Ο Νικόλαος Κονεμένος, Ηπειρώτης αλλά πολιτογραφημένος Κερκυραίος του 19ου αιώνα, δεν ήταν μόνο ένας στοχαστής αλλά και ένας στυλίστας της δημοτικής. Μαζί με τον Λασκαράτο και τον Ροΐδη αποτελούν την τριάδα των εγκυκλοπαιδιστών μας
Επτάνησα δεν είναι μόνο ο Κάλβος και ο Σολωμός. Μια πλειάδα ακόμη ποιητών, συγγραφέων και διανοητών συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της τόσο ιδιότυπης πνευματικής φυσιογνωμίας του χώρου. Ανάμεσά τους ο Ρώμας, ο Τερτσέτης, ο Τυπάλδος, ο Λασκαράτος, ο Πολυλάς, ο Μαρκοράς, ο Μαβίλης, ο Μηνιάτης, ο Βαλαωρίτης, ο Καλοσγούρος, ο Αβλιχος, ο Κονεμένος. Κάποιων τα ονόματα και το έργο επιζούν ακόμη, ενώ ορισμένοι άλλοι, παρ’ ότι σημάδεψαν την εποχή τους όχι μόνο με την ξεχωριστή πνευματική τους παρουσία αλλά και με τη σημαντική κοινωνική τους δραστηριότητα, έχουν σήμερα λησμονηθεί. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει και ο Νικόλαος Κονεμένος. Αν και ο ίδιος γεννήθηκε όχι στα Επτάνησα μα στην Πρέβεζα από πατέρα Ηπειρώτη, τον πρόξενο της Τουρκίας στην Ιόνιο Πολιτεία Σπύρο Κονεμένο, η μητέρα του Κιάρα ήταν Λευκαδίτισσα και μάλιστα Σικελιανού. Τα παιδικά του χρόνια (1833-1843) τα πέρασε στη Λευκάδα και στη συνέχεια πήγε στην Κέρκυρα, όπου γράφτηκε στην Ιόνιο Ακαδημία. Ο περίγυρος για τον εκκολαπτόμενο νεαρό λόγιο ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκός. Η πρώτη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα έχει φέρει πρωτοφανή άνθηση στα Επτάνησα. Και παρά την οικονομική παρακμή που σημειώνεται στο δεύτερο μισό του, εξαιτίας κυρίως του άνισου ανταγωνισμού στην παραγωγή σταφίδας με τον Μοριά, την εμφάνιση καινούργιων λιμανιών για την εξυπηρέτηση του διαμετακομιστικού εμπορίου, όπως η Πάτρα, η Σύρα και ο Πειραιάς, αλλά και τη διάνοιξη και λειτουργία του Ισθμού της Κορίνθου, η πνευματική πρόοδος φτάνει στον Κολοφώνα της.
Σε αυτή την περίοδο, την αστική, οι Επτανήσιοι, αντί για τη μελαγχολία που θα δικαιολογούσε ο οικονομικός μαρασμός, υιοθετούν έναν τρόπο ζωής πρόσχαρο, διασκεδαστικό και πνευματώδη, όπου οι τέρψεις του νου και των αισθήσεων παίζουν ρόλο πρωταρχικό. Πολυάριθμοι μουσικοί θίασοι από την Ευρώπη επισκέπτονται τα νησιά για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους μπροστά σε ένα κοινό αυτοδίδακτο μεν αλλά ιδιαίτερα απαιτητικό, δεκάδες περιοδικά για την τέχνη, τα γράμματα και τον πολιτισμό εκδίδονται και κυκλοφορούν πλατιά μαζί με τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης, ενώ στα παντός είδους εντευκτήρια και λέσχες, όπως άλλωστε και στα καφενεία, στα σαλόνια, στα κουρεία, συνωστίζονται πλήθος λόγιοι, που περιστοιχίζονται από ενθουσιώδεις ομίλους θαυμαστών.
Ο Κονεμένος, με το δοκιμιακό και το ποιητικό του έργο κυρίως, εξέφρασε όσο κανένας το κλίμα της εποχής. Πρωτοεμφανίζεται σε ηλικία είκοσι έξι ετών, το 1858, με τη δημοσίευση ενός ηπειρώτικου γλωσσαρίου στο περίφημο περιοδικό Πανδώρα. Την ίδια χρονιά εκδίδει τον Εωσφόρο, «φύλλον εγκυκλοπαιδικόν εκδιδόμενον δις του μηνός», όπου σαρκάζει το πολιτικό και λογοτεχνικό κατεστημένο. Και μετά όμως το κλείσιμο του περιοδικού τα δύο τελευταία τεύχη του εξεδόθησαν με την ευθύνη του φίλου και συνεργάτη του Ανδρέα Λασκαράτου τα άρθρα για τα πολιτικά, κοινωνικά και φιλολογικά ζητήματα της εποχής συνεχίζουν να διαπνέονται από την ίδια μαχητικότητα και πάθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κομψής, ανελέητα φαρμακερής αλλά και συχνά τόσο συμπονετικής για τον άνθρωπο γραφίδας του αποτελούν τα «Ματογυάλια» που, πέρα από την αναμφίβολη διασκέδαση που προσφέρουν, αποκαλύπτουν στον αναγνώστη τους την επτανησιακή καθημερινότητα και τον τρόπο που σχολίαζαν τα επεισόδια της ζωής οι τότε Κερκυραίοι. Ο κόσμος, μας λέει ο Κονεμένος, έχει δύο ζεύγη ματογυάλια, ένα άσπρα και ένα μαύρα. Και κατά πώς τον συμφέρει κάθε φορά αντικρίζει ό,τι συμβαίνει γύρω του φορώντας είτε τα άσπρα, όταν το εκθειάζει, είτε τα μαύρα, όταν το κατακρίνει. Ετσι τι είναι καλό και τι κακό, ποια η αλήθεια και ποιο το ψέμα, τι υπαρκτό και τι πλάσμα της φαντασίας του, δεν φαίνεται να έχει και μεγάλη σημασία. Η ιδιορρυθμία, η οξύνοια, ο σκεπτικισμός που τον χαρακτηρίζουν συμπληρώνονται από μια πικρία για τη ζωή, μια αντικοινωνική και συχνά αυτοσαρκαστική διάθεση.
«Φιλιά και ταξίδια. Αυτά ήταν και ο δικός μου πόθος ο θερμός», σημειώνει στη Δέησή του προς το Θεό, που κατά τους μελετητές εκφράζει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο κείμενο την ψυχή του Επτανήσιου της ακμής. «Αλλά μήτε το ένα ικανοποιήθηκα καλά μήτε και το άλλο. Το πρώτο επειδή ήμουν πολύ αψής και ανυπόμονος και επειδή δεν ήξερα μήτε την τέχνη για να προσελκύσω εκείνες τες τρεις ή τέσσερες, οπού κατά καιρούς μου είχαν πληγώσει την καρδιά. (...) Ημουν και άτολμος, και οι κοινωνικές συνθήκες μού έβαναν εμπόδια για εμέ ανυπέρβλητα. Το δεύτερο, για τα ταξίδια, δεν τα ικανοποιήθηκα μήτε αυτά καλά επειδή μου έλειπαν τα χρηματικά μέσα. (...) Η φύσις μου είχε δώσει ορμές για να τες βάλω σ’ ενέργεια, και οπού εγώ τες άφησα άνεργες ως στον καιρό, που με την ηλικία με είχαν απαρατήσει». Αν και στην εφηβεία του παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον το ριζοσπαστικό κίνημα, στην ωριμότητά του, που συμπίπτει με την πολυετή παραμονή του στην Πάτρα, με την ιδιότητα του προξένου της Τουρκίας, πήρε αποστάσεις απ’ αυτό καθώς το είδε να εκφυλίζεται και από τα παλιά του αιτήματα να διατηρεί μόνο εκείνο της ένωσης με τη «μητέρα - Ελλάδα». Ο ίδιος δεν το συμμεριζόταν αυτό το αίτημα. Ηταν αρνητικός καθώς δεν έβλεπε να τηρείται ο θεμελιακός, γι’ αυτόν, όρος, η ένωση να συνοδεύεται από κοινωνικές αλλαγές, καθώς πίστευε ότι ένα δημοκρατικό πολίτευμα ήταν «το πρώτο σκαλί για να φθάσουμε κάποτε εις την επιθυμητήν ισότητα, εις τον κομμουνισμό». Επαναστατικές όμως ήταν οι απόψεις του και για τη γλώσσα, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πριν από το Ταξίδι του Ψυχάρη, που όμως τότε δεν εκτιμήθηκαν καθόλου. Ο Κονεμένος απεχθανόταν όσο τίποτε τον λογιοτατισμό και τη διανοουμενίστικη πόζα. «Η γλώσσα είναι μέσο και όχι σκοπός», έγραφε. «Η κοινή νεοελληνική δεν είναι γλωσσικό ιδίωμα (jargon). Είναι η γλώσσα όλων των Ελλήνων. Εθνος σημαίνει γλώσσα. Την καταγωγή μας τη δείχνει η γλώσσα μας, η ζωντανή γλώσσα μας, όχι η γραπτή. Αλλο γλώσσα και άλλο ύφος. Αλλο απλότητα και άλλο χυδαιότητα. Χαρακτηριστικό του καλού συγγραφέα είναι η απλότητα. Οι λογιότατοι είναι ή παράφρονες ή μανιακοί». Ο μεγάλος πάντως γερμανός ελληνιστής Κ. Κρουμπάχερ υποστήριζε θερμά αυτές τις απόψεις του, υπογραμμίζοντας πως «ό,τι ο Κονεμένος εκήρυξε ηχεί ως κήρυξη πολέμου κατά του αρχαϊσμού». Και ο Παλαμάς τον θεωρούσε «θησαυροφύλακα» του ορθού και του ωραίου ελληνικού λόγου.
Αναμφισβήτητα ο Κονεμένος, που μαζί με τον Λασκαράτο και τον Ροΐδη συγκροτούν την τριάδα των κορυφαίων ελλήνων εγκυκλοπαιδιστών του περασμένου αιώνα, δεν εμφανίζεται μέσα από το βιβλίο του μόνο ως ένας ζωντανός και καθολικός στοχαστής, αλλά και ως μεγάλος στυλίστας της δημοτικής «πρώτη φορά έπειτα από το Βηλαρά ξαναφανερώνεται τέτοιο γλωσσολογημένο και φιλελεύθερο μυαλό», σημειώνει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης στην Απολογία του της Δημοτικής. Και είναι πραγματικά μεγάλο πλήγμα που το αρχείο του μαζί με ποικίλα ενθυμήματα και ολόκληρη την αλληλογραφία του , το οποίο, ταχτοποιημένο από τον ίδιο, παραδόθηκε στον γιο του, λίγο μετά τον θάνατό του στα 1907, χάθηκε στη διάρκεια της κατοχής της Κέρκυρας από τους ναζί και στον φοβερό βομβαρδισμό του νησιού στις 13 Σεπτεμβρίου του 1943.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Το ΒΗΜΑ, 08/06/1997