Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Jlin: «Κάθε φορά που συνθέτω κάτι καινούριο, ξεκινώ από το μηδέν»

 

Jlin (Φωτογραφία: Lawrence Agyei)

Μια από τις πιο ταλαντούχες και πολύπλευρες συνθέτριες και περφόρμερ ηλεκτρονικής μουσικής, η Βορειοαμερικανίδα Jlin (Jerrilynn Patton) επισκέπτεται την Αθήνα στις 22 Απριλίου για (άλλη) μια απρόβλεπτη συναυλία.

Συνομιλώντας μαζί της για την μουσική δημιουργία, την Ευρώπη, τις Η.Π.A., τον Φίλιπ Γκλας, την ευαλωτότητα και την ανυπομονησία ενόψει του λάιβ.

Σ’ ευχαριστώ που βρήκες τον χρόνο γι’ αυτήν την διαδικτυακή κουβέντα εν μέσω της περιοδείας σου.

Πώς νιώθεις ταξιδεύοντας και δίνοντας συναυλίες στην Ευρώπη; Υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με τις Η.Π.Α.;

Το ίδιο είναι.

Είμαι πολύ ευγνώμων που άνθρωποι αποφασίζουν να παρακολουθήσουν τις συναυλίες μου υποστηρίζοντάς με, ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάτι τέτοιο.

Είμαι επίσης ευγνώμων που δέχομαι προσκλήσεις να παίξω σε διάφορους χώρους, ενώ ούτε κι οι υπεύθυνοί τους είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν.

Πολιτισμικά μιλώντας, αντιλαμβάνεσαι κάποια διαφορά όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο εισπράττεται ή εκτιμάται η δουλειά ή εσύ η ίδια στην Ευρώπη;

Σίγουρα το διασκεδάζω περισσότερο στην Ευρώπη απ’ ό,τι στις Η.Π.Α.! Γι’ αυτό κι οι Βορειοαμερικανοί καλλιτέχνες έρχονται πρώτα στην Ευρώπη. Οι Η.Π.Α. είναι πίσω σε όλα. Χρειάζονται πέντε χρόνια για να καταλάβουν τι γίνεται, οπότε... (Γέλιο).

Τι είδους άνθρωποι έρχονται στις συναυλίες σου; Ηλικιακά, ας πούμε, είναι ανάμικτα τα κοινά;

Είναι ανάμικτα.

Μια φορά είχε έρθει σε συναυλία μου μια 93χρονη.

Πώς κι έτσι; Εξωπραγματικό μου φαίνεται.

Νομίζω πως σε διαφορετικούς ανθρώπους αρέσουν διαφορετικά πράγματα.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεν έχουν ξανακούσει την μουσική μου, είναι περίεργοι να βιώσουν κάτι διαφορετικό μουσικά ή ν’ ακούσουν κάτι που πάντα ήθελαν ν’ ακούσουν, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να το εξερευνήσουν.

Ή και να θέλουν να συνεχίσουν να το εξερευνούν.

Ήταν η περιέργεια η οποία ώθησε κι εσένα να εμπλακείς στην δημιουργική διαδικασία της σύνθεσης, και κατόπιν ηχογράφησης, μουσικής όταν ήσουν λίγο νεότερη;

Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δε θεωρούσα ότι είμαι καλή σε κάτι.

Όταν, επομένως, αποφάσισα να εμπλακώ με την μουσική σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, η σχέση μου μ’ αυτή ήταν -και παραμένει- αγάπης και μίσους.

Υπάρχουν πράγματα στην τέχνη σου που λατρεύεις, κι άλλα που δε λατρεύεις, ιδίως αν δε σ’ αρέσει καν η τέχνη σου αυτή καθ’ εαυτήν.

Λατρεύω την σύνθεση, να γράφω. Για μένα, η σύνθεση είναι το πιο «γεμιστικό» βίωμα, γιατί καθετί ξεκινά από έναν κενό χώρο. Από αυτήν την αφετηρία δημιουργώ, και νιώθω καλά έτσι.

Κατά καιρούς δε σου προξενεί και δέος αυτός ο κενός χώρος, τουλάχιστον στην αρχή, πριν σιγά σιγά γεμίσει με πιο απτά μουσικά σχήματα;

Μου προξενεί, αλλά αποτελεί πάντα και πρόκληση. Αλλιώς, θα βαριόμουν να γράφω μουσική. Εισερχόμενη στην διαδικασία δεν ξέρω τι θα αποκομίσω ή αν καν θα υλοποιήσω κάτι ολοκληρωμένο ή μερικά μέτρα μέσα σε μια μέρα.

Όπως και να ’χει, είμαι στο έλεος τού οτιδήποτε συμβεί. Είναι ωραίο αυτό, γιατί δεν έχω τον έλεγχο.

Ωραίο, αλλά και λίγο τρομακτικό: όχι το να μην έχεις τον πλήρη έλεγχο της δημιουργικής διαδικασίας -αυτό θα ήταν παράλογο-, αλλά τον μην έχεις έστω και κάποιον έλεγχο. Δεν είναι;

Μπορεί να γίνει τρομακτικό, μιας και δεν ξέρεις σε τι πράγμα μπλέκεις: δεν ξέρεις πόσο δύσκολο ή εύκολο θα είναι ν’ ανακαλύψεις αυτό που ψάχνεις και να προσπαθήσεις να εξαγάγεις αυτό το οποίο ξέρεις πως βρίσκεται μέσα σου.

Κάθε φορά που συνθέτω κάτι καινούριο, ξεκινώ από το μηδέν. Τίποτα απ’ όσα έκανα την προηγούμενη μέρα δεν έχει σημασία: ούτε τραγούδι, ούτε άλμπουμ, ούτε τίποτα.

Γενικότερα, πριν εισέλθεις στην εκάστοτε δημιουργική διαδικασία, υπάρχει κάποιο κόνσεπτ στο πίσω μέρος του μυαλού σου; Ή πρόκειται για κάτι εξελισσόμενο στην πορεία της σύνθεσης μουσικής;

Είμαι μια διαισθητική δημιουργός, οπότε ό,τι κάνω, αναπτύσσεται καθ’ οδόν.

Μόνο όταν μου ανατίθεται κάτι, όπως συνέβη με το Autobiography του Wayne McGregor, μπαίνω σε μια λογική κόνσεπτ και σχεδιασμού.

Αλλά, συνήθως, δουλεύω μόνη μου και τα πάντα είναι διαισθητικά και αφηρημένα, και πρέπω να βρω τον δρόμο μου μέσα απ’ την διαδικασία. Αυτό είναι καλό, γιατί μ’ αναγκάζει να είμαι καινοτόμος από διαφορετικές απόψεις.

Η μουσική σου αντλεί στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη και παραδόσεις, τα οποία και οι οποίες φαντάζομαι ότι σ’ ελκύουν και ως ακροάτρια.

Επειδή το προσωπικό μου υπόδειγμα μεταβάλλεται διαρκώς, ναι. Βαριέμαι εύκολα κι αλλάζω διαρκώς. Δεν παραμένω σ’ ένα μέρος για πολύ καιρό.

Μεγαλώνοντας, άκουγες σόουλ, τζαζ, Chicago footwork. Η δουλειά σου χαρακτηρίζεται, ωστόσο, και από μια φιλμική αίσθηση. Είναι φορές που «ακούω» τον Μπέρναρντ Χέρμαν στο βάθος. Για παράδειγμα, στο Summon.

Πρόκειται για έναν συνθέτη που θαυμάζω.

Εκτιμάς τις ταινίες ως θεάτρια, αλλά και ως συνθέτρια κινηματογραφικής μουσικής;

Ναι, και στις δύο περιπτώσεις. Και πολύ μάλιστα.

Με τι είδους φιλμ την «βρίσκεις» ως επί το πλείστον;

Ξέρεις τι μου συμβαίνει; Όταν μου αρέσει κάτι, δε θέλω να το ξαναδώ γιατί θα με τρομάξει.

Μου άρεσαν, για παράδειγμα, οι Ώρες ως ταινία, αλλά πέρασε καιρός μέχρι να την ξαναπαρακολουθήσω. Το ίδιο μου συνέβη και με τον Μαύρο κύκνο. Υπάρχουν πολλά φιλμ τα οποία μου «κάνουν» γιατί με οδηγούν εκεί, σ’ έναν χώρο.

Μ’ αρέσει στ’ αλήθεια το Χωρίς μέτρο (Whiplash). Από τις αγαπημένες μου ταινίες σίγουρα, αν κι αισθάνθηκα τρόμο όταν το έβλεπα. (Γέλιο).

Λατρεύω την ποικιλομορφία την οποία οι επιλογές σου αποκαλύπτουν! Αντανακλάται και στην προτίμησή σου σε κινηματογραφικές μουσικές;

Η μουσική για φιλμ δεν είναι αυτή που ήταν άλλοτε. Οπότε, όταν ακούσεις μια καλή, πρέπει να «γραπωθείς» από αυτήν. Πώς κατάφερνε να συνθέτει μουσική ο Κουίνσι Τζόουνς, για παράδειγμα;

Μπορώ να κινηθώ γιατί διαθέτω ευελιξία, είμαι πολύπλευρη και δε βάζω την εαυτή μου σε «κουτάκια» - ούτε το έχω κάνει ποτέ. Δεν αντιμετωπίζω την μουσική με έναν, δύο ή πέντε τρόπους. Το καθετί στην δημιουργία αποτελεί έναν απεριόριστο χώρο.

Στο Akoma, το πιο πρόσφατο άλμπουμ σου που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο, συνεργάζεσαι με περισσότερους -ίσως- ανθρώπους από ποτέ. Κι όχι συνηθισμένους καλλιτέχνες, αλλά πραγματικές ιδιοφυίες.

Όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι ξεπερνούν τα όρια. Με ανορίωτους στην σκέψη τους ανθρώπους θέλω να συνεργάζομαι.

Είναι επίσης πολύ ανθρώπινοι, ευάλωτοι και προσγειωμένοι. Όλοι τους: o Φίλιπ (σημ.: Γκλας), η Μπιορκ, οι Kronos Quartet.

Νιώθεις κι εσύ ευάλωτη.

Είμαστε τόσο «χαλασμένοι» από την κοινωνία που λατρεύουμε τους ανθρώπους σαν να είναι θεοί. Κι αυτό είναι λάθος σ’ όλα τα επίπεδα. Είμαστε τόσο απασχολημένοι με τους ακολούθους του οποιουδήποτε, που ξεχνάμε ότι είναι μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Και κανένας τους -κι εγώ δεν αποτελώ εξαίρεση- δεν είναι/δεν είμαι καλύτερος/καλύτερη από σένα. Μισώ το να λατρεύουμε ανθρώπους σαν να είναι θεοί!

Είναι αρρωστημένο.

Πολύ αρρωστημένο! (Γέλιο). Έτσι σου διαφεύγει η τέχνη. Κάθε άνθρωπο με τον οποίο έχω συνεργαστεί τον έχω συναντήσει σε εξατομικευμένο επίπεδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορείς ν’ αντλήσεις τα καλύτερα στοιχεία κι απ’ τις δυο πλευρές.

Από πού προέρχεται ο τίτλος του τελευταίου σου άλμπουμ;

Στην γκανέζικη γλώσσα σημαίνει «καρδιά».

Σηματοδοτεί κάτι σε σχέση με το περιεχόμενο του άλμπουμ ή προέκυψε μετά την ολοκλήρωση της ηχογράφησης;

Δυσκολεύτηκα περισσότερο από ποτέ να βρω τίτλο γι’ αυτό το άλμπουμ. Ήξερα πως, αν σταματούσα την αναζήτηση, θα τον έβρισκα ή θα με έβρισκε.

Κι αυτό συνέβη. Ο τίτλος με βρήκε, και μάλιστα με τον πιο αστείο τρόπο, όταν είδα την λέξη γραμμένη σ’ ένα τισέρτ. Είναι πολύ σύνηθες να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα πλέον.

Όταν δεν μπορώ να βρω κάτι, αράζω και περιμένω να έρθει εκείνο να με βρει.

Δεν είσαι ανυπόμονη, άρα.

Μπορώ να γίνω ανυπόμονη. Είναι αστείο που το επισημαίνεις.

Ο Φίλιπ Γκλας μου είπε στην διάρκεια ενός δείπνου:

«Τα πας περίφημα. Το μόνο που χρειάζεται να μάθεις είναι να είσαι υπομονετική, να επιτρέπεις στην εαυτή σου να νιώθει δυσφορία και ν’ “αγκαλιάζεις” τις στιγμές που σε οδηγούν σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη προς την οποία θέλεις να κινηθείς».

Οπότε μαθαίνω να είμαι πιο υπομονετική απέναντι στην εαυτή μου.

Στο δημιουργικό πεδίο, τι άλλο θα ήσουν πρόθυμη ν’ «αγκαλιάσεις» ή να εξερευνήσεις;

Δεν ξέρω, πρέπει να με βρει εκείνο. Θα μου πει όταν συναντηθούμε! (Γέλιο).

Περιμένεις την συνάντηση η οποία θα κάνει την διαφορά.

Όλη την ώρα!

Έχουν υπάρξει συναυλίες που έκαναν την διαφορά για σένα ως καλλιτέχνιδα;

Η πρώτη -η οποία άλλαξε τον τρόπο που σκέφτομαι και ακούω την μουσική- ήταν όταν, συνεργαζόμενη με τον Wayne, έβλεπα την χορογραφία και την μουσική να γεννιούνται.

Η δεύτερη περίπτωση αφορά στην συνεργασία μου με την παραγωγό Elaine Martin. Όταν την παρακολουθούσα, με είχε συνταράξει ο τρόπος που άκουγε τα πράγματα.

Δε συμβαίνουν τέτοιες στιγμές διαρκώς, επομένως πρέπει να είσαι παρούσα όταν συμβαίνουν. Κι εγώ ήμουν.

Έχεις κάποιες προσδοκίες ενόψει της συναυλίας σου στο Ωδείο Αθηνών την Δευτέρα 22 Απριλίου;

Ποτέ δεν έχω. Η μονη προσδοκία μου είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση και πως είμαι ευάλωτη. Και το κοινό μου είναι ευάλωτο.                                      

Ευχαριστώ θερμά την Εlena Messinger (Pomegranate Arts) για την πολύτιμη συμβολή της στην διοργάνωση της συνέντευξης.

Η Jlin θα δώσει μια ανεπανάληπτη συναυλία την Δευτέρα 22 Απριλίου (Ωδείο Αθηνών, Αμφιθέατρο «Ιωάννης Δεσποτόπουλος», 20:30) στο πλαίσιο των St Pauls Sessions.

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Grails: «Φτιάχνουμε την μουσική που θα θέλαμε ν’ ακούμε!»

 

Grails (Φωτογραφία: Jonathan Sielaff) 

Με 20 και πλέον χρόνια δημιουργικής διαδρομής, οι Βορειοαμερικανοί Grails, μια από τις πιο ανήσυχες και αταξινόμητες μπάντες στο μουσικό στερέωμα, επιστρέφουν στην Αθήνα στις 19 Απριλίου για μια πολυαναμενόμενη συναυλία.

Συζητώντας με δύο από τα μέλη του συγκροτήματος, τους Alex John Hall και Jesse Bates.

Καλησπέρα, Alex. Ζεις στην Σουηδία. Σε ποια τοποθεσία;

Alex John Hall: Στον Νότο, στο Μάλμε.

Στο πολυπολιτισμικό τμήμα της Σουηδίας.

A.J.H.: Ακριβώς!

Αντί, λοιπόν, να σας ρωτήσω κάτι συμβατικό -που ίσως το κάνω σε λίγα λεπτά-, ας ξεκινήσουμε από τα μέρη όπου καθένας από τους δυο σας ζείτε.

Πώς νιώθεις, Alex, όντας κάτοικος Ευρώπης και Σουηδίας από πολιτισμικής άποψης; Υπάρχουν διαφορές σε σχέση με την βορειοαμερικανική εμπειρία σου;

Α.J.H.: Ζω στην Ευρώπη εδώ και περίπου επτά χρόνια. Πολύς καιρός! Αρχικά έμενα στο Βερολίνο. Η «γεύση» της κουλτούρας και της ζωής εδώ είναι πολύ οικεία.

Η ζωή μου, πάντως, δεν έχει αλλάξει ριζικά αφότου έφυγα από τις Η.Π.Α. Με την ίδια δουλειά ασχολούμαι, την ίδια μουσική ακούω, τα ίδια χόμπι διατηρώ. Απλώς προτιμώ να ζω στην Ευρώπη, νομίζω.

Πιο πολύ για πολτισμικούς λόγους;

A.J.H.: Ναι, η πολιτισμική ατμόσφαιρα στην Ευρώπη μού είναι πιο οικεία. Πιο ισορροπημένη, θα έλεγα.

Όταν έφυγα από τις Η.Π.Α., ήταν η προ-Τραμπ περίοδος, οπότε δεν την βίωσα καθόλου.

Καλύτερα για σένα!

Α.J.H.: Στις Η.Π.Α. οι άνθρωποι ακόμα τσακώνονται για τα αναπαραγωγικά δικαιώματα και την άμβλωση και παλεύουν για τα βασικά δικαιώματα. Στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, αντιθέτως, αυτά τα ζητήματα είναι λυμένα καιρό τώρα.

Jesse Bates: Το ζήτημα με τα αναπαραγωγικά δικαιώματα παραμένει μια τεράστια μάχη στις Η.Π.Α. Καλά κάνεις και το αναφέρεις.

A.J.H.: Πριν από ένα-δυο χρόνια είχε γίνει πολύς λόγος. Δεν πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ποτέ δυνατό. Βρισκόμαστε στο γαμημένο το 2024, κι αυτό το ζήτημα δε θα λυθεί ποτέ.

Επιβεβαιώνεις την παρανοϊκή πτυχή της βορειοαμερικανικής ζωής, Jesse;

J.B.: Ω, ναι. Είναι εξουθενωτική. Ζούμε την σύζυγό μου, η οποία είναι πολύ φιλελεύθερη, στην πολιτεία του Κολοράντο, κοντά στο Γουαϊόμινγκ, σε περιοχή των κάουμποϊ και των χίπιδων.

Διασκεδαστικός συνδυασμός! Ποτέ δεν ξέρεις με ποιον θα εμπλακείς σε κάποιου είδους διάλογο. Ενδιαφέρουσα περιοχή.

Πώς επιδρά η γεωγραφική απόσταση που σας χωρίζει ως μέλη του ίδιου συγκροτήματος στην συνεργασία σας; Ή δεν την επηρεάζει καθόλου;

A.J.H.: Το συγκρότημα υφίσταται εξ αποστάσεως για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο κατά το οποίο ζούσαμε στην ίδια πόλη, στο Πόρτλαντ, και «πεταγόμασταν» ο ένας στο σπίτι του άλλου τα Σαββατοκύριακα.

Έχουμε, επομένως, μάθει να λειτουργούμε έτσι. Επιπλέον, η τεχνολογία βοηθάει, και βρισκόμαστε από κοντά όταν πρόκειται να ξεκινήσουμε κάποια περιοδεία.

Δε νομίζω, πάντως, πως οποιοδήποτε από τα μέλη των Grails ήθελε ποτέ να είναι μέλος μιας μπάντας η οποία θα λειτουργούσε όπως θα νόμιζες ως έφηβος ότι αυτές λειτουργούν.

Ξέρεις, να βρίσκεσαι τρεις μέρες την βδομάδα με τους άλλους, να παίζετε κιθάρα και να νομίζετε πως δημιουργείτε κάτι. Ουδέποτε μας ενδιέφερε η κουλτούρα του «ευγενούς» συγκροτήματος.

J.B.: Μ’ αρέσει να κρατώ την κιθάρα μου και να σε βλέπω, Alex!

A.J.H.: Το ξέρω, είσαι ο μόνος!

Δουλεύετε συλλογικά, αλλά όχι ως «κοινότητα», για να το θέσω έτσι. Πάντως, το να καταφέρνετε να συνεργάζεστε δημιουργικά ανεξαρτήτως της φυσικής απόστασης ή εγγύτητας είναι σημαντικό.

Χωρίς να χρειάζεται να καταφύγω σε συμβατικές ταξινομήσεις -άλλωστε οι Grails τις αψηφούν-, καθοδηγείται η μουσική σας από την ανάγκη σας να εξερευνήσετε νέα πεδία;

A.J.H.: Θα απαντήσεις εσύ, Jesse;

J.B.: Όχι, κάν’ το εσύ!

A.J.H.: Είμαστε μεγάλοι φαν της μουσικής κι έχουμε τέτοια όρεξη για μουσική, ώστε φτιάχνουμε την μουσική την οποία -ειλικρινά- θα θέλαμε να φτιάχνουν άλλοι.

Αν κάποιο άλλο συγκρότημα έκανε κάτι παρόμοιο μ’ εμάς και καλύτερα, πιθανόν θα σταματούσαμε. Φτιάχνουμε την μουσική που θα θέλαμε ν’ ακούμε!

Απάντησα στην ερώτησή σου;

Οποιαδήποτε απάντηση είναι η «σωστή» σε ό,τι σας αφορά. Δε θα σας «επιβάλω» κάποια απάντηση! Συμπεραίνω, επομένως, πως οι μουσικές προτιμήσεις σας είναι ιδιαιτέρως ποικιλόμορφες.

J.B.: Συμμετέχοντας σ’ αυτήν την μπάντα έχω ακούσει πολύ περισσότερα απ’ όσα όταν μεγάλωνα. Ξαφνικά ακούω κάτι εντελώς διαφορετικό, κι αλλάζει το παράδειγμά για μια-δυο βδομάδες.

Όταν πρωτομπήκα στην μπάντα, αγνοούσα την γερμανική, την ιταλική, την τουρκική μουσική που «επέπλεαν» τριγύρω. Γαμώτο! Η εμπλοκή μου σ’ αυτήν διεύρυνε τους ορίζοντές μου.

Από την πλευρά του πατέρα μου έχω ελληνική καταγωγή κι όταν μεγάλωνα είχαμε δίσκους που τιτλοφορούνταν This is Greece ή This is buzuki.

Ακούγεται αρκετά φρικτό. Αν, όμως, λειτούργησε ως ερέθισμα, τότε ίσως και να μην ήταν τόσο.

J.B.: Ανέκαθεν με συνάρπαζε η οργανική πτυχή. Μεγάλωσα στο Άρκανσο, δεν ξέρω αν αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει αυτό.

Ακούγεται κάπως επαρχιακό.

J.B.: Μιλάμε για την Ζώνη της Βίβλου. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να εντοπίσω ανθρώπους που να παίζουν τέτοια πράγματα. Τυχαία βρέθηκα αργότερα στην σκηνή του Πόρτλαντ, ακριβώς εκεί όπου ήθελα να είμαι.

Ξεκίνησα με τους Grails έντεκα χρόνια πριν, με το άλμπουμ Deep Politics, νομίζω. Πρόκειται για μια διαδικασία ανακαλύψεων χωρίς τέλος. Έχει πλάκα ότι κάθε μέλος του συγκροτήματος επιστρέφει με κάτι συναρπαστικό για να το μοιραστεί.

Έχω την εντύπωση πως τα άλμπουμ σας, εκτός από προϊόντα μιας διαισθητικής διαδικασίας δημιουργίας, είναι «χτισμένα» γύρω από -ακαθόριστα, ίσως- μουσικά κόνσεπτ.

Έχεις κάτι ευρύτερο κατά νου, Alex, όταν συνθέτεις και όταν κατόπιν ηχογραφείτε ένα άλμπουμ;

A.J.H.: Όχι, το κόνσεπτ πάντα αυτοσυστήνεται. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τον δίσκο που ηχογραφούμε τώρα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να δουλέψεις πάνω σε όσα σε συναρπάζουν, να τα συνταιριάξεις και υπό μία έννοια αποκτούν συνοχή.

Κάθε φορά το υλικό συνταιριάζεται και σου λέει το ίδιο τι είναι. Δεν ξέρω πώς μπορείς να αποφασίσεις για ένα κόνσεπτ και μετά να εργαστείς προς εκείνη την κατεύθυνση.

Ακούγεται στημένο έτσι.

A.J.H.: Πολύ τεχνητό, ναι.

J.B.: Το υλικό είναι σαν να αποκαλύπτεται. Είναι κουλ. Δουλεύεις πάνω σ’ αυτό, και ξαφνικά εμφανίζεται.

Αποκαλύπτονται κι οι -ευρηματικοί- τίτλοι των άλμπουμ σας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο τέλος της διαδικασίας;

A.J.H.: Είναι μια πιο εγκεφαλική διαδικασία, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο άλμα ανάμεσα στην ιμπρεσιονιστική μουσική και την γλώσσα. Σχεδόν ποτέ δεν αποκαλύπτεται μόνος του, πρέπει να τον βρούμε αφότου έχουμε τελειώσει με όλα τα υπόλοιπα.

J.B.: Οι προσωρινοί τίτλοι είναι πάντα πολύ αστείοι.

A.J.H.: Με τους Grails οι τίτλοι είναι πάντα εκλεπτυσμένοι.

Έχετε γενικά μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην μουσική παρά στους στίχους όσον αφορά στην δημιουργία διαθέσεων και συναισθημάτων; Έχετε ποτέ σκεφτεί ή θα σκεφτόσασταν να συνθέσετε στίχους;

A.J.H.: Όχι, ούτε για μια στιγμή.

Είναι διαφορετική παράδοση. Μεγάλο τμήμα της μουσικής του 20ού αιώνα δεν είχε, άλλωστε, στίχους, ιδίως αν αναφερόμαστε στην αβάν γκαρντ, την πειραματική, την ηλεκτρονική.

Σ’ αυτούς τους κόσμους δεν υπάρχει στιχουργική/τραγουδοποιητική παράδοση. Υπάρχει μεγαλη διαφορά ανάμεσα στον Στοκχάουζεν και τον Ντίλαν. Βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές του φάσματος.

Υπάρχει επαρκές κοινό παγκοσμίως και στις Η.Π.Α. που να εκτιμά αυτού του είδους την προσέγγιση στην μουσική, είναι περιορισμένο, ή έτσι κι αλλιώς δε σας νοιάζει καθόλου;

A.J.H.: Πάντα έχουμε περιορισμένη εμπορική απήχηση. Είμαστε μια καλτ μπάντα, κι ανέκαθεν νιώθαμε πολύ άνετα μ’ αυτό.

J.B.: Είναι πολύ απελευθερωτικό. Συζητούσαμε πριν από την τελευταία περιοδεία πόσο καιρό υπάρχει το συγκρότημα, πόσο έχει αλλάξει η μουσική βιομηχανία σ’ αυτό το διάστημα και πόσο τυχεροί είμαστε που κάνουμε αυτό που κάνουμε.

«Πλοηγούμαστε» σ’ έναν πολύ μοναδικό κόσμο. Πιο πολύ μοιάζουμε με μπάντα που φτιάχνει μουσική για ταινίες, όπως λέει ο Emil.

A.J.H.: Συμπληρώνοντας όσα μόλις ανέφερε ο Jesse, αυτό είναι και το μυστικό της μακροζωίας των Grails, έτσι δεν είναι; Αν δεν προσδοκάς να βγάλεις χρήματα, δεν έχεις λόγο να σταματήσεις. Θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε για πάντα!

J.B.: Όταν, μάλιστα, εξακολουθείς να δέχεσαι προσκλήσεις για μια ευρωπαϊκή περιοδεία, ασφαλώς και θα συνεχίσεις. Αυτό θέλω να κάνω.

Την Παρασκευή 19 Απριλίου θα βρεθείτε συναυλιακά στην Ελλάδα και στην Αθήνα για τρίτη φορά. Πόση αξία προσδίδετε στις συναυλίες, γενικότερα;

J.B.: Τεράστια! Αυτό είναι το ζητούμενο. Το να κάνεις δίσκους έναντι του να παίζεις λάιβ...

Συμβαδίζουν, βέβαια, αλλά η εμπειρία τού να βρίσκεσαι σε περιοδεία, ιδίως όπως ήταν η τελευταία, είναι κάτι άλλο. Δεν αισθάνθηκα καμία βαριεστημάρα. Όχι ότι είχα νιώσει άλλοτε.

A.J.H.: Η επόμενη περιοδεία μας ξεκινά στην Αθήνα. Οι περιοδείες είναι ένας από τους λόγους που συνεχίζουμε να κάνουμε αυτά που κάνουμε.

Δεν είναι ένα ακόμη σόου, αλλά ο τρόπος που οριοθετούμε τα χρόνια. Έχουμε κάτι να περιμένουμε. Ανυπομονούμε γι’ αυτήν την συναυλία περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια.

Ευχαριστώ θερμά την Anna Lopez (Temporary Residence) για την πολύτιμη συμβολή της στην πραγματοποίηση της συνέντευξης και για την παραχώρηση της φωτογραφίας που συνοδεύει το κείμενο.

Οι Grails εμφανίζονται λάιβ στο Temple (Ιάκχου 17, Γκάζι) την Παρασκευή 19 Απριλίου. Την συναυλία ανοίγουν οι Mammock.



Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Ίρις Καλτενμπάκ: «Μέσα από την μυθοπλασία φτάνουμε πιο κοντά στην αλήθεια»

 

Ίρις Καλτενμπάκ (Φωτογραφία: Βαγγέλης Πατσιαλός)

Η ζωή της Λυντιά, μιας αφοσιωμένης μαίας, παγιδεύεται σ’ έναν «ιστό» ψεμάτων, με δραματικές συνέπειες για την ίδια και για τους γύρω της, μετά τον χωρισμό της. Ιδού ο «καμβάς» της πολυβραβευμένης Αρπαγής, της Γαλλίδας Ίρις Καλτενμπάκ.

Συναντώντας την σκηνοθέτρια και τον συνθέτη της μουσικής του φιλμ στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος. Η Αρπαγή προβάλλεται στις αίθουσες από τις 18 Απριλίου.

Συγχαρητήρια για την Αρπαγή, το πολλά υποσχόμενο κοινό κινηματογραφικό σας ντεμπούτο!

Ίρις Καλτενμπάκ: Ευχαριστούμε!

Kατά το Q&A μετά την προβολή της ταινίας σε πανελλήνια πρεμιέρα στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος ανέφερες ότι εμπνεύστηκες από μια είδηση που διάβασες στα «ψιλά» μιας εφημερίδας.

Γιατί ένιωσες πως η συγκεκριμένη είδηση είχε αφηγηματικό/κινηματογραφικό ενδιαφέρον;

Ι.Κ.: Αυτό που θεώρησα δυνατό αφηγηματικά είναι ότι μέσα σε δύο φράσεις το ίδιο ψέμα πήρε μια φιλία και την ανέτρεψε πλήρως.

Άρα, το γεγονός αυτό μου έδινε κατ’ αρχάς την δυνατότητα να εξιστορήσω την φιλία, στην συνέχεια η εν λόγω φιλία να έχει τις συνέπειες τις οποίες έχει, αλλά να πρόκειται και για ένα ψέμα που βρίσκεται πίσω από μια ιστορία αγάπης.

Επομένως, το ψέμα που πηγάζει από αυτήν την είδηση έχει μια πολυπλοκότητα, αφού ταυτόχρονα καταστρέφει και γεννάει κάτι όμορφο.

Παρακολούθησες καθόλου ποια ήταν η τελική έκβαση της πραγματικής δικαστικής υπόθεσης, την γνωρίζεις;

Ι.Κ.: Η αλήθεια είναι πως στην συνέχεια προσπάθησα ν’ αποστασιοποιηθώ απολύτως από την αρχική υπόθεση, να μην «κολλήσω» στην είδηση.

Έτσι κι αλλιώς, είχα συνεργαστεί με μια δικηγόρο, και μάλιστα του ποινικού δικαίου, επομένως ήμουν εξοικειωμένη με τον τρόπο λειτουργίας μιας δίκης.

Από την στιγμή, λοιπόν, που πήρα την απόφαση αφέθηκα στο κινηματογραφικό βίωμα κι άφησα πίσω μου τα πραγματικά περιστατικά.


Λυντιά (Hafsia Herzi) 


Να υποθέσω, άρα, ότι η κινηματογραφική/σκηνοθετική εμπειρία είναι αρκετά πιο απελευθερωτική συγκρινόμενη με εκείνη ενός/μιας δικηγόρου.

Ι.Κ.: Ακριβώς.

Αυτή η προσέγγιση γεννιέται και μέσα από μια απογοήτευση σε σχέση με το δίκαιο, με το νομικό πλαίσιο. Σε κάθε περίπτωση, η δικηγορία είναι σημαντικό λειτούργημα, αλλά υπάρχουν πολλοί περιορισμοί.

Ο σκηνοθέτης, από την άλλη, χάρη στην φαντασία και την ενσυναίσθησή του μπορεί να κατανοήσει καλύτερα, να θέσει ερωτήματα τα οποία δε θα έθετε κάποιος εντός ενός δικαστικού πλαισίου.

Επομένως, έχει μια άλλη ελευθερία και προσέγγιση συνολικά.

Επέλεξες τον Μίλος (Alexis Manenti), τον συμπρωταγωνιστή της Λυντιά, ως τον αφηγητή του φιλμ μέσω του voice over ακριβώς επειδή ήθελες να τον κάνεις να διερωτηθεί για την δικιά του θέση και τον δικό του ρόλο στην ιστορία.

Θα ήθελες να μου αναλύσεις περισσότερο τους λόγους που υπαγόρευσαν την συγκεκριμένη επιλογή σου;

Ι.Κ.: Για δυο λόγους επέλεξα τον Μίλος ως τον αφηγητή.

Ο πρώτος είναι πως η οπτική του χαρακτήρα του είναι κοντά στην δική μου. Είναι, δηλαδή, κάποιος που δεν ξέρει καθόλου την ιστορία, τον χαρακτήρα της Λυντιά παρά μόνο μέσα από το ψέμα.

Ό,τι γνωρίζει για την Λυντιά μέχρι την σύλληψή της δεν είναι αλήθεια, προσπαθεί επομένως ν’ αποκαταστήσει την αλήθεια στην πορεία. Η οπτική του μού επιτρέπει να θέσω ερωτήματα σχετικά με την αλήθεια σιγά σιγά.

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο, και επιστρέφοντας στα πραγματικά περιστατικά, είναι το θύμα ενός ψέματος.

Το σινεμά, όμως, η αφήγηση, η μυθοπλασία μού επέτρεψαν να πάω ένα βήμα μακρύτερα, σκεπτόμενη ποια ήταν η ασυνείδητη συμμετοχή του συγκεκριμένου χαρακτήρα στο ψέμα, ποιος ήταν ο ρόλος αυτού του ανθρώπου.

Ήταν φορέας του, ήθελε να το πιστέψει, μήπως μέσα από αυτό το τραγικό ψέμα βρήκε μια επιθυμία για πατρότητα και για έρωτα; Όλα αυτά τα συναισθήματα εξερευνώνται μέσω του voice over του συγκεκριμένου χαρακτήρα.

Ο Μίλος είναι σερβικής καταγωγής. Έχει σημασία η εθνικότητά του;

I.K.: Από την αρχή, πρόθεση μου ήταν ο χαρακτήρας να έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο.

Όταν, όμως, υπήρξε τελικά η συγκεκριμένη επιλογή στο casting, εξεπλάγην, για να πω την αλήθεια, καθώς είχα δει τον Alexis σε πιο αρρενωπούς, επιβλητικούς ρόλους, όπως για παράδειγμα στους Άθλιους.

Συνομιλώντας, ωστόσο, μαζί του κατά την διάρκεια των δοκιμών, αναφέρθηκε στην καταγωγή του, που είναι σερβική, κι έτσι ξαναέγραψα τον χαρακτήρα του ώστε να ταιριάζει με τις καταβολές του ηθοποιού.


Λυντιά (Hafsia Herzi), Μίλος (Alexis Manenti)


Κι η πρωταγωνίστρια, Hafsia Herzi, είναι Γαλλίδα αλγερινής και τυνησιακής καταγωγής, η οποία έχει εξελιχθεί από μια πολλά υποσχόμενη σε μια εξαιρετικά ώριμη ηθοποιό.

Την είχες εξ αρχής κατά νου για τον ρόλο της Λυντιά;

I.K.: Καθόλου! Δεν είχα καμία στο μυαλό μου όταν έγραφα το σενάριο, και σίγουρα οι καταβολές της δεν είχαν καμία σημασία.

Η επιλογή της Hafsia Herzi οφείλεται στην πορεία της ηθοποιού και στην ποιότητά της. Νομίζω πως ποτέ άλλοτε στην καριέρα της δεν είχε την ευκαιρία να εξερευνήσει έναν χαρακτήρα μέσω της σιωπής.

Βασίστηκα επίσης στην ευαισθησία της όσον αφορά στην απόδοση μιας ιστορίας αγάπης, αλλά και φιλίας.

Σε κάθε περίπτωση, η καταγωγή της δεν διαδραμάτιζε κανέναν ρόλο.

Είναι, για σένα, το σινεμά κι ένα «όχημα» μέσω του οποίου, εκτός από το ψέμα, παράγεται ή εξερευνάται και η αλήθεια, μέσω της αφήγησης της εκάστοτε ιστορίας;

I.K.: Απολύτως!

Το παράδοξο της τέχνης είναι πως μέσα από το ψέμα, μέσα από την μυθοπλασία φτάνουμε μερικές φορές πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι θα είχαμε φτάσει αν δεν είχαμε περάσει καθόλου μέσα απ’ το ψέμα και την μυθοπλασία.


Αλεξάντρ ντε Λα Μπομ, Ίρις Καλτενμπάκ (Φωτογραφία: Δημήτρης Δημόπουλος)


Εκτιμώ πως η μουσική που συνέθεσες αποτελεί οργανικό στοιχείο της αφήγησης και της ταινίας συνολικά. Είναι αυτή κι η δικιά σου εκτίμηση;

Και πώς κύλησε η μεταξύ σας συνεργασία όσον αφορά στην σύνδεση της μουσικής με την αφήγηση;

Aλεξάντρ ντε Λα Μπομ: Είχα την πολύ μεγάλη -και πολύ σπάνια- τύχη να δουλέψω πάνω στην μουσική του φιλμ από την ώρα που γραφόταν το σενάριο. Επομένως, ίσως εκεί να οφείλεται η οργανική της διάσταση στην οποία αναφέρθηκες.

Ήμουν ελεύθερος ν’ αφήσω την φαντασία μου να «καλπάσει». Η Ίρις είχε ήδη κάποια στοιχεία μουσικής όταν ξεκινούσε τα γυρίσματα. Άρα, καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας, η συνεργασία μας υπήρξε πλούσια.

Ακόμα και στο πλαίσιο του μοντάζ, που απαιτεί την μεγαλύτερη ακρίβεια, συνεργαζόμασταν για την εύρεση του «λεξιλογίου» της ταινίας, το οποίο αποτελείται τατόχρονα από την μουσική, αλλά και το voice over του χαρακτήρα του Μίλος.

Σας εύχομαι κάθε επιτυχία τόσο στα κοινά όσο και στα ατομικά σας σχέδια!

Ι.Κ.: Σ’ ευχαριστούμε πολύ!

Η συνέντευξη με την Ίρις Καλτενμπάκ και τον Αλεξάντρ ντε Λα Μπομ πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 24ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδoς, όπου η Αρπαγή απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας.

Ευχαριστώ θερμά τις Σταματίνα Στρατηγού (Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος) και Σοφία Αγγελίδου (One from the Heart) για την πολύτιμη συμβολή τους στην υλοποίηση της συνέντευξης.

Η ταινία H αρπαγή, σε σκηνοθεσία Ίρις Καλτενμπάκ, προβάλλεται από τις 18 Απριλίου στους κινηματογράφους σε διανομή της One from the Heart.