"Ακρόπολις εστίν η Πελοπόννησος συμπάσης της Ελλάδος. Αύτη γαρ η των τόπων θέσις υπογράφει την ηγεμονία ταύτην" (Στράβων, 80ν κεφ. Αον)
Εν τη ιστορία του πολιτισμού το σημαντικώτερον μέρος κατέχουσιν αι χερσόνησοι. Αύται υπήρξαν οι κοιτίδες των θρησκευμάτων και των πλείστων κρατών. Εις την θέσιν της ως χερσονήσου η Ελλάς, η τόσο μικρά επί του χάρτου αλλά τόσον μεγάλη εν τοις χρονικοίς της ανθρωπότητος, οφείλει το τόσον ένδοξον παρελθόν της. Δεν δύναται δε τούτο να θεωρηθή ως αποκλειστικόν έργον της φυλής διότι και άλλοι λαοί της αυτής καταγωγής, Πελασγοί πρόγονοι των Αλβανών δεν άφησαν διόλου τοσαύτα λαμπρά ίχνη της διαβάσεώς των. Ουδαμού δε της γης η ανθρωπότης δεν ανήλθεν εις τοιούτον βαθμόν πολιτισμού αρμονικωτάτου εν τω συνόλω αυτού και τόσον προσφόρου εις την ελευθέραν του ατόμου ανάπτυξιν, όσον εις την Ελλάδα. Προφανώς και εις την γεωγραφικήν θέσιν αυτής αποδοτέον το τόσον σημαντικόν μέρος ο διεδραμάτισαν οι λαοί της κατά μακράν περίοδον της παγκοσμίου ιστορίας.
Το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν της Ελλάδος, θεωρουμένης υπό τον σχηματισμόν του εδάφους της, είναι ο μέγας αριθμός μικρών λεκανοπεδίων ανεξαρτήτων και κεχωρισμενων απ’ αλλήλων υπό βράχων ή σειρών ορέων. Η διάθεσις δ’ αύτη του εδάφους διηυκόλυνε τη κατάτμησιν των Ελληνικών φυλών εις πλήθος αυτονόμων Δημοκρατιών. Κάθε πόλις είχε τον ποταμόν της, το αμφιθέατρόν της, την ακρόπολίν της, το άλσος της. Πάσαι δε σχεδόν είχον και το επίνειόν των. Ούτω πάντα τα στοιχεία, ων χρήζει ελευθέρα κοινωνία, ευρίσκονται συνηνωμένα εν τοις μικροίς τούτοις συμπλέγμασι η δε γειτνίασις αντιζήλων πόλεων υπέθαλπε διαρκή συναγωνισμόν, όστις δυστυχώς κατέληγε εις αγώνας και πολέμους. Υπέρ παν άλλο μέρος της Ελλάδος τα πλεονεκτήματα ταύτα του εδάφους κέκτηται η Πελοπόννησος και δικαίως ο πατήρ της γεωγραφίας καλεί αυτήν “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ΣΥΜΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, διότι και χωρίς της λαμπρότητος και δυνάμεως των ενοικισάντων εθνών, αύτη η των τόπων θέσις υπογράφει την ηγεμονίαν ταύτην”. Είναι λοιπόν ανάγκη να κάμωμεν την φυσικήν περιγραφήν της ωραίας ταύτης χώρας ίνα εξηγήσωμεν την επιρροήν ην εξήσκησεν το σχήμα του εδάφους αυτής επί της ιστορικής αναπτύξεως ων πόλενων ας θέλομεν περιγράψη.
Γεωγραφικώς η Πελοπόννησος είναι αξία του ονόματος της νήσου το οποίον τη έδωσαν οι αρχαίοι. Η χθαμαλή είσοδος της Κορίνθου την αποχωρίζει εντελώς από της ορεινής Ελληνικής χερσονήσου. Η Πελοπόννησος αποτελεί ούτω κόσμον χωριστόν, μικρόν μεν εάν κρίνη τις εκ της θέσεως αύτης επί του γεωγραφικού χάρτου, αλλά πολύ μέγαν εκ του σπουδαίου μέρους ο διεδραμάτισεν εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος από των χρόνων του Ομήρου μέχρι της Ελληνικής παλιγγενεσίας.
Η Πελοπόννησος όλη σχεδόν είνε χώρα οροπεδίων και ορέων. Εισερχόμενός τις εις αυτήν διά του Ισθμού της Κορίνθου, αμέσως βλέπει υψούμενον απέναντί του ως μέγα οχύρωμα το Οίνειον όρος (Καρίδι σημ.) υπερασπίζον την είσοδον εν τη χερσονήσω και επί μιας προεκτάσεως του οποίου υψούται το Ακροκόρινθον, ο φρουρός ή η κλεις απάσας της χερσονήσου. Όπισθεν των ορέων τούτων οι διάφοροι λαοί της Πελοποννήσου έζων εξησφαλισμένοι πάσης επιθέσεως. Προς δυσμάς της Κορίνθου, 50 χιλιόμετρα προς το εσωτερικόν της Πελοποννήσου υψούται το κύριον σύμπλεγμα των κορυφών, “Ο κόμβος” οπόθεν διακλαδούνται αι διάφοροι μικρότεραι σειραί ορέων προς τας εσχατιάς διήκουσαι. Εκεί υψούται η τν αρχαίων Κυλλήνη (Ζύρια), 2.400 μ.) και ο Χελμός (2.361 μ.) ή τα Αροάνεια όρη, ων οι χιόνες χύνουν προς το εντός ζοφεράς κοιλάδος τον καταρράξκτην ή μάλλον τα ατμώδη ύδατα της Στογός. Προς Δ. ο Χελμός συνδέεται προς τον Ολενόν τον αρχαίον Ερύμανθον (1.672 μ.) περίφημον από τας θήρας του Ηρακλέους. Όλα αυτά τα όρη της Κορίνθου μέχρις Πατρών, σχηματίζουσι εις τείχος παράλληλον τη Β. Ακτή του κόλπου, προς τον οποίον κατέρχονται και κλιμακηδόν περικλείονται μεταξύ των κατωφερειών τούτων, τη του Βουραϊκού, κείται το Μέγα Σπήλαιον, Σπήλαιον τω όντι μέγα ο χρησιμεύει ως μοναστήριον, εις την είσοδον του οποίου κρέμανται επί των βράχων τα παραδοξώτερα κατασκευάσματα διαφόρων χρωμάτων, όμοια προς τα κύτταρα μεγάλης σφηκοφωλιάς.
Προς ανατολάς το κεντρικόν οροπέδιον της Πελοποννήσου ορίζεται υπό ετέρας σειράς αρχομένης από της Κυλλήνης. Αύτη είναι ο Γαυριάς, γνωστός νοτιότερον υπό το όνομα Μαλέβον ή Αρτεμίσιον (1.670 μ.) και έπειτα Παρθένιον (2.100 μ.) Η σειρά αύτη διακοπτομένη ανυψούται εκ νέου προς ανατολάς της Σπάρτης και σχηματίζει τον Άγιον Πέτρον ή Πάρνωνα (1.937 μ.), έπειτα χαμηλώνουσα βαθμηδόν προεκτείνεται μέχρι των Κυθήρων σχηματίζουσα το ακρωτήριον του Μαλέα το οποίον πόσον εφοβούντο οι αρχαίοι Έλληνες αποδεικνύει η γνωστή παροιμία “Μαλέαν κάμψας επιλάθου των οίκαδε”.
Τα προς Δυσμάς όρη της Πελοποννήσου δεν έχουσι την κανονικότητα των της ανατολικής σειράς. Ποικιλοτρόπως καταβρωθέντα υπό των πηγαζόντων εν αυτοίς ποταμών διακλαδίζονται προς Ν. των Αροανείων εις πλήθος μικρών σειρών αίτινες ενούμεναι τήδε κακείσε δίδουν εις το μέρος τούτο του οροπεδίου τας ποικιλοτέρας απόψεις. Παντού κοιλάδες διανοίγονται εις τοπία απρόοπτα, απλή δέσμη δένδρων, μια πηγή, ποίμνιον προβάτων, ποιμήν καθήμενος επί ερειπίων, παρέχουσι θαυμάσιον γόητρον. Εκεί είνε η τερπνή Αρκαδία ην υμνούν οι αρχαίοι ποιηταί. Καίτοι σήμερον απογυμνωθείσα σχεδόν των δασών της είνε ακόμη ωραία, ως Ελβετία της Ελλάδος, θελκτικώτεραι όμως είνε αι δυτικαί κλιτύες του οροπεδίου αι βλέπουσαι προς το Ιόνιον πέλαγος. Εκεί πλούσια δάση και άφθονα ύδατα προσθέτουσι εις τα κυανά κύματα εις τας απωτέρω νήσους, εις τον διαυγή ουρανόν, καλλονάς αίτινες ελλείπουσι από όλα σχεδόν της Ελλάδος παράλια.
Προς Ν. Του Αρκαδικού οροπεδίου, ού υπέρκεινται προς Δ, αι κορυφαί του μαινάλου, συστάδες τινές αρκετά υψηλαί δίδουν γέννεσιν εις ετέρας σειράς διακεκριμμένας. Εκεί εκ της σειράς του Παλαιοκάστρου ή Κοτυλίου όρους άρχονται τα όρη της Μεσσηνίας, μεταξύ των οποίων υψούται η πυραμίς Ιθώμη (βουλκάνου καλ.) 802 μ. ύψους, και του Αιγαλέου (Μάλι καλ.) τα οποία προεκτείνονται προς Δ. του Κόλπου της Κορώνης και αναφαίνονται εν τη θαλάσση εις τα βραχώδη νησίδρια της Σαπιέντζας, Καβρέρας και Βενετικού. ‘Ετερον όρος το Λύκαιον (Διαφόρτι καλ.) ύψ. 1420 μ., ο Όλυμπος της Αρκαδίας, υψούμενον σχεδόν εν τω κέντρω της Πελοποννήσου, συνεχίζεται προς Δ. της Λακωνίας με μακρόν ορεινόν προτείχισμα το αποτελούν τη ψηλοτέραν σειράν του Μωρέως. Έχει αύτη πρωτίστην κορυφήν τον περίφημον Ταΰγετον καλούμενον πενταδάκτυλον (ύψ. 2.408 μ.) ένεκα των πέντε μεγάλων κορυφών αίτινες στέφουσιν αυτόν, και τον Άγ. Ηλίαν, προς μνήμην του Ηλίου του Δωρικού απόλωνος. Δάση καστανέων και ακρυών, εν οις αναμιγνύονται κυπάρισσοι και δρεις, καλύπτουσι εν μέρει τας κατωτέρας κλιτύας του όρους τούτου, η κορυφή όμως αυτού είναι φαλακρά και καλύπτεται υπό χιόνων κατά τα ¾ του έτους. Ούτος είναι ο χιονοσκεπής Ταΰγετος ο μακρόθεν δεικνύων τους ναυτιλομένοις την γην της Ελλάδος. Εκείθεν εντός της κυανής θαλάσσης προβάλει το ακρωτήριον Ματαπάς (Ταίναρον) το νοτιώτερον ακρωτήριον της Ηπ. Ευρώπης.
Ολόκληρος λοιπόν η Πελοπόννησος είναι χώρα οροπεδίων και ορέων. Εκτός των πεδιάδων της Ηλείας, σχηματισθεισών εκ των προσχωμάτων των χειμάρρων της Αρκαδίας, εκτός των λιμνωδών λεκανοπεδίων του εσωτερικού και ομαλών τινων παρά τας εκβολάς ποταμών εκτάσεων, η χερσόνησος δεν παρουσιάζει παντού, ειμή χώρας ορεινάς, δυσβάτους. Τα όρη δε αυτής κατά πολλά μέρη διήκοντα μακράν εντός της θαλάσσης, μορφούσι διά των μεταξύ αυτών κοιλωμάτων μεγάλους κόλπους, ώστε η παραλία ολόκληρος, ως και οι αρχαίοι ορθώς παρετήρησαν, λαμβάνει σχήμα φύλλου πλατάνου ού τας νευρώσεις σχηματίζουσιν αι σειραί των ορέων της.
Πάντα σχεδόν τα όρη ταύτα της Πελοποννήσου, ως και απάσης της Ελλάδος, προς την παραλίαν εισίν γυμνά των μεγάλων δένδρων των. Παρουσιάζονται μακρόθεν ως βράχοι κατάξηροι επί των οποίων ως στιγματα αραιά διακρίνονται πού και πού δενδρύλλια τινα; και ξυλώδεις θάμνοι. Και επί Στράβωνος πάντα τα όρη τω παραλίων είχον γυμνωθή των εκτεταμμένων δασών των. Σήμερον η Ελλάς δεν είναι παρά ο σκελετός της άλλοτε θαλεράς υπάρξεώς της. Μόνο δε εις τα όρη του εσωτερικού της χώρας και των Ιονίων νήσων υφίστανται εισέτι τα δάση. Η Αρκαδία, η Ήλις, η Τριφυλία, αι κατωφέρειαι του Ταϋγέτου, διετήρησαν κάπως τα φυσικά των δάση, δυστυχώς λυμαίνει το πυρ των ποιμένων.
Και υπό υδρογραφικήν έποψιν η Πελοπόννησος παρουσιάζει φαινόμενα όλως περίεργα. Εν τη ιδιαζούση ταύτη κατά τον σχηματισμόν του εδάφους χώρα, αι κοιλάδες δεν είναι αύλακες ούς ανασκάπτουσι τα ύδατα όπως σχηματίσωσι την προς την θάλασσαν διέξοδόν των, αλλά σειρά μικρών δεξαμενών, μη εχουσών καταφανή συγκοινωνίαν. Υπόγειαι σχισμάδες υφίστανται μεταξύ των χωριζουσών αυτάς βραχωδών σειρών και λειτουργούν ως σωλήνες όταν τα ύδατα της βροχής υψώνται άνωθεν ωρισμένης επιφανείας. Οι υπόγειοι αυτοί αγωγοί καλούνται καταβόθραι. Το όμβριον ύδωρ εισχωρούν εντός των χασμάτων του οροπεδίου, και χανόμενον αναφαίνεται επί του ετέρου μέρους των ορέων εν είδει πηγής (κοινώς κεφαλάρια, κεφαλόβρυση), πάντοτε καθαρόν και διαυγές αναβρύον, εδώ μεν εντός χασμάτων βράχων, εκεί δε εντός των πεδιάδων, αλλού δε εν μέσω ων θαλασσίων υδατων, δι’ ό και επαινείται “ο Μωρέας δια τα πολλά νερά του” ως η Στερεά δια τους πολλούς λιμένας της.
Οι αρχαίοι εφρόντιζον πολύ να καθαρίζωσι τας δεξαμενάς ταύτας, όπως εκρεόντων των υδάτων των δια των καταβοθρών εμποδίζηται ο σχηματισμός ελών νοσηρών. Αι προφυλάξεις αύται παρημελήθησαν κατά τους αιώνας της βαρβαρότητος. Ούτω δε η λεκάνη του Φενιού (Φονιά), ο κάμπος, ανοικτός ως μέγα χωνίον μεταξύ Κυλλήνης και Αριανείων πολλάκις μετεβλήθη εις λίμνην. Προς Α. αυτής κείται ετέρα λεκάνη η Στυμφαλίς περίφημος εν τη μυθολογία δια τας “ανδροφάγους” στυμφακλίδας όρνιθας ας ο Ηρακλής κατετόξευσε και ήτις έχουσα την καταβόθραν αυτής εν τω πυθμένι είναι διαδοχικώς λιμνώδης, επιφάνεια και πεδιάς καλλιεργημένη. Και άλλα λεκανοπέδια εκ λιμνών σχηματισθέντα έχουσι περισσοτέρας καταβόθρας. Το μεγαλείτερον είναι το τη Μαντινείας, το περιφημότερον του κόσμου υπό υδρολογικήν έποψιν, διότι τα εν αυτώ συναζόμενα ύδατα εκρέουσιν εκατέρωθεν προς αντιθέτους θαλάσσας, προς τον κόλπον του Νυαπλίου και διά του Αλφειού προς το Ιόνιον πέλαγος.
Η εξαφάνισις των ομβρίων υδάτων, εν ταις εσωτερικαίς φλεψίν της γης κατεδίκασεν εις αφορίαν πλείστας της Πελοποννήσου χώρας τας οποίας ολίγον ύδωρ θα καθίστα θαυμασίως γονίμους. Ούτω π.χ. το ωραίον πεδίον του Άργους είναι ανυδρότερον και ξηρώτερον της λεπτογαίου Αττικής, διψών ύδατος το οποίον τού διαφεύγει ως δια κοφίνου. Εντεύθεν και ο μύθος του μηδέποτε πληρουμένου πίθου των Δαναΐδων. Προς Ν. όμως του πεδίου παρά την θάλασσαν αναβρίζει μέγας ποταμός ο Ερασίνος θαυμαζόμενος υπό των Αργείων και πηγάζων εκ της Στυμφαλίδος. Κατά την νότιαν δ’ εσχατιάν του πεδίου την Λέρνην, άπειραι πηγαί και τέλματα πλήρων ιοβόλων όφεων. Αυτά είναι τα “κεφαλάρια” ή αι κεφαλαί της μυθολογούμενης επτακεφάλου Ύδρας ην και ο Ηρακλής εδυσκολεύθη να καταδαμάση. Τέλος νοτιώτερον ετέρα πηγή, η αρχαία Δεινή, το ανάβολον των Ελλήνων ναυτών, εν η το ύδωρ αναβλύζει μετά τοσαύτης ορμής ώστε αποτελεί καμπύλην επιφάνειαν και συνταράσει τα ύδατα εις πολλών εκατοστύων ποδών απόστασιν. Ώστε καθίσταται πιθανωτάτη η εν τη λίμνη ταύτη ανάρρευσις ποταμού υπογείου όπερ συνάδει τους λεγομένοις υπό Παυσανίου.
Παρόμοια φαινόμενα τελούνται και εις τας δύο νοτίους πεδιάδας της Πελοποννήσου, την της Σπάρτης και Μεσσηνίας. Εν μεν τη Λακωνία ο ιστορικός Ευρώτας, τόσον ολίγον ύδωρ έχει ώστε μόλις αρκεί να φθάση μέχρι της θαλάσσης, ενώ το εκ βράχων πηγάζον παρ’ αυτώ Βασιλοπόταμον καίτοι έχον μήκος 10 μόνο χιλιόμετρα, έχει άφθονα καθ’ όλον το έτος ύδατα. Ο δε της Μεσσηνίας Πάμισος (Πιρνάτσα) έχει μετά τον Αλφειό το προνόμιο να ήνε πλευστός εις μικράς χωρητικότητας πλοία δέκα χιλιόμετρα άνω των εκβολών του. Η υπό των υδάτων αυτού διαβρεχόμενη χώρα εκλήθη “μακαρία” ένεκα της γονιμότητός.
Αι δυτικαί τέλος ακταί της Πελοποννήσου, έχουν το σημαντικώτερον και πλουσιώτερον λεκανοπέδιον, το του Αλφειού (Ρουφιά) εις ο χύνεται ο Λάδων όστις ένεκεν των αφθόνων υδάτων του δυνάμενος να θεωρηθή αληθής ποταμός, ετιμάτο υπό των Ελλήνων εξίσου τω Θεσσαλικό Πηνειώ “ως παρέχων κάλλιστον ύδωρ εν όχθαις τερπνοτάταις”. Εις τον Λάδωνα χύνονται τα ύδατα της λίμνης του Φενιού. Κατά την εκ των ορέων έξοδόν του ο Αλφειός και οι άλλοι μικρότεροι μικροπόταμοι της Ήλιδος πολλάκις ήλλαξαν κοίτην και εκάλυψαν με ιλύν τας πέριξ πεδιάδας. Δια τούτο και τα ερείπια της Ολυμπίας εγένοντο άφαντα καλυφθέντα υπό των προσχώσεων. Υπέρ πάντας δε τους άλλους ποταμούς υπέστη μείζονας μεταβολάς ο ρους του Πηνειού (ποταμ. της Γαστούνης). Ούτως η φύσις μόνη της ειργάσθη όπως μεταβληθεί η όψις του μέρους τούτου της Ελλάδος. Νήσοι, πολύ πριν απέχουσι της παραλίας, προσεκολλήθησαν εις την στερεάν, πολλοί δε κόλποι αποχωρισθλεντες της θαλάσσης μετεβλήθησαν εις τέλματα γλυκέων υδάτων. Εν των τελμάτων τούτων περιβάλλεται προς την θάλασσαν υπό θαυμασίου δάσους ελάτων. Το μεγαλοπρεπές τούτο δάσος των Τριφυλιατών, αι κατάφυτοι πέριξ κλιτύες των ορέων και η επί των πλευρών του Λυκαίου γοητευτική κοιλάς εν η κρημνίζονται τα ύδατα του καταρράκτη τη Νέδας, καθιστώσι το μέρος τούτο το ωραιότερον και γραφικώτερον της Πελοποννήσου.
Η Πελοπόννησος, ως και η Στερεά Ελλάς, παρουσιάζει αξιοσημείωτον παράδειγμα της επιδράσεως του σχηματισμού του εδάφους επί της ιστορικής αναπτύξεως των κατοίκων της. Συνδεόμενη μετά της Στερεάς δια απλού μεσοτείχου και υπερασπιζόμενη δια διπλού προτειχίσματος ορέων “ο νήσος του Πέλοπος” έμελλε να καταστή η πατρίς λαών ανεξαρτήτων. Ο ισθμός έμενεν ελευθέρα οδός του εμπορίου, αλλ΄ εκλείετο εις τας επιδρομάς.
Ούτως η εν τω εσωτερικώ της χερσονήσου διανομή και το πνεύμα των διαφόρων λαών της εξηγεόιται υπό του εξωτερικού σχηματισμού της χωρας. Το κεντρικόν οροπέδιον κεκλεισμένον πανταχόθεν, ώφειλε να ανήκη εις φυλάς αίτοινες ως οι Αρκάδες, δεν διετέλουν εν σχέσεσι προς τους γείτονάς των, ούτε προς αλλήλους. Η Κόρινθος, η Σικυών και Αχαΐα κατείχον επί του κόλπου όλην την βορείαν κλιτύν των ορέων της Αρκαδίας, αλλά χωρισμέναι δι΄ εγκαρσίων σειρών, οι διάφοροι ούτοι λαοί διετέλουν εν απομονώσει. Προς Δ. η Ήλις με τας ευρείας πεδιάδας της και την νοσηρά και αλίμενον παραλίαν της έμελλε να έχη εν τη ιστορία της χερσονήσου μέρος όλως δευτερεύον. ΟΙ κάτοικοί της αδυνατούντες να υπερασπίσωσι την ευάλωτον χώραν των, επέτυχον να τεθώσι υπό την προστασίαν πάντων των Ελλήνων και να καταστήσωσι την πεδιάδαν της Ολυμπίας συνεντευκτήριον εν ω οι Έλληνες πανταχόθεν συνέρρεον λησμονούντες επί τινας ημέρας τας αντιζηλίας και τα μίση των. Η Ήλις κατέστη όντως ο βωμός των των και της ειρήνης.
Τουναντίον η Αργολίς απετέλει χώραν εντελώς χωριστήν και ανυπεράσπιστον, δια τούτο οι Αργείοι διετήρησαν την αυτονομίαν των επί αιώνας και μάλιστα επί της ομηρικής εποχής είχον την ηγεμονίαν των Ελλήνων. Διάδοχοι αυτών υπήρξαν οι Σπαρτιάται. Η χώρα εν η ενεκατέστησαν εκέκτητο το διπλούν πλεονέκτημα να ήναι προφυλαγμένα από πάσαν επίθεσιν και να παρέχη αφθόνως τα αναγκαιούντα εις τον λιτόν βίον των κατοίκων της. Η Σπάρτη ούτω αποκρούσουσα τας τέχνας και την μαλθακότητα είχεν ανακηρύξει ως αρχήν της νομοθεσίας της, το αγέρωχον και τον φανατισμόν της ελευθερίας. Η Μεσσηνία ανεκάλει εν της ελεγείοις αυτής, την δραπέτιδα ελευθερίαν λαού ολιγαρίθμου ού η ανδρεία δεν κατώρθωσεν να υπερασπίση τας γονίμους πεδιάδας της κατά των αγρίων Σπαρτιατών, κατακυριευσάντων το νότιον της χερσονήσου. Τέλος η Αχαΐα, εις αεί ένδοξος δια την συμμαχίαν αυτής ήτις υπήρξε το τελευταίον προπύργιον της Ελληνικής ελευθερίας, επεράτωνε προς βορράν την χερσόνησον ταύτην βρεχομένην υπό της θαλάσσης των αλκυώνων και τεθειμένην επί του προσκηνίου της Πελοποννήσου εις το μέρος όπου οι Ρωμαίοι έμελλον να εμφανισθώσιν ίνα υποδουλώσωσι την Ελλάδα.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΨΙΣ
Τοιαύτη η Πελοπόννησος γεωγραφικώς εξεταζομένη. Και η ιστορία ήτις γέμει ευκλείας και μεγάλων υπέρ της ελευθερίας κατωρθωμάτων κατά τας ενδόξους εποχάς του Ελληνικού πολιτισμού αλλά και συμφορών και μεγάλων καταστροφών, ας έκτοτε επήνεγκον αι αλλεπάλληλοι κατακτήσεις, αι υποδουλώσεις και προ πάντων αι επιδρομαί των βαρβάρων ων εγένετο έρμαιον η ένδοξος αι ωραία αύτη πατρίς ημών. Ας όψωμεν εν βλέμμα επί της ιστορίας ταύτης.
Παρατρέχομεν τους αρχαιοτάτους χρόνους του δόντος τη χερσονήσω το όνομα του Πέλοπος (1362 π.χ.) μέχρι της εν αυτή καθόδου των Ηρακλειδών (1199 π.χ.) μετά την κατάκτησιν των οποίων η Πελοπόννησος ήρξατο να προβαίνη εις μεγάλην ακμήν και λαμπρότητα, διηρημένη εις μικρά βασίλεια άπερ συνήθως κατέληγον εις δημοκρατικά πολιτεύματα. Περιείχε επί της ακμής αυτής η Πελοπόννησος πολυαρίθμους, περί τας 110 πόλεις, λαμπρώς κεκοσμημένας κατά την μαρτυρία του Παυασανίου και Στράβωνος, και υπέρ τα δύο εκατομμύρια κατοίκων, διοικουμένη διά νόμων αρίστων σοφών και συνταγμάτων προσηρμοσμένων τω πνεύματι εκάστου των διαφόρων αυτής λαών. Εξαφθείσα δε εις το υπέρτατον του πολιτισμού, έκλινεν η Πελοπόννησος δια μιας εις παρακμήν. Ταύτην επήνεγκον η έκλυσις των ηθών και προ πάντων αι αδιάκοποι διχόνοιαι και οι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των δημοκρατιών αυτής, αίτινες νικηθείσαι υπό του Φιλίππου της Μακεδονίας υπεδουλώθησαν επί τέλους εις τους Ρωμαίους (146). Ούτως η Πελοπόννησος κατήντησεν, μετά της λοιπής Ελλάδος να γείνη άσημος Ρωμαϊκή επαρχία ονομασθείσα Αχαΐα.
Κατά τας αρχλας του τετάρτου μ.χ. αιώνος η Πελοπόννησος υπέστη τας φοβεράς επιδρομάς νέων βαρβάρων εθνών καθωρμησάντων εκ των βορείων μερών. Οι Σκύθοι, οι Ερούλοι, οι Γότθοι κατόπιν δε οι Άντες και Σκυθοσλάβοι, ελεηλάτησαν διαδοχικώς την Πελοπόννησον, ήτις επί τέλους κατηρημώθη υπό των Ενετών, των Νορμανδών και Σικελών.
Επί των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου η Πελοπόνησος, η τότε κατά πρώτον ονομασθείσα Μωρέας (δια την ομοιότητα του σχήματός την προς φύλλον συκαμηνέας ή μάλλον δια το εν αυτή πλήθος μωρεών) παρεχωρείτο εις συγγενείς του αυτοκράτορος δεσπότας, δι’ ό και δεσποτεία ή κοινώς δεσποτάτον εκαλείτο, διαιρεθείσα εις θέματα και επαρχίας. Κατά δε την εποχήν των Σταυροφοριών (1204) δύο Γαλλικαί οικογένειαι κατεστήσαντο ηγεμονίαν κατά το βόρειον της Πελοποννήσου (πριγκηπάτον της Αχαΐας), ήτις μετά ταυτα εγένετο έρμαιον της ενετικής δημοκρατίας. Τότε ανεφάνησαν Δούκες και Κόμητες και Βαρόνοι Κορίνθου και Πατρών, Άργους και Καρυταίνης, εωσότου οι Οθωμανοί, μετά διαφόρους κατά τα τέλη του 16ου αιώνος εισβολάς εις τη Πελοπόννησον κατώρθωσαν και εγένοντο μόνοι κύριοι αυτής (τον Ιούλιον 1718) δυνάμει της συνθήκης του Πασαραβίτου συνομολογηθείσης τη μεσολαβήσει της Μ. Βρετανίας και Ολλανδίας.
Κατ εκείνη την εποχήν της νέας δουλείας εσφάγησαν πλέον των τεσσαράκοντα χιλιάδων Πελοποννησίων, εξηλήφθησαν τα ονόματα των δουκάτων, κομητάτων και βαρονιών, και αντ’ αυτών οι νέοι δεσπόται του Μωρέως κατέστησαν αυτόν μίαν και μόνην μεγάλην σατραπείαν (σαντζάκι) υποκειμένη ενί και μόνω σατράπη, Μωρα-βαλέσιο. Εγένετο τότε (1719) και απαρίθμησις των κατοίκων δια να προσδιορισθή ο κεφαλικός φόρος. Ευρέθησαν δε οι κάτοικοι 60 χιλιάδας άρρενες από 12ετούς μέχρις εσχατογήρου, δηλαδή 200 χιλ. περίπου ψυχών αίτινες απέμεινον εκ των άλλοτε δύο εκατομμυρίων κατοίκων (!) αλλά μετά ταύτα, διαρκεσάσης επί αιώνα ολόκληρον ειρήνης η δημοσία ευημερία κάπως επανήλθε, ότε φρικώδης πανώλη μετακομισθείσα των 1756 εξ Αιγύπτου, εθέρισεν εις διάστημα πενταετίας το ήμισυ των κατοίκων της Πελοποννήσου.
Αλλ’ ιδού έτερος φοβερός λαίλαψ εξερράγη μετ΄ού πολύ κατ΄ αυτής, η επανάστασις ήν επεκίνησεν η αυτοκράτειρα της Ρωσσίας Αικατερίνη η Β’, ήτις διατελούσα εις πόλεμον προς τους οθωμανούς, απέστειλεν (τω 1770) προς ελευθέρωσιν δήθεν της Ελλάδος στολίσκον υπό τον Ορλόφ, ού αίφνης ανακληθέντος εξετέθησαν οι δυστυχείς Πελοποννήσιοι εις την εσχάτην τν συμφορών, θύματα γενόμενοι των Αλβανών, οίτινες εις διάστημα 9 ετών κατέστησαν την ωραίαν χερσόνησον θέαμα ελεεινών πυρκαϊών, φόνων, και τρομάς καταθλίψεως, αλλ’ επί τέλους τω 1779 εξωλοθρεύθησαν υπό του Χασάν Πασά σατράπου, ο οποίος επανέφερε την ειρήνην εν των μέσω των ερειπίων της Πελοποννήσου ή οι κάτοικοι, απαριθμηθέντες μόλις ευρέθησαν 100 χιλ. Απ’ εκείνης τη εποχής, μόλας τας παροδικάς τινάς ευτυχίας, η Πελοπόννησος περιέπεσεν εις νάρκωσιν και εκ της απληστίας των μπέηδων των αγάδων και των μεγάλων κτητόρων ερημώθη και κατεθλίβη παντοιοτρόπως. Αι τυραννίαι, αι φυγαδεύσεις, αι εοιδημαία, εξολοθρεύσασαι τους κατοίκους και ερημούσαι την χώραν, συνεπλήρωσαν την καταστροφήν της ωραίας ταύτης και ενδόξου χερσονήσου ήτις διέμεινεν υπό τον Τουρκικόν ζυγόν μέχρι του 1821, ότε ο παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε την σημαίαν της επαναστάσεως δι’ ής επήλθεν η απελευθερία της γωνίας ταύτης, της όλης Ελλάδος.
Η σύντομος αύτη περίληψις, όσον και αν ή ατελής δύναται να δώση ιδέαν τινά της σημαντικότητος ήν υπό γεωγραφικήν ιστορικήν και πολιτικήν έποψιν κέκτηται η Πελοπόννησος, ήτις και σήμερον αποτελεί το ζωτικότερον, το παραγωγικότερον και προδευτικώτερον μέρος του Ελλημικού βασιλείου. Ήδη δε από της Ελληνικής αυτονομική η ζωή ήρξατο επανερχόμενη εκ των κέντρων της χερσονήσου εις την περιφέρειαν αυτής. Ενδείκνυται δε η ζωή αύτη και πρόοδος εν τη αυξήσει του πληθυσμού ανερχομένου εις 800 χιλ. Εν τη επιμελημένη καλλιεργεία των βορειοδυτικών παραλιών της και εν τη ανεγέρσει πόλεων εις άς λαμπρόν προοιωνίζεται το μέλλον, περί ων εις το προσεχές θέλομεν γράψει, συμπληρούντες διά τοπικών λεπτομερειών την ατελή ταύτην σκιαγραφίαν της ωραίας Πελοποννήσου.
ΠΕΛΟΨ
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Φάρος" σε τέσσερις συνέχειες στα τεύχη 13 (10/7/1886, σελ. 101-102), 14 (20/7/1886, σελ. 109-110), 15 (31/7/1886, σελ. 116-118) και 16 (10/8/1886, σελ. 124-126.