Γράφει η Ελένη Σκάβδη
24-2-2010
Παρουσίαση του βιβλίου του Παν.Δ.Οικονομόπουλου
Ελεύθερο Βήμα, 24/2/2010
«Τι μπόχα αδελφέ μου, η κοινωνία σας καταπίνει ιδεολογικό ποπ κορν, made in America, ρεύεται δολάρια και ύστερα πέρδεται πατριωτισμό. Εσείς οι Έλληνες έχετε καθηλωθεί ψυχολογικά στην πρωκτική φάση ανάπτυξης γι’ αυτό και η σημαία σας αντί σταυρό στη γωνιά θα’ πρεπε να έχει ένα καθίκι. Είναι το πιο αντιπροσωπευτικό σύμβολο που σας ταιριάζει.» Με αυτή τη «σκληρή» φράση τελειώνει το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Οικονομόπουλου, «Οι Εξόριστοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΔΗΝ.
Το βιβλίο που παρουσιάζω σήμερα στη σελίδα σαν πρόταση για ανάγνωση με την ευκαιρία παρουσίασής του το Σάββατο που πέρασε και στην Αμαλιάδα στο πλαίσιο εκδήλωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Ένα βιβλίο εξαιρετικό, που συγκλονίζει για την αλήθεια και την τόλμη του. «Εξόριστοι» λοιπόν και Παν. Δημ. Οικονομόπουλος
Την παραπάνω φράση εκστομίζει ένας γκεστ της ιστορίας του συγγραφέα «που έχει ζήσει μόνον την Αθήνα του εμφύλιου και την περίοδο που ακολούθησε…» και που «Ίσως αν ξεφύλλιζε το ημερολόγιο του Παύλου ν’ άλλαζε γνώμη. Μήπως όμως είναι καλύτερα που αγνοεί αυτές τις προηγούμενες σελίδες που ζήσαμε εμείς;»
Αυτή ακριβώς η φράση συνιστά τον επίλογο των «Εξορίστων», αποτελώντας τη μεγαλύτερη συμπύκνωση που θα μπορούσε να αρτιωθεί από τον συγγραφέα για να κλείσει ένα συγκλονιστικό κείμενο, ένα κείμενο ανατρεπτικό των ηθών που συνόδευαν επί έτη πολλά την υπόθεσή του. Τον Εμφύλιο, τους θύτες και τα θύματα, τους ήρωες, τους κακούς και τους βρώμικους, τους αγίους και τα παραπλευρά του πολιτικοκοινωνικά έως και «θρησκευτικού» τύπου και ηθικής παρεπόμενα. «Οι Εξόριστοι» που κυκλοφόρησε το 2004, είναι το δεύτερο μυθιστόρημα μιας τριλογίας που ξεκίνησε με τον «Μεγάλο Λιμό», 2001, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, και που καταλήγει στο «Σε Ξένη Χώρα», 2010 εκδ. ΑΡΔΗΝ, που βγαίνει στα βιβλιοπωλεία την ερχόμενη εβδομάδα.
Με την τριλογία αυτή ο Π. Οικονομόπουλος καλύπτει την πιο δραματική περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας, από την Κατοχή και την πείνα, μαζί με τις ιδεολογικοπολιτικές ανακατατάξεις στην κοινωνία, την απελευθέρωση μέχρι και την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας από το 45 μέχρι και το 46, τον εμφύλιο και το αμέσως μετά διάστημα… Με την «Ξένη Χώρα» που ακόμα δεν διάβασα προχωρά μέχρι και το κοντινό παρελθόν, πάντα όμως σε συνάρτηση με όλα εκείνα τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που καθόρισαν τη συνέχεια…
Για την εποχή του Εμφύλιου έχουν γραφτεί πολλά… Ο,τι κυκλοφορούσε μέχρι το 1974 άφηνε χωρίς αντίλογο την αντίληψη της κυρίαρχης κουλτούρας, ότι για όλα τα δεινά του έφταιγε η Αριστερά. Η υπόθεση αυτή αντιστράφηκε στη μεταπολίτευση όταν οι ευθύνες μετατοπίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη «Δεξιά», τη νικήτρια παράταξη, που περιλάμβανε στον «κύκλο» της και το πολιτικό Κέντρο. Και έτσι καθώς η Αριστερά επένδυσε ετεροχρονισμένα στη θυματοποίησή της, με έναν λόγο που εξακολουθούσε να είναι βαθύτατα παραταξιακός, περάσαμε στην άλλη όχθη. Κατά την άποψή μου ο Π. Οικονομόπουλος διάλεξε έναν δικό του δρόμο για να αφηγηθεί όσα βίωσε και φυσικά μελέτησε από την εν λόγω ιστορική περίοδο. Όχι έναν «αντικειμενικό» ή ενδιάμεσο των δυο προαναφερθεισών τεχνικών, από την άποψη των ισορροπιών. Και έτσι μέσα στους Εξόριστους-ιδιαιτέρως- ο έχων ώτα ανακαλύπτει μιαν οικεία αλήθεια, την απαράγραπτη αξία της ίδιας της ζωής και της αξίας των ανθρώπων, με την έννοια των παθών και μαζί των αρετών τους, των αδυναμιών και μαζί του μεγαλείου τους, της μοναδικότητας του καθενός ξεχωριστά μέσα στη συλλογικότητα και το κοινό βίωμα, το ρόλο της συλλογικότητας μέσα στην τραγωδία με τις πολλαπλές όψεις, αλλά και τα όρια…Αναζητώντας να βρει άκρη στα μεγάλα ερωτήματα: Τι σημαίνουν οι πολιτικές επιλογές και μαζί οι ιδεολογικές επιταγές, πώς επηρεάζουν τα πρόσωπα, πώς καθορίζεται η έννοια της συγκυρίας μέσα στις ιστορικές περιπέτειες κάθε εποχής.
Η ιστορία
Το μυθιστόρημα είναι το ημερολόγιο ενός εξόριστου της εμφύλιας και μετεμφυλιακής εποχής. Ο συγγραφέας του ημερολογίου παραδίδει το υλικό του στον αφηγητή, στην Αθήνα, λίγο μετά το 1952, στο πατάρι του Λουμίδη, λέγοντάς του: «Άμα το διαβάσεις, θα καταλάβεις… Μπορείς και να το κάψεις»… Το μυθιστόρημα χωρίζει την αφήγηση με δέκα περιγραφικούς υπότιτλους βοηθητικούς για την οικονομία της ανάγνωσης. Ο χρόνος του διαρκεί από τον Αύγουστο του 48. Το 10ο και τελευταίο μέρος με υπότιτλο «Αποσυμπίεση», αφορά τον Απρίλη-Μάη του 1950. Ο αφηγητής, σε πρωτοπρόσωπη γραφή ξετυλίγει την ιστορία σε 366 σελίδες.
Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει λίγο πριν, τα ξερονήσια είναι ανοιχτά, οι ποινές ακόμη εκτίονται, ο κουρνιαχτός δεν έχει κατακαθίσει, θα αργήσει πολύ να μετρηθεί το Ασκέρι… Εν θερμώ σχεδόν ο αφηγητής παραθέτει το ημερολόγιο που αφορά μία μικρή κοινωνία ανδρών από όλες τις κοινωνικές τάξεις, μία Βαβυλωνία που συνωστίζεται μέσα στην κοιλιά του κοίτους, ενός παλιού λίμπερτι, για να καταλήξει στην εξορία, στη Λήμνο. Τότε, που η εξορία για τους νησιώτες σήμαινε «ότι στο χωριό θα πέσει παράς», τότε που μέσα σε αυτήν την ανδρική κοινωνία ακόμα και η ατομική αξιοπρέπεια θεωρούνταν μικροαστική αντίληψη, εκείνη την εποχή που οι χωρικοί στα νησιά όταν έβλεπαν τους πολιτικούς εξόριστους με τους μπόγους να αποβιβάζονται έλεγαν: « Πρώτα οι Γερμανοί, μετά εσείς όλοι τουρίστες πάτε, ερχόσαστε.»
Από την εξορία, οι ομάδες μετακινούνται. Καταλήγουν στο Μακρονήσι. Στο ΕΣΑΙ (Ειδικό Στρατόπεδο Αναμορφώσεως). Σαδισμός, εθνική ιδεοληψία, με στόχο την εξόντωση του αντιπάλου. Βέβαια ο συγγραφέας δεν μένει στην περιγραφή της βαρβαρότητας, ο στοχασμός του περνάει συνεχώς από την μία πλευρά στην άλλη αναζητώντας την αλήθεια πέρα από πέρα από ήρωες και πέρα από την θυματοποίηση. Με μια εντελώς Ντοστογιεφσκική σκιαγράφηση των ηρώων και καθημερινών ανθρώπων, που συγκρούονται ακόμα και με τις ίδιες τις ιδέες τους. Στην πραγματικότητα οι ήρωες του Οικονομόπουλου, πραγματικοί και χειροπιαστοί άνθρωποι αντιστέκονται στην λογοτεχνική εικόνα των «ηρώων». Κάποιοι μάλιστα παρουσιάζονται σαν περιθωριακές φιγούρες που ζουν διλήμματα, απογοητεύσεις, που κάνουν σισύφειες προσπάθειες να αντέξουν τον εξευτελισμό να μην υπογράψουν δήλωση αλλά και να αμυνθούν απέναντι στην κομματική εξουσία μίας νομενκλατούρας που κάνει κουμάντο στο στρατόπεδο. Ήρωες με τραύματα που αντιστέκονται στον παραλογισμό και στον φρονιματιστικό λόγο της Κομματικής Εξουσίας που είναι το ίδιο βάρβαρη και αποκρουστική όπως η βία της Κρατικής Εξουσίας, και που αυτή είναι που κάνει τους αγωνιστές να σπάνε, να υπογράφουν δήλωση, ή να αυτοκτονούν…
Η τοπογραφία επίσης της αφήγησης είναι ένα ενεργό ιδεολογικό σήμα. Ο χώρος της εξορίας τα κρατητήρια, των τμήματα μεταγωγών, η Μακρόνησος, τα νησιά και τα χωριά τους δεν αποτελούν απλά ένα φόντο αλλά τον κοινωνικό χώρο που σφραγίζεται από την πολιτική και την ιστορία. Η αφήγηση είναι δημιουργικά σχολαστική, σχεδόν ακτινογραφεί το χώρο αναφοράς της με εργαλείο μια έξοχη γλώσσα, που πουθενά δεν πλατειάζει, συμπυκνώνει και στροβιλίζει την ουσία ανάμεσα σε αισθήσεις και πρόσωπα. Περιλαμβάνει σχολαστικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας στα στρατόπεδα των εξορίστων, που με καταλυτικό τρόπο δίνουν την εικόνα της εποχής. Οι «Εξόριστοι» ζουν ομαδικά σε χώρους όπου κυριαρχεί η ανομοιομορφία: ιδεολογική, κοινωνική, πολιτισμική. Κι εκεί όσοι παλεύουν-κινούμενοι από κομματικό ψυχαναγκασμό- να ομογενοποιήσουν τις διαφορετικότητες, είναι κείνοι που πληρώνουν δυο φορές το τίμημα.
Ο συγγραφέας –αφηγητής, μέσα από την εξέλιξη του κειμένου γίνεται ιστορικός του εαυτού του. Αφηγείται την ατομική του εμπειρία, που γίνεται το όχημα για την κατανόηση μίας ολόκληρης εποχής. «Μία δυναμική υποκειμενικότητα», όπως λέει και ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, «διαμορφωμένη κοινωνικά, πολιτικά, συναισθηματικά και διανοητικά μέσα από τα τρομακτικά γεγονότα της εποχής» από το 41-52… Αυτή η υποκειμενικότητα, βλέπε ολοκληρωμένη πολιτικά προσωπικότητα, δίνει στην αφήγηση τη διάσταση ενός αναστοχασμού πάνω στην ιστορία, που επιχειρεί να βάλει σε τάξη τα σπαράγματα και τα τραύματα της μνήμης.
Νομίζω πως οι «Εξόριστοι» είναι ένα αυτοβιογραφικό ημιμυθιστόρημα. Και λέω ημι-μυθιστόρημα, όχι για να αδικήσω το έργο αλλά επειδή το ημερολόγιο που στηρίζει το έργο είναι ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Όχι από την άποψη της αντικειμενικότητάς του, αλλά από την ουσία που αφηγείται, για τα αληθινά και επί έτη πολλά λογοκριμένα από τις κυρίαρχες προπαγανδιστικές αντιλήψεις γύρω από το μεγάλο θέμα… Ο συγγραφέας κάνει ένα ταξίδι επιστροφής… Και καθώς οδοιπορεί στη μνήμη αναστοχάζεται τα πεπραγμένα με πρωτοπρόσωπο τρόπο, χωρίς να φοβάται να μειώσει την απόσταση απέναντι στην παρελθοντική του ταυτότητα. Παράλληλα, η χρήση πολύ συχνά από τον συγγραφέα του πρωτοπρόσωπου πληθυντικού, δίνει στο έργο μια ξεχωριστή ταυτότητα…
Αν θέλαμε να ορίσουμε το μυθιστόρημα του Οικονομόπουλου με λίγα λόγια θα λέγαμε το εξής. Αφορά τις πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων στη διάρκεια και μετά τον εμφύλιο, και μαζί το ρόλο της κομματικής εξουσίας που διαχειρίστηκε τις ζωές των εγκλείστων!!! Όσο για το πολιτικό πρόβλημα που αναδεικνύει, νομίζω πως απαντά σ’ αυτό ο Λ. Μαχαιρίτσας με τους στίχους του: « Αφού το ξέρω πίσω απ’ τις ιδέες υπάρχουνε τα ένστικτα γι’ αυτό και δραπετεύω απ’ τις παρέες».
Οι «Εξόριστοι» αποτελούν μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Μια τίμια συνάντηση του συγγραφέα με τον εαυτό του, ίσως και μια απομυθοποίηση της νεανικής του μυθολογίας. Και μέσα από το μυθιστόρημα νομίζω ότι παίζει έμμεσα ή άμεσα, δεν έχει σημασία, με το θέμα της «πίστης» και της βεβαιότητας απέναντι στα πράγματα, στις ανθρώπινες πράξεις και προθέσεις… Ζόρικη η υπόθεση που κάνει το κείμενο συγκλονιστικό. Ακόμα και αν η ανάγνωσή του ξεκινήσει με άλλες αφετηρίες και κίνητρα.
Ρώτησα τις προάλλες τον Πάνο Οικονομόπουλο «Γιατί, και με τι σκοπό έγραψε τους Εξόριστους;» Κι εκείνος μου απάντησε: «Το ατομικό μικροδράμα του καθενός, χάθηκε από το πολιτικό μήνυμα αυτής της περιπέτειας, έπρεπε κάποιος να το αφηγηθεί… Γιατί σημασία στην ιστορία έχει ο άνθρωπος, κι αυτό που δεν αφηγείται ποτέ κανείς… Ηθικό συμπέρασμα. Για να διατηρήσεις τον ανθρωπισμό σου, να μην γίνεσαι ποτέ κοπάδι!!!»
Αυτό κράτησα κι εγώ από την ανάγνωση… Το διακύβευμά του: ο μέγιστος ανθρωπισμός που μπορεί να διασωθεί ακόμα κι όταν σε καταπιεί το κοπάδι!!!
http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=133634&categoryid=17