Άρθρο του Ηρακλή Αναστασίου όπου επιχειρηματολογεί κατά των βουλευτικών εκλογών και της αντιπροσώπευσης και το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 49 του «Σοσιαλιστή», σελ. 1, 19-26 Δεκεμβρίου 1893:
«Η ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΩΣ ΑΠΟΡΡΟΙΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ
Ουδεμία άλλη μεγαλειτέρα φρεναπάτη δύναται να υπάρξη εκείνης του να υποθέση τις ότι εις άλλος δύναται να του αντιπροσωπεύση τα ίδια συμφέροντα, καλλίτερον του ιδίου εαυτού του. Και όμως το τοιούτον υφίσταται ως βάσις καθεστώτος κοινωνίας, χάρις εις τους, τέλεον απομωραθέντας δια της στερήσεως, εγκεφάλους των ανθρώπων ευρισκομένους εν ανωμάλω καταστάσει λειτουργίας, ως εκ της σταθεράς ιδέας της πάλης διά την αυτοσυντήρησιν.
Από του παχυδέρμου χρηματιστού και εκμεταλλευτού βιομηχανικού κατέργου, μέχρι του θύματος, του πτωχοτέρου των μισθωτών, εξ ίσου υπερμάχουσιν και κόπτονται υπέρ του θεσμού της αντιπροσωπείας· οι μεν όπως την καταλάβωσιν, οι δε όπως την δώσωσι.
Και το μεν πράγμα φαίνεται λίαν φυσικόν δια τους πρώτους, ως εξασφαλίζον αυτοίς τα, κακώς εννοούμενα, συμφέροντά των, διά δε τους δευτέρους ερωτώμεν. Ποία είνε τα συμφέροντα άτινα τοις αντιπροσωπεύουσι; Μήπως ποτέ το μίσθωμα του εργάτου αυξάνει ή ελαττούται τη νομοθετική επεμβάσει ή συνεργεία δείνος ή δείνος αγύρτου πολιτικοκηφήνος; Μήπως ποτέ το κράτος εγένετο ο μεσάζων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας; Το εναντίον μάλιστα πράττει. Παρέχει πάντα τα μέσα της βίας, κατασταθέντα νόμιμα διά της παραδόσεως και του χρόνου, όπως εξασφαλίζη και υποστηρίζη το κεφάλαιον, συγκρατή δε και καταπιέζη εξ άλλου την εργασίαν.
Περιττήν νομίζομεν την λεπτομερή απόδειξιν. Οι πάσχοντες εργάται, οι υπό τον ζυγόν του κεφαλαίου πύπτοντες, και ους τούτο διαθέτει και εκμεταλλεύεται τους βραχίονάς των διά της κτηνώδους βίας της εκ των θεσμών απορρεούσης εξουσίας, εάν άπαξ και μόνον ανανήψωσι του ληθαργούντων, σκεφθώσι, ερευνήσωσι και θέσωσι προ αυτών τα πολλά διατί της πολυμόρφου δυστυχίας των, θα κατανοήσωσιν εις έκαστος ιδία, πόσον είναι ένοχοι απέναντι εαυτών και της κοινωνίας, διά την ληθαργικήν αδράνειαν και ολιγωρίαν των ιδίων συμφερόντων αρρήκτως συνδεδεμένων και αλληλεγγύων μετ’ εκείνων των συντρόφων της δυστυχίας των.
Τι το συγκρατούν και παρατείνον την ιδιοκτησίαν, μονοπώλιον αποκλειστικόν των αέργων εκμεταλλευτών του ιδρώτος μας; Τι το αποστερούν ημάς των μέσων της παραγωγής; Τι το εξαναγκάζον, δίκην ανδραπόδων, ίνα ολιγαρχία βδελλών του κοινωνικού σώματος καταναλίσκει παν το υφ’ ημών παραγόμενον, να μας εγκαταλείπη δε μόνον τα ψυχία της τραπέζης του, ίνα μη αποθάνωμεν της πείνης; Το κράτος και μόνον το κράτος.
Διατί τόσον απεμωράνθημεν, ώστε οι ίδιοι να συντελώμεν εις ύπαρξιν και εξασφάλισιν κράτους, δημιουργούντες ημείς αυτοί την νομοθετικήν εξουσίαν εξ ης απορρέει η εκτελεστική, τουτέστι το κράτος; Και αφού η πολιτική μας εγκυμονεί και γεννά το κράτος, ούτινος αποκλειστικός προορισμός είνε η καταπίεσις των εχόντων μόνον τους βραχίονάς των όπως πορισθώσι τα προς το ζην, διατί προσφερόμεθα εις τας κάλπας προς εκλογήν των δημίων μας;
Τα συμφέροντά μας ουδείς άλλος θ’ αντιπροσωπεύση ποτέ καλλίτερον από ημάς τους ιδίους συνασπιζομένους αλληλεγγύως επί τω αυτώ κοινώ σκοπώ - την χειραφέτησίν μας εκ του Κεφαλαίου. καθ’ ην ημέραν οι κύριοί μας ίδωσιν ότι απέχομεν του δολώματος-κάλπης των, δεικνύοντες εις αυτούς εντελή αδιαφορίαν και περιφρόνησιν προερχομένην εξ αυτοσυνειδήσεως.- Ε! Ε! τότε θα αρχίσουν να σκέπτωνται ότι εγγύς είναι το τέρμα της ληστείας των. - Θα τρομάξωσι εκ της υποβωσκούσης οργής μας εκδηλουμένης δια της βαθμιαίας εξαφανίσεως της καθιερώσεως πλέον εν τω εγκεφάλω μας της προλήψεως των διεπόντων την κοινωνίαν κακούργων θεσμών.
ΗΡΑΚΛΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ».