Ο συγγραφέας αυτής της μαρτυρίας είναι άνθρωπος που έζησε από μέσα το ελληνικό αριστερό κίνημα. Απ’ την εφηβεία του στην Κέρκυρα κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, ώς τη Θεσσαλονίκη των εργατικών εξεγέρσεων του μεσοπολέμου και στη συνέχεια απ’ τα σκληρά χρόνια του εμφυλίου ώς τη δικτατορία και την αποσύνθεση των συλλογικών κοινωνικών διεκδικήσεων. Σήμερα ογδόντα πέντε χρονών, με είκοσι χρόνια φυλακές και εξορίες, παλιό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, αυτής που καθαίρεσε ο Ζαχαριάδης, με πολλά άρθρα, μεταφράσεις, μελέτες και δύο τόμους όπου αυτοβιογραφείται και μιλά για όσα έζησε – σήμερα, λοιπόν, προσθέτει άλλο ένα βιβλίο στο οποίο καταγράφονται γεγονότα και σκέψεις που αφορούν στην περίοδο απ’ τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έως την κυριαρχία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Αυτά που για πρώτη φορά έρχονται στο φως, και συνθέτουν ασφαλώς το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο, είναι τα στοιχεία για τις δολοφονίες των αριστερών –τροτσκιστών και αρχειομαρξιστών κυρίως– οι οποίοι είχαν καταγγείλει ως παραπλανητικό το αντιφασιστικό μέτωπο. Παραπλανητικό ή όχι, το ΕΑΜ, και το ΚΚΕ που το καθοδηγούσε, κυνήγησε ανελέητα κάθε προσπάθεια κριτικής του απ’ τα αριστερά. Ο Στίνας αναφέρει αρκετά ονόματα μελών και στελεχών αυτού του χώρου που εξόντωσε η ΟΠΛΑ. Και δεν είναι λίγοι. Εφιαλτικές στην απόληξή τους, οι θεωρητικές διαφορές κολυμπούν μέσα στο αίμα. Εκείνη την εποχή οι απόψεις πληρώνονταν ακριβά, οι άνθρωποι τραβούσαν ώς την τελευταία τους συνέπεια την όποια ιδέα και η ζωή ήταν προέκταση των καθολικών οραμάτων. Είτε δεξιά είτε αριστερά, αυτά τα οράματα συνέτειναν στη συγγραφή μιας δέλτου παροραμάτων που επηρεάζει έντονα και τη σημερινή σκέψη. Το μελάνι δεν στέγνωσε ακόμα, Όσοι πλήρωσαν είναι πατεράδες, θείοι, μανάδες, άνθρωποι περισσότερο ή λιγότερο κοντινοί μας και δεν μπορείς να ξεχάσεις τα πρόσωπά τους. Και το χειρότερο η θυσία δεν εξάγνισε καμιά θεωρία. Όλοι κι όλα κουρελιάστηκαν και η ύπαρξη ως καθεαυτή αξία, εκμηδενίστηκε. Αυτό προκύπτει, ως αίσθηση απ’ το βιβλίο του Στίνα.
Κι όσα γράφει για Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κι όσα γράφει για τον εμφύλιο συνοψίζονται σε τούτα: ο ηττημένος δεν ήταν ο φασισμός που ήδη είχε κατακλύσει με τη μια ή την άλλη μορφή το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Ο βαριά ηττημένος αυτού του πολέμου ήταν η Επανάσταση. Δεν θα συμφωνήσω όμως μαζί του στη φράση που παραθέτει αμέσως μετά: και αυτή ήταν η ειδική αποστολή της Εθνικής Αντίστασης.
Κανενός μαζικού φορέα δεν είναι βέβαια υπόθεση η επανάσταση. Και καμιά γραμμή της αριστεράς δεν υπήρξε συνειδητά αντεπαναστατική. Το ΕΑΜ, ένα συνονθύλευμα προοδευτικών αποχρώσεων, φτιάχτηκε από τη μια για να προωθήσει τις πολιτικές θέσεις του ΚΚΕ, κι από την άλλη, σίγουρα, για ν’ αντισταθεί στους Γερμανούς. Αν οι απόψεις του, μετατοπισμένες πια απ’ τη θέση της άμεσης επανάστασης, σ’ ένα χαλαρό πρόγραμμα μεταρρυθμιστικών προτάσεων, δεν βρίσκουν –και με το δίκιο του– σύμφωνο το συγγραφέα, αυτό δεν σημαίνει πως κύριος σκοπός του ήταν το πνίξιμο της επανάστασης. Ποιας επανάστασης άλλωστε; Πιο σωστό θα ‘ταν να μιλήσει κανείς για μια στρατηγική που ‘θελε –και θέλει ακόμα– να παραγκωνίσει τις επαναστατικές ιδέες. Που τρέμει ενδεχόμενη ανάστασή τους. Αυτό ναι! Εξ’ άλλου, οι επαναστάτες είναι τόσο λίγοι, κι όπως λέει ο ποιητής ένας εργάτης δε φέρνει ην άνοιξη / ορισμένοι εργάτες φέρνουν τον Στάλιν. Η υιοθέτηση επαναστατικών ιδεών από μαζικά κινήματα οδήγησε –εν τέλει– με ακρίβεια στην κατάργηση ιδεών και κινημάτων. Κι εδώ βρίσκεται το παράλογο: καθένας χωριστά μπορεί να θέλει την επανάσταση. Όλοι μαζί όμως φέρνουμε το φασισμό.
Ο συγγραφέας ελπίζει στη χειραφέτηση των μαζών. Όμως τα ελάχιστα παραδείγματα που μπορούμε ν΄ αντλήσουμε από την άνοδο, τουλάχιστον της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στα μέσα του προηγούμενου αιώνα και μετά, μας μιλούν για ολιγόχρονη – και πάντως όχι τόσο μαζική επιβίωση ανάλογων εγχειρημάτων. Και με πόσο αίμα άλλωστε. Μήπως οι σύντροφοί του δεν πλήρωσαν με τη ζωή τους τις ιδέες τους. Και μήπως όλοι δεν ζούνε το αδιέξοδο και το παράλογο αυτής της θεατρικής, κατ’ ουσίαν, παράστασης; Να για παράδειγμα, το γράφει ο ίδιος: Ο Σιάντος, γενικός γραμματέας του ΚΚΕ και αυθεντικός αρχηγός του ΕΑΜ, ο «γέρος του αγώνα» είναι πράκτορας της Ιντέλιτσες Σέρβις από τότε ακόμα που είχε προσχωρήσει στο ΚΚΕ. Ένας πάτερ Δημήτριος του εργατικού κινήματος. Αυτά καταγγέλει ο Ζαχαριάδης. Ο ίδιος ο Ζαχαριάδης χαρακτηρίζει τον «Στρατηγό Μάρκο» (αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού και «Πρόεδρο της Δημοκρατικής Κυβέρνησης”), ρεμάλι, στρατιωτικό τενεκέ, δειλό, κι ακόμα τον καταγγέλει ότι, εν γνώσει του προωθεί σε θέσεις κλειδιά του στρατού και του «κινήματος» πράκτορες της ασφάλειας.
Ο Γυφτοδήμος, η καλύτερη πένα του ΚΚΕ, καταγγέλλεται απ’ τον Ζαχαριάδη για «πράκτορας», συλλαμβάνεται με εντολή του (και εντολή ολόκληρης της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ) από τη σοσιαλιστική αστυνομία της σοσιαλιστικής Ρουμανίας, ρίχνεται στα σοσιαλιστικά μπουντρούμια αυτής της χώρας και εκεί πεθαίνει ή δολοφονείται. Λίγο-πολύ όλα τα μέλη της ηγεσίας αλληλοκατηγορούνται για πράκτορες, χαφιέδες, προβοκάτορες, ύποπτοι και έκφυλοι στην ιδιωτική τους ζωή.
Μετά το θάνατο του Στάλιν και την εκκαθάριση των σταλινικών από τον Κρούτσεφ, έρχεται η σειρά του Ζαχαριάδη. Κατηγορείται πρώτα για «παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας» κατόπιν για «αριστερή οπορτουνιστική παρέκκλιση» και τέλος για «ύποπτος πράκτορας¨
Αν για όλα αυτά δεν είναι θέατρο του παραλόγου – ενός παραλόγου που κατευθύνουν τα ανεξέλεγκτα και καθαγιασμένα στο «όνομα του Λαού» συμφέροντα της εξουσίας – τότε τι άλλο είναι; Και πρέπει να το πούμε. Το βιβλίο του Στίνα, είτε έτσι είτε αλλιώς, αυτό το παράλογο καταγγέλει. Άλλο αν ο ίδιος ελπίζει πως ίσως, στο μέλλον, θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί.
Χ.Σ. ΒΡΟΝΤΟΣ
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πλανόδιον», τεύχος 2, Μάρτης-Μάης 1987.