ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ, Ο ΓΗΤΑΥΡΟΣ
ΔΡΑΜΑ
ΑΘΗΝΑ, 1921 ΕΚΔΟΣΗ «ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ «Χ. ΓΑΝΙΑΡΗΣ και Σια
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο «Γήταυρος» πρωτοτυπώθηκε σε τρία στη σειρά φύλλα του «Νουμά», τη χρονιά του 1908. Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης πριν φανερωθεί με το βιβλίο του «Τα τραγούδια του Απρίλη» (1909), είχε γίνει γνωστός με το δράμα του αυτό, που τόγραψε πολύ νέος.
Η νεοελληνική λογοτεχνία συνειθισμένη τότε σε θεατρικά δημιουργήματα εθνικοσκολαστικά, ψυχρά κι ανούσια — εξόν από λιγοστές τιμημένες εξαίρεσες — είχε ανάγκη από έργα πλημμυρισμένα από τέχνη, από ζωή κι από νιάτα. Ο «Γήταυρος» με την επαναστατική του πνοή, ενθουσίασε αμέσως όλους εκείνους που ονειρευόντανε το ξύπνημα της μάζας, σύμφωνα με τα προοδευτικά κοινωνιστικά ιδανικά. Στο «Εργατικό Κέντρο» τον Βόλου, πρώτα πρώτα, γίνανε διάλεξες για το νέο δράμα, και διαβάστηκε τούτο μπροστά στους εργάτες, και κατόπι πολλές φορές παίχτηκε από τη σκηνή εκεί, στην Αθήνα και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο θίασος μάλιστα του τωρινού διευθυντή του Θεάτρου του Ωδείου κ. Θωμά Οικονόμου, φροντισμένα δίδαξε το δράμα τον καιρό της περιοδείας του στην Αίγυπτο.
Στην περίφημη μεσαιωνική δίκη του Ναυπλίου κατά των «αθέων και μαλλιαρών»! που έγινε τον Απρίλη του 1914, κατηγορήθηκε τόσο δεινά, όσο και άδικα, ο «Γήταυρος», από μερικούς μάρτυρες, που τον ακούσανε στο Βόλο. Μα το τίμιο δικαστήριο αθοώνοντας όλους τους κατηγορούμενους για τις λεύτερες, απολυτρωτικές και προοδευτικές τους ιδέες, αθώωσ' έτσι μαζί τους και το κατηγορημένο δράμα.
Από τότες ο «Γήταυρος», ζητιέται από παντού και παίζεται συχνά (τις περισσότερες φορές ζευγαρωμένος με το «Στην οξώπορτα» του Δ. Π. Ταγκόπουλου) σε θεατρικές παράστασες που δίνουνε τα εργατικά σωματεία, και μένει έτσι ένα έργο ολοένα ζωντανό, που συγκινεί την αγνή μεγάλη τάξη του λαού, την εργατική, που η περιφρόνηση προς αυτή των λογίων μας και η καθαρεύουσά τους, την είχε αποκλείσει από τη μόρφωση και τον ψυχικό της υψωμό.
Σαν πρωτοτυπώθηκε το δράμα τούτο του Ρήγα Γκόλφη στο «Νουμά», η εφημερίδα «Μέλλον» που έβγαινε με τη σύμπραξη της νεοϊδρυμένης τότε «Κοινωνιολογικής Εταιρίας», έγραψε πλατύ άρθρο, χαιρετώντας «με άμετρη χαρά την παρήγορη αυτή αρχή της σοσιαλιστικής φιλολογίας στην Ελλάδα». Έκαμε ανάλυση της υπόθεσης του έργου και χαραχτήρισε ψυχολογικά τα πρόσωπα που παρουσιάζει στο δράμα τούτο ο συγγραφέας.
«Το συμπαθητικό κοριτσάκι η Αννούλα» έγραφε το άρθρο, «παιδί του Φιντή τόσο αδύνατο, τόσο αισθαντικό οχεδόν απορεί κανείς πώς γεννήθηκε τόσο λεπτό και τόσο υπέρτερο από έναν τέτοιο πατέρα. Έχει όλες τις λεπτότητες των εξαιρετικών πλασμάτων, και ξέρει να σκέφτεται ποιητικά και ξέρει να σκέφτεται πένθιμα. Εδώ για ν' αναγνωρίση κανείς τη θέση του χαραχτήρα αυτού, μέσα σ' ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να κουραστή λίγο για ν' αναζητήση τη μορφή του άλλου «θύματος», που επίδρασε στην Αννούλα, του «θύματος» που δεν περνά από τη σκηνή, μα που πέρασε στη ζωή, πρέπει να το ζητήση σε κάποιες γωνιές του σαλονιού που γίνεται το δράμα, ή σε κάποιες που μαντεύονται από μέσα. Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.
Και παρακάτω ζωγραφίζοντας...
Ξένες σκέψεις, ξένες λέξεις, ξένα έργα, ξένα φερσίματα, να με τι παλεύει η ζωή του Έλληνα λογίου και καλλιτέχνη.
Καλύτερα, πολύ καλύτερα, ν’ ανήκει κανείς στον κύκλο των αποπατοκαθαριστών, παρά στον καλλιτεχνικό και λογογραφικό κύκλο των Ελλήνων. Εκείνα που λέει κι εκείνα που κάνει δεν λέγονται. Ό,τι κακό κι αν πει κανείς γι’ αυτόν, είναι λίγο. Όσο σκληρά κι αν του φερθεί, έχει δίκιο. Κύκλος που ζει για την εντύπωση, με ιδανικό του το χρήμα, που περιφρονεί τον αφανή και θαυμάζει τον τραπεζίτη, κύκλος που ’χει πάντοτε για γνώμη του τη γνώμη του άλλου, που μεταμελείται μέχρι θανάτου για...
Σ’ αυτό το μαύρο μνήμα
Που Λαύριο το λεν
Βλέπω πολλαίς με μαύρα
Που κάθονται και κλαίν
Βλέπω γρηαίς μητέραις
Γυναίκες και παιδιά
Γυμναίς και πεινασμένες
Χωρίς παρηγοριά.
Βλέπω παιδιά αγγελούδια
Να κλαίνε για ψωμί
Κορίτσια σαν το κρίνο
Πωλούντα την τιμή.
Βλέπω και κάτι άλλους
Π’ αφεντικά τους λεν
Μ’ απάθεια να βλέπουν
Ταίς μαύρες οπού κλαίν
Και ειν’ αυτοί αιτία
Σ’ αυτών την συμφορά
Αλλά τρώγουν και πίνουν
Και...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018