Μέχρι το 1881 η Θεσσαλία βρισκόταν κάτω από την Τουρκική κυριαρχία. Τη χρονιά αυτή γίνεται η προσάρτηση της από το Ελληνικό κράτος. Όμως, ο ελληνικός στρατός δεν μπήκε σαν ελευθερωτής. Την ελευθερία την ένιωσαν πεντακόσιοι νοματαίοι, οι πλούσιοι, οι ιδιοκτήτες, οι νοικοκυραίοι. Ο υπόλοιπος κόσμος το μόνο που είδε να γίνεται ήταν πως το τουρκικό μπαϊράκι αντικαταστάθηκε από το ελληνικό και οι Τούρκοι στρατιώτες από τους Έλληνες. Οι αγροτοδούλοι της Θεσσαλίας τα ίδια και χειρότερα. Γι’ αυτούς δεν πάρθηκε καμιά πρόνοια. Αντίθετα βγήκαν διαταγές που προστάτευαν τους ιδιοκτήτες «από πάσαν παράνομον ενέργειαν των αγροληπτών…». Αστυνομία, στρατός, δικαστές, μπήκαν στην υπηρεσία των τσιφλικάδων, που όχι μόνο βάσιζαν την ιδιοκτησία τους στην κλεψιά και την αρπαγή αλλά και στους τούρκικους τίτλους που είχαν αποκτήσει σαν αποτέλεσμα των νιτερέσων με τους μπέηδες.

Είχαν πετύχει μάλιστα στην ελληνοτουρκική συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας να υπάρχει ειδική μνεία (το αρθρ. 3) που απαγόρευε την απαλλοτρίωση μεγάλων αγροκτημάτων. Στηριγμένοι και σ’ αυτή τη διάταξη, όχι μόνο δεν δεχόντουσαν κουβέντα για απαλλοτρίωση, αλλά ούτε και για στοιχειώδη καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των κολίγων.

Στο Ζάρκο έχουν συμβεί συνταρακτικά γεγονότα. Εκεί η πείνα και η δυστυχία ξεπερνά κάθε άλλη περιοχή. Ο επιστάτης του τσιφλικιού είναι ένας αιμοβόρος σατράπης. Θέλουν να διαμαρτυρηθούν οι δυστυχισμένοι κολίγοι αυτού του χωριού, αλλά πληρώνουν πολύ ακριβά αυτή τους τη στάση. Έρχεται στρατός στο χωριό και αρχίζει τους ξυλοδαρμούς, βρίζοντας τους κολίγους «τουρκοσπέρματα».

Έτσι, ο κάμπος της Καρδίτσας και της Λάρισας, που στις πρώτες μέρες της προσάρτησης υποδέχτηκε με δάκρυα χαράς τον Ελληνικό στρατό, βλέπει τα όνειρα και τις ελπίδες του να σβήνουν. Η καταπίεση συνεχίζεται. Ο κόσμος έχει απηυδήσει και φτάνει στο σημείο να νοσταλγεί την τούρκικη κυριαρχία. «Χίλιες φορές ήταν καλύτερα το τούρκικο», λένε οι γεροντότεροι. Και δεν έχουν άδικο. Οι τσιφλικάδες γίνονται στυγνότεροι εκμεταλλευτές και βασανιστές του πληθυσμού από την εποχή της κυριαρχίας των τούρκων…

Οι ιδιοκτήτες, βλέποντας τον αναβρασμό των κολίγων, εκτός από τους ταχτικούς φύλακες, που έχουν στα τσιφλίκια τους, οργανώνουν τρομοκρατικά ασκέρια από κακοποιούς φυγόδικους Αρβανίτες. Έτσι στα τσιφλίκια τα μισθωμένα από τους τσιφλικάδες αποβράσματα, περιφέρονται και εκφοβίζουν του κολίγους, παριστάνοντας τους φύλακες, πίνοντας και καλοτρώγοντας με τους χωροφύλακες. Πού να τολμήσει λοιπόν να βγάλει τσιμουδιά ο κολίγος, που και άοπλος είναι και από τις συνθήκες της ζωής του κακομοιριασμένος. Σποραδικά όμως, όπως στο Ζάρκο και στους Σοφάδες, αρχίζουν να πληθαίνουν αυτοί που σηκώνουν κεφάλι. Στο τέλος όμως, οι περισσότεροι αναγκάζονται να πάρουν τα βουνά, γιατί αλλιώτικα κινδυνεύουν να σαπίσουν στις φυλακές του ελληνικού κράτους.

Οι συνθήκες ζωής των κολίγων

Οι συνθήκες ζωής των κολίγων είναι πανάθλιες. Η εξάρτηση τους από τους τσιφλικάδες και τους επιστάτες απόλυτη.

Είναι υποχρεωμένοι να δίνουν νοίκι στον τσιφλικά το μισό της παραγωγής, πολλές κότες και πρόβατα και τεράστιες ποσότητες τυροκομικών προϊόντων.

Πρέπει ακόμα να στέλνουν ένα μέλος της οικογένειας, θηλυκού γένους, να ζυμώνει και να ψήνει το ψωμί της επιστασίας. Οι τσιφλικάδες είχαν πλήρη εξουσία πάνω στο σώμα των γυναικών και των κοριτσιών των κολίγων.

Οι κολίγοι δεν μπορούν να ξηραίνουν καπνό και βοδινή κοπριά στους τοίχους και τα κεραμίδια. Δεν έχουν δικαίωμα να κρεμούν βρεγμένα ρούχα στους τοίχους για στέγνωμα. Δεν μπορούν να απομακρυνθούν απ’ το χωριό χωρίς άδεια του επιστάτη, ούτε να καλλιεργούν άλλη γη εκτός απ’ αυτή του αφεντικού. Βέβαια εξυπακούεται ότι δεν μπορούσαν να έχουν σπιθαμή δική τους γη.

Κατοικούν σε τρώγλες και τρώνε μαζί με τα ζώα τους. Όταν έρχεται η ώρα να ασκήσουν το «εκλογικό τους δικαίωμα» ψηφίζουν αυτούς που τους υποδεικνύει ο τσιφλικάς.

Οι επιστάτες είναι η δεύτερη εξουσία μετά τον τσιφλικά. Έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν σε κάθε πτυχή της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των κολίγων. Μπορούν να τους εκβιάζουν και να τους αναγκάζουν να κάνουν ο,τιδήποτε θέλουν. Να τους αναγκάζουν να εργάζονται τις Κυριακές, να τους απαγορεύουν να παντρευτούν, να τους απαγορεύουν την φιλοξενία, να μη τους αφήνουν να μιλούν μεταξύ τους ιδιαιτέρως, να μην κυκλοφορούν μετά τη δύση του ηλίου και ακόμα να κοιμούνται με τις γυναίκες τους.

Τον Ιούλιο που ήταν μήνας θερισμού ο θεσσαλικός κάμπος απαιτεί περισσότερα χέρια. Οι πλατείες της Λάρισας μοιάζουν απέραντα σκλαβοπάζαρα. Εκεί, οι επιστάτες των τσιφλικάδων διαλέγουν τους λευκούς δούλους.

Ο «τυχερός» θεριστής (γκέκης) οδηγείται σε μια καλύβα. Εκεί του ξυρίζουν το σβέρκο. Στο ξυρισμένο σημείο του τραβούν δυο χαρακιές με το ξυράφι. Από κει του ρουφούν το αίμα με ένα κέρατο βοδιού που το ’χουν κάνει σα σωλήνα. Αφού του αδειάζουν το αίμα (κυριολεκτικά), για να μπορεί να αντέξει στον καύσωνα του Θεσσαλικού κάμπου, του βάζουν στην πληγή κοπριά ή καπνό. Ο δύστυχος γκέκης, μισολιπόθυμος πια, είναι έτοιμος για δουλειά. Όλη αυτή τη διαδικασία έπρεπε να την υπομείνει αγόγγυστα, ειδ’ άλλως κινδυνεύει να χάσει το «ευεργέτημα» της εργασίας.

Η τροφή που δίνουν οι τσιφλικάδες στους θεριστές είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες του θεσσαλικού κάμπου: πρέπει να βοηθά στην απόδοση όσο το δυνατόν περισσότερης εργασίας, να είναι κατά της πίεσης του αίματος, για να μην πάθουν συγκοπή, και να κόβει τη δίψα, για να μη χασομερούν να πίνουν νερό.

Έτσι τους φτιάχνουν το γνωστό «σκορδάρι», που είναι ξίδι με κοπανισμένο σκόρδο στο οποίο ρίχνουν ψωμί και γίνεται «παπάρα», που για τους ταλαιπωρημένους δουλευτάδες φαίνεται χαβιάρι.

Το αγροτικό ζήτημα

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που ζουν οι κολίγοι, είναι φανερό ότι μια εξέγερση με απρόβλεπτες συνέπειες δεν θα αργήσει να ξεσπάσει.

Αλλά το ζήτημα μιας εξέγερσης δεν είναι το μόνο που απασχολεί τις κάστες εξουσίας στην ύπαιθρο (τσιφλικάδες) και στις πόλεις (αστούς). Είναι απαραίτητη μια αναδιάρθρωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, με στόχο το προχώρημα της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και την ενίσχυση της εξουσίας.

Από δω ξεκινούν και οι παρατεταμένες διαμάχες, οι συζητήσεις στη βουλή για δεκάδες χρόνια, οι ψεύτικες υποσχέσεις στους αγρότες και τα ημίμετρα που παίρνονταν με διάφορους νόμους.

Από τη μεριά τους οι αγρότες οργανώνονται και κινητοποιούνται δημιουργώντας ένα μόνιμο κίνδυνο για το κράτος. Σ’ αυτό, σημαντική ήταν η συμβολή των πρώτων σοσιαλιστών και αναρχικών που τάχθηκαν υπέρ της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών, στο πλευρό των καταδυναστευομένων κολίγων. Κι αυτός ο αγώνας δίνει ουσιαστικούς καρπούς. Ενώ παράλληλα οι μικρές εξεγέρσεις προμηνύουν μια επερχόμενη θύελλα.

Ένας από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές του δίκιου των αγροτών ήταν και ο Μαρίνος Αντύπας που δολοφονήθηκε από έμμισθο όργανο των τσιφλικάδων στις 9 Μάρτη 1907.

Το «αγροτικό ζήτημα» της Θεσσαλίας, παρ’ ότι απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελεί θέμα αιχμής, δεν λύνεται υπέρ του αγροτικού πληθυσμού.

Ο «φιλοαγροτισμός» ήταν η μάσκα που φορούσε μια μερίδα των κρατούντων για να δημοκοπήσει και να στερεωθεί στην εξουσία.

Οι απαλλοτριώσεις τσιφλικιών γίνονταν με το σταγονόμετρο και χρησιμοποιούνταν κάθε τόσο σαν μέσο δημαγωγίας και εκτόνωσης της οργής του αγροτικού πληθυσμού.

Πριν από την εξέγερση

Τα όσα έχουν προηγηθεί της εξέγερσης και της σφαγής των αγροτών στο μικρό χωριό Κιλελέρ (Κυψέλη) μόνο με τη διαδρομή μιας χιονοστιβάδας μπορούν να παρομοιασθούν.

Μερικά χρόνια πριν, στα 1900, εκδίδεται στο Βόλο η εφημερίδα «Πανθεσσαλική», με βασικό στόχο την υλοποίηση της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών.

Στις 22 Μάη 1909 ιδρύεται στην Καρδίτσα ο «Γεωργικός Πεδινός Σύλλογος» με στόχο την προώθηση του αγώνα για τις απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών. Τα πνεύματα σιγά – σιγά ωριμάζουν. Η προπαγάνδα και η αγανάκτηση οδηγούν στην οργάνωση.

Στις 16 Σεπτέμβρη 1909 γίνεται στην κεντρική πλατεία της Καρδίτσας συλλαλητήριο του Γεωργικού Συνδέσμου.

Την 1η Νοέμβρη 1909 ξεσηκώνονται τα χωριά του Πηλίου. Οι αγρότες των χωριών Μηλιές και Μεγάλου Δήμου κάνουν πορεία στο Βόλο με μαύρες σημαίες, ζητώντας να καταργηθεί η δεκάτη του λαδιού, που τη θεωρούν πολύ βαριά και άδικη.

Ο έφορος επιμένει να γίνει δημοπρασία για να νοικιαστούν τα δέκατα. Αυτό έχει αποτέλεσμα να εξαγριώσει πιο πολύ τους χωρικούς (Μηλιώτες, Αγριώτες, Αϊ-Λαυρεντίτες) οι οποίοι έξαλλοι μπαίνουν στο καφενείο της δημοπρασίας και δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Τραπέζια, καρέκλες, τζάμια, ένας σωρός από σπασμένα. Η αυθόρμητη αυτή ενέργεια των αγανακτισμένων αγροτών ανάβει τα αίματα στο Βόλο.

Μια καινούργια εποχή ξανοίγεται γεμάτη ελπίδες, ένας μαχητικός αναβρασμός είναι ο προάγγελος μαχητικών αγώνων με απρόβλεπτες συνέπειες.

Στις 11 Νοέμβρη 1909 γίνεται το πρώτο πανεπαρχιακό αγροτικό συλλαλητήριο στην Καρδίτσα.

Είναι η πρώτη πολυπληθής κίνηση των βασανισμένων κολίγων. Το ξεμούδιασμα. Κατεβαίνουν και διαδηλώνουν με συνθήματα όπως: «Κάτω τα τσελιγκάτα», «Κάτω οι στρούγκες», «Ζήτω η αγροτιά».

Στις 29 Νοέμβρη 1909 στην εκκλησία «Ζωοδόχος Πηγή» στους Καμινάδες της Καρδίτσας γίνεται ιστορική συγκέντρωση του Γεωργικού Συνδέσμου. Αποφασίζεται πως μοναδικός στόχος του αγώνα είναι η απαλλοτρίωση.

Στις 20 Γενάρη 1910 συγκροτείται στην πλατεία της Καρδίτσας συλλαλητήριο. Συμμετέχουν και οι μαθητές του χωριού Πιτσαρί. Αποφασίζεται να οργανωθεί Πανθεσσαλικά Συνέδριο. Για το σκοπό αυτό στέλνονται αντιπρόσωποι στα διάφορα μέρη της Θεσσαλίας.

Στις 27 Γενάρη 1910 συγκροτείται στο ξενοδοχείο «Ηπειροθεσσαλία» της Λάρισας το Γεωργικό Συνέδριο όπου συμμετέχουν δήμαρχοι απ’ όλες τις περιοχές.

Στις 7 Φλεβάρη 1910 γίνονται πανθεσσαλικά συλλαλητήρια στα Τρίκαλα, τη Λάρισα και το Βόλο. Όμοια γίνονται στο Βελεστίνο, τα Φάρσαλα, την Καρδίτσα.

Στις 17 Φλεβάρη 1910 η Πανθεσσαλική Επιτροπή, ύστερα από σχετική απόφαση συναντιέται στην Αθήνα στα γραφεία του «Κοινού Θεσσαλών».

Στις 19 Φλεβάρη 1910 η επιτροπή επισκέπτεται τον πρωθυπουργό Δραγούμη και την επόμενη τους αρχηγούς των κομμάτων και τον αρχηγό του στρατιωτικού συνδέσμου Ζορμπά. Η άρνηση όλων είναι κατηγορηματική. Η επιτροπή πρoτείνει στους Θεσσαλούς βουλευτές να παραιτηθούν αν δεν ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τις απαλλοτριώσεις.

Στις 23 Φλεβάρη 1910 η Πανθεσσαλική επιτροπή εγκαταλείπει την Αθήνα αφήνοντας μικρή αντιπροσωπεία. Επιστρέφει στη Θεσσαλία για να εκτελέσει την απόφασή της: τη συγκρότηση πανθεσσαλικών συλλαλητηρίων. Από δω και πέρα το λόγο έχουν οι λευκοί σκλάβοι.

Η εξέγερση

Από τις 26 Φλεβάρη 1910 η Καρδίτσα βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού. Τα ξημερώματα ομάδες καραγκούνηδων έρχονται από τα γύρω χωριά.

Την επομένη, 27 Φλεβάρη 1910, ο κάμπος Καρδίτσας – Τρικάλων είναι στο πόδι. Καβαλαρέοι και με τους γκράδες κρεμασμένους στον ώμο εισρέουν οι κολίγοι από τα μακρινά χωριά, κρατώντας μαύρες και κόκκινες σημαίες. Οι αγρότες από το χωριό Καλλιφώνι είναι οι πιο μαχητικοί. Πυροβολούν και απειλούν.

Στις 11 το πρωί φθάνουν μαζί δυο χιλιάδες έφιπποι αγρότες από το Δήμο Τιτανίου. Οι καμπάνες των εκκλησιών το μεσημέρι χτυπούν ασταμάτητα και η εισροή χωρικών συνεχίζεται.

Οι αρχές «τα χρειάζονται». Θέλουν να δείρουν, να συλλάβουν, να φυλακίσουν τους «ταραξίες» αλλά δεν μπορούν… Αρκούνται στη φρούρηση του υποκαταστήματος της Εθνικής τράπεζας και σε περιπολίες μουδιασμένων χωροφυλάκων.

Η πλατεία έχει γεμίσει κόσμο. Γεμίζουν και. οι δρόμοι και το πιο πέρα εξοχικό κέντρο «Παυσίλυπο» μαυρίζει από την αγροτιά. Με πυροβολισμούς και φωνές εκδηλώνουν τον πόθο τους για λευτεριά.

Κάποια στιγμή ρίχνεται η πρόταση να μετακινηθούν, διά της οδού Στρατώνων, προς τη σιδηροδρομική γραμμή και να σταματήσουν την μεσημβρινή αμαξοστοιχία από το Βόλο.

Οι αγρότες δέχονται την ιδέα και ξεχύνονται προς την οδό Στρατώνων με τα συνθήματα: «Ζήτω η Αγροτική Επανάσταση», «Ζήτω η ελευθερία». Προηγούνται οι καβαλαρέοι. Φτάνουν στη σιδηροδρομική γραμμή και οι πιο χεροδύναμοι παίρνουν ξύλα και τραβέρσες και τα ρίχνουν πάνω στις ράγες.

Στη 1 μ.μ. εμφανίζεται το τραίνο. Οι εξεγερμένοι του κάνουν νόημα να σταματήσει. Όμως ο μηχανοδηγός, λακές της εταιρείας δεν ήθελε να σταματήσει το τραίνο. Οι αγρότες εξαγριώνονται και πυροβολούν την αμαξοστοιχία, ενώ άλλοι την λιθοβολούν.

Το τραίνο σταματά τελικά στο ύψος της οδού Στρατώνων. Οι αγρότες καταλαμβάνουν την αμαξοστοιχία, κατεβάζουν κάτω τον μηχανοδηγό και τον κάνουν αγνώριστο από το ξύλο.

Ο άλλος οδηγός μόλις και τη γλιτώνει χάρη σε μερικούς χωροφύλακες που τυχαίνει να βρίσκονται εκεί κοντά.

Οι πυροβολισμοί έχουν κάνει την αμαξοστοιχία «κόσκινο». Το ντεπόζιτο της ατμομηχανής είναι τρύπιο και το νερό χύνεται.

Στη συνέχεια οι διαδηλωτές επιστρέφουν στην πλατεία. Εκεί, αφού γίνονται ομιλίες κάτω από τα συνθήματα «ΖΗΤΩ Η ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ», «ΖΗΤΩ Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», «ΖΗΤΩ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ», εγκρίνεται ψήφισμα – τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση.

Την ίδια μέρα γίνεται στα Τρίκαλα αγροτικό συλλαλητήριο, αλλά χωρίς επαναστατικές εκδηλώσεις.

Στους Σοφάδες, από τα χαράματα οι αγρότες είναι στο πόδι. Οι νέοι κρατούν μαύρες σημαίες. Όλοι έχουν κρεμασμένους στον ώμο γκράδες. Τραβούν για το σταθμό και όταν περνά το τραίνο ανεβαίνουν επάνω και πηγαίνουν στην Καρδίτσα χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο.

Στα Φάρσαλα, οι αγρότες βγάζουν διαταγή τη μέρα αυτή να κλείσουνε τα μαγαζιά. Ένας έμπορος και τοκογλύφος που λέγεται Νασιόπουλος, κάνει το ζόρικο!
- Άντε ρε παλιοκαραγκούνηδες που θα κλείσω το μαγαζί μου!
Όμως βλέπει τις πέτρες βροχή να ’ρχονται καταπάνω του. Μόλις προφταίνει να κρυφτεί, αλλά το μαγαζί του γίνεται καλοκαιρινό.

Η κυβέρνηση Δραγούμη όταν μαθαίνει τα καθέκαστα βγάζει διαταγές να συγκεντρωθεί πολύς στρατός στις τρεις Θεσσαλικές πόλεις.

Ύστερα όμως από δυο μέρες, την 1η Μάρτη 1910 άλλο ένα μαντάτο κάνει το γκουβέρνο να τα χάσει.

Τετρακόσιοι αγρότες από το χωριό Ορφανά, οπλισμένοι με γκράδες κατεβαίνουν και σταματούν το τραίνο του Λαρισαϊκού, μισή ώρα πέρα από το σταθμό και δηλώνουν πως αν δεν γίνει απαλλοτρίωση θα χαλάσουν τη γραμμή.

Στα χωριά Τσαχμάτ, Κοντού, και Κρύα βρύση Φαρσάλων, οι κολίγοι βάζουν φωτιά στις αποθήκες των τσιφλικάδων!

Οι αντιδραστικοί στην Αθήνα πανικοβάλλονται. Έχουν αρχίσει να μιλούν για κρούσματα αναρχίας. Όλη η Ελλάδα μιλά πλέον για τη Θεσσαλική εξέγερση. Οι τσιφλικάδες τα έχουν χαμένα κι αρχίζουν τα διαβούλια. Οι πρεσβευτές της Γαλλίας, Ρωσίας και Αγγλίας έχουν κι αυτοί ανησυχήσει και αρχίζουν τα διαβήματα.

Γίνονται ανακρίσεις και συλλήψεις με την κατηγορία της στάσης. Η αντιπροσωπεία της Πανθεσσαλικής επιτροπής δημοσιεύει πυροσβεστικό ανακοινωθέν στις εφημερίδες.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αποφασίζεται το αγροτικό συλλαλητήριο στη Λάρισα για τις 6 Μάρτη 1910. Κι ενώ η Θεσσαλία έχει πήξει στο στρατό, οι δήμαρχοι πείθουν τους αγρότες να κατέβουν άοπλοι, στέλνοντάς τους σαν πρόβατα στη σφαγή.

Από το πρωί έχουν αρχίσει να έρχονται από τα χωριά οι αγρότες. Πρώτοι έρχονται από τους δήμους Συκουρίου και Ογχήστου. Ακολουθούν άλλες ομάδες αγροτών έφιππων και πεζών με μαύρες και κόκκινες σημαίες. Κατακλύζουν τους δρόμους της Λάρισας με ζητωκραυγές και συνθήματα για απαλλοτρίωση. Πλήθη αγροτών έχουν κατακλύσει την περιοχή.

Την ίδια στιγμή στο Κιλελέρ που είναι ένα από τα σημεία συγκέντρωσης, οι κολίγοι κατεβαίνουν τραγουδώντας και ζητωκραυγάζοντας. Αλλά είναι άοπλοι. Όταν φτάνει το τραίνο από το Βόλο, θέλουν να ανέβουν για να πάνε στη Λάρισα, στη μεγάλη συγκέντρωση. Δεν βγάζουν όμως εισιτήριο: «Τόσο καιρό μας εκμεταλλεύεται και μας γδύνει η Εταιρεία», φωνάζουν, «αυτή τη φορά όμως απαιτούμε να μας πάει δωρεάν στη Λάρισα».

Στο τραίνο βρίσκεται ο διευθυντής των Θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτης. Από τα μεγαλύτερα καθάρματα. Διατάζει τους υπαλλήλους να πετάξουν έξω «τα κτήνη». Οι κολίγοι συμμορφώνονται, γιατί βλέπουν πως στο τραίνο υπάρχει στρατός.

Μα όταν κατεβαίνουν νιώθουν πόσο καταπατήθηκε η αξιοπρέπεια τους. Αρχίζουν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία και σπάνε πολλά τζάμια ενώ γιουχάρουν τον Πολίτη.

Ένα χιλιόμετρο πιο κάτω καμιά οχτακοσαριά κολίγοι με κόκκινες σημαίες και με το σύνθημα «Ζήτω η απαλλοτρίωση» σταματούν το τραίνο. Όταν πάνε ν’ ανέβουν χωρίς να πληρώσουν ο Πολίτης αρχίζει να βρίζει «Κτήνη, ζώα, παλιάνθρωποι…» Μα οι κολίγοι αγριεύουν, βρίζουν κι αυτοί και αρκετοί σκαρφαλώνουν στο τραίνο.

Ο Πολίτης καλεί τον επικεφαλής αξιωματικό των στρατιωτών, που μεταφέρονται από τον Βόλο στη Λάρισα και τον διατάζει να επιβάλλει την τάξη γιατί «ο συρμός κινδυνεύει από τις αναρχικές επιθέσεις αυτών των κτηνών».

Ο καραβανάς-λακές διατάζει τους φαντάρους να πυροβολήσουν. Όμως τώρα οι κολίγοι ούτε φοβούνται ούτε τα χάνουν. Μια και δεν έχουν όπλα παίρνουν πέτρες και τις ρίχνουν στο τραίνο. Οι τσολιάδες πυροβολούν. Δυο αγρότες πέφτουν νεκροί. Το τραίνο απομακρύνεται μισοκατεστραμμένο από τον πετροπόλεμο.

Φτάνει στο σταθμό Τσουλάρ. Κι εκεί είναι μαζεμένοι πολλοί κολίγοι.

Φωνάζουν: «Ζήτω η Λευτεριά μας!», «Κάτω οι τσιφλικάδες!»

Ζητούν να σταματήσει το τραίνο, αλλά εκείνο απομακρύνεται. Γιουχαϊτά και πετροβολητό. Οι τσολιάδες βγάζουν τα μάνλιγχερ από τα παράθυρα. Πυροβολούν. Ένας αγρότης ακόμα νεκρός, άλλος ένας βαριά λαβωμένος, δεκαπέντε άτομα πληγώνονται.

Στη Λάρισα με το που μαθαίνουν τη δολοφονική επίθεση οι αγρότες αγριεύουν. Οι περιπολίες με εφ’ όπλου λόγχη προσπαθούν να τους διαλύσουν, να μην αφήσουν όσους καταφθάνουν να πλησιάσουν στην πλατεία. Όμως κανείς δεν φοβάται πλέον. Οι λευκοί σκλάβοι του Θεσσαλικού κάμπου δεν έχουν να χάσουν τίποτα!

«Κάτω οι τσιφλικάδες», «Ζήτω το δίκιο μας», φωνάζουν. Ορμούν πάνω στις λόγχες.

Ο υπίλαρχος Χρυσής διατάζει να πυροβολήσουν. Ένας αγρότης πληγώνεται. Την ίδια στιγμή τρεις καβαλαρέοι στρατιώτες πέφτουν από τα άλογα τους ενώ ο Χρυσής πληγώνεται κι αυτός.

Η μάχη κρατά είκοσι λεπτά. Οι αγρότες σπάνε τις αλυσίδες των στρατιωτών και ενώνονται στην πλατεία. Νέα επέλαση του ιππικού, πληγώνονται κι άλλοι αγρότες. Το ιππικό δειλιάζει. Ένας επικεφαλής αξιωματικός διατάζει: «Κτυπάτε τα σκυλιά, τους αναρχικούς». Κι άλλοι πυροβολισμοί. Μια πέτρα βρίσκει τον αξιωματικό και του αχρηστεύει το χέρι. Οι χωρικοί προχωρούν. Περνούν από το ξενοδοχείο του Κολιόπουλου. Σπάζουν τα τζάμια και εισβάλλουν με κραυγές στην πλατεία Θέμιδος.

Ο Πήχεων επικεφαλής του ιππικού διατάζει νέα επέλαση. Νέος πετροπόλεμος.

Οι κολίγοι κτυπούν με ό,τι βρίσκουν, αμύνονται, επιτίθενται, ζητωκραυγάζουν. Ακόμα δεν έχει μεσημεριάσει.

Την ίδια ώρα μπαίνουν στη Λάρισα καμιά χιλιάδα κολίγοι που έρχονται από τα απέξω μακρινά χωριά, από το Νεμπεγλέρ. Μόλις μαθαίνουν τα νέα ορμούν:

«Απάνω τους παιδιά».

Με σφιγμένες γροθιές, με σανίδες και ξύλα από τους φράχτες και τις σκαλωσιές, πλησιάζουν τους αγρότες που πάνω από ώρα αγωνίζονται να σπάσουν τις ζώνες του ιππικού.

Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ζητωκραυγάζουν και ορμούν. Το ιππικό υποχωρεί. Οι κολίγοι με τα συνθήματα: «Κάτω οι τσιφλικάδες», «Κάτω η σκλαβιά», «Ζήτω οι κολίγοι», «Ζήτω η λευτεριά» μπαίνουν στην πλατεία.

Το ιππικό επιχειρεί κι άλλη επέλαση. Οι πέτρες πέφτουν βροχή. Μόλις οι πρώτοι αγρότες φτάνουν στο ξενοδοχείο «Πανελλήνιο» ο λόχος του μηχανικού διατάζει πυρά ομαδόν. Όμως πολλοί στρατιώτες διστάζουν.

Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος βλέπουν τα σκούρα. Πριν γυρίσουν τα πράγματα ανάποδα διατάζουν το στρατό να πάψει να πυροβολεί. Στην πλατεία ένα-δυο πολιτικάντηδες προσπαθούν να βγάλουν λόγο.

Μα τη φόρα τους την κόβει το μανιασμένο πλήθος της αγροτιάς:

«Δεν θέλουμε λόγια σήμερα, αύριο τα λέτε που θα ’ρθουμε πάλι και θα ’ρθουμε με τους γκράδες. Ας όψεσθε σεις οι δήμαρχοι που μας πήρατε στο λαιμό σας. Καλά θέλαμε εμείς να κατεβούμε με τους γκράδες μα δεν μας αφήσατε και μας φέρατε εδώ για να μας σκοτώσουν και να μας σφάξουν τα σκυλιά…»

Τελικά, προκειμένου να εκτονώσουν την κατάσταση οι αρχές επιτρέπουν την συγκέντρωση. Τις επόμενες μέρες άγρια τρομοκρατία επικρατεί αλλά και οι κολίγοι έχουν καταλάβει πως με το κράτος, την κυβέρνηση και τα όργανα της εξουσίας δεν μπορούν να μιλήσουν παρά μόνο μια γλώσσα: Τη γλώσσα της εξέγερσης και της βίας ενάντια στη βία των κρατούντων.

Το κράτος αντεπιτίθεται με διώξεις και φυλακίσεις. Τα συλλαλητήρια χαρακτηρίζονται «έκνομες ενέργειες στρεφόμενες κατά του καθεστώτος». Συνολικά παραπέμπονται σε δίκη (που γίνεται των Ιούνη της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα) 62 άνθρωποι σε δυο ομάδες. Κανένας από τα όργανα του κράτους δεν διώκεται, έστω για τα μάτια, για τους φόνους και τους τραυματισμούς των κολίγων. Το κράτος για μια ακόμα φορά προσπάθησε να συγκαλύψει τα εγκλήματά του με δίκες σκοπιμότητας χρησιμοποιώντας τη βία των νόμων…

Συσπείρωση Αναρχικών

(Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 23, Μάρτιος 2004).