Επίσκεψη 1640. Ληστρική επιδρομή των "τίμιων και ευγενών" στο γειτονικό μας χωριό. Σκοπός των καβαλλαρέων και της κουστοδίας η σύλληψη όσων δεν είχαν εξοφλήσει τα χρέη τους. Ξεγυμνώνοντας τα νοικοκυριά, πιάνονται οι χρεώστες, το πλιάτσικο μεταφέρεται στις αποθήκες των ευγενών, οι συλληφθέντες οδηγούνται στις φυλακές της πόλης. Απάνθρωπη η μεταχείριση των «αιχμαλώτων» και συμπλοκές καθ’ οδόν. Δυο από τους συλληφθέντες δραπετεύουν και σε άθλια κατάσταση επιστρέφουν στο χωριό όπου περιγράφονται τα συμβάντα. Το χωριό ξεσηκώνεται. Νύχτα. μίσος αιώνων και μίσος γενεών οπλίζει τους μέχρι τότε γονατισμένους αγρότες. Οι αδικημένοι εκδικούνται, οι αεί επιτιθέμενοι αμύνονται. Οι αεί οπισθοχωρούντες προελαύνουν. Αυτοί που είχαν το σκυμμένο κεφάλι κραδαίνουν στον αέρα δίκοπες και τσεκούρια. Εκεινοί που δεν ήξεραν να βάλουν τα σκουτιά τους δένουνε βιαστικά τις βρακοζώνες τους και μηδενίζουν τον χρόνο. Οι ξυπόλητοι κλωτσάνε τα πορτόνια σαν να χουνε σιδερένιες μπότες. Ο ανθρωπάκος με τις υποκλίσεις βρίζει και βλαστημάει το αφεντικό. Ο παρακατιανός… ο πεινασμένος… ο λιγνός… ο κοκκαλιάρης. Ρίξανε τα πορτόνια.      

 

 

Ο άρχοντας που διάταζε τώρα ικετεύει. Η φωνή του που έτρεμε από θυμό τώρα τρέμει από φόβο. Ήρθανε τα πάνω κάτω στην Επίσκεψη. Ρεσάλτο στα αρχοντικά. Οι άξεστοι… βάλανε φωτιά στις επαύλεις. Τρεις καήκανε ολοσχερώς.    

 

 

Το αγριεμένο λεφούσι των άξεστων και απολίτιστων Πισκεψιωτών έκανε μάθημα ευγένειας και ανθρωπιάς. Δεν βίασε, δεν βασάνισε, δεν κακοποίησε κανέναν από τους «γαλαζοαίματους» των αρχοντικών. Τους άφησε να φύγουν για την πόλη νύχτα, γυναίκες και παιδιά (αυτή την φορά ντυθήκανε μοναχοί τους), νύφες πεθερές και θυγατέρες, όσοι άντρες δεν είχανε πάρει μέρος στην απογευματιάτικη επιδρομή, όλοι μαζί με τα λαδοφάναρα για την χώρα. Λιτανεία ντροπής.     

 

 

Και ενώ η λιτανεία της ντροπής, το καραβάνι με τα λαδοφάναρα πορεύονταν κατά την χώρα οι Πισκεψιώτες εγκατέλειπαν το χωριό τους. Οι ανήμποροι να αγωνιστούν διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά σε φίλους συγγενείς και γνωστούς. Οι άντρες κατέφυγαν στο βουνό και από κει στα γύρω χωριά να ζητήσουν βοήθεια.    

 

 

Ξεσηκωθήκανε στα χωριά του Όρους και της Μέσης. Οι Σινιώτες έκαψαν τα αρχοντικά της περιοχής τους και ενώθηκαν με τους εξεγερμένους της Επίσκεψης. Οι άντρες αυτών των δυο χωριών αποτέλεσαν τον κύριο όγκο των επαναστατών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ενισχύθηκαν από τους εξεγερμένους των γύρω χωριών που και αυτοί έκαψαν τα δικά τους αρχοντικά. Έτσι συγκροτήθηκε μια ενιαία δύναμη υπολογίσιμη.      

 

 

Όλα τα αρχοντικά του Όρους και της Μέσης λεηλατήθηκαν ή κάηκαν. Στην Αχαράβη εδέσποζε ο πύργος των Παλουλάδων (σήμερα ένα ερείπιο γεμάτο κισσούς, αγριοσουκιές και βάτα) που ήτανε το καμάρι της βαριάς αριστοκρατίας του νησιού. Μεγάλος και επιβλητικός με μαντρότοιχους και πορτόνια με κήπους και ροτόντες, με θαλάμους και προθαλάμους, με ισόγεια και υπόγεια, σαλόνια και κρεβατοκάμαρες για τους οικοδεσπότες και μουσαφίρηδες, με φυλακή για τους χρεώστες και το πηγάδι του Μανουρά για τους τότε «αναρχικούς». Να το βλέπουν οι φτωχοί και να θιαμάζουν, να το βλέπουν οι ελεεινοί και να φοβούνται.       

 

 

«Φρούριο, ορμητήριο και φυλακή» εύστοχα το χαρακητρίζει ο Ν. Κατσαρός.Το «Ενωμένο αντάρτικο» αφού κατάστρεψε τα αρχοντικά από την Επ΄’ισκεψη μέχρι την Κουλούρα επερικυκλώνει τον πύργο. Άντρες από το Λάυκι, Παντελέμονα, Επίσκεψη, Σπαρτίλλα, Συννιες, Θεωδίδων, Περίθεια και Σφακερά σε καλά οργανωμένη νυχτερινή έφοδο. Η φρουρά των 15 πάνοπλων στρατιωτών αιφνιδιάστηκε και το οχυρό έπεσε στα χέρια των εξεγερμένων που έδιωξαν αφεντικά και μουσαφιρηδες, λευτέρωσαν τους φυλακισμένους, άρπαξαν τα πάντα και βρήκαν το πηγάδι με τα κόκαλα των θυμάτων της θεάρεστης πρακτικής των αρχόντων.       

 

 

Ο άτακτος στρατός των «παρανόμων» επέστρεψε στα χωριά απαλλαγμένος από τη θέα των επαύλεων και τις επισκέψεις των καβαλαρέων. Περίμεναν όμως τα αντίποινα. Το αρχοντολόι των λεηλατημένων και πυρπολημένων επαύλεων μαζί με τις φρουρές και το προσωπικό κατέφυγαν στον πύργο των Θεοτόκηδων στις Καρουσάδες. Αλλά και αυτή η περιοχή βρισκόνταν σε επαναστατικό πυρετό. Καβαλούρι, Αντιπερνοί, Άγραφοι και οι γύρω οικισμοί ακλούθησαν την τακτική των ορεινών γειτόνων. Άντρες και γυναίκες με γεωργικά εργαλεία και απειλητικές διαθέσεις συγκεντρώθηκαν όξω από τον πύργο. Οι υποστηρικτές των αρχόντων δούλοι, δούλες, τσανάκια, γλείφτες και ρουφιάνοι, προσωπικό της κουζίνας, της τραπεζαρίας και της κρεβατοκάμαρας (με όποια έννοια) πληρωμένοι νταήδες και εθελοντές της γλίτσας ήρθαν σε μικροσυμπλοκές με τους συγκεντρωμένους περισσότερο σε ένδειξη δουλοπρέπειας (πίσω από τα παράθυρα έβλεπαν τα αφεντικά) αλλά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν το πλήθος. Τότε άνοιξαν τα πορτόνια του πύργου και οι γαλαζοαίματοι πήραν εκδίκηση. Στη σφαγή των Καρουσάδων πάνω από 120 χωρικοί σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 500 τραυματίστηκαν.      

 

 

Τα γεγονότα των Καρουσάδων ξεσήκωσαν ολόκληρο το νησί. Τα χωριά άδειασαν από άντρες που κατέκλυσαν την πόλη να εκδικηθούν τους αρχόντους που είχαν καταφύγει εκεί και να ανοίξουν τις φυλακές. Οι εξεγερμένοι υπολογίζονται σε 10.000. πολιορκίες κτηρίων, οδομαχίες με τις φρουρές, καταστροφές και χάος. Οι αγρότες κατέλαβαν το Παλαιό Φρούριο και άνοιξαν τις φυλακές. Πολλοί οι σκοτωμένοι αγρότες και λιγότεροι οι φρουροί. Εντούτοις οι δυο πλευρές κρατούσαν τη συνοχή και τις δυνάμεις τους.      

 

 

Η Στρατιά το περίφημο στρατιωτικό σώμα των Ναυπλιωτών, οι «σιδερόφρακτοι» ιππείς πολεμιστάδες, αυτοί που κουβαλήθηκαν από το Ναύπλιο και την Μονεμβασιά έναν αιώνα πριν, που πήρανε για «εφ άπαξ» κάτι κηπούλια τιποτένια σαν από του Μπαλντά μέχρι τους Βαραβάδες, που λάβανε οικόσημα και τίτλους ευγενείας, 150 από αυτούς καλοθρεμμένοι (τι άλλο;), που το λέγε η ψυχή τους, αφού απάνω στα άλογα, τα τανκ της εποχής, δεν μάτωνε μύτη, αυτή η περίφημη στρατιά, μια και οι φρουρές δεν μπόρεσαν να κατασφάξουν τους αχρείους, αποφάσισε να επέμβει. έπρεπε να επιβάλει την τάξη. Τρεις καραβιές σκοτωμένους αγρότες μάζεψαν από τους δρόμους της πόλης και πέταξαν στη θάλασσα μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Οι αξιωματούχοι της στρατιάς Renessi, Barbati και Bosici έλαβαν παράσημα από τον βάιλο Memo που στην αναφορά του στην μητρόπολη Βενετία γράφει για εκατοντάδες νεκρούς χωρικούς. Οι τραυματίες ριχτήκανε στα μπουντρούμια και οι αιχμάλωτοι στα κάτεργα.      

 

 

Τα παλικάρια της στρατιάς βαλθήκαν να εξολοθρεύσουνε τους άξεστους χωρικούς. Το κυνηγητό συνεχίστηκε παντού μέσα στη πόλη, στα σοκάκια, στις γειτονιές και στις πλατείες. Παντού όπου οι αποδεκατισμένοι αγρότες έβρισκαν καταφύγιο.    

 

 

 Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα και οι ηττημένοι γύρισαν στα χωριά τους περιμένοντας τον σκληρό επίλογο.    Ειδικό δικαστήριο συστήθηκε για τους υποκινητές και μετέχοντες στην εξέγερση. Ο Memo φεύγει για την Βενετία και επιστρέφει με στρατό για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων το 1642 κάηκε και το χωριό των Θεωδίδων.     Σταθήκαμε λίγο εκτενέστερα στα γεγονότα του 1640-42 γιατί θεωρείται σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του χωριού, ιστορία των ανώνυμων συγχωριανών μας και του πάλαι ποτέ γειτονικού μας χωριού των Θεοδότων.

 

 

 

*Νίκος Κεφαλλωνίτης. Αναφορά στον Σπαρτίλλα. σσ- 118-121 για τη μεταγραφή, ανάρτηση και αναδημοσίευση:

 

http://orgismenosboudas.blogspot.gr/2012/09/blog-post_6540.html