«Τι να πω, επίσης, στο δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνο που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνους που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες εκείνες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε όταν ήταν νέος.
Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρ’ όλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγούνταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελα να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:
«Μπροστά στο σκλάβο όταν σπάζει τα δεσμά του
και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμεις».
Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα το Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.
Κι έπειτα, χθες ακόμα έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.
Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί τη μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει τη μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.
Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.
Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς όφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο».
Αν κι έχει περάσει ένας αιώνας (και πλέον) από τότε που ο Πιοτρ Κροπότκιν έγραψε αυτό το κείμενο για τους δασκάλους και τους παιδαγωγούς, νομίζουμε ότι αυτό παραμένει επίκαιρο. Πάντα αυτοί που χρίζονται δάσκαλοι ή καθηγητές και αναλαμβάνουν την αγωγή των νέων ανθρώπων στο σχολείο, ξεκινούν με μεγάλα όνειρα και ιδανικά, με την προσδοκία να βοηθήσουν τους μαθητές τους να γίνουν, όχι απλώς αποδέκτες μιας συγκεκριμένης γνώσης αλλά συνειδησιακά ανώτεροι άνθρωποι.
Τις περισσότερες φορές, όμως, καταλήγουν απλώς να γίνονται το λούκι μέσα από το οποίο η εκάστοτε εξουσία περνά τις αραχνιασμένες της ιδέες στους νέους των θρανίων να μετατρέπονται σε ιεροεξεταστές του παπαγαλισμού, της βαθμολογομανίας, του ανταγωνισμού, να γίνονται οι χωροφύλακες που έχουν υπό τις διαταγές τους χιλιάδες ανύποπτα μυαλά.
Αλήθεια, πότε, επιτέλους, ο κλάδος των καθηγητών θα αναλάβει την ευθύνη να κάνει συλλογικά της αυτοκριτική το. Σήμερα υπάρχουν μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις καθηγητών που υιοθετούν αντιαυταρχικές μεθόδους διδασκαλίας και προσπαθούν να διαλύσουν μια αντίληψη που θέλει εχθρούς τους μαθητές με τους καθηγητές τους.
Όμως, τα πράγματα δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Οι βίοι των μαθητών και των καθηγητών δεν αείανι συγκρουόμενοι αλλά παράλληλοι. Κι οι δύο μαζί, ο καθένας, βέβαια, από την ιδιαίτερη θέση του, ζουν από κοινού την ίδια καθημερινότητα και τα ασφυκτικά πλαίσια, αυτού που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται σχολείο και το οποίο είναι, στην ουσία, μια τεράστια φυλακή και γι’ αυτό, βέβαια, θα πρέπει να αναλάβουν συγχρόνως μια σειρά δραστηριοτήτων, με κύριο βάρος στην προβολή ενός άλλου οράματος για το χώρο της εκπαίδευσης.
Στο όραμα αυτό δεν θα υπάρχουν βαθμολογία, έλεγχοι, χειραγωγήσεις, η χειρωνακτική από την πνευματική εργασία δεν θα είναι διαχωρισμένες, το σχολείο δεν θα είναι αποκομμένο από την κοινωνία και τη φύση. Ίσως γι’ αυτό, μάλιστα, θα έπρεπε, για μια μεγάλη περίοδο, να καταργηθεί το τυπικό ωράριο, να βγει από τις αντιθέσεις της ζωής, να βγει στην παραγωγή, στα εργοστάσια, στην εξοχή, στα χωριά, τα εργαστήρια, στα θέατρα... Οι τρόποι διδασκαλίας να καθορίζονται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους τους μαθητές και καθηγητές.
Αυτό το όραμα, βέβαια, δεν θα ισχύει σε μια μελλοντική κοινωνία αγγέλων, αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντιθέσεις θα λύνονται με το διάλογο και όχι με τη λεγόμενη «πειθώ».