Στο σημαντικό αυτό έργο του ο Αγουστίν Γκαρθία Κάλβο επιχειρεί να ωθήσει ό,τι μας απομένει από λογική και συναίσθημα να μιλήσει (κι έτσι να ενεργήσει) ενάντια στην Πίστη, το θεμέλιο της Εξουσίας και της Πραγματικότητας.
Εναντιώνεται στις πλάνες που προκαλεί η αλλαγή του ονόματος του Θεού, ο οποίος καταλήγει να ονομάζεται Άνθρωπος ή, τελικά, Χρήμα. Φανερώνει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός έχει οδηγήσει πολλούς, μέσα από τις πλάνες αυτές, στην ψευδαίσθηση ότι έχουν πάψει να πιστεύουν σε Αυτόν, και επιτίθεται στο ερώτημα σχετικά με την ύπαρξή Του ή πραγματικότητά Του.
Στη συνέχεια, επιτίθεται στο ερώτημα σχετικά με τη μοναδικότητά Του (και τριαδικότητά Του), το οποίο συνεπάγεται την αρσενικότητά Του.
Έπειτα εξετάζει τις ιδιότητές Του έτσι όπως αναφέρονται στο κατηχητικό: Παντοδύναμος, Δίκαιος, Πάνσοφος ή Παντογνώστης, Πανάγαθος, σβήνοντας κάπου εκεί τον συλλογισμό του μέσα σ’ ένα κάλεσμα του αγνώστου, αυτού που είναι εδώ αλλά δεν ξέρουμε τι είναι.
Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι πλέον σκληρές και βίαιες επιθέσεις της εξουσίας ενάντια στα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά ακόμα και η φασιστική κτηνωδία, φορούν το προσωπείο της θρησκείας, χρησιμοποιούν το μύθευμα του «ελληνοχριστιανισμού» και γίνονται «με τη βοήθεια της Παναγίας», είναι αναγκαίο όσο ποτέ να ανοίξει η συζήτηση για αυτά τα θέματα και να βγουν τα απαραίτητα συμπεράσματα για την καθημερινότητά μας.
Ο Αγουστίν Γκαρθία Κάλβο, ως συνεχιστής της παράδοσης του Ουναμούνο και του Ματσάδο, ήταν πάνω απ’ όλα ένας δάσκαλος της ζωντανής γλώσσας και της ελεύθερης σκέψης, όχι μόνο για τους φοιτητές του αλλά και για όλες τις μεταπολεμικές γενιές του ελευθεριακού ρεύματος της ιβηρικής χερσονήσου.
Γεννήθηκε στη Θαμόρα της Καστίλλης στις 15 Οκτωβρίου 1926. Σπούδασε Φιλοσοφία και Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας (1943-48), όπου και συνέχισε ως καθηγητής λατινικών και αρχαίων ελληνικών (1948-56). Από το 1959, μετά από διαγωνισμό, αρχίζει να εργάζεται ως καθηγητής λατινικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης. Το 1965 καταλαμβάνει την έδρα της Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομπλουτένσε της Μαδρίτης, απ’ όπου και εκδιώκεται, από τη θέση του αλλά και από το πανεπιστήμιο, λόγω της συνεισφοράς του στον σχηματισμό του κινήματος των acratas και της συμμετοχής του στις κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου. Με τον θάνατο του Φράνκο επιστρέφει στη Μαδρίτη και ανακτά την έδρα της Λατινικής Φιλολογίας το 1975, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε τον Οκτώβριο του 1991. Την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε ομότιμος καθηγητής της Σχολής Φιλολογίας του Κομπλουτένσε. Παράλληλα, όλ’ αυτά τα χρόνια, μετά την επιστροφή του από την εξορία και μέχρι τον θάνατό του, συνέχισε να συμμετέχει ενεργά στις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής, ενώ από το 1997 διηύθυνε την εβδομαδιαία Πολιτική Συζήτηση (Tertulia politica) του Πολιτιστικού Κέντρου (Ateneo) του δήμου της Μαδρίτης, η οποία τώρα φέρει το όνομά του. Κέρδισε τρεις φορές το Εθνικό Βραβείο, Δοκιμίου, Μετάφρασης και Δραματικής Λογοτεχνίας. Πέθανε στη Θαμόρα στις 1 Νοεμβρίου του 2012.