Μνήμη της συντρόφισσας Αλεξάνδρας Περιστεράκη, που έφυγε πριν από δύο χρόνια, στις 24 Μαρτίου 2019... Ένα φωτεινό μυαλό, πάντα συγκροτημένη στις επίμονες της έρευνες, με την γλυκιά λαϊκή καρδιά της γεμάτη αγάπη, με τον άμεσο της τρόπο όταν συγκρουόταν ενάντια σε κάθε μικρή και μεγάλη καταπίεση, αφιερωμένη πάντα στον αγώνα. Θεραπεύτρια, μουσικός, εμψυχώτρια στο Θέατρο των Καταπιεσμένων, παιδαγωγός, ένας δοτικός άνθρωπος, μια αναντικατάστατη συντρόφισσα.
Το γέλιο της θα μας λείψει για πάντα. Να φανούμε αντάξιοι των δρόμων που άνοιξαν οι ρήξεις της, της μνήμης και του λόγου της…
Ακολουθούν δύο κείμενα, ο αποχαιρετισμός στην Αλεξάνδρα από την Κατάληψη Rosa Nera και ένα κείμενο της Αλεξάνδρας με τίτλο: H αισθητική του Καταπιεσμένου και ο Λόφος Καστέλλι.
1. Από την Κατάληψη Rosa Nera, τον Μάρτιο του 2019:
«...Σήμερα τα ξημερώματα έφυγε από τη ζωή η συντρόφισσα και φίλη Αλεξάνδρα Περιστεράκη. Είναι πάντοτε δύσκολο να αποχαιρετούμε κάποιον/α που έχουμε μοιραστεί τόσα πολλά και η Αλεξάνδρα ήταν μια από μας.
Ζούσαμε μαζί, προβληματιζόμασταν, αγωνιούσαμε, αγωνιζόμασταν. Μα πρωτίστως νοιαζόμασταν ο ένας για τον άλλο.
Από νεαρή ηλικία η Αλεξάνδρα στέκεται ενάντια σε κάθε είδους διακρίσεις, στο πλευρό των καταπιεσμένων και των διαφορετικών. Ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό και τον εγκλεισμό των περιθωριοποιημένων – του μετανάστη, του τρελού, του διεμφυλικού.
Όλα της τα ενδιαφέροντα είχαν κινηματικό προσανατολισμό (παιδαγωγός, χοροθεραπεύτρια, μουσικός, εμψυχώτρια του θεάτρου του καταπιεσμένου).
Εμπνεόμενη και από την αρχή του θεάτρου του καταπιεσμένου πως «ο πολίτης δεν είναι μέλος της κοινωνίας , αλλά κάποιος που θέλει να αλλάξει την κοινωνία».
Στο δρόμο για τη δημιουργία ενός κόσμου ισότητας και αλληλεγγύης η Αλεξάνδρα ήταν συνεχώς παρούσα με υπομονή, συγκρότηση και αστείρευτη όρεξη. Η δυναμική της παρουσία θα μας συντροφεύει και θα μας εμπνέει στους αγώνες που έρχονται.
Πάντοτε παρούσα στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες παρέμενε συνειδητά ανώνυμη περιφρονώντας αυθεντίες, εξουσίες και ειδικούς.
Στην τελευταία συμμετοχή της σε συλλογικό δημιούργημα της κατάληψης έγραφε:
«...O «παραλειπόμενος» της ιστορίας συνήθως δεν αφήνει γραπτά, δεν αφήνει μνημεία. Ο φτωχός ή περιθωριοποιημένος που δεν συμμετέχει σε καμιά διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη δική του ζωή, αναγνωρίζεται από τη θεσμική ιστορία ως «αγωνιστής» και «διεκδικητής».
Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για αυτόν είναι χαρακτηριστικές. «Μάζα», «στρώμα» ή ακόμα και «λαός». Συνενώσεις ανώνυμων σε έναν αχταρμά που αναφέρεται ως ιστορικό πρόσωπο μόνο όταν ζητά ή εξεγείρεται. Η μη ορατότητα τόσων ανθρώπων αφήνει τη γεύση ανυπαρξίας. Πως να αναγνωριστείς λοιπόν, στο πρόγονο που δεν υπήρξε ποτέ, που δεν αναφέρεται πουθενά και δεν έχει σημασία αν έζησε ή όχι;
To ζήτημα της ορατότητας έχει να κάνει με την υπερηφάνεια για το τι ήμασταν και το τι είμαστε- και με την προοπτική για το τι μπορούμε να είμαστε…
Ο πολιτισμός των κινημάτων είναι μια πολιτική θέση : Ο αόρατος μπορεί να γράφει ιστορία και να δημιουργεί τέχνη. Όχι μια τέχνη «δεύτερης κλάσης» ,ενός εργάτη που «κάποτε θα μάθει-αν μορφωθεί», αλλά την ποίηση και την αλληλεγγύη, την εξέγερση και την αυθεντικότητα της έκφρασης που δεν χαλιναγωγείται.»
....Αυτή είναι μια πρώτη αντίδραση, ένας πρώτος αμήχανος αποχαιρετισμός στο γεγονός της απώλειας...»
(-http://rosanera.squat.gr/.../%CE%93%CE%B9%CE%B1-%CF%84.../)
2.
Η αισθητική του Καταπιεσμένου – το παράδειγμα του Λόφου Καστέλι στα Χανιά
28/9/2017
Της Αλεξάνδρας Περιστεράκη
Το παρόν κείμενο δημοσιοποιείται με αφορμή μια εκδήλωση που προγραμματίστηκε για σήμερα 27 Σεπτεμβρίου 2017 στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου (ΚΑΜ) στα Χανιά.
Η εκδήλωση έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αντιπροσωπεύει άριστα στο σήμερα, σε τοπικό επίπεδο και σε πραγματική συνθήκη, την επίμονη – και συνήθως επιτυχημένη – στρατηγική της κυριαρχίας, να αποκλείει τον Καταπιεσμένο από τις διαδικασίες που τον αφορούν. Η πολιτική ανάλυση που ακολουθεί βασίζεται στο concept του Καταπιεσμένου1, όπως αναπτύσσεται στο έργο των Paolo Freire (Κριτική Παιδαγωγική και Αγωγή του Καταπιεσμένου) και Augusto Boal (Θέατρο του Καταπιεσμένου), καθώς και στην Αισθητική του Καταπιεσμένου – σημαντική συνεισφορά για το τι σημαίνει τέχνη και πολιτισμός στην κοινωνία – όπως περιγράφεται στο Θέατρο του Καταπιεσμένου.
Καταρχάς, η συλλογικότητα Rosa Nera που βρίσκεται στο κατειλημμένο κτίριο της πρώην 5ης Μεραρχίας εδώ και δεκατρία χρόνια, έχει αποκλειστεί από τον «δημόσιο διάλογο για το δημόσιο χώρο» στο Λόφο Καστέλι. Στην εκδήλωση του ΚΑΜ θα βρεθεί ένα panel επιστημόνων που προειδοποιεί ότι «θα παραχωρήσει το λόγο σε άτομα και ομάδες για 5’ μετά από τις εισηγήσεις τους». Έτσι, καταρχάς – αλλά και καταρχήν – η χωροταξική διευθέτηση εντός του ΚΑΜ δεν αφήνει περιθώρια παρεξήγησης για το ποιος έχει το κύρος να μιλά για το δημόσιο χώρο στο Λόφο Καστέλι – και ποιος όχι.
Αλλά ας δούμε πώς φτάσαμε ως εδώ: ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι εάν δεν είχε υπερασπιστεί το χώρο της η κατάληψη από τον περασμένο Απρίλη ενάντια στην επιχειρούμενη ξενοδοχοποίηση, όλοι ανεξαιρέτως οι σημερινοί επίσημοι καλεσμένοι στο ΚΑΜ (Δήμος, Περιφέρεια, φορείς, επιφανείς επιστήμονες, πολιτικοί, Σύλλογοι και λοιποί), θα ανακάλυπταν έντρομοι σε λίγους μήνες ότι «το ωραιότερο μπαλκόνι της πόλης» έγινε αυλή ενός Boutique Hotel.
Αλλά μια και ενημερώθηκαν «και αυτοί» για τις προθέσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης, ήρθε η ώρα τους να αναλάβουν τα ινία μιας «σοβαρής συζήτησης».
Ας ξεκαθαριστεί η τοποθέτηση του άρθρου: η βία που υφίσταται ο Καταπιεσμένος είναι – εκτός από την άμεση βία που γνωρίζουμε όλοι – και έμμεση βία: η αγνόησή του (αποκλεισμός ή και εξαφάνιση από τη συζήτηση). Η θεώρηση ότι «είναι ανώριμος» (αμόρφωτος, άσχετος, ανέγκυρος, άπειρος κλπ… όσα αρχίζουν με «α» + κάτι σημαντικό) «τεκμηριώνεται» με πολλούς τρόπους. Ο συστηματικός εξοστρακισμός του από οτιδήποτε μόλις αυτό «γίνεται σοβαρό» και η εξαφάνισή του από τις διαδικασίες δημόσιου διαλόγου – είτε άμεσα επειδή δεν γνωρίζει ότι θα συζητηθεί κάτι που τον αφορά είτε έμμεσα, περιπλέκοντας τόσο πολύ τη γλώσσα με επιστημονικούς όρους
επιφέρει ένα αποτέλεσμα: όποιος δεν έχει να επικαλεστεί μια «σεβαστή βιβλιογραφία» δεν έχει ούτε τον τρόπο ούτε τις αναφορές να υψώνει αντίλογο «με κύρος» στον Καταπιεστή.
Το παιγνιδάκι του μορφωτικού ρατσισμού που χειραγωγεί τον Καταπιεσμένο σε βαθμό να πείθεται ο ίδιος για την ανεπάρκειά του είναι πολύ ύπουλο: από τη μια «η αμορφωσιά» μπερδεύεται με την απουσία πτυχίων με ο,τι συνεπάγεται για το ακαδημαϊκό μοντέλο που θεωρείται – και σε εξωθεσμικό πλαίσιο – το μόνο έγκυρο μοντέλο συνδιαλλαγής και τεκμηρίωσης, από την άλλη η φαινομενική ελευθερία έκφρασης που «παραχωρείται» κατά καιρούς στους Καταπιεσμένους (στους εργαζόμενους, στους μετανάστες, στους ψυχασθενείς, τους συνταξιούχους, τους φυλακισμένους, εξαρτημένους, φοιτητές και κατά καιρούς λοιπούς διεκδικούντες), βρίσκει όριο στη «νομιμότητα» και στο «Υπάρχον» με αποτέλεσμα στην καλύτερη περίπτωση να εισακούγεται η αγωνία του Καταπιεσμένου στην κυνική απάντηση της Κυριαρχίας ότι «θα το λάβουμε υπόψη».
Με τον αποκλεισμό-εξαφάνιση του Καταπιεσμένου, αφαιρείται η πραγματική δυνατότητα αυτοδιαχείρισής του: αυτό που του μένει είναι εντός πλαισίου, εντός ορίων, μικρές «επισκευαστικές κινήσεις» που δεν αποδομούν επί της ουσίας το οικοδόμημα της Καταπίεσης, αγγίζοντας μερικώς τα συμπτώματα (κάτι σαν το πενταμελές στο Λύκειο που φυσικά δεν έχει λόγο στο περιεχόμενο σπουδών), αλλά όχι τα αίτια που τα δημιουργούν ή τα αναπαράγουν (η ανάθεση των Καταπιεσμένων στους Καταπιεστές, των αποφάσεων για τη δική τους ζωή).
Η περίπτωση της κατάληψης στα Χανιά έχει λοιπόν το εξής ενδιαφέρον: από τη μια είναι η αποκλειστική αφετηρία για αυτό που συμβαίνει σήμερα – ακόμα και η χθεσινή «επίκαιρη ερώτηση» του βουλευτή Χανίων στη Βουλή με θέμα «Παράνομη Σύμβαση στο Πολυτεχνείο Κρήτης» προς τον Υπουργό Παιδείας3, βασίζεται στην έρευνα που δημοσιοποίησε η Rosa Nera τον Ιούλιο4 (και χρησιμοποιήθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών5), από την άλλη οι πρόθυμοι υποψήφιοι διαχειριστές του Λόφου Καστέλι προτείνουν μια επαναδιαμόρφωση του δημόσιου χώρου που δεν την περιλαμβάνει.
Ναι, ο Λόφος Καστέλι είναι ιστορικός χώρος. Τι εννοούμε ωστόσο «ιστορία»; Έπειτα, η αποπλαισίωση που συντελείται με την κουβέντα περί «κτιρίων», η αποκοπή δηλαδή από την ίδια την κοινωνία και τις ανάγκες της, πόσο συμμαχεί εντέλει με τον Καταπιεστή; Όταν «καλείται η κοινωνία» – κατά τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης – τι εννοούν «κοινωνία»;
Μια κουβέντα «για το δημόσιο χώρο» που ανοίγει ενώ δεν έχει τεθεί το ζήτημα της τουριστικοποίησης της παλιάς πόλης, της διαβίωσης των κατοίκων της, των εργαζομένων της, της στέγασης, της εμπορευματοποίησης των ανοιχτών χώρων, αλλά και πιο γενικά θέματα που σχετίζονται με τον «εξευγενισμό» μιας πόλης (gentrification), πόσο «έγκυρη» μπορεί να είναι; Πόσο έγκυρη είναι μια τέτοια προοπτική «συντονισμού δυνάμεων», χωρίς την παρουσία εργαζομένων, μεταναστών, συλλογικοτήτων, φοιτητών, ανέργων κλπ. σε ισότιμη βάση (και όχι με πεντάλεπτα «ευγενικής παραχώρησης»), χωρίς την παρουσία μελών της ίδιας της κατάληψης που στεγάζει στο Λόφο εδώ και δεκατρία χρόνια τα κινήματα της πόλης και αποτελεί κεντρικότατο σημείο αναφοράς σε αντιφασιστικούς, εργασιακούς, οικολογικούς κλπ. αγώνες της πόλης;
Για άλλη μια φορά, έχουμε ασκήσεις επί χάρτου. Στο γνωστό μοντέλο μιας «επιτροπής» που στόχο έχει να παίρνει αποφάσεις με βάση τους δικούς της στόχους – και να τις νομιμοποιεί με επίκληση «των κινημάτων» και «της κοινωνίας» που τάχα μου συμβάλλουν – δίνεται ένας «χτύπος στον ώμο» στον Καταπιεσμένο και αποφασίζεται ερήμην του ότι «τώρα που έχει σοβαρέψει η υπόθεση του Λόφου Καστέλι, εμείς αναλαμβάνουμε».
Τα περί ανομίας στην αντίσταση είναι οξύμωρα. Τους νόμους ως γνωστόν τους φτιάχνουν οι κυριαρχίες. Αυτό που προβάλλεται στην υπεράσπιση του «νόμιμου» – ο νόμος ως «ηθικός μπούσουλας» – είναι πιο καλλιεργημένο ως κουλτούρα στους χώρους αντίστασης: εκεί δεν υπάρχει παιδική εργασία ή βιασμός, λειτουργούν κανόνες ισχυρότεροι από το εάν κάτι «είναι νόμιμο ή όχι».
Η αντίσταση εξάλλου, πώς να είναι «νόμιμη» όταν ο Καταπιεστής κατασκευάζει τους νόμους; Από τη στιγμή που χωρά στα σχέδια του Καταπιεστή παύει να αποτελεί αντίσταση. Ούτως ή άλλως ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η αντίσταση δεν μπορεί να μπει στο φάσμα του Νόμου, καθώς οι νομοθέτες και οι εφαρμογοί τους υπερασπίζονται πάντα το δίκαιο των καταπιεστών. Η ιδιαίτερη συνθήκη επομένως η Rosa Nera να μην είναι «νόμιμος χώρος» προάγει από μόνη της τη δυνατότητα-αναγκαιότητα της αυτοθέσμισης και της αυτοδιαχείρισης.
Η Rosa Nera πρέπει να μείνει και για έναν άλλο λόγο: είναι η μόνη φορά στην ιστορία του Λόφου, που σε ένα διοικητικό κτίριο γράφεται συλλογική ιστορία. Η μόνη φορά που αυτό το κτίριο δεν είναι κέντρο εξουσίας. Κι αυτό σήμερα – μαζί με την πλέον πολύχρονη ιστορία της κατάληψης και της συλλογικότητας Rosa Nera – αποτελεί δική της παρακαταθήκη.
έξι μήνες, από αξιοποίηση σε αξιοποίηση: ένα μικρό ιστορικό
Για όσους και όσες δεν παρακολούθησαν όλους τους μήνες την «υπόθεση Rosa Nera», παραθέτω μια περίληψη:
τον Απρίλη υπάρχουν βάσιμες πληροφορίες ότι το κτίριο της κατάληψης προορίζεται από το Πολυτεχνείο Κρήτης για μακρόχρονη εκμίσθωση σε ιδιώτη για εμπορική χρήση. Καλεί η συλλογικότητα Rosa Nera για αλληλεγγύη.
β. το Μάη οργανώνονται αλληλέγγυες δράσεις όπου στα κείμενα που μοιράζονται δίνονται τα πρώτα στοιχεία για την αδιαφανή διαδικασία που ακολουθείται από το Πολυτεχνείο.
γ. τον Ιούνιο δίνονται από το site της κατάληψης – ακολουθούν και εφημερίδες – πληροφορίες την προσωπική εμπλοκή του πρύτανη στην υπόθεση παραχώρησης, καθώς δημοσιοποιείται πλήθος νομικών στοιχείων που τον εκθέτουν. Δημόσια πρόσωπα παίρνουν θέση ενάντια στην εμπορευματοποίηση των ιστορικών κτιρίων και υπέρ του δημόσιου χώρου. Παράλληλα, επίσημοι φορείς δρουν στην κατεύθυνση της αναστολής της παραχώρησης, με τις πρώτες ενδείξεις μιας – απαγορευτικής για εμπορική χρήση – ιστορικότητας του συγκροτήματος των κτιρίων και συγκεκριμένα της πρώην 5ης Μεραρχίας.
δ. τον Ιούλιο εντατικοποιούνται οι γνώριμες δικομματικές συνήθειες σε έναν μιντιακό πόλεμο δηλώσεων και διαψεύσεων περί αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων ή σεβασμού της ιστορικότητας μιας πόλης, ένα δίλημμα που απλώνεται σε επιμέρους «πολιτικές διενέξεις» με ένα κυρίως χαρακτηριστικό: οι υπερασπιστές της ανάδειξης της ιστορίας και πολέμιοι της εμπορικής χρήσης αγνοούν επιμελώς την ύπαρξη ενός ζωντανού κέντρου αγώνα στην καρδιά της πόλης εδώ και δεκατρία χρόνια (!). Χαρακτηρίζουν τα κτίρια «εγκαταλελειμμένα» και προτάσσουν γενικά και αόριστα «να δοθούν στην τοπική κοινωνία».
ε. αρχές Αυγούστου επινοούνται διάφορες μορφές «πρωτοβουλίας» με ελάχιστη πραγματική απήχηση αλλά υπολογίσιμη ελεύθερη είσοδο στα τοπικά έντυπα και διαδικτυακά μέσα. Στο πεδίο της επιστημονικής προσέγγισης της ιστορίας – το πεδίο που πλέον παρουσιάζεται ως μοναδική αντιπρόταση στην εμπορευματοποίηση – προτάσσεται η αναγκαιότητα ανάδειξης των μνημείων και διαφύλαξης της ιστορίας. Αντλώντας κύρος από τις παρουσίες πρώην και νυν συνεργατών του Υπουργείου Πολιτισμού – που με την ευκαιρία βρίσκουν και αυτοί χώρο να εκφραστούν – κατατίθενται για πρώτη φορά συγκεκριμένες προτάσεις και μάλιστα με εύρεση χρηματοδότησης. Για τη λειτουργία ενός Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου κάνει λόγο η Οικολογική Πρωτοβουλία Χανίων – με χρηματοδότηση Erasmus+. Στη μεταφορά του Ιστορικού Αρχείου και τη δημιουργία Λαογραφικού Μουσείου αναφέρεται η Πρωτοβουλία Πολιτών για την Διάσωση των Μνημείων στο Λόφο Καστέλι – με χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Jessica ή κονδύλια ΕΣΠΑ. κλπ.
στ. μέσα Αυγούστου – μια βδομάδα μετά δηλαδή – μια τοπική δημοτική παράταξη («Πρώτα ο Άνθρωπος») που συμμετείχε στις συναντήσεις αυτών των «πρωτοβουλιών», καταθέτει γραπτά τη δική της πρόταση: «Η συμμετοχή μας θα είναι προς την κατεύθυνση συντονισμού όλων των δυνάμεων που προτάσσουν το δικαίωμα του Πολυτεχνείου να καταθέσει σχεδιασμό με κύριο χαρακτηριστικό τη σύνδεσή του με την πόλη, ο οποίος θα σέβεται την ιστορία της και το δημόσιο χαρακτήρα (ήδη υπάρχουν προτάσεις όπως η μεταφορά της Αρχιτεκτονικής Σχολής ή η δημιουργία Μεταπτυχιακού Ινστιτούτου Αναστύλωσης Μνημείων). Εναλλακτικά θα συζητήσουμε συμπληρωματικές προτάσεις, όπως η επιχορηγούμενη με αρκετά χρήματα μεταφορά του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης και η δημιουργία ενός Ιστορικού – Λαογραφικού Μουσείου, χωρίς να αποκλείουμε και άλλες προτάσεις που να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση».
Ενώ κανείς δεν το είχε ζητήσει (να βρεθεί «τοπικός συντονιστής»), ένας δημοτικός σύμβουλος που δηλώνει στη δημόσια εμφάνισή του αρχές του μήνα ότι «η Rosa Nera αποτελεί εμπόδιο στα σχέδια αξιοποίησης δημόσιου χαρακτήρα» προτείνει να συντονίσει «τα κινήματα» (!) ώστε να φύγει [έμμεσα όπως θα δούμε] η κατάληψη (αξιοσημείωτο είναι ότι η παράταξή του στηρίχθηκε από πολλούς αγωνιστές των Χανίων που γνωρίζουν από κοντά την πολύχρονη δράση της Rosa Nera και μάλιστα συμμετέχουν σε κοινές δράσεις). Βρίσκοντας ευκαιρία – στο «νεκρό πολιτικά καλοκαίρι» – να γεμίζουν πρωτοσέλιδα με τη διαμάχη για τη χρήση των κτιρίων του Λόφου, ο δημοτικός σύμβουλος κάνει αντιπολίτευση στο δήμαρχο – που τρέχει με τη σειρά του να προλάβει στη θητεία του τη χρηματοδότηση της Unesco για «ιστορικό κέντρο», καλό χαρτί για το βιογραφικό του.
Αρχίζουν οι τοπικοί πόλεμοι και οι δημόσιες αντιπαραθέσεις – απάντηση του ενός σε πρωτοσέλιδο Χανιώτικης εφημερίδας ότι ο άλλος είναι «άξιος αντιπολιτευτής», δηλώσεις ΣΥΡΙΖΑ Χανίων ενάντια στο να γίνει ξενοδοχείο κλπ. Είδαμε το δικομματικό διάλογο τον Ιούλιο, βλέπουμε την «εσωτερική διαμάχη της Αριστεράς στα Χανιά» τον Αύγουστο. Ας παίξουν το δικό τους παιγνίδι.
το Σεπτέμβρη έχουμε από τη μια τις συναντήσεις «Πρωτοβουλιών υπεράσπισης Μνημείων» όπου πατούν τρεις αλλά βγαίνουν σε εφημερίδες και κερδίζουν μιντιακές εντυπώσεις, από την άλλη το Υπουργείο Πολιτισμού που δεν παίρνει αποφάσεις για το χαρακτηρισμό της πρώην 5ης Μεραρχίας (αίτημα αναβολής από το Πολυτεχνείο) και τον βουλευτή που ανοιχτά δηλώνει ότι η σύμβαση εκμίσθωσης του κτιρίου που υπογράφτηκε από το Πολυτεχνείο είναι άκυρη. Παράλληλα, παίζεται έντονα στη μεγάλη εφημερίδα των Χανίων (που διαβάζεται σε όλο το Νομό) το θέμα του Ιστορικού Αρχείου: με άρθρα φαινομενικά «άσχετα», επανέρχεται μέρα παρά μέρα στην επικαιρότητα η αξία του αρχείου, η ανάγκη στέγασής του, ξένοι επιστήμονες που το επισκέπτονται και δεν χωρούν κλπ., ένας πόλεμος εντυπώσεων που σαφώς προετοιμάζει για τη διαχείριση-μουμιοποίηση-τουριστικοποίηση του Λόφου (όπως θα δούμε παρακάτω).
εμπορική αξιοποίηση vs ιστορική αξιοποίηση, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι σήμερα πλέον προωθείται μια προσέγγιση της «αξιοποίησης του κτιρίου» που ελάχιστα διαφέρει από την «ξενοδοχοποίηση», μια και αποτελούν δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Έχουμε από τη μια το σχεδιασμό ενός Boutique Hotel που παραπέμπει στην ιδιωτικοποίηση των «δημόσιων αγαθών» (δημόσια γη, αεροδρόμια, λιμάνια, υπέδαφος, ενέργεια, επικοινωνίες, νερό) με αιχμή την ιδιωτική χρήση της αγορασμένης με κρατικά κονδύλια περιουσίας των πανεπιστημίων. Αυτή η «αξιοποίηση» που αντανακλαστικά θυμίζει οτιδήποτε δημόσιο πουλήθηκε τα τελευταία χρόνια – μαζί με το γεγονός ότι προετοιμάστηκε μέσω της ισχυρής εξουσίας του πρύτανη και της δυνατότητάς του να χρησιμοποιεί το πόστο του για να παίρνει αποφάσεις μειοψηφίας (με όλα τα συμπεριλαμβανόμενα τεχνάσματα), καθιστούν την απόφαση της Εταιρίας Διαχείρισης της περιουσίας του Πολυτεχνείου Κρήτης άνευ κοινωνικής νομιμοποίησης και τις συγκεκριμένες διαδικασίες του Πολυτεχνείου διαβλητές.
Από την άλλη, έχουμε τις προτάσεις για «δημόσια χρήση» που με εργαστηριακή και μονομερή αντίληψη για το τι είναι ιστορία, συνοδεύονται και αυτές από εμπορικότατη χρήση: είναι «ο πολιτισμός που πουλάει». Σε αυτή συνηγορούν φυσικά όσοι επικαλούνται με ιδιοτέλεια την ιστορία ως «ανώτερη αξία», αλλά και ρομαντικοί κατασκευαστές της ιστορίας που προσκυνούν – όπως θα δούμε παρακάτω – πάλι το ίδιο μοντέλο, με τη διαφορά ότι αντί να στηρίζουν το «δόξα, χρήμα και αξιώματα» του παρόντος (τα όνειρα του πρύτανη), θέλουν έκθαμβοι να αναδειχτεί το «δόξα, χρήμα κι αξιώματα» του παρελθόντος. Οι τελευταίοι μάλιστα, ετοιμάζονται με την ίδια ευκολία που επέδειξε το Πολυτεχνείο με την πρόταση για Boutique Hotel, να εκτοπίσουν τον εγχώριο πληθυσμό από το ιστορικό κέντρο, να «λειάνουν» την ιστορία και να προβάλλουν ως «τουριστικό προϊόν» τη μακρόχρονη ιστορία στο Λόφο Καστέλι – κυρίως την ιστορία των μνημείων της διαχρονικά άρχουσας τάξης.
Τώρα που το Πολυτεχνείο έχει να αντιμετωπίσει νομικά εμπόδια στην προγραμματισμένη εκμίσθωση σε ιδιώτη (όπως αυτά που ειπώθηκαν δια στόματος υπουργού ότι η εμπορική χρήση ακινήτων του Υπουργείου Παιδείας είναι αδύνατη και τα τελευταία του βουλευτή που εγείρει νομικά εμπόδια), αυτό που πλασάρεται ως «λύση» είναι έτσι κι αλλιώς η εξαφάνιση της κατάληψης και η αντικατάστασή της από κάτι πιο «έγκυρο» ιστορικά. Όλες οι φωνές μιας τέτοιας αποκατάστασης της ιστορίας, που είτε αγνοούν τη Rosa Nera είτε την εχθρεύονται, από τον πρώην Περιφερειάρχη (ΝΔ) και το Συριζαίο βουλευτή, ως τους «σωτήρες της ιστορίας και του πολιτισμού», αναμένουν αυτή τη στιγμή μια νέα μελέτη του Πολυτεχνείου για την προτεινόμενη «ιστορική» και «δημόσια» ανάδειξη των κτιρίων. Τι ευτυχία! Σε λίγο το Πολυτεχνείο αλλάζει διοίκηση και θα μπορεί να εκπονήσει μελέτη αποκατάστασης Λόφου Καστέλι: με μια σύμπραξη Πολυτεχνείου, Περιφέρειας, Δήμου και Υπουργείου Πολιτισμού, ο φτωχός νοικοκύρης μπορεί να κοιμάται ήσυχος: αυτοί που γράψαν την ιστορία του εξαφανίζοντας κάθε ίχνος των προγόνων του, αναλαμβάνουν [πάλι] να διαφυλάξουν τη δική τους ιστορία, τη δική τους αίγλη και μεγαλείο.
Για ποια ιστορία λοιπόν μιλούν [πάλι]; Με ποιους σκοπούς και με ποιο αποτέλεσμα; Γιατί
συγκλίνουν όλοι αυτοί – εκ του αποτελέσματος – στην εκκένωση της κατάληψης;
Επειδή δεν χωράει στη δική τους ιστορία.
Για αυτό και πρέπει να μείνει.
η επιλεκτική αφήγηση της ιστορίας: με δόξα, χρήμα κι αξιώματα
H ιστορία, από το σχολείο ως τα ντοκιμαντέρ, τα βιβλία και τις εγκυκλοπαίδειες της ενήλικης ζωής, είναι μια περιγραφή μαχών, εξουσιών, προδοσιών και συμμαχιών, ημερομηνίες με ήττες, νίκες και ανακαλύψεις. Η προσοχή μας στρέφεται κυρίως σε στρατηγούς και βασιλιάδες, σε προέδρους και δικτάτορες, λιγότερο σε επιστήμονες, καλλιτέχνες ή φιλοσόφους – κι αυτό εφόσον συμβάλλουν στην «ένδοξη» ιστορία – και καθόλου στους πληθυσμούς που οδηγήθηκαν σε πολέμους, σε λιμούς, σε εξορίες ή σκλαβιά. Η ιστορία που μαθαίνουμε είναι η ιστορία της Εξουσίας και όχι η ιστορία των λαών. Μαθαίνουμε για τον Παρθενώνα αλλά στην ίδια σελίδα δεν υπάρχουν αυτοί που ζουν και πεθαίνουν στις στοές του Λαυρίου – που σε αυτούς χρωστά η τότε Αθήνα την ευμάρειά της. Ελάχιστες αράδες περιγράφουν τους φτωχούς: ανά τους αιώνες παρουσιάζονται ως «μάζα» που ενίοτε εκρήγνυται με τους ξυπόλητους στις Βερσαλλίες ή τους αγρότες στο Κιλελέρ, ενώ εδώ κι εκεί αναφέρονται μια σύζυγος ή μια κόρη σπουδαίου ανδρός – με τη γυναικεία παρουσία να εξαλείφεται και αυτή από την ιστορία. Ακόμα και στο πεδίο της αντίστασης, θυμόμαστε τον Σπάρτακο ή τον Τσε Γκεβάρα, τους «μπροστάρηδες της ιστορίας», ξεχνώντας τις διαδικασίες που τους ανέδειξαν, την ετοιμότητα και τη συμβολή των συντρόφων τους.
H προσέγγιση αυτή είναι άκρως διδακτική: αφενός επιβεβαιώνεται το μεγαλείο της άρχουσας τάξης – σαν να είναι «αναπόφευκτος φυσικός νόμος» να ηγούνται αέναα ελάχιστοι τη μοίρα όλων (και μάλιστα να τους εκμεταλλεύονται!), αφετέρου αναπαράγει την κυριαρχία της, γράφοντας τη δική της αφήγηση ως μοναδική έγκυρη ιστορία (με μικρές «παρενθέσεις» αποτυχημένων αντιστάσεων) – μια ιστορία όπου ο ανώνυμος λαός οδηγείται από «εκλεκτούς» και δεν χειραφετείται ποτέ από την ανάγκη καθοδηγητή
Όπως ακριβώς επινοούνται οι εθνικοί μύθοι για να δημιουργήσουν μια πλασματική κοινωνική συνοχή, έτσι ακριβώς η ιστορία όπως διδάσκεται αναπαράγει τους συσχετισμούς εξουσίας: αλλού o λαός και αλλού οι ηγέτες του, αιώνια η μνήμη για τους ηγέτες, αιώνια η λήθη για τους ασήμαντους. Με την επίπλαστη συλλογική μνήμη απ’ όπου έχουν εξαφανιστεί οι ασήμαντοι και οι ενοχλητικοί, οδηγείται ο σημερινός αναγνώστης της ιστορίας στο συμπέρασμα ότι δεν έχει καμιά σημασία η ζωή του, καμιά ισχύ η φωνή του. Η θεσμική ιστορία είναι ισχυρό εργαλείο χειραγώγησης: επιβάλει με το πλασάρισμα της ως «αλήθεια», την αναγνώριση του αναγνώστη σε έναν ρόλο, την υιοθέτηση μιας ταυτότητας και ενός ανήκειν, την αποδοχή μιας αποβλακωτικής «πραγματικότητας» όπου κάθε ίχνος διαφορετικής αντίληψης και αντιμετώπισης περνά απαρατήρητο – άρα μάταιο – στην επίσημη ιστορία.
Η κουλτούρα της ανάθεσης και της απάθειας δεν προέκυψε από το πουθενά. Ο αποκλεισμός ολόκληρων ομάδων και τάσεων από τη θεσμική ιστορία (φτωχοί, γυναίκες, νομάδες, μετανάστες, μειονότητες κ.ά.) διδάσκει πρωτίστως πόσο άφαντοι – και ανήμποροι – παραμένουν ό,τι κι αν κάνουν, όσοι δεν είναι «ισχυροί».
τα μνημεία κι ο πολιτισμός τους
Αν η ιστορία νομιμοποιεί την Εξουσία, τα μνημεία επιβεβαιώνουν τη διαχρονικότητά της.
Τα σημερινά ιστορικά κέντρα στην Ευρώπη έχουν οργανωθεί ώστε να αναδεικνύουν παλάτια, δικαστήρια, διοικητήρια, πανεπιστήμια ή εκκλησίες, κέντρα λήψης αποφάσεων του έκαστου πολιτεύματος – και μαζί αναδεικνύεται το αναλλοίωτο της ιστορίας τους. Ο κύριος οργανισμός εποπτείας των μνημείων ανά τον κόσμο είναι η Unesco, ένας καθόλου «ουδέτερος» παγκόσμιος οργανισμός σχετικά με το πώς χρησιμοποιείται η ιστορία: είναι η Εκπαιδευτική Επιστημονική και Πολιτιστική Οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών. Ο λαός – είτε οι τουρίστες είτε τα σχολεία, οι σύλλογοι ή και μεμονωμένα άτομα, καλείται να γνωρίσει τα μνημεία μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορία: ποιοι τα παρήγγειλαν, ποιοι τα κατοίκησαν και ποια γεγονότα εκτυλίχτηκαν σε αυτά. Προβάλλονται ηχηρά ονόματα και κάστες με κύρος, τσιμουδιά για τους χτίστες, τους μαραγκούς, το φούρναρη ή τον υπηρέτη, των οποίων τα αποτυπώματα σβήστηκαν.
H επιχειρούμενη αξιοποίηση του ιστορικού κέντρου στο Λόφο Καστέλι στοχεύει ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο Λόφος κατοικείται από την αρχαιότητα όπως αποδεικνύουν τα πρόσφατα ευρήματα, αλλά η γνωστή ιστορία του Λόφου – που περιλαμβάνει τα ως τώρα σωζόμενα κτίρια-μνημεία – αρχίζει πριν 8 αιώνες, με την απόφαση του Δόγη Βενετίας να εγκαταστήσει τον πυρήνα της πόλης εντός των τειχών. Τότε χωρίζει τη γη σε τεμάχια που δίνονται είτε σε ευγενείς για ιδιωτική χρήση – εκεί θα χτιστούν τα παλάτια και οι κατοικίες των αξιωματικών, είτε για δημόσια χρήση – εκεί θα χτιστούν εκκλησίες, δημόσια, στρατιωτικά και διοικητικά κτίρια. Με την ανέγερση της νέας πόλης εκτοπίζονται εκτός των τειχών όσοι κατοικούσαν ως τότε στο Λόφο. Οι φτωχοί βρίσκονται εκτός προστασίας από θαλάσσιες επιδρομές, ένα προνόμιο που απολαμβάνουν μόνο οι ευγενείς, ο κλήρος και οι ανώτεροι αξιωματικοί. Ωστόσο, αυτοί που εκτοπίστηκαν συνεχίζουν να έρχονται στην πόλη – αυτή τη φορά ως εργάτες μόνο και όχι ως κάτοικοι – και αυτοί είναι που λειτουργούν όλα τα κτίρια, τρέφουν, ντύνουν και στεγάζουν τους «προστατευμένους», επιστρέφοντας το βράδυ στις καλύβες τους στις παρυφές του Λόφου.
Τα κτίρια της περιοχής αλλάζουν χέρια ανά τους αιώνες μα καμιά στιγμή δεν αλλάζουν χρήση. Από τον 13ο αιώνα, είναι κτίρια Εξουσίας. Στη νεότερη ιστορία χτίζεται το κτίριο της 5ης Μεραρχίας (σημερινή Rosa Nera). Στο μπαλκόνι του εμφανίζεται ο Πρίγκιπας Γεώργιος επί Κρητικής Πολιτείας, το κτίριο γίνεται Κομαντατούρ των Ναζί και Διοικητήριο του στρατού στη Χούντα. Εγκατειλημμένο από τη Μεταπολίτευση και μετά, περνά από το Υπουργείο Αμύνης στο Υπουργείο Παιδείας και δίνεται στο Πολυτεχνείο το 1986, παραμένοντας ανενεργό μέχρι το 2004.
Αυτή είναι η ιστορία του Λόφου Καστέλι και των κτιρίων της, η ιστορία μιας προσδιορισμένης γεωγραφικά εξουσίας στην πόλη των Χανίων. Ο στόχος ανάδειξής του σε Ιστορικό Κέντρο – στο πρότυπο της Βενετίας – αποσκοπεί αφενός στη λείανση της ιστορίας (και την επιλεκτική μνήμη που αναφέραμε), αφετέρου στον «καλό» πλουτισμό – σε αντιπαράθεση με τον «κιτς πλουτισμό» του Ambassador Hotel. Αυτή είναι η είναι η «εργαλειακή ιστορία» των Καταπιεστών: η ιστορία που αποδίδει σε χρήμα και «περνάει» στον κοσμάκη ως «πολιτισμό». Αυτή είναι επίσης μια διαστρεβλωμένη ιστορία που ονομάζουμε «εργαστηριακή» – όπου δεν υπάρχουν πραγματικές ζωές σε αυτά τα τεράστια κτίρια, παρά μόνο φαντάσματα, «ιστορικά πρόσωπα» και «σπουδαίοι άρχοντες». Αυτή είναι η «επικίνδυνη ιστορία»: αυτή που αλλοτριώνει τη συλλογική μνήμη, σβήνοντας τα ίχνη της καθημερινότητας και των καθημερινών ανθρώπων. Αυτή που αναπαράγει την ιεραρχία, τους αποκλεισμούς, τη σιωπή, την ντροπή να μην σε αναφέρει ποτέ κανείς, η ιστορία που συμβάλλει στη απάθεια και στην πεποίθηση ότι είμαστε θεατές της ιστορίας μας και όχι συνδημιουργοί της.
η εμπορευματοποίηση του πολιτισμού [τους]
Υπάρχουν δυο τάσεις στον πολιτισμό της αντίστασης: η μια προτάσσει τον αποκλεισμό της αστικής τέχνης και την παραγωγή τέχνης από – και για – τους προλετάριους και μόνο (προσεγγίσεις στρατευμένης τέχνης κλπ.), η άλλη προτάσσει την επανοικειοποίηση της τέχνης και του πολιτισμού μαζί με τη γνώση των ταξικών αντιπαραθέσεων και του ρόλου της τέχνης στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων. Θέση αυτού του άρθρου είναι ότι η τέχνη και ο πολιτισμός δεν χαρίζονται: η κοινή ιστορία των Καταπιεστών και των Καταπιεσμένων καθιστά την τέχνη και τον πολιτισμό δημόσιο αγαθό – είτε πρόκειται για «αστική τέχνη» είτε για «λαϊκό πολιτισμό». Εξάλλου, o διαχωρισμός που θέτει την προσβασιμότητα σε περιορισμό, από μόνο του είναι ένας κοινωνικός και μορφωτικός αποκλεισμός. Τα αρχαία ελληνικά δεν ανήκουν στους εθνικιστές. Με το ίδιο σκεπτικό, θεσμικά προγράμματα εκπολιτισμού των ιθαγενών (ή αντίστοιχα επιμόρφωσης των εργατών) επιβεβαιώνουν την αποικιακή – εντός και εκτός – αντίληψη για το τι είναι τέχνη και πολιτισμός. Ξεκινάμε λοιπόν με τη θέση ότι τέχνη και πολιτισμός δεν είναι ξέχωρα πεδία από την καθημερινότητα, κι ότι η τέχνη και ο πολιτισμός είναι ζωντανά αγαθά και όχι μόνο μουσειακά εκθέματα προς θέαση.
Σήμερα ακόμα, ο πολιτισμός στην Ευρώπη βρίσκεται στα χέρια των Κρατών και των οικονομικών ελίτ. Οι ιδιωτικές συλλογές και οι ευεργέτες συμπράττουν με τα Κρατικά Μουσεία, τις Όπερες, τα Φεστιβάλ ή τις Μπιενάλε. Στα εγχώρια, οι φιλοχουντικοί εφοπλιστές διαθέτουν αυτή τη στιγμή τα κλειδιά της Αττικής: στον Φαληρικό όρμο βρίσκεται ο πολιτισμός (Εθνική Βιβλιοθήκη, Λυρική Σκηνή, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, σχολικών δραστηριοτήτων κλπ.), στο Ελληνικό η ψυχαγωγία (Καζίνο και Μαρίνες) και στην Αθήνα ο εξευγενισμός με την αναδιάπλαση του Κέντρου (Rethink Athens). Στα Χανιά, το μοντέλο ιστορικής ανάδειξης περιλαμβάνει τουριστική αξιοποίηση. Ένας πόλος έλξης για πλούσιους ντόπιους και ξένους, ένας μορφωτικός παράδεισος απ’όπου θα εκλείψουν οι φωνακλάδες αμόρφωτοι – θα μιλάνε σιγά οι εργαζόμενοι, θα λείπουν οι ιθαγενείς φτωχοί της Σπλάνζιας, οι εναπομείναντες κάτοικοι του Λιμανιού και οι ενοχλητικοί καταληψίες. Θα φανούν όλα τα τείχη και θα εξαφανιστούν τα φτωχά κτίσματα στην οδό Σήφακα (όπως ήδη έχει προγραμματιστεί). Θα φανούν τα μεγαλεία της ένδοξης πόλης και θα εξαφανιστούν οι σημερινοί κάτοικοι. Θα περπατήσουν οι περιηγητές στα χνάρια του Δόγη.
O μορφωτικός τουρισμός είναι ένας ραγδαία αναπτυσσόμενος τομέας που εξαλείφει την ενοχή του οικονομικού οφέλους. Πλουτίζουμε και εκπολιτίζουμε ταυτόχρονα. Στην προσπάθεια να έχει οικονομικά οφέλη η μεταφορά του Ιστορικού Αρχείου, η δημιουργία ενός Διεθνούς Εκπαιδευτικού Κέντρου ή ενός Λαογραφικού Μουσείου, αναφέρθηκε σε εκδήλωση η πρόταση για καφενείο με «δραστηριότητες πολιτισμού», με την υπόσχεση ότι «και σε άλλες ιστορικές πόλεις ο πολιτισμός επιφέρει πολλά κέρδη». Τα περί «δημόσιου χώρου» λοιπόν είναι παραμύθια. Ο πολιτισμός [τους] δεν έχει αυταξία: αιτιολογείται επειδή συμφέρει. Απευθύνεται για άλλη μια φορά σε αυτούς που πληρώνουν – ή τουλάχιστον έχουν εξοικειωθεί με την αστική κουλτούρα. Έτσι, η ίδια η εμπορευματοποίηση έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα των άδειων κρατικών ταμείων. Έτσι, τα λύνουμε όλα: αμ θα δείξουμε μια ένδοξη ιστορία, αμ θα πάρουμε και το κατιτίς μας.
Δεκατρία χρόνια…
H Rosa Nera από το 2004 ως τώρα προτάσσει την αυτό-οργάνωση και την πρωτοβουλία «από τα κάτω». Για πρώτη φορά στην ιστορία του, στο κτίριο όπου στεγάζεται εφαρμόζονται οριζόντιες και συλλογικές διαδικασίες.
Ναι, η Rosa Nera είναι μια συλλογικότητα που έτσι κι αλλιώς θα είχε πολιτική και κοινωνική δράση, όπου κι αν βρισκόταν. Στο συγκεκριμένο χώρο όμως, υψώνει αυτή τη στιγμή τη μόνη διαφορετική φωνή στις «αξιοποιήσεις» (εμπορική-ιστορική) που εξαφανίζουν όσα προάγει. Η Rosa Nera υπάρχει για να στεγάσει τα όνειρα και τις δράσεις όσων αντιστέκονται στην καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, στην εκμετάλλευση ανθρώπων και φύσης, στα σχέδια των εξουσιαστών, στον καθ' ησυχασμό και την απάθεια. Ένας «δημόσιος χώρος» δεν σημαίνει τίποτα από μόνο του: φασίστες αλωνίζουν σε δημόσιους χώρους.
Η συγκεκριμένη κατάληψη χρόνο με το χρόνο απελευθέρωσε δημόσιους χώρους και έθεσε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για ένα δημόσιο και ανοιχτό χώρο. Στο κτίριο υπάρχει ιστορία: η ιστορία όσων πέρασαν από κει, ιστορία πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, συλλογικοτήτων, μια ιστορία πολιτισμού και αλληλεγγύης, ιστορία συντροφικών συναντήσεων που συνδημιουργείται κάθε μέρα με όσους συμμετέχουν, η ιστορία της σύνδεσης με τους διαχρονικούς αγώνες, ένα σχολείο αυτομόρφωσης για το συλλογικό, την ισότητα και την ανιδιοτελή πολιτική. Σε αυτό το κτίριο οργανώθηκαν αντιστάσεις στα Χανιά, είτε από τη Rosa Nera είτε από άλλες συλλογικότητες και ομάδες, οργανώθηκαν δράσεις και συναντήσεις με συντρόφους μακρινούς, συμπράξεις σε τοπικά ζητήματα εντός και εκτός κατάληψης, εντός και εκτός Χανίων. Στην αυλή υπάρχει επίσης η ιστορία: αμέτρητες συναυλίες, παραστάσεις, καφενεία, γλέντια ή εκδηλώσεις, αναστηλώσεις της αρχαιολογίας, αμέτρητες μοναχικές βόλτες γειτόνων, φίλων, ξένων, παιδιών, κουβέντες σοβαρές ή κουβέντες εφήμερες και η πρόσφατη παιδική χαρά που ετοιμάζεται. Αυτή είναι η ζωντανή ιστορία, ο δρων πολιτισμός: η ιστορία των κινημάτων, των ανθρώπων, των αγώνων ενάντια σε κάθε αδικία.
Ενάντια στις «αξιοποιήσεις» που αποδεικνύουν ότι αξία έχει για κείνους ό,τι παράγει (μορφωτικό ή χρηματικό) κέρδος, η κατάληψη δεν είναι απλά ένας χώρος στα Χανιά με τις πέτρες και τα έπιπλά του, αλλά όλα αυτά που έγιναν, όσα γίνονται ή μπορούν να συμβούν σε αυτό το χώρο. Διότι ο πραγματικός δημόσιος χώρος κατά μια έννοια είναι μόνο ένα ανοιχτό και ζωντανό πλαίσιο, όπου στεγάζονται και διαμορφώνονται όσα αντιστοιχούν σε πραγματικές λαϊκές ανάγκες, επιθυμίες και αιτήματα.
H Rosa Nera πιθανά δε θα γίνει Boutique Hotel. Με την ίδια λογική όμως, δεν μπορεί να ενταχτεί σε κανένα Historic Tour of the Old City. Η κατάληψη είναι αυτό που ήταν πάντα: ένας φυσικός χώρος και μια συλλογικότητα. Και μια συλλογικότητα δηλαδή, και ο αδιαπραγμάτευτα ανοιχτός και δημόσιος χώρος της. Μαζί.
..όσο για τους λάτρεις της ιστορίας, ας σκεφτούν: αλήθεια, ποιανού την ιστορία και τον πολιτισμό προσκυνούν;
(Το κείμενο της Αλεξάνδρας είχε δημοσιευτεί στον τοπικό τύπο, στον Αγώνα της Κρήτης: http://agonaskritis.gr/%CE%B7-%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B8.../)