Πρόσφατα, ανάμεσα στα άλλα, διάβασα το κείμενο με τίτλο “Αναρχικά Έντυπα και Εφημερίδες στον ελλαδικό χώρο” στην αναρχική ηλεκτρονική σελίδα “Μπαλωθιά”: https://mpalothia.wordpress.com/2015/12/31/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%AD%CE%BD%CF%84%CF%85%CF%80%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%86%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B5/.
Επειδή -ειδικά όσον αφορά το ιστορικό του μέρος-, το κείμενο είναι, κατά τη γνώμη μου, αρκετά πρόχειρο και η ανάλυση στην οποία προχωρά είναι αρκετά επιπόλαιη και επιφανειακή, θα ήθελα να παραθέσω δύο γραμμές, κυρίως για την αποκατάσταση της ιστορίας.
Γράφει ο συντάκτης του κειμένου (παρατίθεται με τη δική του ορθογραφία): “… θα μου επιτρέψετε μια μικρή ανάδρομη που ίσως εκπλήξει μερικούς που θεωρούν το αναρχικό κίνημα, σαν ένα «φρούτο» με παρελθόν λίγων δεκαετιών στον ελλαδικό χώρο.
Κάνοντας ένα νοητό ταξίδι στον χρόνο και κατηφορίζοντας στην Πελοπόννησο στα τέλη της δεκαετίας του 1800 και στις αρχές του 1900, θα συναντήσουμε δυο πολύ σημαντικά έντυπα της εποχής, τις εφημερίδες «Επί τα Πρόσω» και «Νέον Φως» που κυκλοφορήσαν κάπου μέσα στο 1897 (αν δεν κάνω λάθος), η πρώτη στον Πύργο και η δεύτερη στην Πάτρα. Στην πορεία εμφανίστηκαν και άλλα φύλλα σε διάφορα σημεία της χώρας, χωρίς όμως να έχουν βιωσιμότητα και διάρκεια χρόνου”.
Το απόσπασμα αυτό είναι αρκετά ενδεικτικό της προχειρότητας με την οποία ο συντάκτης προσπαθεί όπως-όπως να τελειώνει με το θέμα του. Μέσα σε μια παράγραφο έξι προτάσεων καταφέρνει να φανερώσει όχι μόνο την πλήρη άγνοιά του όσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία -και, άρα, την πλήρως λανθασμένη παράθεσή τους-αλλά και το μη σεβασμό προς τους αναγνώστες του, χρησιμοποιώντας εξυπνακίστικες επινοήσεις του στυλ “αν δεν κάνω λάθος”, για να καλύψει την αγραμματοσύνη του.
Η μόνη αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η “Επί τα Πρόσω” κυκλοφόρησε στο διάστημα 1896-1898 στην Πάτρα, ενώ το “Νέον Φως” κυκλοφόρησε στο διάστημα 1898-1899 στον Πύργο, και ήταν το διάδοχο, κατά κάποιο τρόπο, εκδοτικό σχήμα της πρώτης.
Το πρώτο εκδοτικό εγχείρημα αποτέλεσε την πρώτη, κατά βάση, έντυπη έκφραση συγκεκριμένων αναρχοκομμουνιστικών τάσεων και απόψεων στον “ελλαδικό” χώρο, μιας και οι συντελεστές του δέχονταν τις απόψεις των Πιοτρ Κροπότκιν, Ζαν Γκραβ και άλλων, χωρίς όμως να αποτελούν έναν κλειστό κύκλο διανοουμένων. Οι προσβάσεις τους στο κοινωνικό κίνημα της Πάτρας και των γύρω χωριών ήταν αρκετά μεγάλες, αν λάβουμε υπόψη μας τα τότε ισχύοντα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δεδομένα. Ειδικά, η ανάμειξή τους στις αγροτικές εξεγέρσεις και στάσεις των γύρω από την πόλη τους χωριών, λόγω της κρίσης της σταφίδας που μάστιζε εκείνη την εποχή και ήταν ζήτημα που ανεβοκατέβαζε τοπικούς βουλευτές, κάποτε και κυβερνήσεις, αλλά και η ενεργός συμμετοχή τους σε απεργίες στην πόλη, π.χ. η απεργία των εργατών κατασκευαστών σταφιδοκιβωτίων κ.λ.π. -αν και αυτό συνέβη λίγο πριν την ίδρυση της “Επί τα Πρόσω”-, ήταν τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της όλης δράσης τους.
Το δεύτερο εκδοτικό εγχείρημα του Πύργου ήταν, όπως είπαμε, το “διάδοχο” εκφραστικό σχήμα των Πατρινών, αλλά ήταν περισσότερο ένα πολυτασικό σχήμα (περιλάμβανε από αναρχοκομμουνιστές μέχρι οπαδούς της ατομικής βίας και αναρχοχριστιανούς).
Και οι δύο εκδοτικές απόπειρες μαζί με τις ομάδες που τις διαχειρίζονταν και ολόκληρη η δραστηριότητά τους, έφτασαν σε ένα τέλος για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο κύριος λόγος ήταν η άμεση καταστολή, που εκφράστηκε με συλλήψεις, αλεπάλληλες δίκες και φυλακίσεις, κυρίως εξαιτίας του θορύβου, των φόβων και των αντιδράσεων που προκάλεσαν οι αγωνιστές αυτοί στα τοπικά και μη οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Ένα από τα πιο ισχυρά προσχήματα για να εξαπολυθεί κύμα καταστολής σε βάρος τους, ειδικά εναντίον των Πατρινών αναρχικών, ήταν και η ενέργεια ατομικής, τρομοκρατικής βίας του Δημήτρη Μάτσαλη το 1896 στο κέντρο της Πάτρας, αλλά και μικρότερα παρόμοια περιστατικά, χωρίς να αποκλειστεί, βέβαια, το ενδεχόμενο οργανωμένης προβοκάτσιας σε βάρος του κινήματος από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Οι άλλοι, επίσης ισχυροί, λόγοι του τέλους του αναρχικού κινήματος της Δυτικής Πελοποννήσου, ήταν η οικονομική ανέχεια, η εκτεταμένη εξαθλίωση των λιγοστών εργατών των πόλεων και της μεγάλης αγροτικής μάζας και η μαζική μετανάστευση. Ακόμα και αριθμός ντόπιων αναρχικών μετανάστευσε στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Αίγυπτο, ίσως και αλλού), αλλά και στην Αθήνα, όπου έγινε προσπάθεια, σε συνεργασία με αναρχικούς της πρωτεύουσας, να δημιουργηθούν ομάδες και να αρχίσει εκ νέου μια δράση. Κάτι που, όμως, δεν κατορθώθηκε ποτέ. Το διάστημα 1900-1901, κάθε οργανωμένη αναρχική δράση στον “ελλαδικό” χώρο πολύ απλά σταμάτησε να υπάρχει. Φυσικά, να ειπωθεί ότι οι διαδικασίες αυτές συνέβαιναν με όλο το φάσμα της κοινωνίας και όχι μόνο με τους αναρχικούς.
Ο συντάκτης του κειμένου εμφανίζεται σίγουρος ότι “στην πορεία εμφανίστηκαν και άλλα φύλλα σε διάφορα σημεία της χώρας, χωρίς όμως να έχουν βιωσιμότητα και διάρκεια χρόνου”. (!) Αποδεικνύει ξανά εδώ, όχι μόνο την πλήρη άγνοιά του, αλλά και την περιφρόνησή του προς τους αναγνώστες του. Δηλαδή, δεν θα αναρωτήθηκε κανείς, ούτε ένας, από όσους διάβασαν αυτό το κείμενο, ποια ήταν αυτά τα φύλλα και γιατί δεν είχαν βιωσιμότητα και διάρκεια χρόνου;
Η πικρή -όχι μόνο για τον συντάκτη, αλλά για όλους μας- ιστορική αλήθεια είναι ότι από τη διάλυση των αναρχικών ομάδων της Δυτικής Πελοποννήσου μέχρι και την, ας πούμε οργανωμένη, επανεμφάνιση των αναρχικών στον “ελλαδικό” χώρο τον Νοέμβρη του 1973, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, δεν υπήρξε καμία απολύτως αναρχική ομάδα, κίνηση ή άλλο σχήμα, πόσο μάλλον κάποια καθαρά αναρχική έκδοση. Οι λίγοι αγωνιστές που εμφορούνταν (και) από αναρχικές ιδέες, αποτέλεσαν μέρη άλλων, ευρύτερων σχημάτων, ή συμμετείχαν σε εκδόσεις στις οποίες δημοσιεύονταν άρθρα και εργασίες (και) αναρχικών ή φιλοαναρχικών τάσεων. Ελάχιστοι και μετρημένοι στα δάκτυλα ήταν οι αναρχικοί εκείνοι που ήταν ξεκάθαροι στις απόψεις τους και στη δράση τους, αλλά δρούσαν μέσα σε ευρύτερα, συνδικαλιστικά κυρίως, σχήματα (όπως ο Ηρακλής Αναστασίου στις δεκαετίες 1900 και -ίσως- 1910 (μιας και είτε πέρασε στο μαρξισμό είτε ιδιώτευσε - δεν υπαρχουν διαθέσιμα στοιχεία ), και ο Σταύρος Κουχτσόγλους - κατά τη γνώμη μου ο πλέον ολοκληρωμένος αναρχικός της εποχής εκείνης στον “ελλαδικό” χώρο με πλούσια δράση).
Ακόμα και για τους αναρχοσυνδικαλιστές του Βόλου του 1909-1911 καθώς και για τους αγωνιστές γύρω από τις εκάστοτε ομαδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Σπέρα το 1918-1925, πάλι δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ήταν οργανωμένες ομάδες (παρά τη συστηματική τους δράση, στην περίπτωση των Βολιωτών) ή ακόμα και για το αν ήταν πράγματι ξεκάθαροι αναρχοσυνδικαλιστές (στην περίπτωση του Κ. Σπέρα και των συν αυτώ). Και αυτό λόγω, κυρίως, της έλλειψης ιστορικών στοιχείων που να συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.
Όμως, ο συντάκτης του κειμένου συνεχίζει το αν-ιστορικό του ταξίδι: “Συνεχίζοντας αυτό το ταξίδι μας στο παρελθόν και μετά την καθιέρωση της αστικής δημοκρατίας (sic) στην πιο σύγχρονη εποχή, έχουμε κάποια έντυπα να κυκλοφορούν την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, χωρίς όμως να μπορούμε να τις ονομάσουμε ακριβώς εφημερίδες, ίσως ούτε καν έντυπα. Όμως, σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια, η Ομόνοια, ακόμα και μέσα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, αυτά κυκλοφορούσαν και πάλι χέρι με χέρι κάτω από την μύτη των μπάτσων”. Μα, ποια ήταν αυτά τα έντυπα που δεν ήταν καν …έντυπα; που κυκλοφούσαν … κάτω από τη μύτη των μπάτσων; Άλλωστε, η περίοδος της χούντας χρονικά είναι πολύ πιο κοντά στη σημερινή μας περίοδο από ό,τι η στροφή του 19ου με τον 20ό αιώνα και τα ιστορικά στοιχεία πολύ περισσότερα και πιο ευρέως διαδεδομένα και δοσμένα μέσα από πάμπολλες εργασίες, βιβλία, ιστοσελίδες, ντοκιμαντέρ κ.ο.κ. Θα προέτρεπα τον συντάκτη να κάνει μια σχετική έρευνα και να μας παρουσιάσει τα ευρήματά του…
Στη συνέχεια ο συντάκτης παραβλέπει πλήρως τον, έστω με κουτσουρουμένους τρόπους να σταθεί στα πόδια του και να συγκροτηθεί κάπως, αναρχικό “χώρο” κυρίως της Αθήνας, στο διάστημα των πρώτων χρόνων από τη λεγόμενη μεταπολίτευση (1974-1978 ή και 1980): “Με το ένα και το άλλο, φτάνουμε στην δεκαετία του 80, όπου ο αναρχικός χώρος όχι μόνο κινούταν δραστήρια και χωρίς προσχήματα…”.
Πιο κάτω παραθέτει μια σειρά εντύπων που - κατ’ αυτόν- κυκλοφορούν σήμερα: “Άπατρις, Διαδρομή Ελευθερίας, Αντίπνοια, Δράση, Sarajevo Mag, Κουκουλοφόρος, Μαύρη Σημαία, Βαβυλωνία, Γκιλοτίνα, Επί τα Πρόσω, Διαδρομή”. Μόνο που η αλήθεια είναι ότι από αυτά τα έντυπα δεν γνωρίζω τη “Δράση” (εκτός αν εννοεί την “Εργατική Δράση” η οποία ήταν γενικότερη εργατική εφημερίδα και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξεκάθαρα αναρχική). Το “Sarajevo Mag” δεν θεωρείται καν αναρχικό, αυτόνομο ίσως… Ο “Κουκουλοφόρος” κυκλοφόρησε μόνο ένα ειδικό τεύχος με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Η “Επί τα Πρόσω” υπήρξε η πρώτη εφημερίδα της ΕΣΕ (Ελευθεριακή Συνδικαλιστική Ένωση) και έχει σταματήσει, ενώ, τέλος, αγνοώ παντελώς τη “Διαδρομή”.
Συμφωνώ με τον συντάκτη ότι “Tο να σφυρηλατήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο να εμπνέεται από τις αναρχικές ιδέες και να είναι ικανό να αντιστρέψει αυτή την αντιδραστική ροπή, αποτελεί τεράστιο καθήκον. Kαι εδώ είναι αυτό στο οποίο έγκειται η αληθινή επικαιρότητα των αναρχικών ιδεών και η ανάγκη διάδοσής τους, τόσο έντυπα όσο και ηλεκτρονικά”.
Δεν ξέρω πότε γράφτηκε το εν λόγω κείμενο. Ίσως γράφτηκε 4-5 χρόνια πριν και δόθηκε τώρα (τέλη του 2015) στη δημοσιότητα, αφήνοντας τις ιστορικές ανακρίβειες και παραλείψεις άθικτες. Δεν γνωρίζω το λόγο γι’ αυτό. Εκείνο που γνωρίζω είναι, ότι όπως έγραψα και πριν, στην κατεύθυνση να διατηρήσουμε ζωντανή την “αληθινή επικαιρότητα των αναρχικών ιδεών και η ανάγκη διάδοσής τους, τόσο έντυπα όσο και ηλεκτρονικά”, η βαθιά και ενδελεχής γνώση της ιστορίας μας ως κινήματος και η απόκτηση της ανάλογης συνείδησης, δεν περνά, κατ’ ουδένα τρόπο, μέσα από επιπολαιότητες και προχειρότητες, για να δείξουμε, ίσως, “έργο”…
Δημήτρης Τρωαδίτης