Aυτό το κείμενο ήταν εισήγηση στο διήμερο αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή αντίσταση που έγινε στην Αίγινα το 2002.

Η Παλαιστίνη πότε υπό τη Ρωμαϊκή, τη Βυζαντινή, την Οθωμανική και τη Βρετανική κυριαρχία κατάφερε να επιβιώσει χάρις σ’ ένα θαυμαστό κοινοτικό τρόπο αγροτικής ζωής και οικονομίας. Το χωριό, σύμβολο ενότητας αλλά και μιας οικονομίας σχεδόν αυτάρκους κατάφερε να θρέψει γενιές και γενιές Παλαιστινίων με τις αξίες της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας μέσα από τις εθνικές παραδόσεις. Παρά την φορολογική καταπίεση της Οθωμανικής διοίκησης ή αργότερα την ιδιαίτερα μελετημένη των Βρετανών αποικιοκρατών οι Παλαιστίνιοι κατάφεραν με τον ανατολίτικο και τόσο ξένο για τους δυνάστες τρόπο ζωής να βιώνουν τις τοπικές και εθνικές παραδόσεις. Αυτές ήταν και ο συνδετικός κρίκος των ανθρώπων της διασποράς ή αυτών που για χρόνια μαρτυρούσαν και μαρτυρούν κάτω από την μπότα του Ισραηλινού δυνάστη, αλλά και του ντόπιου αφεντικού. Μόλις το 1948 ύστερα από έναν άνισο πόλεμο που στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες Παλαιστίνιους που αρνήθηκαν να ξεσπιτωθούν σύμφωνα με την απόφαση του ΟΗΕ του 1947, με 1.400.000 περιορισμένους στη Δυτική Όχθη και Λωρίδα της Γάζας κι αφού 800.000 διάλεξαν το δρόμο της προσφυγιάς κι αναζητώντας δήθεν φιλοξενία στα διπλανά αραβικά κράτη ένα μυστικό υπόμνημα του υπουργείου εξωτερικών του Ισραήλ έγραφε: «Οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες θα βρουν τη θέση τους στη διασπορά. Χάριν της φυσικής επιλογής ορισμένοι θα αντισταθούν, κάποιοι άλλοι όχι…Η πλειοψηφία θα μετατραπεί σε απόβλητα του ανθρώπινου είδους και θα συγχωνευτεί με τα πιο φτωχά στρώματα του αραβικού κόσμου…»

Με ελάχιστη ιδεολογική διαφορά από τους βιολόγους του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας που με τον ίδιο αισχρό τρόπο καταδίκαζαν στην πυρά, Σλάβους, Εβραίους, Τσιγγάνους κι άλλες φυλές των οποίων τα σωματολογικά γνωρίσματα δεν συνέπιπταν μ’ αυτά της «Άρειας» φυλής οι επικεφαλής της επιστροφής έστρωναν το έδαφος από τις αρχές του 20ου αιώνα: «ο Σιωνισμός είτε έχει δίκιο είτε άδικο είτε είναι καλός είτε είναι κακός είναι ριζωμένος σε μια μακραίωνη παράδοση, σε σημερινές ανάγκες, σε μελλοντικές ελπίδες κι έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα από τις επιθυμίες και τις προκαταλήψεις των 700.000 Αράβων που κατοικούν σήμερα σ’ αυτήν την αρχαία χώρα». Το κείμενο αυτό που χρονολογείται από το 1919 ως η περίφημη δήλωση του βρετανού Λόρδου Μπαλφούρ έμελλε να αποτελεί ανάμεσα στην προπαγανδιστική Σιωνιστική δράση ένα ατράνταχτο επιχείρημα για τον ξεριζωμό και τις σφαγές των Παλαιστινίων. Έτσι και ο Χαίμ Βάιτσμαν και πρώτος πρόεδρος του νέου κράτους δεν δίστασε στα 1948 να αποκαλέσει το έγκλημα ως «θαυματουργή εκκαθάριση του εδάφους: ή θαυματουργή απλούστευση του καθήκοντος του Ισραήλ».

Κι αν σήμερα βλέπουμε το Ισραήλ να μην τηρεί καμιά από τις αποφάσεις της Διεθνούς Κοινότητας όπως αυτοαποκαλούνται οι συμπαρομαρτούντες της Τάξης πραγμάτων με τον θαυματουργό τρόπο τήρησε την πρώτη απόφαση της (29-11-1947) που του παρέδιδε το 55% του Παλαιστινιακού χώρου και μονάχα 45% στην Παλαιστίνη τη στιγμή που οι αναλογία πληθυσμών ήταν 1 προς 2 προς όφελος των Παλαιστινίων. Όταν σίγησαν τα όπλα, το Ισραήλ πλέον κατείχε το 80% του εδάφους. O στρατός και οι παραστρατιωτικές ομάδες λυμαίνονταν την ύπαιθρο που αντιστεκόταν. Κοντά στους Παλαιστίνιους εκδίωξαν από τα πατρογονικά εδάφη τους 50.000 άραβες από τη Λύδα και 65.000 Βεδουίνους. Δημόσιες εκτελέσεις, ολοκαυτώματα χωριών, ισοπέδωση σπιτιών, καταστροφή καλλιεργειών και διασπορά φημών για επικείμενες νέες επιθέσεις εξανάγκασαν 800.000 παλαιστινίους στην προσφυγιά αφήνοντας τα σπίτια και τις κοινοτικές κατά βάσιν γαίες τους στα χέρια των εποίκων. Παρακολουθώντας τη φυγή των προσφύγων ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπεν Γκουριόν δεν παρέλειψε να θαυμάσει: «τι όμορφος πίνακας».

Χαρακτηριστικό της εποχής είναι η σχεδόν επιβράβευση των εγκληματιών πολέμου από το νέο κράτος. Ο Σάμουελ Λάχις επικεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος που μετέτρεψε σε λαμπάδα το χωριό Χούλα το 1948 καίγοντας πάνω από 100 ανθρώπους, πήρε αμνηστία μετά από καταδικαστική απόφαση και πολύ αργότερα τέθηκε επικεφαλής του Εβραϊκού Γραφείου για αναπτυξιακά προγράμματα στα κατεχόμενα.

Πώς όμως κατάφερε η λαίλαπα της Ισραηλινής εξουσίας να καταδικάσει μέσα σ’ ένα χρόνο έναν ολόκληρο λαό με αφανισμό;

Τα πράγματα ξεκινάνε από πολύ παλιά. Η άγνωστη μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα λέξη «ιδιοκτησία» έκανε την εμφάνισή της στις εύφορες κοινοτικές γαίες των Παλαιστινίων των οποίων την κυριότητα απέκτησαν πρόκριτοι, αστοί και έμποροι οι οποίοι ξεκίνησαν να την πωλούν σε απόντες Σιωνιστές. Οι αγρότες παλαιστίνιοι, χωρίς να γνωρίζουν, ζούσαν σε επίσημα πουλημένες ιδιοκτησίες πλουσίων Εβραίων της διασποράς οι οποίοι απεργάζονταν τα σχέδια εποικισμού ενώ άλλοι βρέθηκαν ακτήμονες να εργάζονται σε χωράφια ιδιοκτητών. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες εξεγέρσεις των χωρικών ήταν ενάντια στις νέες συνθήκες ιδιοκτησίας της γης. Εύφορες κοιλάδες και χωριά αγοράστηκαν εξ’ ολοκλήρου για λογαριασμό του Εβραϊκού Γραφείου αγοράς γης. Τις δεκαετίες του 20, 30 και 40 η οικονομική διείσδυση συμβάδιζε με την προετοιμασία του Στρατιωτικού βραχίονα του Σιωνιστικού κινήματος με αποτέλεσμα στα πρόθυρα του 1947 οι Ισραηλινοί να κατέχουν το 10% της εύφορης γης της Παλαιστίνης. Ήταν πλέον τότε έτοιμοι να ξεκινήσουν τη δράση της Χαγκάνα, του στρατού τον οποίο προετοίμασαν με την ανοχή, την ενθάρρυνση και τη βοήθεια των Βρετανικών δυνάμεων κατοχής ώστε η Παλαιστίνη να πέσει σαν ώριμο φρούτο.

Με τα δυο παραστρατιωτικά της σκέλη, της Ιργκούν και Στερν εξοπλισμένη από τους Βρετανούς αλλά και από ένα διεθνές δίκτυο, πρόπλασμα της μελλοντικής Μοσάντ, της Μυστικής Αστυνομίας. Εξάλλου η συνεργασία τους δεν έφτανε στο στρατιωτικό σκέλος αλλά από την αρχή οι Σιωνιστές μέσω της Histadrut της γενικής οργάνωσης των Εβραίων εργατών στο έδαφος του Ισραήλ μαζί με τους Εγγλέζουν απεργάζονταν τον κοινωνικό αποκλεισαμό των αράβων με τη λογική καμιά δουλειά σε άραβα μόνο σε εβραίους. Έτσι όταν την τριετία 1936-39 οι Εγγλέζοι αντιμετώπιζαν την εξέγερση των Παλαιστινίων, η Χαγκάνα συνδράμοντας στην καταστολή εκπαιδεύτηκε στα μελλοντικά εγκλήματα. Οργανώνοντας τα περίφημα για την εποχή «νυχτερινά αποσπάσματα» εισέβαλλαν σε χωριά και με ένα παρασκευασμένο εκρηκτικό το οποίο ονομαζόταν βαρελόβομβα δημιουργούσαν μια κόλαση από μανιασμένες φλόγες και ατέλειωτες εκρήξεις. Αποκορύφωμα ήταν η σφαγή του χωριού Ντείρ Γιασήν το 1937 όπου σ’ ένα βράδυ σφάχτηκαν και ρίχτηκαν στις φλόγες 300 νήπια, γυναίκες, γέροι. Με τα τάγματα Μηχανικού, ύστερα από κάθε ολοκαύτωμα χωριού ανατίναζαν τα σπίτια του χωριού. Έτσι σιγά-σιγά άρχισαν να ξεσπιτώνονται και να πηγαίνουν για τη Δυτική όχθη, μια περιοχή τότε ελαχίστου ενδιαφέροντος για το Ισραήλ. Οι επόμενες συγκρούσεις του 1948-49 δεν ήταν παρά η αληθινή παράσταση μιας πρόβας, αυτής που στήθηκε με χορηγό την Αγγλική αποικιοκρατία και τις ΗΠΑ με την αυλαία να χειρίζεται η Διεθνής Κοινότητα και τους 800.000 πρόσφυγες στα «φιλικά» αραβικά κράτη να αποχωρούν.

Οι 60.000 που παρέμειναν στο νέο κράτος, χωρίς πόρους και με 40.000 από αυτούς άστεγους, εφοδιάστηκαν με ειδική ταυτότητα που έγραφε «όχι Εβραίος». Στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική όχθη κατέφυγαν γύρω στις 1.400.000 ψυχές. Η Δυτική όχθη προσαρτήθηκε από την Ιορδανία και η Γάζα υπό την εποπτεία της Αιγύπτου μέχρι τον πόλεμο του 1967, οπότε περιήλθαν στον έλεγχο του Ισραήλ. Γύρω στους 300.000 έφυγαν από τα σύνορα της Παλαιστίνης. 100.000 στο Λίβανο, 110.000 στην Υπεριορδανία, και 80.000 στη Συρία. Περί των 20.000 πήγαν μακρύτερα, στην Αίγυπτο, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στη Σαουδική Αραβία. Σ’ όλα αυτά τα δήθεν φιλικά αραβικά κράτη, χρησιμοποίησαν τους Παλαιστίνιους όχι μόνο σαν φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά και ως έδαφος για να κάνουν πολιτική. Οι ξεριζωμένοι Παλαιστίνιοι, καταπιέστηκαν από όλες τις απόψεις (ταξικά, κοινωνικά, εθνικά). Και στα τρία αραβικά κράτη του Λιβάνου, της Συρίας και της Ιορδανίας περιθωριοποιήθηκαν και αντιμετώπισαν την αστυνομική βία σε κάθε περίπτωση που αγωνίζονταν για τα δικαιώματά τους: φυλακές, βασανιστήρια, εξορία, ακόμα κι εκτοπίσεις. Πολλοί πέθαναν κατά τη διάρκεια των πορειών προς αυτά τα κράτη. Για να ζήσουν έτρωγαν γρασίδι κι έπιναν τα ούρα τους μέχρι να φτάσουν στις αφιλόξενες νέες πατρίδες τους. Άλλοι έπιναν νερό από νερόλακκους για τα ζώα κι άλλοι εξαργύρωναν τις τελευταίες τους οικονομίες σε ντόπιους μαυραγορίτες για λίγη τροφή. Συχνά-πυκνά ξαναπερνούσαν τα σύνορα προκειμένου να «κλέψουν» από τα σπίτια τους, που πλέον δεν τους ανήκαν, εφόδια για τους καταυλισμούς.

Οι παραδοσιακές αξίες της εγκαρτέρησης και η αποδοχή του θελήματος του Θεού προφύλαξε μάζες Παλαιστινίων από την απόγνωση καθώς και η διαρκώς επαναλαμβανόμενη κουβέντα: «Σ’ ένα μήνα θα είμαστε στα σπίτια μας». Η κυβερνητική προπαγάνδα και των τριών χωρών με υποσχέσεις προς τους Παλαιστινίους εκτόνωνε την οργή ενώ από την άλλη οι αστυνομίες έκαναν τη δουλειά τους καταστέλλοντας κάθε κίνηση χειραφέτησης στους καταυλισμούς. Μόνο η Συρία απέδωσε ρητά ίσα δικαιώματα και αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας. Η κοροϊδία της Ουνρα του γραφείου δηλαδή για τους πρόσφυγες που στήθηκε από τον ΟΗΕ, σε συνδυασμό με το διπλό πρόσωπο των αραβικών κυβερνήσεων έθετε τις βάσεις για τη χειραγώγηση του διεσπαρμένου Παλαιστινιακού πληθυσμού ο οποίος αντιμετώπισε την κοινωνική διάκριση ακόμα και μέσα στην κοινωνία. Μια στερεότυπη φράση εμπαιγμού με τον πόνο του Παλαιστίνιου πρόσφυγα ήταν: «Πού είναι οι ουρές σας;». Ήταν οι διαφορετικοί στις χώρες αυτές, έζησαν τον καθημερινό χλευασμό, αντιμετώπισαν τη γελοιοποίηση και ήταν οι δαχτυλοδεικτούμενοι. Παρόλο όμως τον ξεριζωμό κατάφεραν μέσα στα στρατόπεδα προσφύγων να διατηρήσουν τους οικογενειακούς δεσμούς και να παραμένουν ως ένα άφθαρτο σώμα κοινωνικών σχέσεων. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες των αγροτών που διατηρούν τις παραδόσεις τους και την αξιοπρέπειά της φυλής, μυστικές μικρές ομάδες απετέλεσαν τους πρώτους πυρήνες αντίστασης στα μέσα της δεκαετίας του 60. Στο κάλεσμα αυτών των ομάδων αυθόρμητα απάντησαν χιλιάδες παλαιστίνιοι που για αυτούς ήταν και μια μεγάλη ευκαιρία να εκφράσουν τη διάθεσή τους για ελευθερία. Οι αριστερές ιδέες αναμίχθηκαν σε μια κίνηση με τις καθαρά πατριωτικές και μέσα από διακανονισμούς και οπισθοχωρήσεις οι τάσεις ανέδειξαν την ΟΑΠ ως πρωτοπορία του αγώνα. Έτσι ο πόλεμος των 6 ημερών που κατέληξε σε συντριπτική νίκη του Ισραήλ απομυθοποίησε τις αραβικές αυτές κυβερνήσεις που μέχρι τότε φέρονταν δημαγωγικά και ένα πλήθος κυρίως νέων ανθρώπων συσπειρώθηκε στις ένοπλες ομάδες. Οι πυρήνες στη Λωρίδα της Γάζας έπαιξαν το σπουδαιότερο ρόλο ανάμεσα στο 1948 και 1967 αφού ήταν η μόνη περιοχή που οι Παλαιστίνιοι ανέπνεαν σχετικά ελεύθερα.

Στα 1969 ο Αμού Ιγιαντ αρχηγός της Φάτεχ μιας ένοπλης ομάδας έλεγε: «ο ένοπλος αγώνας δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για την επίτευξη ενός ανθρωπιστικού σκοπού. Από το 1917 κι έπειτα η Παλαιστίνη ήταν αδιάκοπο θέατρο πολέμων, επαναστάσεων και αιματηρών συγκρούσεων. Ήρθε ο καιρός να ζήσει αυτή η χώρα κι ο λαός της ειρηνικά όπως τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα. Κρατάμε τα όπλα για να πετύχουμε έναν αληθινά ειρηνικό διακανονισμό κι όχι έναν επίπλαστο βασισμένο στην επιβολή της βίας και του ρατσισμού».

Όσο όμως ανέβαινε η μαχητικότητα άλλο τόσο ανέβαινε και η καταστολή και κυρίως στο Λίβανο και στην Ιορδανία. Όμως με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου στο οποίο στήριζαν την εθνική τους ανασυγκρότηση καθώς και με την ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης η λύση του ένοπλου αγώνα έγινε βαθμιαία η μοναδική λύση για την χειραφέτηση. Το ένοπλο κίνημα της εποχής συνοδεύονταν από σχέδια οικονομικής κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης επηρεασμένο σαφέστατα από το μαρξισμό και ιδιαίτερα από την τάση του εθνικοαπελευθερωτικού που εκείνο τον καιρό ήταν και η κυρίαρχη τάση αφού έσπαγε αποστήματα σε όλες τις ηπείρους που υπήρχαν αποικίες.

Έτσι στα 1969 το κίνημα των Φενταγήν (που σημαίνει αυτοί που θυσιάζονται για ένα ανώτερο σκοπό) ξεκίνησαν τις συγκρούσεις στα σύνορα με το Ισραήλ. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης και του στρατού του Λιβάνου να καθυποτάξουν το νέο αυτό κίνημα απέβησαν άκαρπες. Οι Φενταγήν, μια συμμαχία, Παλαιστινίων και ενός σημαντικού τμήματος του Λιβανέζικου πληθυσμού που επηρέαζε τις πόλεις και τα πανεπιστήμια συγκρουόμενο με το κράτος κατάφερε να αναδειχθεί σε ένα πόλο αντίστασης και να απελευθερώσει τα υπό ασφυχτικό κλοιό στρατόπεδα προσφύγων. Με διαδηλώσεις μαχητικές και συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα, κατάφεραν εκείνη την περίοδο να μεταστρέψουν τη γνώμη των αραβικών κυβερνήσεων υπέρ της επίλυσης. Έτσι σταδιακά η ΟΑΠ προέκυψε ως η επαναστατική ηγέτιδα δύναμη που ανέλαβε τρεις βασικές ευθύνες: τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα, την τήρηση ισορροπιών με τις αραβικές κυβερνήσεις και την προετοιμασία μιας μεταβατικής κυβέρνησης.

Οι καταπιεσμένοι Παλαιστίνιοι εκείνη την εποχή έλεγαν τη χαρακτηριστική φράση «μας σήκωσε το κεφάλι» σημάδι ενδεικτικό μιας κατάστασης όπου το αντάρτικο επέπλεε μέσα στο λαό σαν ψάρι. Μαζί με τον ξεσηκωμό του λαού αναβαθμίζεται και η θέση της γυναίκας η οποία και λόγω θρησκείας βρισκόταν σε μια υποδυέστερη θέση ενώ οι μοναδικοί οι οποίοι δεν είδαν με καλό μάτι αυτήν τη διεργασία ήταν οι πρόκριτοι, οι άνθρωποι του Μουφτή οι οποίοι έχαναν λίγο-λίγο την επιρροή τους πάνω στο σώμα του πληθυσμού. Έτσι μετά την απελευθέρωση των στρατοπέδων οι δημοκρατικά ψηφισμένες επιτροπές ανέλαβαν τα καθήκοντα της άμυνας, της υγείας, των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Οι τοπικές αυτές οργανωμένες προσπάθειες συγκέντρωναν χρήματα, έφτιαξαν πηγάδια, εγκατέστησαν σωλήνες ύδρευσης, έφτιαξαν μικρές βιβλιοθήκες, και άλλες δραστηριότητες τοπικού λαϊκού χαρακτήρα. Η υγεία και η Παιδεία κατέλαβαν την πρώτη θέση στις δραστηριότητες αυτών των επιτροπών. Σχολεία και Νοσοκομεία φτιάχτηκαν εκείνη την εποχή προνοώντας όμως και για την άμυνα. Υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται πως τα πρώτα καταφύγια τα έσκαψαν με τα χέρια μαζί με τους φοιτητές. Τέτοια δίψα για ελευθερία. Μαζί με τον καφέ από εκείνη την εποχή την ευχή στην υγειά σου αντικατέστησε: «Επανάσταση ως τη νίκη». Ένας πρωτοφανής οργασμός πολιτικής ζύμωσης που εμπεριείχε την κριτική σκέψη καθώς και τη γνωριμία με τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής αντικατέστησε σιγά-σιγά την ανατολίτικη μοιρολατρία των παλαιοτέρων. Έτσι παραδόσεις και αντιλήψεις που προέρχονταν από το παρελθόν παντρεύτηκαν με την αριστερή σκέψη τόσο για την επίλυση καθημερινών προβλημάτων όσο και για τον απώτερο στόχο: την ελευθερία και την επιστροφή.

H επαναστατική αυτή διαδικασία βοήθησε πολύ και πρώτα απ’ όλα στην ενότητα και στην ενίσχυση της ταυτότητας των παλαιστινίων, στο να βγουν από την απομόνωση και στη συνειδητοποίηση της αξίας των αγώνων. Έτσι φτάνουμε από τον «άραβα-παλαιστίνιο, ανατολίτη, καθυστερημένο, οπισθοδρομικό» στερεότυπο που η δύση έθρεψε για πολλές δεκαετίες στον «παλαιστίνιο τρομοκράτη» Στο παρελθόν η δήθεν καθυστέρηση, ο τρόπος ζωής και κουλτούρας του λαού της Παλαιστίνης σε συνδυασμό με την «αποκατάσταση» των Εβραίων που χάθηκαν στα ναζιστικά κρεματόρια χρησιμοποιήθηκαν σαν επιχειρήματα για την εκδίωξή τους από τη γη τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις των Ισραηλινών σύμφωνα με τον Φιλκενστάιν συμπίπτουν με κάποια από τις επετείους του ολοκαυτώματος. Γενικά στη Δύση και ύστερα από τον πόλεμο των 6 ημερών, κάθε έννοια κριτικής προς το μιλιταριστικό κράτος του Ισραήλ έχει να αντιμετωπίσει τη ρετσινιά του αντισημιτισμού από τους θιασώτες της βιομηχανίας του ολοκαυτώματος καθώς και το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι μέχρι και την εποχή των πρώτων αγώνων θεωρούνται ως «μη λαός». Οι ελάχιστοι Ισραηλινοί προοδευτικοί άνθρωποι που έδρασαν μέσα από κοινόβια κυρίως (τα γνωστά κιμπούτς) οι οποίοι ήταν αντίθετοι με το έγκλημα που συντελέστηκε δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την καλοστημένη προπαγάνδα η οποία στηρίχτηκε από τη δύση που θεωρούσε τους Παλαιστίνιους παρακμασμένους απόγονους παλαιοτέρων πολιτισμών. Έτσι η δυτική προπαγάνδα στράφηκε με ένα σίγουρο και αποτελεσματικό όπλο που μέχρι και σήμερα διεγείρει τις καταναλωτικές και απαθείς μάζες στις οποίες κυριαρχεί: Τον πόλεμο κατά της αραβικής τρομοκρατίας.

Έπρεπε λοιπόν να συμβούν με τις διαταγές και την ενεργό συμμετοχή του Σαρόν οι βομβαρδισμοί αμάχων στα στρατόπεδα του Λιβάνου, της Σάμπρα και Σατίλα με τη βοήθεια των ακροδεξιών χριστιανών μαρωνιτών (οπλισμένων από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ) όπως και ο βομβαρδισμός της Βηρυτού ο οποίος κόστισε τη ζωή σε 15.000 άμαχους Παλαιστίνιους και Λιβανέζους για να αρχίσει και η δύση να κλαυθμηρίζει και να συζητά πλέον τη λύση για το «παλαιστινιακό ζήτημα». Από το 67 και μέχρι το 82 τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ και των κυρίαρχων της Ευρώπης άφριζαν για τους «τρομοκράτες» Παλαιστίνιους κι ας έσφαζε ο Αριέλ Σαρόν, ο γνωστός παλικαράς «Άρικ» από τα 1950, άμαχους, γυναίκες και παιδιά με τη στρατιωτική μονάδα που διοικούσε. Οι παλιότεροι Παλαιστίνιοι έχουν να θυμούνται την στρατιωτική μονάδα 101 που διοικούσε ο Σαρόν και που ευθύνεται για χιλιάδες δολοφονίες μέχρι το καλοκαίρι του 82. Ο ίδιος ο Νταγιάν σε βιβλίο του εξαίρει τη φήμη του μεγάλου στρατηγού «Άρικ» ο οποίος «δεν ολοκλήρωσε ποτέ επιχείρηση με λιγότερους από δεκάδες νεκρούς στις τάξεις του εχθρού». Όμως ο «Άρικ», όσο κι αν φαίνεται παράξενο δεν ήταν ο μεγαλύτερος υπεύθυνος για τις σφαγές αυτές. Από τις αρχές της σύστασης του Ισραηλινού κράτους η βοήθεια από τις ΗΠΑ ήταν πολύ σπουδαία μαζί με τις συμβουλές εκκαθάρισης των Παλαιστινίων. Ο Σαρόν δεν ήταν παρά ο μπράβος που είχε το αμερικάνικο αφεντικό προκειμένου να κάνει τις βρομοδουλειές του και να έχει καθαρά τα χέρια του. Ο εξοπλισμός του Ισραήλ, η στήριξή του στον ΟΗΕ, η βοήθειά του στη διασπορά της βρώμικης προπαγάνδας από τη μεριά των ΗΠΑ ήταν η ανταμοιβή για την θέση του ως τοποτηρητή των συμφερόντων της πλανητικής δύναμης. Το Ισραήλ ξεπλήρωσε καλά αυτό το χρέος. Ειδικά μετά την πτώση της δυναστείας των Παχλεβί στην πρώην Περσία, ο ρόλος του ως περιφερειακού χωροφύλακα έγινε πρωταγωνιστικός. Μέσω Ισραήλ χρηματοδοτήθηκε η προσπάθεια της Σ. Αραβίας και ΗΠΑ για την ανατροπή του Χομεϊνί στο Ιράν. Κατά τα μέσα του 58 με την Τουρκία, την Περσία, και την Αιθιοπία επενέβησαν στο Λίβανο και Ιορδανία με στόχο να χτυπήσουν το ριζοσπαστικό αραβικό στοιχείο. Πραγματοποίησε επιδρομές τη δεκαετία του 60 στην μαύρη Αφρική για να εξασφαλίσει τη διατήρηση των αιμοσταγών καθεστώτων Μομπούτου στο Ζαΐρ και του Ιντί Αμίν στην Ουγκάντα και βοήθησε να καταστρατηγηθεί το εμπάργκο του ΟΗΕ όσον αφορά τον εφοδιασμό με πετρέλαιο στη Ροδεσία. Ωστόσο δεν έμεινε μόνο εκεί.

Οι εξυπηρετήσεις παρασχέθηκαν και στη Λατινική Αμερική. Μετά την απαγόρευση από το κογκρέσο στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να παρέχει βοήθεια προς τα δικτατορικά καθεστώτα βοήθεια, το Ισραήλ ανέλαβε αυτήν την υποχρέωση του αφεντικού του. Υποστήριξε τη δικτατορία του Σομόζα, τη δικτατορία του Ελ Σαλβαντόρ, όπως και το φασιστικό καθεστώς της Γουατεμάλας τη δεκαετία του 70. Βοήθησε επίσης και στην εκπαίδευση των Κόντρας που χτυπούσαν με βρώμικο πόλεμο τη Νικαράγουα των Σαντινίστας. Αυτές τις εξυπηρετήσεις τις παρείχε μέσω ενός δικτύου που είχαν στήσει οι ΗΠΑ στην Ταϊβάν, τη Σ. Αραβία, τη Νότια Αφρική όπως και με τους Νεοναζί της Αργεντινής. Εκτός από αυτά που αναφέρονται συνοπτικά, το Ισραήλ μέσω της Μοσάντ συνεργάστηκε με το Πεντάγωνο στη δοκιμασία προηγμένης τεχνολογίας όπλων ενώ μέσω της υπεροπλίας του έσπρωχνε σε αγορές όπλων τα αραβικά κράτη ανακυκλώνοντας έτσι τα πετροδολάρια στην πολεμική βιομηχανία. Πύραυλοι, εκτοξευτήρες, καταδιωκτικά, ελικόπτερα, συμβατικός οπλισμός, καύσιμα, τεθωρακισμένα ήταν το δώρο προς το Ισραήλ σύμφωνα με καταγγελίες της Δ. Αμνηστίας, παρά το ότι η ετήσια βοήθεια σε στρατιωτικό εξοπλισμό μεταφράζεται σε 2,8 δις Δολάρια δηλαδή περισσότερα από όσα δέχονται ως βοήθεια η Αφρική και η Ασία μαζί.

Με μεγάλο λοιπόν θράσος όλη αυτήν την μακρά περίοδο το κράτος του Ισραήλ είχε μια πάγια τακτική. Να καταλαμβάνει το χώρο που αδειάζει. Εποικισμοί κατά χιλιάδες και με σχέδιο, είτε σε έτοιμα σπίτια είτε σε γκρεμισμένα και βομβαρδισμένα χωριά, στήνονταν σιωπηρά σπίτια προκειμένου να νομιμοποιούν την καταστρατήγηση κάθε έννοιας δικαίου. Με την κατασκευή δικτύων δρόμων από τα οποία αποκλείονται οι παλαιστίνιοι, και με την εγκατάσταση στρατού και αστυνομίας εδραιώνονται σ’ αυτούς τους εποικισμούς. Εξ’ άλλου αιτήσεις Παλαιστινίων για ανοικοδόμηση αντιμετωπίζονται αρνητικά αφού κηρύσσουν τους χώρους ως χώρους πρασίνου ή αρχαιολογικούς. Εφόσον όμως δεν βρήκαν «γη χωρίς λαό» όπως έλεγε ο Ιδρυτής του Σιωνισμού Θόδωρος Χεσρλ, έπρεπε να την εφεύρουν. Η επινόηση του παλαιστινιακού ως «μη λαού» ήταν μια από τις πιο ρατσιστικές στην ιστορία του 20ου αιώνα. Ο «μη λαός» όμως κατάφερε και μέσα σε συνθήκες κατοχής να σηκώσει κεφάλι. Έτσι το 87 ξεκινάει η Ιντιφάντα με τους χιλιάδες νεκρούς ανάμεσα στους οποίους και πολλά παιδιά που με πέτρες κατάφεραν να φέρουν την Παλαιστίνη στο διεθνές προσκήνιο. Ήταν όμως ένας αγώνας που ξεφύτρωσε από το πουθενά βάζοντας αρχικά στην άκρη ακόμα και τους ιθύνοντες του ένοπλου αγώνα. Ήταν ένας αγώνας ταξικός κυρίως αφού στρεφόταν και κατά της ησυχίας που ευελπιστούσαν οι Παλαιστίνιοι ιθύνοντες. Ήταν ένας αγώνας εξισωτικός αφού, η πέτρα ήταν το κατ’ εξοχήν όπλο του εξεγερμένου και δεν θα μπορούσε να μπει σε μιλιταριστικές λογικές και στρατιωτικές σκοπιμότητες. Τα στομάχια των δυτικών αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ευαίσθητα για να το ανεχτούν κι έτσι η λύση δίπλα σε τόσες άλλες που κατά καιρούς παζαρεύονταν άρχισε πάλι να συζητιέται μ’ άλλους όρους.

Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις τους στα σημεία όλες οι συμφωνίες μετά το 1993 (Όσλο) αλλά και οι διεθνείς διαπραγματεύσεις επιβεβαίωναν την καταστροφή του 1948-49, ήταν πρακτικά θεμελιωμένες σε νεοαποικιακή βάση δηλαδή σε μια ισόβια εξάρτηση της Παλαιστίνης από το Ισραήλ και με την Παλαιστινιακή αρχή να ασκεί το ρόλο του ελέγχου του ντόπιου πληθυσμού πράγμα που στην αρχή ήταν γεγονός. Από τη μια ήθελαν δηλαδή ένα κράτος πλήρως οικονομικά και πολιτικά ελεγχόμενο από το Ισραήλ και από την άλλη την παλαιστινιακή αρχή να παίζει το ρόλο του πυροσβέστη απέναντι στη δυσαρέσκεια. ΚΙ έτσι έγινε. Χρήματα που εξόπλισαν μια αστυνομία που συλλάμβανε, βασάνιζε αγωνιστές, χρήματα για μια γραφειοκρατία που μεγάλωνε τον πλούτο της, χρήματα για τη δημιουργία νέων τζακιών. Ο Έντουαρντ Σαίντ, παλαιστίνιος και καθηγητής συγκριτικής Λογοτεχνίας στις ΗΠΑ, και στρατευμένος αγωνιστής σε περιοδεία του στην Παλαιστίνη μετά την «ειρηνευτική συμφωνία του Όσλο το 1993 αναρωτιόταν: «γιατί οι 50000 αστυνομικοί της Παλαιστινιακής αρχής μαζί με τις δεκάδες χιλιάδες υπαλλήλους που κάθονται στα γραφεία τους χωρίς να κάνουν τίποτα δεν στέλνονται επί τόπου για να βοηθήσουν τους ανθρώπους, να εμποδίσουν τις απαλλοτριώσεις και να συμπαρασταθούν σε όλους αυτούς που τους αφαιρούνται τα μέσα για την επιβίωσή τους;» Αφού προηγουμένως διαπίστωνε την τρομερή αδικία που μόνο με το Απαρτχάιντ της Ν. Αφρικής μπορούσε να συγκριθεί έγραφε το εξής τραγικό: «Η παλαιστινιακή αρχή γίνεται αντιληπτή ως διασφαλίζουσα την ασφάλεια του Ισραήλ και των εποίκων του και καθόλου ως ένας νόμιμος κυβερνητικός μηχανισμός που ενδιαφέρεται για το λαό του και τον βοηθάει»

Δεν είναι διόλου τυχαίο που παρά το ότι στόχος της ειρηνευτικής διαδικασίας είναι η υλοποίηση των αποφάσεων 242 και 338 του ΟΗΕ οι οποίες προβλέπουν ρητά την άνευ όρων αποχώρηση των Ισραηλινών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα και την Α. Ιερουσαλήμ, και παρά το ότι η απόφαση 194 μιλά για την ειρηνική επιστροφή των προσφύγων και με δεδομένο ότι ο ΟΗΕ χαρακτήριζε παράνομους τους εποικισμούς, τα ζητήματα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται στη διακήρυξη αρχών. Μέσα σ’ όλη αυτήν την κοροϊδία που ονομάζουν «ειρηνευτική διαδικασία» το νερό και η διαχείρισή του αποτελεί ένα αγαθό το οποίο σύμφωνα με τις γεωστρατηγικές συμφωνίες πρέπει να ελέγχεται για λογαριασμό της οικονομίας του Ισραήλ. Έτσι για παράδειγμα στα μέσα του 93 από τα 600 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού που παράγουν ετησίως οι πηγές στην Ιουδαία και στη Σαμάρεια οι κάτοικοι του Ισραήλ χρησιμοποιούν τα 500 παρότι λιγότεροι σε πληθυσμό ικανοποιώντας μόνο με το 1/3 τις συνολικές τους ανάγκες σε νερό. Καταπατώντας κάθε έννοια συμφωνίας το Ισραήλ παρέχει κατά μέσο όρο μόλις 10 λίτρα νερό την ημέρα όταν το διεθνές μίνιμουμ είναι 50 λίτρα. Το Ισραήλ δίνει νερό στους μαχαλάδες των Παλαιστινίων μόλις γεμίσουν οι πισίνες των εποίκων κατήγγειλε ο υπουργός της Π. αρχής Σαφιγιέ. Στους Παλαιστίνιους σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής επιτράπηκε να ανοίξουν μόνο αβαθή πηγάδια. Άλλωστε το 40% του νερού του Ισραήλ εξαρτάται από τις περιοχές που κατέλαβε το 67. Ο φιλειρηνιστής υπουργός Γιόσι Σαρίντ άλλωστε πρότεινε για την Παλαιστίνη την ασύμφορη ακόμα και για την πλούσια Δύση τεχνολογία της αφαλάτωσης προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε νερό αφού όπως έλεγε: «Δεν πρέπει ποτέ να επιτρέψουμε στους Παλαιστίνιους να αναπτύξουν αγροκαλλιέργεια σε άλλες περιοχές γιατί τέτοιου είδους ανάπτυξη θα γίνει σε βάρος της Ισραηλινής αγροκαλλιέργειας. Και δεν πρέπει έπ’ ουδενί να επιτρέψουμε στους Παλαιστίνιους να καλύψουν τις ανάγκες τους σε νερό στην Λωρίδα της Γάζας από τα υδροφόρα κοιτάσματα της περιοχής .

Από την άλλη ένας τρόπος ακήρυχτου πολέμου είναι οι συλλήψεις για τις οποίες η Διεθνής Αμνηστία έχει δηλώσει πως μόνο το 80% είχαν κάποιο λόγο ενώ μένουν μέσα το λιγότερο 3 μήνες. Σύμφωνα με το άρθρο 378 της Στρατ. Διοίκησης επιτρέπεται η κράτηση χωρίς την επικοινωνία με δικηγόρο μέχρι και 90 μέρες. Επίσης ως γνωστόν το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που ρητά και επίσημα η νομοθεσία επιτρέπει στα σώματα ασφαλείας την «άσκηση σωματικής πίεσης» δηλαδή με άλλα λόγια τα βασανιστήρια. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία 800 Παλαιστίνιοι κάθε χρόνο βασανίζονται από τη Γενική Υπηρεσία Ασφαλείας. Με διαρκή μπλόκα, εισβολές σε σπίτια και κατά βούληση απαγορεύσεις της κυκλοφορίας προσπαθούν να κάνουν τη ζωή των παλαιστινίων όσο γίνεται πιο αφόρητη. Όμως και στην «ειρηνευτική συμφωνία» του Όσλο δεν υπήρχε καμιά σαφής αναφορά για την απομάκρυνση των στρατευμάτων από τα κατεχόμενα. Τα ίδια και για τα εργασιακά δικαιώματα των Παλαιστινίων. Με 2 δολάρια περίπου την ημέρα κατά μέσο όρο οι παλαιστίνιοι είναι η καύσιμος ύλη για τις χειρότερες εργασίες από την εποχή του 1949 μέχρι και σήμερα. Χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα, ασφάλιση, περίθαλψη όλον αυτόν το καιρό στα κατεχόμενα οι παλαιστίνιοι φυτοζωούσαν από την τεράστια και ρατσιστική οικονομική καταπίεση. Εκείνο που κατάφερε να τους βοηθήσει ήταν ένα κοινοτικός τρόπος ζωής απέναντι σ΄ αυτήν την καταπίεση αλλά και η προσδοκία της δικαίωσή του, αυτό που ο ποιητής τους, Μαχμούντ Νταρβίς αποκαλεί «αγιάτρευτη αρρώστια».Έτσι δεν είναι τυχαία η ανάπτυξη του πολιτικού Ισλάμ. Μετά τη χρεοκοπία του παναραβισμού και των καθεστώτων τύπου «Μπάαθ», το πολιτικό Ισλάμ τείνει να κυριαρχήσει ως ιδεολογία στον αραβικό κόσμο. Αντίστοιχα με το Σιωνισμό, το πολιτικό Ισλάμ δημιούργησε υποδομές κοινωνικής σημασίας για τους παλαιστίνιους ποντάροντας τόσο στη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια όσο και στην παράδοση. Στόχοι της Χαμάς είναι η εκδίωξη όλων από τη γη της Παλαιστίνης, η επαναφορά του ισλαμικού νόμου. Σύμφωνα με τη Χαμάς ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων είναι υπόθεση ατομική του κάθε μουσουλμάνου. Η Χαμάς δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 80 και ισχυροποιήθηκε χάρη στην ανοχή του Ισραηλινού κράτους. Ήταν ένα αντίβαρο στην επικίνδυνη για το Ισραήλ εθνικιστική Φατάχ. Όταν η Σαουδική Αραβία διέκοψε σχέσεις με τη Φατάχ και σταμάτησε την οικονομική βοήθεια, η Χαμας έγινε ο μόνιμος αποδέκτης της. Από κει και μετά μιλάμε για μια σταδιακή έως ραγδαία ανάπτυξη αυτού του κινήματο ςπου αυτήν την περίοδο αποτελεί και το επίσημο αντίπαλο δέος στους Σιωνιστές.

Τελειώνοντας θα αναφερθούμε στο ειρηνιστικό κίνημα του Ισραήλ του οποίου οι βάσεις ξεκινούν ταυτόχρονα σχεδόν με τα εναλλασσόμενα σχέδια του Σιωνισμού για την εγκατάσταση των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Εβραίοι με επιρροές από τη σοσιαλιστική φιλοσοφία των Κροπότκιν και Μαρξ κατάφεραν από τις αρχές του αιώνα να ιδρύσουν κοινόβια μέσα στα οποία θα μπορούσαν να εφαρμόσουν τις αρχές της αυτοδιαχείρισης, της αλληλοβοήθειας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Για 25 περίπου χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 40 και ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη διετία 48-49 που πραγματοποιήθηκε ο διωγμός των Παλαιστινίων, το κιμπούτς η εβραϊκή εκδοχή του κοινοβίου ήταν το έδαφος πάνω στο οποίο βασίστηκαν πρακτικές και θεωρίες για μια δίκαιη κοινωνία.. Απορροφημένοι στον εσωτερικό κόσμο της καθημερινότητας δεν είδαν ή Δε πρόβλεψαν αυτό που προετοιμαζόταν εδώ και χρόνια. Η κυριαρχία των Σιωνιστών στα εδάφη της Σιών. Έτσι οι κύκλοι αυτοί αφομοιώθηκαν ή μετανάστευσαν σε λιγότερο βάρβαρες περιοχές αυτού του πλανήτη και το κιμπούτς απετέλεσε το χώρο φιλοξενίας αυτών που ήρθαν να εποικίσουν με αφέλεια πάνω στα συντρίμμια που άφησε ο στρατός και οι παρακρατικές τρομοκρατικές ομάδες. Επισημαίνονται παρουσίες όπως του Νόαμ Τσόμσκι και της φιλοσόφου Χάννα Άρεντ εκείνη την μεταβατική περίοδο που η σκηνοθετημένη από χρόνια επιστροφή την μετέτρεπε σ’ ένα σιωνιστικό παραλήρημα. Μοριακά και μέσα από αριστερές και ειρηνιστικές οργανώσεις αλλά και από μεμονωμένες προσωπικότητες συνεχίζει να υφίσταται ένα κίνημα του οποίου η σημερινή αιχμή είναι η άρνηση στράτευσης. Το 1982 και μ’ αφορμή τις σφαγές στη Σάμπρα, Σατίλα και Βηρυτό έκανε την εμφάνισή του μέσα από την άρνηση στο στρατό το κίνημα αυτό. Χιλιάδες και έφεδροι καταδικάστηκαν σε πειθαρχικές ποινές φυλάκισης κι αυτό λόγω της ύπαρξης νομοθετικού κενού. Η Yesh Gvul που δημιουργήθηκε το ίδιο καλοκαίρι ξεκίνησε την καμπάνια της με τις υπογραφές 3500 στρατιωτών που ζητούσαν να μην υπηρετήσουν έξω από τα σύνορα της χώρας. Από αυτούς 200 φυλακίστηκαν και 400 στάλθηκαν στα σπίτια τους ή απασχολήθηκαν σε δευτερεύουσες ασχολίες του στρατού. Με την έναρξη της Ιντιφάντα του 1987 και μ’ αφορμή την εντολή του «ειρηνιστή» Γιτζάκ Σαμίρ στους στρατιώτες να σπάζουν τα χέρια των συλληφθέντων η ίδια οργάνωση κατήγγειλε τις πρακτικές αυτές και εκατοντάδες μέλη της αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στα κατεχόμενα. Το ίδιο συνέβη και με τις κινητοποιήσεις της στη δεύτερη Ιντιφάντα του 2000. Με φυλλάδια που πληροφορεί για τα εγκλήματα του ισραηλινού στρατού παλιά και τωρινά με υπενθύμιση των συνθηκών υπεράσπισης δικαιωμάτων, με προτάσεις για τρόπους αντίστασης, οργανώνει πορείες, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από φυλακισμένους αντιρρησίες. Είναι ιδιαίτερα αποκλεισμένη αυτή η οργάνωση από τα εθνικά και διεθνή ΜΜΕ όπως και το μικρό ειρηνιστικό κίνημα στο Ισραήλ για ευνόητους λόγους. Από τη μια αποτρέπουν την αμφισβήτηση στο εσωτερικό του Ισραήλ για τα εγκληματικά σχέδια και από την άλλη στη διεθνή σκηνή δηλώνουν ψευδώς μια συμπαγή και ομογενοποιημένη εικόνα. Τέλος οι αναρχικοί ενάντια στο Τείχος είναι η πιο πρόσφατη υπόθεση αντίστασης μέσα στο Ισραήλ όπου με αφορμή τα όσα εκτυλίσσονται στον αποκλεισμό των Παλαιστινίων αποτελούν και την πολιτική πρόταση για μια ελευθερία χωρίς κράτος. Με τη λογική βέβαια ότι κάθε κράτος αποτελεί το μηχανισμό που θεσμοποιεί την κοινωνική και οικονομική αδικία.

Για το χρονικό αυτό βοήθησε η σπάνια έκδοση με συγγραφέα την Ροσμαρί Σαγιχ και με τίτλο «Παλαιστίνιοι από αγρότες επαναστάτες», ο Τσόμσκι και η εργασία του «Παλιές και νέες τάξεις πραγμάτων», οι εκδόσεις της ομάδας «Κόκκινο Νήμα» για το Παλαιστινιακό, μεταφρασμένα τεύχη της Lemond Libertaire, τεύχη της δημοσιογραφικής ομάδας «ΙΟΣ» με πολλά αφιερώματα στο παλαιστινιακό ζήτημα, το περιοδικό για την άμεση και οικονομική δημοκρατία «ΕΥΤΟΠΙΑ» όπως και από άρθρα του Ριζοσπάστη της Εποχής και Ελευθεροτυπίας. Θα τελειώσω με μια από τις τελευταίες δηλώσεις του Παλαιστίνιου ποιητή Μαχμούντ Νταρβίς: «Κανένας δεν έχει το μονοπώλιο της γης, του Θεού ή της μνήμης. Η ελπίδα είναι αγιάτρευτη αρρώστια για τους Παλαιστίνιους-η ελπίδα για μια φυσιολογική ζωή χωρίς ήρωες και θύματα. Κι ο συντομότερος δρόμος για να αποφύγουμε τέτοιες καταστροφές είναι να απελευθερωθούμε εμείς από την κατοχή κι η Ισραηλινή κοινωνία από την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει έναν άλλο λαό».