Του Φίλιππα Κυρίτση

 

Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Contact' Νο 4, τον  Δεκέμβρη του 2002.

 

 

 

Ένα θέμα ταμπού για την ελληνική πραγματικότητα είναι το ζήτημα της αντίρρησης συνείδησης. Επειδή ο εξοστρακισμός του από κάθε είδους συζήτηση, πέραν κάποιων τυποποιημένων θέσεων των κομμάτων, έχει άμεση σχέση με την ελληνική ιστορία και με την ελληνική πολιτιστική και εθνική ταυτότητα, ένα άρθρο για την αντίρρηση συνείδησης, προκειμένου να είναι αντικειμενικό πρέπει να τοποθετείται και σε σχέση με την ελληνική ιστορία και με την πολιτιστική και εθνική ταυτότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.

 

 

 

Όταν μιλάμε για ελληνική ιστορία δεν αναφερόμαστε, βέβαια, στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, μια που ούτε θέμα αντίρρησης συνείδησης έμπαινε τότε, ούτε η σύγχρονη Ελλάδα έχει άλλη επιβεβαιωμένη σχέση με την αρχαία πέρα από την γλώσσα, αν και αυτή η σχέση ως ένα βαθμό είναι κατασκευασμένη από την συστηματική πολιτική του νέου ελληνικού κράτους που επέβαλε, κατά κάποιο τρόπο, κάποια επιστροφή σε παρωχημένες γλωσσικές μορφές, που όμως εξυπηρετούσαν εθνικούς στόχους.

 

 

 

Σ' όλη την διάρκεια της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, λοιπόν, ένας θεσμός κυριαρχεί ασφυκτικά στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και αυτός είναι που καθορίζει τι είναι ελληνικό και τι όχι: Η Εκκλησία. Ήδη από την εποχή της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία πρωτοστάτησε στις επιθέσεις κατά των επίσημων αρχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και κάθε μουσουλμανικού πληθυσμού μέσα στα όρια της σημερινής Ελλάδας. Με λίγα λόγια η Εκκλησία ξεκίνησε την αιματοχυσία και αυτό είναι κάτι που δεν το αρνιέται ούτε η ίδια, αντιθέτως το προβάλλει ισχυριζόμενη ότι ο δεσπότης Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε πρώτος το 'λάβαρο της επανάστασης' στις 25 Μάρτη 1821. Λόγω δε της έλλειψης άλλων κοινών πολιτιστικών χαρακτηριστικών μεταξύ των στασιαστών κατά των επίσημων αρχών μόνο η ορθόδοξη χριστιανική πίστη αποτελούσε κριτήριο της εθνικής ταυτότητας. Η συμμετοχή πλείστων Αλβανών και Βλάχων χριστιανών στην γενοκτονία των μουσουλμάνων κάθε εθνικότητας  και Εβραίων, με πιο γνωστή την συμμετοχή των Σουλιωτών (Αλβανών χριστιανών), αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι Έλληνας θεωρούνταν τότε ο ορθόδοξος χριστιανός κάθε εθνικότητας και Τούρκος ο μουσουλμάνος και κάθε μη χριστιανός, οποιασδήποτε εθνικότητας.

 

 

 

Αυτή η ταύτιση έθνους και Εκκλησίας και κατ' επέκταση στρατού και Εκκλησίας αποτέλεσε και  αποτελεί μέχρι σήμερα την ραχοκοκαλιά της εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας των Νεοελλήνων. Φαίνεται, άλλωστε, και από την ελληνική σημαία, όπου κυριαρχεί ο σταυρός, και από τους εορτασμούς των εθνικών επετείων, όπου πρωταγωνιστούν ο στρατός και οι παπάδες. Είναι φυσικό μέσα σ' ένα τέτοιο ασφυκτικό κοινωνικο-πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον, την 'Ελλάδα Ελλήνων  Χριστιανών', όπως τo χαρακτήριζε η στρατιωτική δικτατορία του 1967-1974, τον 'Πολιτισμό των στρατοπέδων', όπως το χαρακτηρίζει o Μάριος Βερέτας στο ομώνυμο βιβλίο του, όσοι αρνούνται την στρατιωτική  θητεία για λόγους  συνείδησης, να θεωρούνται εχθροί του έθνους και της θρησκείας (δηλαδή της στρατο-παπαδο-κρατίας).

 

 

 

Είναι δύσκολο να αναρωτηθεί ένας Έλληνας για την εθνική του ταυτότητα και πολύ περισσότερο να μιλήσει σοβαρά γι' αυτήν. Και αυτό όχι μόνο γιατί η μοναδική κατά βάθος πολιτιστική σχέση των Ελλήνων μεταξύ τους είναι η κοινή υποταγή τους στο ζυγό της Εκκλησίας και του στρατού, πράγμα που σημαίνει ότι όποιος αμφισβητήσει τον στρατό και την Εκκλησία, πρέπει να έχει το θάρρος να αισθανθεί ξένος προς τα δέκα περίπου εκατομμύρια ορθοδόξων χριστιανών αυτής της χώρας και να γίνει στόχος της ξενοφοβίας και του κοινωνικού ρατσισμού, αλλά και γιατί η στρατοκρατία επιβάλλει τον μιλιταρισμό (την ιδεολογία του τσαμπουκά) σαν στοιχείο της προσωπικότητας του Έλληνα, ήδη από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Από τα πρώτα του βήματα ο Έλληνας μαθαίνει ότι ανδρισμός σημαίνει μιλιταρισμός (τσαμπουκάς) και όποιος δεν είναι τσαμπουκαλής, μάγκας, νταής κ.ο.κ. δεν είναιάνδρας αλλά 'πούστης', όπως λένε τους ομοφυλόφιλους οι Έλληνες. Με λίγα λόγια, το να αναρωτηθεί κάποιος Έλληνας για την εθνική του ταυτότητα, όχι μόνο θέλει τεράστιο θάρρος αλλά και προϋποθέτει ξεπέρασμα ψυχολογικών συμπλεγμάτων που έχουν  αποτυπωθεί στον χαρακτήρα του από την παιδική του ηλικία. Και διαφωνία με την Εκκλησία και τον στρατό ισοδυναμεί με αμφισβήτηση της εθνικής ταυτότητας του Έλληνα, αφού Εκκλησία και στρατός αποτελούν την ραχοκοκαλιά της, όπως είδαμε προηγουμένως.

 

 

 

Η αντίρρηση στην στρατιωτική θητεία για λόγους συνείδησης, συνεπιφέρει την αμφισβήτηση του στρατού και της Εκκλησίας, που συνεπάγεται την αμφισβήτηση της εθνικής και κατ' επέκταση πολιτιστικής ταυτότητας του Έλληνα. Κάτι αβάστακτο για τον όχλο, όσο και γι' αυτούς που κυβερνάνε, για διαφορετικούς λόγους για τον καθένα. Γι' αυτό αποτέλεσε και αποτελεί ταμπού σ' αυτήν την χώρα.

 

 

 

Ήταν επόμενο, ιστορικά, οι πρώτοι αντιρρησίες συνείδησης στην Ελλάδα να είναι κάποιοι που αμφισβητούσαν την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και συγκεκριμένα οι Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά. Σαν φανατικοί χριστιανοί μπορούσαν να θέσουν την θρησκευτική τους πίστη πάνω από την εθνική τους ταυτότητα και την χαρακτηροδομή του μάγκα, που τους καλλιέργησαν από την παιδική τους ηλικία. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία τους αντιμετώπισε σαν εχθρούς της πίστης και προδότες του έθνους και δύο από αυτούς, οι Τσουκάτης και Ορφανίδης εκτελέστηκαν το 1949, ο Βασίλης Καραφάτσας δολοφονήθηκε επί δικτατορίας το 1970, ενώ, σύμφωνα με ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας του 1993, από το 1938 μέχρι το 1993 οι θρησκευτικοί αυτοί αντιρρησίες συνείδησης είχαν εκτίσει συνολικά πάνω από 5.000 χρόνια φυλακή.

 

 

 

Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα όπου, πίσω από τα όπλα που σπέρνουν τον θάνατο, βρίσκεται πάντα ο σταυρός της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας.

 

 

 

Mη θρησκευτικοί αντιρρησίες συνείδησης, δηλαδή ιδεολογικοί, εμφανίστηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1986, όταν και στην Ελλάδα έγινε, επιτέλους, γνωστό το αντίστοιχο κίνημα στην Ευρώπη. Μέχρι τότε, όσοι είχαν την αρετή και την τόλμη να αντισταθούν στην στρατοκρατία και την παπαδοκρατία και να αρνηθούν να εκπαιδευτούν να σκοτώνουν σαν στρατιώτες, χωρίς να είναι θρησκευτικοί αντιρρησίες, αγωνιζόντουσαν να απαλλαγούν από την στρατιωτική θητεία για λόγους υγείας, οι περισσότεροι ψυχικής (με το γνωστό 'τρελόχαρτο'). Πάνω από 30.000 ήταν αυτοί που είχαν πάρει 'τρελόχαρτα' μετά τον πόλεμο, σύμφωνα με την εφημερίδα 'Αυριανή' το 1987. Όλοι αυτοί είχαν, βέβαια, τεράστιο προσωπικό κόστος, δεδομένου ότι όχι μόνο στον δημόσιο τομέα αλλά στα πιο περιζήτητα επαγγέλματα, όπως του γιατρού, οι πόρτες είναι κλειστές για όσους δεν έχουν εκπαιδευτεί να σκοτώνουν, υπηρετώντας τον ελληνικό στρατό. Δυστυχώς θα αργήσει πολύ η ελληνική κοινωνία να εκπολιτιστεί, ώστε να αναγνωρίσει τον αξιέπαινο και αξιοθαύμαστο αγώνα αυτών που πήραν τα 'τρελόχαρτα', προκειμένου να μην εκπαιδευτούν στο φόνο.

 

 

 

O πρώτος ιδεολογικός αντιρρησίας συνείδησης ήταν ο Μιχάλης Μαραγκάκης, ο οποίος όμως ήταν κι αυτός δηλωμένος χριστιανός, όπως και ο δεύτερος ιδεολογικός αντιρρησίας ο Θανάσης Μακρής. Για το θράσος τους να εφαρμόσουν την χριστιανική εντολή 'ου φονεύσεις', συγκέντρωσαν πάνω τους το μίσος της επίσημης Εκκλησίας και πέρασαν δύο χρόνια και τέσσερις μήνες στη φυλακή ο πρώτος και ενάμιση χρόνο στη φυλακή ο δεύτερος. Από τότε παρουσιάστηκαν δεκάδες άλλοι αντιρρησίες συνείδησης.

 

 

 

Οι πρώτοι ιδεολογικοί αντιρρησίες επιδιώκανε να κάνουν 'κοινωνική θητεία', δηλαδή θητεία σε κοινωφελή ιδρύματα, αντί της στρατιωτικής. Μόνο από το 1990 κι έπειτα εμφανίζονται στην Ελλάδα ιδεολογικοί αντιρρησίες που αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε θητεία, μια που δεν δέχονται ότι χρωστάνε τίποτα σ' αυτούς που τους κυβερνάνε. Είναι οι λεγόμενοι ολικοί αρνητές, με πρώτον εκπρόσωπο τους που δικάστηκε τον Νίκο Μαζιώτη. Ο Μαζιώτης δικάστηκε για την ολική του άρνηση πολλές φορές, μια και για όποιον τα βάζει με τον στρατό και τους παπάδες δεν ισχύουν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Έμεινε κι αυτός πολλούς μήνες στην φυλακή σαν ολικός αρνητής και βγήκε με απεργία πείνας 50 ημερών.

 

 

 

Άλλοι ιδεολογικοί αντιρρησίες που φυλακίστηκαν, ήταν ο Παύλος Ναθαναήλ, ο Νίκος Καρανίκας και ο Λάζαρος Πετρομελίδης.

 

 

 

Η πλειοψηφία των αντιρρησιών που δεχόντουσαν κοινωνική θητεία, μαζί με ελάχιστους ολικούς αρνητές, οργανώθηκαν γύρω από τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης που ιδρύθηκε το 1987. Για την πολύχρονη δράση του ο Σύνδεσμος τιμήθηκε από την Γερμανική Οργάνωση Υπεράσπισης των Αντιρρησιών Συνείδησης  (ΕΑΚ) με το βραβείο ειρήνης Φρίντριχ-Σίγκμουντ Σούλτσε, το 1997. Το βραβείο αυτό (10.000 μάρκα) το μοιράστηκε με την αντίστοιχη οργάνωση της Τουρκίας, τον Αντιπολεμικό Σύνδεσμο Σμύρνης. Τον Σύνδεσμο Αντιρρησιών Συνείδησης εκπροσώπησα στην τελετή απονομής που έγινε στο Χοφγκάισμαρ της Γερμανίας εγώ, ενώ τον Αντιπολεμικό Σύνδεσμο Σμύρνης εκπροσώπησε ο Σερντάρ Τεκίν. Τις λεπτομέρειες αυτές τις αναφέρω μόνο και μόνο για την αποκατάσταση της αλήθειας, γιατί σε αφιέρωμα στον Σύνδεσμο που δημοσίευσε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο συντάκτης του αφιερώματος και μέλος του Συνδέσμου Γιάννης Γκλαρνέτατζης, αφήνει να εννοηθεί ότι παρέλαβε αυτός το βραβείο.

 

 

 

Δυστυχώς ο Σύνδεσμος σήμερα δεν λειτουργεί γιατί η επιμονή της πλειοψηφίας να προβάλλει την κοινωνική θητεία οδήγησε τον Σύνδεσμο σε διάσπαση και αποχώρηση πολλών μελών, μεταξύ των οποίων και του πιο δραστήριου μέλους του, του ιδρυτή του Σπύρου Ψύχα. Η κοινωνική θητεία θεσπίστηκε με νόμο το 1997, και διαρκεί διπλάσιο χρόνο από την στρατιωτική. Κι ενώ μόνο ένας ιδεολογικός αρνητής, ο Νάσος Θεοδωρίδης, δέχτηκε να την κάνει, η πλειοψηφία επέβαλε την μισαλλόδοξη στάση της απέναντι στους ολικούς αρνητές, με αποτέλεσμα και οι λίγοι αυτοί να κρατηθούν σε απόσταση. Εγώ, για λόγους οικονομικούς μετακόμισα στην Λευκάδα και ο Σύνδεσμος, στα χέρια των υποστηρικτών της κοινωνικής θητείας έσβησε.

 

Σήμερα το κίνημα των αντιρρησιών συνείδησης στην Ελλάδα, όπως και το ευρύτερο αντιπολεμικό κίνημα, παρουσιάζει μια εικόνα ζοφερή. Η στρατοκρατία, ενισχυμένη με το διάταγμα για γενική επιστράτευση, που ισχύει από το 1974, και η παπαδοκρατία, ενισχυμένη από τα προνόμιά της που της κατοχυρώνει ακόμα και το σύνταγμα, ελέγχουν την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της χώρας και δηλητηριάζουν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των Ελλήνων από τα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Τα ελληνικά σχολεία λειτουργούν με πρότυπο τα στρατόπεδα και τις εκκλησίες, με αποτέλεσμα τα παιδιά να στραπατσάρονται μέσα από στρατιωτικούς σχηματισμούς στις αυλές των σχολείων, ομαδικές προσευχές, αναγκαστικούς εκκλησιασμούς, παρελάσεις, θεατρικές  παραστάσεις  εθνικιστικού  και  πατριδο-καπηλικού περιεχομένου και πάνω απ' όλα από μια ατιμώρητη βία των μεγάλων μαθητών προς τους μικρούς, των ψηλών απέναντι στους κοντούς, των αγοριών απέναντι στα κορίτσια, των Ελλήνων απέναντι στους ξένους, των 'φυσιολογικών' απέναντι στα 'άτομα με ειδικές ανάγκες'. Η ατιμώρητη αυτή βία, που μετατρέπει τα σχολεία σε στρατόπεδα, κάνει τους αδύναμους μαθητές δουλοπρεπείς και αδιάφορους απέναντι σε οτιδήποτε θετικό, που θα μπορούσαν να αποκομίσουν από το σχολείο, μια που γι' αυτούς η κάθε σχολική μέρα είναι μια μάχη για την επιβίωση. Ενώ για τους σωματικά και κοινωνικά ισχυρούς μαθητές, το σχολείο είναι ένα είδος αρένας, όπου μπορούν να βρίσουν, να ταπεινώσουν, να εξευτελίσουν, να δέρνουν τους αδύναμους, και έτσι να τιμηθούν με την κοινωνική αναγνώριση του μάγκα, του νταή, του τσαμπουκαλή, μια κοινωνική αναγνώριση που είναι η υπέρτατη αναγνώριση στο περιβάλλον του στρατοπέδου. Και ταυτόχρονα οι σαδιστές αυτοί πρωταγωνιστούν στις εθνικιστικές εκδηλώσεις και στους εκκλησιασμούς και έτσι εξασφαλίζουν και την δημόσια επιδοκιμασία της παπαδοκρατίας, της στρατοκρατίας, και των κάθε είδους λακέδων τους.

 

 

 

Έχει τόσο παραμορφωθεί η κυρίαρχη άποψη για το αντιπολεμικό κίνημα, που ενώ ο τρόμος του στρατού, των παπάδων και των λακέδων τους, εμποδίζει τον οποιοδήποτε νέο να δηλώσει αρνητής στράτευσης και να αρνηθεί να υπηρετήσει τον μηχανισμό του θανάτου, ενώ όσοι αγωνίζονται να μην τον υπηρετήσουν καταφεύγουν στα 'τρελόχαρτα', τα επίσημα κόμματα και οι ελεγχόμενες από  αυτούς εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις επιβάλλουν αντιαμερικανικές  επιτροπές και αντιαμερικανικές εκδηλώσεις σαν αντιπολεμικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες έμμεσης στήριξης εγκληματιών πολέμου, όπως οι Μιλόσεβιτς, Κάρατζιτς, Μλάντιτς, σαν πρωτοβουλίες για την ειρήνη. Μάλιστα η επίσημη αριστερά εμφανίζεται σαν ο πιο φανατικός υπέρμαχος του έθνους και της πατρίδας, διεκδικώντας την εκλογική πελατεία των ακροδεξιών οργανώσεων.

 

 

 

Κι όμως, ενώ αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, στην Αγγλία, στην Γαλλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στην Ιρλανδία έχει καταργηθεί η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσοι δεν θέλουν να υπηρετήσουν τον θάνατο μπορούν να κάνουν κοινωνική θητεία μικρότερης διάρκειας από την στρατιωτική θητεία της Ελλάδας και σε πολύ καλύτερες συνθήκες, όπως είναι το περιβάλλον των μη κυβερνητικών οργανώσεων (Διεθνούς Αμνηστίας, Γιατρών του Κόσμου κ.ο.κ.).

 

 

 

Ακόμα κι αυτοί που δηλώνουν ολικοί αρνητές, καταδικάζονται με αναστολή ή σε μερικές βδομάδες φυλακή, στην οποία οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες από τις συνθήκες στα ελληνικά στρατόπεδα, όπου κυριαρχεί η βωμολοχία, η βία, η φαλλοκρατία και η μαγκιά και το νταηλίκι γενικότερα.

 

 

 

Σ' αυτήν την ζοφερή πραγματικότητα για μας και για τα παιδιά μας που μεγαλώνουν στα χέρια στρατο-παπαδο-κρατούμενων θεσμών, όπως τα σχολεία, όσοι θέλουμε να αντισταθούμε πρέπει, πρώτα απ' όλα, να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και να του λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, όσο μπορούμε να καταδικάζουμε το ψέμα, την υποκρισία και την βία δημόσια και όσο μπορούμε να οργανωνόμαστε για να τα αντιμετωπίσουμε δυναμικά.

 

 

Βιβλιογραφία:

 

Επίτομος Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Γ. Κατσελίδη.

 

Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Τρύφωνα Ευαγγελίδη.

 

Βασανιστήρια και Εξουσία, Κυριάκου Σιμόπουλου.

 

Αρβανίτες και η Καταγωγή των Ελλήνων, Αριστείδη Π. Κόλλια.

 

Ο πολιτισμός των στρατοπέδων, Μάριου Βερέτα.

 

Αντιρρησίες Συνείδησης, Κώστα Τσαρουχά.

 

Οδηγός του Αντιρρησία Συνείδησης, Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης.

 

Ούτε μια ώρα στο στρατό, Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης.

 

ΤοΤρελόχαρτο, ΦίλιππαΚυρίτση.

 

History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, S. and E. Shaw.

 

Die Agais gehort den Fischen!', EAK.

 

Περιοδικό 'Αρνούμαι', τεύχη 1-10.