ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ
Θεός και Κράτος
Μετάφραση: Θέμης Μιχαήλ
Εκδόσεις: «Διεθνής Βιβλιοθήκη»
Βαθιά, βαθύτατα, ανθρώπινος και, όπως σε όλη του τη ζωή, λάτρης της ελευθερίας — της πραγματωνόμενης και πραγματωμένης ελευθερίας και όχι ενός αφηρημένου ιδεώδους — ο Μιχαήλ Μπακούνιν επιχειρεί στις σελίδες αυτού του τόμου να ανατάμει τους δυο μεγαλύτερους φραγμούς προς την έμπρακτη ελευθερία, τα δύο πιο επαχθή και απεχθή (κατ’ αυτόν) δεινά που έπληξαν και πλήττουν ακόμη την ανθρωπότητα: τον Θεό και το Κράτος.
Επιχειρεί να στοχαστεί, μέσα από την υπερδισχιλιετή ιστορία της ανθρωπότητας (αλλά και μέσα από την εμπειρία μεμονωμένων ανθρώπων, στοχαστών και επαναστατών, καλλιτεχνών και επιστημόνων που θέλησαν να υπηρετήσουν την ελευθερία), ποιοι είναι οι αρμοί που συνδέουν το Θεό και το Κράτος, πώς μπόρεσαν να δημιουργηθούν και να επιβληθούν αυτά τα δύο καταπιεστικά μορφώματα, ποιες ήσαν οι ανάγκες που κάλυψαν, ποιες πλάνες τα στηρίζουν, και ποιες είναι οι επιθυμίες και οι δυνάμεις που τείνουν, κάθε φορά, να τα υπερβούν.
Εκκινώντας από μία αντίληψη για την ελευθερία που αντιστρέφει (τις ήδη αντεστραμμένες) θεωρήσεις των ιδεαλιστών, επηρεασμένος πάντως από τον Χέγκελ, ο Μπακούνιν διατείνεται ορθά ότι η ελευθερία είναι καρπός της συνεργασίας των ανθρώπων, προϊόν συλλογικού μόχθου, εργασίας, στοχασμού, συνεννόησης — είναι ακριβώς το νόημα και το έργον της ιστορίας: «Ο άνθρωπος δεν πραγματώνει την προσωπική ελευθερία του ή την προσωπικότητα του παρά μόνο αλληλοσυμπληρωνόμενος με τα άτομα που τον περιβάλλουν και μόνο χάρη στην εργασία και τη συλλογική δύναμη της ιστορίας, έξω από την οποία θα ήταν το πιο ηλίθιο και μίζερο από όλα τα άγρια κτήνη που υπάρχουν στη γη. Στο σύστημα των υλιστών, το μόνο φυσικό και λογικό σύστημα, η κοινωνία όχι μόνο δεν μειώνει και δεν περιορίζει την ελευθερία των ανθρώπων αλλά αντίθετα τη δημιουργεί [...] Σε κάθε εποχή, ο άνθρωπος δεν πρέπει να αναζητά την ελευθερία του στην αρχή αλλά στο τέλος της ιστορίας, και μπορούμε να πούμε ότι η πραγματική και πλήρης χειραφέτηση κάθε ανθρώπου είναι ο αληθινός, ο μεγάλος στόχος, ο υπέρτατος σκοπός της ιστορίας».
Αυτός ο πυρήνας ωθεί τον μεγάλο αναρχικό στοχαστή να αμφισβητήσει πάμπολλες παραδεδομένες και παγιωμένες πεποιθήσεις που συγκροτήθηκαν γύρω από τις κρυσταλλώσεις του Θεού και του Κράτους. Ο λόγος του θα είναι άνισος, άλλοτε φιλοσοφικά αποστασιοποιημένος και ψύχραιμος και άλλοτε ακάθεκτος, παράφορος, αδυσώπητα αιχμηρός. Από το πρώτο πληθυντικό περνάει αναπάντεχα στο πρώτο ενικό πρόσωπο, κι από αυτό παροτρύνει, παρακινεί και αγορεύει στο δεύτερο πληθυντικό.
Ο Μπακούνιν πάνω απ’ όλα είναι άνθρωπος της δράσης — αλλά μιας δράσης που δεν παύει να είναι λελογισμένη, που δεν παύει να ακουμπάει στο θεωρητικό οπλοστάσιο, στη μεγάλη αποθήκη υλικού της φιλοσοφίας, αποστολή της οποίας δεν είναι παρά η εδραίωση της αλήθειας στον κόσμο. Δεν παραλείπει να μιλήσει, με πάθος, για τις δύο ανεκτίμητες ιδιότητες του ανθρώπου: την ικανότητα του στοχασμού και την ανάγκη της εξέγερσης. Ας πούμε, εν παρόδω, ότι θα ήταν ευπρόσδεκτη μία ακόμη αντιστροφή, να μιλήσουμε δηλαδή για την ανάγκη του στοχασμού και την ικανότητα της εξέγερσης.
Σύμφωνα με τον Μπακούνιν, ο Θεός είναι πλάσμα του ανθρώπου, και όχι ανάποδα. Η δύναμη της πίστης βασίζεται στον παραλογισμό, συνοψίζεται στο περίφημο credo quia absurdum (πιστεύω επειδή είναι παράλογο) του Τερτυλλιανού — ακριβώς από εδώ εκκινεί η «επική ηλιθιότητα της πίστης». Ο παραλογισμός αυτός οδηγεί, όχι δίχως τη σύμπραξη των ανθρώπων, στην αποδοχή της παντοδυναμίας του Θεού, στην ανακήρυξή του σε ον μοναδικό, αιώνιο, πανίσχυρο. Υιοθετώντας το διαβρωτικό ύφος των αριστερών εγελιανών, ο Μπακούνιν αποφαίνεται: «Το πραγματικό Παν [ο άνθρωπος] θεωρείται μηδέν και το απόλυτο μηδέν [ο θεός] θεωρείται το Παν. Η σκιά γίνεται σώμα και το σώμα εξαφανίζεται σαν σκιά».
Καθήκον των έλλογων, αληθινά σκεπτόμενων και δρώντων ανθρώπων είναι η κριτική και ο αφανισμός του σκανδάλου της πίστης, αυτού του θεμελίου της εξουσίας και του κράτους. Η πρόοδος του στοχασμού (που συνεπικουρείται από τη δράση) και οι εξεγερτικές ικανότητες (συνεπικουρούμενες πάντα από τον στοχασμό) είναι τα μέσα αυτής της κριτικής. Και τούτο θα πρέπει να είναι μία διαδικασία απαλλαγμένη από την υποχρέωση της κολακείας των μαζών. Ο Μπακούνιν δεν διστάζει να είναι αυστηρός. Ξέρει ότι το κράτος, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα (πέρα από την οργανωμένη βία του), επιχειρεί τη διαιώνιση των προνομίων, υλικών βεβαίως, που απολαμβάνουν οι εξουσιάζουσες μειοψηφίες. Ωστόσο, ξέρει εξίσου καλά, και το διατρανώνει με τον διάπυρο, θεσπέσια προπαγανδιστικό λόγο του, ότι οι μάζες είναι συνυπεύθυνες, ότι καμιά μειοψηφία, όσο πανούργα κι αν είναι, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί στις μάζες αν αυτές δεν εμφορούνταν από μια νοσηρή και ενστικτώδη παρόρμηση «να θυσιάζονται πότε στη μια και πότε στην άλλη απ' αυτές τις ανελέητες αφαιρέσεις [Θεός, Πατρίδα, κρατική ισχύς, εθνική ευημερία, ιστορικά δικαιώματα, πολιτική ελευθερία, δημόσιο συμφέρον], που, σαν πραγματικοί βρυκόλακες της ιστορίας, πάντοτε τράφηκαν με ανθρώπινο αίμα».
Πανάκεια απέναντι σε ό,τι νοσηρό ταλανίζει την ανθρωπότητα, αέναη διόρθωση στην εγκυκλοπαίδεια των δεινών μας, είναι, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, η συνεχής εκδίπλωση των δημιουργικών ικανοτήτων μας, η ακόπαστη επεξεργασία των γνώσεων και των εμπειριών μας, η πολυσχιδής κοινωνική επανάσταση (η οποία απαιτεί, ας το επαναλάβουμε, την ικανότητα του στοχασμού και την ανάγκη της εξέγερσης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπακούνιν, ανατρέχοντας στην ιστορία, αντιδιαστέλλει τον ελληνικό πολιτισμό στη ρωμαϊκή παραφθορά του, αντιπαραθέτει το ιταλικό πνεύμα στη γερμανική απολυταρχία, και ασκεί κριτική στις πλάνες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Και εδώ, ακολουθώντας τον Χέγκελ, και ειδικά τη Φαινομενολογία του Πνεύματος, κατακεραυνώνει (όχι δίχως πικρία) τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και την ολέθρια επιλογή των Ιακωβίνων να ακολουθήσουν αυτόν και όχι τον Μοντεσκιέ.
Ας σημειωθεί, επίσης, το ότι η συγγραφή του κειμένου αυτού τοποθετείται ανάμεσα στα 1870 και 1872, ότι οι σελίδες του αποτελούν μέρους του έργου «Η Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία και η Κοινωνική Επανάσταση», ότι η παρούσα έκδοση συνοδεύεται από εισαγωγικά κείμενα του Max Nettlau. και των CarloCafiero και EliseeReclus, και ότι είναι η δεύτερη της «Διεθνούς Βιβλιοθήκης» (η πρώτη έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 1974, κάτω από ομολογουμένως δύσκολες συνθήκες).
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Propaganda», το 1999 (;).