Ιστορικά στοιχεία του Γ. Ταμτάκου
Από συζητήσεις με παλιούς συνδικαλιστές - Β. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΓΡΗΓΟΡ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Χ. ΣΤΑΥΡΟΥ, ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ - για την ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος της βόρειας Ελλάδας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης.
Παλιά, τότε που η Θεσσαλονίκη είχε το μεγαλύτερο πληθυσμό μετά την Αθήνα και τον Πειραιά, υπήρχε στην πόλη μας μια κάπως ανεπτυγμένη βιοτεχνία και μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Κατ’ επέκταση, υπήρχε κι ένα εργατικό κίνημα που άρχισε έναν αγώνα οικονομικών κυρίως διεκδικήσεων κατά της εκμετάλλευσης.
Εκείνη την εποχή, απ’ την τουρκοκρατία ακόμη, εμφανίζονται και οι πρώτες μορφές οργάνωσης - συντεχνίες, αδελφότητες, ενώσεις Σε πολλές απ’ αυτές, βρίσκονται ακόμη εργάτες κι εργοδότες μαζί, στην ίδια συντεχνία. Άλλες πάλι μικτές ενώσεις διεκδικούν την κατοχύρωση των επαγγελμάτων (μην τυχόν και χάσουν τη δουλειά τους, εργάτες και βιοτέχνες).
Εκεί γύρω στα 1907-1908 εμφανίζεται η «Φεντερασιόν», με τον Μπεναρόγια επικε-φαλής και πρωτοπόρο. Η «Φεντερασιόν» είναι ένα είδος ομοσπονδίας που προβάλλει μέσα απ’ τις τάξεις της σχεδόν όλες τις παραπάνω συντεχνίες, αδελφότητες και ενώσεις. Τα μέλη τους είναι από πολλά έθνη. Συμμετέχουν στις ίδιες οργανώσεις Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Αρβανίτες, Ντονμέδες (είναι Εβραίοι που τούρκεψαν).
Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται γι’ αρκετά χρόνια και γίνονται πολλές απεργίες, στάσεις, ακόμη και λοκ-άουτ από μέρους της εργοδοσίας, μέσα στην ελληνική επικράτεια και πέρα απ’ αυτή. Πολλοί επίσης αγώνες ακόμη και για να μη μπουν οι μηχανές (όπως στους τσιγαράδες). Αργότερα, το ίδιο θα γίνει με τους αμαξάδες που τελικά εξαφανίστηκαν ως επάγγελμα με την εισαγωγή του αυτοκινήτου.
Η Φεντερασιόν έκανε πολλούς αγώνες τότε. Σ’ αυτούς τους αγώνες έπαιξαν πρωτοποριακό ρόλο οι αναρχικοί εργάτες, μέχρι σχεδόν το 1918 που αρχίζει πια το συνδικαλιστικό κίνημα να οργανώνει την πρώτη Πανελλαδική εργατική συν- ομοσπονδία και σ’ αυτήν συμμετέχουν όλες οι τάσεις του συνδικαλιστικού κινήματος: δεξιοί, αριστεροί, η Φεντερασιόν με τον Μπεναρόγια, οι αναρχικοί με τον Σπέρα. Γίνεται η πρώτη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας κι από κει και πέρα το κίνημα παίρνει μια τεράστια ανάπτυξη με την επέμβαση και του πολιτικού παράγοντα, ιδίως με τη νίκη της Ρούσικης επανάστασης που ενθουσίασε τον εργαζόμενο κόσμο ο οποίος έλπιζε στη χειραφέτησή του (θυμάμαι, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός, ότι οι καπνεργάτες τότε, που είχαν καλά ημερομίσθια, έκαμαν λουστρίνια παπούτσια που μπροστά, στο μασκαρέτο, τα γαρνίριζαν με το σφυροδρόπανο από κόκκινο υπερσίμι).
Πρωτοπόρα τμήματα των εργατών, λοιπόν, οι καπνεργάτες, οι τσιγαράδες (οι οποίοι με το χρόνο καταργήθηκαν), οι τροχιοδρομικοί, οι σιδηροδρομικοί, οι οικοδόμοι, οι τσαγκαράδες, οι ραφτάδες κ.λπ. - αυτά ήταν τα μαχητικά τμήματα της εργαζόμενης Θεσσαλονίκης.
Οι καπνεργάτες ήταν ένας κλάδος αρκετά μεγάλος για την παραγωγή και επεξεργασία του καπνού. Στα μεγάλα καπνοπαραγωγικά κέντρα - Θεσσαλονίκη. Καβάλα, Ξάνθη, Δράμα, Αγρίνιο - είχαν μαζικότητα, οργανωμένοι στα εργοστάσια, με τις πανίσχυρες εργοστασιακές επιτροπές σαλονιών και τα περισσότερα πολιτικοποιημένα μέλη τους επηρεασμένα απ’ το Κ Κ. Ε (ας σημειωθεί πως οι επιτροπές σαλονιών με την ισχύ τους έμπαζαν και πολλούς ανειδίκευτους πολιτικοποιημένους διανοούμενους τους οποίους βοηθούσαν να εκπαιδευτούν στο είδος). Έτσι τα καπνεργοστάσια ήταν τα οχυρά της καπνεργατικής τάξης που, με τους αλλεπάλληλους αγώνες τους, κατόρθωσαν να κάμουν το ταμείο ανέργων καπνεργατών (το ΤΑΚ), πλεονέκτημα που δεν το είχαν άλλα επαγγέλματα. Γιατί υπήρχε κι εποχιακή ανεργία σ’ αυτό.
Ας σημειωθεί πως τότε δεν υπήρχαν κοινωνικές ασφαλίσεις, Ι ΚΑ κ.τ.λ. Αν ήσουν άνεργος, ψοφούσες της πείνας, ιδίως κατά την περίοδο 1929-1930, με τη μεγάλη οικονομική κρίση, οι πεινασμένοι άρπαζαν από τους φούρνους ψωμιά και το έβαζαν στα πόδια. Η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αφόρητη την περίοδο αυτή. Η ανεργία έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις.
Οι εργοδότες, αποθρασυμένοι, οργίαζαν φορτώνοντας όπως πάντα στις πλάτες των εργατών το ξεπέρασμα της κρίσης Κι όπως σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη όλο και κάτι αλλάζει από χώρα σε χώρα, το κλίμα, η γλώσσα... μόνο δυο πράγματα δεν αλλάζουν, παντού μένουν τα ίδια, οι μύτες των γουρουνιών και οι εργοδότες, τ’ αφεντικά παντού είναι όμοια.
Οι εργαζόμενοι ζητούσαν τότε με τους τεράστιους αγώνες τους κοινωνικές ασφαλί-σεις που θα επιβάρυναν το κράτος και τους εργοδότες οικονομικά. Αλλά το κράτος, αντί να συμμετάσχει, έβαλε τους εργάτες να πληρώνουν και τους εργοδότες, το δε ίδιο κράτος έπαιρνε τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων. Μάλιστα, επί δικτατορίας Μεταξά (το 1936) λεηλατήθηκαν όλα τα ταμεία κι έγιναν τσιμέντα στα οχυρωματικά έργα που ονομάστηκαν «γραμμή Μεταξά». Για να δικαιολογήσει την κλοπή, ο «πρώτος εργάτης!» Μεταξάς έλεγε: αν πέσει η Ελλάδα, θα πέσουν και τα ταμεία της, γι’ αυτό πρέπει να εμποδίσουμε τον εχθρό να περάσει...
Όμως το ληστρικό κράτος, ενώ ζητούσε επανορθώσεις απ’ τους εχθρούς για τις καταστροφές του πολέμου, το ίδιο δεν επανόρθωσε τις λεηλασίες των εργατικών ταμείων, με αποτέλεσμσ οι αυτοκινητιστές, οι αρτεργάτες και άλλοι κλάδοι να παίρνουν χαμηλές συντάξεις, δικαιολογώντας ότι δεν αρκούν οι πόροι των ταμείων για υψηλότερες. Ακόμη να δανείζουν τεράστια ποσά στους βιομηχάνους με χαμηλούς τόκους, ενώ για τους άλλους οι τόκοι ήταν τετραπλάσιοι και πενταπλάσιοι απ’ όσο αυτοί δανείζονταν.
Σ’ αυτή την περίοδο (1930-31), οι απεργίες ξεσπούσαν διαδοχικά βάζοντας το θέμα της επιβίωσης. Το πρόβλημα της ανεργίας ήταν ο με-γάλος εφιάλτης. Το ΚΚΕ τότε σπαραζόταν στο εσωτερικό του με τις διάφορες φατρίες Σιάντου, Θέου, Χαϊτά, Ευτυχιάδη κ.τλ. Τότε είναι που επεμβαίνει η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) διορίζοντας τον «μεγαλοφυή» αρχηγό Ζαχαριάδη.
Όμως παράλληλα απ’ το Κ.Κ.Ε. υπήρχε η Αρχειομαρξιστική οργάνωση, τμήμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης του Τρότσκυ, που είχε συλλάβει για καλά το πρόβλημα της ανεργίας σαν επίκαιρο και ζωτικό. Σχηματίζει δυο επιτροπές ανεργίας από τα σωματεία που είχε στην επιρροή της. Μια 50μελή στην Αθήνα και μια 30μελή στη Θεσσαλονίκη, αρχίζοντας να διεκδικεί για τους ανέργους συσσίτια και κοινωνικές ασφαλίσεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ασφαλίσεις για ατυχήματα στους τόπους εργασίας κ.τ.λ. Κάνοντας μια σειρά συγκεντρώσεις ανέργων και εργαζομένων κατάφεραν να αποσπάσουν στην αρχή μερικά δράμια ψωμί κατ’ άτομο, μετά να λειτουργήσουν συσσίτια σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Σε μια από τις συγκεντρώσεις των ανέργων στη θεσσαλονίκη, το 1931, στο Σιντριβάνι, στο υπαίθριο θέατρο «Χαρίλαος», ενώ είχε δοθεί άδεια για την συγκέντρωση, την τελευταία στιγμή, η Αστυνομία με διευθυντή τότε τον πολύ Καλοχριστιανάκη απαγόρευσε τη συγκέντρωση. Στις διαμαρτυρίες των εργατών και στην επιμονή τους διέταξε τη βίαιη διάλυση με την έφιππη χωροφυλακή που υπήρχε τότε. Πάνω από 40 άλογα έκαναν επέλαση εναντίον των ανέργων που εκείνη τη στιγμή ήταν πάνω από χίλιοι, με τις χαντζάρες ν’ αστράφτουν και με τη φράση «Διαλυθείτε!». Ορμούσαν με τ’ άλογα να τσαλαπατήσουν τους εργάτες. Κατά σύμπτωση, στην πλατεία Σιντριβανιού υπήρχαν σωροί από σπασμένες πέτρες για να επιστρωθεί η πλατεία. Μπρος στην κατάσταση αυτή, αγανακτισμένοι οι εργάτες άρπαξαν πέτρες πετροβολώντας τ’ άλογα και τους χωροφύλακες. Το τι έγινε είναι απερίγραπτο. Να τρώνε τις πέτρες τα’ άλογα και να στέκονται όρθια, οι δε χωροφύλακες επάνω τους καβουριασμένοι, κιτρινισμένοι απ’ το φόβο τους και από τις πέτρες που τρώγανε, τα γύρω καφενεία επειδή σπάζαν τα τζάμια από τον πετροπόλεμο νοα κατεβάζουν τα ρολά, ο κόσμος πανικόβλητος να τρέχει να προφυλαχτεί
Αυτό βάσταξε αρκετή ώρα κι είχε πολλούς τραυματίες κι απ’ τις δυο πλευρές. Μετά άρχισαν οι πυροβολισμοί από πεζούς χωροφύλακες και χαφιέδες με πολιτική ενδυμασία. Ένας καβαλάρης άρπαξε έναν εργάτη από τα μαλλιά και καλπάζοντας το άλογο τον έσερνε σε μεγάλη απόσταση Ο δε χαφιές Μανώλης Καλοχριστιανάκης, ανεψιός του Αστυνομικού διευθυντή, συνέλαβε τον Γιάννη Ταμτάκο και τον βαρούσε με το πιστόλι και το χέρι στη σκανδάλη, και με τη φράση «πάρ’ την πούστη» τον πυροβόλησε ενώ τον κρατούσε. Η σφαίρα πέρασε από το μάγουλο και βγήκε στο άνω χείλος σπάζοντας τα δόντια. Όταν αργότερα του έγινε μήνυση για ανθρωποκτονία στο Κακουργιοδικείο της Βέροιας τον αθώωσαν αφού προηγουμένως είχαν δικάσει το θύμα δύο μήνες, δήθεν για διατάραξη της τάξης...
* Δημοσιεύτηκε στο Αναρχικό Ενημερωτικό Δελτίο, Τεύχος 1, Μάιος 1984, Θεσσαλονίκη.