Your name
Γενικά Άρθρα

Εισαγωγικό σημείωμα Γιώργου Μεριζιώτη

 

Ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα ο Όττο Ρύλε (1874 – 1943), σε σχέση με τους υπόλοιπους κομμουνιστές των συμβουλίων , Ρόζα Λούξεμπουργκ, Κάρλ Λϊμπνεχτ, Βϊλχελμ Ράιχ, Πάνεκουκ Τζόρτερ κλπ, συμμετείχε ενεργά στο κίνημα των Σπαρτακιστών . Ακτιβιστής και θεωρητικός του μαρξισμού, γι΄ αυτό το κείμενό του για τον μπολσεβικισμό έχει μεγάλη σημασία, γιατί ασκεί κριτική από μαρξιστική οπτική.

 

To κείμενο γράφτηκε στην εξορία το 1925 και δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα σε απάντηση στο λιβελογράφημα του Λένιν "ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού" . Όταν το 1935 ο Χίτλερ ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία, μάζεψε  και έκαψε σε δημόσιες τελετές όλη την κομμουνιστική, σοσιαλιστική και αναρχική φιλολογία. Επέτρεψε όμως, τη δημοσίευση και διακίνηση του λίβελου του Λένιν.

 

Ο Όττο, εκτός από συνεπής αγωνιστής ήταν και σπουδαίος παιδαγωγός και ψυχαναλυτής. (Ενδεικτική βιβλιογραφία του: όχι στα ελληνικά «Σοσιαλιστικό σχολικό πρόγραμμα», « Η κατάσταση του παιδικού προλεταριάτου», «Το βασικό ζήτημα της εκπαίδευσης», «Πολιτισμική και ηθική ιστορία του προλεταριάτου», κ.ά. ), προσπάθησε να συγκεράσει τον μαρξισμό με τις αντιεξουσιαστικές ιδέες ως μια νέα αλτερνατίβα (εναλλακτική λύση).

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

   1.  Το λιβελογράφημα του Λένιν «ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», γράφτηκε και διανεμήθηκε, δωρεάν, τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του από τα φερέφωνα ΚΚ, της Ευρώπης, για να χτυπήσει και να συκοφαντήσει το κίνημα του συμβουλιακού κομμουνισμού, που ασκούσε μια ισχυρή επιρροή στους ριζοσπάστες εργάτες και διανοούμενους της κεντρικής Ευρώπης. Ήταν ένα κίνημα που απλωνόταν από τη Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία μέχρι την Ιταλία. Ένα κίνημα που ιδιαίτερα στη Γερμανία , στην Αυστρία, αλλά και στην Ιταλία, αργότερα, έφτασε πολύ κοντά στην κοινωνική επανάσταση Τέλος ένα κίνημα πολύ κοντά στις αναρχικές αντιλήψεις που εκφράζονται μέσα από τον ελευθεριακό κομμουνισμό.

 

   Αυτό το κίνημα ήθελε να συκοφαντήσει ο Λένιν, μαζί με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής . και επίσης να ξεμπερδεύει με την αριστερή επαναστατική αντιπολίτευση μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. «Αφού το σύστημα των σοβιέτ είχε αποτύχει στη Ρωσία, πως ο ριζοσπαστικός «συναγωνισμός» τολμούσε να προσπαθεί να αποδείξει στον κόσμο, ότι εκεί που ο ίδιος ο μπολσεβικισμός απέτυχε στη Ρωσία, μπορούσε να πετύχει αλλού προσπερνώντας τον; Για να αμυνθεί ο Λένιν έγραψε το λίβελο « Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» που υπαγορεύτηκε από το φόβο της απώλειας της εξουσίας και από την αγανάκτηση για την επιτυχία των αιρετικών.

 

Ο λίβελος πρωτοεμφανίστηκε με τον υπότιτλο «Δοκίμιο έκθεσης της μαρξιστικής στρατηγικής και τακτικής» αλλά τελικά αυτή η φιλόδοξη και ηλίθια φράση παραλήφθηκε. Αυτό πήγαινε πολύ. Αυτή η επιθετική «παπική» εγκύκλιος, χονδροειδής και απεχθής, ήταν εξαιρετικά ανέλπιστο κέρδος για κάθε τι αντεπαναστατικό. Από όλες τις προγραμματικές διακηρύξεις του μπολσεβικισμού, είναι αυτή που αποκαλύπτει καλύτερα τον πραγματικό του χαρακτήρα. Είναι ο μπολσεβικισμός γυμνός. Όταν το 1935 ο Χίτλερ μάζεψε στη Γερμανία όλη την κομμουνιστική σοσιαλιστική φιλολογία, η δημοσίευση και διακίνηση του λίβελου του Λένιν επιτρεπόταν.

 

  

 

  2. ΜΙΑ ΝΕΑ ΙΔΕΑ (απόσπασμα από άρθρο του Χένρυ Γιάκομπι: «Ο Ρύλε και η αντιεξουσιαστική ουτοπία του»)

 

 

 

Η Ρωσική επανάσταση φάνηκε να αποδείχνει στους πιο αποφασισμένους Γερμανούς σοσιαλιστές πως ο αυταρχικός μηχανισμός του κράτους μπορούσε ν΄ αντικατασταθεί από ένα μηχανισμό αυτοδιαχείρισης, το σύστημα των συμβουλίων που βασιζόταν στην εργατική τάξη. H γέννηση των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών στη Γερμανία φάνηκε να θέτει, κι εδώ επίσης, στην καθημερινή διάταξη, την πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας. Απ΄ αυτή την οπτική γωνία, οι θεσμοί του γερμανικού εργατικού κινήματος, που ήσαν αντίθετοι σ΄ αυτή την πραγματοποίηση ή τουλάχιστον δεν χρησίμευαν στο σκοπό αυτό, είχαν ξεπεραστεί.

 

Όταν στις 30 Δεκεμβρίου 1918 συνήλθε το συνέδριο για την ίδρυση του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, (KPD), οι αντιπρόσωποι αισθάνθηκαν σα να δημιουργούν κάτι που ήταν εντελώς καινούριο. Η πλειοψηφία επιθυμούσε την πλήρη ρήξη με το παρελθόν. Ένας αντιπρόσωπος του Βερολίνου διεκήρυσσε: «Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι γιατί σήμερα μπορούμε να διακηρύξουμε ότι απελευθερωθήκαμε από την αυταρχική νωθρότητα των αρχηγών μας». Κυριαρχούσε η θέληση να γίνει το νέο κόμμα εντελώς διαφορετικό από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία.

 

Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων αρνήθηκε τη συμμετοχή στα συνδικάτα και στις εκλογές για το κοινοβούλιο.σαν εκπρόσωπος της πλειοψηφίας αυτής ο Όττο Ρύλε απέδειξε την ανάγκη της εργατικής τάξης να δημιουργήσει ένα νέο όργανο, αντίθετο προς την εθνική συνέλευση. Μα φυσικά, όλοι οι αντιπρόσωποι ήταν σύμφωνοι πως μόλις άρχισε ένα επαναστατικό προτσέσσο στη διάρκεια του οποίου θα κομματιάζονταν όλοι οι παλιοί θεσμοί.

 

Σε αυτή την έξαρση που προερχόταν από την αίσθηση ότι ζουν την έλευση μιας νέας εποχής, η προειδοποίηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, που στο συνέδριο αντιπροσώπευσε μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης , πέρασε απαρατήρητη. Όσον αφορά τον κρατικό μηχανισμό που απειλείται κυρίως από τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών, ο Καρλ Λίμπνεχτ, ήδη εκείνη τη στιγμή, είπε την αλήθεια διαπιστώνοντας πως «ο παλιός γραφειοκρατικός μηχανισμός είχε και πάλι αποκατασταθεί στις λειτουργίες του». Νικημένο από το μηχανισμό αυτό, το νέο κόμμα γύρισε ξανά στις παραδοσιακές μορφές του εργατικού κινήματος και στο δεύτερο συνέδριό του, τον Οκτώβρη του 1919, η πλειοψηφία, που επέμενε στην αντικοινοβουλευτική και αντισυνδικαλιστική άποψή της εκδιώχτηκε από το κόμμα.

 

Η αντίληψη της συνίσταται στο ότι η ιδέα του συμβουλιακού συστήματος έπρεπε να εκφράζεται επίσης στις οργανωτικές μορφές του εργατικού κινήματος κι απαιτούσε τον καθολικό διαχωρισμό αυτού του τελευταίου από το αστικό κράτος και τα όργανά του. Σαν φορέας και εκφραστής της αντίληψης αυτής, ο Όττο Ρύλε έγραψε: «Το προλεταριάτο, οργανωμένο στους χώρους της παραγωγής, αποτελεί, αρχίζοντας από το εργοστάσιο, μια ενιαία οργάνωση. Από την οργάνωση του εργοστασίου, μέσω αντιπροσώπων ανακλητών, εκλέγονται οι τοπικοί αντιπρόσωποι και του Land. Αυτή η οργάνωση χρησιμεύει τόσο και στην ανάληψη της εξουσίας, της οικονομίας και του κράτους».

 

 Η επαναστατική ένταση στη δημοκρατία της Βαιμάρης συνεχιζόταν ως το καλοκαίρι του 1923, τελική φάση του μεγάλου πληθωρισμού. Μα η μειοψηφία της εργατικής τάξης, που πίστευε ακόμη σε μια επαναστατική εξέλιξη, βρισκόταν κάτω από την επίδραση της Μόσχας, που τη θεωρούσε σαν τη Μέκκα της επανάστασης. Το αντιεξουσιαστικό κίνημα διασκορπίστηκε σιγά σιγά, κομματιάστηκε σε πολυάριθμες ομάδες, που πολεμούσαν η μια την άλλη και εξασθένιζαν σε μικρές σέχτες.

 

  

 

Η κοινή άποψη των οργανώσεων των κομμουνιστών των συμβουλίων διατυπώθηκε μετά το 1918, από μια σειρά διανοουμένων που προέρχονταν από το εργατικό κίνημα, κυρίως από τους Ολλανδούς Πάνεκουκ και Γκόρτερ. Ο Ρύλε όμως μετά το ναυάγιο του κινήματος στη συγκεκριμένη πρακτική, επιχείρησε την επεξεργασία μιας θεωρίας που περιλάμβανε τη θεώρηση ενός αντιεξουσιαστικού μαζικού κινήματος και την ουτοπία μιας νέας κοινωνικής τάξης που ανάβλυζε από αυτό.

 

 Ο Ρύλε ξεκίναγε από τη μαρξιστική παρουσίαση του ιστορικού ρόλου του προλεταριάτου, αντίληψη, που είχε τεθεί από τη σοσιαλδημοκρατία κι αντεπιτίθετο στη θεωρία και στην πράξη των μπολσεβίκων. Ο Ρύλε μπόρεσε να παραστήσει την εμφάνιση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας μόνο σαν το αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης και της αυτοσυνείδησης του προλεταριάτου. Αυτή την αυτοσυνείδηση την οποία είχε ανάγκη για την απελευθέρωση του, το προλεταριάτο οφείλει να την κατακτήσει.

 

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξέφρασαν τη σκέψη αυτή στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ: «Η ματεριαλιστική επιστήμη σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι είναι προϊόντα του περιβάλλοντος και της εκπαίδευσης, και πως άλλοι άνθρωποι είναι προϊόντα ενός άλλου περιβάλλοντος και μιας άλλης εκπαίδευσης, ξεχνά πως είναι κυρίως οι άνθρωποι που αλλάζουν το περιβάλλον και πως ο ίδιος ο εκπαιδευτής πρέπει να εκπαιδευτεί. Γι΄ αυτό αυτή καταλήγει αναγκαστικά να διαχωρίζει την κοινωνία σε δύο μέρη. Ένα από αυτά στέκεται πάνω από την κοινωνία…».

 

Μα ήταν κυρίως αυτή η διάκριση που αποτέλεσε τη θεμελιώδη αρχή της λενινιστικής θεωρίας της οργάνωσης και πράξης. Ο Ρύλε της αντέταξε μιαν αλτερνατίβα. Αν το προλεταριάτο σαν τάξη είχε το ιστορικό καθήκον να ανατρέψει την πραγματικότητα, η δράση του όφειλε ν΄ αρχίζει από κει που πραγματικά υπήρχε σαν τάξη, από το εργοστάσιο. Εδώ το προλεταριάτο οργανωνόταν από τη δύναμη των ίδιων των πραγμάτων και δεν είχε την ανάγκη ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι αρχηγοί μπορούσαν να προέλθουν μόνο από τις γραμμές του και δεν θα γίνονταν επαγγελματίες αρχηγοί.

 

 

 

Αν πρόκειται να δημιουργηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία, στην οποία ο κρατικός μηχανισμός θα μπορούσε να διαλυθεί, το προλεταριάτο οφείλει να επεξεργαστεί από την αρχή τη μορφή αυτής της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί, πρέπει να αναδυθεί από την υπάρχουσα τάξη. Οι αναρχικοί προσπάθησαν να συνδεθούν με το φεντεραλισμό, μια μορφή προκαπιταλιστικής οργάνωσης και γι΄ αυτό παρέμειναν στην κατάσταση των διαμαρτυρομένων, αναφέρονταν στο παρελθόν. Τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα, σχηματισμοί οργανωμένοι με συγκεντρωτικό τρόπο, παρέμειναν αναγκαστικά στο χώρο της αστικής φόρμας της οργάνωσης. Σαν τρίτο σχήμα, το σύστημα των συμβουλίων, έπρεπε να προηγηθεί στην οργάνωση της πάλης του προλεταριάτου.

 

«Ένα κόμμα με χαρακτήρα επαναστατικό, είναι από προλεταριακή άποψη, ένας παραλογισμός. Αυτό μπορεί να έχει επαναστατικό χαρακτήρα μονάχα με την αστική έννοια. Κάθε αστική οργάνωση είναι στο βάθος μια διοικητική οργάνωση που για να λειτουργήσει έχει την ανάγκη μιας γραφειοκρατίας. Και το κόμμα επίσης. Αυτό βασίζεται σε μια διοικητική μηχανή χρησιμοποιούμενη από μια μισθωτή επαγγελματική διοίκηση. Οι αρχηγοί είναι διοικητικοί λειτουργοί και σαν τέτοιοι ανήκουν σε μια αστική κατηγορία…»

 

Μα αν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας εξαρτάται από την αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης, η συνείδηση της τάξης γίνεται τότε το θερμόμετρο του κινήματος και του σκοπού του. Γι΄ αυτό ο Ρύλε δεν μπόρεσε να αναπτύξει την αντίληψη του δίχως να τοποθετηθεί στο κέντρο αυτής της αυτοσυνείδησης και δίχως να αναρωτηθεί γιατί δεν αναπτύχθηκε σε μαζικό επίπεδο.

 

Η συσσωμάτωση της εργατικής τάξης στην υπάρχουσα κοινωνία – που άλλοι την ανακάλυψαν στα 1967 – γίνεται κατά συνέπεια το πρόβλημά του ήδη από το 1923. Ο Ρύλε διαπίστωνε ότι μέσω της κοινωνικής πρόνοιας και του συστήματος αρωγής των συνδικάτων στον εργάτη, «συντηρούνταν και δυνάμωνε η μικροαστική πνευματική φόρμα. Παραμένει παγιδευμένος σε βάρος της προλεταριακής χειραφέτησής του, στις στενοκεφαλιές και στις ευτέλειες της μικροαστικής ζωής, που για κάθε προσφορά απαιτεί την ανάλογη προσφορά.

 

Συνηθίζει να βλέπει την αξία της οργάνωσης στα τυχαία και μίζερα στιγμιαία υλικά πλεονεκτήματα, αντί να στρέψει το βλέμμα στο μεγάλο, αυθόρμητο και δίχως συμφέρον σκοπό της απελευθέρωσης της τάξης του. Με αυτό τον τρόπο … η ταξική συνείδηση των προλετάριων ερημώνεται και καταστρέφεται αθεράπευτα».

 

Κι ακόμα: «Σήμερα, όπως και χθες σε κάθε ζωντανή κίνηση, σε κάθε ώρα της ύπαρξής του, το προλεταριάτο είναι αιχμάλωτο στις θηλιές της αστικής κουλτούρας, μη έχοντας άλλες πηγές και μέσα από τα αποτελέσματα και τα επιτεύγματα της κουλτούρας αυτής. Στο σπίτι, στην οικογένεια, στο σχολείο … παντού συναντάται με την αστική παρουσία, με το αστικό πνεύμα, τα αστικά συμφέροντα … Σε κάθε δίσκο, σε κάθε ραδιοφωνικό κύμα, παράγεται η αστική σκέψη, η καπιταλιστική ψυχή. Δεν μπορεί να ξεφεύγει από αυτή την πανταχού παρούσα «αστικότητα», αυτό είναι εκτεθειμένο είτε το θέλει είτε όχι».

 

3. Στον ελλαδικό χώρο δεν εμφανίστηκαν ποτέ αυτές οι τάσεις του συμβουλιακού κομμουνισμού. Τις τάσεις αυτές ονόμασε ο Λένιν «αριστερισμό», και αργότερα επικράτησε σαν βρισιά. Αντίθετα, παρουσιάστηκαν από τη λεγόμενη μεταπολίτευση και μετά όλα τα λουλούδια της ιδεολατρίας και προσωπολατρίας που διεκδικούσαν για τον εαυτό τους τον ορθό λενινισμό και το πραγματικό κόμμα της εργατικής τάξης, και εννοούμε από τις τροτσκιστικές, σταλινικές, μαοϊκές και γκεβαρικές γκρούπες, που δεν ήταν παρά η εκλεκτική μέχρι λαϊκίστικη εκδοχή του ίδιου νομίσματος του μπολσεβικισμού (λενινισμού). Οι μόνες αριστερίστικες εκδοχές κατά Λένιν στην Ελλάδα με μια μικρή αλλά σημαντικά αξιόλογη δράση μέσα από το εργατικό κίνημα, ήταν ο Σπέρας – συνιδρυτής του Εργατικού Κέντρου Πειραιά – και πρωτεργάτης του συμβουλίου των εργατών στη Σέριφο . Παράλληλα, ήταν και η τάση που εκπροσωπούσε ο Στίνας με τον Ταμτάκο .

 

http://eleftheriakos.gr