...
Γενικά Άρθρα

 

Μια κριτική στην κατεστημένη δυσεκπαίδευση από την ματιά του Paul Goodman

Η συμβολή του John Dewey στο κίνημα της απο-σχολειοποίησης

O Dewey (1859-1952) ήθελε να αποδείξει πως η παιδαγωγική είναι ένας αυτόνομος επιστημονικός κλάδος. Το 1896 ίδρυσε ένα Σχολείο-εργαστήρι για να εφαρμόσει την παιδαγωγική του φιλοσοφία και να αποδείξει πως αυτά που προτείνει είναι εφαρμόσιμα. Επηρεάστηκε από τον Rousseau, τον Pestalozzi, τον Froebel και άλλους.

Βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του ήταν η γεφύρωση των δίπολων θεωρία και πράξη, πνευματική και χειρωνακτική εργασία, ψυχολογία και κοινωνιολογία, άτομο και συλλογικότητα. Το άτομο για τον ίδιο αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον (άψυχο και έμψυχο) και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η εξέλιξη να είναι άμεσα αλληλοεξαρτόμενη και από τα δυο μέρη. Αυτό είναι το σημαντικότερο εργαλείο που χρησιμοποίησε ο Goodman και οι υπόλοιποι του κινήματος της απο- σχολειοποίησης, για να προτείνουν με θράσος το 'γκρεμίστε τα σχολικά κελιά'. Η ανάπτυξη του ατόμου περνά μέσα από την κοινωνική αλλαγή. Η επικοινωνία, ο αναστοχασμός, ο αυτοέλεγχος, η συνεκπαίδευση και το βίωμα για τον Dewey είναι τα εργαλεία που θα οδηγήσουν σε αυτήν την αλλαγή, έτσι η εκπαίδευση δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά μόνο τα ανήλικα μέλη της κοινότητας, ούτε η παιδική ηλικία είναι η προετοιμασία για την μέλλουσα ζωή. Ενήλικες και ανήλικοι δομούν μαζί μια κοινότητα ολιστικά παιδαγωγική για όλα τα εμπλεκόμενα άτομα που ζουν σε αυτή.

Το βίωμα για τον Dewey είναι η κινητήρια δύναμη της δράσης και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το ψυχολογικό υπόβαθρο για να δομηθεί ένα άτομο με αυτοπεποίθηση και βούληση. Το εσωτερικό κίνητρο που οδηγεί στην πράξη και η σύνθεση της πνευματικής με την χειρωνακτική εργασία οδήγησαν τον ίδιο στην διδακτική θεωρία του "learning by doing" (μάθηση από την πράξη). Αυτή η λειτουργία δεν αντιστοιχεί μόνο στην σχέση δασκάλου -μαθητή αλλά σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι οι επιθυμίες και τα κίνητρα δεν οδηγούν μόνο σε μια ατομική εξέλιξη αλλά και στην κοινωνική αυτονομία και χειραφέτηση. Αυτή ήταν και η εμπνευστική αφετηρία για τους Αμερικάνους θεωρητικούς της εκπαίδευσης να προτείνουν την απο-σχολειοοποίηση της κοινωνίας.

Στις δεκαετία του '60 και του '70 οι Paul Goodman, Ivan Illich, John Holt, Jonathan Kozol, John Taylor Gatto, Everett Reimer, George Dennison κ.ά. ξεκίνησαν να προτείνουν την απο-σχολειοποιήση της κοινωνίας. Στην περίοδο 1967-1972 όπου τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης του κυρίαρχου τρόπου ζωής ήταν στην άνθισή τους, ιδρύθηκαν στην Αμερική πάνω από 500 ελεύθερα σχολεία.

Ο Holt ήταν κυρίως εμπνευστής του homeschooling, όπου προτείνει τα παιδιά να μην πηγαίνουν καθόλου σχολείο και η κύρια δράση για την διαπαιδαγώγιση τους να την έχουν οι γονείς, πάντα σε σχέση με τον παθητικό ρόλο που έχουν τώρα. Τον όρο deschooling εμπνεύστηκε ο Illich, ο οποίος πρότεινε μια κοινωνία που δεν θα υπάρχει η αναγκαιότητα του σχολείου σαν κτιριακή υποδομή, αφού όλη η κοινότητα και οι δημόσιοι της χώροι όπως πλατείες, μουσεία, κινηματογράφος, θέατρο, καφετέριες κ.τ.λ. θα στοχεύουν στο να λειτουργούν σα μια εκπαιδευτική διαδικασία. Το βασικό γνώρισμα της απο-σχολειοποήσης είναι πως δεν υπάρχει εξαναγκαστική παρακολούθηση, και η επιθυμία προκύπτει από εσωτερικό κίνητρο. Η γνώση κατακτιέται μέσα από το παιχνίδι, την ατομική και την συλλογική δημιουργία.

Το νέο άτομο αυτο-διδάσκεται όπως το κάνει από την αρχή της ζωής του αφομοιώνοντας τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του. Έτσι όπως ένα βρέφος μαθαίνει να μιλά και να περπατά μόνο του, αρκεί να βρίσκεται σε ένα υγιές φροντιστικό περιβάλλον, έτσι ακριβώς θα συνεχίζεται η ανάπτυξη-εκπαίδευση του ατόμου. Μόνο που η παιδαγωγική διαδικασία δεν θα τελειώνει στα 18 του χρόνια όπως προβλέπουν τα αναλυτικά προγράμματα των υπουργών, γιατί η παιδεία και η καλλιέργεια είναι μια συνεχόμενη μεταβαλλόμενη σύνθεση θεωρίας και πράξης.

Μια βιογραφία για τον Paul Goodman πρόταση για μια πρακτική ουτοπία ή πάρε τις επιθυμίες σου για πραγματικότητα

O Goodman (1991-1972) γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη σε μια μεσοαστή μονογονεϊκή οικογένεια γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Ήδη από την περιγραφή της οικογενειακής του κατάστασης διαπιστώνουμε πως συγκεντρώνει πολλαπλές ταυτότητες. Καταπιάστηκε με πολλές ειδικότητες και μια λίστα από αυτές είναι: συγγραφέας λογοτεχνίας και θεατρικών έργων, ποιητής, ψυχοθεραπευτής και συνιδρυτής της θεωρίας Gestalt, ακαδημαϊκός, αναρχικός φιλόσοφος, αμφιφυλόφιλος.

Αποφοίτησε από το ΠανεπιστήμιοΝέας Υόρκης και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, από το οποίο απολύθηκε εξαιτίας του ότι δήλωνε ανοιχτά την σεξουαλική του ταυτότητα.

Ο ίδιος έκανε δυο πολιτικούς γάμους, ήταν πατέρας και για κάποιο διάστημα μονογονέας. Ακόμη ακολούθησε για τον ίδιο την ψυχοθεραπευτική μέθοδο του W. Reich. Σε σχέση με την υποχρεωτική στράτευση κατά τη διάρκεια του πολέμου αρνήθηκε να στρατευθεί, γεγονός που τον κυνηγούσε στην ζωή του.

Έγραψε σε διάφορα περιοδικά όπως το Anarchy, Commentary, Politics, Liberation, Resistance κ.ά. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι το "Communitas" για την πολεοδομία, τα βιβλία με εκπαιδευτικό περιεχόμενο "Compulsory mis-education" (μεταφρασμένο στα ελληνικά "Κριτική της κατεστημένης παιδείας"), "Grοwing up absurd", και τα κοινωνικοφιλοσοφικά μυθιστορήματα "The empire city" και "Making Do". Ακόμη έγραψε θεατρικά έργα τα οποία τα ανέβασε το Living Theatre. Στα ελληνικά περιοριζόμαστε σε δυο μεταφράσεις του βιβλίου "Κριτική της κατεστημένης παιδείας" και του άρθρου "Εκπαιδευτικός ζουρλομανδύας" (Αυτόνομες Εκδόσεις, 1982).

Κεντρική πολιτική του θέση ήταν αυτή της αποκέντρωσης επηρεασμένος από τον P. Kropotkin (1842-1921). Στις αρχές το 1940 ξεκίνησε να δομεί τη σκέψη του με ξεκάθαρη αναρχοπασιφιστική κατεύθυνση. Παρ’ όλη την εναντίωσή του στη χρήση της βίας στο αναρχικό κίνημα, γεγονός για το οποίο κατηγορήθηκε ως ρεφορμιστής, τα νεανικά κινήματα της εποχής του εμπνεύστηκαν από τον θεωρητικό του λόγο και κατηγορήθηκε από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης σαν υποκινητής νεανικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ’60.

Ο Goodman καλούσε τους νέους να αποχωρίσουν μαζικά από τα πανεπιστήμια και να ιδρυθούν τα "ελεύθερα πανεπιστήμια", γεγονός που συνέβη (Η κριτική στα ανώτατα ιδρύματα γίνεται στο "The community of scolars"). Ο ίδιος δίδαξε σε ένα από αυτά το "πειραματικό κολλέγιο του Σαν Φρανσίσκο". Το έργο του λοιπόν δεν ήταν μόνο σε μια θεωρητική-ακαδημαϊκή βάση αλλά συνδύαζε την θεωρία με την πρακτική πρόταση της συνειδητής δράσης στο εδώ και στο τώρα. Η αντικουλτούρα που πρότεινε είχε απήχηση, γιατί πρότεινε την ολιστική αυτορρύθμιση της ζωής των νέων στα αστικά κέντρα, και αυτό για τους νέους της εποχής ήταν μια χειροπιαστή πρόταση.

Ο Goodman υποστήριζε πως "η ανθρώπινη φύση είναι μια δυνατότητα και μπορεί να γίνει γνωστή μόνο αν πραγματωθεί στα επιτεύγματα της ιστορίας, και όπως πραγματώνεται σήμερα". Έτσι υποστηρίζει το απρόβλεπτο της ανθρώπινης φύσης στο οποίο εμπεριέχεται και η διττή της κατάσταση. Με αυτό το σκεπτικό προκύπτει και η πρότασή του για τις αποκεντρωμένες κοινότητες, με κεντρικό εργαλείο την άμεση δημοκρατία. Η κριτική στα παραπάνω ασκείται μέχρι και σήμερα. Αυτές οι κοινότητες χαρακτηρίζονται περιθωριοποιημένες γυάλες με πρόσβαση από συγκεκριμένα κοινωνικά κομμάτια. Ένα πρότυπο ζωής που περιγράφεται ως εφησυχασμός, σε αντίθεση με το πρότυπο του μάχιμου αναρχικού. Στις κοινότητες αυτές η πολιτική δράση απλώνεται σε όλη την καθημερινή ζωή όπως έρωτας, οικογένεια, εκπαίδευση, αρχιτεκτονική, τέχνη συντροφικότητα κ.ά. Ίσως όμως η αναρχική πολιτική δράση με την επικαιρότητα, να μην αφήνει περιθώρια ενασχόλησης με τα παραπάνω, γι' αυτό και να κριτικάρονται ως ρεφορμιστικά ή σαν παράλληλες δράσεις. Ο Goodman, που χαρακτηρίστηκε σαν ουτοπικός στοχαστής, μεταχειρίζεται όλα τα θέματα που καταπιάστηκε σαν συνεχώς μεταβαλλόμενα στο άμεσο μέλλον, που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Η καθημερινή άμεση δράση από τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας μέχρι το αντιπολεμικό κίνημα του ’60.

Οι ιδέες του Goodman για την αυτονομία πηγάζουν τόσο από την αναρχική σκέψη όσο και από την ψυχολογία του ανθρώπου. Εμπνευσμένος από την θεωρία του W. Reich για την αυτοδιεύθυνση και για την ελεύθερη βούληση του ατόμου, πίστευε πως μόνο του το άτομο μπορεί να ανακαλύψει τι πραγματικά θέλει να κάνει. Η ατομική αυτονομία και δημιουργικότητα, όμως θεωρεί ότι πρέπει να συνδυάζεται με την αλληλοβοήθεια του P. Kropotkin για να γειώνεται στην συλλογική κοινότητα. Η αναρχική θεώρηση είναι η μόνη που διασφαλίζει την κατάργηση της κεντρικής εξουσίας και την αυτοδιαχείριση του εαυτού. Τα προτεινόμενα παραδείγματα- εργαλεία για τον Goodman υπήρξαν και είναι η παιδαγωγική του Dewey και του Νeill και ο αναρχοσυνδικαλισμός στην Ισπανία.

"Η διερεύνηση της απόστασης της πραγματικότητας από την ουτοπία δεν είναι μόνο μια διαρκής δημιουργική προσπάθεια που είναι ικανή κάποτε να επιτύχει τον σκοπό της, αλλά είναι μια πραγματικότητα στο σημερινό εφησυχασμό και την μοιρολατρία...Έτσι, λοιπόν ας διαχωρίσουμε στην συνείδηση μας το ανέφικτο από το προκαθορισμένο. Ποτέ και πουθενά η πραγμάτωση της ουτοπίας (έστω και στιγμές απ' αυτήν) δεν υπήρξε με μια συγκεκριμένη συνταγή, αλλιώς θα ήταν ένα γραφικό αναμάσημα της ιστορίας των κοινωνιών. (Παιδαγωγικό πλαίσιο του Μικρού Δέντρου 2014)”.

Κλείνοντας παραθέτουμε αποσπάσματα από το άρθρο του περιοδικού “Ευτοπία“
Συνέντευξη του Δημήτρη Ρουσόπουλου στην “Ευτοπία”

"Έτσι γνωρίσαμε μια μεγάλη παράδοση της σκέψης, η οποία περιελάμβανε ανθρώπους σαν τον Paul Goodman, τον Murray Bookchin, την Jane Jacobs και τον Lewis Mumford. Αυτοί είναι κάποιοι από τους μεγάλους διανοητές οι οποίοι πίστευαν ότι η πόλη είναι ο αναγκαίος γεωπολιτικός χώρος μέσα στον οποίον το κίνημα πρέπει να αγκυροβολήσει προκειμένου να γίνει μια πολιτική πραγματικότητα. Ο αγώνας για την εξουσία, για τον επανακαθορισμό της εξουσίας, για την αποκέντρωση της εξουσίας, για να παρθεί η εξουσία από τους συγκεντρωτικούς πολιτικούς θεσμούς της κοινωνίας μας πρέπει να γίνει στο επίπεδο της γειτονιάς και της πόλης. Έτσι, για πρώτη φορά, στο τέλος της δεκαετίας του ‘60 είχαμε μια αίσθηση της μορφολογίας της πολιτικής μας. Δεν ήταν διεθνής, δεν ήταν εθνική, δεν ήταν καν περιφερειακή, αλλά ήταν επικεντρωμένη τοπικά σε μια πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, σε μια κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα, που ονομαζόταν «πόλη». Την ίδια στιγμή, σε όλον τον κόσμο ελάμβανε χώρα ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο- το οποίο είχαμε προβλέψει ότι θα συμβεί- και αυτό ήταν η γιγάντωση του φαινομένου της αστικοποίησης. Έτσι για παράδειγμα γνωρίζαμε ότι, το 2003, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις. Και αυτό έχει πολύ σοβαρές πολιτικές και οικονομικές συνέπειες για το πώς θα δημιουργήσουμε το είδος του κινήματος που θα φέρει ένα νέο περιεχόμενο ελευθερίας.”

Ένας διάλογος για την κατεστημένη υποχρεωτική δυσεκπαίδευση

Σκέψεις πάνω στο βιβλίο του P. Goodman Κριτική της κατεστημένης παιδείας

“Όλα αυτά τους (εννοεί τους δασκάλους) προσδιορίζουν σαν μια συγκεκριμένη βαθμίδα της κοινωνικής ιεραρχίας μ' ένα παραγωγικό ρόλο που χρησιμοποιεί σαν πρώτη του ύλη τις νεαρές ανθρώπινες υπάρξεις που έχουμε ονομάσει παιδιά. Πράγμα που οδηγεί στην συνολική αντίληψη για την 'παιδική ηλικία'. Η αντίληψη αυτή αποτελεί βασική κοινοτυπία στην κοινωνία που ζούμε: το τεράστιο θεσμικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει αυτό που ονομάζεται εκπαιδευτικό σύστημα, τους λεγόμενους παιδικούς σταθμούς, τα αναμορφωτήρια, τα δικαστήρια ενηλίκων, τους παιδοψυχίατρους, τα κατηχητικά σχολεία, κι ένα σωρό άλλα πράγματα, ενισχύει την υπόθεση που επικρατεί γενικά ότι τα παιδιά αποτελούν ένα ειδικό είδος όντων από τους ενηλίκους. Στη συνέχεια αυτό το θεσμικό σύμπλεγμα εξοπλίζεται με 'προσωπικό', με υπαλλήλους που έχουν 'επαγγελματική εκπαίδευση' και κύριο καθήκον τους την διάπλαση των νέων ανθρώπων, την επιλογή τους για ειδική (θετική ή αρνητική) μεταχείριση, την επιτήρηση της ομαλής συμπεριφοράς και την εξέλιξη τους. Τελικά, όλος αυτός ο κυκεώνας εμπλουτίζεται με την 'ιδεολογία των υπαλλήλων', με βάση τις υποτιθέμενες γνώσεις που κατέχουν για τα λεγόμενα παιδιά, και τις θεωρίες για την παιδική ηλικία, την κοινωνικοποίηση, την ομαλότητα και την παρεκτροπή, που νομιμοποιούν τις ενέργειες τους και τους προσδίδουν επιστημονικό κύρος.”

Νίκος Μπαλής, 1977 Εισαγωγικό σημείωμα στο Κριτική της κατεστημένης παιδείας-
Υποχρεωτική δυσεκπαίδευση

Πρόλογος

Οι περισσότερες διεκδικήσεις δασκάλων, καθηγητών, γονέων και μαθητών περιορίζονται σε οικονομικά αιτήματα. Θεωρείται ευρέως αποδεκτό κοινωνικά πως αν το κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση χορηγούσε πιο γενναία ποσά στην εκπαίδευση, οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες, Εδώ έρχεται ο Goodman και απαντάει πως η τυπική υποχρεωτική εκπαίδευση είναι ήδη υπερβολική, και ότι δεν χωράει βελτίωση στις παρούσες συνθήκες. Όσο περισσότερη μόρφωση αποκτούμε τόσο λιγότερο καλλιεργημένοι είμαστε.

Το σχολείο είναι υποχρεωτικό, γιατί υποστηρίζεται από τους κρατικούς στηλοβάτες του και αντιστρόφως. Το αρμόδιο Υπουργείο και οι φορείς του υποστηρίζουν πως προσφέρει ίσες ευκαιρίες μόρφωσης ανεξαρτήτως της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει ο/η μαθητής/τρια, διευρύνει τους ερευνητικούς ορίζοντες του νέου ατόμου, και προωθεί την επαγγελματική αποκατάσταση. Βέβαια είναι επίσης αποδεκτό από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, πως όλα τα παραπάνω δεν συμβαίνουν στα κρατικά ιδρύματα και σίγουρα όλο αυτό το κομμάτι της κοινωνίας δεν είναι αντικρατιστές. Επιθυμούν την βελτίωση των σχολείων με ένα μεταφυσικό τρόπο, αρκούνται στις οικονομικές διεκδικήσεις, αλλά δεν προτείνουν καμμιά εναλλακτική λύση και συνεχίζουν να στέλνουν τα βλαστάρια τους στα κρατικά σχολικά ιδρύματα. Κάθε φορά που ένας νέος αρμόδιος για την παιδεία αναλαμβάνει τα ινία με σκοπό να λύσει το εκπαιδευτικό ζήτημα επιβεβαιώνει την προβληματική κατάσταση της οικονομίας και νομοθετεί μια νέα μεταρρύθμιση. Έτσι λοιπόν διαιωνίζεται το 'κακό' που ονομάζεται κρατική εκπαίδευση, που συνάμα θεωρείται κοινώς αποδεκτό από όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση.

Ο Goodman αναφέρει σαν σημείο αναφοράς την παιδαγωγική φιλοσοφία του J. Dewey, ο οποίος χτίζει το φιλοσοφικό του οικοδόμημα στην παραδοχή πως η εκπαίδευση δεν είναι ένα στάδιο προετοιμασίας για τη ζωή αλλά είναι η ίδια η διαδικασία της ζωής.

Σε αυτό το βιβλίο ο Goodman αναφέρει συχνά πως δεν έχει πρόθεση να δείξει δικαιοσύνη και μεγαλοψυχία σε σχέση με την κριτική που κάνει. Στον πρόλογο του βιβλίου καταγράφει κάποιους λόγους που το κράτος δεν θα αφήσει τον τομέα της εκπαίδευσης από τα χέρια του, γιατί αυτός είναι ο τρόπος να παράγει και να αναπαράγεται. Ο σχολικός θεσμός είναι μια πειθαρχική εκπαίδευση του πολίτη προς την αυθεντία- εξουσία. Το νέο άτομο εισάγεται από την πρώτη παιδική ηλικία και μαθαίνει να είναι υπάκουο. Δεν σημαίνει πως όλοι οι δάσκαλοι τηρούν αυτήν την κατεύθυνση, σίγουρα όμως τείνουν σε αυτή την αυτοματοποίηση. Το δεύτερο είναι η ολοένα και αυξανόμενη παραγωγή των διδακτορικών διπλωματούχων από την μία και η εξάλειψη των ανεξάρτητων αγροκαλλιεργειών από την άλλη. Ο ίδιος θεωρεί τα αστικά κέντρα ξοφλημένα, γιατί τα άτομα δεν μπορούν να έχουν αυτάρκεια. Ακόμη τονίζει την διττή φύση των μέσων ενημέρωσης, που αν και βέβαια είναι χρήσιμα για την ενημέρωση και την δικτύωση, ταυτόχρονα τα ίδια οφείλονται και για τον εκφασισμό της κοινωνίας.

Ας πάρουμε σαν παράμετρο πως όλα αυτά γράφτηκαν το 1965 για την Αμερική, όμως δεν απέχουν τόσο από την πραγματικότητα του σήμερα στην Ελλάδα. Το σχολικό σύστημα έχει αλλάξει ελάχιστα από την δημιουργία του ελληνικού κράτους, έτσι η κριτική σε αυτό γίνεται διαχρονική. Μόνο που σήμερα δεν χρειάζεται να επικαλούμαστε πως χρειαζόμαστε κάποιους να μας διαφωτίσουν. Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει μια παιδαγωγική φιλοσοφία που βασίζεται στην ατομική αυτονομία και στην κοινοτική συμβίωση, και από την άλλη η συντηρείται η παραδοσιακή εκπαίδευση.

Στοιχειώδης εκπαίδευση [1]

Γιατί τα παιδιά θέλουν να εγκαταλείψουν το σχολείο όσο πιο γρήγορα γίνεται; Ελάχιστα στοιχεία κινητοποιούν τους/τις μαθητές/τριες για να ολοκληρώσουν το σχολείο. Τι γίνεται όμως με τα παιδιά που αποτυγχάνουν και δεν έχουν κανένα εσωτερικό κίνητρο να συνεχίσουν το σχολείο; Ο Γκούντμαν αναρωτιέται αφού η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική θα πρέπει να επανεξετάζεται συνεχώς για τα οφέλη της. Το σχολείο για τον ίδιο όχι απλά δεν είναι ο μόνος τρόπος κατάκτησης της γνώσης, αλλά δεν είναι κατάλληλο με το τρόπο που έχει δομηθεί να εξυπηρετεί σκοπούς μόρφωσης.

Η μεσαία τάξη επιθυμεί να ανελιχθεί κοινωνικά, και θεωρείται ότι αυτό μπορεί να συμβεί μέσα από το σχολείο και τα μετέπειτα διπλώματα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κάποιος στην βαθμίδα των πτυχίων τόσο ανεβαίνει και σε οικονομική κατάσταση.

"Η μόρφωση είναι μια φυσική κοινωνική λειτουργία και ένα αναπόφευκτο φαινόμενο, μια που οι νέοι διαπαιδαγωγούνται από τους μεγαλύτερους, κατευθύνονται ως προς τις δραστηριότητες τους και τάσσονται υπέρ (ή κατά) των καθιερωμένων από αυτούς θεσμών. Οι μεγαλύτεροι με την σειρά τους διδάσκουν, εκπαιδεύουν, εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους νέους. Ακόμα και η παραμέληση των νέων (εκτός από την φυσική παραμέληση) έχει εκπαιδευτικές επιπτώσεις- όχι βέβαια τις χειρότερες που μπορεί να υπάρξουν. (σελ. 28 Paul Goodman, Κριτική της κατεστημένης παιδείας-Υποχρεωτική δυσεκπαίδευση)”.

Έτσι, η μια βαθμίδα προετοιμάζει το νέο άτομο για την επόμενη, ένα άτομο πειθαρχημένο όπως πρέπει να είναι ένας πολίτης της αστικής δημοκρατίας. Τις εκπαιδευτικές αυτές βαθμίδες ο Γκούντμαν τις χωρίζει σε προσχολικές κοινότητες που αντικαθιστούν την πατριαρχική οικογένεια, με τους παιδικούς σταθμούς όπου τα παιδιά κάνουν τα πρώτα βήματα στην πειθάρχηση τους. Το γυμνάσιο και το λύκειο το συγκρίνει με τις σχολές αστυνομίας όπου γίνεται η πρώτη διαλογή πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, με κοινή συνισταμένη την προσαρμογή αυτών στην εξουσία- αυθεντία. 'Έτσι ο όρος πολίτης σημαίνει πως είσαι εκπαιδευμένος/η να συμμετέχεις και να προσαρμόζεσαι στο υπάρχον και όχι να συν- δημιουργείς. Ο καταναλωτισμός είναι η προσαρμοστικότητα της εποχής, όσο περισσότερο καταφέρεις να καταναλώνεις τόσο πιο πολύ έχεις ανελιχθεί στο κοινωνικό στάτους. Οι φιλοδοξίες του ατόμου πρέπει να συμβαδίζουν με το εθνικό συμφέρον, και έτσι γίνεσαι πετυχημένος και μέτριος, γιατί οι μεγάλοι είναι στα κέντρα λήψεων αποφάσεων. Για το περίσσευμα που δεν τελειώνει ούτε το σχολείο δεν υπάρχει καμμιά θέση μέσα στην ομοιογενή πειθαρχημένη κοινωνία.

Ο Goodman (αντίθετα από τον J. Dewey) δεν πιστεύει πως θα έρθει κάποια κοινωνική αλλαγή από το σχολείο, αφού το σχολείο δεν είναι ένα εξωκοινωνικό περιθώριο αλλά ο ακριβής αντικατοπτρισμός της κοινωνίας. Μέσα σε αυτό υπάρχουν όλες οι διακρίσεις και οι ρατσισμοί που υπάρχουν και στην κοινωνία.

Συνοψίζοντας παρακάτω κάποια ζητήματα που θέτει ο ίδιος και στέκεται ξεκάθαρα εχθρικά προς το κατεστημένο σχολείο:

Η ανάγνωση. Όταν κάποια παιδιά δυσκολεύονται να μάθουν ανάγνωση, δημιουργείται το πρωταρχικό σχολικό τραύμα. Συνήθως αυτά τα παιδιά προσπαθούν να ξεφύγουν από το σχολείο. Ο αποκλεισμός τους είναι ξεκάθαρος, αφού αν δεν γνωρίζεις ανάγνωση τότε αποκλείεσαι κοινωνικά από μεγάλο κομμάτι επικοινωνίας με τους άλλους. Ο Goodman υποστηρίζει πως με λιγότερες γραμματικές γνώσεις θα αναπτυσσότανε περισσότερο ο λαϊκός πολιτισμός. Έτσι η ανάγνωση θα είχε πραγματικό περιεχόμενο επικοινωνίας και θα ήταν ένα εργαλείο δημιουργικής φαντασίας.
Η γραφή. Η εκμάθηση της γραφής γίνεται μια καταναγκαστική γνώση, ενώ θα έπρεπε να πηγάζει από εσωτερικό κίνητρο. Όταν ένα νέο άτομο μαθαίνει να γράφει θέλει συνήθως να εξωτερικεύσει με γραπτό τρόπο αυτά που αισθάνεται. Στα σχολικά ιδρύματα αυτό μορφοποιείται με το π-α-π-ι παπί κ.τ.λ. Λέξεις δίχως νοήματα για το παιδί, που δεν πηγάζουν από κάποια εσωτερική του επιθυμία.
Η σωματική καθήλωση και σιωπή. Η δομή της αίθουσας είναι ξεκάθαρα στατική. Οι μαθητές/τριες δεν επιτρέπεται να μιλάνε και να κινούνται στο χώρο. Ο δάσκαλος μπορεί να επιβλέπει πανοραμικά τις κινήσεις τους. Ο φυσιολογικός θυμός και οι συγκρούσεις θεωρούνται παραβατική συμπεριφορά και ποινικοποιούνται. Τα παιδιά που παρουσιάζουν τέτοια στοιχεία συμπεριφοράς στιγματίζονται και περιθωριοποιούνται από τους δασκάλους. Το ευτύχημα είναι πως επειδή προτιμούν να στοιβάζουν τα παιδιά σε μεγάλες ομάδες μες την τάξη η καθολική πειθαρχία δεν είναι εφικτή, τα παιδιά καταφέρνουν να εξωτερικεύουν τα συναισθήματα τους αλλά και την έντονη κινητικότητα τους. Σε αυτό το σημείο γίνεται μια αναφορά του συγγραφέα για τους γονείς που δίνουν ηρεμιστικά στα παιδιά τους πριν πάνε σχολείο για αντέξουν την αγχωτική αυτή καθημερινότητα.
Τυποποίηση και ομοιομορφία. Το άτομο παύει να υπάρχει σε ένα σχολικό ίδρυμα, γιατί οι μαθητές παύουν να είναι ανεξάρτητες προσωπικότητες και αντιμετωπίζονται εξατομικευμένα. Όλοι/ες διδάσκονται από τα ίδια εγχειρίδια, και καλούνται να ανταποκριθούν στις ίδιες δυσκολίες δηλαδή τις εξετάσεις. Μετά από αυτό υπάρχει η αποτυχία ή επιτυχία δηλαδή το πέρασμα στην επόμενη βαθμίδα. Η παραίτηση κάποιων παιδιών είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αφού ο/η μαθητής/τρια θα αξιολογηθεί σε ποια κάστα θα ανήκει από την εισαγωγή του κιόλας στον σχολικό θεσμό.

Για όλα όμως τα παραπάνω υπάρχει μια πρόταση που στην δεκαετία του '60 στην Αμερική υποστηρίζονταν από διάφορους εκπαιδευτικούς όπως ο Ι. Illich, ο J. Holt , ο Ε. Reimer, J. Kozol, J. T. Gatto, ο P.Goodman και άλλοι. Αυτή πρόταση συνοψίζεται στους όρους deschooling-unschooling-homescooling (αποσχολειοποίση) και συγκεκριμένα ο Goodman προτείνει τα εξής χωρίς να σημαίνει πως είναι κάποια σωτήρια συνταγή:

1. Κατάργηση του σχολείου για τις πρώτες τάξεις, και η εκπαίδευση να γίνεται στο σπίτι (Homeschooling)

2. Κατάργηση του σχολικού κτιρίου. Τα παιδιά θα επιλέγουν από άλλα μέσα με ποιο τρόπο θα μορφωθούν π.χ. μουσεία, πάρκα, καφετέριες, εργοστάσια, κινηματογράφους κ.τ.λ. Η εκπαίδευση θα είναι ζήτημα ολόκληρης της κοινότητας (unschooling-deschooling).

3. Εξειδίκευση γνώσεων. Τα νέα άτομα θα μπορούν να εκπαιδεύονται σε κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα που τους ενδιαφέρει μέσα από την επαγγελματική πρακτική τους π.χ. φαρμακείο, μηχανικό, τεχνίτη κ.τ.λ.

4. Τα μαθήματα να είναι προαιρετικά σύμφωνα με το πρότυπο του σχολείου του Summerhill.

5. Τα σχολικά συγκροτήματα να αποτελούν μικρές κοινότητες οπού τα παιδιά να δημιουργούν σχέσεις και να αναπτύσσονται ολιστικά (γνωστικά-σωματικά- συναισθηματικά-κοινωνικά)

6. Τα παιδιά να πηγαίνουν σε αγροκτήματα, οπού εκεί να συμμετέχουν στην ζωή της υπαίθρου.

”Μιλώντας σ' ένα σεμινάριο για την φιλοσοφία της παιδείας, αντιμετώπισα την εξής άμεση ερώτηση: Ποια είναι η βασική χρησιμότητα των σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης; Απάντησα σχεδόν αμέσως: Μα, νομίζω να διορθώσει την ζημιά που έχει γίνει στο σπίτι, ώστε το παιδί να αρχίσει ν' αναπνέει πάλι ελεύθερα και να βρει την περιέργεια του. Στο σημείο αυτό οι φοιτητές-δάσκαλοι άρχισαν να γελάνε και με ρώτησαν ποιος είναι ο σκοπός του γυμνασίου. Όπως ήταν φυσικό απάντησα: Να διορθώσει την ζημιά που κάνουν τα δημοτικά σχολεία.. Στην εξαιρετικά σύγχρονη κοινωνία μας, ίσως όλα αυτά να είναι ένα πράγμα.(Ο. π., σελ. 49)"

Η προοδευτική εκπαίδευση ορίζεται από τον ίδιο, ως μια εκπαίδευση που σα φίλτρο έχει την ολιστική προσέγγιση του ατόμου στην εκάστοτε κοινωνική συνθήκη. Τα χαρακτηριστικά της είναι ανθρωποκεντρικά με κοινωνικοπολιτική σκοπιά, και υποστηρίζει την φυσική μάθηση που προκαλείται από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του και την κοινότητα. Σκοπός της είναι, όχι μόνο να λειάνει τα εμπόδια που μπαίνουν από την παραδοσιακή εκπαίδευση (η οποία χαρακτηρίζεται αφύσικη- απάνθρωπη-ατελής-αλλοτριωτική), αλλά να προτείνει εναλλακτικές με βάση τον άνθρωπο σαν ολότητα (χειρωνακτική και πνευματική εργασία-Σχολεία εργασίας). Οι συμμετέχοντες σε αυτή την προσέγγιση δεν αυτοπροσδιορίζονται σα μεταρρυθμιστές του υπάρχοντος, αλλά η λέξη κλειδί είναι η ολική αναδόμηση της κοινωνίας. Οι μεταρρυθμίσεις ή τα μερικά αιτήματα (π.χ. οικονομικού τύπου) δεν είναι παρά 'ατελείς επαναστάσεις', όπως χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα.

Για τον ίδιο η αρχή αυτής της φιλοσοφίας είναι ο J. Dewey, και πως όρισε την παιδαγωγική αλλά και την ελευθερία του ατόμου. Την ελευθερία την διαχώρισε σε εξωτερική και εσωτερική, η πρώτη είναι η προσποιητή και δηλώνει το φαίνεσθαι η δεύτερη η εσωτερική και δηλώνει το είναι. Σημαντικά εργαλεία για να επιτευχθεί η ελευθερία είναι να μην κατασταλούν οι φυσικές τάσεις και οι επιθυμίες του ατόμου, που θα το οδηγήσουν στον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία. Ο πρωτοπόρος της προοδευτικής εκπαίδευσης πίστευε πως το σχολείο μπορούσε να αποτελέσει την πρότυπη αναδόμηση της ελεύθερης κοινωνίας, μέσα όμως στην πραγματικότητα της μαζικότητας και της εκβιομηχάνισης. Οι αρχές του προοδευτικού σχολείου συνοψίζονται στην θεωρία και την πρακτική της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην δημοκρατική κοινότητα, το εσωτερικό κίνητρο για φυσική μάθηση, την ελευθερία της φαντασίας, στην μη καταστολή των ενστίκτων, και την απελευθέρωση του νου από την ηθικολογία και την μεταφυσική. Έτσι το σχολείο θα είναι η ίδια η ζωή και όχι ένα στάδιο προετοιμασίας για την ενηλικίωση. Έτσι η παιδική ηλικία απομυθοποιείται σαν μια ξεχωριστή και ανώριμη περίοδος στην ζωή του ατόμου, και αποκτά πραγματική υπόσταση με τον σεβασμό που της αρμόζει. Έτσι η μάθηση είναι χαρά και η εργασία γίνεται τέχνη. Ο Goodman χαρακτηρίζει την παιδαγωγική του Dewey σαν μια ειρηνική κοινωνική επανάσταση συνεχούς πειραματισμού.

Ο Goodman σύγκρινε τον Dewey με τον A. S. Neill, ιδρυτή του Summerhill. Τα κοινά στην εφαρμογή της παιδαγωγικής τους εντόπιζε την γεφύρωση θεωρίας και πράξης, την μάθηση στην πράξη (learning by doing) με οδηγό την εσωτερική επιθυμία και την κατάκτηση του αυτοέλεγχου, τις δημοκρατικές κοινοτικές διαδικασίες με πλειοψηφική συνέλευση και ισότιμο δικαίωμα ψήφου, και την σημασία της ελεύθερης ζωικής έκφρασης (ραιχικές επιρροές για την σημασία της σεξουαλικής απελευθέρωσης).

Ο Goodman διατυπώνει μια σαφή κριτική στο Αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα, ακόμα και σε αυτά τα σχολεία που έχουν ενσωματώσει την ντιουγιανή φιλοσοφία. Εκφράζει την άποψη πως είναι λίγο καλύτερα από τα σχολεία των προαστίων, και πως η ρίζα του προβλήματος είναι πως και αυτά συνεχίζουν να έχουν υποχρεωτική φοίτηση, έτσι δεν υπάρχει μια καθολική αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος, αλλά μεσοβέζικες αλλαγές που συντηρούν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση.

Στην Αμερική υπήρξαν όμως και παραλλαγές σχολείων τύπου Summerhill. Ένα σχολείο δηλαδή που προωθεί την κοινότητα, και βρίσκεται εκτός αστικού τοπίου. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος ήταν πως οι σχολικές αυτές μονάδες απευθύνονταν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, και τα σχολεία αυτά έμοιαζαν με διευρυμένες οικογένειες. Μια ακόμη Σαμμερχιλιανή προσπάθεια έγινε με σκοπό να μην υπάρχει κοινωνική διαστρωμάτωση και να συμμετέχουν παιδιά από όλες τις γειτονιές, όλων των φυλών, αλλά και παιδιά που έχουν χαρακτηριστεί με παραβατική συμπεριφορά. Το επακόλουθο ήταν αυτό το σχολείο να μετακομίζει συνεχώς και καμία γειτονιά να μην το δέχεται. Οι κάτοικοι θέλουν τις γειτονιές τους καθαρές από σχολεία, φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Έτσι βλέπουμε πως οι κάτοικοι θέλουν σχολεία λευκά για λευκά παιδιά χωρίς κοινωνικές παρεκκλίσεις. Έτσι η προοδευτική-ελευθεριακή εκπαίδευση δεν είναι ένα κοινωνικό αίτημα ούτε και στην Αμερική, αλλά την ενστερνίζονται κάποια κοινωνικά ριζοσπαστικά κομμάτια. Βέβαια ο Goodman είναι πιο αισιόδοξος και υποστηρίζει πως αυτήν την εκπαίδευση η κοινωνία την χρειάζεται αλλά και την φοβάται.

Γυμνάσιο-Λύκειο-Πανεπιστήμιο
Καταναγκαστική στράτευση

Ο Goodman σε ολόκληρο το βιβλίο του επικεντρώνεται περισσότερο στα παιδιά που παρατούν το σχολείο. Και το γυμνάσιο είναι η πρώτη βαθμίδα που πραγματοποιείται αυτό το ξεσκαρτάρισμα. Το 1964 ο υπουργός εργασίας πρότεινε την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Αυτό είναι άραγε ένα μέτρο, χωρίς κάποια άλλη ουσιαστική αλλαγή, για να μην εγκαταλείπουν οι μαθητές-τριες το σχολείο; Το μόνιμο επιχείρημα των θεσμών για την υποχρεωτική εκπαίδευση είναι πως νομοθετήθηκε για την προστασία του ανηλίκου από την εργασιακή εκμετάλλευση και την εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Πιο απλά το κράτος θέλει να μαζέψει τα άεργα-άνεργα παιδιά από τους δρόμους, και να τα βάλει σε σχολικά στρατόπεδα.

Ας δούμε τους λόγους που τα παραπάνω επιχειρήματα δεν ευσταθούν. Η εργασιακή εκμετάλλευση δεν διαιωνίζεται μόνο μέσα από το σχολείο, αλλά και μέσα από την ίδια την επιθυμία των γονιών για τα παιδιά τους να ανελιχθούν κοινωνικά. Τα παιδιά των προλετάριων πάντα θα βγαίνουν από αυτό το χωνευτήρι για τις κατώτερες δουλειές, τα παιδιά της μεσαίας τάξης θα συντηρούν τις φιλοδοξίες της τάξης τους και τα παιδιά των ανώτερων τάξεων θα απολαμβάνουν τις θέσεις κεντρικής εξουσίας. Σε αυτήν την κοινωνία το σχολείο και τα επαγγέλματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οι δούλοι πάντα θα έχουν την επιθυμία να γίνουν τα αφεντικά, και το σχολείο συντηρεί αυτήν την αυταπάτη, πως μέσα από τα διπλώματα αποκτιέται το κοινωνικό και το οικονομικό στάτους. Οι γονείς πάντα θα θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν λίγο καλύτερα από τους ίδιους. Το καλύτερα εδώ δεν ορίζεται σαν δημιουργία μιας κοινωνίας ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών, αλλά στο κοινωνικό ανταγωνισμό ας επιβιώσει ο καλύτερος σύμφωνα με το υπάρχον αξιακό σύστημα. Αν επιτύχει ο-η μαθητής-τρια στο διαγώνισμα σημαίνει πως θα επιτύχει και επαγγελματικά, σύμφωνα πάντα με τις φιλοδοξίες των γονιών ασχέτως κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει "Καταρχήν, δεν υπάρχει σωστή εκπαίδευση παρά μονάχα όταν κανείς αναπτύσσεται σε έναν άξιο κόσμο. Στην πραγματικότητα, το υπερβολικό μας ενδιαφέρον για τα τωρινά προβλήματα της εκπαίδευσης σημαίνει απλώς πως οι ενήλικες δεν έχουν δημιουργήσει έναν τέτοιο κόσμο. Το φτωχό αμερικανόπαιδο δεν θα γίνει ποτέ ίσο με το να ανέλθει στην μεσαία τάξη, με το να πάει σε μεσοαστικό σχολείο...Η σωστή παιδεία αποβλέπει και προετοιμάζει ένα πιο σωστό μέλλον, με διαφορετικό συλλογικό πνεύμα, με διαφορετικές απασχολήσεις και με πιο αληθινή χρησιμότητα από την επιδίωξη της κοινωνικής ανόδου και του μισθού. (Ο. π., σελ. 75-76)”

Οι προτάσεις του ίδιου μπορεί να χαρακτηρίστηκαν ως ουτοπικές, ο ίδιος όμως υποστήριζε πως πάντα έπαιρνε υπόψιν του τις επικρατούσες συνθήκες. Οι αναρχικές προσεγγίσεις για την φιλοσοφία της εκπαίδευσης, θεωρήθηκαν ουτοπικές με την διττή έννοια του όρου, δηλαδή και σαν μη ρεαλιστικές προτάσεις στο υπάρχον, αλλά και σαν μια γόνιμη αφετηρία για έναν διάλογο που απελευθερώνει την δημιουργικότητα τόσο σε θεωρία όσο και στην πράξη.

Η Judith Suissa έχει διατυπώσει τον παρακάτω συλλογισμό σε σχέση με την αναρχική ουτοπία και την εκπαίδευση: "Το γενικότερο ερώτημα του τι καθιστά μια θεώρηση ουτοπική και αν και κατά πόσο η ουτοπική διάσταση μιας συγκεκριμένης θεώρησης θα πρέπει να την θέτει σε αμφισβήτηση ως βάση για φιλοσοφική σκέψη ή εκπαιδευτική πολιτική... Αν και ο αναρχισμός μπορεί να εμπεριέχει ένα ουτοπικό στοιχείο, δεν είναι ουτοπικός με την υποτιμητική έννοια του όρου, κατά βάση λόγω της πολύπλοκης θεώρησης για την ανθρώπινη φύση. Επιπλέον, επιχειρηματολογώ ότι η φιλοσοφική διάσταση που προκύπτει παίρνοντας ένα πιθανώς ουτοπικό ιδανικό ως σημείο εκκίνησης της συζήτησης είναι πολύτιμη και αξίζει σοβαρής μελέτης. (απόδοση στα ελληνικά Π. Λάμψας)”

Οι προτάσεις του Goodman είναι ρητές και αδιαπραγμάτευτες. Η παιδεία πρέπει να είναι εθελοντική και πρωτοβουλιακή. Η εσωτερική βούληση του ατόμου είναι που κινητοποιεί την επιθυμία για ολιστική ανάπτυξη. Η πρακτική μετάφραση της παραπάνω πρότασης είναι η αυτοδιαχείρηση των γυμνασίων-λυκείων. Η αυτοδιαχείρηση της σχολικής κοινότητας από τα οικονομικά κονδύλια μέχρι και ζητήματα καθημερινότητας. Ακόμη μια πρόταση είναι η αυτοδιαχείρηση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τοπικές εφημερίδες ραδιόφωνα κ.τ.λ.. Και τέλος, αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευση να είναι η εξοικείωση με την τεχνολογία και την επιστήμη.

Το πλαίσιο του λόγου μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα παιδιά

Επικοινωνία

Μετά τα δώδεκα χρόνια σβήνει η παιδική ηλικία και μπαίνει το άτομο στην ενηλικίωση. Ο-Η έφηβος-η μπαίνει σε μια μεταμόρφωση, όπου πλέον ξανά ανασυγκροτείται το εγώ του-της, βάσει της κοινωνικής προέκτασης. Την περίοδος αυτή την χαρακτηρίζει το συναίσθημα, και είναι γεμάτη από ταραχές και συνεχόμενες αλλαγές. Από αυτές τις αλλαγές ψάχνει να βρει με αυτοπεποίθηση την κοινωνική του ταυτότητα, αλλά και να κατανοήσει το πως λειτουργεί η κοινωνία και το σύστημα αξιών της. Βασικό γνώρισμα της εφηβικής περιόδου είναι η δόμηση της κοινωνικής, συνειδητής μοναδικότητας του ατόμου. Η συναισθηματική του κατάσταση είναι ευάλωτη και υποφέρει από κυκλοθυμίες, παθιάζεται με ιδέες και σχέσεις από την μία, αλλά έχει και χαρακτηριστική εσωστρεφή συμπεριφορά. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η εξωτερική εμφάνιση και θέλει συνεχώς να εκφράζει απόψεις και ερωτήματα για τον κόσμο που ζει. Σε σχέση με την κοινωνική του ανάπτυξη δοκιμάζει τα όρια των ενηλίκων, και απορρίπτει την οικογένεια του επιλέγοντας μόνο συνομίληκους για συναναστροφή. Σε σχέση με την γνώση δεν το ενδιαφέρει σίγουρα η ακαδημαϊκή.

“Η επικοινωνία, πέρα από τις οποιεσδήποτε άλλες προσεγγίσεις και αναφορές, είναι και θέμα βιωματικής παιδείας. (Κ. Μπακιρτζής, Επικοινωνία και αγωγή, Gutenberg 2006)". Η προφορική και η γραπτή γλώσσα δημιούργησε την προφορική και την γραπτή ιστορία, αλλά σε αυτήν οφείλουμε και την αφαίρεση στη σκέψη. Αντίθετα η θεσμοποιημένη γλώσσα είναι αυτή που αναπαράγει τις διακρίσεις και την μονολιθικότητα. Για τους εφήβους αυτή η γλώσσα είναι ξύλινη και κενή νοήματος. Έτσι δημιουργούνται δυο επίπεδα γλώσσας, αυτό που χρησιμοποιούν τα παιδιά στο σχολείο ή όταν απευθύνονται σε ενήλικες, και το δεύτερο επίπεδο η γλώσσα που μιλάνε μεταξύ τους.

Η εχθρικότητα που δημιουργείται σε αυτά τα δυο επίπεδα, εκφράζεται με έλλειψη εμπιστοσύνης των δυο αυτών στρατοπέδων (ενήλικες-έφηβοι). Οι έφηβοι συνήθως δεν εκφράζουν τα συναισθήματα και τα βιώματα τους, παρόλο που είναι μια περίοδος έντονων συναισθηματικών ανακατατάξεων. "Για τους εφήβους των δεκαέξι χρονών, ο κόσμος των ενηλίκων μοιάζει με πόρτα φυλακής που κλείνει με πάταγο πίσω τους. (Ο. π., σελ. 92)" Η γλώσσα των ενηλίκων είναι η κυρίαρχη και η εξουσιαστική γλώσσα, που αναπαράγει τους διαχωρισμούς και τους φασισμούς. Αυτό λέγεται πλύση εγκεφάλου. Το νέο άτομο δεν έχει εκπαιδευτεί για να έχει αυτοπεποίθηση, κριτική σκέψη, ούτε να παίρνει πρωτοβουλίες και να δρα. Ζει και διαμορφώνεται σε έναν ομοιόμορφο κόσμο που τον διαπνέει μια μαζική κουλτούρα, έχει αμφιβολίες για τα βιώματα και τα συναισθήματα του, και οι εναλλακτικές για μια αλλιώτικη οργάνωση θεωρούνται από την κοινωνία περιθωριακές.

Η γλώσσα είναι μέρος της μαζικής κουλτούρας που η οποία δεν έχει στόχο την προωθήσει την κοινοτικής συνύπαρξης, αλλά την απομόνωση και τον τεμαχισμό του ατόμου. Η προφορική γλώσσα που χρησιμοποιεί το νέο άτομο διαμορφώνει το εγώ σύμφωνα με τις κυρίαρχες επιταγές. "Η μαζική κουλτούρα δεν στοχεύει στην κατάδειξη των κοινωνικών αντιφάσεων ούτε επικαλείται ιδανικά που θα μπορούσαν εν δυνάμει να γίνουν πραγματικότητα. Αντίθετα ταυτίζεται απόλυτα με το υπάρχον, αναπαράγει και ενισχύει τις κυρίαρχες ερμηνείες της πραγματικότητας και κολακεύει το ευνουχισμένο άτομο, εκμεταλλευόμενη όλες τις αδυναμίες του εγώ, τις ανορθολογικές τάσεις του, τα νευρωτικά του συμπτώματα και τις ναρκισσιστικές του άμυνες. (Εισαγωγή του Ζ. Σαρίκα από το συλλογικό Τέχνη και μαζική κουλτούρα, Ύψιλον 1984)" Το νέο άτομο προσπαθεί να δομήσει το εγώ του σε μια κοινωνία πλασματική ποικιλομορφίας και πρωτοτυπίας, όπου ο καταιγισμός πληροφοριών και προτύπων προκαλεί την τελική επισφράγιση της ομοιομορφίας και της σιωπής.

Απλές προτάσεις

Η αλλαγή της εκπαίδευσης σύμφωνα με τον Goodman συνεπάγεται με μια κοινωνική αλλαγή. Οι μεταρρυθμίσεις οικονομικού τύπου δεν εξασφαλίζουν καμία κοινωνική εξέλιξη. Οι φορείς της παιδείας οδηγούν την εκπαίδευση στην εξειδίκευση σαν να είναι η πανάκεια της αλλαγής. Τα ανώτερα ιδρύματα δεν συνάδουν με την ωρίμανση και τα ενδιαφέροντα των φοιτητών.

'Eτσι για να περάσει το νέο άτομο από την εφηβεία στην ωριμότητα, θα πρέπει να έχουν συντελεστεί ομαλά οι ψυχοσωματικές (πνευματικές-συναισθηματικές- ψυχολογικές-σωματικές) αλλαγές. O νέος άνθρωπος θα μπορούσε να είχε ονομαστεί ολοκληρωμένος άνθρωπος, αν οι αναζητήσεις του βρίσκονταν στο επίπεδο να παράξει, να εργαστεί και γενικά να συμβάλει στο κοινωνικό σύνολο με την προσωπική του συνεισφορά. Μέσα από τα παραπάνω σκοπός του είναι η πνευματική και οικονομική ανεξαρτησία και η χαρά που αντλεί από τα προσωπικά του επιτεύγματα. Τότε σίγουρα θα ήξερε σε ποια πορεία θα πρέπει να αναζητήσει αυτό που θέλει να δημιουργήσει και να συνδημιουργήσει.

Όμως τα παραπάνω είναι υποθέσεις και ευχολόγια, ο συγγραφέας έχει κάποιες προτάσεις για την προετοιμασία του ώριμου ατόμου για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κύριο αίτημα αλλαγής του ίδιου είναι η έννοια του χρόνου στην αστική ζωή.

Ο χρόνος στους νέους μεταφράζεται σαν μια αγχωτική κατάσταση της ζωής τους όπου τρέχουν να προλάβουν τα πτυχία. Ο ίδιος ονομάζει μια περίοδο ωριμαστική όπου το νέο άτομο θα έχει το χρόνο να αποφασίσει με τι θέλει να ασχοληθεί. Τα προτεινόμενα εργαλεία είναι ταξίδια, εθελοντική κοινωνική εργασία, ενασχόληση με τέχνες και επιστήμες. Όλα τα παραπάνω μακριά από το σπίτι για να δομηθεί η αυτονόμηση της προσωπικότητας του και να αποκτήσει τις εμπειρίες-εφόδια για να επιλέξει την πορεία του (κριτική σκέψη-ελεύθερη βούληση).

Στην σημερινή κατάσταση που σίγουρα δεν υπάρχει η ωρίμανση του ατόμου πριν περάσει στο πανεπιστήμιο, υπάρχει το συχνό φαινόμενο της τεμπελιάς. Οι φοιτητές-τριες χαρακτηρίζονται αφερέγγυοι-ες με χαρακτηριστικό την τεμπελιά. Ο Goodman την εξηγεί (την τεμπελιά) ως μια άμυνα του χαρακτήρα σε σχέση με την εξουσιαστική αυθεντία. Μια προσωπική ψευδαίσθηση του νέου ατόμου ότι κατέχει τις γνώσεις και τα εργαλεία που του-της χρειάζονται και δεν έχει ανάγκη από άλλη κατεύθυνση, ή ακόμη ένας ανώδυνος τρόπος να εκφράσει κάποιος-α την άρνηση του-της.