Μια προσεχτική ανάλυση της σχέσης δασκάλου- μαθητή από την κατώτερη βαθμίδα ως την ανώτερη, μέσα κι έξω από το σχολείο, αποκαλύπτει τον βαθειά αφηγηματικό της χαρακτήρα. Από τη μια μεριά είναι εκείνος που αφηγείται, το Υποκείμενο (ο δάσκαλος), και από την άλλη εκείνοι που υπομονετικά ακούνε τον ομιλητή, τα αντικείμενα (οι μαθητές). Το περιεχόμενο – άσχετα αν πρόκειται η=για αξίες ή για εμπειρικές διαστάσεις της πραγματικότητας- κατά την αφήγηση τείνει να γίνει άψυχο και απολιθωμένο. Η εκπαίδευση υποφέρει από την αρρώστια της αφήγησης. [...]
Η αφήγηση (με αφηγητή το δάσκαλο) έχει σαν αποτέλεσμα να βάζει το μαθητή να αποστηθίζει το αφηγηθέν περιεχόμενο. Ακόμα χειρότερα : μετατρέπει τους μαθητές σε δοχεία που τα γεμίζει ο δάσκαλος. Όσο πιο καλά τα γεμίζει, τόσο καλύτερος δάσκαλος είναι. Όσο πιο πειθήνια τα δοχεία αφήνονται να γεμιστούν από το δάσκαλο, τόσο καλύτεροι μαθητές είναι.
Η εκπαίδευση γίνεται έτσι μια πράξη αποταμίευσης, όπου οι μαθητές είναι τα ταμιευτήρια κι ο δάσκαλος ο καταθέτης. Στη θέση της επικοινωνίας ο δάσκαλος εκδίδει ανακοινώσεις και «κάνει καταθέσεις», που οι μαθητές τις δέχονται, τις αποτυπώνουν στη μνήμη τους και τις επαναλαμβάνουν υπομονετικά. Αυτή είναι η «τραπεζική» αντίληψη της εκπαίδευσης, όπου η σφαίρα δράσης που επιτρέπεται στους μαθητές περιορίζονται στο να δέχονται, να καταχωρούν και να αποταμιεύουν τις καταθέσεις του δασκάλου. Είναι αλήθεια ότι τους δίνεται η ευκαιρία να γίνουν καλοί συλλέκτες ή καλοί καταγραφείς των ειδών που αποταμιεύουν. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι άνθρωποι είναι εκείνοι που σιγά- σιγά χάνονται, εξαιτίας της έλλειψης δημιουργικότητας, αλλαγής και γνώσης που χαρακτηρίζει τούτο το πλανερό (στην καλύτερη περίπτωση) σύστημα. Γιατί, έξω από την έρευνα, έξω από την πράξη, οι άνθρωποι δεν μπορούν να γίνουν σωστοί άνθρωποι. Η γνώση γεννιέται μονο με την ανακάλυψη και την ξανανακάλυψη` κι αυτή πετυχαίνεται μέσω της ασίγαστης, ανυπόμονης, συνεχούς, γεμάτης ελπίδες αναζήτησης που οι άνθρωποι κάνουν στον κόσμο, μαζί με τον κόσμο και ο ένας με τον άλλον. [...]
Στην «τραπεζική» αντίληψη της εκπαίδευσης, η γνώση είναι ένα δώρο που το χαρίζουν όσοι θεωρούν τον εαυτό τους κάτοχο γνώσεων, σε όσους αυτοί θεωρούν αδαείς. Αυτό το σύστημα προβολής της αμάθειας και της άγνοιας στους άλλους – χαρακτηριστικό της ιδεολογίας της καταπίεσης- αρνιέται την παιδεία και τη γνώση ως διαδικασία έρευνας. Ο δάσκαλος παρουσιάζει τον εαυτό του στους μαθητές του σαν το αναγκαίο αντίθετό τους. Με το να θεωρεί την αμάθειά τους απόλυτη, δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξή του. [...]
Ο «τραπεζικός» παιδαγωγός δεν αντιλαμβάνεται ότι στον υπερτροφικό ρόλο του δεν υπάρχει αληθινή ασφάλεια, ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει να ζει μαζί με τους άλλους. Δεν μπορείς να επιβάλλεις τον εαυτό σου, ούτε απλώς να συνυπάρχεις με τους μαθητές σου. Η αλληλεγγύη απαιτεί αληθινή επικοινωνία και η αντίληψη από την οποία καθοδηγείται ένας τέτοιος παιδαγωγός φοβάται κι αποκλείει την επικοινωνία.
Ωστόσο, μόνο με την επικοινωνία η ανθρώπινη ζωή αποκτά νόημα. Η σκέψη του δασκάλου αποκτά κύρος μόνο διαμέσου της αυθεντικότητας της σκέψης των μαθητών. Ο δάσκαλος δε μπορεί να σκέφτεται για λογαριασμό των μαθητών του, ούτε να τους επιβάλλει τη σκέψη του. Η αυθεντική σκέψη, η σκέψη που νοιάζεται για τη πραγματικότητα, δεν λειτουργεί στην απομόνωση ενός φιλντισένιου πύργου, αλλά μόνο στην επικοινωνία. Αν είναι αλήθεια ότι η σκέψη έχει νόημα μόνο όταν γεννιέται από τη δράση πάνω στον κόσμο, τότε η υποταγή των μαθητών στους δασκάλους γίνεται ακατανόητη.
Paulo Freire, Η αγωγή του καταπιεζόμενου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 77-85