Η εισήγηση από την βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στο Αυτόνομο Στέκι την Παρασκευή 2 Μαρτίου.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ BOLOGNA
O Sergio Bologna συμμετείχε ενεργά σε αυτό που ονομάστηκε ρεύμα των εργατιστών το 60 και το 70 στο κίνημα της εργατικής αυτονομίας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης Potere Operaio. Είναι ένας θεωρητικός της ιταλικής εργατικής αυτονομίας, γνωστός για τα κείμενά του, καθώς και για τη συμμετοχή του στο περιοδικό Primo Maggio και άλλα περιοδικά (κόκκινα τετράδια, εργατικά χρονικά κλπ). Έχει κατά καιρούς ασχοληθεί με τις νέες εργατικές φιγούρες στην μεταφορντική εποχή, τους κύκλους αγώνων στην Ιταλία και το κίνημα της εργατικής αυτονομίας, με το κράτος μετά τον 2o Παγκόσμιο Πόλεμο. Γνωστό στην Ελλάδα ήταν μέχρι τώρα από το περίφημο κείμενό του “η φυλή των τυφλοπόντικων” (1977), μια σύντομη ιστορία της εργατικής αυτονομίας και μια προσπάθεια να σκιαγραφήσει τις νέες συνθήκες και τα νέα υποκείμενα του αγώνα στην Ιταλία του τότε.
Ο Bologna είναι ένας στρατευμένος ιστορικός (militant historiography). Όπως λέει στην εισαγωγή για το πώς πρέπει να γίνεται η ιστοριογραφία. Έρευνα (που δεν υπόκειται στην ακαδημαική κουλτούρα) πρέπει να γίνεται …” με “πάθος πολιτικό”, με εκείνο το είδος διανοητικής έντασης που χαρακτηρίζει όσους γνωρίζουν ότι διεξάγουν μια μάχη πρώτα και κύρια πολιτική”. Για τον Β η ιστορία έχει πολιτική λειτουργία “η διατήρηση και επεξεργασία της μνήμης πρέπει να είναι μια από τις βασικές δεσμεύσεις της δημοκρατίας”. Αυτό εξηγεί και την τεράστια συμβολή μιας πληθώρας ανεξάρτητων, μη ακαδημαικών κέντρων έρευνας, στην μελέτη του Β.
Η συγκεκριμένη δουλειά του αφορά τον Ναζισμό και την εργατική τάξη στη Γερμανία του μεσοπολέμου, στα χρόνια δηλαδή που μεσολάβησαν από την κατάπνιξη της επανάστασης του 1918 και την άνοδο της δημοκρατίας της Βαιμάρης και κυρίως τα τελευταία ταραχώδη χρόνια πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Το κείμενο του Β προέρχεται από μια διάλεξη στο εργατικό κέντρο του Μιλάνο το 1993 μια από τις πολλές στην Ιταλία εκείνης της περιόδου. Αιτία η φαινομενική επάνεμφάνιση του νεοαζισμού σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας και Γερμανίας, φαινομενική γιατί κατά τον εισηγητή υπήρχε μια κεκαλυμμένη ή αγνοημένη συνέχεια. Κύριο γεγονός αποτελεί το πογκρόμ του ’92 στο Ροστοκ όπου 5000 “κάτοικοι” και φασίστες για ημέρες πολιόρκησαν 150 μετανάστες εργάτες. Ήταν το πρώτο επίσημο και μεγάλο πογκρόμ στην μεταπολεμική Γερμανία.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ
Ο Β τονίζει ότι ευθύνη για αυτή την επανεμφάνιση του δεξιού εξτρεμισμού φέρει το πολιτισμικό ρεύμα του «ιστορικού αναθεωρητισμού». Πρόκειται για ένα ρεύμα που διαμορφώθηκε- μετά την πτώση του τείχους και την επανένωση της Γερμανίας- από διάφορους “προοδευτικούς” και μη, ακαδημαϊκούς και είχε στόχο ούτε λίγο ούτε πολύ, να ξαναγράψει την ιστορία της Γερμανίας, να εξαλείψει τα “ενοχικά σύνδρομα” του γερμανικού έθνους αποενοχοποιώντας την αστική τάξη για την άνοδο του Ναζισμού, και να καταδείξει την εργατική τάξη ως τον κύριο (αν όχι μοναδικό) υποστηρικτή του Χίτλερ. Ταυτόχρονα εμφανίζει τον εθνικοσοσιαλισμό ως ένα φαινόμενο περισσότερο εργατικό παρά μικροαστικό και ένα κίνημα καινοτόμο τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά. Ταυτόχρονα επιτίθεται στην ιδέα ότι ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν κίνημα των μεσαίων στρωμάτων και του μεγάλου κεφαλαίου υποστηρίζοντας ότι η ιστοριογραφικά η άποψη αυτή γεννήθηκε στους κόλπους του σταλινισμού.
Το ζήτημα του ιστορικού αναθεωρητισμού(όπως και η διάχυσή του στις τελευταίες δεκαετίες και σε άλλα πεδία,π.χ. της τέχνης) είναι από μόνο του πολύ μεγάλο θέμα και δεν θα επεκταθούμε άλλο σε αυτή την εισήγηση. Παρόλα αυτά θα πούμε ότι ήταν ένα σημαντικό εργαλείο στην αντεπίθεση των αφεντικών και μας αφορά και πιο άμεσα μιας και έχουμε και εγχώριο ρεύμα. Ελπίζουμε στην εξέλιξη της εκδήλωσης να ακουστούν κάποια παραπάνω πράγματα για αυτο.
Ο Β. (χρησιμοποιώντας στο έπακρο τα ανεξάρτητα κέντρα έρευνας) θα υποστηρίξει και θα αποδείξει ότι όχι μόνο αυτές οι θέσεις δεν ισχύουν αλλά στην πραγματικότητα ότι η ίδια η οργανωμενη εργατική τάξη που κατηγορείται στάθηκε το τελευταίο εμπόδιο στην άνοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία.
Μια κεντρική θέση του κειμένου δηλαδή είναι ότι η αντιφασιστική μάχη δόθηκε από την οργανωμένη Εργατική Τάξη. Ήταν μακροχρόνια, αιματηρή, και ο Ναζισμός επικράτησε μετά την καθολική στρατιωτική και πολιτική ήττα της, στα 1933.
Και αυτή θέση για τον Β. είναι σημαντικότατη γιατί η γνώση του παρελθόντος διαμορφώνει την συνείδηση του σήμερα.
Ακολουθεί λοιπόν μια λεπτομερής καταγραφή των διαφόρων ρευμάτων των Γερμανών ιστορικών, ξεκινώντας από την δεκαετία του 70 και το κομβικό βιβλίο του Timothy Mason που ερευνά την παθητική αντίσταση των εργατών στη Ναζιστική Γερμανία, και τον Φριτζ Φίσερ που έθεσε το ζήτημα της συνέχειας των ελιτ.
Ο Β. περιγράφοντας στη συνέχεια αυτές τις “ιστορικές” διαμάχες που ακολουθούν φέρνει στο φως τις αντιθέσεις που αντικατοπτρίζουν. Από τη αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι “οι μισθωτοί εργάτες” και το κόμμα και το συνδικάτο παίζουν τον κομβικό ρόλο στην ιστορία ως την αντίληψη των “ιστορικών της καθημερινότητας” που έβλεπε την ιστορία της εργατικής τάξης ως μια εν κινήσει προλεταριακή κουλτούρα ή μια ιστορία από αλληλένδετες υποκουλτούρες και τη αυτονομία της από κόμμα και συνδικάτο.
Μέσα από αυτή την αφήγηση ο Β. καταλήγει να πει ότι το ερώτημα που έχει προκύψει από τον Mason και μετά (γιατί η εργατική τάξη δεν αντιστάθηκε ενεργητικά;) είναι ένα ψευδές ερώτημα. Και για να επειχειρηματολογήσει ο Β. επιλέγει 2 κομβικά κατά τη γνώμη του σημεία: α)τη διαχείρηση της ανεργίας από το καθεστώς και β) τη βίαιη σύγκρουση με τις ναζιστικές συμμορίες). Χωρίζει λοιπόν για αυτό το λόγο το κείμενο σε 3 μέρη.
1. Η ταξική σύνθεση την εποχή της κρίσης (πριν ο Χίτλερ πάρει την εξουσία)
2. Η οργάνωση της αυτοάμυνας και οι ένοπλες σςυγκρούσεις μεταξύ προλετάριων και ναζιστών
3. οι πολιτικές απασχόλησης, η βιομηχανική ανάκαμψη και ην εργατικη τάξη στα πρώτα χρόνια του ναζιστικού καθεστώτος
ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Ο Β. λοιπόν αντίθετα από την καθιερωμένη αντίληψη παρουσιάζει μια εργατική τάξη στην Γερμανία κατακερματισμένη, με μια αποκεντρωμένη παραγωγή, με μεγάλα κομμάτια να είναι επισφαλείς εργάτες, αυτοαπασχολούμενοι με μεγάλη κινητικότητα και με ποσοστά ανεργίας που φτάνανε σε κάποιες περιοχές και το 45% καθώς και με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων σε μικρές βιοτεχνίες που δεν λαμβανότανε υπόψιν ως εργατική τάξη στις μελέτες των ιστορικών αφού οι τελευταίοι αντιλαμβανότουσαν τη μεγάλη βομηχανία ως το υπόδειγμα της σύνθεσης της εργατικής τάξης.
Από το 1925 που διογκώνεται η μεγάλη βιομηχανία αρχίζει και ο μεγάλος διωγμός με αποτέλεσμα το ΚΚΓ το 1931 να αποτελείται από 80% άνεργους, Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε καμιά συνδικαλιστική δύναμη. Ταυτόχρονα το 30% του πληθυσμού ήταν ανεργό. Αυτή η ανεργία επέφερε βαθιά ρήγματαστην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης( μεταξύ εργαζόμενων και ανέργων, μεταξύ αυτών που παίρνουν επίδομα και αυτών που δεν παίρνουν, αυτών που έχουν μια στήριξη και αυτων που δεν έχουν καμιά).
Επίσης γίνεται σαφές ότι υπήρχαν πολύ περισσότερα που χώριζαν τους σοσιαλδημοκράτες με τους κομμουνιστές από αυτά που τους ένωναν, ξεκινώντας από την δολοφονία του Λίμπνεχτ και της Λούξεμπουργκ και φτάνοντας στο τελικό ρήγμα μετά την πρωτομαγιά του ’29. Διαφορές που εξηγούν και γιατί το μεγαλύτερο μέρος των σοσιαλδημοκρατών αφομοιώθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς σε αντίθεση με τους κομμουνιστές.
Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΩΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
Το ΚΚ λοιπόν ως το κόμμα των ανέργων είχε πάρε δώσε με τον μηχανισμό διανομής επιδόματος που ήταν και η κύρια λειτουργία του Κράτους Πρόνοιας. Αυτός ο μηχανισμός με την σταθερή επέκταση των εξουσιών του μετατράπηκε συνειδητά από τις κυβερνήσεις της Βαιμάρης σε μια “υπηρεσία πληροφοριών”, έναν τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό που χαρτογραφούσε όσους προόριζε για αποκλεισμό. Έτσι εκατομμύρια ανέργων ζούσαν σε ένα διαρκές καθεστώς απειλής…
Αυτό το σύστημα Πρόνοιας δομούνταν σε 3 βαθμίδες.
1η Επίδομα σε όσους βρισκόταν σε καθεστώς διαρκούς απασχόλησης για χρόνια
2η Επίδομα σε επισφαλείς εργάτες που εναλλάσονταν από τη συνθήκη της εργασίας σε αυτήν της ανεργίας
3η “Νόμος για τους φτωχούς”. Καταβαλλόταν από τους δήμους ως δάνειο σε όσους κρίνονταν κατάλληλοι.
Την περιοδο της κρίσης λοιπόν οι εργάτες μετατράπηκαν από άνεργοι σε “φτωχοί που χρήζουν βοήθειας” με υλικούς και νομικούς όρους. Αυτό είχε σαν συνέπεια τα πιο αδύναμα κομμάτια της εργατικής τάξης να στραφούν προς τις πολιτικές οργανώσεις και βασικά στις 2 κυρίαρχες· το Εθνικοσοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτό λοιπόν το όργανο κατάτμησης,κατηγοριοποίησης και αστυνόμευσης της εργατικής τάξης όταν οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία το χρησιμοποίησαν για το διαχωρισμό βάσει βιολογικών και φυλετικών κριτηρίων και την φυσική εξόντωση των “α\μη-κοινωνικών” (άνεργων, μικροπαραβατών, αναπήρων, πορνών, κληρονομικά ασθενών, σεξουαλικά περίεργων ή εργατών αγωνιστών) που στελέχωσαν τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους «οίκους εργασίας» όπου με αντάλαγμα το επίδομα επιβαλλόταν καταναγκαστική εργασία.
Και εδω ερχόμαστε στη δεύτερη κομβική θέση του κειμένου.
Με βάση τον μηχανισμό του Κράτους Πρόνοιας- αυτό το σύστημα ελέγχου και διαχείρισης της εργατικής δύναμης –«τεράστιες περιοχές της εργασίας εξέπεσαν των διατάξεων του αστικού κώδικα και περιήλθαν στην διακριτική ευχέρεια στων εκτελεστικών μηχανισμών», δηλαδή σε ένα περιβάλλον στρατιωτικοποιημένης εργασίας.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΚΗΡΥΧΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Εδώ ο Β. τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του περί ψευδούς ερωτήματος που σκοπό είχε να αποκρύψει ότι ένα τμήμα του γερμανικού προλεταριάτου οργανωμένο από το ΚΚ ή μέσα από αυτόνομες δομές αυτοάμυνας αντιστάθηκε με κάθε μέσο στους Ναζί τα τελευταία χρόνια της Βαιμάρης.
Για να το κάνει αυτό ξεκινάει από πιο πίσω χρονικά θυμίζοντας την αναδιοργάνωση της αστυνομίας και τη δημιουργία από τους σοσιαλδημοκράτες ειδικών σωμάτων καταστολής των μπολσεβίκικων εξεγέρσεων το 1928 και την επεισοδιακή πρωτομαγιά του ’29 όταν, σε αντίθεση με τους σοσιαλδημοκράτες , Κομμουνιστες και αναρχικοί αψήφισαν την απαγόρευση των διαδηλώσεων με αποτέλεσμα ένα τριήμερο ταραχών, οδοφραγμάτων και συγκρούσεων στο Βερολίνο με 30 νεκρούς, 200 τραυματίες και 1200 συληφθέντες και τελικά την απαγόρευση όλων των οργανώσεων του ΚΚΓ.
Αυτό που ακολουθεί είναι μια μάχη για τον έλεγχο του Βερολίνου (προλεταριακό φρούριο) που κράτησε 3 χρόνια. Μια μάχη που πολλές φορές ήταν ένοπλη.
Το ΚΚ λοιπόν προωθούσε με μια σειρά οργανώσεων ένα περίπλοκο μηχανισμό αυτοάμυνας που επεκτεινόταν πέρα από τον έλεγχο του και γινόταν όλο και πιο σημαντικός. Ένα βασικό πρόβλημα που προέκυπτε ήταν ότι το συντριπτικό ποσοστό των αντιφασιστών ανήκε στην 3η βαθμίδα που περιγράψαμε πριν. Ήταν άνεργοι, φακελωμένοι και ευάλωτοι σε εκβιασμούς. Μετά την αλλαγή πολιτικής του ΚΚ το ’30- όταν με την ενίσχυση της κοινοβουλευτικής τάσης του παρατηρήθηκε και μερική αυτονόμηση της βάσης του- η ένοπλη υπεράσπιση των κόκκινων γειτονιών έγινε καθημερινότητα για τους νεαρούς προλετάριους. Μαζί με αυτούς κινήθηκαν τόσο νεολαιίστικες συμμορίες όσο και ελευθεριακές ομαδοποιήσεις.
Αυτή η καθημερινότητα διαφαίνεται από την μάχη για τον έλεγχο των καπηλειών στις εργατικές γειτονιές μετά την καμπάνια του Ναζιστικού κόμματος προκειμένου να τα μετατρέψουν σε ορμητήριά τους. Χωρίς να αναπαράξουμε εδώ την αφήγηση που χρησιμοποιεί ο Β. θα πούμε πως και εδώ φάνηκε ο κομβικός ρόλος που έπαιξε η εξάρτηση από το κράτος Πρόνοιας για την ήττα των προσπαθειών αυτών και την τελική επικράτηση των Ναζί.
Συνοψίζοντας, απέναντι του το γερμανικό προλεταριάτο είχε: την καταστολή της σοσιαλδημοκρατικής αστυνομίας, την πείνα και την ανέχεια της ανεργίας, τους ελεγκτικούς μηχανσμούς του Κράτους πρόνοιας, την αναποφασιστικότητα του ΚΚ και την ανεπάρκεια εξοπλισμού απέναντι σε έναν πάνοπλο αντίπαλο.
ΧΙΤΛΕΡΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Το ’33 ο Χιτλερ έγινε Καγκελάριος και σταδιακα επιτέθηκε ανεξαιρέτως σε όλα τα συνδικάτα τα οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων συνθηκολόγησαν. Τελευταία προσπάθεια του Β είναι να αναδείξει τα μέτρα που πάρθηκαν για τους εργάτες που είχαν δουλειά.
Αυτά που εντοπίζει είναι μια πολιτική διαχωρισμού και υποτίμησης της γυναικείας εργασίας, μιας ιδεολογικής εικόνας της γυναίκας ως μια μηχανή αναπαραγωγής του Άριου έθνους. Αυτό δεν σημαίνει πως οι γυναίκες δεν δούλευαν, απλά ήταν φτηνότερες.
Σε αντίθεση με τον κατακερματισμό στα χρόνια της Βαιμάρης οι Ναζί προσπάθησαν να συγκεντρωποιήσουν την βιομηχανία και να εντατικοποιήσουν την εργασία και ακόμη να επιμηκύνουν τον εβδομαδιαίο εργάσιμο χρόνο. (Αύξηση δηλαδή της σχετικής και της απόλυτης υπεραξίας) Το ’34 οι εργάτες στα εργοστάσια δούλευαν από 80 ως 110 ώρες τη βδομάδα. Παρά τις παραπάνω συνθήκες κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης (ειδικευμένοι εργάτες) συνειδητοποίησαν την δύναμη τους με απεργίες, turn over, στάσεις εργασίας κ.λ.π.
Απέναντι σε αυτά ξεκίνησε μια τεράστια επίθεση με συλλήψεις και καταδίκες χιλιάδων εργατών. Ταυτόχρονα το ναζιστικό καθεστώς δημιούργησε μια καινούρια εργατική ελιτ στον κλάδο της αεροναυπηγικής και ένα μηχανισμό ως παράλληλο κοινωνικό κράτος με τη μορφή κοινωνικών παροχών από μεμονωμένες εταιρείες… Αυτά μέχρι το ’37 οπότε οι Ναζί με μαζικές εισαγωγές εργατών και αιχμαλώτων πολέμου άρχισαν να κατασκευάζουν τον μεγαλύτερο μηχανισμό καταναγκαστικής εργασίας στην σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία.
Κάπου εδώ τελειώνει η αφήγηση και η προσπάθεια του Βologna. Ο ίδιος παραδέχεται ότι πολλά είναι αυτά που έχει αφήσει έξω από αυτη την προσπάθεια. Και εμεις λέμε ότι αυτό το κείμενο δεν φιλοδοξεί να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που εγείρει η τάξη μας σχετικά με την ιστορία εκείνων των χρόνων.
Αλλά αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι είναι η κύρια θέση του κειμένου. Οι μόνοι που αντιστάθηκαν στην άνοδο του Ναζισμού ήταν αυτό το πολύμορφο και αυτοοργανωμένο προλεταριάτο. Απέναντί του είχε την αστική σοσιαλδημοκρατία, τους μηχανισμούς του Κράτους Πρόνοιας και τους οπλισμένους φασίστες. Αντιστάθηκε με πλήρη συνείδηση, πάλεψε λυσαλέα και όταν ηττήθηκε ολοκληρωτικά, τότε επικράτησε ο Ναζισμός. Και αυτή είναι μια ιστορία που εμείς πρέπει να ανακαλύψουμε και να διαφυλάξουμε γιατί πρόκειται για τη δικιά μας ιστορία.
http://autonomosteki.espivblogs.net/