Αυτές τις μέρες βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή στιγμή, όχι μόνο εξαιτίας της ανάπτυξης των ελευθεριακών πρακτικών, που γεννήθηκαν από τη φωτιά των ποικίλων κοινωνικών αγώνων, αλλά, επίσης, επειδή έχουμε αναδείξει σοβαρά το ζήτημα της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης. Για μερικά χρόνια τώρα, η συζήτηση όσον αφορά τις μορφές της οργάνωσης και την αναγκαιότητα των αναρχικών να οργανωθούν, δεν έχει πάρει τη μορφή κάποιας φιλοσοφικής θεώρησης, αλλά, μάλλον, αποτελεί μια αδιάκοπη σειρά ισάξιων πολιτικών δυνατοτήτων. Από το 1999, πάντως, έχουμε δει μια αύξηση - μη αναμενόμενη για αρκετούς - της αναρχικής παρουσίας σε ένα μεγάλο αριθμό κοινωνικών αγώνων και οργανώσεων. Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα ελευθεριακών οργανώσεων σε αρκετές πόλεις της Χιλής (Σαντιάγκο, Κονσεψιόν, Τσιλλάν, Τεμούκο, Βαλπαράιζο κ.λπ.) ως αποτέλεσμα της αυξημένης μας συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες. Από τότε, η συζήτηση για την αναρχική οργάνωση έχει αφήσει το βασίλειο του Ολύμπου και έχει βασιστεί σταθερά στην πραγματικότητα. Τώρα, η συζήτηση δεν γίνεται στη βάση αφηρημένων λεπτομερειών, αλλά έχει αποκτήσει, από την ίδια την αναγκαιότητα, κάποια πρακτική ουσία, βασισμένη στις ανάγκες που απορρέουν από την πραγματική μας κατάσταση.

 

Αντιμετωπίζουμε ως κίνημα τα καθήκοντα που μας έχουμε αναλάβει; Θα είμαστε ικανοί να εκμεταλλευτούμε το αβαντάζ αυτού του γενικού πλαισίου χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και να πάρουμε την ευκαιρία ώστε να σχεδιάσουμε ένα σοβαρό, επαναστατικό και ελευθεριακό διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα;

 

Φυσικά, το κίνημα έχει ωριμάσει γρήγορα, κάτω από το φως των πρακτικών του εμπειριών. Αλλά ακόμα έχουν πολλά να γίνουν μέσα στο κίνημα. Είναι καθήκον μας να ενθαρρύνουμε μια «θεωρητική και πρακτική επανάσταση» μέσα στον αναρχισμό, που θα προσδώσει στο κίνημα κάποιο δυναμισμό, αφήνοντας πέρα το δογματισμό και εκμεταλλευόμενοι τα διδάγματα που έχουμε ήδη μάθει και από τις εμπειρίες μας κατά την τελευταία δεκαετία, δίνοντας ένα τελικό εναρκτήριο λάκτισμα σε ένα κίνημα  που έχει αγγίξει προ πολλού την «πλειοψηφία». Μόνο τότε θα είμαστε ικανοί να προάγουμε και να ενδυναμώσουμε την επιρροή μας στον κόσμο.

 

 

 

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΜΑΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΑΚΟΜΑ

 

 

 

Πρέπει να είμαστε ικανοί να αντικρίζουμε την ιστορία κριτικά, γιατί ο καλύτερος δάσκαλος που έχουν οι αναρχικοί είναι η ιστορία. Από αυτήν πρέπει να αντλήσουμε τις βάσεις και να εργαστούμε πάνω σε αυτές. Αλλά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να διδαχτούμε από τα λάθη μας και να τα προσπεράσουμε, ώστε να μην τα ξανακάνουμε. Πρέπει να είμαστε περισσότερο αυτοκριτικοί, ακόμα, όσον αφορά την πρόσφατη ιστορία του κινήματός μας, των τελευταίων δέκα χρόνων, επειδή εδώ είναι που μπορούμε να δούμε τα περισσότερα εμπόδια που μας έχουν κάνει να μην προοδεύσουμε και μεγαλώσουμε γρηγορότερα. Πρέπει, επίσης, να μεταβάλουμε αυτή την αυτοκριτική σε έναν πιστό σύντροφο που μας βοηθά να διορθωνόμαστε πριν από κάθε λάθος και να καταλάβουμε ότι η αυτοκριτική δεν είναι ποτέ κάτι το κακό, ότι πάντα μπορεί να μας βοηθήσει να μεγαλώσουμε και να ωριμάσουμε.

 

Η ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος στη δεκαετία του ’90 ήρθε σε μια περίοδο πτώσης του λαϊκού κινήματος και πολυδιάσπασης της αριστεράς, κάτι το οποίο έθεσε, προφανώς, τις βάσεις αρκετών από τα πράγματα εκείνα που χαρακτηρίζουν εμάς σήμερα.

 

Η πτώση σε μεγάλο επίπεδο του λαϊκού κινήματος προκάλεσε τη μετατροπή κάποιων αγώνων που πριν γίνονταν ενάντια στο καθεστώς, σε εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα σε φράξιες και ομάδες, οι οποίες επηρέασαν ολόκληρη την αριστερά σοβαρά, αλλά που τις αισθάνθηκαν περισσότερο οι επαναστατικές συλλογικότητες. Αυτό οδήγησε σε μια στάση άκρατου σεχταρισμού και δυσπιστίας, που αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια σε μια επαναστατική ενότητα.

 

Κατά παρόμοιο τρόπο, η πολυδιάσπαση της αριστεράς είχε αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας ατέλειωτης σειράς ομάδων στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Συγκεκριμένοι σύντροφοι δεν κατάλαβαν ότι αυτός ο αυξανόμενος αριθμός ομάδων δεν ήταν ένα φαινόμενο που αντικατόπτριζε την αναζωογόνηση της αριστεράς, αλλά ότι ήταν στην πραγματικότητα σύμπτωμα μιας κατάστασης μεγαλύτερης διάσπασης και αδυναμίας. Φυσικά, οι συλλογικότητες (collectives), ως φαινόμενο, αντικατόπτριζαν αρκετές θετικές απόψεις, όπως την άρνηση της παραδοσιακής πολιτικής, της αστικής κηδεμονίας και/ή τα εξουσιαστικά κόμματα ή την αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης. Αλλά αυτές οι θετικές απόψεις συχνά βρίσκονται σε δυσαναλογία, αφήνοντας σε μια μεριά μια κριτική ανάλυση που θα μπορούσε να προσπαθήσει να αντιληφθεί τη σημερινή αναγκαιότητα του να προχωρήσουμε παραπέρα όσον αφορά την οργάνωση.

 

Αν και σημάδεψαν μια σημαντική στιγμή στην ανάπτυξη του κινήματος, οι συλλογικότητες αυτές ενισχύουν μόνο τη δυσπιστία καθώς και μια συγκεκριμένη εχθρότητα ενάντια στην οργάνωση (βασικά, όσο περισσότερο μιλούσαμε για την ανάγκη οργάνωσης του αναρχισμού, τόσο λιγότερη τέτοια οργάνωση υπήρχε). Μας κόλλησαν κακές συνήθειες, όπως «συνελευσιασμό» («assembyism») αντί για μια περισσότερο σωστή ομοσπονδιακή αρχή. Αυτό μετατράπηκε σε μια κατάσταση όπου τα όρια - αριθμητικά μιλώντας - μεταφράζονταν από το πόσα άτομα παρευρίσκονταν σε κάθε συνέλευση και πόσα μπορούσαν να συνάψουν μια συμφωνία, παρά το να συνδέσουμε διαφορετικούς ομοσπονδοποιημένους πυρήνες. Ήσαν υπεύθυνες (οι συλλογικότητες) για μας που παραμέναμε στο επίπεδο της «εσωτερικής» πολιτικής, τη προπαγάνδα, τον ακτιβισμό και τους μικρής κλίμακας αγώνες και ακόμα με το να μας επιτρέπουν να χάνουμε από τα μάτια μας για ένα μεγάλο διάστημα και σε μεγάλη κλίμακα την κατεύθυνση των αγώνων. Σήμερα, είναι απαραίτητο να κινηθούμε προς τη συγκρότηση οργανώσεων μεγάλης κλίμακας, όχι μόνο αριθμητικά, αλλά ακόμα και όσον αφορά τη μέθοδο της οργάνωσης της ίδιας. Και για να γίνει αυτό, για να οδηγήσει αυτό σε ευρύτερα επίπεδα οργάνωσης, είναι απαραίτητο να εγκαταλείψουμε τη δυσπιστία η οποία προέρχεται από την πολιτική της «μικρής ομάδας φίλων». Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε με βάση μικρούς όρους και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για προετοιμασία μιας έκρηξης του αναρχισμού ως μαζικού φαινομένου, διαμέσου δυνατών και σταθερών οργανώσεων. Πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος τις προκαταλήψεις μας περί οργάνωσης, που σημαίνει να εγκαταλείψουμε την ιδέα αυτή ως ένα απολύτως ιδεαλιστικό φαινόμενο, ώστε να έχουμε επαρκή ωριμότητα που να την σφυρηλατήσουμε υπό πραγματικούς όρους και να διευκολύνουμε έτσι την ενότητα των ελευθεριακών σε μια πραγματική και στερεή βάση.

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ

 

 

 

Αρκετοί σύντροφοι - ανυπόμονοι επειδή τα πράγματα δεν προχωρούν πάντα όπως εμείς θέλουμε να προχωρήσουν - επιθυμούν να υπάρξει ενότητα απλώς και μόνο για να αθροίσουν αριθμούς μελών στις οργανώσεις, στις ομάδες, στις συλλογικότητες ατόμων κλπ. Πιστεύουμε ότι η εμπειρία των προηγούμενων χρόνων μας διδάσκει πολύ καλά ότι αυτή η ανυπομονησία μπορεί να επιβραδύνει τα πράγματα πριν τα επιταχύνει.

 

Η ενότητα ποτέ δεν έρχεται «μόνο επειδή» έχουμε όλοι την ίδια σημαία, Η ενότητα μόνο ως σύνθημα είναι πάντα μια ασθενική ενότητα, η οποία διασπάται εύκολα πριν καν την πρώτη της επαφή με την πραγματικότητα, καταλήγοντας σε διαμάχες και καυγάδες σε όλες τις μεριές. Η αληθινή ενότητα πρέπει να έλθει από τα κάτω και διαμέσου της δράσης. Δηλαδή, ο στόχος μας πρέπει να είναι, αντίθετα, η ενότητα και η σύγκλιση των διαφορετικών αναρχικών τομέων που θα έρθει ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης δουλειάς στη δημόσια αρένα. Μόνο με την ενότητα ως αποτέλεσμα της πρακτικής μας σε ποικίλους αγώνες (στο φοιτητικό, κοινωνικό ή εργατικό χώρο) θα κατανοήσουμε ότι η ενότητα αυτή είναι απαραίτητη και παραγωγική.

 

Είναι αυτό το φαινόμενο το οποίο έχει αρχίσει και εμφανίζεται πρόσφατα και το οποίο αντιπροσωπεύει την κύρια δύναμή μας. Προσδίδει μια άμεση σημασία στην αναρχική ενότητα μαζί με μια πραγματική, σταθερή βάση. Ασφαλώς, η προσέγγιση αυτή, αυτή η νέα προοπτική έχει παράγει τριβές και έχει μια, κατά κάποιο τρόπο, αμφιταλαντευόμενη φύση, δηλαδή και του ύψους και του βάθους και επιτυχίες και λάθη – ένα πολύ λογικό πράγμα σε τέτοιες περιόδους καθορισμού και μετασχηματισμού. Αυτή η αναμφισβήτητη πραγματικότητα έχει αποθαρρύνει ορισμένους συντρόφους και έχει κάνει άλλους να κρατούν τις αποστάσεις τους ή να επιδεικνύουν μια ορισμένη επιφυλακτικότητα. Αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι τριβές και οι διαμάχες που αυτή η νέα προοπτική έχει δημιουργήσει είναι φυσικές, δοσμένων των χαρακτηριστικών της πολιτικής ανάπτυξης του κινήματός μας, το οποίο έχει περάσει από μια φάση κατά την οποία αντιμετωπιζόμασταν ως μια διαφορετική «φυλή» ή που είχαμε αρκεστεί στην ανέμελη ζωή της ομάδας. Σήμερα, οι στόχοι μας είναι πιο φιλόδοξοι και επιζητούμε το δικό μας χώρο, με στόχο να πυροδοτήσουμε μαζικούς αγώνες. Αλλά καθώς η άνοδος των τριβών αυτών ήταν φυσική, είναι επίσης φυσική και η εξαφάνισή τους καθώς οι θέσεις μας διακηρύσσονται σταδιακά, καθώς η πραγματική μας δουλειά προοδεύει και καθώς η ενότητα μας οικοδομείται πραγματικά από τα κάτω. Είναι φυσική αυτή η πρακτική εμπειρία, η οποία παλεύει με τον εαυτό της και μας βοηθά να ξεπερνάμε τις τριβές, επειδή αυτό που εξακολουθεί να είναι δυνατότερο είναι η πεποίθηση ότι εμείς οι αναρχικοί πρέπει να ενωθούμε και να κατευθυνθούμε προς τη νίκη.

 

 

 

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ

 

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

 

 

 

Δεν είναι αρκετό, πάντως, για τους αναρχικούς απασχολούνται αρκετά με πολιτική και κοινωνική δουλειά σε όλη τη χώρα. Είναι θεμελιώδες η εμπειρία μας στους αγώνες και στην οργάνωση, την οποία αναπτύσσουμε στην κοινωνική σφαίρα και η οποία φέρει το σημάδι της ενότητάς μας, να αντιμετωπιστεί ως ένα επαναστατικό πολιτικό σχέδιο. Η μετωπική μας δουλειά, οι πρακτικές μας εμπειρίες, προσδίδουν σημασία σε μια περισσότερο σταθερή ενότητα και μια σπουδαιότερη επιρροή: ενότητα στη βάση μιας οργάνωσης η οποία ενοποιεί αυτά τα διαφορετικά καθήκοντα, βασισμένα σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα το οποίο είναι συνδεδεμένο με τις αναρχικές κομμουνιστικές αρχές.

 

Ως αναρχικοί μαχητές, είναι απαραίτητο σήμερα να έχουμε αυτή την προοπτική πάντα στο μυαλό μας. Πάντως, παρά την αρκετή δουλειά που κάνουμε και την πραγματική μας ανάμειξη που έχουμε στους διάφορους κοινωνικούς αγώνες, η παρουσία μας ως αναρχικοί θα είναι άγονη και αδύναμη, εάν δεν μπορούμε να προσφέρουμε μια «εναλλαγή». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με μια αντιπροσωπευτική επαναστατική πολιτική οργάνωση η οποία αναπτύσσεται με βάση όλη τη συσσωρευμένη και τρέχουσα εμπειρία και η οποία καταρτίζει ένα σχέδιο ακόμα μεγαλύτερης έκτασης.

 

Αυτό έχει αποδειχτεί από την πρόσφατη (αλλά και περασμένη) πρακτική μας, όπου αρκετές απόπειρες ελευθεριακής οικοδόμησης απέβησαν μάταιες λόγω έλλειψης υποστήριξης και οι οποίες θα έπρεπε να είχαν συνεχιστεί και απορροφήθηκαν από εξουσιαστικούς τομείς ή απλώς εξαφανίστηκαν μετά από μια μικρή περίοδο. Αυτό έχει πλήρως δικαιολογήσει την εμφάνιση ελευθεριακών οργανώσεων που αυτοχαρακτηρίζονται επαναστατικές, ως έναν τρόπο να υπερκεράσουν αυτούς τους περιορισμούς.

 

Είναι απαραίτητο να τονίσουμε, για μια ακόμη φορά, ότι αυτή η ενότητα δεν θα έχει καμία σημασία εάν δεν βασιστεί στην πρακτική εμπειρία και εάν δεν υπάρχει τακτική και ιδεολογική ενότητα, εάν δεν έχει αληθινή ουσία, τότε θα μοιάζει με ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα από τραπουλόχαρτα που θα καταρρεύσει με το πρώτο φύσημα του αέρα.

 

 

 

ΜΙΑ ΜΟΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ,

 

ΑΛΛΑ ΜΕ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

 

 

 

Δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να εμφανιζόμαστε σε όλη τη χώρα σαν μια σειρά ξεχωριστών οργανώσεων χωρίς ένα ξεκάθαρο αναγνωριστικό πρόσωπο, το οποίο όμως είναι δυνατόν να μετασχηματίσουμε σε ένα σημείο αναφοράς για τον κόσμο. Πρέπει να ξεπεράσουμε την απροθυμία μας να οργανωθούμε με βάση μεγαλύτερα καθήκοντα και αυτό μπορεί μόνο να επιτευχθεί μέσω μιας κοινής πρακτικής τροχιάς. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να αποβάλλουμε αυτό το φόβο για την οργάνωση, ένα φόβο που είναι δύσκολο να κατανοηθεί ανάμεσα στους ελευθεριακούς. Αρκετοί σύντροφοι έχουν μια φοβία να μιλήσουν στο όνομα μιας οργάνωσης και μερικές φορές φαίνεται να έχουν ένα πραγματικό κόμπλεξ γι’ αυτό και έτσι κρύβονται πίσω από το γενικό όνομα «αναρχικοί» και μερικές φορές ούτε αυτό κάνουν. Δεν μπορούμε, με όλη τη σοβαρότητα, να συνεχίσουμε να μιλάμε ως «γενικά αναρχικοί», δοσμένης της ετερογένειας που προδίδει αυτό το επίθετο (το οποίο μπορεί να το συναντήσουμε στις κλασσικές συζητήσεις οι οποίες δεν οδηγούν πουθενά όσον αφορά το ποιος ή τι είναι περισσότερο αναρχικό). Είναι απαραίτητο να μιλήσουμε εκ μέρους των οργανώσεών μας, οι οποίες είναι ξεκάθαρα αναγνωρισμένες στους συγγενείς τους χώρους και με τις συγγενείς τους πολιτικές γραμμές. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αντιπροσωπεύσουμε μια πραγματική παρουσία.

 

Είναι σημαντικό αναρχικοί, οι οποίοι έχουν κοινές απαιτήσεις και πρακτικές, να συγκροτούν μια μόνο ένωση, μια μόνο οργάνωση, η οποία μπορεί να τους οδηγήσει μπροστά, σαν μια μεγάλη γροθιά, με όλη αυτή τη δραστηριότητα που σήμερα υπάρχει (με σπουδαία εμμονή) από αρκετούς συντρόφους σε όλη τη χώρα. Αυτό δεν καταργεί το δικαίωμα άλλων ομάδων ή άλλων τομέων να οργανώνονται όπως θέλουν, αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το δικαίωμα αυτών που σκέφτονται και δρουν κατά παρόμοιο τρόπο να δημιουργήσουν μία και μόνη δύναμη, εξαιτίας και μόνο του φόβου της παλιάς πολιτικής του «ενός κόμματος».

 

Εάν σήμερα παραμένουμε κλειδωμένοι στον τοπικισμό και είμαστε ανίκανοι να ενωθούμε σε εθνική βάση, θα δείξουμε στον καθένα, σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, ότι οι αναρχικοί δεν αντιπροσωπεύουν μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για κοινωνική οργάνωση. Εάν είμαστε ανίκανοι να ενωθούμε με εκείνους με τους οποίους είμαστε κοντά σε ιδέες και πρακτική, εμείς (οι αναρχικοί) θα δείξουμε ότι οι ελευθεριακές αρχές και η δράση είναι ανίκανες να μεταβληθούν σε δυναμικές που θα ενοποιήσουν τους επαναστάτες σε ένα κίνημα απελευθέρωσης.

 

Πραγματικά, χρειαζόμαστε μια οργάνωση που να δημιουργηθεί στη βάση των κοινών αρχών και τακτικών, που να είναι βασισμένη πάνω στη συγκεκριμένη (χειροπιαστή) δουλειά μας στον κόσμο (σπουδαστές, εργάτες, οτιδήποτε…), που να είναι ενοποιητική και σε εθνικό επίπεδο (και μόνο μετά από αυτό μπορούμε να μιλάμε σοβαρά για μια «διεθνιστική» μορφή). Αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι σημαντικότερο, όντας ελευθεριακοί, να μη ξεχνάμε το γεγονός ότι η θεμελιώδης αρχή που μας δίνει μια ενότητα με συνοχή είναι η ομοσπονδιακή αρχή: δηλαδή, ότι οι κοινές πολιτικές δεν υιοθετούνται και δεν εφαρμόζονται μηχανικά και δογματικά σε βάρος όλης της χώρας ή ανάμεσα σε εκείνους που συμμετέχουν σε αυτό, αλλά, αντίθετα, κατανοούμε τις συγκεκριμένες ιδιομορφίες και συνθήκες καθεμιάς περιοχής. Αυτό δεν μειώνει τη δύναμη του προγράμματος που η οργάνωση έχει υιοθετήσει ως αποτέλεσμα των αγώνων και των εμπειριών από αυτούς, δεν μειώνει τη δύναμη των αρχών της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας. Μάλλον τις ενισχύει με το να τρέφονται από τις διαφορετικές συνθήκες στις οποίες οι κοινές πολιτικές θα είναι εφαρμοσμένες. Επιτρέψτε μας να θυμηθούμε ότι πρόθεσή μας είναι να δράσουμε στον πραγματικό κόσμο και όχι σε κάποια φανταστική χώρα διαφόρων μοντέλων. Γι’ αυτό, το ομοσπονδιακό αυτό μοντέλο εγγυάται, από τη μια πλευρά, ότι οι πολιτική μας δεν υπαγορεύεται από κάποιο κέντρο προς τα κάτω, αλλά από τα κάτω προς το κέντρο και, από την άλλη πλευρά, ότι είναι εφαρμόσιμη σε συγκεκριμένους χώρους όπου αναπτύσσεται η αναρχική κομμουνιστική πάλη.

 

Σήμερα, πρέπει να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Όταν εμείς οι αναρχικοί αρχίζουμε να οργανωνόμαστε από τα κάτω, δεν πρέπει να χάσουμε τη ματιά μας από το στόχο της πολιτικής-επαναστατικής οργάνωσης, η οποία, με τη σειρά της, δεν πρέπει να χάσει το βλέμμα της από το στόχο του κοινωνικού μετασχηματισμού, το μόνο παράγοντα ο οποίος μπορεί να της προσδώσει σημασία. Αυτό είναι απαραίτητο για να μη μας καταβάλλει η ανάπτυξη, αλλά και για να αποφύγουμε την ανάπτυξη φεουδαλικών τάσεων που λανθασμένα θα ενδυναμωθούν μέσα στο κίνημα. Εάν αντίθετα από την ενδυνάμωση της πολιτικής-επαναστατικής οργάνωσης σήμερα ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη νέων κολεκτίβων, νέων χώρων, τότε η ανάπτυξή μας αυτή θα οπισθοδρομήσει.

 

 

 

Χοσέ Αντόνιο Γκουτιέρρεζ Νταντόν

 

(Μέλος της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης CongrecodeUnificacionAnarco-Comunista (CUAC) – Κογκρέσο Αναρχο-Κομμουνιστικής Ενοποίησης – από τη Χιλή).

 

Νοέμβρης 2002

 

* Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται στα ισπανικά στο περιοδικό της CUAC «HombreySociedad» («Άνθρωπος και Κοινωνία») τεύχος 16 και, επίσης, στα αγγλικά στο Ίντερνετ, στο A-Infos, στην ιστοσελίδα του ιρλανδικού WSM (απ’ όπου και μεταφράστηκε στα ελληνικά) κλπ., καθώς και στο αναρχοσυνδικαλιστικό «RebelWorker» του Σίδνεϊ, στο τεύχος 180, Φλεβάρης-Μάρτης 2003.

 

 

 

Η κατάργηση του κράτους

 

Από αναρχική και μαρξιστική θεώρηση

 

Greek translation of Book Review “The Abolition of the State” (Wayne Price, Author House, 2007 by Jose Antonio Gutiιrrez.

 

Ο τακτικός συνεργάτης του Anarkismo.net Wayne Price, επιστρέφει με ένα βιβλίο στο οποίο ασχολείται με την αναρχική κομμουνιστική κριτική του Κράτους και από θεωρητική καθώς επίσης και από ιστορική άποψη. Λόγω του μεγέθους ενός τέτοιου στόχου, είναι αδύνατο να εξεταστούν λεπτομερειακά σ’ ένα τέτοιο βιβλίο οι διάφορες πτυχές του όλου ζητήματος. Αλλά το βιβλίο είναι πλήρες ιδεών και εννοιών που μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω. Ολόκληρο το σύνολο του βιβλίου είναι απαλλαγμένο από βαριά ακαδημαϊκή επαγγελματική γλώσσα, είναι αρκετά εύκολα αναγνώσιμο και δημιουργεί αρκετή σκέψη.

 

Η μεγαλύτερη αξία του εν λόγω βιβλίου είναι ότι θέτει ξεκάθαρα την αναρχική υπόθεση ενάντια στο Κράτος μέσω ενός αρκετά κοινού νου, ελεύθερου από κάθε σκοπίμως δύσκολο να ακολουθηθεί ρητορική. Ο αναρχισμός είναι επιθυμητός και αρκετά εύκολος να κατανοηθεί, και όταν εξηγείται κατάλληλα - όπως στο βιβλίο αυτό - είναι δύσκολο για τον καθένα να μην κατανοήσει τη βασική αναρχική προοπτική μιας συνεργατικής και αληθινά δημοκρατικής κοινωνίας.

 

Αν και διάφοροι αριστεροί και αναρχικοί, συμπεριλαμβανομένης και της διάσημης «Πλατφόρμας» της ομάδας Dielo Trouda, την οποία ασπάζεται ο συγγραφέας, απορρίπτουν την ίδια την έννοια της «δημοκρατίας» καθώς θεωρείται ότι συνδέεται αρκετά με τον καπιταλισμό, αυτό, όπως αποδεικνύεται και στο βιβλίο, είναι πραγματικά υπό συζήτηση για τη μορφή αλλά όχι για το περιεχόμενο. Αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι οι βασικές ιδέες παρά οι λέξεις που υιοθετούνται. Ο Wayne χρησιμοποιεί τον όρο δημοκρατία υπό την αρχική και κυριολεκτική έννοιά του και όχι με το διαστρεβλωμένο και καιροσκοπικό τρόπο με τον οποίο τείνουν να το χειριστούν οι δυτικοί πολιτικοί. Στον καπιταλισμό, όπως αποδεικνύεται από την εμπειρία της Χιλής, της Βολιβίας, της Αργεντινής, της Ισπανίας, της Ελλάδας, κ.λπ., η «δημοκρατία» (περιορισμένη, αστική, επιτηρούμενη) και η δικτατορία δεν είναι παρά δύο προσωπεία της καπιταλιστικής εξουσίας που συχνά συμβαδίζουν. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει μόνο πόσο γρήγορα η καπιταλιστική κλίκα είναι πρόθυμη να εγκαταλείψει τις «υψηλές» δημοκρατικές αρχές της όταν βλέπει να κλονίζονται τα οικονομικά της προνόμια.

 

Ο αναρχισμός, όπως λέει ο Wayne, δεν είναι παρά δημοκρατία χωρίς το Κράτος, μια γνήσια μορφή δημοκρατίας, δεδομένου ότι η καπιταλιστική δημοκρατία δεν είναι παρά η παραίσθηση της εξουσίας της πλειοψηφίας, ενώ η πραγματική εξουσία κατέχεται από μια μικροσκοπική μειονότητα πλούσιων ατόμων που ελέγχουν την οικονομία, τη γραφειοκρατία και το στρατό, ελέγχοντας, κατά συνέπεια, τη ζωή των ανίκανων εκατομμυρίων. Αντίθετα, ο αναρχισμός είναι μια οργανική μορφή δημοκρατίας, που προέρχεται από τα κάτω, από τον καθένα και από όλους εκείνους που είναι μέρος μιας κοινωνίας που οικοδομείται από τον καθένα. Για να υπάρξει αυτή η δημοκρατική κοινωνία, όχι μόνο το Κράτος, αλλά και η άνιση διανομή του πλούτου και το βασίλειο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας πρέπει να αμφισβητηθούν.

 

Αλλά ο αναρχισμός, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας από την αρχή, είναι όχι μόνο ένα οικονομικό και πολιτικό πρόγραμμα, αλλά αμφισβητεί, επίσης, το δίκτυο των πράξεων της καθημερινής καταπίεσης που δοκιμάζουμε σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Επομένως, προωθεί μια νέα ηθική που ενσωματώνεται έντονα στην πολιτική και οικονομική εναλλακτική λύση του με έναν νέο τρόπο μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών αλλά ίσων.

 

Η κύρια υπόθεση του βιβλίου είναι ότι οι απλοί άνθρωποι, σε διάφορες επαναστατικές καταστάσεις καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας (από τις οποίες ο Wayne εξετάζει μόνο την Ισπανική και Ρωσική Επανάσταση, καθώς επίσης και την Κομμούνα του Παρισιού, αν και αναφέρει πολλές άλλες, από τη Χιλή στη Γερμανία κ.λπ.), έχουν επανειλημμένως αντικαταστήσει το Κράτος με άλλες μορφές άμεσης δημοκρατίας για να διευθετήσουν τις υποθέσεις τους.

 

Έτσι, επομένως, ολόκληρο το επιχείρημα του «πώς θα ήταν η κοινωνία χωρίς το Κράτος» απαντιέται ακριβώς με μια απλή άσκηση: εξετάστε την ιστορία των επαναστάσεων της εργατικής τάξης και θα έχετε αρκετές απαντήσεις. Φυσικά, οι ιστορικές εμπειρίες δεν μπορούν να επαναληφθούν, αλλά ακόμα, προσφέρουν ιδέες για τις μελλοντικές δυνατότητες και, το πιο σημαντικό, αποδεικνύουν την αναρχική υπόθεση για μια α-κρατική κοινωνία ως βιώσιμη και επιθυμητή.

 

Ο Wayne δεν προσποιείται ούτε για ένα δευτερόλεπτο ότι ο αναρχισμός διαθέτει όλες τις λύσεις για να δημιουργήσει κατά μαγικό τρόπο μια νέα κοινωνία, αλλά διαθέτει μια σειρά ισχυρά επιχειρήματα, απόψεις και προτάσεις. Γι’ αυτό, προσφεύγει στο διάλογο με άλλα πολιτικά ρεύματα στα κοινωνικά κινήματα: κυρίως με τους μαρξιστές, αλλά και τους ριζοσπάστες φιλελεύθερους, καθώς επίσης και τους αγοραίους σοσιαλιστές (marketsocialists). Αποδεικνύει σε αρκετές περιπτώσεις την ύπαρξη κοινής προοπτικής σε πολλά από αυτά τα πολιτικά ρεύματα καθώς και την ύπαρξη μιας ελευθεριακής και μιας εξουσιαστικής τάσης σε καθεμιά από αυτές. Οι αναρχικοί, επομένως, δεν προέρχονται από το φεγγάρι: αποτελούν μόνο την ευκρινή και συνεπή πολιτική επεξεργασία των τάσεων που βρίσκονται διασκορπισμένες ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους απλούς ανθρώπους. Εξαιτίας αυτού, και επανάσταση μετά την επανάσταση, βλέπουμε τα ίδια στοιχεία στις προτάσεις για την κοινωνική οικοδόμηση: ο εξισωτικός χαρακτήρας είναι κοινός σε όλες τις κομμουνιστικές τάσεις καθώς και μια έμφαση στην άμεση δημοκρατία που έχει αναπτυχθεί καλύτερα στον αναρχισμό απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο ρεύμα.

 

Μου αρέσει ιδιαίτερα η προσέγγιση του Wayne όσον αφορά τη συμμετοχή σε διάλογο με άλλα ρεύματα της αριστεράς με βάση τον πλήρη σεβασμό. Κι αυτό, επειδή για το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, οι κύριοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι είναι οι ίδιοι. Το πρόβλημα, όπως το θέτει ο Wayne, είναι η μεταβατική περίοδος. Τα περισσότερα μαρξιστικά ρεύματα υποστηρίζουν ότι κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, μια παροδική φάση, το κράτος θα παρέμενε απαραίτητο: κάποια μορφή κράτους θα απαιτείτο κυρίως για την απαραίτητη καταπολέμηση των ταξικών εχθρών. Επομένως, υπάρχει μια έμφαση στη συγκέντρωση των επαναστατικών προσπαθειών οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, μια κίνηση που έχει μετατρέψει τις καλές προθέσεις σε εφιαλτική άσκηση εξουσίας. Αν και μπορούμε να κοντοσταθούμε και να πούμε ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι πλήρεις καλών προθέσεων, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη αυτού του διαλόγου - επειδή είναι κάτι διαφορετικό από έναν Χίτλερ που ήξερε τι έκανε (και που μιλούσε τη γλώσσα της εξουσίας και της υπεροχής), η ανάπτυξη του σοσιαλιστικού ολοκληρωτισμού ήταν ένα άσχημο αποτέλεσμα, αναπόφευκτο λόγω της τακτικής που υιοθετήθηκε, ενός προγράμματος με το οποίο έγιναν προσπάθειες να αλλάξει πραγματικά η κοινωνία προς το καλύτερο. Κατόπιν η γραφειοκρατικοποίηση και η ανάπτυξη ενός ολοκληρωτικού κράτους κατέληξαν να θάψουν οποιεσδήποτε καλές προθέσεις έμειναν - συχνά, θάβοντας μαζί τους κι εκείνους τους ίδιους τους επαναστάτες που βοήθησαν στο χτίσιμο του νέου καθεστώτος.

 

Ενώ υπάρχει αναγνώριση ότι μερικοί από τους στόχους αυτούς έχουν αναληφθεί αυτήν την περίοδο από το Κράτος, θα είναι απαραίτητοι σε μια μετεπαναστατική κοινωνία - ακόμη και μέσω εξαναγκασμού - ο Wayne υποστηρίζει πειστικά ότι οι δημοκρατικές οργανώσεις της βάσης μπορούν να τους εκπληρώσουν τέλεια, χωρίς το φορτίο μιας γραφειοκρατίας, μιας ελίτ που τοποθετείται πάνω από το υπόλοιπο της κοινωνίας που ασκεί την πολιτική αντί των ανθρώπων - και χωρίς τον κίνδυνο αποκατάστασης μιας νέας ταξικής κοινωνίας έμφυτης σε οποιοδήποτε Κράτος. Φυσικά, αυτός ο τύπος πολιτικών οργανισμών σε επίπεδο βάσης θα ποικίλει αρκετά από τόπο σε τόπο, σύμφωνα με τις ανάγκες των ιδιαίτερων πληθυσμών ή την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Είναι, βεβαίως, αδύνατο και μη επιθυμητό να βρεθεί μια φόρμουλα που να ισχύει παντού οποιαδήποτε στιγμή. Ούτε θα ήταν ελευθεριακό να προχωρήσουμε με έναν τέτοιο τρόπο. Είναι η λαϊκή μεγαλοφυΐα που έχει αποδειχθεί αρκετά σοφή ώστε να βρίσκει τις καλύτερες λύσεις για το εκάστοτε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και ξέρουμε ότι αυτή η ίδια μεγαλοφυΐα πάντα θα ψάχνει το δρόμο της προς τα εμπρός στην ιστορία μέσω των εμπειριών της. Εξαιτίας αυτού, ο Wayne σκέφτεται ότι θα είναι πολύ καλύτερο να μιλήσει για μια «πειραματική» παρά για μια «μεταβατική κοινωνία». Η μόνη οδηγία που χρειαζόμαστε, όπως συμπεραίνει έξοχα ο Wayne, αποφεύγοντας κάθε ψευδή διχοτομία, είναι ότι υπάρχει όσο το δυνατόν λιγότερη συγκεντροποίηση και ιεραρχία, και όσο το δυνατόν περισσότερη διοικητική αποκέντρωση και αυτονομία σε επίπεδο βάσης. Και εδώ βρίσκεται μια άλλη αξία της εργασίας του: αρνείται να δει το ομοσπονδιακό σύστημα ως απόλυτο απέναντι στο συγκεντρωτισμό. Το ομοσπονδιακό σύστημα, τουλάχιστον υπό την έννοια που δίνουν οι αναρχικοί στη λέξη, δεν σημαίνει παρά μόνο τη σωστή ισορροπία μεταξύ του κατώτατου λογικού και απαραίτητου επιπέδου συγκεντροποίησης και του μέγιστου βιώσιμου επιπέδου αυτονομίας.

 

Αυτός ο πλήρης σεβασμού διάλογος με τα άλλα πολιτικά ρεύματα είναι αρκετά επιτακτικός, όχι μόνο για να χτίσει τις «γέφυρες» με τα τμήματα εκείνα των ανθρώπων που έχουν διαφορετικές από μας ιδέες - αν και οι προθέσεις τους μπορούν να είναι ισοδύναμες με τις δικές μας - αλλά και για να κατανοήσουμε γιατί η επαναστατική εμπειρία έχει αποτύχει και συχνά έχει ηττηθεί από τον απολυταρχισμό. Μια πολιτική κατανόηση, για παράδειγμα, της ρωσικής αποτυχίας πρέπει να αναγνωρίσει το πρόβλημα των μέσων και των σκοπών, αντί να πλάθει ηθοπλαστικές και ηλίθιες κοινοτοπίες για τα καλά και τα κακά, που, δυστυχώς, προωθεί η αναρχική βιβλιογραφία. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι πρέπει ν’ αρχίσουμε να ξεφορτωνόμαστε κάθε λανθασμένο ορισμό που δεν προσθέτει τίποτα στην κατανόηση της πραγματικότητας εκ μέρους μας, αλλά στην πραγματικότητα την κρύβει. Ορολογίες όπως «κόκκινος φασισμός» όταν αναφερόμαστε στο λενινισμό, δείχνει ότι αυτοί που τις χρησιμοποιούν είτε δεν ξέρουν τίποτα για το φασισμό είτε δεν κατανοούν πλήρως το λενινισμό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, ο Wayne αναλύει την αποτυχία του να μπει ένα φρένο στην άνοδο του ναζισμού στη δεκαετία του 1930 στη Γερμανία και εξετάζει τις λανθασμένες ιδεοληψίες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που τις δανείστηκε από το μανιακό σεκταρισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος της τρίτης περιόδου. Βασικά, ονόμασαν φασίστα τον καθέναν έξω τις τάξεις του: κατά συνέπεια, οι σοσιαλ-δημοκράτες έγιναν σοσιαλ-φασίστες και οι αναρχικοί έγιναν αναρχο-φασίστες, όντας ανίκανοι να καταλάβουν τον πραγματικό κίνδυνο του επερχόμενου φασισμού. Ο σεκταρισμός αυτός άνοιξε πραγματικά τις πόρτες στο φασισμό που εδραιώθηκε χωρίς πολλά προβλήματα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπάρξουν παράλληλες γραμμές μεταξύ του σεκταρισμού του σταλινισμού και του σεκταρισμό που επικρατεί συχνά μεταξύ μερικών αναρχικών. Η ελιτίστικη στάση τους είναι η ίδια και έτσι, γενικά μιλώντας, το πλαίσιο του μυαλού και των δύο άκρων είναι επίσης το ίδιο.

 

Μια άλλη σημαντική πτυχή της εργασίας αυτής του Wayne είναι να προκληθεί η πεποίθηση, η οποία επικρατεί ακόμα μεταξύ των παραδοσιακών αριστερών, ότι ο συγκεντρωτισμός στην οικονομική αρένα είναι αποδοτικότερος ή ακόμα και απαραίτητος όπως συνήθως υπονοείται. Επομένως, το ομοσπονδιακό αναρχικό σύστημα απομακρύνεται ως ανίκανο να συνδιαλλαγεί με τα περίπλοκα ζητήματα της σύγχρονης παραγωγής και ζωής. Η πραγματικότητα, εντούτοις, έρχεται σε αντίθεση με την απλοϊκή αυτή άποψη: οι πρόσφατοι οικονομικοί μετασχηματισμοί δείχνουν ότι είναι ακριβώς ο καπιταλισμός που στην κίνησή του προς την αύξηση της παραγωγικότητας κινείται από το συγκεντρωτισμό προς αυξημένα επίπεδα διοικητικής αποκέντρωσης. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της διαχείρισης, τονίζουν την ανάγκη διάρρηξης της όποιας ιεραρχίας στους χώρους εργασίας, την εναλλαγή των εργαζόμενων στην αλυσίδα παραγωγής, την απαλλαγή από περιττές επαναλήψεις και ρουτίνες, την εισαγωγή μιας περιορισμένης συμμετοχής των εργαζόμενων στη λήψη των αποφάσεων και το σχεδιασμό, και αυτά τα κατανοούν στη θεωρία ως μορφές «αυτοδιεύθυνσης» κ.λπ., με μια γενική εικόνα αποκέντρωσης. Αναφέρομαι σε συγγραφείς όπως ο Tom Peters («LiberationManagement») [1]. Όλα αυτά, έχουν αυτοί αποδείξει, οδηγούν σε αύξηση της παραγωγικότητας και δημιουργία κινήτρων για το εργατικό δυναμικό.

 

Αυτή η τάση, ωστόσο, δημιουργεί τα δικά της προβλήματα στους εργαζομένους ως τάξη: συχνά, τα προνόμια αυτά διατηρούνται στα πιο εξειδικευμένα και εύπορα τμήματα του εργατικού δυναμικού (όπως οι επαγγελματίες, οι τεχνικοί ή οι ειδικοί με υψηλό βαθμό κατάρτισης) και, γενικά μιλώντας, η κύρια ιδέα αυτής της τάσης είναι να γίνουν οι εργαζόμενοι συνεργοί της ίδιας τους της εκμετάλλευσης. Στο μέτρο που δεν θίγεται η ιδιοκτησία και το πάνω χέρι παραμένει στους ελάχιστους αστούς, τα αφεντικά δεν έχουν πρόβλημα να επιτρέψουν ένα κάποιο επίπεδο «δημοκρατίας» στους εργασιακούς χώρους.

 

Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η διοικητική αποκέντρωση και τα συναφή, είναι όροι που χρησιμοποιούνται συχνά από την καπιταλιστική τάξη, στοχεύοντας μερικές φορές στην αποσυναρμολόγηση των κρατικών εταιριών-μαμούθ και τη διευκόλυνση της καπιταλιστικής επέμβασης: όπως παλαιότερα (π.χ. στη Χιλή μετά τους εργατικούς νόμους Pipera το 1980), για να καταστεί ευκολότερη η διαίρεση των εργαζόμενων και η αποδυνάμωση των συνδικάτων τους. Αυτό που θέλω να τονίσω, είναι ότι η διοικητική αποκέντρωση δεν είναι αυτή καθ' εαυτή εγγενώς επαναστατική. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την καπιταλιστική τάξη για την επίτευξη των σκοπών της εφόσον η ιδιοκτησία παραμένει άθικτη. Ενώ ο Wayne καταβάλει σημαντική προσπάθεια να καταδείξει πώς ο συγκεντρωτισμός έχει χρησιμοποιηθεί από τον καπιταλισμό για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, αποτυγχάνει να καταβάλει την ίδια προσπάθεια για να αποδείξει και την ίδια περίπτωση με τη διοικητική αποκέντρωση. Έχει σημασία να επιμείνουμε στο σημείο αυτό, ιδιαίτερα στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας όπου ζούμε, όταν ο συγκεντρωτισμός που έχει ήδη επιτευχθεί μέσα ακριβώς σε μια δεκαετία είναι συνολικά περιττός.

 

Σε οποιοσδήποτε περίπτωση, η ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού καταδεικνύει ότι ακόμη και μια περιορισμένη αυτοδιεύθυνση και μια τεχνική διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού που στοχεύει στη δραστηροποίηση των εργαζομένων, αποδεικνύει τις θέσεις των αναρχικών: ότι ο εργατικός έλεγχος δεν είναι μόνο καλός για τους εργαζόμενους, αλλά και για την παραγωγικότητα. Αυτό αποδείχθηκε ήδη με επαναστατικούς όρους με την Κομμούνα της Βαρκελώνης κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936. Πάνω από μισό αιώνα αργότερα, δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, μέσω των εξελίξεων στην υψηλή τεχνολογία και τη διαχείριση κατά την τελευταία δεκαετία, που έχει κάνει περισσότερα για την πρόοδο της υπόθεση του κομμουνισμού απ’ ό,τι ολόκληρη η αριστερά μαζί. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι κανένας από αυτούς τους μετασχηματισμούς, ενώ αναπτύσσονταν και επέκτειναν τις «αντικειμενικούς» συνθήκες για μια χειραφετημένη κοινωνία, δεν θα οδηγήσει μηχανικά σε μια νέα κοινωνία. Στην πραγματικότητα, χρησιμεύουν μόνο στην αύξηση των επιπέδων αλλοτρίωσης της εργατικής τάξης και στην αύξηση, επίσης, του χάσματος μεταξύ των τάξεων μέσω της μεγιστοποίησης των κερδών, με έναν τρόπο που δεν έχουμε δει ποτέ πριν διαμέσου της ιστορίας. Χωρίς μια συνειδητή οργανωμένη αναρχική και επαναστατική πολιτική δύναμη, θα περιμένουμε για πάντα. Και αυτή η δύναμη είναι που πρέπει να αμφισβητήσει τις πηγές εξουσίας της αστικής τάξης - αυτό είναι που ο Wayne αναφέρει ως «ανάληψη της εξουσίας» («takingpower»), - ένας όρος που μπορεί να φαίνεται προβληματικός σε μερικούς αναρχικούς, αλλά που οποιοσδήποτε τίμιος αναγνώστης δεν θα αποτύχει να τον κατανοήσει στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ελεύθερης από οποιαδήποτε αυταρχική υποδήλωση.

 

Μόνο αμφισβητώντας έμπρακτα αυτές τις πηγές εξουσίας – κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με επαναστατικά μέσα όπως έχει αποδειχθεί από την εμπειρία – μπορούμε να στοχεύσουμε στην οικοδόμηση μιας αληθινά δημοκρατικής και ανθρώπινης κοινωνίας. Επίσης, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν είναι δημοκρατικός και αποξενωτικός, αλλά είναι και ένα σύστημα που προωθεί αγριότητες. Αν και επιμένουμε συχνά στην αποστροφή μας για το ναζισμό και το σταλινισμό, δεν το κάνουμε και πολύ συχνά εστιάζοντας και στα κακά του καπιταλισμού. Και δεν μιλάω εδώ μόνο για τα κακά της αποικιοκρατίας, που συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Θα μπορούσαμε πραγματικά να μιλάμε για πάντα για τις αγριότητες που διαπράχθηκαν από τους Βέλγους στο Κονγκό, από τους Γάλλους στην Αλγερία, ή την πείνα που προκλήθηκε από τις βρετανικές αρχές στην Ινδία. Δεν θα εστιάσω ακόμη την προσοχή μου στις δολοφονικές σφαγές που προκλήθηκαν από την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα στον 20ό αιώνα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πάντα για την αμερικανική εισβολή στις Φιλιππίνες, τις αγριότητες των ΗΠΑ στην Κεντρική Αμερική, τη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι, το Βιετνάμ ή για όλα αυτά που συμβαίνουν αυτήν την περίοδο στο Ιράκ. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για πάντα για τους Άγγλους στην Κένυα ή τη Δρέσδη.

 

Αλλά δεν θα αναφερθώ σε οποιοδήποτε απ’ αυτά. Σκέφτομαι ακριβώς τη σιωπηλή σφαγή 25.000 ανθρώπων ημερησίως από πείνα, ή ακόμα εκείνους που πεθαίνουν ελλείψει ασφαλούς πρόσβασης στο νερό και από αποτρέψιμες ασθένειες – κι όλα αυτά σ’ έναν κόσμο αφθονίας. Και μόνο αυτός ο αριθμός θα πρέπει να επισείει αρκετή καταδίκη του καπιταλιστικού καθεστώτος - εάν τελικά ζούμε σε μια λογική κοινωνία. Αυτό είναι όχι μόνο ένα «ανεπιθύμητο» αποτέλεσμα μιας, ειδάλλως, καλής πολιτικής που κατά τη διάρκεια του χρόνου μπορεί να βελτιωθεί. Αυτό είναι το άμεσο και πολύ καλά γνωστό αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας σκόπιμης οικονομικής πολιτικής και προγραμμάτων διαρθρωτικών προσαρμογών που σχεδιάζονται στα καπιταλιστικά κέντρα του κόσμου, που δεν ενδιαφέρονται καν για τις τραγωδίες που ξετυλίγουν και που ενισχύονται από μια μυριάδα διεθνών οικονομικών οργάνων. Ακόμη και στην υποβληθείσα Έκθεση του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη το 2006, τονίζεται ότι «η πείνα, η έλλειψη πρόσβασης στο νερό αποτελεί μια σιωπηλή κρίση που βιώνεται από τους φτωχούς και ανέχεται από αυτούς που διαθέτουν τους πόρους, την τεχνολογία και την πολιτική εξουσία να δώσουν ένα τέλος σε αυτό» [2]. Πρέπει να δηλώσουμε ξεκάθαρα ότι η κρίση αυτή όχι μόνο «ανέχεται» από αυτούς που διαθέτουν πλούτο και εξουσία: είναι πραγματικά αυτοί οι ίδιοι που την έχουν δημιουργήσει. Είναι το άμεσο αποτέλεσμα του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Και αυτές οι δυσάρεστες «παρενέργειες» του καπιταλισμού δεν έχουν βελτιωθεί με το χρόνο - παίρνουν όλο και χειρότερη μορφή κάθε μέρα που περνάει. Αν προσθέσουμε και την οικολογική κρίση, που προκαλείται επίσης από τα ανόητα απόβλητα της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι ο καπιταλισμός ο ίδιος ο κύριος υπεύθυνος για τις περιοδικές κρίσεις πείνας σε πολλά μέρη του Τρίτου Κόσμου. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη «Μαύρη Βίβλο» του κομμουνισμού ή του φασισμού, αλλά ο καπιταλισμός έχει τόσους πολλούς σκελετούς στο ντουλάπι του και η μαύρη βίβλος του είναι πιο μαύρη όσο τίποτε άλλο.

 

Όπως σωστά τονίζει ο Wayne, τα Κράτη, ακόμα και τα πιο δημοκρατικά απ’ αυτά, δεν είναι πράγματι δημοκρατικά. Είναι αντιδημοκρατικά και, επίσης, δολοφονικά. Για το λόγο αυτό πρέπει να καταργηθούν. Οι συνθήκες βρίσκονται ήδη εδώ για μας για ν’ αρχίσουμε να κινούμαστε προς αυτόν τον στόχο. Και το βιβλίο του Wayne είναι σίγουρα μια συμβολή στη διερεύνηση των πιθανοτήτων για μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία.

 

Jose Antonio Gutiιrrez Danton

 

4 Νοέμβρη 2007

 

 

 

Σημειώσεις: [1] Μια πολύ καλή ανάλυση για την εργασία του βρίσκεται στο

 

http://mutualist.blogspot.com/2006/08/liberation-management-or-management-by.html. Αν και ο συγγραφέας αυτός κινείται σε ρεφορμιστικές αλληλοβοηθητικές-ελευθεριακές γραμμές, το βιβλίο αυτό συστήνεται ανεπιφύλακτα. Σχετικά με τις καπιταλιστικές όψεις της αυτοδιεύθυνσης μπορείτε να συμβουλευτείτε το Abbasi, SamiM. andKennethW. Hollman. «Self-managed teams, the productive breakthrough of the 1990s», Journal of Managerial Psychology 9 (December 1994) ήτο Elmuti, Dean «Sustaining high performance through self-managed work-teams», Industrial Management (March 1996). [2] Human Development Report 2006, “Beyond Scarcity: Power, Poverty and the Global Water Crisis”, p.1.

 

* Η κριτική αυτή δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net στις 9 Νοέμβρη 2007. Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 28 Νοέμβρη 2007.

 

 

 

 

 

 

 

Αναρχικός Κομμουνισμός και Εκλογές

 

Σκέψειςκαιπροτάσεις

 

Greek translation of «Anarchist Communism and Elections».

 

Jose Antonio Gutierrez D.

 

Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 2003 ως συνεισφορά στην όλη συζήτηση στη Χιλή σχετικά με τις τότε επερχόμενες τοπικές εκλογές και τον τρόπο με τον οποίο πολλοί σύντροφοι θελήσαμε να αφιερώσουμε το κύριο βάρος της δράσης και των μέσων που διαθέταμε (οικονομική κατάσταση και έμψυχο υλικό) στην αντιεκλογική προπαγάνδα. Επίσης, την ίδια περίοδο διεξήχθη μια συζήτηση καθώς αρχίζαμε να συμμετέχουμε στις εκλογές σε πανεπιστήμια, σχολεία, συνδικάτα και κοινοτικές οργανώσεις και μερικοί διακήρυξαν ότι οι αναρχικοί τάσσονται ενάντια στην ψηφοφορία οποιασδήποτε μορφής. Μερικά από τα ζητήματα που θίχτηκαν στη συζήτηση αυτή εμφανίζονται επανειλημμένως μπροστά μας και απεικονίζουν βαθύτερα πολιτικά ζητήματα.

 

Κάθε φορά που διεξάγονται εκλογές, στους τοίχους των δρόμων γράφονται συνθήματα με το όνομα του ενός ή του άλλου υποψηφίου, με το ένα ή το άλλο σύνθημα, με υποσχέσεις ότι, «αυτή τη φορά το εννοούμε, τα πράγματα θα αλλάξουν». Οι άνθρωποι που περνούν από εκεί είναι πολύ καλά εξοικειωμένοι με τη γνωστή αυτή εικόνα, που επαναλαμβάνεται κάθε λίγο και λιγάκι: οι δρόμοι καταλήγουν να βρωμίζουν με όλα αυτά τα σκουπίδια και πλένονται μόνο με τη χειμωνιάτικη βροχή.

 

Και ανάμεσα σε όλο αυτό το σορό υποψηφίων και συνθημάτων, υπάρχουν, φυσικά, πάντα και συνθήματα που καλούν σε αποχή από τις εκλογές: στο στρατόπεδο αυτό εντάσσεται σχεδόν όλη εκείνη η αριστερά που αυτοχαρακτηρίζεται επαναστατική. Έτσι, αρκετές ομάδες του φάσματος αυτού καλούν τον κόσμο να μην ψηφίσει, κυρίως λόγω της ανικανότητάς τους να κατεβάσουν τους υποψηφίους τους και όχι πραγματικά για οποιαδήποτε άλλα βαθύτερα πολιτικά ζητήματα. Η πρόσφατη εμπειρία του PODEMOS αποτελεί μια καλή απόδειξη γι’ αυτό, όταν μερικοί που κάποτε ήσαν πρωτοπόροι της αντιεκλογικής τακτικής μετατράπηκαν σε υποψηφίους ενός πολιτικού συνασπισμού που σχηματίστηκε τότε. Μερικοί άλλοι θα έχουν περισσότερους λόγους από τα καθαρώς διαδικαστικά ζητήματα. Και εκεί πάλι μπορούμε να βρούμε ένα ευρύ φάσμα λόγων του να μην ψηφίσουμε: από εκείνους που δεν θέλουν να παράσχουν οποιαδήποτε νομιμοποίηση στο Σύνταγμα που κατασκευάστηκε από το καθεστώς Pinochet μέχρι εκείνους που αντιτάσσονται σε οποιαδήποτε μορφή «εξουσίας».

 

Και μεταξύ των επιχειρημάτων αυτών συναντάμε συχνά περισσότερο ή λιγότερο γνωστά συνθήματα, χιλιοειπωμένα, που υπογράφονται με ένα Α στον κύκλο. Αυτοί είναι οι αναρχικοί και είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό. Αλλά κανείς δεν εκπλήσσεται πραγματικά για το ότι οι αναρχικοί υιοθετούν αυτή τη θέση. Έτσι δεν αναρωτιόμαστε ακόμη και για τους λόγους που υπάρχουν πίσω από αυτή τη θέση, γιατί αποτελεί, συνήθως, μόνο μια ενδόμυχη απόρριψη. Όχι, δεν υπάρχει καμία ανάγκη γι’ αυτό: το να είναι κάποιος αναρχικός, στην πραγματικότητα, φαινομενικά σημαίνει ότι δεν συμμετέχει στις εκλογές (αν και δεν θα πρέπει να δίνουμε έμφαση σ’ αυτό). Στην πραγματικότητα, συχνά ο αναρχισμός θεωρείται, είτε από κακή πίστη είτε από άγνοια, αντικοινοβουλευτισμός. Και πρέπει να ειπωθεί ότι υπάρχουν πάρα πολλοί μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι είναι αναρχικοί που περιορίζουν τη δραστηριότητά τους μόνο σε αυτό.

 

Όταν έρχονται οι εκλογές, πρέπει να αναγνωρίσουμε, ως αναρχικοί, ότι όλη αυτή η δραστηριότητα παρουσιάζεται συνήθως ως μια αφηρημένη μόδα, χωρίς οποιαδήποτε ανάλυση του πλαισίου στο οποίο κινείται. Αι αυτό είναι αρκετά περίεργο, εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι οι εκλογές έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί από πολλούς αναρχικούς ως πρόφαση για να διαδηλώσουν στους δρόμους ή να δημιουργήσουν κάποια αναταραχή... ακριβώς για να μην ξεχάσουν την παλαιά καλή τους συνήθεια.

 

Εντούτοις, η έλλειψη σκέψης είναι συνήθως τρομερή: η πολιτική ανάλυση ξεπουλιέται με αντάλλαγμα μερικές προκατασκευασμένες και/ή αφηρημένες συνταγές, γιατί ο δογματισμός δεν έχει λέξεις (αποτελείται γενικά από προσβολές ενάντια στην αριστερό και τη δεξιό). Σε μια τέτοια κατάσταση, είναι εύκολο η σκέψη να μετατοπιστεί από το σύνθημα παίρνοντας τη θέση της. Και αυτή είναι κάτι το ανησυχητικό, γιατί όταν επικρατεί η έλλειψη επιχειρημάτων και συνεκτικής σκέψης, όταν η θεωρητική μιζέρια γίνεται κανόνας, εκεί συχνά υπάρχει εύφορο έδαφος για καιροσκοπισμό, ανάπτυξη απλοϊκών απόψεων και κάθε είδος απόκλισης που οι απόψεις αυτές δημιουργούν. Κατά συνέπεια, τα θεμέλια μιας αλλοπρόσαλλης πρακτικής έχουν ήδη τοποθετηθεί.

 

Μεταξύ των επιχειρημάτων που αντιμετωπίζουμε και που «δικαιολογούν» τη θέση των αναρχικών περί απόρριψης των εκλογών, βρίσκουμε, πρώτα απ’ όλα, εκείνα τα επιχειρήματα που έχουν μια «ηθικολογική» φύση. Αυτοί είναι οι πιο αδύνατοι... εξετάζοντας τις προσωπικές ιδιότητες των ατόμων που κατεβαίνουν ως υποψήφιοι (είναι κλέφτες, ψεύδονται, κ.λπ.) και έτσι, μπορούν για τους ίδιους λόγους να δημιουργήσουν ένα είδος αντιπαράθεσης αποφεύγοντας να θίξουν τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα. Αλλά δεν τίθεται ζήτημα εάν οι πολιτικοί είναι κλέφτες ή όχι (τη στιγμή που η πλειοψηφία τους, στην πραγματικότητα, είναι). Ως επί το πλείστον, το επιχείρημα αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο μεταξύ των αντίπαλων υποψηφίων, αλλά αποτυγχάνει να φτάσει στη ρίζα του προβλήματος.

 

Άλλες φορές υπάρχει μια ακαθόριστη άποψη για το πρόβλημα, υιοθετώντας μια αφηρημένη εκτίμηση, στην οποία η «μέθοδος» (η ψήφος) συγχέεται με τα όργανα όπου αυτή ασκείται. Επομένως, όλα τα είδη των εκλογών (είτε σε συνέλευση είτε σε συνδικάτο είτε σε μια αθλητική λέσχη ή φυσικά και στις προεδρικές εκλογές) θεωρείται ότι να είναι κατά βάση τα ίδια και, έτσι, η ίδια την πράξη της ψηφοφορίας εμφανίζεται ως «ανηθικότητα». Εμείς οι αναρχικοί, δεν λερώνουμε τα χέρια μας με οποιοδήποτε είδος ψηφοφορίας και έτσι μπορούμε να διατηρήσουμε την «αγνότητά» μας... Το πώς να ληφθούν αποφάσεις, πώς να εκλέξουμε εκπροσώπους και αντιπροσώπους, κάτι που είναι πάνω απ’ όλα τ’ άλλα θέμα πρακτικής τάξης, είναι κάτι που δεν διευκρινίζεται ποτέ σε ικανοποιητικό βαθμό από εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη θέση (πάντα συναινετικοί;! Επιλέγοντας αυθαίρετα ανθρώπους;!). Υπάρχει υποτίθεται κάτι «κακό», κάτι σάπιο, μια αίσθηση αλλοίωσης στην ίδια την πράξη της ψηφοφορίας, ανεξάρτητα από το πλαίσιό της. Η ψηφοφορία, ως μηχανισμός, φαίνεται ότι αποκτά μια μαγική και κακή διάσταση στα μυθολογικά μυαλά μερικών αναρχικών που μιλούν για έναν ορισμένο τύπο «εκλογικού φετιχισμού».

 

Ο αναρχισμός, πρώτ’ απ’ όλα, δεν έχει τίποτα ενάντια στην ψηφοφορία ως μηχανισμό, ως μέθοδο να παρθούν αποφάσεις σε πρακτικά θέματα, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται μόλις εκτεθούν και συζητηθούν οι διαφορετικές θέσεις ή για την εκλογή κάποιου εκπροσώπου ή αντιπροσώπου. Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί αυτός ο μηχανισμός [1]. Οι αναρχικοί δεν είναι, εξ ορισμού, ενάντια στις «εκλογές» ως μηχανισμού. Εάν στις τοπικές ή εθνικές εκλογές καλούμε σε αποχή από την ψηφοφορία, είναι λόγω του πλαισίου στο οποίο ασκείται αυτή η ψηφοφορία, δηλαδή τα πλαίσια του Κράτους, το οποίο μπορεί με τον τρόπο αυτό να επικυρώσει την κυριαρχία του σε βάρος όλων εμάς που αποκλειόμαστε από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (και που συμπτωματικά συμβαίνει να είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που αποκλειόμαστε από τις γιορτές των επιχειρηματιών). Όταν καλούμε τον κόσμο να μην ψηφίσει σε αυτό το είδος εκλογών, αυτό που πραγματικά απαιτούμε είναι ο αγώνας ενάντια στο Κράτος και τον Καπιταλισμό, όχι ενάντια στις «εκλογές» ως γεγονός. Η αντίθεσή μας, έτσι, δεν διευθύνεται τόσο ενάντια στην ψηφοφορία ως προς το σύνολο των μηχανισμών του Κράτους. Μήπως αυτό που μας οδηγεί στη ρίζα του προβλήματος είναι ότι η διαχείριση του συστήματος ασκείται λανθασμένα; Ή είναι απαραίτητο να ανατρέψουμε με επαναστατικό τρόπο το παρόν σύστημα; Και αυτό είναι, ακριβώς, το κεντρικό ζήτημα από το οποίο μας διαχωρίζουν οι αστικές εκλογές, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό στην εξάλειψη του άσχημου προσώπου του καπιταλισμού.

 

Μια άλλη παράλογη επίδραση των αστικών εκλογών είναι η δημιουργία διαχωρισμού στην ίδια την ύπαρξή μας. Οι εκλογές δημιουργούν ένα τεχνητό, ειδικό, φανταστικό χώρο πολιτικής, για το διαμοιρασμό της εξουσίας. Αυτή είναι ακριβώς η βαθύτερη λογική του Κράτους. Και είναι σε αυτό το σημείο που πρέπει να ασκηθεί μια ριζοσπαστική κριτική από τους αναρχικούς ενάντια σε αυτήν ακριβώς την κατανόηση της πολιτικής: επειδή, σύμφωνα με την αντίληψή μας, η εξουσία πρέπει να ασκηθεί από τους ίδιους τους ανθρώπους, στους δικούς τους χώρους, σε κάθε τομέα της ζωής μας και όχι μόνο σε «προκατασκευασμένους χώρους».

 

Γιατί η αστική εξουσία, αν και ιδεολογικά το αρνείται αυτό, εκδηλώνεται ιδεολογικά μόνο σε ορισμένους τεχνητά διαμορφωμένους χώρους, παρά σε ιδεολογικές κοινοτοπίες «ελεύθερης θέλησης», διαπερνώντας βαθιά τη ζωή μας, εισχωρώντας σε κάθε ενιαία πτυχή της ύπαρξής μας. Εξαιτίας αυτού, η λαϊκή εξουσία πρέπει να την αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο, κυριαρχώντας εντελώς σε όλη μας τη ζωή.

 

Επομένως, οι εκλογές εκτός του ότι κατακερματίζουν τα συγκεκριμένα προβλήματά μας (με την ψευδαίσθηση της επίλυσής τους), δημιουργούν έναν χώρο γι’ αυτό που είναι «πολιτικό» που είναι όμως αποξενωμένο από τις μάζες. Εντούτοις, χωρίς να το καταλαβαίνουν, πολλοί αναρχικοί πέφτουν στην παγίδα που πέφτει και η υπόλοιπη μεταρρυθμιστική αριστερά που συνεχίζει να κινείται σ’ αυτό το στενό πλαίσιο του τι είναι «πολιτικό» μέσω του μεγαλύτερου μέρους της δραστηριότητάς της, αφήνοντας στην άκρη διάφορα ζητήματα ή κάνοντας δουλειά σε επίπεδο βάσης για χάρη του εκλογικού τσίρκου. Κατά συνέπεια, επικυρώνεται έτσι η αστική αντίληψη περί πολιτικής. Πολλοί αναρχικοί, για να είναι στην αντιπολίτευση, δρουν με παρόμοιο τρόπο: εμφανίζονται, ακριβώς όπως οι υποψήφιοι, μόνο τον καιρό των εκλογών λέγοντας στον κόσμο να μην ψηφίσει. Και αντί να υπολογίζουν τους ψήφους, μετρούν αυτούς που δεν ψηφίζουν ή τις άκυρες ψήφους, λες και είναι αυτό που μετράει περισσότερο από τον αγώνα και την πραγματική οργάνωση.

 

Όπως ακριβώς οι υποψήφιοι, έχουν τη δική τους εκλογική επιλογή: μην ψηφίζετε. Αλλά έτσι συμβάλλουν στην υποβάθμιση του πλαισίου του τι είναι πολιτικό για το Κράτος, περισσότερο από μια πραγματική δραστηριότητα σε επίπεδο βάσης, μια καθημερινή δραστηριότητα, μια δραστηριότητα που να ενισχύσει τους ταξικούς και κοινωνικούς παράγοντες με μια επαναστατική προοπτική. Η δράση μας μετατρέπεται έτσι σε ένα μόνιμο θέαμα στους χώρους εκείνους που δημιουργούνται από την αστική τάξη για να εκφράσει την πολιτική της. Αλλά μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε αδιάφοροι για τις εκλογές; Μήπως σημαίνει να μη παίρνουμε καμία θέση;

 

Καθόλου. Σίγουρα, χρειαζόμαστε μια ξεκάθαρη στάση ενάντια στην αστικοδημοκρατική μηχανή και, επομένως, ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή διαχείρισης της καταπίεσης και της δυστυχίας. αλλά πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν σαφέστεροι.

 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟ να έχουμε τόσο πολύ κόσμο που δεν ψηφίζει. Η αποτελεσματικότητα της αναρχικής προπαγάνδας πρέπει να μετριέται όχι από τους ανθρώπους που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν, αλλά από την επιρροή μας σε επίπεδο μαχητικότητας και οργάνωσης των λαϊκών μαζών. Το σύστημα έχει ήδη δυσφημισθεί και η πραγματική μας εργασία είναι να δείξουμε, μέσω της προπαγάνδας και των πράξεών μας, ότι αυτό το σύστημα πρέπει και είναι εφικτό να αλλάξει.

 

Η προπαγάνδα μας πρέπει να στραφεί, πριν από οτιδήποτε άλλο, προς την ενίσχυση των αγώνων και της οργάνωσης των ανθρώπων. Η λαϊκή οργάνωση και ο αγώνας είναι τα καλύτερα όπλα ενάντια στα ίδια τα θεμέλια του Κράτους και του Κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι ο αναρχικός πρέπει να περάσει από τον ακτιβισμό στη μαχητικότητα (που υπονοεί, προφανώς, μια πιο συστηματική, σταθερή και συντονισμένη δραστηριότητα, που τείνει να αναπτύξει τους διαφορετικούς παράγοντες του λαϊκού αγώνα, ενώ ο ακτιβισμός στηρίζεται πάντα στο τυχαίο).

 

Από τα προαναφερθέντα, συνάγεται ότι το ότι «είμαστε αναρχικοί γι’ αυτό και δεν συμμετέχουμε στις εκλογές» οδηγεί σε μια επιπόλαιη και εσφαλμένη αντίληψη, δηλαδή μια φτωχή και ακαθόριστη ερμηνεία των βασικών αρχών του αναρχισμού. Η πολιτική μας ΔΕΝ προέρχεται από το γεγονός της μη συμμετοχής στις εκλογές, αλλά είναι η μη συμμετοχή στις εκλογές που προέρχεται από την πολιτική μας. Και το κρίσιμο σημείο του ζητήματος είναι, ακριβώς, πώς να οικοδομήσουμε τη λαϊκή εξουσία.

 

Η μη συμμετοχή στις αστικές εκλογές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις πολιτικές αρχές της αναρχικής επαναστατικής μαχητικότητας, αλλά αυτό πρέπει να προέλθει φυσιολογικά από μια στρατηγική δημιουργίας στην καρδιά της εργατικής τάξης.

 

Σήμερα είναι απαραίτητο από ποτέ άλλοτε να γνωρίζουμε πώς να ανοίγουμε έναν δρόμο για εκείνους τους οποίους καλούμε να συμμετάσχουν στον αγώνα ενάντια στο σύστημα, υπερβαίνοντας έτσι ένα είδος αφελούς αναρχισμού, μερικές φορές λίγο παιδαριώδους, που μολύνεται από δογματισμό και αφηρημένη φρασεολογία.

 

Πρέπει να θέσουμε το ζήτημα ευθέως: για τους αναρχικούς κομμουνιστές δεν υπάρχει χώρος στις αστικές εκλογές, επειδή ο φυσικός μας χώρος δημιουργεί τη λαϊκή εξουσία, για να αντισταθεί και να αγωνιστεί κάπου αλλού - στις κοινότητές μας, τα πανεπιστήμια, τα σχολεία και τους εργασιακούς μας χώρους.

 

Και τι γίνεται με τις άλλες εκλογές;

 

Ακριβώς λόγω της προαναφερθείσας έλλειψης σοβαρής σκέψης για τα θέματα μεθόδου και πολιτικών θέσεων, υπάρχει συχνά μια αρνητική τοποθέτηση εκ μέρους των αναρχικών σε «οποιοδήποτε είδος εκλογών». Καθώς η παρούσα κριτική μας στόχευσε στην ίδια την πράξη της ψηφοφορίας, ανεξάρτητα από το πλαίσιο και το περιεχόμενό της! Αυτό συγχέει τα πράγματα σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της συμμετοχής στο Κράτος και της συμμετοχής στις κοινωνικές και λαϊκές οργανώσεις (συνδικάτα, κοινοτικές και άλλες οργανώσεις). Η αναρχική παρουσία στις τελευταίες είναι όχι μόνο θετική, αλλά και απαραίτητη, εάν πρόκειται να εγγυηθούμε κάποιο επίπεδο επιρροής μέσω της διαδικασίας κοινωνικής δημιουργίας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.

 

Η απουσία μας από τους χώρους αυτούς, ιστορικά, έχει αφήσει τις πόρτες ορθάνοιχτες στο ρεφορμισμό και κάθε είδος εξουσιαστών. Είναι απαραίτητο για τους αναρχικούς να δημιουργήσουν κάποιο πραγματικό αντίκτυπο των ιδεών τους σε ισχύ εκεί όπου δρούμε. Είναι αλήθεια, η δραστηριότητά μας δεν μπορεί να περιοριστεί στον αγώνα για αντιπροσωπευτικές θέσεις στις κοινωνικές οργανώσεις, όπως κάνουν πολλοί άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί. Η δραστηριότητά μας, πάνω απ’ όλα, πρέπει να ασκείται σε επίπεδο βάσης. Αλλά πολύ συχνά απομακρύνουμε τις ευκαιρίες του να αποκτήσουμε αντιπροσωπευτικές θέσεις επειδή πιστεύουμε ότι είναι αρκετή η ίδια η παρουσία μας στην κάθε συνέλευση. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι το ισχυρό μας σημείο: εντούτοις, η δραστηριότητά μας, για να εκφραστεί σε επίπεδο βάσης πρέπει επίσης να εκφραστεί και σε κάθε ξεχωριστό επίπεδο των οργανώσεων στις οποίες συμμετέχουμε και κάτι τέτοιο δεν αντιπροσωπεύει καν οποιαδήποτε άρνηση των αρχών μας εφ' όσον είμαστε ξεκάθαροι στα εξής:

 

Ότι για να συμμετέχουμε στον εκλογικό αγώνα για αντιπροσωπευτικές θέσεις πρέπει η έκφραση μιας προηγούμενης εργασίας μας σε επίπεδο βάσης να είναι πραγματική και να δίνει έδαφος και νομιμότητα στη συμμετοχή μας. Χωρίς αυτήν την προηγούμενη εργασία, χωρίς να αρχίσουμε να δημιουργούμε από τα κάτω, η διαμάχη για τις αντιπροσωπευτικές θέσεις αποτελεί την ίδια από τα πάνω προς τα κάτω λογική των άλλων πολιτικών δυνάμεων.

 

Ότι η συμμετοχή μας δεν πρέπει να είναι, σε κάθε περίπτωση, ίδια με τη συμμετοχή οποιασδήποτε άλλης ομάδας. Πρέπει πάντα να προωθούμε ένα πρόγραμμα εσωτερικού εκδημοκρατισμού που να μην περιορίζεται στους χώρους αντιπροσώπευσης, αλλά και να προωθείται από τη βάση – παρέχοντάς της τον τελευταίο λόγο στα κρίσιμα ζητήματα. Αυτό σημαίνει την εφαρμογή στην πράξη δημοκρατικών αρχών όπως συνελεύσεις, υπευθυνότητα, οργανωτικά κανάλια από κάτω προς τα πάνω, κ.λπ.

 

Να μη συγχέουμε ποτέ την τακτική με τη στρατηγική: η πολιτική ηγεμονία στις λαϊκές, κοινωνικές ή μαζικές οργανώσεις δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι το μόνο σημαντικό εφ' όσον μας βοηθά να προωθήσουμε πραγματικές αλλαγές πέρα από τα όρια της ίδιας της οργάνωσης, στο επίπεδο του λαϊκού παράγοντα, που απειλεί τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Κοντολογίς, δεν ενδιαφερόμαστε για τη νίκη στις εκλογές ενός συνδικάτου για χάρη των εκλογών, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο αυτό βοηθά τη συσπείρωση μιας επαναστατικής δύναμης. Ο τελικός στόχος δεν είναι να καθυστερήσουμε για πάντα στον αγώνα για μεταρρυθμίσεις, έναν αγώνα από τον οποίο δεν απομακρυνόμαστε καθόλου, αλλά να ανοίξουμε δρόμο στις επαναστατικές αλλαγές προς την απελευθέρωση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων.

 

Και δεν είναι από καμιά άποψη λιγότερο σημαντική μια αυστηρή ελευθεριακή ηθική: δεν μπορούμε να εξουδετερώσουμε τις ιδέες μας, το πρόγραμμά μας. Όχι επειδή γινόμαστε αντιπρόσωποι κάποιας οργάνωσης πρέπει και να κατασιγάσουμε τις ιδέες μας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε και να τις επιβάλουμε. Ο αγώνας για να καταστούν ηγεμονικές οι ιδέες μας πρέπει να κερδηθεί σε επίπεδο βάσης, στις συνελεύσεις, χωρίς κατάχρηση του ρόλου μας ως αντιπροσώπων.

 

Πιστεύουμε ότι αυτά τα τέσσερα σημεία είναι υψίστης σημασίας για την ανάπτυξη μιας σωστής γραμμής σε σχέση με τις εκλογές στις κοινωνικές οργανώσεις. Μερικά χρόνια πριν, η εκλογή ενός στενού μας συντρόφου συνδικαλιστή σε μια σημαντική θέση στην Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας (CUT – της Χιλής)) αποτέλεσε ένα άριστο παράδειγμα του πώς χάνεται μια θαυμάσια ευκαιρία μετά από όλη αυτή τη δραστηριότητά μας στο εργατικό κίνημα. Γιατί, ναι, υπήρξε μια προηγούμενη δουλειά, ανεξάρτητα από το πόσο ανεπαρκής ήταν, σε διαφορετικά συνδικάτα και ενώσεις που είχαν αφιερωθεί στη δημιουργία ενός νέου τύπου συνδικαλισμού. Αυτό που απουσίαζε από μας ήταν μια συνεπής τακτική όσον αφορά το κίνημα αυτό και η υποψηφιότητα του συντρόφου, που κατέληξε να απομονωθεί, δεν μπόρεσε να αναδείξει το ζήτημα της νέας μορφής συνδικαλισμού και δεν συνέβαλε, στο τέλος, στη δημιουργία ενός τέτοιου ρεύματος που θα μπορούσε να κερδίσει την καρδιά του κινήματος αυτού, μέσω της διαδικασίας της συσπείρωσης των απαραίτητων δυνάμεων, κάτι που βέβαια που είχε αρχίσει εκ των προτέρων και που μια από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της ήταν η γέννηση του δικτύου Multisindical, την Πρωτομαγιά του 1998.

 

Αντίθετα, η παρούσα συμμετοχή των ελευθεριακών στην ηγεσία των κοινοτικών και φοιτητικών οργανώσεων παρέχει ένα αξιόλογο παράδειγμα του πώς ο αγώνας στους χώρους αυτούς, ενώ συνοδεύεται από μια προηγούμενη δραστηριότητα σε επίπεδο βάσης, με ένα σχέδιο εκδημοκρατισμού, με ένα ειδικό πρόγραμμα αιτημάτων και αγώνα καθώς και με έναν ηθικό και ελευθεριακό τρόπο πολιτικής δουλειάς, μπορεί μόνο να ενισχύσει την ελευθεριακή επιρροή στα λαϊκά κέντρα και να βελτιώσει τα επίπεδα οργάνωσης και αγώνα εκ μέρους των ανθρώπων. Και αυτό μας βοήθησε επίσης στο να δημιουργήσουμε ευρύτερα δίκτυα σύγκλισης εκείνων που, όντας στο εσωτερικό του λαϊκού αυτού αγώνα, συμβάλλουν στη σφυρηλάτηση ενός ελευθεριακού προγράμματος: η ύπαρξη της FeL (Δίκτυο Ελευθεριακών Φοιτητών αποτελεί μέρος αυτής της διαδικασίας.

 

Δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο αγώνας στις συνδικαλιστικές και φοιτητικές εκλογές (νόμιμοι χώροι, δημιουργημένοι από τους ίδιους τους ανθρώπους εν ώρα αγώνα - και μερικές φορές εκφυλισμένοι από τις γραφειοκρατίες - που δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τη φύση του αστικού ταξικού μηχανισμού του Κράτους) σημαίνει εγγενώς την πτώση μας στο επίπεδο της «διαφθοράς». Ο φόβος αυτός της «διαφθοράς» από την «εξουσία» (!) δεν δικαιολογείται σ’ αυτήν την περίπτωση επακριβώς και είναι αδύνατο να συμβεί εάν μείνουμε πιστοί στις τέσσερις ιδέες-άξονες που παρατέθηκαν πριν. Είναι μόνο η πολιτική συνοχή, ένας ελευθεριακός τρόπος πολιτικής δουλειάς και η ύπαρξη ξεκάθαρων μηχανισμών συμμετοχής που μπορούν να χρησιμεύσουν ως εγγύηση ενάντια σ’ αυτή τη «διαφθορά». Η κληρονομιά της αναρχοσυνδικαλιστικής γενιάς της δεκαετίας του '50, που οδήγησε στη δημιουργία της CUT, έχοντας τον Ernesto Miranda στην εμπροσθοφυλακή του σχηματισμού αυτού, εξακολουθεί να υπάρχει για τον καθένα που θέλει να γνωρίζει, καθώς επίσης και για τη δουλειά της νέας γενεάς των αναρχικών κομμουνιστών που συνεχίζεται στην κοινότητα, στις φοιτητικές και εργατικές οργανώσεις.

 

[1] Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τη συζήτηση γύρω από τη «δημοκρατία». Έχει χυθεί πολύ μελάνι για την αφηρημένη συζήτηση του θέματος, ανεξάρτητα από την έννοια που κρύβεται πίσω από τον όρο αυτό. Η κατάσταση αυτή μοιάζει κάπως σαν αν γίνεται διάλογος μεταξύ κωφών, μερικοί από τους οποίους λένε «ναι» και μερικοί άλλοι «όχι» στη δημοκρατία, χωρίς να αναρωτηθούν οι ίδιοι πώς πραγματικά καταλαβαίνουν τη λέξη δημοκρατία. Προφανώς, τα λαϊκά αιτήματα για δημοκρατία, σημαίνουν κάτι πολύ παρόμοιο με την αστική δημοκρατία που βασίζεται στις ταξικές αντιθέσεις. Και όταν ο επαναστατικός Τύπος επιτίθεται στη «δημοκρατία», αυτό είναι ένας τρόπος να ξεσκεπαστεί η καταπίεση πίσω από την αντίληψη της πολιτικής συναίνεσης και της δημοκρατίας των πλουσίων.

 

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στα ισπανικά στο αναρχικό κομμουνιστικό περιοδικό «HombreySociedad» της Χιλής, τεύχος 18-19, δεύτερο τέταρτο του 2004. Αναδημοσιεύτηκε στα ισπανικά, αγγλικά, ιταλικά και άλλες γλώσσες στο www.anarkismo.net τον Απρίλη του 2008. Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», μέσα Απρίλη 2008.

 

 

 

 

 

Ο ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - εξώφυλλο βιβλίου

Ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ

 


Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019

 

Στο SBS Greek στις 18/07/2019

Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018

 

Απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στη δεκαετία του 1980 - εξώφυλλο βιβλίου

Ελευθεριακοί και ριζοσπάστες της διασποράς - εξώφυλλο βιβλίου

email

ιστορία αναρχικού κινήματος αναρχικό κίνημα κοινωνικοί αγώνες ιστορία εργατική τάξη επαναστατικό κίνημα Ισπανία, Ελλάδα Ρωσία κοινωνικά κινήματα αναρχική-θεωρία Γαλλία αναρχισμός αναρχοσυνδικαλισμός ζητήματα τέχνης αριστερά εργατικό κίνημα anarchism Ιταλία φεμινισμός κομμουνισμός Αυστραλία ΗΠΑ, Ρωσία, ελευθεριακή εκπαίδευση αντιφασισμός history κοινωνία επαναστατική θεωρία εθνικά ζητήματα αναρχοσυνδικαλιστές διεθνισμός λογοτεχνία μελλοντική κοινωνία ποίηση συνδικαλισμός radicalism αγροτικά κινήματα αναρχικός κομμουνισμός αστικός τύπος Πάτρα Greece πολιτειακό κριτική Μεξικό περιβάλλον καταστολή Βουλγαρία φεντεραλισμός ένοπλη δράση Διασπορά working class εξεγερμένοι διανοούμενοι γεωγραφία syndicalism εξεγέρσεις αγροτικές εξεγέρσεις communism Κούβα communist-party κινητοποιήσεις θέατρο σοσιαλισμός χρονογράφημα Γκόλντμαν βιβλίο Παρισινή Κομμούνα νεκρολογία Άγις Στίνας αναρχικοί Αίγυπτος Πρωτομαγιά σοσιαλιστές φοιτητικό κίνημα αγροτικό ζήτημα Italy Θεσσαλονίκη "\u0395\u03c0\u03af \u03c4\u03b1 \u03a0\u03c1\u03cc\u03c3\u03c9" ευημερία κοινοκτημοσύνη ατομικισμός utopianism Κροπότκιν ένωση τροτσκισμός θρησκεία ληστές Κύπρος μηδενισμός Αθήνα εκλογική δράση Egypt Πύργος Ηλείας ρουμανία Γαριβαλδινοί Ουκρανία προκηρύξεις πρώην οπλαρχηγοί αρχαίο-πνεύμα ρομαντισμός