«Oh, Misery, I have drunk thy cup of sorrow to its dregs, but I am still a rebel!»

Lucy Parsons

Η Lucy Parsons, η «σκοτεινή» Lucy, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο πεδίο της εργατικής πάλης και των κοινωνικών αγώνων, για περίπου επτά δεκαετίες στιγμάτισε με τη ζωή και το έργο της και καθόρισε τόσο το αναρχικό κίνημα όσο και ευρύτερα τη ριζοσπαστική πολιτική σκέψη. Φλογερή και εμπνευσμένη ομιλητής, ακούραστη οργανώτρια απεργιών, εργατικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων κάθε μορφής, δυναμική ακτιβίστρια ποικίλων διεκδικήσεων, η Parsons διαδραμάτισε ενεργό ρόλο σε σημαντικά γεγονότα της εποχής της και αναδείχτηκε πρωτοπόρος των εξελίξεων, αναλώνοντας τη ζωή της «αγωνιζόμενη για τα δικαιώματα των φτωχών, των ανέργων, των αστέγων, των γυναικών, των παιδιών, των μειονοτήτων».

Όμως, παρά το αστείρευτο συγγραφικό και ακτιβιστικό της έργο, ταυτόχρονα καταγράφεται ως μία από τις πιο αγνοημένες προσωπικότητες της παγκόσμιας επαναστατικής σκέψης και της αδέσμευτης αριστεράς, αφού ο ρόλος της συστηματικά αποσιωπήθηκε ή και εντέχνως αποκρύφτηκε από τους ιστορικούς. Πολλοί μάλιστα, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα συνηθίζουν να την αναφέρουν απλά ως τη χήρα του Albert Parsons, του μάρτυρα της Haymarket που εκτελέστηκε για τις ιδέες του το 1887, παρότι η δράση της είχε ξεκινήσει μία δεκαετία νωρίτερα και ήδη αποτελούσε ηγετική μορφή στο συνδικαλιστικό κίνημα της Αμερικής.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το γεγονός, ένας βιογράφος της αναφέρει ότι «η Parsons ήταν μαύρη, γυναίκα και εργάτρια, τρεις λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αποκλείονται από την Ιστορία». Κι ενώ αυτή η οπτική ως ένα σημείο εξηγεί ικανοποιητικά τον εξοστρακισμό της από τη συμβατική ιστοριογραφία, η περίπτωση της Lucy Parsons δεν καλύπτεται πλήρως, αφού υπήρξαν κι άλλες προσωπικότητες με αυτά τα χαρακτηριστικά, οι οποίες αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν (κυρίως κατά τα κινήματα των δεκαετιών 1960 και 1970). Προσθέτοντας στους λόγους, ο Jacob McKean δίνει μια πειστικότερη εκδοχή: «το ότι ήταν αναρχική σήμαινε ότι δεν έτυχε μεγάλης προσοχής από τους μελετητές, οι οποίοι προβάλλουν μεταρρυθμιστές αντί κραυγάζοντες εξεγερμένους. Οι ακαδημαϊκοί, που εξετάζουν ριζοσπάστες γυναίκες αυτής της περιόδου, φαίνεται ότι προτιμούν την Emma Goldman, μία μεσαίας τάξης γυναίκα με ξεκάθαρη τη λευκή της ταυτότητα, της οποία η ανάλυση καθρεπτίζει περισσότερο αυτήν της νέας Αριστεράς».

Τα πρώτα χρόνια και το θέμα των καταβολών της

Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Η Lucy Gonzalez, όπως ήταν το όνομά της, γεννιέται κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, τον Μάρτιο του 1853, στο Waco του Τέξας και μεγαλώνει, όταν ορφανεύει σε ηλικία 3 ετών, με συγγενείς της σ’ ένα τοπικό ράντσο. Αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι προέρχεται από γονείς σκλάβους, λέγεται ότι η ίδια αναφέρει ως γονείς της τη μεξικάνα μιγάδα Marie del Gather και τον ινδιάνο Κρηκ John Waller.

Το ζήτημα των καταβολών της απασχολεί ακόμη και σήμερα τους βιογράφους της και τους ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η Lucy επιμένει μόνο στην αμερικανική και μεξικάνικη καταγωγή της και αρνείται την αναμφισβήτητη αφροαμερικανική της προέλευση. Κάποιοι μελετητές, όπως η Ashbaugh και ο Davis, ισχυρίζονται ότι η επιλογή της είναι συνειδητή και αφορά την επιθυμία της να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τους νόμους περί ανάμειξης των φυλών. Επιπρόσθετα, εκείνη την περίοδο στο Τέξας δραστηριοποιείται έντονα η Ku Klux Klan και ήδη η Lucy κι ο Albert έχουν γίνει μάρτυρες ωμής βίας ενάντια σε αφροαμερικανούς. Είναι, λοιπόν, αρχικά ο φόβος και η ανάγκη αποφυγής δυσάρεστων εκπλήξεων οι λόγοι που την κάνουν να αρνηθεί την αφροαμερικανική της ταυτότητα.

Από την άλλη, φαίνεται πιθανό αυτή η απόφαση να αποτελεί παράλληλα κίνηση τακτικής. Γράφει ο Richard Brent Turner: «Όταν οι μαύροι ηγέτες εστιάζουν στην εθνικότητα και οικοδομούν νέα εθνικά ονόματα για τις φυλές τους, ρίχνουν νερό και σβήνουν τη φωτιά του ρατσισμού, κάνοντας τους εαυτούς τους και τους οπαδούς τους περισσότερο αποδεκτούς στον κυρίαρχο λευκό αμερικανό». Έτσι, παρά το ότι η μεξικάνικη και ινδιάνικη καταγωγή της δεν είναι και εντελώς ανεπηρέαστη από μισαλλοδοξία, η εξωτική τους όμως αναφορά μετριάζει τα αποτελέσματα της ρατσιστικής συμπεριφοράς. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Lucy να κινηθεί, όπως κινήθηκε, και να επιτύχει ό,τι πέτυχε, αν η παραδοχή της αφροαμερικανικής της προέλευσης έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της και αποτελούσε εμπόδιο στην πορεία της, δημιουργώντας της εξαρχής προβλήματα μη αποδοχής των ιδεών και των κηρυγμάτων της στον κόσμο των λευκών;

Γνωριμία με τον Albert Parsons και εγκατάσταση στο Chicago

Σε ηλικία 17 ετών πια, κι ενώ ζει (ίσως και παντρεμένοι) με τον πρώην σκλάβο Oliver Gathings, η Lucy γνωρίζει τον Albert Parsons. Ο Albert, έχοντας μετά τον πόλεμο αναπτύξει πλούσια πολιτική δράση, εργάζεται εκείνο το διάστημα για διάφορα έντυπα των ∆ημοκρατών και συμμετέχει σε εκστρατείες υποστήριξης των αδύναμων και των περιθωριοποιημένων. Πιθανόν, σε ένα τέτοιο ταξίδι του είναι που γνωρίζει τη Lucy. Το ζευγάρι λέγεται ότι παντρεύεται γύρω στο 18711872 κοντά στο Όστιν του Τέξας, αν και είναι λίγες οι πιθανότητες να ευσταθεί κάτι τέτοιο, αφού ο νόμος τότε απαγορεύει τους διαφυλετικούς γάμους. Αυτός αποτελεί, άλλωστε, τον ένα λόγο, για τον οποίο το 1872 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι το ζευγάρι εμπλέκεται όλο και περισσότερο στους κοινωνικούς αγώνες, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των μαύρων για ψήφο, πράγμα που φυσικά δεν αρέσει στην KKK· ο Albert πυροβολείται στο πόδι και απειλείται με λυντσάρισμα.

Αφήνοντας πίσω τον απειλητικό νότο, φτάνουν στο βιομηχανικό Σικάγο το 1873 σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται ως εποχή της χειρότερης ύφεσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ, γνωστή ως «Panic of 1873», η οποία έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπων στην ανεργία. Έχει προηγηθεί σειρά αντεργατικών μέτρων και η εφαρμογή από το 1864 νόμων που επιτρέπουν στους εργοδότες να εισάγουν και να απασχολούν μετανάστες εργάτες για τις επιχειρήσεις τους, γεγονός που επιφέρει συντριπτική πτώση των αμοιβών των εργατών. Παράλληλα, οι βιομήχανοι απαιτούν ασταμάτητη παραγωγή προκειμένου να καλυφθεί η συνεχής ζήτηση για αγαθά. Ο εργαζόμενος πληθυσμός, ο οποίος ήδη έχει διαποτιστεί από τη σοσιαλιστική και αναρχική ιδεολογία που από καιρό έχει εισαχθεί στις ΗΠΑ, αναλαμβάνει δράση. Απρόθυμος να δουλεύει τις περισσότερες ώρες της ημέρας του για τα κέρδη των βιομηχάνων ξεκινά από το 1866 τον αγώνα για την καθιέρωση του 8ώρου. ∆υστυχώς, μετά την ήττα του κινήματος και όλων αυτών των προσπαθειών, το Σικάγο πνίγεται στα προβλήματα.

Σε μία τέτοια περίοδο αστάθειας και αναταραχών, οι Parsons εγκαθίστανται σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε μια γειτονιά γερμανών μεταναστών στη βόρεια πλευρά της πόλης. Λόγω της προηγούμενής του εμπειρίας στον τύπο του Τέξας, ο Albert γρήγορα βρίσκει δουλειά στους Times ως τυπογράφος και εντάσσεται στη συνδικαλιστική ένωση του κλάδου του, μίας από τις πιο ενεργές και σκληροπυρηνικές οργανώσεις στην πόλη.

Έναρξη πολιτικοποίησης και ανάληψη δράσης

Μέσα από τη δουλειά και τη δράση του στην ένωση των τυπογράφων, ο Albert σύντομα γνωρίζει το πολιτικό σκηνικό και εμπλέκεται στα κοινωνικά πράγματα. Αρχικά, το 1876 εισχωρεί στο «Κοινωνικό ∆ημοκρατικό Κόμμα (Social Democratic Party, SDP)» της βόρειας Αμερικής, το όργανο της 1ης ∆ιεθνούς στις ΗΠΑ, και όταν αυτό συρρικνώνεται (μετά τη διάλυση της ∆ιεθνούς το καλοκαίρι του 1876), ο Albert προσχωρεί στο «Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ (Workingmen’s Party of the United States, WPUSA)». Το αγγλόφωνο τμήμα του κόμματος συχνά συνευρίσκεται στο σπίτι των Parsons και για πολύ καιρό οι Albert και Lucy βοηθούν στο σχεδιασμό της κοινωνικής δράσης στην πόλη.

Η επόμενη χρονιά του 1877 αποτελεί έτος ορόσημο για τις ΗΠΑ, αφού τότε πραγματοποιείται η πρώτη γενική απεργία στη χώρα, η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία συγκλονίζει την πολιτική και οικονομική της ζωή. Η προσπάθεια του WPUSA να στηρίξει την απεργία και να της εμφυσήσει σοσιαλιστική προπαγάνδα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ζυμώσεων στο εσωτερικό του, την αποστασιοποίηση κάποιων μελών του, την προσχώρηση σε αυτό και άλλων κοινωνικών ομάδων και την πολιτική του τελικά διαίρεση, η οποία παίρνει μορφή τον ∆εκέμβριο του 1877 με τη δημιουργία μιας νέας παράταξης, του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialistic Labor Party, SLP)».

Μ’ αυτήν την ομάδα συνεχίζουν οι Parsons, οι οποίοι πλέον σταθερά προσχωρούν στους κύκλους των αναρχικών και επαναστατών εργατών του Σικάγο. Παράλληλα, το εκδοτικό όργανο του SLP, το «Τhe Socialist», η πρώτη αγγλόφωνη σοσιαλιστική εφημερίδα της πόλης, της οποίας βοηθός έκδοσης είναι ο Albert, αποτελεί για τη Lucy ένα βήμα να εκφράσει τις θέσεις της για τον αγώνα της εργατικής τάξης και να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργάτες, οι άνεργοι, οι μαύροι, οι γυναίκες, οι βετεράνοι του εμφυλίου. Γράμματά της προς την εφημερίδα το 187879 σκιαγραφούν την άποψή της ότι καπιταλισμός και κράτος είναι αδιαχώριστα δεμένοι: «Κάντε το λαό να συνειδητοποιήσει ότι αυτοί οι ληστές κατέχουν περιουσίες (προϊόν τεράστιας απλήρωτης εργασίας) υπό την πρόφαση των νόμων που αυτοί οι ίδιοι έχουν θεσπίσει και με την ανοχή των υπολοίπων που στέκονται απ’ έξω και λιμοκτονούν…».

Παρά τη συμμετοχή της προηγούμενα στο WPUSA, είναι η προσχώρησή της στο SLP τελικά αυτό που αποτελεί για τη Lucy την πρώτη ουσιαστικά εμπλοκή της με το οργανωμένο πολιτικό κίνημα και η απεργία του 1877 το γεγονός που αλλάζει μια και καλή τον τρόπο σκέψης της. Αναφέρει η ίδια: «Ήταν κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών το 1877 που για πρώτη φορά ενδιαφέρθηκα για αυτό που είναι γνωστό ως ‘Εργατικό ζήτημα’. Μέχρι τότε πίστευα, όπως χιλιάδες σοβαροί και ειλικρινείς άνθρωποι, ότι η συγκεντρωτική εξουσία που κυριαρχεί στην ανθρώπινη κοινωνία, γνωστή ως Κυβέρνηση, μπορούσε να αποτελέσει ένα όργανο στα χέρια των καταπιεσμένων για ν’ ανακουφιστούν από τα βάσανά τους… Κατάλαβα, όμως, πως οι οργανωμένες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη συγκεντρωμένη δύναμή τους για να επιβραδύνουν την πρόοδο με το να καταπνίγουν τη φωνή αυτών που διαφωνούν και ότι μια τέτοια ολοκληρωτική εξουσία ασκείται για το συμφέρον των λίγων σε βάρος των πολλών. Κυβέρνηση, σε τελική ανάλυση, είναι η ξεπεσμένη εξουσία. Οι Κυβερνήσεις ποτέ δεν οδηγούν στην πρόοδο, πάντα την ακολουθούν. Όταν η φυλάκιση, η πυρά ή η κρεμάλα δεν μπορούν άλλο να καταπνίξουν τη φωνή της μειονότητας που διαμαρτύρεται, τότε η πρόοδος κάνει ένα βήμα μπροστά, αλλά ποτέ μέχρι τότε».

Όμως, η απεργία των σιδηροδρόμων αγγίζει τη Lucy και σε προσωπικό επίπεδο. Όταν αυτή γενικεύεται και φτάνει τον Ιούλιο στο Σικάγο, κάποιοι εργάτες εμπλέκονται σε σαμποτάζ και παράνομες μορφές διαμαρτυρίας. Στις 26 του Ιούλη, ο στρατός μπαίνει στην πόλη για να κατευνάσει με τη βοήθεια της αστυνομίας και οργισμένων πολιτών τα πνεύματα. Τις επόμενες ημέρες ακολουθούν σποραδικές μάχες, στις οποίες 35 εργάτες χάνουν τη ζωή τους και πάνω από 200 τραυματίζονται σοβαρά, ενώ ο Τύπος της πόλης επιδοκιμάζει τη βίαιη καταστολή και ζητά ακόμα και «εξολόθρευση» των εργατών. Παρά το ότι ο Parsons και άλλοι ηγέτες από την αρχή των γεγονότων παρακινούν τους εργάτες να παραμείνουν ήρεμοι, κατηγορούνται ως υποκινητές και σύρονται να απολογηθούν για τα επεισόδια μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας και μέλη της «Ένωσης Πολιτών». Ο Albert απολύεται από τη δουλειά του και η Lucy για να στηρίξει την οικογένειά της (η οποία θα μεγαλώσει με τη γέννηση των δύο τους παιδιών, του Albert Jr και της Lulu Eda) ανοίγει ένα κατάστημα ρούχων.

Τα επόμενα χρόνια, ο Albert αναλαμβάνει γραμματέας της «Eight Hours League», ενώ από το 1879 η Lucy είναι μία από τις βασικές φωνές της «Ένωσης Εργαζομένων Γυναικών (Working Women’s Union)» του τμήματος του Σικάγο, μιας ένωσης που αγωνίζεται για τα δικαιώματα της γυναίκας και την ισονομία γυναικών και ανδρών. Εκεί γνωρίζει και τη μετέπειτα φίλη και συναγωνίστριά της Lizzie Holmes, με την οποία παράλληλα συνδιοργανώνει ομιλίες και επαφές για τη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων στην Ένδυση Γυναικών (International Ladies’ Garment Workers Union, ILGWU)».

Από το SLP στην International Working People's Association

Καθώς τα γεγονότα του 1877 αποτελούν παρελθόν, το SLP στην προσπάθειά του να αυξήσει την επιρροή του κάνει άνοιγμα, υποστηρίζοντας πιο μετριοπαθείς υποψηφίους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε διαμάχη και αργότερα σε διάσπαση, αφού τα ριζοσπαστικά στοιχεία της ένωσης επικρίνουν ανοικτά την ηγεσία τους, κατηγορώντας την ότι η παράταξη ξέφυγε από τις αρχές της ως φωνή της επαναστατικής εργατικής τάξης. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη Lucy, είναι η μετάλλαξη της ένωσης και ο αναμορφωτικός της πλέον χαρακτήρας στο να μετασχηματιστούν και όχι να εκριζωθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, οι ριζοσπάστες, ανάμεσά τους φυσικά η Lucy και ο Albert, παίρνουν τον έλεγχο των εντύπων της ένωσης και ιδρύουν το «Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Revolutionary Socialistic Party, RSP)». Το αγγλόφωνο τμήμα του SLP ουσιαστικά εξαφανίζεται και η εφημερίδα του, ο Σοσιαλιστής, διαλύεται.

Τον Οκτώβριο του 1883, πραγματοποιείται στο Πίτσμπουργκ το «Συνέδριο των Σοσιαλιστών της Βορείου Αμερικής», ένα συνέδριο με τη συμμετοχή εκπροσώπων ριζοσπαστικής σκέψης σχεδόν απ’ όλη τη χώρα. Το συνέδριο έχει ως αποτέλεσμα την προσχώρηση του RSP στη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων (International Working People’s Association, IWPA)», μία αναρχική ένωση που κηρύττει την επαναστατική άμεση δράση προς μία κοινωνία συνεργασίας και αλληλεγγύης χωρίς κράτος και εξουσιαστικές σχέσεις. Η ένωση αυτή διέπεται από πολλά από τα χαρακτηριστικά του ριζοσπαστισμού της Lucy, γι’ αυτό και οι Parsons με χαρά κι ελπίδα βλέπουν την προσχώρηση σ’ αυτήν.

Ακολούθως, μία αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους Victor Drury (της παρισινής Κομμούνας), Johann Most, Albert Parsons, Joseph Reifgraber και August Spies (ηγέτης του RSP και μελλοντικός μάρτυρας της Haymarket), σχεδιάζει το «Pittsburgh Manifesto» ως δήλωση των αρχών και του σκοπού της IWPA. Το κείμενο αυτό, πιθανόν η πρώτη δήλωση αναρχικών στις ΗΠΑ, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται το αναρχικό κίνημα του Σικάγο και που για χρόνια ακολουθεί το αμερικανικό τμήμα της IWPA. Κάτι ανάμεσα σε οργάνωση και δίκτυο, η IWPA δεν είναι ούτε κόμμα ούτε μία παραδοσιακή οργάνωση μελών. Παρά το ότι τις βασικές κολεκτίβες της αποτελούν έξι μικρές ομάδες ομοϊδεατών, οι οποίες επιβίωσαν της διάσπασης του SLP, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός τους αντικατοπτρίζει τον μοναδικό οργανωτικό χαρακτήρα της. Οι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται από απόλυτη αυτονομία και η μόνη αυστηρή σύνδεσή τους με την IWPA είναι η υιοθέτηση του «Pittsburgh Manifesto». ∆εν έχουν ιεραρχική οργάνωση, δεν υπάρχει καμία μόνιμη ηγεσία ή διοικητικό προσωπικό και όλα τα μέλη είναι υπεύθυνα για τον τρόπο οργάνωσης και επιμερισμού της εργασίας της ομάδας τους. Ο συντονιστής μίας συνάντησης ορίζεται από τους παρευρισκομένους και κάθε φορά είναι διαφορετικός, ενώ ο γραμματέας και ο ταμίας εκλέγονται κάθε έξι μήνες και ανά πάσα στιγμή είναι ανακλητοί. Η οργάνωση απαιτεί τη συμμετοχή όλων και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποια κλίκα να ελέγξει και να ποδηγετήσει την ομάδα.

Στις 4 Οκτωβρίου του 1884, το αμερικανικό τμήμα τής IWPA κυκλοφορεί το «The Alarm», το αγγλόφωνο εβδομαδιαίο της περιοδικό με τον Albert επιμελητή. Παρά την ύπαρξη αξιολογότατων αρθρογράφων σε αυτό (Dyer Lum, Al. Parsons, Lizzie Holmes) η Lucy αποδεικνύεται για άλλη μία φορά περισσότερο ριζοσπάστης ανάμεσα σε ριζοσπάστες τόσο στην επιλογή των θεμάτων της όσο και στον τρόπο γραφής της και θέτει από την αρχή τις γραμμές του αναρχικού κινήματος στο Σικάγο. Γενικά, τα βιβλία και οι εκδόσεις που προσφέρει το Alarm περιλαμβάνουν ποικιλία αναρχικών εντύπων απ’ όλη τη χώρα, που το καθένα από αυτά αντιπροσωπεύει διάφορες ομάδες και οπτικές περί αναρχίας, αποδεικνύοντας έτσι την πολυφωνία που επικρατεί στην IWPA και ειδικότερα στους αναρχικούς του Σικάγο, το «Chicago Idea anarchism», ένα όραμα και ένα σχέδιο που η Lucy συνέχεια εμπλουτίζει και οδηγεί σε όλο και διαφορετικές κατευθύνσεις με κύριο χαρακτηριστικό τον πλουραλισμό.

«A Word to Tramps»

Σ’ αυτό το πρώτο τεύχος του Alarm περιλαμβάνεται ένα εισαγωγικό της με τίτλο «A Word to Tramps», ένα ιστορικό κείμενο που καταγράφει την πίστη της για την αμετάβλητη φύση του καπιταλισμού και την ανάγκη για άμεση βίαιη δράση. Χαρακτηριζόμενο ως «ένα μήνυμα στους τριάντα πέντε χιλιάδες ανθρώπους που τώρα αλητεύουν στους δρόμους αυτής της μεγάλης πόλης», το άρθρο της αποτελεί μία απροκάλυπτη παραίνεση στους εργάτες και τους άνεργους να εξεγερθούν ενάντια στους πλουτοκράτες και εισάγει την έννοια της «προπαγάνδας δια της πράξης», φιλοσοφίας που κηρύττει ότι μόνο η βίαιη δράση ή η απειλή αυτής μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα.

Η Lucy αναπτύσσει τη θεωρία της περί βίας επηρεασμένη τόσο από τον Most (γερμανό αναρχικό που ήρθε στις ΗΠΑ μετά από ένα χρόνο στη φυλακή, λόγω άρθρου του που καλούσε σε δολοφονία του Τσάρου) όσο κι απ’ τον Benjamin Tucker. Στη συνέχεια, όμως, κυρίως μετά την τραγικότητα των γεγονότων της Haymarket, και παρότι και αργότερα αυτή είναι που θα αποτελέσει το πιο αφοσιωμένο και δυναμικό ίσως στοιχείο των IWW, παύει να υποστηρίζει με την ίδια θέρμη την αναγκαιότητα ανάληψης βίαιης δράσης και συνειδητοποιεί ότι το μεγαλείο της φιλοσοφίας, της ιδεολογίας και του οράματός της δεν μπορεί να χτιστεί με την ίδια βαναυσότητα και αναλγησία που το κατεστημένο χρησιμοποιεί.

Όμως, την περίοδο εκείνη, το μήνυμά της είναι επίμονο και ανένδοτο και φαίνεται ότι μαζί της συμφωνούν πολλοί. Η IWPA, ανοιχτή σε όλες τις μεθόδους που μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα στη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, τυπώνει και διανέμει 100.000 αντίγραφα του άρθρου σ’ όλη τη χώρα. «∆εν έχετε δουλέψει σκληρά σ’ όλη σας τη ζωή», γράφει στο κείμενό της, «από τότε που μεγαλώσατε αρκετά για να παράγετε πλούτο; ∆εν έχετε μοχθήσει τόσο πολύ και σκληρά κι επίπονα γι’ αυτό; Κι όλα αυτά τα χρόνια της αγγαρείας, δεν ξέρετε ότι παραγάγατε πλούτο αμέτρητων χιλιάδων δολαρίων, απ’ τον οποίο τίποτε δεν πήρατε ούτε τότε, ούτε τώρα και, αν δεν δράσετε, δεν πρόκειται να πάρετε ούτε στο μέλλον; ∆εν βλέπετε ότι όλα αυτά τα χρόνια, που μοχθούσατε 10 και 12 και 16 ώρες το 24ωρο στον ζυγό μιας μηχανής, ελάχιστα κερδίσατε απ’ το προϊόν της εργασίας σας και μόνο τα απολύτως αναγκαία της ζωής; Κι ότι, όταν επιθυμούσατε να αγοράσετε κάτι παραπάνω για σας ή την οικογένειά σας, αυτό έπρεπε να είναι της χειρότερης ποιότητας; Ή ότι, αν θέλατε να πάτε οπουδήποτε, έπρεπε να περιμένετε μέχρι την Κυριακή; Τόσο λίγο αμειβόσασταν για τον ακατάπαυστο μόχθο σας που δεν τολμούσατε να σταματήσετε ούτε για ένα λεπτό. ∆εν νιώθετε ότι παρά το στρίμωγμα, την πίεση, τη λιτότητα και την οικονομία ποτέ δεν καταφέρατε να ξεφύγετε απ’ την ικανοποίηση αυστηρά και μόνο ζωτικών σας αναγκών; ∆εν βλέπετε ότι, τελικά, όποτε τ’ αφεντικό σας θεωρούσε σωστό να προκαλέσει τεχνητή έλλειψη αγαθών, περιορίζοντας την παραγωγή, σβήνοντας τις μηχανές του εργοστασίου, σταματώντας το σιδερένιο άλογο που σας έσερνε και κλειδώνοντας την πόρτα, εσείς έπρεπε να πάρετε τους δρόμους σαν αλήτες κουρελήδες με το στομάχι άδειο;». Και συνεχίζει: «Κι όμως, σας έλεγε ότι η υπερπαραγωγή ήταν που τον ανάγκασε να κλείσει. Ποιος νοιάστηκε για τα πικρά δάκρυα και τα καρδιοχτύπια της γυναίκας που αγαπάτε και των αβοήθητων παιδιών σας, όταν ξεκινούσατε περιπλανώμενοι ν’ αναζητήσετε δουλειά κάπου αλλού; Σας ρωτώ, ποιος ενδιαφέρθηκε για τους πόνους και τις δυσκολίες που περάσατε; Τώρα είσαστε σκέτοι αλήτες, καταραμένοι και καταδικασμένοι, ‘άχρηστοι αλήτες και πλάνητες’, για τους ανθρώπους αυτής της τάξης που τόσα χρόνια λήστευε εσάς και τους δικούς σας. ∆εν μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει ‘καλό’ και ‘κακό’ αφεντικό; ∆εν νιώθετε ότι θύμα και των δύο είστε εσείς και ότι αποστολή τους απλά είν’ η ληστεία; ∆εν βλέπετε ότι είναι το βιομηχανικό σύστημα που πρέπει να αλλάξει κι όχι το αφεντικό;».

Φυσικά, οι αρχές αλλά και το ισχυρό κατεστημένο της πόλης δίνουν τη δική τους μάχη και κάνουν προσπάθεια να τη σιγήσουν. Αναφέρει η Chicago Tribune: «Όταν ένας ζητιάνος ζητά ψωμί, βάλτε πάνω του στρυχνίνη ή αρσενικό και δε θα σας ενοχλήσει ξανά». Η Chicago Times προσθέτει στο ίδιο μοτίβο: «Χειροβομβίδες πρέπει να πετάξουμε εναντίον αυτής της ένωσης, που ζητά μεγαλύτερους μισθούς και λιγότερες ώρες. Έτσι, και αυτοί θα πάρουν ένα καλό μάθημα και οι υπόλοιποι απεργοί θα λάβουν προειδοποίηση για την τύχη που θα έχουν και οι ίδιοι». Η Lucy, όμως, δεν κάνει πίσω: «Στείλτε τα αιτήματά σας και αφήστε τους να τα διαβάσουν με το πορφυρό φως της καταστροφής… Να είστε σίγουροι ότι έχετε μιλήσει σ’ αυτούς τους ληστές στη μόνη γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν… Κι αν ο καθένας από εσάς, τους πεινασμένους αλήτες, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, χρησιμοποιήσει εκείνες τις μεθόδους αγώνα που η επιστήμη έκανε διαθέσιμες στους φτωχούς, θα γίνετε ισχυροί τόσο σ’ αυτήν τη χώρα όσο και οπουδήποτε αλλού. Μάθετε τη χρήση των εκρηκτικών!».

Φτώχεια, ρατσισμός κι επανάσταση…

Το ίδιο έτος εντάσσεται στην αναρχική ομάδα «The Knights of Labor», ενώ τον Απρίλιο του 1885, μαζί με τη Lizzie Holmes οδηγεί πορεία αναρχικών προς το Κέντρο Εμπορίου του Σικάγο και την ημέρα των Ευχαριστιών οργανώνει την πορεία των φτωχών προς την Prairie Avenue, χτυπώντας τα κουδούνια στα σπίτια των πλουσίων. Παράλληλα, αυτήν την εποχή η Lucy ηγείται και άλλων σημαντικών διαδηλώσεων της εργατικής τάξης. Αργότερα, αναφέρει σχετικά: «Οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας που γίνονται τώρα εμφανείς από κάθε πλευρά δείχνουν ότι η κοινωνία διέπεται από λανθασμένες αρχές και ότι κάτι πρέπει σύντομα να γίνει, αλλιώς η τάξη των μισθωτών θα βυθιστεί σε μία σκλαβιά χειρότερη απ’ αυτήν του δουλοπάροικου κατά τη φεουδαρχία. Λέω στη μισθωτή τάξη: σκεφτείτε καθαρά κι ενεργήστε γρήγορα, αλλιώς θα χαθείτε. Απεργείστε όχι για κάποια σεντς περισσότερα την ώρα, αφού το κόστος ζωής θ’ ανέβει ακόμα γρηγορότερα, αλλά απεργείστε για όλα, μην ικανοποιείστε με τίποτε λιγότερο».

Με μία σειρά άρθρα στο Alarm αναφέρεται στις αιτίες της φτώχειας και της ταξικής καταπίεσης, θεωρώντας ότι η επανάσταση της εργατικής τάξης θα τερματίσει όχι μόνο τη φτώχεια αλλά και τις ρατσιστικές και σεξιστικές διακρίσεις. Στο κείμενο «Our Civilization: Is It Worth Saving?» η Parsons σημειώνει ότι ο καπιταλισμός, το κράτος και η θρησκεία αποτελούν τα μαξιλάρια του δυτικού πολιτισμού και είναι μάταιη η προσπάθεια να καταργηθούν αυτά χωρίς να ξαναφτιαχτεί ολοκληρωτικά το σύστημα, που αυτά τα ίδια δημιούργησαν. Γι’ αυτήν, η δημιουργία αναρχικών κοινωνικών σχέσεων για τη διαμόρφωση ενός κόσμου τελείως διαφορετικού και καλύτερου απαιτεί την καταστροφή των βασικών θεσμών του δυτικού πολιτισμού.

Η Lucy προκαλεί και στη συνέχεια αίσθηση εστιάζοντας στο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, αφού μέχρι τότε ο ρατσισμός δεν αποτελούσε κυρίαρχο θέμα στη σκέψη των αναρχικών, παρά το ότι και το «Pittsburgh Manifesto» και η IWPA παίρνουν θέση φυσικά εναντίον του. Τον Απρίλιο του 1886, με αφορμή το πρόσφατο λιντσάρισμα 13 αφροαμερικανών στο Μισισιπί, στο άρθρο της με τίτλο «The Negro: Let Him Leave Politics to the Politician and Prayers to the Preacher» τονίζει ότι ο ρατσισμός θα εξαφανιστεί, όταν η επανάσταση καταστρέψει την καπιταλιστική κοινωνία. Γράφει: «Όσο γι’ αυτές τις τοπικές, τακτικές, καταραμένες σφαγές, στις οποίες είστε συνεχώς εκτεθειμένοι, πρέπει να εκδικηθείτε με τον δικό σας τρόπο… Αυτή θα είναι η αρχή του σεβασμού!... ∆εν είστε εντελώς απροστάτευτοι. Γιατί τον δαυλό του εμπρηστή, που δείχνει στους δολοφόνους και τους τυράννους το ύστατο όριο της ασυδοσίας τους, δεν μπορούν να σας τον αφαιρέσουν […] Αλλά παρόλα αυτά στέκεστε εμβρόντητοι… από τη φρικιαστική σφαγή των φτωχών και ανυπεράσπιστων μισθωτώνσκλάβων στο Carrolton του Μισισιπή; Απροστάτευτοι, πένητες, απειλούμενοι από θανάσιμους εχθρούς· θύματα όχι μόνο της κακής τους τύχης αλλά και της βαθιάς, τυφλής, άκαμπτης προκατάληψης, αυτοί οι συνάνθρωποί μας δολοφονούνται χωρίς έλεος… Υπάρχουν ακόμη κάποιοι τόσο ηλίθιοι που να πιστεύουν ότι αυτά τα εγκλήματα έγιναν, γίνονται και θα γίνονται κατά συρροή εις βάρος των νέγρων, επειδή είναι μαύροι; Όχι, φυσικά. Γίνονται επειδή είναι φτωχοί, επειδή είναι εξαρτημένοι. Επειδή ως τάξη είναι ακόμα πιο φτωχοί από τα αδέρφια τους, τους λευκούς μισθωτούςσκλάβους του Βορρά».

Τα γεγονότα του 1886

Ένα μήνα μετά, το Μάιο του 1886, η χώρα βρίσκεται σ’ αναβρασμό. Χιλιάδες εργαζομένων αντιδρούν στις συνθήκες εργασίας τους, ζητώντας καθιέρωση του 8ώρου με σύνθημα «είτε εργάζεστε με το κομμάτι είτε με τη μέρα, μειώνοντας τις ώρες, αυξάνεται ο μισθός σας». Η 1η Μαΐου επιλέγεται ως ημερομηνία έναρξης των κινητοποιήσεων. Μόνο στο Σικάγο απεργούν 40.000 εργάτες και τους ακολουθούν 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια σ’ όλη τη χώρα. Η Lucy με τη Holmes οργανώνουν την απεργία των εργαζομένων στην ένδυση γυναικών και μαζί με τον Albert οδηγούν ένα πλήθος 80.000 εργατών σε ειρηνικές διαμαρτυρίες στη λεωφόρο του Michigan.

Τρεις μέρες αργότερα, στις 3 του Μάη, τα πράγματα παίρνουν εντελώς διαφορετική τροπή, η οποία σημαδεύει μια για πάντα το χαρακτήρα της κοινωνικής πάλης. Κατά την απεργία στο εργοστάσιο McCormick Harvest στο Σικάγο, η αστυνομία ανοίγει πυρ εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας 4 από τους εργάτες και τραυματίζοντας πολλούς περισσότερους. Από τα συνδικάτα και τα σωματεία των εργαζόμενων άμεσα οργανώνεται συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Haymarket, η οποία παρά την ξεχειλίζουσα οργή της διατηρεί τον ειρηνικό της χαρακτήρα, μέχρι την ώρα που κάποιος υποτίθεται από το συγκεντρωμένο πλήθος πετάει μία βόμβα, η οποία σκοτώνει έναν αστυνομικό και 7 πολίτες και τραυματίζει άλλα 67 άτομα. Αμέσως, η αστυνομία αρχίζει να πυροβολεί, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας μεγάλο αριθμό παρευρισκομένων. Η αντίδραση έχει βρει την αφορμή που επιζητά και μια από τις χειρότερες περιόδους καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ξεκινά για τις ΗΠΑ· σχεδόν κάθε σοσιαλιστής ή αναρχικός της πόλης συλλαμβάνεται και ανακρίνεται. Πολλά έντυπα και εφημερίδες ριζοσπαστικής σκέψης φιμώνονται, ενώ σπίτια ή χώροι στους οποίους συγκεντρώνονταν οι υποστηρικτές της κίνησης του 8ώρου κλείνουν χωρίς εξηγήσεις ή κατηγορίες.

Οκτώ άνθρωποι, οι Oscar Neebe, Adolph Fisher, August Spies, Louis Lingg, Michael Schwab, Samuel Fielden, Carl Engel και ο Albert Parsons, κατηγορούνται για τις ταραχές, μολονότι κάποιοι από αυτούς δεν βρίσκονται καν στην πλατεία Haymarket κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Αρχικά, ο Albert κρύβεται στο Γουισκόνσιν, μέχρι την ημερομηνία της πρώτης δίκης, οπότε και παραδίνεται για να δικαστεί με τους συντρόφους του, ενώ η Lucy πολλάκις συλλαμβάνεται προκειμένου να αποκαλύψει την κρυψώνα του άνδρα της. Τον Οκτώβριο του 1887, μετά από παρωδίες δίκης, κατά τις οποίες ακόμα και το «A word to tramps» της Lucy χρησιμοποιείται για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία της συνωμοσίας, οι οκτώ κατηγορούμενοι βρίσκονται ένοχοι και καταδικάζονται σε θάνατο διά απαγχονισμού. Λίγο αργότερα, ο ένας από αυτούς, ο Louis Lingg, αυτοκτονεί μέσα στη φυλακή, ενώ η ποινή για τους Fielden and Schwab τρέπεται σε ισόβια και για τον Neebe σε 15ετή κάθειρξη.

Μετά την καταδίκη, μία μεγάλη προσπάθεια υπεράσπισης από αναρχικούς και ακτιβιστές ξεκινά σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Μπροστάρης, φυσικά, η Lucy: ταξιδεύει σ’ όλη τη χώρα διανέμοντας το κείμενό της «Was It a Fair Trial?», συλλέγει πόρους και δίνει ομιλίες, με τις οποίες διαδίδει τις επαναστατικές θέσεις της ίδιας και του άνδρα της και παρέχει πληροφορίες για τη δίκη. Παρότι η αστυνομία εμποδίζει συνεχώς την προσπάθειά της (στο Columbus του Οχάιο συλλαμβάνεται), η Lucy μέχρι τον Φεβρουάριο του 1887 έχει κατορθώσει να δώσει 43 ομιλίες σε 17 πολιτείες.

Παρά την ένταση της υπερασπιστικής του γραμμής, ο Albert εξετάζοντας τα δεδομένα αποφασίζει να πεθάνει σαν μάρτυρας για τις ιδέες του παρά να εκλιπαρήσει για έλεος, όπως κάποιοι από τους συγκατηγορούμενούς του πράττουν. Χαρακτηριστική η δήλωση της Lucy προς τους εκπροσώπους του Τύπου: «Αν είναι αλήθεια, ξέρω πως βρέθηκε [η βόμβα] εκεί. Την έβαλαν αξιωματούχοι των φυλακών, που θα έκαναν τα πάντα για να αναχαιτίσουν το κύμα της κοινής γνώμης που τώρα υποστηρίζει τη μείωση των ποινών των αναρχικών. Γιατί δεν έκαναν καλύτερη δουλειά, ώστε να είναι η συνομωσία ολοκληρωμένη; Έπρεπε να βάλουν μία βόμβα στο κελί του Lingg, ένα φυτίλι στου Fischer, δυναμίτη στου Parsons και τα καψούλια στου Engel. Αυτό θα ήταν μια καλή δουλειά και θα ολοκλήρωνε τη συνομωσία».

Τελικά, στις 11 Νοεμβρίου του 1887, ο Albert και οι τρεις σύντροφοί του εκτελούνται. Η Lucy φέρνει τα παιδιά της να δουν τον μελλοθάνατο πατέρα τους, όμως, ακόμα και τώρα, η αστυνομία έχει άλλη άποψη: τους συλλαμβάνει, τους γδύνει και τους αφήνει σ’ ένα κελί μέχρι να τελειώσει η εκτέλεση. Γράφει η ίδια: «Εκείνο το μελαγχολικό πρωινό της 11ης Νοεμβρίου 1887, πήγα τα δύο μικρά παιδιά μου στη φυλακή για να αποχαιρετήσουν τον αγαπημένο μου σύζυγο. Βρήκα τη φυλακή περιφραγμένη με συρματόσχοινα. Αστυνομικοί με πιστόλια περιφρουρούσαν τον χώρο. Τους ζήτησα να μας επιτρέψουν να επισκεφτούμε τον άνθρωπό μας, πριν τον δολοφονήσουν. ∆εν είπαν τίποτα. Τότε τους είπα: ‘Αφήστε τα παιδιά ν’ αποχαιρετήσουν τον πατέρα τους· αφήστε τα να δεχτούν την ευχή του. ∆εν μπορούν να κάνουν κακό’. Σε λίγα λεπτά ήρθε ένα περιπολικό, μας πήρε και μας πήγε σε ένα αστυνομικό τμήμα, όπου μείναμε κλειδωμένοι μέχρι να λάβει χώρα η αποτρόπαιη πράξη. Ω, δυστυχία, ήπια το ποτήρι της οδύνης μέχρι τα κατακάθια, αλλά ακόμα παραμένω επαναστάτρια».

Μετά την εκτέλεση του συζύγου της, η Lucy ζει στη φτώχεια με ένα εβδομαδιαίο επίδομα οκτώ δολαρίων (το οποίο αυξάνεται με δύο δολάρια για το κάθε απ’ τα παιδιά της) από την «Pioneer Aid and Support Association», μία οργάνωση με σκοπό την ενίσχυση των οικογενειών των μαρτύρων της Haymarket και όλων αυτών που υποφέρουν λόγω της εμπλοκής τους σε κοινωνικούς αγώνες. Παράλληλα, συνεχίζει να εργάζεται στο ραφείο, αν και όλο και περισσότερο την κερδίζουν οι πολιτικές της δραστηριότητες, συνεχίζοντας τον αγώνα για δικαίωση των συντρόφων της και υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργατών και της ελευθερίας. ∆εν αποτελεί άλλωστε υπερβολή το γεγονός ότι η αναγνώριση της πρωτομαγιάς ως ημέρα μνήμης κατά πολύ οφείλεται σε δικές της προσπάθειες. Γράφει η ίδια αργότερα, τον ∆εκέμβρη του 1911, στο «The Agitator»: «Η συγκέντρωση στη Haymarket αναφέρεται στην ιστορία ως ‘η εξέγερση των αναρχικών της Haymarket’. Καμία άλλη εξέγερση δεν συνέβη εκεί, εκτός από τη βία της αστυνομίας… Η μεγάλη απεργία του Μαΐου του 1886 ήταν ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης αξίας, επειδή ήταν για πρώτη φορά που οι εργάτες από μόνοι τους προσπάθησαν ενωμένοι με συντονισμένη δράση να μειώσουν τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας… Αυτή η απεργία ήταν η πρώτη προς την κατεύθυνση της άμεσης δράσης σε μεγάλη κλίμακα».

Επέκταση του αγώνα. ∆ημιουργία των IWW

Σταθερή κι ανυποχώρητη στη συνδικαλιστική της θέση, η Lucy πιστεύει σε μία εθελοντική ένωση εργατών, η οποία θα ενισχύσει τις κοινές σχέσεις. Για το λόγο αυτό συνεχίζει να ασκεί κριτική στις τάσεις ρεφορμισμού που για άλλη μία φορά εισχωρούν στο κίνημα, καθώς πιστεύει ότι δεν μπορεί μ’ αυτόν τον τρόπο να αφανισθεί ο ταξικός διαχωρισμός. Με την εμφάνιση νέων δεδομένων στις εργασιακές σχέσεις (έκρηξη τεχνολογίας, αυτοματοποίηση της εργασίας), η Lucy βλέπει τη σημασία που θα έχει μία διεθνής οπτική για το εργατικό κίνημα.

Τον Οκτώβριο του 1888, έχοντας ήδη αποκτήσει τη φήμη του πολύ δυνατού ρήτορα και ακτιβιστή της κοινωνικής επανάστασης και με ισχυροποιημένη την φωνή της από την προσωπική της τραγωδία, πηγαίνει στο Λονδίνο προσκεκλημένη για σειρά ομιλιών πάνω στον Αναρχισμό και το εργατικό κίνημα. Με την επιστροφή της και βλέποντας την ελευθερία που μπορεί κανείς να συναντήσει σε ευρωπαϊκά κράτη σε σχέση με τις ΗΠΑ, εντείνει την προσπάθειά της για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου στη χώρα της. Στις περιοδείες της και πάλι συναντά την αντίδραση των αρχών, που σχεδόν σε κάθε πόλη προσπαθούν να ματαιώσουν τις ομιλίες της. Όμως, παρά τις κατ’ επανάληψη ενοχλήσεις και συλλήψεις επιμένει να διανέμει τα φυλλάδιά της και προχωρά σε δημόσιες ομιλίες σ’ όλη τη χώρα πάντα με την πολύτιμη βοήθεια τοπικών ακτιβιστών.

Κι ενώ συνεχίζει να δίνει με αμείωτη ένταση και αρκετή επιτυχία τους αγώνες της σε όλα τα πεδία, η προσωπική της ζωή εξακολουθεί να εξελίσσεται αρνητικά: δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της, πεθαίνει η κόρη τους Lulu Eda σε ηλικία 8 ετών, ενώ λίγο αργότερα πεθαίνει από φυματίωση σε ψυχιατρείο κι ο γιος τους, Albert Parsons Jr.

Παρά την τραγωδία της, το 1891 μαζί με τη L. Holmes ξεκινούν το βραχύβιο μηνιαίο έντυπο «Freedom: A Revolutionary AnarchistCommunist Monthly», διακηρύττοντας ότι οι μεγάλοι εργατικοί αγώνες που ήδη πραγματοποιούνταν (και θα συνεχίζονταν και τις ερχόμενες δεκαετίες του 1890 και 1900) αποτελούν ένδειξη για τον ερχομό της επανάστασης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Lucy για άλλη μία φορά παίζει τον οικείο σε αυτήν ρόλο, δίνοντας πολλές ομιλίες, φέρνοντας σε επαφή άτομα και ομάδες και οργανώνοντας το εργατικό κίνημα, πράξεις που φυσικά της κοστίζουν αλλεπάλληλες συλλήψεις. Παράλληλα, για λίγο καιρό σχετίζεται με τον νεαρό αναρχικό Martin Lacher, ο οποίος την βοηθά να εκδώσει την αυτοβιογραφία του Albert.

Τα χρόνια που ακολουθούν, το εργατικό κίνημα του Σικάγο ανταποκρινόμενο στην αυξανόμενη εργατική αναταραχή, που έχει επεκταθεί σ’ όλη τη χώρα, κινητοποιείται οργανώνοντας ένα εργατικό συνέδριο τον Ιούνιο του 1905, αφού προηγούμενα ο Big Bill Haywood έχει φέρει σε επαφή αναρχικούς, σοσιαλιστές και εκπροσώπους εργατικών ενώσεων. Αυτό το συνέδριο αποτελεί την ιδρυτική πράξη της αναρχοσυνδικαλιστικής εργατικής ένωσης «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW)». Για τη Lucy Parsons, μία από τις πρώτες γυναίκες που εντάσσονται στη νέα οργάνωση, οι IWW αντικατοπτρίζουν πλήρως τις πολιτικές της πεποιθήσεις. Εστιασμένη πάντοτε στην ανάγκη καλής οργάνωσης σε αντίθεση προς τους αμερικανούς αναρχικούς των αρχών του 20ου αιώνα, που έχουν πια απομακρυνθεί από την οργανωτική λογική τής νεκρής πια IWPA, η Lucy πιστεύει ότι η επανάσταση θα έρθει μέσα από ένα καλά οργανωμένο εργατικό κίνημα που θα καταλάβει μέσω γενικής απεργίας και άμεσης δράσης τα μέσα παραγωγής. Γράφει το 1907: «Το αναρχικό ζήτημα (ζήτημα, γιατί τα τελευταία χρόνια κίνημα δεν υπήρξε) στερείται ενός διαδικαστικού σχεδίου ή οργάνωσης. Οι ομάδες που υπάρχουν απαρτίζονται κυρίως από νέους, άπειρους ανθρώπους που ο καθένας έχει τη δική του αντίληψη για τους αληθινούς στόχους του αναρχισμού. Προσωπικά, πάντοτε υποστήριζα την ιδέα μιας συγκροτημένης οργάνωσης παράλληλα με την προϋπόθεση της υπευθυνότητας των μελών, όπως τις μηνιαίες συνδρομές ή τη συγκέντρωση χρημάτων για σκοπούς προπαγάνδας. Για τις απόψεις μου αυτές με έχουν αποκαλέσει αναρχική ‘παλιάς σχολής’ και άλλα τέτοια».

Σε ομιλία της στο ιδρυτικό συνέδριο των IWW το 1905 καταγράφονται κάποιες από τις θέσεις της: «Τι εννοούμε όταν λέμε ‘επαναστατικό σοσιαλισμό’; Εννοούμε ότι η γη πρέπει να ανήκει στους ακτήμονες, τα εργαλεία στους εργάτες και τα προϊόντα στους παραγωγούς… Πιστεύω ότι, αν κάθε άντρας και κάθε γυναίκα που εργάζεται ή μοχθεί στα ορυχεία, τους μύλους, τα εργαστήρια, τα χωράφια και τα εργοστάσια της απέραντης Αμερικής μας αποφάσιζε να κατακτήσει αυτά που δικαιωματικά τού ανήκουν και να μην αφήσει κανένα αργόσχολο να ζει από τον μόχθο του, τότε δεν θα υπάρξει στρατός τόσο δυνατός για να σας σταματήσει, γιατί εσείς οι ίδιοι στρατός είστε… Η άποψή μου για την απεργία του μέλλοντος δεν είναι να κάνουμε απεργία και να περιμένουμε να πεινάσουμε, αλλά να απεργούμε και να μένουμε στους χώρους όπου δουλεύουμε, να κάνουμε κατάληψη στα μέσα παραγωγής… Ας πνίξουμε τέτοιες διαφορές, όπως εθνικότητα, θρησκεία, πολιτική, και ας κοιτάξουμε το άστρο της βιομηχανικής δημοκρατίας της εργασίας που ανατέλλει, γνωρίζοντας ότι έχουμε αφήσει πίσω τα παλιά και προχωρούμε προς το μέλλον. ∆εν υπάρχει καμία εξουσία στη γη που να μπορεί να σταματήσει άντρες και γυναίκες που είναι αποφασισμένοι παρά τους κινδύνους να ζήσουν ελεύθερα… Ακόμα και τώρα ελπίζω να ζήσω για να δω το πρώτο ξημέρωμα της νέας εποχής, τότε που ο καπιταλισμός θα είναι παρελθόν και η νέα βιομηχανική δημοκρατία, η κοινοπολιτεία της εργασίας, θα εγκαθιδρυθεί».

Συνειδητοποιώντας το πόσο σημαντική για ένα κίνημα αποτελεί η δυνατότητα έκδοσης και η έντυπη προπαγάνδα, προσθέτει ως επιμελήτρια του αναρχικού εντύπου «The Liberator», το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά πολύ σαν μέσο επικοινωνίας και προπαγάνδας των IWW: «∆εν υπάρχει άλλος τρόπος να χτιστεί ένα κίνημα, να αναπτυχθεί και να παραμείνει ισχυρό παρά μόνο μέσα από την ύπαρξη εντύπου, τουλάχιστον εβδομαδιαίου, αν δεν μπορεί καθημερινό […] Το ‘The Liberator’ είναι το μόνο αγγλόφωνο αναρχικό έντυπο προπαγάνδας στην Αμερική· για τον λόγο αυτό, οι σύντροφοι κι οι φιλικά προσκείμενοι απ’ όλα τα μέρη της χώρας θα έπρεπε να νιώθουν ως καθήκον να υποστηρίξουν αυτό το έντυπο, να γράψουν σε αυτό, να συνεισφέρουν οικονομικά και να κάνουν την επιτυχία του προσωπικό τους μέλημα». Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή, η Lucy γράφει μία ιστορία του εργατικού κινήματος, αναφέροντας σχετικά: «Οι αναρχικοί γνωρίζουν ότι μια μεγάλη περίοδος εκπαίδευσης πρέπει να προηγηθεί οποιασδήποτε θεμελιώδους αλλαγής στην κοινωνία, ως εκ τούτου δεν πιστεύουν στα παρακαλετά για ψήφο και τις πολιτικές εκστρατείες, αλλά στην ανάπτυξη της ελεύθερης σκέψης».

Παράλληλα, μέσα από τους IWW και το Liberator βρίσκει έδαφος ν’ αναπτύξει τις θέσεις της για την ανισότητα των δύο φύλων και όντας πολυγραφότατη συνεισφέρει σημαντικά στους αγώνες των γυναικών. Στο ίδιο συνέδριο το 1905 προσθέτει: «Όποτε πρέπει να μειωθούν οι μισθοί, η καπιταλιστική τάξη χρησιμοποιεί τις γυναίκες για να τους μειώσει, και, αν είναι κάτι που εσείς οι άντρες πρέπει να κάνετε στο μέλλον, είναι να οργανώσετε τις γυναίκες». Στα περιοδικά με τα οποία συνεργάζεται κάνει αφιερώματα σε διάσημες γυναίκες και καταπιάνεται μ’ ένα σωρό ζητήματα, όπως ο γάμος, το διαζύγιο ή ο έλεγχος των γεννήσεων και το δικαίωμα της γυναίκας να αποφασίζει μόνη της για όλα αυτά.

Το 1909, στα πλαίσια της προπαγάνδας των IWW υπέρ του εργατικού κινήματος, η Lucy βρίσκεται στον Καναδά για σειρά ομιλιών, δραστηριότητα που θα ασκήσει και στις επόμενες δεκαετίες, ενώ ήδη από το 19071908 αναλαμβάνει ηγετική θέση στον αγώνα απέναντι στην πείνα και την ανεργία, κηρύττοντας «… ώμο με ώμο, από κοινού, θα έπρεπε να ξεσηκωθείτε και να πάρετε ό,τι σας ανήκει». Το 1914, στο Σαν Φρανσίσκο δημιουργεί μέσω των IWW μία επιτροπή ανέργων, πιέζοντας την κυβέρνηση να χαράξει κοινωνική πολιτική. Αρνούμενες οι αρχές της πόλης να αναγνωρίσουν την επιτροπή, πραγματοποιείται μεγάλη πορεία ανέργων με επικεφαλής άνεργες γυναίκες, η οποία ωθεί την «Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας» και το «Σοσιαλιστικό Κόμμα» να ενεργοποιηθούν και η πίεση να γενικευτεί. Παρόμοιες δράσεις πραγματοποιούνται και τον Ιανουάριο του 1915, όταν η Lucy οργανώνει με επιτυχία στο Σικάγο διαδηλώσεις ενάντια στη φτώχεια και την πείνα, γεγονός που οδηγεί στη σύλληψή της. Λίγο αργότερα, οι προσπάθειες έχουν αποτέλεσμα, καθώς η κυβέρνηση υπό την πίεση των γεγονότων ανακοινώνει την έναρξη σχετικού προγράμματος.

Συνεργασία με το Κομμουνιστικό Κόμμα

Γύρω στο 1925, η Lucy αρχίζει να συνεργάζεται με το νεοϊδρυθέν Κομμουνιστικό Κόμμα και το 1927 συνδέεται με τη «National Committee of the International Labor Defense», μία κομμουνιστική οργάνωση που εργάζεται για τα δικαιώματα των διωκομένων ακτιβιστών και των αδίκως κατηγορουμένων αφροαμερικανών.

Ποιοι είναι οι λόγοι, όμως, που ωθούν, τη Lucy να σχετιστεί με κομμουνιστικές ομάδες και οργανώσεις; Είναι γνωστό ότι το αναρχικό κίνημα μετά τη Haymarket έχει συρρικνωθεί και δεν μπόρεσε ξανά να αποκτήσει τη μαζικότητά του μέχρι την ίδρυση των IWW, που τελικά στραγγαλίζονται κι αυτοί από την κρατική παρέμβαση, ενώ πολλά από τα μέλη τους φυλακίζονται ή εκδιώκονται. Η Lucy δεν βλέπει κανένα μέλλον στο κίνημα και η απογοήτευσή της για την πορεία του γίνεται εμφανής στα γραπτά της. Σε κάποιο απ’ αυτά, το 1934, γράφει σ’ έναν νέο αναρχικό: «Στο γράμμα σου μιλάς για ένα ‘κίνημα’. Πού είναι αυτό; Αυτό το λες κίνημα; Η Αναρχία είναι τελειωμένο θέμα στην αμερικανική ζωή σήμερα». Κι αλλού προσθέτει: «Ο Αναρχισμός στην τωρινή γενιά δεν έχει αναδείξει καμία συγκροτημένη οργάνωση, μόνο κάποιες λίγες ομάδες που αγωνίζονται χλιαρά διασκορπισμένες σ’ αυτήν την αχανή χώρα, που συσκέπτονται πότε πότε, συζητάνε και μετά πάνε σπίτια τους».

Μέσα, λοιπόν, από τη συνεργασία της με το Κ.Κ. και μέσω της προοπτικής διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης, η Lucy βλέπει μία προσπάθεια προς την επανάσταση, προσπάθεια που εκείνον τον καιρό παντελώς απουσιάζει από τους συντροφικούς της κύκλους. Η ίδια, άλλωστε, αποκαλύπτει τους λόγους: «Συνεργάστηκα με το International Labour Defense, επειδή ήθελα να κάνω κάτι για να βοηθήσω τα θύματα του καπιταλισμού που αντιμετώπιζαν πρόβλημα, κι όχι απλά να μιλάω, να μιλάω, να μιλάω…» και αφιερώνεται στην υπεράσπιση των αδυνάτων, των φτωχών αλλά και διαφόρων ακτιβιστών και αναρχικών, τους οποίους το κατεστημένο κυνηγά. Οι δίκες των Scottsboro Eight [1], των Sacco και Vanzetti αλλά και οι υποθέσεις των Tom Mooney, Angelo Hearndon και Warren Billings φανερώνουν τη συνεχή της προσπάθεια να ξεσκεπάσει το φασισμό του δικαστικού συστήματος.

Η εμπλοκή της αυτή και η συνεργασία της με μέλη αμερικανικών κομμουνιστικών ομάδων κάνουν κάποιους να ισχυρίζονται ότι το 1939 η Lucy, θορυβημένη από την επέλαση εκείνη την εποχή και του φασισμού, προσχωρεί τελικά στο Κ.Κ., εικασία που τελικά πειστικά έχει καταρριφθεί από πολλούς ερευνητές. Η επιλογή της άλλωστε να δουλέψει μαζί με κομμουνιστές δίχως να προδώσει τις πολιτικές της θέσεις εξηγείται επαρκώς με τα όσα η ίδια δηλώνει στην ομιλία της κατά τους εορτασμούς της πρωτομαγιάς του 1930, και ενώ ήδη συνεργάζεται με την ILD. Σ’ αυτήν, δηλώνει την υποστήριξή της στα μέλη του Κ.Κ. που βρίσκονται έγκλειστοι στις φυλακές και ευθαρσώς διακηρύσσει: «Και βέβαια είμαι αναρχική. Και δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να απολογηθώ γι’ αυτό σε κανέναν, αφού o Αναρχισμός είναι αυτός που στη μήτρα του κουβαλά τον σπόρο της Ελευθερίας».

Τελευταίοι αγώνες και θάνατος

Αν και τα χρόνια περνούν, η Lucy δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθειά της να διαδώσει τον αναρχισμό και την ιδέα της εργατικής πάλης. Σε μια απ’ τις λίγες φορές που της επιτρέπεται να μιλήσει, στο Metropolitan Hall μπροστά σε πλήθος χιλιάδων ανέργων λέει: «Έφτασε για μένα η εποχή του τρύγου. ∆εν κρύβω το γεγονός ότι μαζί με άλλους ειλικρινείς αναρχικούς θα εκμεταλλευτούμε την κατάστασή σας για να σας διδάξουμε τις αρχές αυτού που θεωρούμε αληθινό. Είστε οι μόνοι που παράγετε· γιατί να μην μπορείτε να καταναλώσετε; Αν σας καταφέρουμε να ξεσηκωθείτε και να δράσετε απεγνωσμένα, τότε θα σώσετε τον εαυτό σας. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα είναι σάπιο απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Αυτό πρέπει να το καταλάβετε και να συνειδητοποιήσετε ότι ήρθε ο καιρός να το καταστρέψετε».

Ακόμα και τα τελευταία χρόνια της ζωής της, όταν έχει ήδη αρχίσει να χάνει το φως της, η Lucy είναι ενεργή στον αγώνα ενάντια στην καταπίεση και τον φασισμό. Γράφει ο Steve Fraser γι’ αυτήν: «… κυρτωμένη απ’ τα γεράματα και σχεδόν τυφλή, τόσο φτωχή, όπως ακριβώς τη μέρα που είχε φτάσει στο Σικάγο μισό αιώνα νωρίτερα, διοργάνωσε το Νοέμβριο του 1937 μία συγκέντρωση για τα 50 χρόνια της εκτέλεσης των μαρτύρων της Haymarket». Τον Φεβρουάριο του 1941 και σε ηλικία 88 ετών δίνει την τελευταία μεγάλη της διάλεξη, όταν και μιλά στο International Harvester.

Από το «Principles of Anarchism» μεταφέρουμε: «Κατά τη γνώμη μου, ο αγώνας για ελευθερία είναι τόσο μακρύς και τα λίγα βήματα που κάναμε κατακτήθηκαν με πολύ μεγάλη θυσία από τους λαούς του 20ου αιώνα για να συναινέσουμε να εκχωρήσουμε σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα τη διαχείριση των κοινωνικών και οικονομικών μας υποθέσεων. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία γνωρίζουν καλά ότι ο άνθρωπος, όταν αποκτήσει εξουσία, θα την καταχραστεί· γι’ αυτό, λοιπόν, και για άλλους λόγους, εγώ, μετά από προσεκτική σπουδή κι όχι παρορμητικά, από ένας ειλικρινής, σοβαρός, πολιτικός σοσιαλιστής πέρασα στην απολιτική φάση του Σοσιαλισμού, τον Αναρχισμό, επειδή πιστεύω ότι μπορώ στη φιλοσοφία του να βρω τις κατάλληλες συνθήκες για την πληρέστερη ανάπτυξη των μεμονωμένων κοινωνικών μονάδων, η οποία δεν μπορεί ποτέ να πραγματωθεί κάτω από κυβερνητικούς περιορισμούς. Η φιλοσοφία του αναρχισμού περικλείεται στη λέξη ‘Ελευθερία’· και είναι τόσο περιεκτική, ώστε να περιλάβει μέσα της όλα αυτά που συμβάλλουν στην πρόοδο. Ο Αναρχισμός δεν θέτει κανένα απολύτως εμπόδιο και καμία προϋπόθεση στην ανθρώπινη πρόοδο ή τη σκέψη και τίποτα δεν θεωρείται τόσο αληθινό ή τόσο σίγουρο, που να μην μπορούν οι μελλοντικές ανακαλύψεις να το καταρρίψουν· επομένως, ο Αναρχισμός έχει μόνο μία αλλά αλάθητη και αμετάβλητη αρχή, την ‘Ελευθερία’. Ελευθερία ν’ ανακαλυφθεί οποιαδήποτε αλήθεια, ελευθερία να αναπτυχθεί, να ζήσει φυσικά και πλήρως».

Τελικά, μετά από μια ζωή γεμάτη ένταση και πάθος, στις 7 Μαρτίου του 1942, η Lucy Parsons ακούραστη μα προπάντων αλύγιστη φεύγει από τη ζωή, όταν ξεσπά φωτιά στο σπίτι όπου διαμένει. Την επόμενη μέρα πεθαίνει μαζί της και ο αγαπημένος της από το 1910 George Markstall, ο οποίος πέφτει στη φωτιά και προσπαθεί να τη σώσει. Κατά μία έννοια, ο αγώνας της για την ελευθερία συνεχίζεται και μετά το θάνατό της, αφού το κατεστημένο προσπαθεί για μια ακόμα φορά να τη σιωπήσει: η βιβλιοθήκη της, η οποία εκτός από το προσωπικό της υλικό, γράμματα και έγγραφα περιλαμβάνει 1.500 τίτλους βιβλίων, κατάσχεται από το FBI. Σύμφωνα με την Ashbaugh, η Lucy θάβεται στο Σικάγο, κοντά στο μνημείο του Haymarket, στο νεκροταφείο του Waldheim.

Επιλογικά, τα λόγια που η ίδια, το Νοέμβριο του 1912, έχει απευθύνει στους νεκρούς της Haymarket, δικαιωματικά επιστρέφουν σ’ αυτήν: «Μόλις τώρα αρχίσατε να ζείτε στις καρδιές όλων αυτών που αγαπούν την ελευθερία. Γιατί τώρα, χρόνια αφότου φύγατε, χιλιάδες από αυτούς που τότε ήταν αγέννητοι δείχνουν ενδιαφέρον να μάθουν για τις ζωές και το ηρωικό σας μαρτύριο, και όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο έντονα θα λάμψουν τα ονόματά σας και τόσο περισσότερο θα σας εκτιμήσουν. Όλοι αυτοί, που τόσο άθλια σας δολοφόνησαν, κάτω από το σχήμα του νόμου του νόμου του λυντσαρίσματος σε ένα δικαστήριο υποτιθέμενης δικαιοσύνης, ξεχάστηκαν. Αναπαυτείτε, σύντροφοι, αναπαυτείτε. Όλα τα αύριο δικά σας είναι!».

Τελικά, η Lucy Parsons… η θρασύς έγχρωμη αγγλόφωνη που εισχώρησε στα επαναστατικά κινήματα, τα οποία μέχρι τότε κατακλύζονταν από άντρες γερμανούς μετανάστες· το δραστήριο μέλος πολλών ομάδων και συλλογικοτήτων και ιδρυτικό μέλος της IWPA και των IWW· η εμπνευσμένη ρήτορας και διαμορφωτής πολιτικής σκέψης, που κυνηγήθηκε όσο λίγοι, αλλά κράτησε ζωντανό το παράδειγμα δράσης και αγωνιστικότητας· η συγγραφέας ρηξικέλευθων άρθρων, που πρόσφεραν φρέσκιες ιδέες για θέματα, όπως η φτώχεια και ο ρατσισμός, αλλά και ριζοσπαστική οπτική σχετικά με την οργάνωση του κινήματος και την άμεση δράση· η εκδότης εφημερίδων και εντύπων επαναστατικής σκέψης και μόνιμη συνεργάτης σε διάφορα έντυπα και περιοδικά· η οργανώτρια απεργιών και μαζικών διεκδικήσεων και πρωτοπόρος στην ιδέα της καθιστικής απεργίας· η αστείρευτη υπερασπιστής των αδυνάτων αλλά και αναρχικών και εργατών ακτιβιστών· η ατρόμητη καταγέλλουσα της καταπίεσης των αφροαμερικανών και υποκινήτρια σε αυτοάμυνα απέναντι στη ρατσιστική βία, εβδομήντα χρόνια πριν το κηρύξουν αυτό οι Μαύροι Πάνθηρες· η εμπράκτως μαχητική φεμινίστρια, πριν καν υπάρξει αυτή η λέξη· η γυναίκα που τίποτε λιγότερο από την επανάσταση δεν θεωρούσε ικανό ν’ αλλάξει το καπιταλιστικό σύστημα και ανάγκασε την αστυνομία του Σικάγο να τη θεωρεί «πιο επικίνδυνη από χίλιους ταραχοποιούς»… δεν είναι απλά η χήρα του Albert Parsons. Είναι η Lucy Parsons!

Πηγές και αναφορές

- Ahrens Gale, «Lucy Parsons: Freedom, Equality, Solidarity. Writings & Speeches, 18781937», Chicago, 2004.

- Ashbaugh Carolyn, «Lucy Parsons, American Revolutionary», Chicago, Illinois Labor History Society, 1976.

- Cravey Altha and Georgia Ann, «Lucy Parsons and the Haymarket days», Acme Editorial Collective, 2008.

- Flood Andrew, «Rescuing Lucy Parsons for the anarchist movement», 2005.

Free Society, περιοδικό, τόμος 2, τεύχος 4, 1995.

- La Verded Publications, «Lucy Parsons, Revolutionary Woman».

- Lowndes Joe, «Lucy Parsons (18531942): The Life of an Anarchist Labor Organizer».

- McKean Jacob, «A Fury For Justice: Lucy Parsons And The Revolutionary Anarchist Movement in Chicago».

- Rice Jon, «Lucy Parsons, Chicago Revolutionary», People's Tribune (online edition), Vol. 22 No. 7, 13 February 1995.

- Thibeault Caeli, «Lucy Parsons: A Life Dedicated to Justice».

Women's History Information Project, «Lucy Parsons: Woman of Will».

 

*Αναδημοσίευση από "Νυκτεγερσία" Τεύχος Δεύτερο

(http://www.scribd.com/doc/20208692/Νυκτεγερσία-τεύχος-δεύτερο-Σεξισμός