Του Φίλιππα Κυρίτση
Τριάντα χρόνια περάσανε από εκείνη την Πρωτομαγιά, του 1977, που οι αναρχικοί στην Ελλάδα, μην αντέχοντας άλλο να βρίσκονται συνέχεια στην άμυνα απέναντι στους κάθε είδους διώκτες, συκοφάντες και υβριστές τους, περάσανε στην αντεπίθεση και συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους αιώνιους διώκτες τους, τους μαρξιστές, ξεκινώντας μια πορεία βίαιης αντιπαράθεσης που συνεχίζεται ακόμα.
Από εκείνην την Πρωτομαγιά σώζεται μια πολύ όμορφη αφίσα που βρίσκεται στα χέρια της Σύλβιας Παπαδοπούλου, η οποία αρνήθηκε να μου επιτρέψει να την φωτοτυπήσω, δικιολογούμενη ότι την έχει μόνο σε κάδρο. Ενδιαφέρθηκα προσωπικά γι’ αυτήν την αφίσα γιατί στην φωτογραφία του αναρχικού μπλοκ της Πρωτομαγιάς του 1977 φιγουράρω κι εγώ. Η αφίσα αυτή κάτω από την φωτογραφία του αναρχικού μπλοκ έχει ένα τσιτάτο του καρδιναλίου Ρετζ, όπου ο καρδινάλιος προειδοποιεί τους εχθρούς κάποιου μειοψηφικού κινήματος της εποχής του (το κίνημα της Σφενδόνης;) ότι η δύναμη του κινήματος αυτού βρίσκεται στην πίστη που έχει το ίδιο για την δύναμή του. *
Συγκριτικά, η χρονιά αυτή, το 1977, ήταν σχετικά ανώδυνη για τους αναρχικούς στην Ελλάδα (παρά τα βασανιστήρια και τις ολιγόμηνες φυλακίσεις που υποστήκανε) σε σχέση με αυτά που υπέστησαν οι σύντροφοί τους στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σε όλη την Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία και στην Γερμανία η αντιπαράθεση των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών γενικότερα με το κράτος έφθασε στην κορύφωσή της και το κίνημα στις χώρες αυτές είχε όχι λίγους νεκρούς. Στην γειτονική Τουρκία η αστυνομία χτύπησε τους διαδηλωτές της Πρωτομαγιάς στην πλατεία Ταξίμ της Ισταμπούλ αφήνοντας 37 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες στον τόπο των επίθεσης της. Το 1977 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το κίνημα της αμφισβήτησης, που δημιουργήθηκε την δεκαετία του ’60 και υιοθέτησε την ένοπλη αντιπαράθεση με το κράτος την δεκαετία του ’70. Οι Ιταλοί, τα λίγα χρόνια πριν και μετά το 1977 (μέχρι την άγρια καταστολή του κινήματος μετά την δολοφονία του αρχηγού του κυβερνητικού Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος Άλντο Μόρο το 1978) τα ονομάζουν Χρόνια του Μολυβιού (annidipiombo).
Εκείνη την εποχή οι αναρχικοί ήμασταν πράγματι πολύ λίγοι (καμιά εκατοστή άτομα). Όμως η πίστη μας στο δίκιο μας και η αποφασιστικότητά μας μας έκανε πράγματι επικίνδυνους. Όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ιδιαίτερα με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφορικών της καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη την δεκαετία του ’90 και την σφαγή στην πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου το 1989, αν μη τι άλλο, ότι είχαμε το δίκιο με το μέρος μας, όταν συγκρουόμαστε με τους μαρξιστές. Και από την μεταπολίτευση του 1974 μέχρι σήμερα, οι αναρχικοί υπήρξαν οι μοναδικοί που σαν χώρος και όχι σαν συνωμοτικές ομάδες ένοπλης δράσης («κομμάντος των πόλεων») συγκρούστηκαν πραγματικά με την κάθε μορφής εξουσία στην Ελλάδα, με κόστος πολύχρονες φυλακίσεις, μέχρι και νεκρούς.
Απ’ ό,τι φαίνεται, οι αγώνες αυτοί δεν πήγανε χαμένοι. Όχι γιατί σήμερα ο χώρος μας αριθμεί χιλιάδες αγωνιστές (ουκ εν τω πολλώ το ευ) αλλά γιατί οι αναρχικοί (άσχετα αν δεν αποδέχονται αυτόν τον χαρακτηρισμό όλοι οι αντιεξουσιαστές) είναι οι μόνοι που επιτίθενται έμπρακτα στους νόμιμους εγκληματίες (μαφιόζους) που προστατευμένοι μέσα σε θεσμούς όπως η Αστυνομία, η Δικαιοσύνη και η Σωφρονιστική Υπηρεσία εγκληματούν χωρίς να διώκονται και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Και τα εγκλήματα τους γινόντουσαν και γίνονται καθημερινά. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς… Τα βασανιστήρια και τους φόνους μέσα στα αστυνομικά τμήματα και τις φυλακές; Τους βιασμούς και την αναγκαστική πορνεία δεκάδων χιλιάδων κοριτσιών; Τους φόνους μεταναστών στα σύνορα; Τις ωμές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των τσιγγάνων (Ρομά) και των εθνικών μειονοτήτων και των ομοφυλοφίλων; Εγκλήματα που η ελληνική Δικαιοσύνη αφήνει κατά κανόνα ατιμώρητα με συνέπεια η Ελλάδα να σωρεύει δεκάδες καταδίκες σε βάρος της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο;
Μόνο οι αναρχικοί και οι αντιεξουσιαστές γενικότερα με τις επιθέσεις τους στις λυκοφωλιές που γίνονται αυτά τα εγκλήματα (π.χ. Α.Τ. Αγίου Παντελεήμονα, Τελωνείο της Πάτρας, Α.Τ. Ίλιου) ή ακόμα και με τις δυναμικές διαμαρτυρίες τους σε πόλεις της επαρχίας, όπου οι εγκληματίες κυκλοφορούν ανενόχλητοι, χωρίς καν να κρύβονται, όπως η Αμάρυνθος, σηκώνουν το φορτίο της κοινωνικής αυτοάμυνας απέναντι στο τυπικά παράνομο, όμως ουσιαστικά νόμιμο, κρατικό έγκλημα. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι οι αγώνες μας που ξεκινήσανε από την δεκαετία του ’70 δεν πήγανε χαμένοι.
Σε αυτούς τους αγώνες και στις ιδέες που είχαμε εκείνη την εποχή, και συγκεκριμένα στα επεισόδια της Πρωτομαγιάς του 1977, αναφέρεται η παρακάτω προκήρυξη που βγάλαμε στο σπίτι ενός από τους κορυφαίους θεωρητικούς του χώρου μας λίγες μέρες μετά την Πρωτομαγιά του 1977 και σήμερα, δυστυχώς, δεν βρίσκεται στην ζωή, όπως δεν βρίσκεται στη ζωή και ο άλλη κορυφαία φυσιογνωμία του χώρου μας ο Χρήστος Κωνσταντινίδης που έλαβε ενεργό μέρος σε όσα εξιστορούνται στην παρακάτω προκήρυξη.
* Σημείωση: Μετά την δημοσίευση του παραπάνω κειμένου και της παρακάτω προκήρυξης στην ιστοσελίδα μου, η αφίσα αυτή κυκλοφόρησε ξανά και μοιράστηκε προς πώληση στις διάφορες αναρχικές και αντιεξουσιαστικές συλλογικότητες και βιβλιοπωλεία με σκοπό τα έσοδα από τις πωλήσεις της να διατεθούν για την ενίσχυση των πολιτικών κρατούμενων.
Ε Μ Ε Ι Σ Ε Ι Μ Α Σ Τ Ε Ο Ι Π Ρ Ο Κ Λ Η Τ Ι Κ Ο Ι
Ρ Ο Μ Α Ν Τ Ι Κ Ο Ι Κ Α Ι Ο Ρ Γ Ι Σ Μ Ε Ν Ο Ι
«Κάνουμε επείγουσα έκκληση στην τάξη των μισθωτών να εξοπλιστεί και να προβάλλει ενάντια σ’ όλους τους εκμεταλλευτές της το μοναδικό επιχείρημα που μπορεί να είναι αποτελεσματικό: τη Β Ι Α!»
Αύγουστος Σπάιζ, 1885
(Ένας από τους αναρχικούς επαναστάτες που απαγχονίστηκαν για τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς του 1886, στο Σικάγο).
ΣΗΜΕΡΑ, σαν άνθρωποι που έχουμε αποφασίσει να μην επιτρέψουμε σε κανένα να μας επιβάλλει τον έλεγχό του, αντιμετωπίζουμε καθημερινά την εξουσία σ’ όλες της τις μορφές: η ύ π α ρ ξ η της αστυνομίας αποτελεί για μας καθαρή π ρ ό κ λ η σ η. Η γενικευμένη αστυνόμευση της κοινωνίας που εφαρμόζεται μέσα από την οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και τελικά ιεραρχική δόμηση της οικογένειας, του σχολείου, του εργοστασίου, του κόμματος, του συνδικάτου και του στρατού βρίσκει την αποθέωσή της στην απροκάλυπτη αστυνομική καταστολή. Όποιος τελικά δεν δέχεται να υποταχτεί στην επιβίωση που επιβάλλουν όλοι οι καταπιεστικοί θεσμοί έχει να αντιμετωπίσει το ρόπαλο των μπάτσων που καταστέλλουν έμπρακτα κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης αυτονομίας.
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ της Πρωτομαγιάς, τη στιγμή που οι εργατοπατέρες Παπαγεωργίου και Καρακίτσος έλεγαν πως «θεμέλιο για την προκοπή των εργαζομένων είναι η ειρήνη. Μέσα στην παγκόσμια ειρήνη τοποθετούμε την εθνική μας ανεξαρτησία» ή πως «χρειάζεται να προφυλάξουμε το κίνημα από τα Σωματεία, όλοι στο Ε.Κ.Α.» και μια αγέλη εργατών-φοιτητών συμφωνούσε μαζί τους, εμείς δίναμε μια άλλη διάσταση της Πρωτομαγιάς. Θέσαμε την «διάγνωση» ότι το πραγματικό ζήτημα είναι η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, ότι τα κόμματα δεν εμφανίζουν τίποτα άλλο παρά την αθλιότητα της στρατηγικής τους για την κατάληψη της εξουσίας, που θεμελιώνεται με την διατήρηση των βασικών σχέσεων εκμετάλλευσης, ότι η δημοκρατία σαν οργάνωση του διαχωρισμού είναι δημοκρατία του κεφαλαίου, ότι οι κάθε λογής ηγέτες ικανοποιούν μόνο την απληστία μας για εκτόνωση-εκκένωση.
ΚΑΝΑΜΕ ξ ε χ ω ρ ι σ τ ή συγκέντρωση την Πρωτομαγιά, στην οδό Τοσίτσα γιατί θέλαμε να τονίσουμε την διάσταση ανάμεσα στην πρακτική μας και την πάγια τακτική καταστολής που ακολουθεί το παραδοσιακό εργατικό κίνημα. Στην συνέχεια, προχωρήσαμε προς το κέντρο της Αθήνας. Πολλοί εργαζόμενοι συμμετείχαν στην πορεία αηδιασμένοι από τους εργατοπατέρες. Τα συνθήματα που φωνάζαμε ήταν: «Κάτω το Κράτος, η Εξουσία – Εργατική Αυτονομία», «Όχι στο μπουρδέλλο της Γ.Σ.Ε.Ε.», «Θάνατος στ’ Αφεντικά, Δεξιά κι Αριστερά», «Κόμματα νταβάδες της εργατιάς», «Κομμουνισμός, Ελευθερία – Αυτή είναι η Αναρχία», «Κάθε μέρα Πρωτομαγιά – Κάτω η Μισθωτή Σκλαβιά». Στη Χαλκοκονδύλη τα γουρούνια της αστυνομίας θέλησαν να μας εμποδίσουν να συνεχίσουμε. Δεν ζητήσαμε και δεν πρόκειται να ζητήσουμε από κανένα γουρούνι την άδεια για να καθορίσουμε το χώρο και τον χρόνο που θα αγωνιστούμε και θα ζήσουμε. Απέναντι στην Κρατική βία αντιτάξαμε την αυτοάμυνά μας. Αποδείξαμε ότι είναι οι βόμβες μολότωφ και όχι οι ανώδυνες διαμαρτυρίες που υπολογίζουν οι μπάτσοι. Μετά την πρώτη σύγκρουση με την αστυνομία σταθήκαμε συγκεντρωμένοι στην διασταύρωση της Στουρνάρα και Πατησίων εξακολουθώντας να φωνάζουμε τα συνθήματά μας. Τότε το Ε.Κ.Κ.Ε., παρουσιάζοντας στην πράξη μια κλασσική μετατόπιση της γραμμής άμυνας του κεφαλαίου, ρίχνεται απροκάλυπτα στη «μάχη» προσπαθώντας να εξαλείψει τις δυνατότητες έκφρασης μιας σύγκρουσης.
ΟΤΑΝ ΤΟ Ε.Κ.Κ.Ε. έγινε μια μάζα από μπάτσους, οι μπάτσοι έγιναν Ε.Κ.Κ.Ε. Τους χτυπήσαμε όχι σαν ιδεολογικούς σχηματισμούς αλλά σαν συγκεκριμένους φορείς εξουσίας. Τα «όπλα» που είχαν πολλοί από μας είναι η απόδειξη της γενικευμένης αστυνόμευσης απέναντί μας, είτε αυτή εκφράζεται με τους μπάτσους, είτε με τους τραμπούκους της ΚΝΕ, του Κ.Κ.Ε. μ-λ (Σάββατο) και του Ε.Κ.Κ.Ε. (Κυριακή) στο Πολυτεχνείο. Στην συνέχεια, ομάδες συντρόφων μας έστησαν οδοφράγματα στη Στουρνάρα και στην Πλατεία Βάθης και προσπάθησαν να κάψουν το αυτοκίνητο του υπουργού Δημόσιας Τάξης Σταμάτη. Δυστυχώς, κατόρθωσε να ξεφύγει.
Ο ΤΥΠΟΣ σαν «τέταρτη εξουσία» μιλάει αυτές τις μέρες για «αναρχικούς», τρομοκράτες, εγκληματίες, αντικοινωνικούς. Μα δεν πρόκειται ούτε για «αναρχικούς», τρομοκράτες, εγκληματίες, αντικοινωνικούς. Μα δεν πρόκειται ούτε για «αναρχικούς τρομοκράτες» (19ος αιώνας), πολύ περισσότερο για μπλανκιστές, ναρόντνικους, ή λενινιστές (στρατηγική τρομοκρατίας από το 1905 ως το 1919) ούτε καν για «κομμάντος των πόλεων». Θέλοντας βέβαια να χειριστεί και μας σαν ιδεολογικό μηχανισμό δεν δίστασε να μας φορτώσει συνθήματα όπως «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» που δεν ακούστηκε, όχι επειδή δε λέει τίποτα αλλά ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν περιθώρια για να αναλυθούν τα πολλά που λέει. Ανασύρει έτσι η Εξουσία, σαν ρακοσυλλέκτης από τους σκουπιδοτενεκέδες της ιστορίας της, την σχέση «τρελλού» και «αναρχικού» που εδώ και διακόσια χρόνια τώρα αναμασάει. Και δεν μπορεί παρά να την σιγοντάρουνε στην άρρηκτη –εδώ και χρόνια τώρα- σχέση μαζί της οι «επαναστάτες της αριστεράς» μιλώντας για ανεύθυνες ενέργειες, για καπήλευση της Πρωτομαγιάς από προβοκάτορες (όπως ακριβώς κι ο Λάσκαρης), και κύρια για «ύποπτους φασίστες», «νέα έκφραση του παρακράτους» ή για «σχέσεις με τον Καλέντζη» (βρήκαν επιτέλους ένα πρότυπο του νεοέλληνα φασίστα)! Για μας οι κύριοι αυτοί με τη διαστρέβλωση, την ιδεολογικοποίηση των γεγονότων και τη σταλινική τους λασπολογία, δεν κάνουν τίποτε λιγότερο από το να κρύβουν τον τρόμο τους μπροστά στην ύπαρξη ανθρώπων, που συνειδητά αμφισβητούν και επιχειρούν να ξαναθέσουν το θέμα των κοινωνικών σχέσεων, που θέλουν να ξανακάνουν τις ιδέες επικίνδυνες και την κάθε μέρα Πρωτομαγιά, στο χώρο και τον χρόνο.
«Ρομαντικοί μικροαστοί» δεν είναι αυτοί που προσπαθούν να στήσουν οδοφράγματα, αλλά εκείνοι που 10-12 το πρωί, πριν πάνε την Πρωτομαγιάτικη εκδρομή τους, πήγαν να πανηγυρίσουν την κλασσική οπερέττα του εργατικού (μας) κινήματος και να διαβάσουν μια σειρά από ρεφορμιστικά προγράμματα.
ΞΕΡΟΥΜΕ ότι η χρήση της βίας από τους κρανο-φόρους και τους κρανιο-φόρους δεν επιλύει τίποτα μια και δεν χτυπιούνται οι αιτίες αλλά τα αποτελέσματα. Ξέρουμε ότι μέσα στα πλαίσια της κρατιστικής ιδεολογίας έχουν προβλεφθεί, σε ένα ποσοστό, τα όρια των βιαιοτήτων. Το γεγονός της πρόβλεψής τους δεν μας εμποδίζει να εξαντλήσουμε αυτά τα όρια: απεναντίας. Με κάθε τέτοια ευκαιρία δεν ισχυριζόμαστε ότι καταφέρνουμε ουσιαστικό χτύπημα στην εμπορευματική κοινωνία, αλλά πιστεύουμε ότι παρουσιάζεται άμεσα η δυνατότητα και η προοπτική να αναπτυχθεί και να αποκτήσει ρίζες ένα πλατύτερο κίνημα κοινωνικής ανατροπής. Η απειροελάχιστη δυνατότητα είναι «η αντικατάσταση του όπλου της κριτικής με την κριτική των όπλων». Κάτι τέτοιο δεν φ ά ν η κ ε την Πρωτομαγιά. Εκείνο που φ ά ν η κ ε ε ι κ ο ν ι κ ά για άλλη μια φορά ήταν η σύγκρουση ΑΡΧΗΣ και ΑΝΑΡΧΙΑΣ. Ο αυθορμητισμός (σαν συμπεριφορά, αίσθημα, σκέψη, ελεύθερες από εξωτερικούς καταναγκασμούς, από επιβεβλημένους περιορισμούς) σε σύγκρουση με τις αναστολές των «οπλισμένων» άφησε για ‘άλλη μια φορά πίσω τις προβλέψεις των θεωρητικών. Δεν είναι πια η χωρίς νόημα δραστηριότητα, αλλά το νόημα που επιζητά μια δράση, από την οποία τίποτα να μη είναι εκπορνεύσιμο.
ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ξεσπάσματος της επαναστατικής αντι-βίας δεν εννοούμε ότι θέλουμε να επιβάλλουμε μια ριζοσπαστική συνείδηση. Άλλωστε όσοι υπογράφουν το κείμενο δεν έχουν την ίδια. Δεν σκοπεύουμε να δώσουμε μαθήματα σε κανένα.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, Η ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΜΑΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.
Αθήνα, 6 Μάη 1977
ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ