Γράφτηκε από τον Isaac Puente και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Estudios», ν. 118, τον Ιούνιο του 1933.

Ο άνθρωπος είναι προϊόν του περιβάλλοντος στο οποίο ζει. Όπως τον επηρεάζουν το κλίμα, το υψόμετρο, η φωτεινότητα και ο ορίζοντας της περιοχής στην οποία ζει, και μεταφράζονται στο σώμα του, στην υγεία του, στο σωματικό του σφρίγος, στο χρώμα της επιδερμίδας του και στην κατάσταση της διάθεσής του, έτσι τον πλάθει και το ψυχολογικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Κανένας δεν ξεφεύγει από την επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος, της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σχολείο, στο δρόμο, των ιδεών και των συνηθειών, των πεποιθήσεων και των προκαταλήψεων, που σχηματίζουν ένα πυκνό δίχτυ στο κοινωνικό μας περιβάλλον. Οι αποκτημένες στην παιδική ηλικία ιδέες ξεριζώνονται πολύ δύσκολα και συνήθως παραμένουν λίγο πολύ σε λανθάνουσα κατάσταση μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Πρέπει όμως να σημειώσουμε τις ατομικές διαφορές. Κάποιοι είναι σαν το κερί. Αφήνονται παθητικά να πλαστούν και είναι το λογικό και αναγκαστικό αποτέλεσμα του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσονται. Δεν έκαναν το παραμικρό να είναι αλλιώς. Είναι χριστιανοί το ίδιο όπως θα μπορούσαν να είναι τούρκοι. Προσαρμόζονται και προσδιορίζονται από το περιβάλλον. Άλλοι είναι όπως το ατσάλι. Όση προσπάθεια καταβλήθηκε για να τους εκτρέψει προς τη μια πλευρά, την έβαλαν αυτοί για να αποκλίνουν προς την αντίθετη πλευρά. Η επίδραση του περιβάλλοντος, συγκρουόμενη με την ψυχολογία τους, τους κάνει να αντιδρούν, κάνοντάς τους να είναι το αντίθετο απ’ ότι είναι οι υπόλοιποι. Βγαίνουν εξεγερμένοι από περιβάλλοντα ευνουχιστικά και άθεοι από θρησκευόμενα.

Αυτό πάει να πει ότι το περιβάλλον σημαίνει πολλά για τη συγκρότησή μας, αλλά όχι τα πάντα. Πλάθεται μόνο αυτός που είναι επιδεκτικός και αφήνεται να τον πλάσουν. Όχι οι δυνατοί χαρακτήρες και οι ασυνήθιστες ψυχολογίες, που αντιδρούν γρήγορα ενάντια σε οποιαδήποτε επιρροή τείνει να τους εκτρέψει από το δρόμο τους.

Αυτή είναι η λογική θέση απέναντι στην ατέλειωτη διένεξη ανάμεσα στους ντετερμινιστές και τους μη ντετερμινιστές. Ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με καθοριστικούς παράγοντες που φτάνουν να ακυρώσουν τη θέλησή του. Έτσι, οι οικονομικές συνθήκες, τα πάθη, το ένστικτο, οι συνθήκες που μας περιβάλλουν, η κατάσταση της πέψης και της υγείας μας, μας κάνουν να ενεργούμε με ένα συγκεκριμένο τρόπο και μας εμποδίζουν να ενεργήσουμε με ένα τρόπο διαφορετικό. Η ελεύθερη βούληση για να ενεργήσει κανείς ή για να σταματήσει να ενεργεί, η θέληση δηλαδή του ανθρώπου να πραγματοποιήσει ή να σταματήσει να πραγματοποιεί μία συγκεκριμένη δράση, είναι κάτι που πολλές φορές υποτάσσεται σε περιστάσεις, εκτιμήσεις και προσδιορίζουσες πιο δυνατές από εμάς. Υπάρχει ένα μέρος της αλήθειας στις δύο φιλοσοφικές σχολές. Όλα εξαρτώνται από το άτομο, από την πλαστικότητα του χαρακτήρα του για να προσαρμοστεί και να αναδιπλωθεί μπροστά στις περιστάσεις, ή από την ένταση της εσωτερικής του ζωής, και από την ικανότητα να αντιδρά ενάντια στους καθοριστικούς παράγοντες του περιβάλλοντος, επιβάλλοντας, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, την υπεροχή της ίδιας της βούλησης.

Το κοινωνικό περιβάλλον βαραίνει πάνω στα άτομα σαν πλάκα από μολύβι. Τείνει να τα συμμορφώσει με την υποταγή, με την υπακοή, με τον κονφορμισμό, με την αδιαφορία, με την έλλειψη ανησυχιών. Το οικογενειακό περιβάλλον είναι ένα αντίγραφο αυτού, σε μικρογραφία. Το σχολείο, ένα μέρος όπου η επίθεση κατά της φύσης του παιδιού γίνεται κάτω από την προστασία της παιδαγωγικής επιστήμης. Έτσι καταλήγει η πλειοψηφία συμβιβασμένη με το περιβάλλον, κομμένη σαν ένα πατρόν, χωρίς άλλες ανησυχίες εκτός από αυτές του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύχθηκε, και μέσα στο οποίο πρέπει να ζήσει σαν το ψάρι στο νερό. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένας αριθμός, που αν και μικρός, όχι μόνο αντιστέκεται στην ευνουχιστική επίδραση του περιβάλλοντος, αλλά αντιδρά ενάντιά της και οδηγεί τις δραστηριότητές του στην τροποποίηση αυτού του περιβάλλοντος που τόσο μοιραία βαραίνει πάνω στον τρόπο ύπαρξης της πλειοψηφίας.

Μέσω της αδράνειας, το περιβάλλον εξασφαλίζει τη διαιώνιση των υπαρχουσών κοινωνικών δομών, και των υπαρχουσών νοοτροπιών, μιας και οι ατομικότητες που δραπετεύουν από την επίδρασή του είναι σε περιορισμένο νούμερο και από μόνες τους ανίκανες να αλλάξουν τις συνθήκες και τις περιστάσεις που συνιστούν το κοινωνικό περιβάλλον. Σκεπτόμενοι πάνω στον τρόπο που θα ξεφύγουν από αυτόν τον αυστηρό ντετερμινισμό, σχεδιάζοντας να σπάσουν αυτό τον σιδερένιο κύκλο, οι αντικονφορμιστές βρίσκονται μπροστά σε δύο τιτανιαία καθήκοντα

α) Ένα προσηλυτιστικό, να κερδίσουν με την υπόθεση της εξέγερσης έναν επαρκή αριθμό ατόμων. Έχει το όριό του στον περιορισμένο αριθμό ατόμων, επιδεκτικών στο να αλληλοεπιδράσουν με την επαναστατική υπόθεση κόντρα στο περιβάλλον. Αυτό δεν είναι θέμα κουλτούρας, αλλά συναισθημάτων.

β) Άλλο επαναστατικό, που τείνει στο να συνενώσει τις διάσπαρτες προσπάθειες για να τις εξακοντίσει σε βίαιη έκρηξη πάνω στην υποδουλωτική κοινωνική οργάνωση. Είναι μια επιχείρηση γεμάτη τόλμη, που μπορεί να έχει επιτυχία μόνο με την συνεργασία ιστορικών δυνατοτήτων και ευνοϊκών ενδεχόμενων.

Ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται με την μεμονωμένη χειραφέτηση. Έχει ανάγκη να ξέρει τους υπόλοιπους ελεύθερους και χειραφετημένους προκειμένου να γευτεί την ίδια του την ελευθερία. Γι’ αυτό και το άτομο το χειραφετημένο από τις προκαταλήψεις και τις ιδέες του κοινωνικού περιβάλλοντος, αφιερώνεται στο να απελευθερώσει τα αδέρφια του δια της πειθούς και να τους ελευθερώσει από το συμβιβαστικό βάρος του περιβάλλοντος που τους κάνει να υποκύπτουν στον πιο ακυρωτικό των κονφορμισμών.

Αλλά παρά το ότι και τα δύο καθήκοντα φαίνονται υπέρμετρα, απρόσιτα για τον άνθρωπο, είναι απαραίτητο να πιστέψει ότι είναι εφικτά, για την αποτελεσματικότητα της προσπάθειάς του. Με άλλο τρόπο, χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς πίστη στην υπόθεση, αξίζει περισσότερο να παραιτηθεί, και να αφιερωθεί αποκλειστικά στην καλλιέργεια του εσωτερικού κήπου του εγωισμού. Ο προπαγανδιστής πρέπει να πιστέψει ότι όσοι τον ακούνε είναι άνθρωποι με πρόσβαση στους συλλογισμούς του, ικανοί να κατανοήσουν και να αλληλοεπιδράσουν με τον τρόπο που έχει να αισθάνεται. Ο επαναστάτης πρέπει να ενεργεί πάντα, σαν να είχε η προσπάθειά του τις περισσότερες πιθανότητες να καρποφορήσει, σαν να ήταν η κάθε στιγμή η καταλληλότερη για το θρίαμβο της προσπάθειάς του και για τη θυσία της ζωής του. Είναι η μοναδική εγγύηση για να εκμεταλλευτεί ο πρώτος τη μεγαλύτερη γενίκευση της δυσαρέσκειας και για να μπορέσει ο δεύτερος να επωφεληθεί από τα πιο ευνοϊκά ιστορικά απρόβλεπτα, τα οποία, δυστυχώς, δεν μπορούν να είναι γνωστά εκ των προτέρων, παρά μόνο όταν έχουν ήδη συμβεί.

Κι αυτό το καθήκον θα πρέπει να το αναλάβουν κάτω από την σκωπτική κριτική εκείνων που περνιούνται έξυπνοι και πρακτικοί άνθρωποι και έχουν πάντα στην άκρη των χειλιών τους την περιφρονητική φράση της σοφίας τους: «το ‘λεγα εγώ!...».

Η λέξη αδύνατον στερείται νοήματος για τον ιδεαλιστή. Όλα τα πράγματα είναι αδύνατα μέχρι τη στιγμή που παύουν να είναι. Ήταν αδύνατα: ο τερματισμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, να νικήσει ο χριστιανισμός τον παγανισμό, να θριαμβεύσει ο Λούθηρος με τη Μεταρρύθμισή του, να ανακαλυφθεί η Αμερική, να κάνει κανείς το γύρο του κόσμου, να πετάξει με τη σιγουριά των πουλιών, να κυριαρχήσει πάνω στη βασιλική Εξουσία, να υποτάξουν την αριστοκρατία, να εκθρονίσουν τον τσάρο πασών των Ρωσιών, να μιλάει κανείς από ήπειρο σε ήπειρο, να αναθέσουμε στη μηχανή όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες…

Ο ιδεαλιστής έχει πάντα γραμμένες στην ασπίδα του αυτές τις τολμηρές λέξεις: Θα κάνω δυνατό τα αδύνατο. Και μ’ αυτές, και από την ασημαντότητά του, έχει νικήσει τους θεούς περισσότερες από μία φορές.