I
Το φαινόμενο του πολέμου είναι μόνιμο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τόσο μάλιστα ώστε να θεωρείται σαν κάτι το «συνειθισμένο» κι «αναπόφευκτη» μοίρα της ανθρωπότητας. Η συχνή και κανονική επανάληψη ενός φαινομένου το ανοσοποιεί απέναντι στην κριτική και το κάνει να φαίνεται σαν κάτι χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Ο πόλεμος σαν καθολικό ιστορικό φαινόμενο έχει γίνει σε τέτοιο σημείο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου, ώστε ένας ακόμη πόλεμος να μη φαίνεται σαν κάτι το ξεχωριστό.
Αυτή η μονιμότητα του φαινομένου του πολέμου κι η σύνδεσή του μ' όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας τόχει ορθολογικοποιήσει κι εξειδανικεύσει. Ο πόλεμος θεωρείται αναπόφευκτος για την άμυνα της «πατρίδας», του έθνους», των «βωμών κι εστιών». Το να πεθάνεις για την πατρίδα θεωρείται σαν η υπάτη τιμή, το ύπατο χρέος και καθήκον, δόξα κ.λπ. Θεωρείται επίσης ένδειξη ανδρισμού. Η Ιδεολογία του πολέμου συνιστά έτσι την κορύφωση της «ηθικής της αυτοθυσίας», δηλ. της ηθικής την οποία τρέφει επί αιώνες τώρα η εξουσιαστική κοινωνία.
Η πράξη κι η θεωρία του πολέμου, μ' άλλα λόγια ο πόλεμος σαν πρακτική και σαν ιδεολογία, αποτελούν σχεδόν αποκλειστικό φαινόμενο του ανθρώπου. Στην βιόσφαιρα, ο πόλεμος μεταξύ διαφόρων ειδών, σαν εκδήλωση του γενικώτερου βιολογικού φαινόμενου της δύναμης, είναι μόνιμο φαινόμενο. Ο Δαρβίνειος αγώνας για την ύπαρξη σημαίνει πρώτιστα - όπως απόδειξε ο ΡΕΤER ΚRΟΡΟΤΚΙΝ στην «Αμοιβαία Βοήθεια» ΜUTUAL AID - πάλη μεταξύ των ειδών και όχι μέσα στο κάθε είδος. Η διαπίστωση τούτη έρχεται σε συμφωνία με διαπιστώσεις άλλων. Στον «Πόλεμο σαν βιολογικό φαινόμενο» ο ΗUXLΕΥ δείχνει ότι «υπάρχουν μόνο δύο είδη ζώων που κάνουν συνήθως πόλεμο - ο άνθρωπος και τα μυρμήγκια. Ακόμη και μεταξύ των μυρμηγκιών ο πόλεμος εφαρμόζεται από μια ομάδα, που περιλαμβάνει μόνο μερικά είδη μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων πούναι γνωστά στην επιστήμη (1). Στον άνθρωπο και τα μυρμήγκια ο Α. ΚΟΕSTLER προσθέτει τους ποντικούς.
Η ώς τώρα ανάλυση μάς πρόσφερε δύο στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον πόλεμο σαν φαινόμενο. Εκείνα της μονιμότητας κι αποκλειστικότητας. Τα. χαρακτηριστικά αυτά θάπρεπε να νομιμοποιήσουν μια ευρύτατη έρευνα του φαινομένου του πολέμου. Αλλά τούτο δεν συνέβη. Ό πόλεμος δεν μελετήθηκε αρκούντως, τουλάχιστον από την σύγχρονη κοινωνιολογία. Η απολογητική ιδίως πτέρυγα της τελευταίας δεν πήγε ποτέ παραπέρα από γριφώδεις αφορισμούς του τύπου: «Πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με αλλά μέσα» (Κλαούζεβιτς).
Πού οφείλεται τούτο; Μήπως στο γεγονός ότι η βία, η οποία είναι. θεμελιώδες γνώρισμα του πολέμου είναι κάτι το άφωνο; Και το ότι «λόγω αυτής της αφωνίας η πολιτική θεωρία έχει λίγα να πει για το φαινόμενο της βίας»; (2)
Δεν φαίνεται νάναι αυτή η περίπτωση. Ενώ η επίσημη κοινωνιολογία σιγεί πάνω στο θέμα του πολέμου, είναι τόσο λαλίστατη πάνω σ' ένα άλλο φαινόμενο βίας: την επανάσταση. Και τούτο όχι χωρίς λόγο. Ενώ η επανάσταση απειλεί το Status Quo ο πόλεμος δεν φαίνεται νάχει αφ' εαυτού τέτοια κατεύθυνση. Η σύνδεση πολέμου κι επανάστασης χρωματίζει βέβαια έντονα τον εικοστό αιώνα, ωστόσο δεν υπάρχει καμμιά εσώτερη δυναμική στον πόλεμο γενικά που να τον οδηγεί στο να απειλήσει την υπάρχουσα δομή της δύναμης.
Κάπου άλλου επομένως πρέπει ν' αναζητηθεί η σιγή της επίσημης κοινωνικής επιστήμης πάνω στο θέμα του πολέμου. Η σιγή αυτή έχει αναμφίβολα την πηγή της στην ιδεολογία του πολέμου.
Η επιστήμη σιγά, όχι όμως κι η ιδεολογία. Η φλυαρία αυτής, της τελευταίας αποδείχνει ακριβώς ότι το φαινόμενο του πολέμου δεν μένει χωρίς σύνδεση με. τις κατεστημένες δομές της δύναμης και την γενικώτερη εξουσιαστική δόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ιδεολογία του πολέμου τον θέτει πότε στην υπηρεσία της θρησκείας, πότε σ' εκείνη της πατρίδας ή του έθνους, πότε σ' εκείνη της ελευθερίας γενικά. Η ίδια επομένως η ιδεολογία αναγνωρίζει έμμεσα τον συσχετισμό πολέμου κι εξουσίας. Κι εκείνη η επιστήμη πρέπει να ψάξει να δει τι κρύβεται πίσω από τις αφηρημένες κοινωνικές ολότητες, όπως «έθνος», «πατρίδα» κλπ., μ' άλλα λόγια ν' ανατάμει τις υπάρχουσες δομές της εξουσίας, η επίσημη κοινωνιολογία αποφεύγει αυτόν τον σκόπελο. Η αποφυγή της έρευνας του πολέμου έχει κατά συνέπεια το ίδιο αίτιο με την αποφυγή της έρευνας του φαινόμενου του εξουσιασμού γενικά.
Π
Μια έστω γρήγορη ματιά στο ομολογουμένως ενδιαφέρον πολιτικό «θέαμα» (3) που λαβαίνει χώρα πάνω στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας αποκαλύπτει ένα στοιχείο που το συμμερίζονται όλες οι πολιτικές παρατάξεις. Δεξιοί, Κεντρώοι, Αριστεροί και υπεραριστεροί - με την περίοπτη εξαίρεση του αντιεξουσιαστικού κινήματος - όλων των αποχρώσεων και συνδυασμών φαίνεται πώς συναγωνίζονται στα ποιος να φωνάξει δυνατώτερα την πίστη του για την «πατρίδα»!
Αποκαλυπτική στο σημείο αυτό ήταν η συζήτηση στη «Βουλή των Ελλήνων» της 17ης Απριλίου 1976: Εθνικιστικός υπερθεματισμός απ' όλες τις παρατάξεις και «πατριωτική» ευθιξία ως προς τις «προθέσεις» τουλάχιστον. Ο αγορητής μάλιστα του
ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Α. Παπανδρέου, υπερτερώντας όλους σε σωβινισμό εξήγγειλε μ' αντιϊμπεριαλιστικό στόμφο ότι το «Αιγαίο είναι ελληνικό και διακήρυξε με νέο - Λεωνίδιο ύφος το «Μολών λαβέ» των ψηφοφόρων του υπό την ηγεσία του φυσικά. Βλέπει μια ιμπεριαλιστική συνωμοσία ενάντια στον Ελληνισμό! Ο εκπρόσωπος της ΕΔΑ κ. Ηλιού φαίνεται από την επαφή του με τον κ. Κύρκο - που είναι ιδιαίτερα εφευρετικός στους εθνικούς κινδύνους, όπως αποδείχνει π.χ., η ομιλία του στην συζήτηση της «Βουλής» της 16ης Οκτω6ρίου - απέκτησε ιδιαίτερα ευαίσθητη «εθνική ψυχή». Έτσι το «έθνος» από μια έννοια ύποπτη στο σοσιαλιστικό κίνημα γίνεται τώρα ο κύριος στύλος της «αντιδικτατορικής ενότητας», εξορίζοντας σε κάποια ξεμοναχιασμένη περικοπή την «πάλη των τάξεων». Από την παράσταση έλειπαν τα «τρισένδοξα» Κ.Κ.Ε. Κρίμα για την αντιϊμπεριαλιστική πάλη που συμβαίνει να είναι και πάλη για κάποια πατρίδα.
Όσον άφορα τους αρχιμαέστρους του εξουσιαστικού υπερθεάματος, τους εκφραστές των μεγαλοκαρχαριών του ελληνικού κατεστημένου, ήγουν τους κ.κ. Καραμανλή και Μαύρο, απόδειξαν για μια ακόμη φορά τι εννοούν λέγοντας «πατρίδα» και «έθνος». Γι' αυτούς το ελληνικό κατεστημένο, αδύνατο όπως είναι, είναι προορισμένο να παίξει ρόλο κομπάρσου. Αυτό σημαίνει πως η «Πατρίδα μας» είναι αναγκασμένη νάναι θεραπαινίδα της ευρύτερης κεφαλαιο-κρατικής κοινότητας, και πάνω απ' όλα της «Μεγάλης Δημοκρατίας».
Ας μην εξαπατηθεί κανείς. Οι κ.κ. Καραμανλής και Μαύρος είναι πολιτικής άλλης σχολής κι οι Παπανδρέου και Ηλιού άλλης. Όλοι τους όμως έχουν ένα κοινό: την προστασία της Εξουσίας από τις επιθέσεις αυτών των χαοτικών και μηδενιστικών πλασμάτων που ονομάζονται «αναρχικοί».
Για όποιον ξέρει έστω και πρόχειρα, την ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος, αυτή η συγχορδία δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο τα κόμματα της «Δεύτερης Διεθνούς» συναγωνίστηκαν τόνα τ' άλλο σε πατριωτισμό και σε υπερθεματισμό προσφοράς στον θεό του Πολέμου. Το «σκηνικό» έφτασε να συμπληρωθεί από κάποιο διαβόητο αντικρατιστή: τον περίφημο (κατά τα άλλα) P.A. KROPOTKIN που πήγε πολλά να πει κατά του γερμανικού κινδύνου ενάντια στη Ευρώπη και, κατά σύμπτωση, υπέρ του Ρωσσικού έθνους. Το προλεταριάτο όλων των χωρών ενώθηκε ύστερα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ενάντια στο «ναζιστικό» «φασιστικό» ή και απλώς «μιλιταριστικό» προλεταριάτο της Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας, αντίστοιχα, μέσα σ' έναν «αποφασιστικό αγώνα» στον οποίον συμμετέσχαν ακόμη και τροτσκιστές (4). Κι όπως πολλοί τρόποι κινητοποίησης και ελέγχου που μεθοδεύτηκαν κατά τον πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν από το παγκόσμιο κατεστημένο και στην ειρηνική περίοδο σαν ένα από τα πιο ουσιώδη και πιο επικίνδυνα παραφερνάλια του σύγχρονου ολοκληρωτικού σύμπαντος, έτσι και η αποφασιστική ταχύτητα που αποχτήθηκε μέσα στον αποπροσανατολισμό και το χάος του πολέμου εξακολουθεί να κυριαρχεί στο σημερινό σοσιαλιστικό κίνημα.
Δεν θα χρειαζόταν αυτή η αναδρομή αν το παραδοσιακό σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα δεν ενσάρκωνε κάποτε τις καλύτερες ελπίδες και τα οράματα της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας. Τι απομένει απ' αυτά σήμερα; Τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα έχουν ενσωματωθεί στο παγκόσμιο STATUS QUO και καταφάσκουν έτσι το σύμπαν του εξουσιαστικού και της καταπίεσης. Δεν είναι μονάχα ο ιεραρχικός τρόπος οργάνωσης αυτών των κομμάτων, που τα θέτει αυτόματα έξω από το κίνημα για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Στο θέμα της ιδεολογίας, παρά την συντηρητική προπαγάνδιση ενός καθαρού «Μαρξισμού», είναι επίσης εμφανής η επίδραση των εξουσιαστικών αξιών. Είναι σωστό ότι στο θέμα του πολέμου, το οποίο και μας ενδιαφέρει άμεσα εδώ, η θέση των κριτικών θεωριών του επιστημονικού και του ελευθεριακού σοσιαλισμού - που συνιστούν τους δύο κυρίους πόλους της αντιεξουσιαστικής σκέψης - δεν είναι πάντα σαφής. Ωστόσο είναι φανερό ότι οποιοσδήποτε πόλεμος, εκτός από ένα γνήσιο λαϊκό πόλεμο, είναι καταδικαστέος γι' αυτήν την σκέψη.
III
Αυτή η καταδίκη του πολέμου δεν γίνεται ΑΡRIORI κι ούτε για ηθικούς μόνο λόγους. Γίνεται γιατί θεωρείται – και σωστά - ότι το φαινόμενο του πολέμου, όπως εντάσσεται μέσα σε μια γενικότερη θεώρηση της παγκόσμιας ιστορίας - κινούμενης σε πλανητική κλίμακα είτε από την «πάλη των τάξεων» (MARX-ENGELS) είτε από την αντιπαράθεση Κράτους και Αναρχίας (ΚROPOTKIΝ) - αντιστρατεύεται προς την ι σ τ ο ρ ι κ ή τάση για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Ειδικώτερα θεωρείται ότι ο πόλεμος - εκτός από τον επαναστατικό λαϊκό πόλεμο - εξυπηρετούσε, εξυπηρετεί και θα εξυπηρετεί πάντα συμφέροντα της ολιγαρχίας του πλούτου και της ισχύος εξόδοις του λαού.
Τούτη η γενική θεώρηση των αιτιών του πολέμου συμπληρώνεται από μια ειδική έρευνα πάνω στους πολέμους της καπιταλιστικής εποχής. Σ' αυτή την εποχή, οι πόλεμοι εξηγούνται από την εγγενή ανάγκη οικονομικού και στρατιωτικού επεκτατισμού του συστήματος (πάλη γι' αγορές, πρώτες ύλες κλπ.). Ακριβολογώντας, ο πόλεμος δεν είναι εφεύρεση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού που συνδέεται εγγενώς μ' αυτόν. Όπως ελέχθηκε, ο πόλεμος παρακολουθεί την γέννηση της ταξικής κοινωνίας κι' είναι αναπόσπαστα δεμένος μαζί της. Αλλ' η εξήγηση αυτή δεν είναι παρά αφηρημένη και γενική. Συγκεκριμενοποιείται με την αναφορά στις (* υπάρχει κενό εδώ στο αυθεντικό κείμενο) και την έρευνα των ειδικών συνθηκών της καπιταλιστικής περιόδου.
Στην κριτική θεωρία (5), η κριτική του πολέμου συνδυάζεται με μια ευρύτερη κριτική των κοινωνικών δομών και συγκεκριμένα με την κριτική των τρόπων οργάνωσης της εθνικής και διεθνούς κοινωνίας. Πρόκειται για τις έννοιες «έθνος» και «πατρίδα», που μέσα στην ιδεολογία του πολέμου διαδραματίζουν ένα ρόλο-κλειδί. Γιατί οι έννοιες αυτές συμβάλλουν αποφασιστικά στην ταύτιση του ατόμου με τους εξουσιαστικούς θεσμούς και τους εκπροσώπους τους (6), που οδηγεί στο ν' αποδεχθή το ρόλο του θύματος ή του θύτη στην αλληλοσφαγή του πολέμου.
Η κριτική του έθνους και της πατρίδας όπως κι όλων των αξιών του εξουσιαστικού παρελθόντος και παρόντος δεν σημαίνει άρνηση της ύπαρξής τους - όπως εσφαλμένα νομίζεται από σύγχυση με ανύπαρκτες μυστικο-θεολογικές ιδέες - αλλά τονισμό της σημασίας τους για την αναπαραγωγή και διαιώνιση του STATUS QUO.
Έτσι το έθνος κι η πατρίδα δεν είναι απλές ιδεοληψίες αλλά υπαρκτά κοινωνικά σύνολα αγκυροβολημένα, χάρη στην ψυχολογική διεργασία της. ταύτισης με την εξουσία, στις ενστικτικές δομές του ανθρώπου. Γι' αυτό δεν τονίζει κανείς την α φ η ρ η μ έ ν η φύση των ολοτήτων αυτών (βλ. παρ. 1) δεν σημαίνει ότι τα εξορίζει τελείως στο μεταφυσικό πεδίο, αλλ' απλώς τονίζει την μη υλική, μη σωματική φύση τους. Στην πραγματικότητα, επομένως, οι ολότητες αυτές ζουν μέσα στις συνειδήσεις (ή σωστότερα το Υπέρ - εγώ) των ατόμων κι έτσι δρουν σαν νάσαν ζωντανές, υλικές δυνάμεις.
Η ταύτιση με την εξουσία βρίσκεται στην βάση της προθυμίας του άτόμου να πεθάνη για χάρη της. Η ενδοπροβολή της εξουσίας σημαίνει ότι το άτομο αναγνωρίζει την επίθεση ενάντια στην «πατρίδα» του σαν επίθεση ενάντια στον εαυτό του. Αυτή η ταύτιση κι ενδοπροβολή αναπαράγει στο επίπεδο του ενήλικου ατόμου καταστάσεις που βιώθηκαν για πρώτη φορά στην πρώιμη παιδική ηλικία στην πατριαρχική οικογένεια. Η ταύτιση με τον πατέρα σαν προσπάθεια λύσης του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, σημαίνει ότι το παιδί δεν συγκρίνεται πια μ' αυτόν αφού μπαίνει φανταστικά στη θέση του. Τούτα δεν σημαίνουν ότι ο «πατριωτισμός» κι η «εθνικοφροσύνη» (7) αποτελούν αποκλειστικά χαρακτηριστικά του «πατριστικού» τύπου κι ότι λείπουν τελείως από τον «μητριστή» (8) , δηλ. των τύπων συμπεριφοράς πούχουν σαν κριτήρια πατριαρχικά ή μητριαρχικά πρότυπα αντίστοιχα.. Παρόμοιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται χάρη στην σύνδεση με την μητέρα. Έτσι ο WILHELM REICH υποστηρίζει στο έργο του πάνω στην πολιτική ψυχολογία που φέρνει τον τίτλο «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού» (ΤΗΕ ΜΑSS PHSYCHOLOGY OF FASCISM 1970, σελ. 116: «...το εθνικό συναίσθημα προέρχεται από την προσήλωση στην μητέρα....») την προέλευση του αισθήματος της φιλοπατρίας από το μητρικό σύμπλεγμα. Η παράσταση της πατρίδας σαν μάνας (προβλ. «μητέρα Ελλάδα») ενισχύει την άποψη αυτή.
Η παραπάνω ανάλυση κρίθηκε αναγκαία γιατί ο τρόπος, στον οποίο λειτουργούν στο ατομικό-ψυχολογικό επίπεδο οι κοινωνικοί μηχανισμοί ελέγχου δείχνει την αποτελεσματικότητα αυτών των μηχανικών στην περίπτωση κινητοποίησης του λαού για το σφαγείο του πολέμου. Δείχνει τον βαθμό στον οποίο η προσήλωση στους ηγέτες λειτουργεί σαν σαρωτικός μηχανισμός πάνω στους δισταγμούς ή την προπαγάνδα των ειρηνιστών ή των οπαδών της μη βίας.
IV
Οποιαδήποτε ανάλυση του φαινόμενου του πολέμου θέτει αναγκαστικά το γενικώτερο πρόβλημα της επιθετικότητας ή σ' όρους κοινωνιολογικούς της βίας. Η σημερινή κοινωνικά προσανατολισμένη ψυχολογία κι ιδίως η ψυχανάλυση τείνουν να συγκεντρώνονται πάνω στους κοινωνικούς και περιβαλλοντιακούς όρους του φαινομένου της επιθετικότητας και αγνοούν τη φυσική ιστορία του. Αλλ' όπως το σεξ, η επιθετικότητα δεν είναι απλά κοινωνικό φαινόμενο: έχει μια ιστορία μέσα στη φύση πολύ πιο παλιά από την ανθρώπινη κοινωνία (9) . ΙΙρόκειται εδώ για την ατομική επιθετικότητα, δηλ. την επιθετικότητα, που ασκείται από το άτομο σε άλλο άτομο και όχι την ομαδική επιθετικότητα, που όπως προαναφέραμε (παρ. Ι) χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και κάνα δυό άλλα είδη. Η μελέτη του φαινόμενου της επιθετικότητας ενισχύει την θεωρία για την ιεραρχική δομή των κοινωνιών των ζώων και των ανθρώπων, γιατί ακριβώς η επιθετικότητα τίθεται στην υπηρεσία της ιεραρχίας. Αποδείχνεται έτσι ότι στα κοινωνικά ζώα έχουν αναπτυχθεί μηχανισμοί που καναλιζάρουν την επιθετικότητα σε τελετουργικές ή εικονικές μάχες πούχουν σκοπό να καθορίσουν την ισχύ των κοινωνών και να τους ιεραρχήσουν αντίστοιχα μ' αυτήν (λ.χ. η κοκορομαχία).
Στην ανθρώπινη κοινωνία υπάρχει μια ολόκληρη σειρά μηχανισμών που καλουπώνουν την επιθετικότητα, και καναλιζάρουν τον πόλεμο και την βία. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην διπλή ηθική που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Έτσι τα άτομα της ίδιας κοινωνίας θεωρούνται φίλοι ενώ άτομα κάθε άλλης ομάδας θεωρούνται «εχθροί», «άπιστοι», «αλλοεθνείς» κλπ. Η πάλη μεταξύ των ατόμων και των κοινωνικών στρωμάτων (η «πάλη των τάξεων» σε Μαρξιστικούς όρους) της ίδιας ομάδας τίθεται υπό την επιστασία.. του «νόμου και της τάξεως», δηλ. του κράτους πούχει σκοπό να προασπίσει τα «εθνικά συμφέροντα» ενάντια στις επιθέσεις των «ξένων». Είναι αλήθεια ότι η ισορροπία του τρόμου, ο φόβος της επανάστασης και το κοινό συμφέρον των εθνικών κρατών να καταπιέζουν τους πολίτες τους, έχουν απαμβλύνει, αρκετά τις, κατά τ' άλλα οξείες «εθνικές» διαφορές, ώστε η προοπτική μιας «διεθνούς των Κυβερνήσεων» να μην αποτελεί ουτοπία. Ό πλουραλισμός της δύναμης γίνεται απλώς καταμερισμός της δύναμης μέσα σ' ένα ολοκληρωτικό σύμπαν.
Η πλανητοποίηση της καταπίεσης γίνεται πραγματικότητα, όχι με την έννοια, ότι η καταπίεση υπάρχει παντού σ' όλο τον πλανήτη (αυτό ίσχυε πάντοτε), αλλά δημιουργείται για πρώτη φορά μια αλληλεξάρτηση κι αλληλοϋποστήριξη των επί μέρους εθνικών καταπιεστικών μηχανισμών της πολιτικής και της οικονομίας (συμμαχίες, πολυεθνικές επιχειρήσεις) .
Μολαταύτα οι τοπικοί πόλεμοι εξακολουθούν. Καταστάσεις έντασης στις σχέσεις μεταξύ των κρατών δημιουργούνται συχνά. Ο εθνικισμός και ο σιωνισμός αναβιώνουν ιδίως σε καταπιεζόμενες εθνότητες πολυεθνικών κρατών (Ιρλανδοί, Αρμένιοι, Βάσκοι), αλλά και σε μικρά έθνη που σφαδάζουν υπό ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Ό,τι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην παρούσα ανάλυση είναι η σύνδεση εθνικιστικών διαδικασιών με κοινωνικά αιτήματα (10), που πιθανόν νάναι σωστή από άποψη πολιτικής στρατηγικής γιατί παίρνει ύπ' όψη το ακόμα έντονο συναίσθημα της φιλοπατρίας κι έτσι οι ομάδες πού κάνουν την σύνδεση βρίσκουν απήχηση στα στρώματα της αγροτιάς και της μικροαστικής τάξης ή ακόμα και στην εθνική μπουρζουαζία, αλλοιώνει όμως βαθμιαία και διαβρώνει το επαναστατικό κίνημα.
V
Η στάση του αντιεξουσιαστικού κινήματος πάνω στο θέμα του πολέμου είναι σαφής και κρυστάλλινη. Δεν αντιτίθεται μονάχα στον πόλεμο, γιατί τον θεωρεί - χάρη στην κοινωνιολογική ανάλυση πού κάνει - σαν αλληλοσφαγή των καταπιεζόμενων κι εκ-
μεταλλευόμενων προς όφελος των καταπιεστών κι εκμεταλλευτών, δεν καταδικάζει μονάχα σαν αντιλαϊκό κι αντιανθρώπινο κάθε πόλεμο (11), παρά οποιαδήποτε αντιφασιστικά κηρύγματα των κυβερνωσών ελίτ πού οδηγούν την ανθρωπότητα στο σφαγείο. Αντιτίθεται επίσης πλήρως στην ιδεολογία του πολέμου στην περίοδο της ειρήνης γιατί κι εξασθενίζει την αντιπολεμική διάθεση του λαού αλλά κι οδηγεί στην ουσία των συμφερόντων του λαού στο «εθνικό» συμφέρον τhς κυβερνώσας ελίτ.
Ο πόλεμος - κάθε πόλεμος κι ο λαϊκός επαναστατικός πόλεμος δεν αποτελεί εξαίρεση - προϋποθέτει στρατό και την οργάνωση που πάει μαζί του. Αλλ' ο στρατός (μαζί με την εκκλησία) είναι ο κατ' εξοχήν ιεραρχικός, εξουσιαστικός και καταπιεστικός θεσμός. Η στρατιωτική ιεραρχία, πειθαρχία κι οργάνωση, η χαρακτηριστική στολή, η ενδοξοποίηση της βίας, η θεοποίηση της υποταγής, ο σαδομαζοχισμός κι όλα τ' άλλα παραφερνάλια του στρατού κι ιδίως ενός σύγχρονου στρατού, συνιστούν την αποκορύφωση και την πληρέστερη ανάπτυξη του φαινομένου του eξουσιασμού. Ο πόλεμος όχι μονάχα προϋποθέτει αυτό τον μηχανισμό, αλλά τον ενισχύει και τον τελειοποιεί. Τ' «ανώτερα ιδανικά» στηρίζονται έτσι πάνω στην κόλαση της απανθρωπιάς και την ψυχολογική άβυσσο.
Έτσι ή «φιλοσοφία» του πολέμου σαν ανθρώπινη δράση αντιστρατεύεται όσο κανένας άλλος τομέας της ανθρώπινης συμπεριφοράς την ελευθερία, στην υπηρεσία της οποίας έχει τεθεί το ελευθεριακό κι αντιεξουσιαστικό κίνημα. Τώρα, είναι ακριβώς στην υπηρεσία αυτής της ελευθερίας που η ιδεολογία του πολέμου θέτει την «πολεμική αρετή».
Από ψυχολογική άποψη πρόκειται για έναν μανιχαϊστικό χαοτισμό, μια αβυσσαλέα σχιζοφρένεια, μια τόσο κραυγαλέα αντίφαση, που για να δικαιολογηθεί επινοούνται σατανικά κυριολεκτικά στρατηγήματα. Το πάρσιμο της ζωής, που κανονικά είναι ταμπού, στο πόλεμο τίθεται ακριβώς στην κορυφή της κλίμακας των αξιών: είναι ανδρεία, ηρωισμός. Από άποψη ψυχολογικής φυσιολογικότητας, η αντίδραση σ' ό,τι λαβαίνει χώρα στον πόλεμο θάταν να χαρακτηριστή σαν «αναγκαίο κακό», κακό με τα ίδια τα κριτήρια της κατεστημένης ηθικής (12) . Όχι μονάχα δεν σημαίνει αυτό, αλλά η ίδια κλίμακα των κατεστημένων αξιών αναστρέφεται, κι ολόκληρος ο μηχανισμός της κατεστημένης ιδεολογίας επιστρατεύεται για την αξιοποίηση της πολεμικής δράσης, τούτη τώρα θεωρείται σαν ύπατη έκφραση κοινωνικής ευθύνης, όχι μονάχα για μάχιμους άντρες, άλλα και για γυναίκες (13) και παιδιά.
Αλλ' οι τύψεις δεν λείπουν τελείως. Δεν είναι μικρή η θυσία σε βάρος των ίδιων των λόγων του Χριστού (14), που αναγκάστηκε να κάνει ο Χριστιανισμός, όταν στην πορεία των αιώνων μεταβλήθηκε από «θρησκεία της αγάπης», σε «πολεμική θρησκεία», κι οι Χριστιανοί αντίστοιχα από άνθρωποι που γύριζαν και την άλλη παρειά σε «στρατιώτες του Χριστού» ενάντια στους άπιστους.
VI
Τελικά θάπρεπε ν' αναφερθούμε μέσα στο πεδίο της παρούσας ανάλυσης στο πώς ένας λαϊκός επαναστατικός πόλεμος θα μπορούσε να υποστηρηχτεί από το αντιεξουσιαστικό κίνημα και ταυτόχρονα ν' αποφευχθούν οι θανάσιμες αντιφάσεις που κλείνει μέσα της μια τέτοια στάση. Κατ' αρχήν πρέπει να τονιστεί ότι κάθε επανάσταση - και το αντιεξουσιαστικό κίνημα είναι υπέρ της επαναστατικής μεταβολής σαν αντιπολιτικό κίνημα - δεν περνάει αναπόφευκτα από το στάδιο του εμφύλιου πολέμου. Αλλά στην περίπτωση που αυτός έρχεται πράγματι, τότε δεν διακυβεύεται μονάχα η ίδια η επανάσταση, αλλά διαβρώνεται σε σημαντικό βαθμό από εξουσιαστικούς κι αυταρχικούς θεσμούς - όπως ο στρατός.
Πρόκειται φυσικά για ένα επαναστατικό στρατό - αλλά ποιος στρατός μπορεί να υπάρξει χωρίς ιεραρχία και πειθαρχία στις διαταγές των «ανωτέρων»; Σε μια τέτοια κατάσταση με μια άνευ όρων υποστήριξη θάταν διαβρωτική κι αντιφατική, θάπρεπε να γίνει προσπάθεια για την διατήρηση της αυτοκυβέρνησης του λαού και στην πολεμική περίοδο ώστε αμέσως μετά τον πόλεμο να μπορέσει το λαϊκό κίνημα ν' αναλάβει από την αναπόφευκτη υποχώρηση και τα πλήγματα. Αλλά το παρόν πρόβλημα συνδέεται με την γενικώτερη θεωρία της επανάστασης και στο σημείο αυτό δεν μπορεί να διωχθεί παραπέρα.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο πού τίθεται είναι εκείνο της κινητοποίησης όλων των ειρηνιστικών, αντιπολεμικών δυνάμεων (ακόμη και των οπαδών της μη βίας, καθώς και διάφορων θρησκευτικών αιρέσεων που, πιστές σε κάποιο δόγμα, αντιτίθενται στο πόλεμο, όπως είναι π.χ. οι «μάρτυρες του Ιεχωβά») για την αποφυγή, ή, έστω, την ελάχιστη δυνατή υποστήριξη σ' ένα εθνικιστικό πόλεμο. Όταν εκραγεί ο πόλεμος είναι πολύ αργά. Αλλ' όταν τα νέφη συσσωρεύονται, το παγκόσμιο αντιεξουσιαστικό κίνημα κι ιδιαίτερα το κίνημα στις άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες έχει μια θαυμάσια ευκαιρία ν' ακολουθήσει μια γνήσια επαναστατική γραμμή, όταν οι «σοσιαλιστές» και «κομμουνιστές» των διαφόρων αποχρώσεων θα συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα δείξει την πιο «πατριωτική» διαγωγή.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ή να υποτιμάμε την εθνικιστική αντίδραση. Παρ' ό,τι μέσα στην σύγχρονη μαζική βιομηχανική κοινωνία των μεγαλουπόλεων, όπου οι παραδοσιακές αξίες μιας μικρής, αγροτικής κοινότητας φθίνουν, ο εθνικισμός αφήνει ευρέα στρώματα του λαού άθικτα, ωστόσο η επιρροή της επίσημης ιδεολογίας, ιδίως στην μικροαστική τάξη κι ορισμένα στρώματα της εργατικής τάξης, που έχουν απορροφηθεί από το σύστημα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.
Αλλ' ο κίνδυνος δεν προέρχεται από δω μονάχα. Προέρχεται κυρίως από την κυβερνώσα ελίτ που δεν μπορεί ν' απαρνηθεί την ιδεολογία του εθνικού κράτους χωρίς να υπονομεύσει την κυριαρχία της.
(1) Αναφέρεται από τον Αrthur Koestler στο The Ghost in the Machine, 1975, Pikador σελ. 302;
(2) Hanna Arendt, On Revolution, Pelikan Books, 1973, σελ. 19.
(3) Ή προσπάθεια να ερμηνεύση κανείς την πολιτική σαν θέαμα δεν αρχίζει με τον Γκυ Ντεμπόρ και την «Κοινωνία του θεάματος». Μια αρχή ήδη είχε κάνει ο Marx στην «Δεκάτη Ογδόη Ομιχλώδους (Brumaire) του Λ. Βοναπάρτη».
(4) Βλ. την μπροσούρα του Α. Στίνα «”Εργατικά κράτη», “εργατικά κόμματα» και το απελευθερωτικό κίνημα της εργατικής τάξης», Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1966.
(5) Βλ. ορισμό της θεωρίας αυτής. Βασικές έννοιες της κριτικής θεωρίας, Εξουσιασμός κι εκμετάλλευση, «Λόγος» αρ. φ. 4.
(6) Ή ταύτιση με τους εξουσιαστικούς θεσμούς και τους εκπροσώπους τους δεν σημαίνει ότι υπάρχει πάντα ταύτιση με κ ά θ ε πρόσωπο που τους εκφράζει. Υπάρχει μια «ιδεώδης εξουσία» κι ένας «ιδεώδεις εξουσιαστής». Έτσι λ. χ, τα σύνθημα «φασίστα Γκίκα παραιτήσου» δεν σημαίνει καθόλου απόρριψη της εξουσίας αυτής καθ' εαυτής, αλλά μόνο της κακής εξουσίας και του κακού εξουσιαστή. Αν ο κ. Γκίκας αντικατασταθεί από κάποιον κομισσάριο, τότε τα πράγματα αλλάζουν.
(7) Ενώ ο πρώτος όρος είναι γενικός και παγκόσμιος, ο δεύτερος είναι αποκλειστικά επινοημένος από την ελληνική αντίδραση. Κρύβουν όμως μέσα τους την ίδια κι' απαράλλαχτη στάση μυαλού.
(8) Σύμφωνα με την ορολογία του Gordon Rattray Taylor, Rethink, Pelikan Books, (1972), 1974, κ. 2.
(9) Απ' αυτή τη σκοπιά εξετάζει την επιθετικότητα, ο Konrad Loreuz, On Aggression (1963), (αγγλ. μετ.), 1973, University Paperbacks, κεφ. 1.
(10) Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο κοινωνικο-εθνικός αγώνας στην Κίνα. Βλ. Maurice Meisner: The Chinese Communist Revolution, στο Revolutions a Comparative study, ed. L. Kaplan, Vintage Books 1973.
(11) Εκτός όπως είπαμε από ένα γνήσιο λαϊκό επαναστατικό πόλεμο.
(12) Πρβλ. τον χαρακτηρισμό της κυβέρνησης σαν αναγκαίου κακού από τους ιδρυτές πατέρες της Αμερικανικής Δημοκρατίας, που παραδέχονταν έτσι, έμμεσα, ότι η βία, στην οποία σε τελευταία ανάλυση μετουσιώνεται το κράτος, είναι μια ηθικά αποδοκιμαστέα ανθρώπινη δράση.
(13) Πρβλ. την «γυναίκα της Πίνδου».
(14) «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» κλπ.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε και κυκλοφόρησε σε μορφή μπροσούρας από τον ίδιο το συγγραφέα στις Εκδόσεις «ΑΝΤΙ-ΛΟΓΟΣ» (τότε Γλάδστωνος 5, Αθήνα) το Μάη του 1976. Την μπροσούρα αυτή τη βρήκα πριν αρκετά χρόνια, καταχωνιασμένη και, προφανώς, αγνοημένη στα ράφια του, τότε, βιβλιοπωλείου των Εκδόσεων «Διεθνής Βιβλιοθήκη». Τον Ιούλη του 2002 την επανεξέδωσα από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» σε ελάχιστες εκατοντάδες αντίτυπα. Αυτή εδώ είναι η πρώτη ηλεκτρονική της μορφή. Ο Γ. Νταλιάνης τη δεκαετία του 1970 ανάμεσα στα άλλα, μετέφραζε στα ελληνικά διάφορα κείμενα των Εκδόσεων «Διεθνής Βιβλιοθήκη» και «Ελεύθερος Τύπος». Έκτοτε όμως χάθηκαν τα ίχνη του. Η μπροσούρα αυτή είναι ένα από τα πρώτα ντοκουμέντα του ελλαδικού αναρχικού κινήματος μετά την επανεμφάνισή του ειδικά μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 και ενδεικτική των αντιλήψεων των τότε αναρχικών για τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ειδικότερα (μιας και την εποχή αυτή οι σχέσεις αυτές ήσαν τεταμένες) και περί πολέμου γενικότερα. Τέλος, στο κείμενο κράτησα την ορθογραφία του συγγραφέα, αλλά όχι το πολυτονικό σύστημα.