Οι ταραχές του Σοβέτο του 1976 ήταν οι πιο βάναυσες και βίαιες που είχαν πραγματοποιηθεί ενάντια στις νοτιοαφρικανικές κυβερνήσεις του απαρτχάιντ. Ήταν, επίσης, καταπληκτικό το πόσο μακριά και το πόσο γρήγορα εξαπλώθηκαν. Η σημασία τους υπερβαίνει τις βίαιες συγκρούσεις στις δρόμους.

 

Οι ενέργειες της αστυνομίας κατά τη διάρκεια των ταραχών αυτών, προκάλεσαν παγκόσμιο μποϊκοτάζ των νοτιοαφρικανικών προϊόντων και επεσήμαναν την αυξανόμενη μαχητικότητα του μαύρου πληθυσμού της Νότιας Αφρικής.

 

Κατά τη διάρκεια μιας αναδιοργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση του απαρτχάιντ αποφάσισε να επαναφέρει σε ισχύ έναν ξεχασμένο νόμο σύμφωνα με τον οποίο η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έπρεπε να γίνεται μόνο στην αφρικανολλανδική γλώσσα, παρά στα αγγλικά ή οποιαδήποτε από τις ιθαγενείς αφρικανικές γλώσσες. Αυτό προκάλεσε πίκρα και αγανάκτηση σε δασκάλους και σπουδαστές. Πολλοί δάσκαλοι δεν μιλούσαν καν την αφρικανολλανδική (μια εξαιρετικά δύσκολη γλώσσα) και δεν θα μπορούσαν έτσι να διδάξουν. Οι σπουδαστές αγανάκτησαν γιατί εξαναγκάζονταν να μάθουν τη γλώσσα των καταπιεστών τους και είδαν την κίνηση αυτή ως άμεση προσπάθεια αποκοπής από τις πολιτιστικές τους ρίζες.

 

Μέχρι το 1976 όσοι δάσκαλοι παρέκαμπταν ή αγνοούσαν την οδηγία αυτή απολύονταν ή εξαναγκάζονταν σε παραίτηση. Προκλήθηκε ένταση που μεγάλωνε ολοένα. Σπουδαστές που αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν την  αφρικανολλανδική αποβλήθηκαν. Οι σπουδαστές διαφόρων σχολείων κατέβαιναν διαδοχικά σε αποχή. Η κυβερνητική απάντηση ήταν το κλείσιμο των σχολείων και η αποβολή των απεργούντων σπουδαστών.

 

Στις 16 Ιουνίου 1976, οργανώθηκε μια διαμαρτυρία στη μαύρη συνοικία του Σοβέτο, ακριβώς έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Πάνω από 20.000 σπουδαστές πήραν μέρος στη διαμαρτυρία παρακολουθούμενοι από την αστυνομία. Η καθημερινή ένταση μεταξύ των μαύρων και την αστυνομία του καθεστώτος του απαρτχάιντ πήρε νέα ένταση τώρα εξαιτίας του θυμού από την επιβολή του εκπαιδευτικού αυτού νόμου. Οι συγκρούσεις άρχισαν σχεδόν αμέσως μόλις η αστυνομία άρχισε να ρίχνει δακρυγόνα και αμέσως μετά να πυροβολεί κατευθείαν στο πλήθος. Η αστυνομία δεν έκανε διάκριση σε κανέναν σπουδαστή κάθε ηλικίας, οπλισμένο ή άοπλο.

 

Στο βιβλίο «Kaffir Boy», ένα νέο αγόρι με το όνομα Δαβίδ, περιέγραψε τις ενέργειες της αστυνομίας την πρώτη ημέρα των ταραχών ως εξής: «Άνοιξαν πυρ. Δεν απηύθυναν οποιαδήποτε προειδοποίηση. Άνοιξαν απλώς πυρ... και τα μικρά παιδιά, μικρά ανυπεράσπιστα παιδιά, έπεσαν κάτω όπως οι μύγες. Αυτό είναι δολοφονία, ψυχρή δολοφονία».

 

Το πιο κλασικό και γνωστό παράδειγμα αυτών των γεγονότων είναι ο 13χρονος Έκτορ Πέτερσεν, που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των ταραχών.

 

Εντούτοις, οι σπουδαστές αμύνθηκαν σθεναρά με οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, ραβδιά, πέτρες, τούβλα… Ακόμη και σχολικές τσάντες χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στην αστυνομία. Καθώς η αστυνομία δεν ήταν αριθμητικά ικανή να προστατευθεί από την αυξανόμενη αγριότητα των επιθέσεων εναντίον της, αναγκάστηκε να υποχωρήσει για να ανασυγκροτηθεί. Με την υποχώρηση της αστυνομίας, οι εξαγριωμένοι σπουδαστές άρχισαν να επιτίθενται σε κυβερνητικά κτίρια και κάθε άλλη ιδιοκτησία. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, οι σπουδαστές ύψωσαν, επίσης, μια σειρά οδοφραγμάτων για να σιγουρευτούν ότι από τη στιγμή που η αστυνομία υποχώρησε, πρέπει να μείνει έξω.

 

Οι ταραχές άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλους τους νοτιοαφρικανικούς δήμους (κατειλημμένα χωριά ή και βιομηχανικές περιοχές στις παρυφές των οποίων έμεναν μαύροι εργαζόμενοι) καθώς ξεσπούσε η χρόνια συσσωρευμένη πίκρα και ο θυμός για τη βάναυση κυβέρνηση του απαρτχάιντ.

 

Συνειδητοποιώντας  την κλίμακα και την έκταση της εξέγερσης, η κυβέρνηση αντέδρασε με τον τρόπο που θα αντιδρούσε οποιαδήποτε κυβέρνηση: με την πλήρη χρήση της οργανωμένης βίας. Μετά από αρκετές ημέρες απραξίας, ειδικές μονάδες καταστολής ταραχών με τα τεθωρακισμένα οχήματα και προσωπικό στάλθηκαν στο Σοβέτο και άλλους Δήμους. Κυβερνητικοί επίσημοι και άλλοι περιόρισαν τις δραστηριότητες του διαφορετικών ομάδων μαύρων και ομάδων κατά του απαρτχάιντ. Συνελεύσεις και άλλες δραστηριότητες κηρύχθηκαν παράνομες και  έγιναν αντικείμενο επιθέσεων, ενώ διάφοροι αγωνιστές παρενοχλήθηκαν. Για παράδειγμα, στον ριζοσπάστη μαύρο αγωνιστή Στηβ Μπίκο απαγορεύτηκε να κάνει ομιλίες και του αφαιρέθηκε και η άδεια να εκφράζει τις απόψεις του μέσω του Τύπου. Στο τέλος, δολοφονήθηκε από την αστυνομία μετά από άγριο ξυλοδαρμό.

 

Παρ’ όλες όμως τις ενέργειές της, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να σταματήσει τις ολοένα και νέες διαμαρτυρίες. Όλα αυτά είχαν ανάψει μια τέτοια πυρκαγιά στη νοτιοαφρικανική νεολαία που δεν θα μπορούσε να σβήσει. Η σύγκρουση για τη γλώσσα οδήγησε στην αποβολή πολλών σπουδαστών από το σχολείο, ενώ για αρκετούς δεν υπήρχε καν σχολείο να πάνε. Και χωρίς σχολείο να πάνε πάνω από 250.000 σπουδαστές είχαν πλέον αρκετό χρόνο ώστε να συγκρούονται με τις δυνάμεις του καθεστώτος στους δρόμους καθημερινά.

 

Μετά από το Σοβέτο, εξεγέρσεις και ταραχές γίνονταν σχεδόν κάθε ημέρα, εντελώς αυθόρμητα. Οι νέοι μαύροι εξέφραζαν το θυμό τους για το απαρτχάιντ με διαδηλώσεις, στάσεις και πυρπόληση κυβερνητικής ιδιοκτησίας.

 

Πάνω από 360 μαύροι σκοτώθηκαν στις ταραχές του Σοβέτο του 1976. Η νοτιοαφρικανική κυβέρνηση ήταν αυτή που κήρυξε τον πόλεμο στους μαύρους μαθητές. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε κάθε φυσική ή άλλη δύναμη ενάντια στους σπουδαστές αλλά αυτοί δεν υποχώρησαν, συνέχισαν μέχρι που το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του απαρτχάιντ κατέρρευσε τελικά.

 

Οι ταραχές του Σοβέτο σηματοδότησαν την αρχή του τέλους του ρατσιστικού, αποικιακού καθεστώτος της Νότιας Αφρικής.

 

* Δημοσιεύτηκε στο libcom.org και μεταφράστηκε από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», στη Μελβούρνη, στις 17 Οκτώβρη 2005.