οι οποίες αναγκαστικά και φυσιολογικά προσθέτουν ουσία και αξία σ’ αυτούς που τις διαθέτουν. Αλλά το να θέλεις να δείξεις ότι είσαι πλούσιος, αυτό εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω παρά μόνο στην περίπτωση που έχει σχεδιαστεί κάποια κλεψιά διαμέσου της απάτης, π.χ. το σχέδιο του να παγιδεύσουν κάποια πλούσια νύφη, να οριστεί κάποιος κηδεμόνας ανηλίκου ή πληρεξούσιος χήρας γυναίκας ή θησαυροφύλακας χρημάτων ή άλλων αντικειμένων αξίας κ.λπ. Κι αφού δεν υπάρχει τρόπος να θεραπεύσουμε μέχρι κάποιου σημείου το κακό διαμέσου της διδασκαλίας στο φτωχό, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να το θεραπεύσουμε, αν είναι δυνατόν, διαμέσου της διδασκαλίας στον πλούσιο.
Το γεγονός ότι ένας πλούσιος, που δεν είναι άρρωστος, επιδίδεται κάθε μέρα σε περιπάτους με την άμαξα ή οργανώνει μεγαλοπρεπή γεύματα ή γιορτές χορού στη χώρα και την κοινωνία, όπου πολλοί, χωρίς να το αξίζουν, στερούνται και το ίδιο το ψωμί, είναι για μένα ένα ασυγχώρητο σκάνδαλο. Ο πλούσιος ο οποίος κάνει επίδειξη με σπατάλες είναι πιο κατακριτέος από το φτωχό που ζηλεύει τον πλούσιο και που παραπονείται γιατί η κατάστασή του δεν του επιτρέπει να ικανοποιεί τη μία ή την άλλη ανάγκη του, έστω κι αν είναι δευτερεύουσα. Είναι αδιάφορο εάν τις σπατάλες του πλούσιου ξέρουν να τις εκμεταλλευτούν κατά ένα μέρος μερικοί υπηρέτες του ή μερικοί κερδοσκόποι.
Ο πλούσιος ο οποίος αρκείται σε μια κοινή ζωή και στην ικανοποίηση κοινών αναγκών, ο οποίος δεν σπαταλά για τον εαυτό του ούτε κάνει θυσίες για τους άλλους, δεν μπορεί να κατηγορηθεί παρά μόνο για τσιγκουνιά, ένα πάθος που έως ένα βαθμό και από κάποια άποψη τον δικαιολογεί. Ενώ ο άλλος δεν έχει καμία δικαιολογία ικανή να προκαλέσει την ανοχή των άλλων. Σπαταλώντας χωρίς να είναι άκρως αναγκαίο σε λίγες ώρες για ένα γεύμα ή για ένα χορό ένα κεφάλαιο με το οποίο θα μπορούσε να βοηθηθεί ή να σωθεί οριστικά μια δυστυχισμένη οικογένεια, με αυτό αποδεικνύει έναν εγωισμό που προκαλεί την αποστροφή κάθε ευγενικής ψυχής.
Εάν ο τσιγκούνης υποχρεωνόταν με ή χωρίς τη θέλησή του να θυσιάσει ένα παρόμοιο κεφάλαιο, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προτιμούσε να το θυσιάσει για έναν καλό σκοπό. Χρεοιάζεται να δώσουμε να καταλάβει στον πλούσιο και να τον πείσουμε ότι τα πλούτη δεν είναι πάντα αποτέλεσμα δουλειάς και ικανότητας, αλλά ότι διανέμονται χωρίς τάξη από ένα ελαττωματικό σύστημα, στο οποίο ο πλούσιος χρωστάει τα πλούτη του όσο και ο αξιωματούχος, που τις περισσότερες φορές χρωστάει τη θέση του. Χωρίς αυτό το σύστημα, ο πλούσιος δεν θα είχε άλλο από τα χέρια του για να δουλέψει και να κερδίσει το καθημερινό του ψωμί. Τα πλούτη του ο πλούσιος δεν τα βρήκε κάτω από τη γη ούτε τα έφερε απ’ το φεγγάρι. Αλλά τα συγκεντρώνει λίγα-λίγα στους κόλπους της κοινωνίας, η οποία του επέτρεψε να τα δημιουργήσει και να τα συγκεντρώσει διαμέσου επιβαρύνσεων διαφόρων ειδών που επιβλήθηκαν στην ίδια την κοινωνία. Και με την παρατήρηση ότι, συχνά, σχεδόν πάντα, ο πλούσιος για να μπορέσει να συγκεντρώσει πιο εύκολα και πιο γρήγορα τα πλούτη του, χρησιμοποίησε και άλλα μέσα απαγορευμένα από την κοινωνία και το σύστημα. Ο πλούσιος χρωστάει τα πλούτη του, κατά πρώτο λόγο, στην κοινωνία και το σύστημα, κατά δεύτερο λόγο στη δική του δραστηριότητα και ειδική ικανότητα, όπως και στην τύχη και, επίσης, στη δημιουργία της περιουσίας του κάθε πλούσιου έχει συνεισφέρει κάθε φτωχός. Διαθέτοντας ο πλούσιος ένα μέρος απ’ τα πλούτη του προς όφελος της κοινωνίας μέσα στην οποία τα δημιούργησε, ανταποκρίνεται μ’ αυτό σ’ ένα χρέος του, ακόμη δε περισσότερο αν για τη δημιουργία αυτής της περιουσίας χρησιμοποίησε και άλλα μέσα που δεν επιτρέπονται από την κοινωνία. Αυτές είναι μαθηματικές αλήθειες που δεν αντικρούονται. Ανάμεσα σε μας τους πολιτισμένους λαούς υπάρχει μια προκατάληψη εις βάρος της κατώτερης, ανάμεσα στους φτωχούς, τάξης, μια προκατάληψη η οποία δεν υπάρχει ανάμεσα στους βάρβαρους λαούς, κι αυτό αποδεικνύει ότι η διαφθορά σε μας είναι μεγαλύτερη. Οι άνθρωποι αυτής της τάξης θεωρούνται ανάξιοι οίκτου, γιατί είναι διεφθαρμένοι, ψεύτικοι, ψεύτες, αναξιόπιστοι, αχάριστοι κ.λπ. Σ’ όλα αυτά εγώ, για πλάκα, προσθέτω και κάτι ακόμη: εάν οι άνθρωποι της κατώτερης τάξης γίνονταν πλούσιοι, δεν θα θυσίαζαν για τους άλλους ούτε το ένα εκατοστό απ’ αυτό που αυτοί απαιτούν απ’ τους πλούσιους, χωρίς καν να ξέρουν για ποιο λόγο το ζητούν. Απόδειξη και ζωντανό παράδειγμα: το μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτούς που απόκτησαν πλούτη ξαφνικά και από το τίποτα. Η κατάστασή τους και η έλλειψη κάθε παιδείας τους καθιστά τέτοιους. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για να μην φροντίζει η κοινωνία για την τύχη τους.
Η λαϊκή παροιμία «κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό» στηρίζεται σ’ έναν ορθό συλλογισμό. Άλλωστε, δεν είναι όλοι αναίσθητοι και διεφθαρμένοι. Συχνά μας δόθηκε η αφορμή να συναντήσουμε τίμιους ανθρώπους ανάμεσά τους. Και θα ήταν προτιμότερο να κάνουμε λάθος ευεργετώντας έναν κατεργάρη, παρά να κάνουμε λάθος αρνούμενοι την ευεργεσία σ’ έναν κύριο. Ας προσθέσουμε ότι η κοινωνία, φροντίζοντας για τους άπορους και για όσους στερούνται των μέσων επιβίωσης, δεν το κάνει αυτό μόνο για να εξυπηρετήσει εκείνους, αλλά και για να εξυπηρετήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Η σημερινή κατάσταση της κοινωνίας είναι όλα αυτά τα ελεεινά και επονείδιστα που μπορούμε να φανταστούμε. Να βλέπουμε πλήθος ανθρώπων να στερούνται τα αναγκαία και τα απαραίτητα. Να βλέπουμε αρρώστους κάθε ηλικίας, εξασθενημένους γέρους, αθώα μωρά να πεθαίνουν από έλλειψη κάθε βοήθειας. Να βλέπουμε κάθε μέρα καταγραμμένα στα επίσημα δελτία και στις εφημερίδες ένα μεγάλο αριθμό συντελεσμένων εγκλημάτων ή απόπειρες εγκλημάτων από τα οποία τα εννέα στα δέκα ανήκουν στην κατηγορία των φόνων, κλεψιών, αποπειρών φόνων εκ προμελέτης, τραυματισμοί και δολοφονικές απόπειρες λόγω φιλονικιών για μικροσυμφέροντα. Να ξέρουμε ότι σε κάθε μέρος είναι στημένες οι παγίδες των τυχοδιωκτών και κάθε είδους αχρείων. Να μην μπορούμε να εμπιστευθούμε κανέναν για τον οποίον δεν έχουμε κάποια εγγύηση ή δεν πήραμε πληροφορίες για λογαριασμό του, και παρ’ όλα αυτά, να μην μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ή ασφαλείς. Να υποψιαζόμαστε και να φοβόμαστε τους υπηρέτες μας, όχι μόνο για κλεψιά, αλλά και για φόνο. Εάν μένουμε σε μια κατοικία μόνοι μας, όπου η πόρτα μένει συνήθως ανοικτή την ημέρα, το βράδυ να είμαστε υποχρεωμένοι, πριν ξαπλώσουμε, να επισκεφτούμε όλες τις γωνίες και όλες τις κρυψώνες του διαμερίσματος για να βεβαιωθούμε ότι κανένας δεν κρύφτηκε μέσα. Να μην τολμούμε ν’ αφήσουμε ανοιχτό το παράθυρο τις νύχτες του καλοκαιριού κ.λπ. κ.λπ.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, παραχωρείται η απόλαυση των αγαθών του πολιτισμού. Κι αυτά τα δεινά δεν είναι μόνα τους, αλλά συνοδεύονται από άλλα μιας διαφορετικής φύσης και μιας διαφορετικής κατηγορίας για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε σ’ αυτό το πλαίσιο.
Όλα αυτά τα δεινά θα επανορθώνονταν αμέσως ως δια μαγείας, εφαρμόζοντας στην κοινωνία ένα κομμουνιστικό σύστημα. Καθώς όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο ούτε δυνατό (τουλάχιστον προς το παρόν) είναι ανάγκη να ψάξουμε έναν άλλο τρόπο για να αυτά τα δεινά κατά το ήμισυ. Για να πούμε την αλήθεια, δεν παραλείψαμε μέχρι τώρα να παίρνουμε μέτρα ή να κάνουμε προσπάθειες γι’ αυτό το σκοπό, αλλά οι προσπάθειες υπήρξαν ασθενείς και τα μέτρα ακατάλληλα, σαν να πρόκειται για μη επείγουσα υπόθεση ούτε και άξια μεγάλης προσοχής. Το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνώντων μοιάζει μ’ εκείνους τους νωθρούς υπηρέτες που εκτελούν κανονικά τις πρωταρχικές και απαραίτητες ημερήσιες εργασίες για τις οποίες κυρίως έχουν προσληφθεί και που αν δεν τις εκτελούσαν θα είχαν απολυθεί, και παραμελούν όλα τα υπόλοιπα για τα οποία είναι εξίσου υποχρεωμένοι, αλλά η παραμέλησή τους δεν είναι σε σημείο ώστε να μπορεί να το αντιληφθεί αμέσως το αφεντικό ή να έχει την υπομονή να ασχοληθεί μ’ αυτό. Και μερικοί απ’ αυτούς τους κυβερνήτες μπορούν να παραλληλιστούν επακριβώς με υπηρέτες οι οποίοι εκτελούν πιστά και με ακρίβεια τις διάφορες εργασίες, πάντα ακολουθώντας το πρόγραμμα του αφεντικού, οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό το πρόγραμμα, καλό ή κακό, τρελό ή συνετό, χρήσιμο ή επιζήμιο, με μοναδικό στόχο να διατηρήσουν τη θέση τους στην υπηρεσία. Πολλά μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν και δεν λήφθηκαν. Ανάμεσα σε άλλα, θα μπορούσε να επιβληθεί ένας άμεσος φόρος εις βάρος των ευκατάστατων τάξεων, των οποίων τα έσοδα ξεπερνούν σε αξία τις είκοσι χιλιάδες φράγκα. Θα μπορούσε να επιβληθεί ένας φόρος από πέντε έως είκοσι πέντε τοις εκατό στα έσοδα κάθε ευκατάστατου προσώπου και κατ’ αναλογία με τα υπάρχοντά του. Στην αρχή θα φώναζαν οι ευκατάστατες τάξεις, όπως παραπονιούνται και φωνάζουν όλοι για καθετί καινούργιο και για κάθε ψύλλου πήδημα. Μετά όμως θα συνήθιζαν εύκολα. Και μήπως δεν συνήθισε ο φτωχός λαός; Αυτός ο τόσο ανόητος λαός, που σε μερικά κράτη, ζει μονάχα απ’ το μικρό του μεροκάματο και πληρώνει βαρύτατους φόρους, το είκοσι και το τριάντα τοις εκατό από το μικρό και ανεπαρκές μεροκάματό του, ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματα και να πληρωθούν οι τόκοι των δανείων, που βλακωδώς και ενίοτε κακόπιστα είχαν συνάψει οι κυβερνώντες και για να συντηρηθούν τα στρατεύματα που επί δεκαετίες δεν χρησίμευσαν σε τίποτα και ούτε πιθανόν θα χρησιμεύσουν στο μέλλον, αλλά και στην περίπτωση που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα, είναι πολύ αμφίβολο αν ο λαός θα είχε να κερδίσει κάτι απ’ αυτό.
Η κοινωνία η οποία, χάρη του συστήματός της, ενώ σε μερικούς πολίτες χαρίζει δέκα, είκοσι, πενήντα φράγκα, αφαιρώντας απ’ τους άλλους το μισό ή το τρίτο του ενός ή των δύο φράγκων που αυτοί κερδίζουν με το μόχθο τους, θα είχε το δικαίωμα και θα μπορούσε να επανορθώσει μέχρις ενός βαθμού το κακό που τους έκανε και να μετριάσει την ανισότητα, ζητώντας κάτι απ’ τους πρώτους και δίνοντας στους δεύτερους και ακόμη και στους τρίτους, σ’ εκείνους δηλαδή οι οποίοι χωρίς να φταίνε σε τίποτα δεν κερδίζουν ούτε το ένα και τα δύο φράγκα. Και εάν οι ευνοούμενοι του συστήματος φώναζαν και παραπονιόνταν γι’ αυτό, πιστεύοντας ηλιθίως ότι η κοινωνία τους αδικεί και τους κλέβει, δεν θα χρειαζόταν εξαιτίας να κάνει πίσω η κοινωνία σεβόμενη μια άδικη και χαζή απαίτηση. Ο προσδιορισμός της περιουσίας ή των εσόδων του καθενός δεν θα είχε καμιά δυσκολία. Θα ζητούσαν απ’ τον κάθε πολίτη μια γραπτή δήλωση της περιουσίας και των εσόδων του, η οποία θα ανανεωνόταν κάθε χρόνο. Εάν μετά από καιρό ανακαλυπτόταν κάτι περισσότερο που ο πολίτης δεν είχε δηλώσει, αυτό θα δημευόταν. Ακόμη κι αν αυτό που δεν δήλωσε βρισκόταν έξω από το κράτος, η κοινωνία θα είχε πάντα κάποια ποινή να επιβάλλει που θα συνιστούσε εγγύηση. Αλλά εφαρμόζοντας ένα τέτοιο μέτρο, πολλοί πλούσιοι θα εγκατέλειπαν τη χώρα, ιδιαίτερα εκείνοι των οποίων η περιουσία αποτελείται από χρήματα ή άλλα κινητά αγαθά. Ώρα καλή. Ένα βάρος λιγότερο για τη χώρα. Αν πάλι έβλεπαν ότι εφαρμόζεται το ίδιο μέτρο στα άλλα κράτη της Ευρώπης, θα ήταν υποχρεωμένοι να πάνε στην Ασία, μέχρι την ώρα που θα υποχρεώνονταν να εγκαταλείψουν και την Ασία για να πάνε να εγκαστασταθούν στο εσωτερικό της Αφρικής. Καλό κι αυτό γιατί θα γινόντουσαν εκπολιτιστές εκείνων των λαών.
Και αφού επιβάλλονται φόροι για διάφορες ανάγκες του κράτους, θα μπορούσε δίκαια και ορθά να επιβληθεί επίσης ένας φόρος με το σκοπό της βοήθειας των φτωχών, που είναι άλλη μια ανάγκη του κράτους, ίσως η μεγαλύτερη απ’ όλες. Σε κάθε πολίτη θα έπρεπε να εξασφαλίζεται η υγιεινή κατοικία και το ψωμί, μόνο το ψωμί της ημέρας. Όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσε να τα προμηθευτεί ο ίδιος διαμέσου λίγης δουλειάς ή μέσω ζητιανιάς. Ο Χριστιανισμός, όσα και να λένε (σκόπιμα ή άκριτα), δεν άσκησε καμία ηθική επίδραση πάνω στην ανθρωπότητα και κανένα καλό δεν οφείλεται σ’ αυτόν. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μόνο αιτία διωγμών, σφαγών, μαρτυρίων, θύματα των οποίων υπήρξαν τόσο οι χριστιανοί όσο και όλοι οι άλλοι.
Αλλά αυτοί οι άλλοι, επειδή τους πρώτους αιώνες υπήρξαν ισχυροί, δεν είχαν κρίνει αναγκαίο και δεν είχαν φροντίσει να κρατήσουν ακριβή λογαριασμό όλων των δεινών που είχαν υποστεί για χάρη της θρησκείας του Χριστού και να μεταβιβάσουν στους μεταγενέστερους έναν κατάλογο με τα ονόματα και τη ζωή των μαρτύρων τους μέσα από τα συναξάρια και να επινοήσουν γι’ αυτό το σκοπό και τους καζαμίες. Έτσι συνήθως οι ιστορίες των επαναστάσεων και των πολέμων των υποταγμένων και υπόδουλων λαών, γραμμένες από συγγραφείς που ανήκουν στον ίδιο το λαό, δεν χάνουν ευκαιρία του να μην περιγράφουν, να μην υμνούν τις ηρωικές πράξεις των υπόδουλων, όπως και να κρατάνε ακριβή λογαριασμό για όλες τις ωμότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου απ’ την πλευρά των καταπιεστών, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε κάποια ηρωική πράξη αυτών των τελευταίων ούτε σε κάποια ωμότητα που διαπράχθηκε απ’ την πλευρά των πρώτων.
Άσε τα καταγραμμένα γεγονότα που δεν έγιναν ποτέ ή παραποιήθηκαν. Τουλάχιστον δεν φαίνεται πιθανόν οι καταπιεσμένοι να είχαν πάντα και σ’ όλα τα πράγματα δίκιο, και πάντα και σ’ όλα τα πράγματα να είχαν άδικο οι καταπιεστές. Σε μια μεταγενέστερη εποχή, όταν οι χριστιανοί ήταν πιο δυνατοί, το δικαστήριο το ονομαζόμενο της Αγίας Έδρας (Ιερά Εξέταση), είχε τελέσει το θεϊκό έργο εναντίον των άπιστων, των αιρετικών και των προσωπικών του εχθρών, που τους συκοφαντούσε για να μπορεί ευλογοφανώς να τους βασανίζει και να τους σκοτώνει. Οι αρχές του ανθρωπισμού και τα δόγματα του Χριστιανισμού, τα οποία τον διακρίνουν από τις φιλοσοφικές θεωρίες γενικά, δεν εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα από κανένα λαό. Κανένας λαός δεν μπορεί να καυχιέται λέγοντας ότι είναι λαός χριστιανών. Το Βάπτισμα, χωρίς τα άλλα ουσιαστικά πράγματα, δεν επαρκεί. Οι δοξασίες «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν», «Αγάπα τους εχθρούς σου», «Μοίρασε τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς» και «Αν σε χτυπήσουν στο ένα μάγουλο, γύρισε και το άλλο» που ανήκουν αποκλειστικά στο Χριστιανισμό και που συμπυκνώνουν όλη τη χριστιανική θρησκεία, δεν εφαρμόστηκαν ποτέ ολοκληρωτικά, όχι μόνο από κανένα λαό, αλλά ούτε και από μεμονωμένα άτομα κι ακόμη λιγότερο από εκείνους οι οποίοι παίρνουν το όνομα των εκπροσώπων του Χριστιανισμού, εννοώ τους παπάδες και τους καλόγερους. Μπορούμε κι είναι εύκολο πράγμα να τραγουδάμε ωραίεςσυνθέσεις στις εκκλησίες, να καίμε λάδι και λιβάνι, να κάνουμε το σταυρό μας μπροστά στις άγιες εικόνες και να τις γυρίζουμε σε λιτανείες στους δρόμους, να ντυνόμαστε με τα ιερατικά άμφια και καπέλα, κ.λπ., κ.λπ.
Όλα αυτά τα πράγματα, όσο ωραία, καλά και χρήσιμα κι αν είναι, στην ουσία δεν έχουν την ελάχιστη σχέση με το Χριστιανισμό, του οποίου εμείς αυθαίρετα και χωρίς καμία δικαιολογία αναγορευόμαστε ακόλουθοι και εκπρόσωποι. Εάν ο Χριστός ερχόταν σήμερα στον κόσμο θα έκλαιγε και θα γέλαγε μαζί, βλέποντας την τωρινή κατάσταση πραγμάτων και με πολλούς από τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους άλλους που εμείς κατακεραυνώνουμε με αναθέματα στο όνομά του, αυτός θα συνδεόταν καλόκαρδα, συγχωρώντας τους και μη δίνοντας σημασία στο ότι αυτοί δεν πιστεύουν ότι είναι γιος του Θεού, ενώ τους περισσότερους από μας που τον θεωρούμε (κατά τα λεγόμενά μας) γιο του Θεού, θα μας είχε αποκηρύξει, διακηρύσσοντας ότι δεν μας γνωρίζει, ότι ποτέ δεν του ανήκαμε και ότι τα ρούχα που στο όνομά του φορέσαμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αδιάντροπη μεταμφίεση με σκοπό να εξαπατήσει τους αφελείς και να χρησιμεύσει ως μέσο για να ζήσουμε και να θησαυρίσουμε. Ω, ψεύτικοι εκπρόσωποι του Χριστού και αληθινοί εκπρόσωποι του Σατανά. Αγιότατοι Πατριάρχες και Πάπες, καταχραστές μιας εξουσίας που ο Χριστός δεν σας την είχε δώσει και ούτε ήταν δυνατό να σας την είχε δώσει, τι κλωτσιές ο Χριστός θα σας είχε δώσει!
Ευτυχώς για σας όμως και σύμφωνα με τις παραδόσεις σας (μολονότι εσείς δεν τις πιστεύετε, αφού αλλιώς ο τρόπος ζωής σας θα ήταν διαφορετικός και περισσότερο σύμφωνος με το πρόγραμμα του Χριστού) ο Χριστός δεν θα έρθει δεύτερη φορά στον κόσμο, αλλά θα έρθει ο Αντίχριστος στη θέση του, που θα σας σφίξει στοργικά στην αγκαλιά του και θα εξαπατήσει τους πιστούς, όπως τους έχετε εξαπατήσει εσείς, παροτρύνοντάς τους να σας απονέμουν περισσότερες τιμές και να σας προσφέρουν περισσότερα δώρα.
Αφήνοντας κατά μέρος άλλες ευθύνες και καταχρήσεις, πώς είναι ποτέ δυνατόν να συμβιβαστούν η φιλαργυρία σας, η υπεροψία, η επίδειξη, η κοσμική πολυτέλεια με τη διδασκαλία του Χριστού; Ανόητοι πληβείοι, πώς δεν σας κάνουν καμία εντύπωση τέτοια πράγματα και πώς, μιας και δεν έχετε τη φρόνηση και το κουράγιο να τους γυρίσετε τις πλάτες, δεν τους υποχρεώνετε τουλάχιστον να διορθωθούν; Κι αν εσείς είσαστε πεπεισμένοι ότι οι αρχές του Χριστιανισμού μπορούν να συμφωνήσουν με την ανθρώπινη φύση, και γι’ αυτό είναι εφαρμόσιμες, εσείς πρώτοι οφείλετε να δώσετε το παράδειγμα, ώστε με την εφαρμογή των χριστιανικών αρχών να καταφέρετε να γίνετε αληθινοί ακόλουθοι του Χριστού και άξιοι εκπρόσωποί του. Κι αν, αντίθετα, δεν έχετε πεισθεί ή δεν είσαστε ικανοί να τις εφαρμόσετε, τότε οφείλετε να αποθέσετε τα άμφια και μαζί την εξουσία, παραχωρώντας τα σε άλλους πιο άξιους και πιο ικανούς να βάλουν τέλος σ’ αυτή την κωμωδία κι αυτή τη γελοιότητα. Εσείς θεωρείτε ότι παρ’ όλο που δεν έχουμε τη θέληση και τη δύναμη να μιμηθούμε το Χριστό και να βάλουμε σ’ εφαρμογή τις θεϊκές εντολές του, οφείλουμε όμως να του αποδώσουμε εγκώμια και δόξα. Ο Χριστός δεν το χρειάζεται αυτό ούτε ήρθε στον κόσμο και υπέφερε όλα αυτά που υπέφερε μόνο και μόνο για ν’ απολαμβάνει παρόμοια εγκώμια και δόξα, τα οποία στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από μία σάτιρα.
Ας υποθέσουμε ότι ένας πρίγκιπας διαμέσου μιας διακήρυξης είχε δώσει κάποια διαταγή που αφορούσε το δημόσιο καλό κι ο λαός, χωρίς να έχει όρεξη ή πρόθεση να εκτελέσει τη διαταγή, αρκείται στο να συνθέτει εγκώμια και ύμνους προς δόξαν του πρίγκιπα με τη διακηρυγμένη εντολή του και να του κάνει γιορτές και φωταγωγίες. Τι θα λέγατε γι’ αυτό; Αν οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι ν’ ακολουθήσουν την εντολή, όλα τα άλλα πράγματα χωρίς αμφιβολία θα είχαν το νόημά τους. Αλλά αφού δεν έχουν κατά νου να την ακολουθήσουν, τι άλλο νόημα θα μπορούσαν να έχουν τα υπόλοιπα παρά εκείνο της κοροϊδίας; Κι εσείς καλοί, αλλά πιο συχνά το ίδιο απατεώνες με τους ανωτέρους σας, ιεραπόστολοι χριστιανοί, οι οποίοι με τόσο φλέγοντα ζήλο τρέχετε εδώ κι εκεί, φτάνοντας μέχρι τα πέρατα του κόσμου για να διδάξετε τα δόγματα της θρησκείας του Χριστού και ταυτόχρονα να διαταράξετε την ειρήνη εκείνων των απλών ανθρώπων, σπέρνοντας ανάμεσά τους τη διχόνοια και τα μίση και προκαλώντας εμφύλιους πολέμους και σφαγές, των οποίων συχνά είσαστε εσείς οι ίδιοι τα θύματα, γιατί δεν κοιτάτε καλύτερα να ολοκληρώσετε την εκπαίδευση των συμπολιτών σας; Σίγουρα εσείς δεν πιστεύετε, όπως το πιστεύει ο ανόητος και αμαθής όχλος, ότι η ενσάρκωση του Ιησού, τα θαύματα και η ανάσταση και οι θεωρίες πάνω στην Τριάδα είναι η αρχή και το τέλος της χριστιανικής θρησκείας, που με τόσους κινδύνους και θυσίες προσπαθείτε να εισάγετε σ’ εκείνες τις βάρβαρες και μακρινές χώρες. Σίγουρα εσείς δεν αγνοείτε ότι πέρα απ’ αυτό υπάρχει κάτι πιο ουσιαστικό, το ηθικό μέρος, το οποίο σας έχει διδαχτεί, αλλά που τόσο εσείς όσο και οι συμπολίτες σας αφήσατε κατά μέρος και δεν το έχετε βάλει ακόμη σε πρακτική εφαρμογή. Γιατί ν’ αφήσετε μισοτελειωμένη τη δουλειά στη χώρα σας, για να πάτε κάπου αλλού και να την αφήσετε και εκεί στη μέση; Ποια είναι τα υπέρ εάν κάποιος πιστεύει στα θαύματα και στην ανάσταση του Χριστού και ταυτόχρονα μισεί ή ζημιώνει τον πλησίον του; Δεν ήταν μήπως Χριστιανοί και συμπολίτες σας οι κατακτητές του Μεξικού και του Περού (για να μην μιλήσουμε για άλλα έθνη λιγότερο πολιτισμένα και ευτυχισμένα), των οποίων οι ειρηνικοί κάτοικοι εξολοθρεύτηκαν από τους συμπολίτες σας; Αντί να διδάσκετε σ’ εκείνους τους λαούς ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να διακηρύξει τη θρησκεία της παγκόσμιας αγάπης και να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τη σκλαβιά και γι’ αυτό σκλαβώθηκε, δεν θα ήταν πιο λογικό εάν είχατε φροντίσει από καιρό να εκπαιδεύετε τους συμπολίτες σας έτσι ώστε να μην είχαν προχωρήσει στο εξολοθρευτικό τους έργο το τόσο αντίθετο με τη θρησκεία και την αποστολή του Χριστού; Οι διωγμοί και τα δεινά που μερικές φορές περάσατε, πολύ σωστά τα περάσατε. Και υπάρχει κάποιος που έχοντας λίγη ευθυκρισία και λίγο αίσθημα δικαιοσύνης, να μην μέμφεται τους μεν για την απερισκεψία και την ηλιθιότητά σας, τους δε για την αγυρτεία και την απληστία σας;
Με το παράδειγμα της αγάπης προς τον πλησίον, της αγαθοεργίας, της αυταπάρνησης, θα μπορούσατε να προσηλυτίσετε όλο τον κόσμο, χωρίς κανέναν κίνδυνο, ούτε για τους άλλους ούτε για σας. Μια τέτοια βάφτιση αν είναι ανάγκη θα έπρεπε να προηγείται της δικής σας βάφτισης για μια γενιά. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι ενέργειές σας θα ήταν πιο ασφαλείς και λιγότερο κουραστικές και το αποτέλεσμα πιο γρήγορο και πιο βέβαιο.
Εάν στ’ αλήθεια πιστεύετε στο Χριστό, εάν τον αγαπάτε, εάν αγαπάτε τη θρησκεία του, εάν στ’ αλήθεια πρόθεσή σας είναι ν’ ανακουφίσετε τους ταπεινούς και τους καταπιεσμένους σ’ αυτή τη ζωή και να σώσετε την ψυχή τους στην άλλη, αυτό πρέπει να κάνετε. Και μη σπεύσετε να κατηχήσετε και να διδάξετε δόγματα και διδασκαλίες, αλλά αρκεστείτε στο να δώσετε το παράδειγμα για το οποίο σας μίλησα. Φτάνει μόνο να ενεργείτε καλόπιστα και να μην κάνετε χρήση μέσων σαν το δόλωμα ή την παγίδα, πράγμα το οποίο έχω κάθε λόγο να το φοβάμαι απ’ τη πλευρά σας. Ανάμεσα στους συμπολίτες σας υπάρχουν πολλοί ετερόδοξοι, Εβραίοι και άλλοι. Γιατί δεν δοκιμάζετε να προσηλυτίσετε κι αυτούς; Αλλά αυτοί δεν προσηλυτίζονται, γιατί σας γνωρίζουν καλά και γιατί δεν θα ήθελαν, πολύ λογικά, να διατρέξουν καμιά φορά τον κίνδυνο να τους εκλάβουν ως ζώα ή και να τους μεταβάλουν πραγματικά σε ζώα με τη δύναμη μιας βούλας του αλάνθαστου αρχηγού της Εκκλησίας σας, από εκείνες που έχουν τη δύναμη να κάνουν τη μέρα νύχτα και τη νύχτα μέρα και οι οποίες έχουν μια δύναμη κι ένα αποτέλεσμα εντελώς ιδιαίτερο και αποκλειστικό και θαυματουργό στους άπιστους.
Πρέπει όμως να ομολογήσω, από αγάπη για την αλήθεια, ότι η έκδοση τέτοιων εγκυκλίων, όχι λιγότερο απ’ ό,τι οι αφορισμοί κ.λπ., σήμερα λαμβάνουν χώρα πολύ σπάνια, σχεδόν είναι πράγματα που καταργήθηκαν, αφού οι κακοί καιροί το απαιτούν κι αφού ο Θεός αντιπροσωπεύτηκε άξια στη γη απ’ τον αλάνθαστο καπετάνιο, που έχει, σαν Θεός κι αυτός που είναι, όλα τα καλά προσόντα και ταυτόχρονα είναι προσεκτικός και συνετός ώστε να προσαρμόζεται στην ανάγκη και στις περιστάσεις. Tον περασμένο χρόνο συμπληρώθηκαν 4 αιώνες από τότε που ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, κι εσείς δεν ντραπήκατε οι μεν να κάνετε εθνικές γιορτές, οι άλλοι να ψέλνετε λειτουργίες στις εκκλησίες, γιατί, όπως λέγατε, ανοίξανε διάπλατα οι πόρτες του νέου κόσμου στο φως του Ευαγγελίου. Για ποιο φως και για ποιο Ευαγγέλιο μιλάτε εσείς, ω απατεώνες; Και πού βρίσκεται σήμερα αυτός ο άτυχος - νέος κόσμος, πού κρύβονται και πώς ζουν τα μίζερα απομεινάρια του; Ανοίξανε διάπλατα οι πόρτες του νέου κόσμου στα ληστρικά σπαθιά των χριστιανών, οφείλατε να πείτε. Κι αν εσείς που ψέλνατε λειτουργίες δεν θέλετε να το ομολογήσετε, το ομολόγησαν όμως απερίφραστα οι συμπολίτες σας οι οποίοι έκαναν τις γιορτές. Όσο για τις λειτουργίες, οφείλατε ν’ αφήσετε να τις ψάλλουν οι ίδιοι οι οποίοι δέχτηκαν την ευεργεσία με το φως. Πριν απ’ αυτούς τουλάχιστον, γιατί έχουμε την επιβεβαίωσή τους, και κατόπιν από σας..., όλοι οι λαοί του κόσμου, απ΄ όσα εγώ γνωρίζω, τηρούν τις ηθικές εντολές της θρησκείας τους. Αν όχι το σύνολο του κάθε λαού, τουλάχιστον η πλειοψηφία τις τηρεί.
Μόνο οι χριστιανικοί λαοί δεν τηρούν τίποτα. Προτίθεμαι να μιλήσω για εκείνες τις εντολές οι οποίες ξεχωρίζουν τη χριστιανική θρησκεία από όλες τις άλλες, και για τις οποίες ξεκίνησε και θεμελιώθηκε η χριστιανική θρησκεία. Και αξίζει να σημειωθεί ότι οι εντολές αυτές που προηγούνται του χριστιανισμού και που οι χριστιανικοί λαοί έχουν κοινές με τους άλλους λαούς, οι χριστιανοί τις τηρούν λιγότερο απ’ τους άλλους λαούς. Έτσι που ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς της γης, οι χριστιανικοί λαοί, σε ό,τι αφορά την πίστη που επαγγέλλονται, είναι οι περισσότερο ψεύτες και οι περισσότερο απατεώνες, καυχούμενοι για μια ηθική διδασκαλία και μια θρησκεία στην οποία είναι εντελώς ξένοι. Και είναι περίεργο ότι ενώ κοιτάζουν να ξεγελάσουν τους άλλους, ξεγελάνε και τους εαυτούς τους για όλους τους άλλους. Δεν προτίθεμαι να μιλήσω για τον όχλο που πιστεύει ακόμη κι αυτό, ότι δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία και όλος ο χορός των αγγέλων και των αγίων είναι υπερασπιστές τους, και ότι θα κληρονομήσουν το βασίλειο των ουρανών, μονάχα γιατί βαπτίστηκαν και αλείφθηκαν με το άγιο χρίσμα, κι επειδή πιστεύουν ότι ο Χριστός αναστήθηκε την τρίτη μέρα και ανέβηκε στους ουρανούς την τεσσαρακοστή. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς, και γιατί πιστεύουν σ’ αυτά τα πράγματα, είναι περισσότερο ένοχοι, χωρίς να μπορούν να έχουν καμιά δικαιολογία. Κι εάν η εξομολόγηση και η μετάνοια τη στιγμή του θανάτου εξισώνουν καταπιεστές και καταπιεσμένους, εξασφαλίζοντας στους χριστιανούς τα καλά της μελλοντικής ζωής, αυτό δίνει ικανοποίηση και δεν αμοίβει τον άπιστο καταπιεσμένο, ο οποίος, αφού έχασε απ’ την αγάπη του χριστιανού ένα μέρος ή όλα τα αγαθά της παρούσας ζωής, πρέπει να χάσει ο δυστυχής και τα καλά της μέλλουσας ζωής.
Αλλά θα μου πούνε, επειδή αυτός θα χάσει τα καλά της μέλλουσας και αιώνιας ζωής, δεν θα ήταν μεγάλη ζημιά, ούτε τίποτα σημαντικό αν αυτός έχανε και τα καλά της παρούσας μικρής και εφήμερης ζωής. Ιδιαίτερα αν αυτός τα έχανε με σκοπό τη φροντίδα και την ευημερία των καλών χριστιανών...
Ανάμεσα στους χριστιανούς θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα εάν ένας απ’ αυτούς, ιδιαίτερα αν ανήκει στις ανώτερες τάξεις, απαρνηθεί (αλλαξοπιστήσει, όπως συνηθίζεται να λέγεται) την χριστιανική πίστη και αγκαλιάσει μια άλλη. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα τον έβλεπαν με κακό μάτι και θα τον μισούσαν όλοι, μη εξαιρουμένων των πιο έξυπνων και των πιο μορφωμένων, οι οποίοι επαγγέλλονται ότι είναι συμπεριφορά αχρείων το να απαρνηθείς την πίστη σου, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, και ν’ αγκαλιάσεις μια άλλη. Αλλά αυτός που απαρνείται επίσημα την πίστη του, εκείνη την πίστη δηλαδή με την οποία ανατράφηκε από παιδάκι, αφού απαρνήθηκε από πριν με το να σταματήσει να πιστεύει, δεν υπάρχει λόγος να θεωρείται αχρείος ή απλά να κατακρίνεται γι’ αυτό όταν δεν υπάρχει λόγος από τη στιγμή που δεν πιστεύει, να θεωρείται από τους άλλους ότι συνεχίζει να πιστεύει. Και εάν, από την άλλη, κάποιος δεν πιστεύει πια στην πίστη του, αλλά πιστεύει και προσκολλάται σε μια άλλη, ούτε γι’ αυτό υπάρχει λόγος να θεωρείται αχρείος, όπως δεν υπάρχει λόγος επειδή πιστεύει αυτός σε μια άλλη πίστη, να θεωρείται από τους άλλους ότι δεν πιστεύει. Και εάν είχε πολλά να χάσει αυτός που θα απαρνιόταν τη χριστιανική πίστη για χάρη μιας άλλης, αυτό θα μπορούσε να είναι μια καλή αιτία για να τον λυπηθούμε, αλλά όχι για να τον επικρίνουμε ή να τον περιφρονήσουμε.
Τώρα απομένουν οι περιστάσεις κατά τις οποίες ενώ κάποιος πιστεύει στη θρησκεία του, έχει δηλώσει στα ψέματα ότι δεν πιστεύει, ενώ δεν πιστεύει, έχει δηλώσει στα ψέματα ότι πιστεύει σε μια άλλη θρησκεία, στην οποία προσκολλάται για κάποιο σκοπό για να εξυπηρετήσει το ένα ή το άλλο συμφέρον του. Και αν αυτό χαρακτηρίζει τους αχρείους, δεν είναι εξίσου αχρείοι αυτοί που υποκρίνονται ότι πιστεύουν στη θρησκεία τους, ενώ στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν; Είναι γνωστό ότι από τους χριστιανούς, εξαιρώντας τον όχλο, τις γυναίκες και τα παιδιά, από τους υπόλοιπους πολλοί λίγοι πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού και σ’ εκείνη του Λάζαρου, όχι γιατί είναι πράγματα από τη φύση τους αδύνατα, αλλά γιατί δεν αποδείχτηκαν και γιατί υπάρχουν πολλοί λόγοι που δικαιολογούν τη δυσπιστία και τη μη πίστη. Κατά συνέπεια, ούτε στη νομιμότητα και αγιότητα των εκπροσώπων του Χριστού πιστεύουν. Και από αυτό τον κανόνα δεν εξαιρούνται οι ίδιοι οι εκπρόσωποι, ανάμεσα στους οποίους εξίσου ελάχιστοι από τους πιο αμαθείς και πιο χαζούς, είναι πεπεισμένοι για τη νομιμότητα αυτής της εκπροσώπησης.
Τώρα, σε τι πράγμα συνίσταται η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν αποστάτη απατεώνα, που αγκάλιασε π.χ. την Ισλαμική πίστη, και όλη εκείνη την πληθώρα των χριστιανών, μη αποστατών, οι οποίοι όμως δεν πιστεύουν στη θεότητα του Χριστού; Ο αποστάτης, φροντίζοντας για το ένα ή το άλλο συμφέρον του, το δηλώνει επίσημα ή δηλώνοντάς το, προσποιείται ότι αρνείται μια πίστη στην οποία αυτός δεν ανήκει ή που στ’ αλήθεια δεν απαρνείται. Αυτοί οι άλλοι, θέλοντας, επίσης, να εξυπηρετήσουν ένα συμφέρον, που δεν έχει σχέση, όμως, με την υπόθεση, μένουν μακριά από δηλώσεις, προσποιούμενοι ότι πιστεύουν σ’ εκείνη την πίστη που ο άλλος αρνείται, ενώ κι αυτή την έχουν αρνηθεί εδώ και εξίσου πολύ καιρό. Και η διαφορά θα συνίστατο μόνο σ’ αυτό, ότι ο χριστιανός ο οποίος θα αγκάλιαζε την πίστη του Μωάμεθ, θα κερδοσκοπούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάνω στην αφέλεια και την αμάθεια των Μωαμεθανών, ενώ αυτός που δεν θα την αγκάλιαζε και θα παρέμενε χριστιανός θα κερδοσκοπούσε πάνω σ’ εκείνη των χριστιανών συμπολιτών του. Και είναι πολύ παράξενο ότι ενώ η πορεία του πρώτου, δηλαδή του αποστάτη, θεωρείται ανάμεσα στους χριστιανούς αχρειότητα, η πορεία των δεύτερων, εντελώς αντίθετα, θεωρείται αρετή.
Και πού εντοπίζεται η διαφορά ανάμεσα στη συμπεριφορά μιας πληθώρας πολιτικών απατεώνων κάθε τάξης και κάθε βαθμού, από τους οποίους είναι γεμάτη η κοινωνία μας, και τη συμπεριφορά ενός αποστάτη; Οι πρώτοι, αποβλέποντας στο συμφέρον τους, ξεγελούν τον κόσμο ζημιώνοντας και θυσιάζοντας του έθνος τους, ενώ ο δεύτερος, κερδίζοντας ο ίδιος κάτι, δεν προκαλεί ζημιά σε κανέναν ή τουλάχιστον δεν θυσιάζει κανέναν. Αλλά ο χριστιανός αποστάτης δίνει το κακό παράδειγμα στους άλλους χριστιανούς, και αλίμονο στην Εκκλησία εάν όλοι εκείνοι οι οποίοι δεν πιστεύουν στη θεότητα του Χριστού το ομολογούσαν δημόσια και προσχωρούσαν στην πίστη του Μωάμεθ. Να το έγκλημα του αποστάτη! Όσον αφορά το συμφέρον της Εκκλησίας, δηλαδή του κλήρου, το πράγμα εξηγείται. Δεν βλέπω όμως ποια εξήγηση μπορεί να δοθεί όσον αφορά το συμφέρον του κράτους και των πολιτών γενικά, αφού η διδασκαλία του Ευαγγελίου είναι νεκρό γράμμα. Άλλωστε, οι Μωαμεθανοί με όλη τους τη βαρβαρότητα, είναι, χωρίς αντίρρηση, πιο εξημερωμένοι και πιο ενάρετοι απ’ τους Χριστιανούς. Ακόμη και όσον αφορά την πολυγαμία, που είναι υπόθεση δευτερεύουσας σημασίας, οι χριστιανοί είναι ασύγκριτα περισσότερο πολύγαμοι, με τη μόνη διαφορά ότι η χριστιανική πολυγαμία δεν αναγνωρίζεται ούτε από την Εκκλησία ούτε από τους νόμους του κράτους, όπως ισχύει στους Μωαμεθανούς, και με τη διαφορά συνεπώς ότι τα παιδιά των χριστιανών, που προέρχονται από την πολυγαμία λέγονται μπάσταρδα και δεν έχουν νόμιμα δικαιώματα στις κληρονομιές ούτε καν ως προς την απλή συντήρησή τους.
Διαιρέθηκε η Εκκλησία σε Ανατολική και Δυτική. Γιατί να διαιρεθεί; Και αν διαιρέθηκε, η Εκκλησία στην ουσία είναι πάντα μία. Και εάν η Εκκλησία θέλει να είναι διαιρεμένη για μια αιτία που ακόμη δεν έχει διαπιστωθεί, εάν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνο ή εκπορεύεται επίσης και από τον Υιό, ας συμφωνήσουν τουλάχιστον στο να ομολογήσουν ότι είναι ανάγκη να ακολουθήσουν τις εντολές του Χριστού, χωρίς τις οποίες ούτε οι Χριστιανοί, που ανήκουν είτε στη μία είτε στην άλλη χριστιανική Εκκλησία, μπορούν δικαιολογημένα να ονομάζονται χριστιανοί ούτε η Εκκλησία τους χριστιανική. Ο Χριστός δεν είχε συστήσει τίποτα για το Άγιο Πνεύμα, μόνο για την Αγάπη προς τον Πλησίον είχε συστήσει. Δώστε τα χέρια σας και ας μείνουν εκκρεμή τα άλλα ζητήματα, μιας και δεν έχετε όρεξη να τα επεξεργαστείτε ή δεν έχετε τη δύναμη να τα υπερβείτε. Ο Χριστός, λογικά και δίκαια, δεν θα μπορούσε να σας επιπλήξει, εάν ο καθένας από σας μην μπορώντας να επιλύσει, παρ’ όλες τις προσπάθειες που κάνετε γι’ αυτό το σκοπό, το ένα ή το άλλο δογματικό ή θεολογικό ζήτημα, αλλά σκέφτεται και πιστεύει ό,τι νομίζει καλύτερο. Και ακόμη λιγότερο θα μπορούσε να σας επιπλήξει, εάν εσείς, με όλα τα διαφορετικά σας πιστεύω είχατε ενωθεί για όλα αυτά που αφορούν το καλό του ανθρώπινου γένους και το θρίαμβο του Χριστιανισμού. Απ’ όσο φαίνεται και απ’ ό,τι αποδείχτηκε μέχρι τώρα, εσείς θεωρείτε ότι, εξαιτίας εκείνων των ζητημάτων του σχίσματος και της διαίρεσης, τα συμφέροντα της Εκκλησίας, Ανατολικής και Δυτικής, δεν ζημιώθηκαν ούτε απειλήθηκαν, γιατί στην περίπτωση αυτή θα είχατε, χωρίς αμφιβολία, σπεύσει και προσπαθήσει να δώσετε με όλους τους τρόπους τα χέρια, αλλά τα συμφέροντα του Χριστιανισμού και του ανθρώπινου γένους είναι ανεξάρτητα και δευτερεύουσας σημασίας και δεν αξίζει να λαμβάνονται υπόψιν.
Ας εκπορεύεται απ’ όπου θέλει το Άγιο Πνεύμα. Τι σας νοιάζει εσάς; Και ποιος ο λόγος να διαιρείστε και να γίνεστε εχθροί γι’ αυτό; Εάν το Άγιο Πνεύμα θεωρούσε απαραίτητο να γνωρίζετε την πηγή του, θα σας το είχε αποκαλύψει από τότε με τρόπο που δεν θα άφηνε την ελάχιστη αμφιβολία. Αφού δεν σας το αποκάλυψε, ούτε να σας αποδοκιμάσει θα μπορούσε γιατί παραλείψατε να ερευνήσετε το θέμα, κάνοντας να προκύψουν επικίνδυνα ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι αιτία, όπως πράγματι υπήρξαν, μιας διαίρεσης εις βάρος του Χριστιανισμού, θέλω να πω της χριστιανικής διδασκαλίας, της οποίας υποτίθεται ότι είσαστε οι εκπρόσωποι και για τον οποίον Χριστιανισμό μονάχα, ή τουλάχιστον κατ’ αρχήν, ενδιαφέρεται και ανησυχεί το Άγιο Πνεύμα, πράγμα το οποίο δεν μπορείτε βέβαια να αρνηθείτε ή να θέσετε υπό αμφισβήτηση. Και εάν για σας τα συμφέροντα της Εκκλησίας σας ή της Αδελφότητας είναι τα πρώτα και τα μόνα τα οποία πιστεύετε ότι πρέπει να φροντίζετε, δεν είναι όμως τα πρώτα και τα μόνα, βέβαια, και για το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό ο Χριστιανισμός δεν εμπνεύστηκε και δεν δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικής σας Εκκλησίας ή Αδελφότητας, αλλά η δική σας Εκκλησία ή Αδελφότητα θεμελιώθηκε για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Χριστιανισμού.
Ανάμεσα στα δύο πιστεύω, αν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πατέρα ή εκπορεύεται επίσης από τον Υιό, το ένα χωρίς αμφιβολία θα πρέπει να είναι το σωστό και το αληθινό, και το άλλο πρέπει να είναι το λανθασμένο ή ψεύτικο, εκτός μόνο αν και τα δύο είναι ψεύτικα, μια υπόθεση που αν δεν την απορρίπτει η κοινή λογική, την απορρίπτει όμως η ορθοδοξία της μιας ή της άλλης Εκκλησίας. Αλλά εάν το ένα από τα δύο πιστεύω είναι το αληθινό και το άλλο το ψεύτικο, απ’ αυτό συμπεραίνεται ότι όλοι εκείνοι οι οποίοι ακολουθούν το ψεύτικο πιστεύω είναι κολασμένοι, πράγμα που σίγουρα δεν θα είχε συμβεί εάν δεν είχε γίνει εκείνη η έρευνα ως προς την προέλευση του Αγίου Πνεύματος, όπως πράγματι δεν κολάστηκε γι’ αυτό κανένας χριστιανός από εκείνους που υπήρξαν πριν από τη διαίρεση. Δεν γνωρίζω ακριβώς ποια τιμωρία επιφυλάσσεται σ’ εκείνους οι οποίοι ακολουθούν το ψεύτικο πιστεύω, είναι όμως βέβαιο, τουλάχιστον εγώ δεν έχω καμία αμφιβολία, ότι το Άγιο Πνεύμα θα ένιωθε μεγάλη θλίψη και αηδία γι’ αυτό, ότι δηλαδή εξαιτίας του και χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη έγινε τόση φασαρία και κολάστηκε, και συνεχίζει να κολάζεται, ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών, οι οποίοι κάνουν αυτό το λάθος.
Οι επικεφαλείς της Εκκλησίας έχοντας εντρυφήσει, και έχοντας μελετήσει και ερευνήσει, βεβαίως καταλαβαίνουν και ξέρουν να ξεχωρίζουν (κατ’ ανάγκη πρέπει να συμπεράνουμε), ο καθένας ανάλογα με το δικό του τρόπο σκέψης και θέασης, ποια είναι η αλήθεια και ποιο το ψέμα, ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος όχι μόνο ως προς το ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, αλλά και ακόμα ως προς όλα τα άλλα ζητήματα για τα οποία η Εκκλησία είναι σήμερα διαιρεμένη, γιατί εάν οι ίδιοι οι επικεφαλείς δεν καταλάβαιναν και δεν ήξεραν να ξεχωρίζουν, δεν θα υπήρχε λόγος και αιτία να είναι διαιρεμένοι, αφού η διαίρεση υπήρξε η συνέπεια της φιλονικίας και της ασυμφωνίας σ’ εκείνα τα ζητήματα τα οποία περιέργως ξεπήδησαν δέκα ή έντεκα αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και μετά τη θεμελίωση της Εκκλησίας. Και αν οι σημερινοί επικεφαλείς της Εκκλησίας δεν καταλαβαίνουν και δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν (μη αποδεκτή υπόθεση), καταλάβαιναν όμως και ξεχώριζαν χωρίς καμία αμφιβολία οι επικεφαλείς της τότε Εκκλησίας, εκείνοι οι ίδιοι δηλαδή που είχαν φιλονικήσει και προκαλέσει το σχίσμα. Αλλά αν εκείνοι οι οποίοι καταλαβαίνουν και ξέρουν να ξεχωρίζουν δεν συμφωνούν, και γι’ αυτό σωστά και λογικά παραμένουν κατά κάποιο τρόπο διαιρεμένοι, το ίδιο σωστά και λογικά, ανάλογα με τη συνηθισμένη πρακτική στον κόσμο, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στο να λύσουν τη διαφορά τους και όλα τα άλλα ζητήματα διαμέσου των όπλων, δεν είναι εξίσου σωστό και λογικό να απαιτούν απ’ τους άλλους που δεν καταλαβαίνουν και δεν βρίσκονται επομένως σε θέση να ξεχωρίζουν, ανάμεσα στους οποίους (το ομολογώ με κάποια ντροπή) συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ, να παραμένουν το ίδιο διαιρεμένοι και να μένουν πιστά και πεισματικά κολλημένοι στη μία ή την άλλη από τις δύο σχολές.
Από την άλλη πλευρά, εκείνοι ακόμη οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, δεν είναι λογικό να ακολουθούν τυφλά εκείνο που ερευνήθηκε, βρέθηκε και έγινε αποδεκτό από τους άλλους, αφού φυσιολογικά αδυνατώντας οι ίδιοι να ξεχωρίσουν, δεν μπορούν ούτε να ξέρουν ούτε και να είναι σίγουροι εάν το πιστεύω που καλή τη πίστη ασπάστηκαν είναι το ορθό και το αληθινό. Το δόγμα του «πίστευε και μη ερεύνα» και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις να μπορούσε να εφαρμοστεί, σ’ αυτή όμως φυσικά δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, αφού οι ίδιοι οι επικεφαλείς της Εκκλησίας οι οποίοι είχαν δογματίσει και συστήσει το «πίστευε και μη ερεύνα», που οι ίδιοι είχαν ερευνήσει, βρέθηκαν, χωρίς ίσως να μπορούν να το προβλέψουν, διαφωνούντες και διαιρεμένοι. Είμαστε διατεθειμένοι και είμαστε έτοιμοι, όλοι εμείς οι οποίοι δεν καταλαβαίνουμε, να πιστέψουμε χωρίς να ερευνήσουμε. Αλλά πέστε μας εσείς ποιο από τα δύο πιστεύω και ποιον από σας τους δύο οφείλουμε να ακολουθήσουμε, αφού εσείς οι δύο δεν συμφωνείτε στα δύο πιστεύω και είσαστε γι’ αυτό διαιρεμένοι. Κι αφού δεν πρόκειται για ένα μόνο αλλά για περισσότερα ζητήματα, θα όφειλαν όλοι εκείνοι οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν, να σκεφτούν και να καταλάβουν τουλάχιστον αυτό: μπορεί πολύ καλά η μία από τις δύο Εκκλησίες να σκέφτεται και να πιστεύει ορθά σε μερικά ζητήματα, ενώ σε μερικά άλλα να σκέφτεται και να πιστεύει ορθά η άλλη Εκκλησία. Αλλά ούτε τότε ούτε σήμερα σκεφτήκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Απεναντίας, τα διαφορετικά πιστεύω αγκαλιάστηκαν μαζικά, από τους μεν όπως καθορίστηκαν από τη μία Εκκλησία και από τους άλλους όπως καθορίστηκαν από την άλλη. Έτσι το σχίσμα δεν πραγματοποιήθηκε τμηματικά στις διάφορες χώρες, όπως φυσιολογικά θα έπρεπε να είχε γίνει, αλλά συμπαγές κατά χώρες και κατά κοινότητες, καθώς κάθε κοινότητα είχε ασπαστεί τα πιστεύω των ηγετών της χώρας τους, σαν να είχαν συνεδριάσει και καταλήξει στο αναγκαίο συμπέρασμα ότι ορθόδοξοι και αλάθητοι δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι παρά μόνο οι ηγέτες της χώρας τους.
Εάν είχαν τραβήξει κλήρο, αφήνοντας να αποφασίσει η τύχη για την αποδοχή ή την απόρριψη καθενός πιστεύω, θα τους έμενε τουλάχιστον η ελπίδα, με τη δικαιολογία ότι στην κλήρωση έβαλε το δάχτυλό της η Θεία Πρόνοια. Και εάν μερικά από κείνα τα ζητήματα και τις αιτίες του σχίσματος είναι μεταγενέστερα και γεννήθηκαν μετά το σχίσμα, αυτό είναι αδιάφορο και δεν αλλάζει καθόλου τα πράγματα. Τέτοια αυθαίρετη και τελείως αδικαιολόγητη διαφωνία και διαίρεση (εννοώ πάντα εκείνους οι οποίοι δεν κατανοούν), σε συνδυασμό με τις αυθαιρεσίες κάθε είδους της μιας ή της άλλης Εκκλησίας, υπήρξε μια από τις αιτίες που δικαιολογημένα έσπρωξαν και υποχρέωσαν πολλούς οπαδούς της μιας ή της άλλης να εξεγερθούν και να επιτεθούν, αναιρώντας δημοσίως τα πάντα, μη εξαιρουμένου εκείνου που δεν ανήκει στ’ αλήθεια στην Εκκλησία, Ανατολική ή Δυτική, ούτε και στο Κράτος, αλλά στο Χριστιανισμό: αναφέρομαι στην ηθική διδασκαλία του Χριστού, η οποία είχε χρησιμεύσει ως πρόφαση ώστε να πάρουν στα χέρια την εξουσία και να κυριαρχήσουν διαμέσου της θρησκείας, δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι περίεργο, άλλωστε, που πολλές φορές υπήρξε η σοβαρή σκέψη από καλοπροαίρετα άτομα και ενίοτε έγινε κάποιο βήμα και κάποια προσπάθεια να συμφιλιωθούν και να ενωθούν οι δύο Εκκλησίες διαμέσου αμοιβαίων παραχωρήσεων.
Αλλά εάν τα πιστεύω της μιας Εκκλησίας αναφορικά με τα πιστεύω της άλλης είναι τα μόνα σωστά και αληθινά, οι πιστοί οπαδοί εκείνης της Εκκλησίας με το δίκιο τους δεν θα μπορούσαν να βλέπουν με αδιάφορο πνεύμα και να υποφέρουν που οι επικεφαλείς της Εκκλησίας τους απαρνήθηκαν τα σωστά και αληθινά πιστεύω της θρησκείας των πατέρων της, βάζοντας στη θέση τους πιστεύω ψευδή και λαθεμένα. Και παρ’ όλα αυτά, εγώ είμαι σίγουρος ότι, μόλις παρουσιαζόταν η ευκαιρίας του κοινού συμφέροντος, οι επικεφαλείς των δύο Εκκλησιών θα έβρισκαν εύκολα τον τρόπο να ξεπεράσουν κι αυτή τη δυσκολία, την κατά τα φαινόμενα αξεπέραστη, και να μπορέσουν να παρηγορήσουν τους πιστούς, διαβεβαιώνοντάς τους και πείθοντάς τους (αφού πρώτα, εννοείται, ότι πείστηκαν οι ίδιοι οι επικεφαλείς) ότι καμία ζημιά δεν θα προέλθει απ’ αυτό στη θρησκεία και την Εκκλησία, και ότι και σ’ αυτό το τελευταίο μέτρο όπως σε όλα τα προηγούμενα συμμετείχε η θέληση του Υψίστου...
Υπάρχουν πολλοί ακόμη και ανάμεσα στους λεγόμενους Χριστιανούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι αρχές του Χριστιανισμού δεν συμφωνούν με την ανθρώπινη φύση και ότι γι’ αυτό δεν είναι εφαρμόσιμες, αλλά ότι επινοήθηκαν με σκοπό να σταθεροποιήσουν τη νέα θρησκεία που έπρεπε να διαδεχθεί την παλιά, η οποία χρειαζόταν εντελώς καινούργιες θεωρίες, τέτοιες που να μπορούν να προκαλέσουν θαυμασμό.
Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν ότι ο Χριστός δεν κήρυξε και δεν δίδαξε όλα αυτά που του αποδίδουν. Προσωπικά, δεν είμαι σε θέση να δώσω τη γνώμη μου επί του θέματος, εάν όμως είμαι υποχρεωμένος να δώσω μία, θα έλεγα ότι αυτοί οι οποίοι υποστηρίζουν κάτι τέτοιο έχουν λάθος. Οι αρχές του είδους «Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» και «Αγάπα τους εχθρούς σου», δεν είναι τόσο εύκολο να επινοηθούν από όποιον δεν τις άκουσε ή δεν βίωσε ποτέ τέτοια παραδείγματα. Εκείνο, όμως, που είναι βέβαιο είναι ότι, οι αρχές του Χριστιανισμού δεν συμφωνούν με την ανθρώπινη φύση και, συνεπώς, δεν είναι εφαρμόσιμες. Και έχουμε το γεγονός, που ισοδυναμεί με απόδειξη, ότι για δεκαεννιά αιώνες αυτές οι αρχές δεν εφαρμόστηκαν. Ο Χριστός ή ένοιωθε σαν Θεός ή ένοιωθε σαν άνθρωπος. Εάν ένοιωθε σαν Θεός, δεν θα μπορούσε να έχει την αξίωση να νοιώθουν και οι άνθρωποι το ίδιο μ’ αυτόν. Ενώ, αν ο Χριστός ένοιωθε σαν άνθρωπος, υπήρξε ένας εξαιρετικός άνθρωπος, από το είδος το οποίο, απ’ ό,τι ξέρουμε, δεν έχουμε άλλο παράδειγμα στον πλανήτη μας. Και αν ποτέ υπήρξαν άνθρωποι (το οποίο αγνοώ), χριστιανοί ή άλλης θρησκείας, σίγουρα όχι και πολύ συνετοί, οι οποίοι μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και καταδίκασαν τους εαυτούς τους στη ζητιανιά, κι αυτό σε μια κοινωνία αχάριστη και διεφθαρμένη όπως ήταν εκείνη των Εβραίων και όπως είναι αυτή των Χριστιανών, δεν παρουσιάστηκε όμως κανένας, ο οποίος έχοντας ψυχή και νου υγιή, να αγάπησε τους εχθρούς του, να αγάπησε δηλαδή εκείνους οι οποίοι χωρίς καμιά αρκετά δικαιολογημένη αιτία του προκάλεσαν σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη και του τσάκισαν θανατηφόρα την καρδιά. Θα ήταν δυνατό να τους περιφρονήσει και να τους συγχωρήσει, αλλά ποτέ να τους αγαπήσει.
Ο Χριστός δεν θα πρέπει να είχε εχθρούς, εκτός από εκείνους που τον έβαλαν στο Σταυρό. Αυτούς τους εχθρούς αναφέρεται ότι τους συγχώρησε, αλλά όχι ότι τους αγάπησε. Ούτε πρέπει να υποτεθεί ότι ο Χριστός εννοούσε εχθρούς τους ανθρώπους μιας άλλης φυλής ή θρησκείας, αφού η εξήγηση που συνήθως δίνεται είναι σύμφωνη με τις άλλες ηθικές αρχές του Χριστού. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Χριστός, ως καλός πολιτικός, ζήτησε εκατό για να πάρει δέκα. Ζήτησε δηλαδή αυτό που δεν είναι δυνατό, για να πετύχει αυτό που ήταν δυνατό. Αλλά τότε ο Χριστός, εάν είναι έτσι, δεν κήρυξε και δεν ζήτησε τίποτα περισσότερο ή καλύτερο από εκείνο που κήρυξαν και ζήτησαν πριν απ’ αυτόν άλλοι φιλόσοφοι και ηθικολόγοι.
Αν ήταν έτσι, ο Χριστιανισμός θα είχε χάσει όλη τη μαγεία και τη λάμψη του, ή να πούμε καλύτερα ότι ο Χριστιανισμός, δηλαδή η Χριστιανική διδασκαλία δεν θα υπήρχε πια. Ούτε η κατάργηση μέρους του εμπορίου των νέγρων και της σκλαβιάς οφείλεται, όπως μερικοί πιστεύουν, στο Χριστανισμό και στις αρχές του Χριστιανισμού. Εκείνοι που μόχθησαν γι’ αυτό το σκοπό δεν ζημιώθηκαν οι ίδιοι, αλλά ζημιώθηκαν τα αφεντικά και οι έμποροι των σκλάβων.
Γι’ αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου του 1862, οι πολίτες της χώρας βρέθηκαν διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα, εκ των οποίων το ένα αποτελούνταν από εκείνους που μην κατέχοντας σκλάβους ζητούσαν την κατάργηση της δουλείας, και το άλλο από εκείνους που κατέχοντας σκλάβους δεν συμφωνούσαν με την κατάργηση. Και η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, που είναι ίσως η πιο χριστιανική από όλες τις χριστιανικές κυβερνήσεις, και που μην έχοντας σκλάβους στην κυριαρχία της, εργάστηκε αυτό τον τελευταίο αιώνα όσο καμία άλλη κυβέρνηση για την κατάργηση, είχε υποχρεώσει με τα όπλα το 1840 τον Αυτοκράτορα της Κίνας να αφήσει ελεύθερη την εισαγωγή του οπίου που η ίδια η Μεγάλη Βρετανία χορηγούσε εισάγοντάς το στην Κίνα από την Ινδία.
Η σύλληψη και το εμπόριο των σκλάβων αποτελεί ένα τσαλαπάτημα των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως και κάθε άλλη αυθαίρετη και παράνομη ποινή ή καταπίεση που επιβάλλεται σε άλλους χωρίς καμία δικαιολογία. Πάντως, είναι μικρότερο δεινό από το φόνο και τις φρικαλεότητες του πολέμου. Και γιατί τότε η κατάργηση του δουλεμπορίου και η κατάργηση της δουλείας αποδίδεται στην ευαγγελική αρχή «Αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» και όχι στην προγενέστερη φιλοσοφική αρχή «Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θα ήθελες να κάνουν σε εσένα»; Και αν ο Χριστός συνιστούσε την παγκόσμια αγάπη, την ίδια αγάπη την έχουν εξίσου συστήσει όλοι οι αληθινοί φιλόσοφοι σε όλες τις εποχές. Και για την κατάργηση της δουλείας δεν έκαναν τίποτα οι παπάδες και οι καλόγεροι και άλλοι σκοτεινοί χριστιανοί, όσο μπροστά σ’ αυτή που έκαναν οι άνθρωποι του Κράτους και άλλοι μορφωμένοι και φιλάνθρωποι που ανήκουν σε όλες τις θρησκείες. Και δεν τα έκαναν για να εφαρμόσουν αυτές τις αρχές, αλλά απλώς υπακούοντας στην κλίση και στην παρόρμησή τους. Αν όμως έπρεπε να υποβληθούν στα έξοδα και στις ζημιές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα έκαναν κάτι γι’ αυτό το σκοπό. Και δεν έγιναν σοβαρές προσπάθειες για την κατάργηση της δουλείας παρά μόνο δεκαοχτώ αιώνες μετά την έλευση του Χριστού. Και στις χώρες όπου η δουλεία καταργήθηκε, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι απελευθερωμένοι νέγροι είναι καταπιεσμένοι και περιφρονημένοι εκ μέρους των λευκών όσο ήταν και πριν την κατάργηση.
Ο φόνος που γίνεται εκούσια σε φιλονικία ή καυγά ή και χωρίς καυγά, σε μια στιγμή παραφοράς, δεν είναι περισσότερο δικαιολογημένος από τον προμελετημένο φόνο από τους νομολόγους. Τουλάχιστον, η διαφορά είναι τόσο λεπτή που δεν αξίζει και δεν είναι ανάγκη να την λαμβάνουμε υπόψιν. Η διάθεση να χτυπάμε σε μια κρίση οργής φαίνεται να είναι φυσιολογική, όπως φυσιολογική είναι ανάμεσα στα κτήνη. Ασκεί όμως μεγάλη επίδραση και το παράδειγμα. Ένα παιδί, βλέποντας τον πατέρα του να χτυπάει, μαθαίνει να χτυπάει κι αυτό. Και δεν θα μπορούσε ίσως ο άνθρωπος να καταφέρει να ελέγξει αυτή τη διάθεση; Ότι θα μπορούσε να το κάνει, το αποδεικνύει το παράδειγμα πολλών ανθρώπων που ανήκουν στις ανώτερες τάξεις, οι οποίοι ουδέποτε και σε καμία περίσταση, εξαιρουμένης της αυτοάμυνας, δεν σηκώνουν το χέρι εναντίον των άλλων. Αλλά αν δεχτούμε την περίπτωση πως δεν θα ήταν δυνατό να δαμαστεί μια τέτοια διάθεση και αν δεχτούμε ότι πρέπει να γίνει διάκριση, και ότι πρέπει να αποδοθεί στη ιδιοσυγκρασία και την ανατροφή μιας τάξης ανθρώπων εκείνο που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε όλους αδιάκριτα, τότε γιατί αυτός ο οποίος βρίσκεται σε μια κατάσταση παραφοράς και που δεν έχει τη δύναμη να συγκρατήσει την ορμή που τον παρακινεί, δεν χρησιμοποιεί απλώς τα χέρια ή δεν χρησιμοποιεί οποιοδήποτε αντικείμενο βρεθεί μπροστά του, αλλά διαλέγει κατά προτίμηση ένα όργανο που μπορεί αναμφίβολα να επιφέρει το θάνατο ή κίνδυνο θανάτου και που πολύ συχνά από συνήθεια το έχει μαζί του για τέτοιο σκοπό και για τέτοιες περιστάσεις;
Μήπως δεν είναι κι αυτό μια προμελέτη; Υπομονή με αυτόν έπραττε εναντίον εκείνου απ’ τον οποίο, εάν αυτός δεν τον σκότωνε και τον είχε απλά κακοποιήσει, θα περίμενε με τον καιρό εκδίκηση. Αλλά το πράττει επίσης εναντίον εκείνου απ’ τον οποίο δεν έχει ποτέ τίποτα να φοβηθεί. Και ακόμη υπομονή, εάν το έπραττε κάποιο παιδί, ίσως και ένας νέος είκοσι χρονών, αλλά το πράττει και ο ώριμος άνθρωπος, και καμιά φορά προχωρημένης ηλικίας. Απ’ αυτό είναι ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος, για να ικανοποιήσει την ορμή του, δεν αρκείται στο να κτυπήσει ή να προκαλέσει ζημιά στον άλλο, αλλά έχει ανάγκη να του αφαιρέσει τη ζωή, να του τρυπήσει την καρδιά ή να του ανοίξει την κοιλιά κ.λπ.
Η ανάγκη αυτή αναγνωρίστηκε και έγινε σεβαστή, δεν κατανοώ καλά γιατί, απ’ όλους τους νομικοσυμβούλους όλων των πολιτισμένων μοντέρνων εθνών. Οι ένορκοι έπειτα ώθησαν το πράγμα εκεί, ώστε συχνά να καταδικάζουν μόνο σε λίγους μήνες φυλακή τους ενόχους τέτοιων φόνων. Και στους φόνους αυτού του είδους στο Βασίλειο της Ελλάδος εφαρμόστηκε ο χαρακτηρισμός της «αναίρεσης» με τον οποίο γίνεται διάκριση, και ο οποίος χαρακτηρισμός δεν ηχεί άσχημα στ’ αυτιά του λαού ή των δικαστών κι ακούγεται με τρόπο σαν να μην πρόκειται για φόνο. Το λένε ξεκάθαρα: «Δεν είναι φόνος, είναι αναίρεσις». Αμφιβάλλω εάν στους αρχαίους ο όρος είχε ακριβώς την έννοια που σήμερα θέλουν να του αποδώσουν οι δικοί μας λόγιοι. Η νέα γενιά συνήθισε ακόμη καλύτερα τον όρο και την ίδια την πράξη και οι αναιρέσεις πολλαπλασιάστηκαν και συνεχίζουν πάντα να πολλαπλασιάζονται, προς μεγάλη ικανοποίηση των λογίων μας που κατάφεραν να εισαγάγουν και να χρησιμοποιήσουν με τόση επιτυχία ακόμη έναν άλλο ξεχασμένο αρχαίο όρο.
Κάθε μέρα για ψύλλου πήδημα, για τη διαφορά ή το κέρδος μιας δεκάρας, για μια λέξη, για μια φράση διφορούμενης έννοιας, για ένα απλό ύψωμα της φωνής, γίνεται ο φόνος. Αλλά δεν είναι φόνος. Είναι αναίρεσις. Και τώρα εγώ ερωτώ: Ποιος από τους δύο αξίζει περισσότερο την απέχθεια και την περιφρόνηση και είναι πιο επικίνδυνος; Αυτός που διαπράττει μια αναίρεση για ασήμαντο λόγο και χωρίς καμιά ενοχή ή αυτός ο οποίος είναι ένοχος προμελετημένου φόνου για βαριά προσβολή ή σοβαρή και άδικη ζημιά που δέχτηκε από άλλους; Και ποιος από τους δύο θα ήταν λογικό, με σκοπό το κοινωνικό συμφέρον και τη δημόσια ασφάλεια, να τιμωρείται πιο αυστηρά και από ποιον από τους δύο είναι πιο εύκολο για τον πολίτη να προφυλαχτεί; Πιο σωστά, ποιον θα έπρεπε να λυπόμαστε, τον σκοτωμένο από τον πρώτο εξ αναιρέσεως ή τον σκοτωμένο από το δεύτερο εκ προμελέτης; Το θέμα, πιστεύω, δεν χρειάζεται να συζητηθεί.
Οι γυναίκες, αν και κρατάνε κακία για το κακό που δέχονται μάλλον λιγότερο από τους άνδρες, δεν είναι όμως λιγότερο ευερέθιστες ούτε λιγότερο εκδικητικές. Οι γυναίκες, παρ’ όλα αυτά, σπάνια είναι ένοχες για τις υπερβολές των αντρών, μάλιστα, κατά γενικό κανόνα, φρίττουν στη σκέψη τους. Ενώ έχουμε να παρουσιάσουμε ελάχιστα παραδείγματα φόνων που συντελέστηκαν από γυναίκες, δεν έχουμε κανένα παράδειγμα φόνου, απ’ ό,τι γνωρίζω, που να έγινε για ασήμαντη αφορμή. Ότι η θηλυκιά είναι πιο ευαίσθητη και πιο ανθρώπινη απ’ το αρσενικό, αυτό είναι γενικά αναγνωρισμένο. Ότι σ’ εκείνη την περίσταση είναι και πιο δίκαιη, κι αυτό είναι ξεκάθαρο.
Αν η γυναίκα, προκειμένου για φόνο και για σοβαρή αφορμή, δεν κάνει πίσω, γιατί θα σταματούσε αν πρόκειται για αναίρεση και για ασήμαντη αφορμή; Υποτίθεται ότι αυτός που διαπράττει μια αναίρεση, επειδή ενεργεί σε μια στιγμή παραφοράς και ορμής, δεν έχει ούτε το χρόνο να σκεφτεί ούτε τη δύναμη να συγκρατηθεί, και προχωράει στην πράξη σπρωγμένος και αναγκασμένος από ένα είδος μέθης και παραφροσύνης.
Αλλά εάν το αρσενικό δεν μπορεί να συγκρατηθεί, η θηλυκιά όμως σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί, και γι’ αυτό έχουμε αποδείξεις. Αλλά μήπως έχουμε κάποια απόδειξη ότι δεν το μπορεί και το αρσενικό; Το γεγονός ότι το αρσενικό προχωράει στην πράξη, δεν είναι απόδειξη ότι δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Μπορεί πολύ καλά να σημαίνει ότι προχωράει στην ενέργεια, γνωρίζοντας ότι δεν θα δικαστεί και δεν θα τιμωρηθεί σοβαρά. Ας καθοριστούν τόσο αυστηρές ποινές για την αναίρεση, όσο εκείνες για τον προμελετημένο φόνο, και τότε θα μπορέσουμε να δούμε. Είμαι πεπεισμένος ότι, αν γίνει αυτό, ο αριθμός των αναιρέσεων θα μειωνόταν κατά τέσσερα πέμπτα, αν όχι κατά εννέα δέκατα.
Αλλά, θα μου πούνε, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να γίνει διάκριση, και δεν θα ήταν λογικό και σωστό να τιμωρείται π.χ. αυτός που σκοτώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη γυναίκα του ή την ερωμένη του ή τον ξελογιαστή της με την ίδια αυστηρότητα, με την οποία τιμωρείται όποιος σκοτώνει κάποιον άλλον δολοφονώντας τον. Δεν είναι λογικό και δεν είναι σωστό. Αλλά με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτή τη δυσκολία, εάν δεν έχουμε να προτείνουμε μια πιο αυστηρή ποινή για το δολοφόνο και για το ληστή; Τουλάχιστον εγώ πιστεύω ότι κανένας από μας δεν είναι σε θέση να προτείνει να εφαρμοστεί στο δολοφόνο και στο ληστή ένα άλλο είδος θανάτου πιο άγριου. Το λέω αυτό, γιατί δεν θέλω και δεν βλέπω την ανάγκη να θέτουμε το ζήτημα εάν αυτός που σκοτώνει για να σκοτώσει είναι πιο αξιολύπητος από τον άλλον που φονεύει απλά για να εκδικηθεί. Μήπως οι φόνοι που διαπράττονται στον πόλεμο δεν είναι κατά το πλείστον δολοφονίες; Εάν οι πόλεμοι υποκινούνταν από το μίσος και από την εκδίκηση χωρίς άλλο σκοπό παρά το φόνο, δεν θα δικαιολογούνταν, φυσικά, στην κοινή γνώμη και μόνο ο σκοπός της δολοφονίας για τον οποίο γίνονται είναι ικανός να τους δικαιολογήσει. Αυτό μοιάζει παράξενο και όμως είναι η αλήθεια. Στην ουσία και από ηθική άποψη, ο ατομικός φόνος που γίνεται με σκοπό τη δολοφονία δεν μπορεί να είναι διαφορετικός από το δημόσιο φόνο που διαπράττεται στη μάχη σε καιρό πολέμου για τον ίδιο σκοπό και μόνο η συνήθεια και οι προκαταλήψεις κάνουν να φαίνεται διαφορετικός ο ένας από τον άλλον. Και εάν ένας λαός έχοντας ανάγκη να συντηρηθεί ή να καλυτερεύσει τη θέση του ή λαχταρώντας να πλουτίσει, θεωρείται δικαιολογημένος και βρίσκει επιείκεια, εάν για να πετύχει το σκοπό του ζημιώνει, θυσιάζει και καταστρέφει έναν άλλο λαό, γιατί δεν θα ‘πρεπε να θεωρείται δικαιολογημένος και να βρίσκει επιείκεια επίσης ένας ιδιώτης που κάνει τα ίδια πράγματα και με τον ίδιο σκοπό εναντίον ενός άλλου ιδιώτη; Η διαφορά βρίσκεται μονάχα στο ότι η δεύτερη περίπτωση επιφέρει ποινή η οποία είναι εγγεγραμμένη στον κώδικα, ενώ η πρώτη δεν επιφέρει. Εξ ου και η προκατάληψη ότι η μια αποτελεί κακό και είναι άξια τιμωρίας και η άλλη δεν είναι. Αλλά εάν από ηθική άποψη, η μια περίπτωση δεν αποτελεί κακό και δεν είναι άξια τιμωρίας, ούτε και η άλλη μπορεί και πρέπει να είναι. Και αν η άλλη τιμωρείται, αυτό δεν συμβαίνει για δικαιοσύνη ή γιατί πράγματι είναι κακό και άξια τιμωρίας, αλλά μόνο γιατί θεωρείται ως τέτοιο από τους νόμους του κράτους και γιατί είναι αναγκαίο να θεωρείται ως τέτοιο και να τιμωρείται. Μόνο οι ανόητοι θα μπορούσαν να πιστεύουν ότι υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στη μια και την άλλη περίπτωση.
Και αν ένας λαός βαδίζοντας εναντίον ενός άλλου λαού θυσιάζει κι αυτός κάτι και εκτίθεται κι αυτός σε κινδύνους, αυτό αποδεικνύει ότι οι θυσίες και οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται αξίζουν το κέρδος που περιμένει από την επιχείρηση. Ή μήπως δεν θυσιάζει κάτι και δεν εκτίθεται σε κινδύνους ο ιδιώτης κακοποιός; Και αν ένας λαός στολίζεται λαμπερά και πηγαίνει μεταμφιεσμένος στη μάχη, με ξεδιπλωμένα λάβαρα και συνοδεία μουσικών οργάνων και κηρύττει τον πόλεμο κάνοντάς το γνωστό με ουρλιαχτά ή εγγράφως στον άλλο ότι αυτός ετοιμάζεται να πάει να τον χτυπήσει και να τον βλάψει με κάθε δυνατό τρόπο, αυτές είναι επιβαρημένες καταστάσεις οι οποίες, μαζί με τη μοχθηρία και την αναισθησία, υποδηλώνουν περίσσεια αδιαντροπιά. Και ούτε κανένας λαός που έχει τα λογικά του, κηρύττει τον πόλεμο χωρίς να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα ή τουλάχιστον να έχει, κατά τη γνώμη του και τους υπολογισμούς του, τα τρία τέταρτα των πιθανοτήτων υπέρ του.
Και αν υπάρχει μια διαφορά, αυτή είναι ότι τα μέσα του λαού που μπαίνουν σε ενέργεια για το σκοπό αυτό είναι ασύγκριτα πιο πολλά και πιο καταστροφικά και οι βλάβες που προκαλούνται στους άλλους πιο πολλές και πιο μεγάλες και τα θύματα, ασύγκριτα πιο πολλά, μετριούνται όχι σε μονάδες και δεκάδες, αλλά σε χιλιάδες και σε εκατοντάδες χιλιάδες και συχνά χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας. Το γεγονός ότι η αιτία διαμάχης και η εκκρεμής διαφορά για το ένα ή το άλλο συμφέρον ανάμεσα σε δύο έθνη και, πάνω απ’ όλα, πολιτισμένα έθνη, δεν μπορεί να διακανονιστεί διαμέσου της λογικής και της πειθούς, ακόμη και χωρίς τη μεσολάβηση διαιτητών, δυσκολεύομαι να το παραδεχτώ. Μόνο ανάμεσα σε ιδιώτες, πρόσωπα της κατώτερης τάξης και περιορισμένης ευφυΐας, θα μπορούσα να υποθέσω μια τέτοια περίπτωση. Ανάμεσα σε δυο εμπόλεμα έθνη το ένα έχει πάντα το άδικο, κι αυτό το άδικο εκείνοι οι οποίοι κατευθύνουν τις τύχες του και το σπρώχνουν στον πόλεμο δεν μοιάζει πιθανόν να μην το βλέπουν και να μην το αναγνωρίζουν. Ακόμα και αν υπάρχει αμφιβολία εάν έχουν δίκιο ή άδικο, η λογική και το καθήκον συνηγορούν υπέρ της υποχώρησης.
Μήπως οι έξυπνοι και ευαίσθητοι και σωστής αγωγής μεταξύ των ιδιωτών δεν υποχωρούν στις διαφωνίες με άλλους ιδιώτες όταν βρίσκονται σε αμφιβολία εάν έχουν δίκιο ή άδικο; Κι όχι μόνο υποχωρούν όταν βρίσκονται σε αμφιβολία, αλλά κάνουν και παραχωρήσεις όταν δεν είναι σε αμφιβολία, κάνοντας παραχωρήσεις συνέχεια και συστηματικά όταν πρόκειται για μικροσυμφέροντα. Και σε τι θα ήταν διαφορετικές οι παραχωρήσεις ενός ιδιώτη ως προς έναν άλλο ιδιώτη από τις παραχωρήσεις ενός έθνους ως προς ένα άλλο έθνος; Το σωστό θα ήταν οι ιδιώτες να παίρνουν μαθήματα και παραδείγματα από τους αξιωματικούς, παρά αυτοί οι τελευταίοι από τους ιδιώτες.
Ωστόσο, σ’ αυτή την περίσταση συμβαίνει το αντίθετο, αυτοί που δίνουν το σωστό παράδειγμα είναι οι ιδιώτες. Η ηθική είναι και πρέπει να είναι μία, η ίδια στις εσωτερικές σχέσεις του κράτους όπως και στις εξωτερικές. Κι αν η ηθική δεν είναι μία και δεν είναι σταθερή, αλλά αλλάζει ανάλογα με τις περιπτώσεις, υποστηρίζοντας εδώ τη φιλία κι εκεί το μίσος, εδώ την ευεργεσία κι εκεί το έγκλημα κ.λπ., τότε δεν είναι και δεν πρέπει να της δώσουμε το όνομα της ηθικής, αλλά πρόκειται για σύστημα και για συνήθεια στα οποία δεν χωράει η καρδιά ούτε εκείνος ο Θεός του οποίου η λατρεία συστήνεται από τους κυβερνήτες. Εννοώ τουλάχιστον τα χριστιανικά κράτη. Κι αν η ηθική δεν είναι μία ούτε χρειάζεται να είναι μία, κι αν η ηθική πρέπει να διαιρεθεί στην ηθική την εσωτερικών σχέσεων ανάμεσα σε συμπολίτες και στην ηθική των εξωτερικών σχέσεων ανάμεσα σ’ ένα κράτος και σ’ ένα άλλο, τότε με ποια λογική, βάσει αυτής της αρχής, πρέπει να καταδικάζεται και να θεωρείται εγκληματίας που αξίζει την απέχθειά μας και την αγχόνη, αντί να θεωρείται ήρωας και να τιμάται με παράσημα, ο λήσταρχος ο οποίος αποχωρίζεται από το Κράτος και σχηματίζοντας ένα δικό του κράτος κήρυξε τον πόλεμο στο Κράτος του οποίου αυτός πια δεν αποτελεί μέρος; Κι αν πιστεύουμε ότι αυτός δεν είχε το δικαίωμα να αποκοπεί από το Κράτος και ότι όσο κι αν ήταν καταπιεσμένος, βασανισμένος και φτωχός, όφειλε να προτιμήσει το θάνατο παρά να πάρει διαζύγιο από το Κράτος και να του κηρύξει τον πόλεμο, τότε δεν θα ήταν λογικό και σωστό να καταδικάσουμε το λήσταρχο, αποδίδοντάς του τον τίτλο του εγκληματία, μονάχα γιατί από απερισκεψία ή άγνοια δεν προσαρμόστηκε με τη δική μας θεωρία είτε είναι σωστή είτε είναι λάθος, αφού στην ουσία αυτός δεν έκανε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό που κάνουμε εμείς οι άλλοι. Ο όχλος, ο οποίος συχνά δεν κάνει διάκριση και σέβεται και τιμά το φημισμένο ληστή όσο και το μεγάλο στρατηγό, είναι σ’ αυτό σωστός, οι ιδέες του και τα αισθήματά του επί του θέματος είναι σύμφωνα με την αλήθεια και την ευθυκρισία. Ή μήπως οι ληστές δεν κι αυτοί καλοί φίλοι και πιστοί σύντροφοι και δεν είναι τίμιοι στις μεταξύ τους ιδωτικές συναλλαγές; Και μήπως ως αρχηγοί οικογενειών δεν είναι κι αυτοί στοργικοί πατέρες και τρυφεροί σύζυγοι; Και μήπως δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν τον φοβούνται όσο οι μεγάλοι στρατηγοί και οι σημαντικοί άνθρωποι του Κράτους; Κι η διαφορά είναι μονάχα ότι στους ληστές δεν διδάχτηκε από τις μητέρες τους και στα κολέγια εκείνο που διδάχτηκε σε μας τους άλλους. Το Έθνος όμως θα είχε το δικαίωμα και θα μπορούσε να ζητήσει από εκείνους που κυβερνάνε το Κράτος να το προστατέψουν, όχι μόνο σ’ ό,τι αφορά τα υλικά συμφέροντα, αλλά και σε ό,τι αφορά τα ηθικά συμφέροντα, τα οποία είναι ανώτερα από τα υλικά συμφέροντα, σύμφωνα με την έννοια που τους δίνει εκείνος ο Θεός που περηφανεύονται ότι λατρεύουν. Το έθνος θα μπορούσε να τους δώσει να καταλάβουν ότι δεν εννοεί και δεν θέλει να έχει μερίδιο και όφελος από τη δυστυχία των άλλων, τους φόνους, τις φωτιές και τη λεηλασία που διέπραξαν οι κυβερνήτες. Και θα μπορούσε να τους υποδείξει ότι το έθνος δεν αποτελείται αποκλειστικά από ανθρώπους του όχλου, αλλά και από ανθρώπους που αν τους καλούσαν στην κυβέρνηση, θα ήταν, αν όχι περισσότερο, σεβαστοί και, αν όχι περισσότερο, το πρόγραμμά τους και οι ενέργειές τους θα είχαν εγκριθεί εξίσου απ’ το έθνος.
Όσον αφορά τους πολέμους οι οποίοι γίνονται για να αποτινάξουν τον ξένο ζυγό, ούτε κι αυτοί θα ήταν δικαιολογημένοι, εάν μαζί με την ιδέα της χειραφέτησης δεν συμβάδιζε η ιδέα της ευημερίας του έθνους, όπως ακριβώς και η ιδέα της βελτίωσης της τύχης του σκλαβωμένου λαού, στο μόνο που ανήκει το δικαίωμα να ζητήσει αυτή τη χειραφέτηση.
Εάν οι ξένοι κυβερνήτες φερόντουσαν προς τους υπηκόους τους με τον τρόπο που συνήθως συμπεριφέρονται τα αφεντικά προς τους υπηρέτες ή τους σκλάβους, αυτοί οι σκλάβοι θα ήταν δικαιολογημένοι να πάρουν τα όπλα εναντίον των αφεντικών και εναντίον των τυράννων, όπως θα ήταν δικαιολογημένοι οι γείτονές τους και οι φίλοι τους, ανήκοντας στην ίδια ή άλλη ράτσα, να τους δώσουν χέρι βοήθειας με σκοπό τη χειραφέτησή τους. Και αν τα αποτελέσματα, όπως συχνά συμβαίνει, ήταν διαφορετικά από αυτά που δικαιολογημένα περίμεναν, κι αν με τη χειραφέτηση των σκλάβων η τύχη των σκλάβων δεν βελτιώθηκε, κι αν αφεντικά και τύραννοι της ίδιας ράτσας πήραν τη θέση των ξένων, αυτό δεν μετράει. Ο πόλεμος και οι θυσίες, υποτίθεται ότι, έγιναν για τον τελευταίο σκοπό, συνεπώς ο πόλεμος ήταν δικαιολογημένος. Η ιδέα της χειραφέτησης και της εθνικής σταθεροποίησης, χωρισμένη από την ιδέα της καλής διακυβέρνησης, δεν έχει καμία αξία. Κι αν το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό της ράτσας και της εθνότητας είναι η γλώσσα, ποιο θα ήταν το όφελος αν εκείνοι που μιλάνε μια οποιαδήποτε γλώσσα δεν βρίσκουν τον τρόπο να συνεννοηθούν, χάρη του κοινού καλού, της ήρεμης συνύπαρξης και ευημερίας, με άλλους που μιλάνε την ίδια γλώσσα; Την καλύτερη εθνότητα και τον καλύτερο και πιο ισχυρό δεσμό σχηματίζει η ενότητα των αισθημάτων. Κι αυτό που υπάρχει κοινό εξαιτίας της κοινής γλώσσας, ανάμεσα σε δυο βάρβαρους ή ανάμεσα σε δυο εγκληματίες της ίδιας φυλής, δεν μπορεί να είναι ισάξιο με εκείνο που παρ’ όλη τη διαφορά γλώσσας είναι κοινό ανάμεσα σε δύο τίμιους ανθρώπους διαφορετικής ράτσας. Δύο εραστές που ανήκουν σε διαφορετική εθνότητα και μιλάνε διαφορετική γλώσσα, δεν εμποδίζονται απ’ αυτό να συνάψουν σχέσεις και να ενωθούν σε γάμο. Και το να συνεννοούμαστε με τις χειρονομίες, ή ακόμη και με την απόλυτη σιωπή, είναι προτιμότερο παρά να μην συνεννοούμαστε λόγω της φλυαρίας.
Όσο για τη συνένωση ανθρώπων της ίδιας ράτσας, με σκοπό να υποτάξουν ή να εξολοθρεύσουν άλλους ανθρώπους διαφορετικής ράτσας, αυτό δεν διαφέρει καθόλου από τη συνένωση ληστών. Εξαιρείται η περίπτωση κατά την οποία υποτάσσοντας έναν ξένο λαό, υπήρχε ειλικρινά η πρόθεση ευεργεσίας και εκπολιτισμού. Η αρχή της εθνικότητας παρουσιάστηκε τον τελευταίο καιρό με τέτοια υπερβολή και έμφαση που την αποφυσικοποιούν, ενώ το αίσθημα της εθνικότητας καλλιεργήθηκε αποτελεσματικά από διάφορους πατριώτες, όπως και από απατεώνες, ακριβώς όπως σε άλλους καιρούς καλλιεργήθηκε από τους παπάδες το αίσθημα του φόβου του θεού.
Κάθε έγκλημα που διαπράττεται στο όνομα της εθνικότητας και χάρη του εθνικού συμφέροντος, ακόμα κι αν είναι το πιο τιποτένιο συμφέρον, επιτρέπεται και συγχωρείται.
Κι όπως υπάρχουν χριστιανοί που ξέρουν να συμφιλιώνουν, το να πηγαίνουν στη λειτουργία με το να μισούν και να ζημιώνουν τον πλησίον, έτσι υπάρχουν και πατριώτες που κάνουν εθνικές γιορτές γδύνοντας κι αφήνοντας να πεθάνει της πείνας το συμπολίτη τους ...
Όμως αν οι νόμοι ενός έθνους δεν μπορούν, φυσικά, να τιμωρήσουν το κράτος για το έγκλημα που διαπράττει, τον ιδιώτη τον τιμωρούν και είναι ανάγκη να τον τιμωρήσουν, γιατί η τιμωρία των εγκλημάτων σ’ ένα κράτος είναι απαραίτητη συνθήκη της ευδαιμονίας και της ύπαρξής του. Υπάρχουν πολλοί φιλάνθρωποι στους οποίους θα άρεσε να δουν να καταργείται η θανατική ποινή και οι οποίοι έβγαλαν πολλές ομιλίες γι’ αυτό το σκοπό. Κατά τη γνώμη μου, θα ‘καναν καλύτερα να διατηρήσουν τα φιλάνθρωπα αισθήματά τους για κάποια άλλη περίσταση και όχι γι’ αυτή. Τα επιχειρήματά τους για την κατάργηση της ποινής, ακόμα κι αν ήταν σωστά και σύμφωνα με τη λογική, κάτι για το οποίο αμφιβάλλω, δεν μπορούν να έχουν καμιά τύχη μπροστά στο γεγονός ότι οι φόνοι πολλαπλασιάστηκαν στα κράτη όπου είχε καταργηθεί η θανατική ποινή.
Κι αυτό θα ‘πρεπε να το περιμένουμε. Τα εγκλήματα είναι πάντα λιγότερα σε αριθμό εκεί όπου διώκονται περισσότερο και τιμωρούνται αυστηρότερα. Τουναντίον, εγώ θα πρότεινα την ποινή του θανάτου για όλων των ειδών τους φόνους. Κι αν πιστεύουμε ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες απαιτούν τη μη εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτές τις περιπτώσεις θα έμενε πάντα η χάρη του βασιλιά την οποία το δικαστήριο θα μπορούσε να προτείνει για τον ένοχο. Κι αυτή η χάρη σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποδοθεί χωρίς τη σαφή πρόταση του δικαστηρίου. Όσο για τους ενόρκους, αυτοί θά ‘πρεπε για διάφορους λόγους να καταργηθούν τουλάχιστον σε μας τους μεσογειακούς.
Ο ένοχος για κλοπή, κατά το νόμο του Μωάμεθ, τιμωρείται με κόψιμο του δεξιού χεριού και αν το ξανακάνει με το κόψιμο και του αριστερού. Δεν ξέρω αν εκείνος ο νόμος κάνει διάκριση ανάμεσα σε μια κλεψιά και στην άλλη. Αυτός που τιμωρήθηκε έτσι δυο φορές, δεν μπορεί να τιμωρηθεί και τρίτη φορά, αλλά ούτε και να κλέψει μπορεί εξαιτίας της έλλειψης χεριών, έστω κι αν υπάρχουν κλεψιές όπου τα χέρια δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθούν. Όπως κι αν είναι, η τιμωρία θα μπορούσε να θεωρηθεί βάρβαρη και αυστηρή εφόσον πρόκειται για κλεψιά, οποιοδήποτε κι αν είναι το είδος της κλεψιάς και οι περιστάσεις της. Όταν όμως πρόκειται για αναίρεση ή γενικά για φόνο με ελαφρυντικά, η ίδια ποινή δεν θα ήταν αυστηρή, δεν θα ήταν κι ακατάλληλη ώστε ν’ αντικαταστήσει τη θανατική ποινή αν συνοδευόταν από φυλάκιση, περισσότερο ή λιγότερο μακροχρόνια, μαζί με δήμευση ολόκληρης ή μέρους της περιουσίας και με εξορία, μετά, από το κράτος. Άλλωστε, οι ένορκοί μας είναι ιδιαίτερα επιεικείς και συγχωρούν με ιδιαίτερο τρόπο τους ενόχους για φόνους που έγιναν για αποκατάσταση της λεγόμενης τιμής της γυναίκας, που θεωρείται ότι έχει αντίκτυπο στην οικογένεια. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ίδια η προμελέτη, όπως την εννοούν οι νομομαθείς, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν, κι ο ένοχος αθωώνεται συνήθως παμψηφεί, χωρίς να του επιβάλλεται η παραμικρή ποινή. Κάθε πολίτης θεωρείται από τους ενόρκους μας, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την κοινή γνώμη, δηλαδή τη γνώμη του όχλου, ως νόμιμος φύλακας της τιμής των γυναικών και ιδιαίτερα των νεαρών γυναικών, οι οποίες ανήκουν στην οικογένεια, και ως νόμιμος εκδικητής της προσβολής που έγινε, εννοείται, σ’ εκείνη τη τιμή. Ο πατέρας, και πιο συχνά ο αδελφός (κι ακόμη ο ξάδελφος ή άλλος συγγενής), σκοτώνει τον εραστή της κόρης ή της αδελφής, σφάζουν ακόμη την ίδια την κόρη ή την αδελφή, κι η απόφαση των ενόρκων χάρη στην οποία αθωώνονται οι φονιάδες, συνοδεύεται πάντα από τα χειροκροτήματα του ηλίθιου ακροατηρίου.
Εάν τους ρωτούσαμε τι πράγμα είναι αυτή η τιμή της γυναίκας και ποιος Θεός ή ποιος νομοθέτης και για ποιο λόγο θεώρησε και χαρακτήρισε ανέντιμο ένα είδος πράξης που από τη φύση της είναι πολύ μακριά από κάτι τέτοιο, και ποιος Θεός και νομοθέτης και για ποιο λόγο διαχώρισε ή διέκρινε μια πράξη του άνδρα από την ίδια πράξη της γυναίκας, συγχωρώντας ή κατανοώντας την πρώτη πράξη και καταδικάζοντας τη δεύτερη, δεν θα ‘ξεραν να απαντήσουν. Μόλις ο ένας στους χίλιους θα βρισκόταν να δώσει μια εξήγηση, λέγοντας ότι οι ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται ανέντιμες ή βρώμικες, εξαιρώντας την περίπτωση πώλησης ή πορνείας, που όμως για τη γυναίκα έχουν συνέπειες που δεν έχουν για τον άνδρα. Και από τη στιγμή καθιερώθηκε ο γάμος και η οικογένεια και καθορίστηκε ότι οι γονείς των παιδιών θα είναι υποχρεωμένοι ν’ αναθρέψουν τα παιδιά ως συνέπεια, μια γυναίκα χωρίς να νοιάζεται για την ελευθερία της, έφερνε στον κόσμο μια δημιουργία ή βάρος στην οικογένεια του πατέρα ή του αδελφού, μια δημιουργία κι ένα βάρος που κατά το νόμο και κατά συνήθεια θα ‘πρεπε να είναι του συζύγου. Αλλά τότε εσύ, άσπλαχνο όσο και ηλίθιο κτήνος, που αποκαλείσαι πατέρας ή αδελφός, αντί να σφάξεις την κόρη και την αδελφή, περίμενε να παρουσιαστεί η περίπτωση και η ανάγκη (που πιθανόν να μην παρουσιαστεί ποτέ) και τότε μπορείς να πάρεις μέτρα που θα σε βγάλουν από τη δυσκολία της ανατροφής μιας δημιουργίας η οποία δεν σου ανήκει και για την ανατροφή της οποίας δεν σε υποχρεώνουν οι νόμοι, σκοτώνοντας αυτή τη δημιουργία, εάν δεν υπάρχει ένα ίδρυμα για ορφανά ή εάν με το χρόνο δεν παρουσιαστεί κάποιος φιλάνθρωπος που θα αναλάβει την ανατροφή ή εάν ο πατέρας του παιδιού μένει αδιάφορος ή η μητέρα δηλώνει ότι δεν είναι ικανή να το συντηρήσει. Κι αν δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο σφάζεις την κόρη και την αδελφή, ποιος λοιπόν, άγριο κτήνος, είναι ο λόγος που τη σφάζεις;
Κι εσύ, άλλο πονηρό και ανόητο κτήνος, που αποκαλείσαι εισαγγελέας και δικαστής, που θεωρείς ότι το ηλίθιο αίσθημα μιας αόριστης και φανταστικής τιμής είναι πιο αξιοσέβαστο και πρέπει να κυριαρχεί πάνω στο αίσθημα της στοργής και του ελέους ψυχή του πατέρα και του αδελφού, γιατί δεν γίνεσαι πιο δίκαιος με το να καταδικάσεις σε δύο ποινές και με το να στείλεις σε δύο κρεμάλες, αν μπορούσαν να είναι δύο, ένα παρόμοιο θηρίο, αντί να το αθωώνεις, ενθαρρύνοντας έτσι το έγκλημα και μαζί το ψέμα και τις ανόητες προκαταλήψεις κάτω απ’ το βάρος των οποίων υποφέρει η δύστυχη ανθρωπότητα; Κι αν το ηθικό-οικονομικό σου σύστημα επιβάλλει ότι η γυναίκα δεν επιτρέπεται να απολαμβάνει την ελευθερία την οποία απολαμβάνει ο άνδρας, απαιτώντας να καταδικάζεται για ένα αμάρτημα ή ένα λάθος σε τίποτα λιγότερο απ’ την πιο αυστηρή των ποινών, στην οποία καταδικάζονται οι μεγάλοι κακούργοι, τότε γιατί καλύτερα δεν καθορίζεις λίγο περισσότερο εκείνη την ελευθερία, όπως, πολύ πιο συνετά και προσεκτικά, συνηθίζουν να κάνουν οι μουσουλμάνοι σαν εσένα βάρβαροι, ώστε η γυναίκα να μην έχει την ευκολία ή λόγους και ευκαιρίες να κάνει λάθος και να παρεκτραπεί; Όχι, ανέντιμη δεν γίνεται η γυναίκα που δέχτηκε στην αγκαλιά της τον άνδρα που αγαπάει, όποιος κι αν είναι αυτός, αλλά είσαι εσύ ανέντιμος βάρβαρε εισαγγελέα, ο οποίος, χωρίς να έχεις κανένα δικαίωμα, χρησιμοποιείς τη βία για να αποσπάσεις τη γυναίκα από κείνη την αγκαλιά, τιμωρώντας την και επιπλέον επιτρέποντας τη σφαγή. Και είσαι ακόμη πιο ανέντιμος αν στους κώδικές σου, που αντέγραψες από εκείνους των περισσότερο πολιτισμένων εθνών, ούτε η βία που επιτρέπεις να χρησιμοποιείται ούτε και κάποια άλλη ποινή προβλέπεται. Ακόμη και αν προβλεπόταν κάποια ποινή, εσύ θα όφειλες, εάν είχες αίσθημα δικαιοσύνης, για όσο σου επιτρεπόταν και όσο θα ήταν δυνατόν, να είσαι επιεικής προς τη γυναίκα.
Μήπως τάχα με το να σκοτώσει κανείς την κόρη ή την αδελφή ή τον εραστή της εξιλεώνεται το σφάλμα και αποκαθίσταται η τιμή; Κατά τη λογική, όχι βέβαια. Εκδίκηση παίρνεις με το φόνο, αλλά η κηλίδα δεν σβήνει, εάν δηλαδή υπάρχει τέτοια κηλίδα, κάτι που απορρίπτει η ευθυκρισία. Και στη χιμαιρική ιδέα και την ατίμωση της κηλιδωμένης τιμής, προστίθεται η πραγματική ατιμωτική κηλίδα της χαμηλής και ηλίθιας εκδίκησης διαμέσου του φόνου... Αυτός που διαπράττει ένα φόνο εν βρασμώ ψυχής ή κατόπιν προμελέτης και για να εκδικηθεί μια προσβολή ή ζημιά που δέχτηκε, ποια αποκατάσταση θα μπορούσε να έχει διαμέσου του φόνου; Κατά τη λογική, καμία, αφού ο σκοτωμένος, αφού σκοτώθηκε, δεν νιώθει τίποτα και δεν έχει καμία αίσθηση της γενόμενης εκδίκησης.
Τα ζώα, στερούμενα λογικής, περιορίζονται στο να επιτεθούν και, συνήθως, αρκούνται με δύο τινάγματα και ξεσκίσματα με τα δόντια και τα νύχια. Κι αν επέλθει θάνατος, τα ζώα ούτε το συνειδητοποιούν ούτε το αντιλαμβάνονται. Αλλά ο άνθρωπος, προικισμένος με λογική, δεν θεωρεί ότι έχει αρκεστεί σ’ αυτό και η λογική του, αυτή με την οποία είναι προικισμένος, τον οδηγεί και σ’ αυτή την περίσταση, όπως και σε πολλές άλλες, σε συλλογισμούς και συμπεράσματα αν μη τι άλλο παράλογα. Και ενώ ο σκοτωμένος δεν θα ξέρει και δεν θα αισθανεται τίποτα, ο φονιάς αντίθετα και στην περίπτωση ακόμη που δεν θα είχε συλληφθεί ή ανακαλυφθεί, θα κινδύνευε πάντα και θα ζούσε πάντα, ή τουλάχιστον για πολύ καιρό, με το φόβο και την ανησυχία. Όταν ανακαλυφθεί, ακόμα κι αν μπορούσε να ξεφύγει από τις έρευνες για να μην συλληφθεί, ο φονιάς θα ήταν υποχρεωμένος να εξοριστεί με τη θέλησή του, ν’ αποχωριστεί από την οικογένεια, τους φίλους, να υπομένει κάθε είδους στερήσεις (ειδικά αν είναι φτωχός), να υποφέρει την πείνα, κ.λ.π. Αφήνω κατά μέρος την τύχη της οικογένειάς του, αν αυτός είχε γυναίκα και ανήλικα παιδιά ή γέρους και ανήμπορους γονείς ή μικρά αδέλφια ή αδελφές των οποίων αυτός ήταν το στήριγμα.
Μιλώντας για το φόνο, δεν θα ήταν εκτός θέματος να μιλήσω και για την αυτοκτονία. Έχει ο άνθρωπος το δικαίωμα να αφαιρεί, όταν νομίζει, τη ζωή του; Δεν βλέπω γιατί δεν πρέπει να το έχει, αφού η φύση του έδωσε όλα τα μέσα για να μπορεί να την αφαιρεί και, ανάμεσα σ’ άλλα, του έδωσε και τη διάθεση και το κουράγιο να παίρνει μια τέτοια απόφαση και να την πραγματοποιεί.
Κι αφού η φύση του έδωσε το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή των άλλων, είμαστε αναγκασμένοι να πιστέψουμε ότι του έδωσε επίσης και το δικαίωμα ν’ αφαιρεί τη δική του ζωή. Αυτό τουλάχιστον είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε χωρίς κανένα δισταγμό, μέχρι ν’ αποδειχτεί ότι η φύση δεν έδωσε στον άνθρωπο το δικαίωμα ν’ αφαιρεί τη ζωή των άλλων, ομοίων του ή μη, κάτι που είναι πολύ δύσκολο ν’ αποδειχτεί. Τουλάχιστον, θα έμενε η αμφιβολία εάν έχουμε το δικαίωμα να σκοτώνουμε το λύκο ή το κουνούπι που μας βλάπτει και μας ενοχλεί. Κι αυτός που αφαιρεί τη ζωή του, την αφαιρεί γιατί του είναι ενοχλητική και για να ελευθερωθεί απ’ αυτή. Αλλά είναι συνετό πράγμα κι είναι λογική η αυτοχειρία; Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Το καλό και το κακό πάνε μαζί στον κόσμο. Αν αυτός δεν είναι συμπαντικός νόμος, είναι όμως ένας νόμος του πλανήτη μας. Λίγο-πολύ, όλοι, άνθρωποι και ζώα, γεννηθήκαμε για να απολαμβάνουμε και να υποφέρουμε μαζί κι ενώ γεννηθήκαμε για να απολαμβάνουμε και να υποφέρουμε μαζί, γεννηθήκαμε, επίσης, για να ζήσουμε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, γιατί αν δεν ήταν έτσι, δεν θα είχαμε γεννηθεί.
Γεννηθήκαμε λοιπόν για να ζήσουμε και όχι για να αφαιρέσουμε με τη θέλησή μας και με το χέρι μας τη ζωή μας. Ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας ή, καλύτερα, ο σκοπός της ύπαρξης ολόκληρου του σύμπαντος, δεν είναι γνωστό. Ποιος είναι ο σκοπός εκείνου του άσπλαχνου νόμου, κατά τον οποίο δεν έχεις τη ζωή παρά μόνο με τη συνθήκη του θανάτου και δεν έχεις τη χαρά παρά μόνο με τη συνθήκη του πόνου, ούτε αυτό είναι γνωστό. Ότι όμως η αυτοκτονία είναι μια πράξη αντίθετη, υπό μια άποψη, στο νόμο της φύσης, αυτό είναι ξεκάθαρο.
Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος έπαθε μια μεγάλη καταστροφή. Εάν δεν υπάρχει πιθανότητα με το πέρασμα του χρόνου να διορθωθεί το κακό κι αυτός ο άνθρωπος αφαιρεί τη ζωή του για να μην υποφέρει, τότε αυτός είναι λιπόψυχος και φοβάται τον πόνο που προέρχεται από την καταστροφή. Εάν υπάρχει πιθανότητα το κακό να διορθωθεί κι αυτός την αφαιρεί, είναι την ίδια στιγμή και χαζός. Μπορεί, επίσης, κάποιος να υποφέρει από μόνιμη ή στιγμιαία νοητική διαταραχή, αλλά αυτό το αφήνω κατά μέρος. Τα κακόμοιρα τα ζώα, άρρωστα, πεινασμένα, κουτσά, ακρωτηριασμένα και μην έχοντας κανένα μέσο ώστε να ελαφρύνουν την κατάστασή τους, σέρνουν το βάρος της ύπαρξής τους μέχρι το τέλος. Και γιατί ο άνθρωπος να μην μπορεί να το σύρει; Κι αν ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη λογική, η λογική θέλει, σύμφωνα με όσα είπαμε πιο πάνω, να το σέρνει. Εάν όλοι εκείνοι οι οποίοι για διάφορες αιτίες υποφέρουν, αφαιρούσαν τη ζωή τους, πόσοι θα έμειναν; Και ο άνθρωπος ο οποίος προτιμάει το θάνατο από τον πόνο, πράγμα που δεν παραλείπει να το αποδείξει με το παράδειγμά του, θα όφειλε, συνεπώς, να ανυψώσει το συλλογισμό του σε θεωρία, σε γενική αρχή κι συμβουλή, άξια να εφαρμοστεί απ’ όλα τα έμβια όντα, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος ή ζώο που να είχε ποτέ λόγο να υποφέρει. Η έλλειψη των μέσων επιβίωσης, ένας από τους συνηθισμένους λόγους αυτοκτονίας, είναι βεβαίως μια πολύ βαριά συμφορά. Δεν είναι όμως η χειρότερη συμφορά. Κι ενώ δεν είναι η χειρότερη, είναι, επίσης, μια συμφορά που απ’ τη φύση της μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί οριστικά σε μια στιγμή.
Είναι πολλοί αυτοί που θα ξαναγόραζαν με μεγάλη ευχαρίστηση και με το δίκιο τους, αν ήταν δυνατόν, τις πληγές και τα βάρη της καρδιάς τους με την υποχρέωση να ζητιανεύουν για όλη τους τη ζωή. Πιστεύουμε συνήθως ότι αυτός ο οποίος αφαιρεί τη ζωή του αποδεικνύει μ’ αυτή του την πράξη ότι έχει θάρρος. Αλλά δεν είναι έτσι, τουλάχιστον για όποιον την αφαιρεί με σκοπό να ελευθερωθεί από κάποιο βάρος και νομίζω ότι το απέδειξα. Θάρρος και μεγαλοψυχία αποδεικνύει μόνο αυτός ο οποίος όντας ευτυχής, ή τουλάχιστον ευχαριστημένος απ’ την κατάστασή του, διακινδυνεύει ή θυσιάζει τη ζωή του για το καλό των άλλων.
Η κλεψιά είναι το ίδιο κοινή και γενικευμένη όσο και ο φόνος και ακόμη περισσότερο. Τα ζώα κλέβουν, όπως κλέβει και ο άνθρωπος. Στην κοινωνία η κλεψιά από ανάγκη απαγορεύεται και τιμωρείται. Παρ’ όλες, όμως, τις απαγορεύσεις και τις τιμωρίες και παρ’ όλη την επίδραση που ασκεί η καλή ανατροφή και η θρησκεία, οι άνθρωποι σ’ όλες τις κοινωνίες, μη εξαιρουμένων των πιο πολιτισμένων, δεν σταματάνε να κλέβουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και ενώ τα ζώα αρκούνται και είναι ευχαριστημένα κλέβοντας λίγη τροφή με την οποία θα ικανοποιήσουν την πείνα τους ή την όρεξη που τα διεγείρει, ο άνθρωπος κλέβει επίσης και για να βάλει κατά μέρος, όπως και για να ικανοποιήσει βίτσια άλλες ανάγκες, που δεν είναι απόλυτες ούτε επείγουσες, και ακόμη με σκοπό να συσσωρεύσει πλούτη για να τα αφήσει στους κληρονόμους του μετά θάνατον ή σε όποιον τύχει ελλείψει κληρονόμου. Και συχνά κλέβει μέχρι να απογυμνώσει τον όμοιό του, στερώντας του τα απαραίτητα. Η κλεψιά είναι τριών ειδών: πρώτον, φανερή κλεψιά με παρουσία του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου του (ληστεία), δεύτερον, κρυφή κλεψιά με απουσία του ιδιοκτήτη (κλοπή), τρίτον, κλεψιά διαμέσου απάτης ή δόλου.
Το πρώτο είδος είναι το πιο σπάνιο κι αυτό κατ’ ανάγκη, αφού πολύ δύσκολα μπορεί να κατορθώσεις να κλέψεις μ’ αυτό τον τρόπο χωρίς να συλληφθείς και να τιμωρηθείς. Τα δύο άλλα είδη όμως είναι πολύ συνηθισμένα και, ιδιαίτερα, το τρίτο που είναι και το πιο σίγουρο. Αμφιβάλλω αν υπάρχει έμπορος, τιμημένος απ’ τον κόσμο, που στις εμπορικές του συναλλαγές δεν έκανε ποτέ χρήση απάτης ή δόλου. Αν μη τι άλλο, κάποια φορά θα έκρυψε τα ελαττώματα του εμπορεύματός του ή θα απέδωσε σ’ αυτό ποιότητα και αρετές που δεν υπάρχουν, ή θα έριξε την τιμή και την αξία, κι αυτό κακόπιστα, των πραγμάτων των άλλων, που ήθελε να αγοράσει. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις ο τιμημένος έμπορος γίνεται κλέφτης.
Ο Μονάρχης ή η κυβέρνησή του που ξοδεύει λιγότερο για τους κατοίκους από εκείνο που εισπράττει απ’ αυτούς, χρησιμοποιώντας ένα μέρος των εισπράξεων για ατομικές ανάγκες δικές του ή των φίλων του, μ’ αυτό κλέβει. Κλέβει ακόμη όταν καθορίζει για τον εαυτό του αμοιβές οι οποίες δεν είναι ανάλογες με τα έσοδα και τις ανάγκες του κράτους. Και κλέβει ακόμη, όταν μη έχοντας τα προσόντα, επιμένει θέλοντας να διατηρήσει μια θέση που δεν του ανήκει. Και κλέβει γενικά κάθε τσαρλατάνος και κάθε απατεώνας ο οποίος πληρώνεται καλά για μια δουλειά που αξίζει λίγο ή τίποτα, εις βάρος των πελατών του και ιδιοποιούμενος μια θέση και τα μέσα που λογικά ανήκουν στον καλό τεχνίτη. Κλέβουν ο τσαρλατάνος δικηγόρος και ο τσαρλατάνος γιατρός, εξασκώντας ένα επάγγελμα που δεν είναι το δικό τους. Κλέβουν και οι μη τσαρλατάνοι, ο δικηγόρος παραμελώντας ή σκόπιμα καθυστερώντας την υπόθεση του πελάτη του κ.λπ., ο γιατρός γράφοντας συνταγές φαρμάκων που λίγο-πολύ είναι άχρηστα, παρουσιάζοντας ως σοβαρή μια αρρώστια που δεν είναι, λέγοντας ότι είναι σίγουρος για τη διάγνωσή του ενώ δεν είναι, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να θεραπεύσει μια αρρώστια που και χωρίς την επέμβασή του θα ήταν δυνατόν να είχε θεραπευθεί. Κλέβει ο ειδικός που πληρώνεται πολύ ακριβά ένα εμπόρευμα, που για την αξία του ο αγοραστής δεν έχει ιδέα, αλλά που είναι υποχρεωμένος ν’ αγοράσει. Κλέβει ο μαγαζάτορας και κάθε πωλητής γενικά, νοθεύοντας ή αλλοιώνοντας το εμπόρευμά του, συχνά εις βάρος της ίδιας της υγείας του αγοραστή. Κλέβει ο δημόσιος υπάλληλος και κάθε υπάλληλος και υπηρέτης γενικά, μην εκπληρώνοντας σωστά και με ακρίβεια τα καθήκοντά του, σύμφωνα με την υποχρέωση που ανέλαβε. Κλέβει αυτός που δανείζεται χρήματα ή άλλα πράγματα, με την πρόθεση να μην τα επιστρέψει ποτέ, όσο κι αυτός που δανείζεται και υπόσχεται να τα επιστρέψει, χωρίς να είναι σίγουρος ότι θα είναι σε θέση να τηρήσει την υπόσχεσή του. Κλέβει ο τοκογλύφος που ζητάει και παίρνει τόκους μεγαλύτερους από εκείνους που ορίζει ο νόμος. Κλέβει ο συγγραφέας και ο αρθρογράφος, υποστηρίζοντας ψευτιές για τις οποίες ούτε δεν έχουν πειστεί. Κλέβει ο παπάς, διακηρύσσοντας αρχές που δεν εφαρμόζει και θεωρίες που δεν κατανοεί. Κλέβει ο μοιχός, ιδιοποιούμενος τα δικαιώματα του συζύγου και υποχρεώνοντας συχνά, από πάνω, το σύζυγο να φροντίζει ένα μωρό που δεν του ανήκει. Αυτή είναι μια αδικία πολύ μεγαλύτερη (σύμφωνα με την ισχύουσα τάξη) από το να του είχε κλέψει το ρολόι ή το πορτοφόλι. Γι’ αυτό και η θεία εντολή «Ου μοιχεύσεις» προηγείται της εντολής «Ου κλέψεις». Και παρ’ όλα αυτά, αντίθετα μ’ αυτό που συμβαίνει στη σημερινή κοινωνία, ενώ υπάρχουν νόμοι που είναι σε ισχύ και οι οποίοι προβλέπουν και τιμωρούν αυστηρά τη μοιχεία, θεωρείται ταυτόχρονα ότι η μοιχεία είναι ένα μη σοβαρό αδίκημα και δεν αξίζει να λογαριάζεται ως έγκλημα. Γι’ αυτό, ο μοιχός, έστω κι αν τιμωρείται από τους νόμους, δεν περιφρονείται. Κι ούτε, επειδή είναι μοιχός, του κλείνουν τις πόρτες των συζητήσεων στις καλές οικογένειες. Κλέβει αυτός ο οποίος συνάπτει ερωτικές σχέσεις με μια γυναίκα κατόπιν υποσχέσεως ότι θα την παντρευτεί αργότερα, και δεν τηρεί την υπόσχεση. Και κλέβει και διαπράττει μια αδικία πολύ μεγαλύτερη εγκαταλείποντάς την χωρίς σοβαρή αιτία.
Αλλά ποιος είναι που δεν κλέβει σήμερα; Και είναι τόσο κοινή και τόσο γενικευμένη η κλεψιά, που κανένας δεν μπορεί να περηφανεύεται ότι δεν έκλεψε ποτέ ή τουλάχιστον ότι δεν τον έκλεψαν άλλοι. Και στην κοινωνία, όπου οι ίδιοι οι κυβερνώντες και οι ίδιοι οι νομοθέτες κλέβουν, καθένας θα ήταν δικαιολογημένος, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, να κλέβει. Η κυβέρνηση και οι νόμοι σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης, αλλά θα ήταν χρήσιμα μόνο για τα μάτια του κόσμου, επιδιώκοντας να παρέχουν σε μια μάζα πολιτών τα μέσα να τρέφονται και να απολαμβάνουν εις βάρος και με έξοδα μιας άλλης μάζας, ή το πολύ-πολύ θα επεδίωκαν (πάντα προς το συμφέρον της προνομιούχας μάζας) να εμποδίσουν τους πολίτες μιας τέτοιας κοινωνίας να απογυμνώνουν και να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον.
Αλλά γι’ αυτό τον τελευταίο σκοπό θα ήταν αρκετή μια χωροφυλακή στις διαταγές ενός πολιτισμένου και δίκαιου αξιωματούχου. Ποιο λόγο ύπαρξης π.χ. θα είχαν και σε τι θα χρησίμευαν τα δικαστήρια, εάν οι ηλίθιες αποφάσεις που εκδίδονται απ’ αυτά ήταν ίσες ή περισσότερες σε αριθμό από τις συνετές; Με την κατάργηση τέτοιων δικαστηρίων θα κέρδιζαν άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα και στην τύχη κάποια άτομα, και θα έχαναν, άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα, και κατά τύχη κάποια άτομα. Με την κατάργησή τους, με άλλα λόγια, θα πετυχαίναμε το ίδιο αποτέλεσμα όπως και με τη διατήρησή τους, με τη μόνη διαφορά ότι θα άλλαζαν κατά ένα μέρος τα πρόσωπα στις θέσεις των κερδισμένων και των χαμένων. Αλλά τουλάχιστον με την κατάργηση θα κάναμε οικονομία.
Ποιο λόγο ύπαρξης θα είχαν και σε τι θα χρησίμευαν τα ανώτερα σχολεία, εάν δεν θα ήταν ικανά να διαμορφώσουν ηθικούς πολίτες ή αληθινούς επιστήμονες και μορφωμένους δασκάλους σε κάθε κλάδο; Και τα ίδια τα τελωνεία λίγο θα χρησίμευαν, εάν με αυτά φορολογείται και επιβαρύνεται ο λαός, χωρίς ένα όφελος για το λαό ανάλογο με τους φόρους που πληρώνει. Και ποιο λόγο ύπαρξης θα είχαν και σε τι πράγμα θα χρησίμευαν οι νομαρχίες και τα διάφορα υπουργεία, εάν αυτά δεν ήταν ικανά να επανορθώσουν ή τουλάχιστον να επιφέρουν βελτίωση στην ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων; Μια τέτοια κοινωνία και μια τέτοια κυβέρνηση θα τη συμβούλευα να διορθωθεί, εάν αυτό ήταν δυνατόν. Αλλά εάν δεν είναι δυνατό να διορθωθεί, θα τη συμβούλευα, για οικονομία, να διαλυθεί μέχρι το χρόνο που θα ήταν δυνατό να διορθωθεί.
Η αρχή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η τωρινή παγκόσμια και περισσότερο από αρχαία κοινωνική τάξη, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την κλεψιά. Αφού οι άνθρωποι αποφάσισαν στην αρχή να μοιράσουν τη γη και να διαχωριστούν οι ίδιοι, σχηματίζοντας ανεξάρτητες οικογένειες οι οποίες θα φρόντιζαν για τον εαυτό τους, ήταν αναγκαίο και επακόλουθο να θεσμοθετήσουν νόμους, με τους οποίους θα εγγυούνταν την κατοχή της μερίδας που αναλογούσε στον καθένα και μαζί την κατοχή κινητών, ζώων και άλλων αγαθών, όσων περιέκλειε το σπίτι και η στάνη του καθενός.
Το να κλέβεις τους άλλους ενώ ζεις σε κοινωνία, προϋποθέτει λογικά ότι αυτός που κλέβει δεν εννοεί ν’ αναγνωρίσει την αρχή του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και με την ενέργεια αυτή διαμαρτύρεται κατά κάποιο τρόπο ενάντια σ’ αυτή την αρχή, αφού θα ήταν πολύ παράλογο και θρασύ να υποτεθεί ότι αυτός που κλέβει απαιτεί να μπορεί να κλέβει χωρίς να τον κλέβουν οι άλλοι. Αυτή η υπόθεση, ότι δηλαδή ο κλέφτης αρνείται ν’ αναγνωρίσει την αρχή της ιδιοκτησίας, θα ήταν η μοναδική και εκ των ουκ άνευ δικαιολογία ενός κλέφτη, και μέσω της οποίας δικαιολογίας, αντί για άλλη ποινή, ο κλέφτης θα μπορούσε να ελπίζει στην εξορία ή στην απομάκρυνση από το Κράτος.
Σήμερα, επειδή όλοι, ή σχεδόν όλοι, κλέβουν, δικαιολογημένα θα οφείλαμε να υποθέσουμε ότι καθένας δεν θέλει ν’ αναγνωρίσει την αρχή της ιδιοκτησίας και ότι όλοι διαμέσου της κλεψιάς διαμαρτύρονται έμμεσα ενάντια στην ισχύουσα τάξη, ζητώντας την αλλαγή της. Κι όμως, το περίεργο είναι ότι το πράγμα δεν πάει έτσι, όπως λογικά μπορούμε να υποθέσουμε. Ενώ ο καθένας κλέβει, αξιώνει την ίδια στιγμή να μην τον κλέβουν οι άλλοι.
Ο καθένας όταν τον κλέψουν, εξοργίζεται, αγανακτεί, χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα με σκοπό την επανόρθωση και την τιμωρία του κλέφτη, κι ο καθένας είναι μεγάλος φίλος της ισχύουσας τάξης κι ορκισμένος εχθρός του κομμουνισμού! Εξαιρώντας τους φτωχούς που δεν έχουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα και τους στερούμενους κάθε μέσου, σ’ όλους τους άλλους, ανεξάρτητα από το επιδιωκόμενο συμφέρον, η ιδέα του κομμουνισμού προκαλεί φρίκη... Η ιδέα του κομμουνισμού δεν είναι καινούργια ούτε και περίεργη. Κάθε οικογένεια εφαρμόζει στο εσωτερικό της το κομμουνιστικό σύστημα. Κι αν ο νόμος ξεχωρίζει την ιδιοκτησία του κάθε μέλους της οικογένειας, αυτό συμβαίνει σε περίπτωση διαφοράς ή χωρισμού. Αλλά όλα τα μέλη μιας κάπως καλλιεργημένης και έντιμης οικογένειας απολαμβάνουν εξίσου όχι μόνο μέρος των εσόδων των κοινών αγαθών, αλλά και από τα ιδιαίτερα κέρδη κάθε μέλους της οικογένειας.
Σ’ ένα πιο μεγάλο κύκλο, έχουμε τα μοναστήρια, έστω κι αν οι ανάγκες των μοναχών, τουλάχιστον στην Ανατολή, είναι πολύ περιορισμένες. Εάν υπήρχε τρόπος να μπορεί να εφαρμοστεί ένα σύστημα κομμουνισμού σε μια ολόκληρη κοινωνία, αυτό θα ήταν το καλύτερο των συστημάτων χάρη του οποίου πολλά και σοβαρά κακά θα διορθώνονταν. Αλλά τρόπος δεν υπάρχει, κυρίως επειδή λείπει η θέληση και η ενότητα ανάμεσα στους ανθρώπους για κάτι τέτοιο.
Ανεξάρτητα από την κακή προκατάληψη, η οποία κρατάει αρνητικά διατεθειμένα τα πνεύματα και δεν επιτρέπει στο μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων μιας κοινωνίας να συναινέσει σ’ αυτό το σκοπό, υπάρχει μια άλλη δυσκολία. Αυτός που είναι ιδιοκτήτης κάποιου πράγματος, όσο κι αν είναι μικρό και ανεπαρκές για τις ανάγκες του, μολονότι πεπεισμένος και θετικά διατεθειμένος, δεν αποφασίζει με τη λογική να το απαρνηθεί, από φόβο μήπως όταν τα πράγματα επανέλθουν μετά από λίγο καιρό στην παλιά κατάσταση θα βρεθεί απογυμνωμένος. Για να εφαρμοστεί το σύστημα με τη βία και αποτελεσματικά και με ασφάλεια, θα ήταν αναγκαίο να συναινέσουν τα δύο τρίτα των πολιτών μιας κοινωνίας, ενώ, για το λόγο που προανέφερα, θα πρέπει να περιμένουμε ότι αυτά δεν θα συναινέσουν.
Μιλάω για το παρόν, επειδή στο μέλλον δεν ξέρω ποια θα είναι η κατάσταση των πραγμάτων και ποια θα είναι η αναλογία και η σχέση ανάμεσα σε ιδιοκτήτες και φτωχούς. Όσο για τη δυνατότητα εφαρμογής ή μη ενός τέτοιου συστήματος σε ένα περιορισμένο κύκλο, ίσως σε μια μικρή κοινότητα που να αποτελείται από μια χιλιάδα κατοίκους, αυτό δεν το εξετάζω. Εάν θα ήταν εύκολο, θα συμβούλευα να γίνει μια δοκιμή. Θα συμβούλευα να δίναμε ως δώρο σε χίλιους φτωχούς μια έκταση γης ικανή να θρέψει έναν αριθμό 3-4 φορές μεγαλύτερο και να τους παρείχαμε τα μέσα για την καλλιέργεια κι ακόμη τα μέσα για τη συντήρησή τους για ένα δύο χρόνια, και να τους δίναμε καλούς ηγέτες, επιλεγμένους εννοείται ανάμεσα σε κομμουνιστές, υπό τη διεύθυνση των οποίων θα πήγαιναν να εγκατασταθούν, σχηματίζοντας εκεί ένα μικρό κράτος ή μια κομμουνιστική πολιτεία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θ’ αποδεικνυόταν εάν το σύστημα είναι εφαρμόσιμο και μαζί θα βλέπαμε μετά από διάστημα λίγων χρόνων κατά πόσο θα ήταν δυνατό ότι οι άνθρωποι κάτω από ένα τέτοιο σύστημα θα ζούσαν ευτυχισμένοι, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας, θα είχαν δεχτεί ένα θανάσιμο πλήγμα οι κομμουνιστικές ιδέες κι ο κόσμος θα έμενε ήσυχος για αιώνες...
Η νομοθεσία του Λυκούργου επέτρεπε την κλεψιά (λέει η ιστορία), αλλά την ίδια στιγμή τιμωρούσαν αυτόν που θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω. Αλλά στη Σπάρτη ήταν σε ισχύ ένα κομμουνιστικό σύστημα. Αντικείμενα αξίας, χρυσό, ασήμι κ.λπ., δεν βρισκόντουσαν κι ούτε επιτρεπόταν να βρεθούν κι ούτε νόμισμα είχαν οι Σπαρτιάτες. Έτσι ο νόμος του Λυκούργου, πρέπει να πιστέψουμε, δεν αφορούσε παρά την κλοπή αντικειμένων προσωπικής χρήσης και μικρής αξίας, ρούχα, όπλα κ.λπ. Πιθανόν ο Λυκούργος θεωρούσε, από τη μια πλευρά, ότι, όπως η γη, έτσι όλα τα υπόλοιπα, έπρεπε να είναι κοινά, ενώ , από την άλλη πλευρά, ότι ήταν αναγκαίο ν’ αναγνωριστεί ως ένα βαθμό επίσης το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, τουλάχιστον για τα ρούχα και τα όπλα που ο καθένας φορούσε. Και πιθανόν με το νόμο αυτό θέλησε να συμφιλιώσει αυτές τις δύο αρχές. Πιθανόν, επίσης, να πίστευε ο Λυκούργος ότι η κλίση προς την κλεψιά είναι φυσική και αδιόρθωτη στον άνθρωπο, όπως είναι στα ζώα, κι έτσι να μην ήθελε να την απαγορεύσει, αλλά μονάχα να την περιορίσει, και πιθανόν, τέλος, ο ίδιος με το νόμο αυτό να είχε την ιδέα να σεβαστεί τις συνήθειες της χώρας.
Τέτοιες εξηγήσεις είναι, πράγματι, λίγο τραβηγμένες, αλλά είναι καλύτερα να δοθούν αυτές γιατί είναι προτιμότερες από εκείνη για την οποία μιλάει η ιστορία, ότι ο Λυκούργος είχε θεσμοθετήσει το νόμο αυτό με σκοπό για να κάνει επιδέξιους στην κλεψιά τους Σπαρτιάτες, εκτός αν είχε στο μυαλό του να στέλνει τους Σπαρτιάτες στις ξένες χώρες για να κλέβουν και να κουβαλάνε μετά στη Σπάρτη τα κλεμμένα αντικείμενα, αλλά για ένα τέτοιο μέτρο δεν μιλάει η ιστορία. Κι αυτό αν ίσχυε, δεν θα ήταν κακό ούτε για τα ξένα κράτη, και θα ήταν πάντα ένα κακό προτιμότερο από τον πόλεμο, τουλάχιστον αν οι Σπαρτιάτες ήταν οι πιο δυνατοί.
Στη σημερινή κοινωνία, ισχύει η νομοθεσία του Λυκούργου. Κι αν οι σημερινοί νόμοι δεν επιτρέπουν την κλεψιά, αλλά, απεναντίας, την απαγορεύουν, αυτό δεν σημαίνει τίποτα από τη στιγμή που ολόκληρη η κοινωνία, μη υπολογίζοντας τους νόμους, το επιτρέπει στον εαυτό της. Πολλοί νόμοι, οι οποίοι αφορούν την ηθική, εισήχθησαν για το θεαθήναι, όπως και για το θεαθήναι διαβάζεται το Ευαγγέλιο στις εκκλησίες ή ψέλνονται οι ψαλμοί και τα άσματα ή γίνονται τα κηρύγματα από τον άμβωνα. Οι ίδιοι που ψέλνουν και κηρύσσουν, δεν εφαρμόζουν ποτέ τίποτα από κείνα που ψέλνουν και κηρύσσουν και ούτε απαιτούν τέτοιο πράγμα απ’ αυτούς που ακούνε. Όσο γι’ αυτό, είναι δίκαιοι και λογικοί. Απαιτούν μόνο ένας μέρος του λαού να παρίσταται και να τους ακούει, ή ακόμη απλά και μόνο να παρίσταται. Ο παπάς, ο ψάλτης, ο ιεροκήρυκας, βγαίνοντας από την εκκλησία, πορεύονται ήρεμοι και ευχαριστημένοι, σάμπως όλα τα πράγματα να ήταν σε τάξη, ο καθένας στις υποθέσεις του, για τις οποίες υποθέσεις φροντίζουν, όπως όλοι οι άλλοι, σύμφωνα με το πραγματικό σύστημα που ισχύει στην κοινωνία, και ουδέποτε σύμφωνα μ’ εκείνο που αυτοί, ψέλνοντας ή κηρύσσοντας, συστήνουν μέσα στην εκκλησία.
Κι αυτό ούτε στους ίδιους φαίνεται περίεργο ούτε στους άλλους οι οποίοι είναι εξίσου συγκαταβατικοί και δεν απαιτούν από τους διδάσκοντες να τους δώσουν το παράδειγμα. Αλλά οι διδάσκοντες και κηρύσσοντες έχουν τουλάχιστον για τον εαυτό τους μια δικαιολογία μ’ ένα δυνατό επιχείρημα, ότι αυτή είναι η δουλειά τους και ότι πληρώνονται από τους άλλους για να διδάσκουν και να κηρύττουν. Ότι, συνεπώς, μόνο οι άλλοι οφείλουν και είναι προς το συμφέρον τους να επωφεληθούν εςφαρμόζοντας τις διδασκαλίες που παρακολουθούν.
Ο Νόμος του Λυκούργου αφορούσε την κυρίως κλεψιά, αφού η έμμεση κλεψιά διαμέσου απάτης ή κομπίνας, εκείνους τους καιρούς δεν πρέπει να ήταν γνωστή, και ειδικά σε μια μικρή κοινωνία, όπως εκείνη της Σπάρτης. Στη σημερινή κοινωνία, η κυρίως κλεψιά γίνεται απ’ την κατώτερη τάξη και πολύ σπάνια από τις ανώτερες τάξεις, εξαιρουμένων ίσως πολλών γυναικών, οι οποίες όταν κατοικούν μαζί ή κοντινά κλέβουν η μία την άλλη. Αυτός που κλέβει άμεσα διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω ή να ανακαλυφθεί, έτσι που να μην έχει μια δικαιολογία με την οποία να πείσει τους άλλους ότι είναι αθώος ή τουλάχιστον να τους αφήσει στην αμφιβολία για την κλεψιά που διέπραξε. Γι’ αυτό, οι ανώτερες τάξεις κρατιούνται μακριά, αφήνοντας αυτό το είδος της κλεψιάς στην κατώτερη τάξη. Γενικά, οι κλέφτες αγαπούν τη φήμη τους, αναγνωρίζουν δηλαδή ότι το να κλέψεις είναι κακό και ότι σωστά θα δυσφημιζόντουσαν για κλεψιά. Αλλά η κατώτερη τάξη λίγο νοιάζεται για τη φήμη της.
Το άλλο είδος της κλεψιάς είναι κοινό για όλες τις τάξεις. Αλλά γενικά δυσφημίζεται και περιφρονείται περισσότερο αυτός που θα κλέψει λίγο απ’ αυτόν που θα κλέψει πολύ. Αυτός που έμμεσα και με τέχνη κατάφερε να κλέψει ένα ή περισσότερα εκατομμύρια, λίγο-πολύ δυσφημίζεται. Κι αν η κλεψιά δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί, δεν δυσφημίζεται καθόλου, έστω κι αν όλοι είναι πεπεισμένοι για τη διαπραγμένη κλεψιά. Ένας τέτοιος κλέφτης είναι καλοδεχούμενος οπουδήποτε και είναι παρών σ’ όλες τις καλές συγκεντρώσεις και οργανώνει ο ίδιος τραπεζώματα και χορούς στα οποία συμμετέχουν όλα τα διακεκριμένα πρόσωπα και οι αρχές της χώρας. Ένας τέτοιος κλέφτης μπορεί να καταλάβει ανώτερα αξιώματα και να τιμηθεί με παράσημα.
Το συμπέρασμα είναι ότι μονάχα με την αλλαγή του συστήματος και την κατάργηση της ιδιοκτησίας θα ήταν δυνατόν να διορθωθεί αμέσως και σχεδόν ριζικά, τουλάχιστον κατά τα εννέα δέκατα, το κακό του φόνου και της κλεψιάς στον κόσμο, όσον αφορά τον άνθρωπο έναντι του συνανθρώπου του ή, τουλάχιστον, έναντι του συμπολίτη του. Ή να περιοριστεί στο μισό ή ακόμη στο λιγότερο του μισού, διαμέσου των προσπαθειών και των πρακτικών μιας πατερναλιστικής και έξυπνης κυβέρνησης. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα χωρίς αμφιβολία θα ήταν η ελάττωση των αναγκών και η επιστροφή στην κατάσταση ενός αιώνα πίσω ή, τουλάχιστον, πενήντα χρόνια πίσω. Αλλά απομένει να δούμε πόσο θα ήταν εύκολο να μπορέσουμε σήμερα να μειώσουμε τις ανάγκες. Ότι τα εγκλήματα πολλαπλασιάστηκαν αναλογικά με τον πολλαπλασιασμό των αναγκών, αυτό είναι σίγουρο πέρα από κάθε αμφιβολία.
Ο αγώνας που διεξάγεται σήμερα μέσα στις πόλεις, ιδιαίτερα στις μεγάλες πρωτεύουσες, για την επιβίωση είναι τρομερός, όσο τρομερά είναι τα μαρτύρια εκείνων που δεν πετυχαίνουν αυτό το στόχο. Πού θα καταλήξουμε; Το βέβαιο είναι ότι οι αρχές του κομμουνισμού εξαπλώνονται κάθε μέρα με την ίδια αναλογία με την οποία εξαπλώνονται οι ανάγκες και η φτώχεια.
Η επανάσταση, μια τρομακτική επανάσταση, δεν μπορεί ν’ αργήσει, αυτό είναι ξεκάθαρο. Μια μεταρρύθμιση μέσω μερικών θυσιών θα ήταν προτιμότερη από την ανατροπή, ακόμη κι αν ήταν προσωρινή, διαμέσου της επανάστασης.
Αλλά ο εγωισμός καθιστά τυφλούς και ηλίθιους τους ανθρώπους και είμαι σίγουρος ότι κανένα μέτρο δεν θα παρθεί μέχρι τέλους και μέχρι τότε που δεν θα υπάρχει πια αρκετός χρόνος. Έτσι οι μονάρχες δεν πείθονται και δεν συμφωνούν σχεδόν ποτέ να κάνουν μερικές παραχωρήσεις, σωστές ως επί το πλείστον, στους υπηκόους τους ή στα ξένα κράτη, παρά μόνο αφού πάθουν ζημιές δέκα φορές μεγαλύτερες απ’ ό,τι τους ζητούσαν.
*Για τη ζωή και τη δράση του Νικολάου Κονεμένου όσοι/όσες ενδιαφέρονται ας ανατρέξουν στη σελίδα αυτού εδώ του διαδικτυακού τόπου με τα Κεφάλαια του βιβλίου "Ο Ήλιος της Αναρχίας Ανέτειλε".