Απόσπασμα από την μπροσούρα «Οργάνωση και Αγώνας για την Αναρχία" του Γιώργου Μεριζιώτη

I. Αρχές της αμεσοδημοκρατικής δομής

Το αξιακό μας περιβάλλον

Από τη στιγμή που ένα μέρος του κινήματός μας παύει να είναι κολλημένο επίμονα στην ιδεολογία της αδιαρθρωσίας, της μερικότητας, της αποσπασματικότητας και του ατομιστικού αφορμαλισμού θα είναι έτοιμο και ώριμο να αναπτύξει εκείνες τις μορφές οργάνωσης που θα ταιριάζουν καλύτερα στην αναρχική, ελευθεριακή λειτουργία του. Δυστυχώς, στην εποχή του μη αυτονόητου και της σύγχυσης, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για την «κοινωνική αναρχία», λες και δεν είναι. Εδώ χρειάζεται να διευκρινίσουμε κάτι. Εμείς θεωρούμε την άμεση δημοκρατία σαν ιδιοσυστατικό της αναρχίας, αλλά ακόμη και η περιεκτική είναι πιο κοντά με τις αναρχικές, ελευθεριακές αρχές με την έννοια της Μπακουνικής κληρονομιάς, παρά με αυτό το νιχιλικό, στιρνερικό συνοθύλευμα αρνητικών θελήσεων που θέλει να αποκαλείται τυχοδιωκτικά αναρχικό.

Η άμεση δημοκρατία είναι το οξυγόνο και η γενικευμένη κοινωνική αυτοδιεύθυνση1, το καύσιμο της αναρχίας, ενώ οι οργανώσεις, συλλογικότητες και λοιπές συσσωματώσεις μας είναι οχήματα προς την ελευθεριακή κοινωνία. Οι οργανώσεις μας είναι συλλογικές οντότητες - ζωτικότητες και προπάντων αντιθεσμίσεις, στις οποίες η αναρχία σαν κοινωνική δυνατότητα βιώνεται προς τα μέσα και επιβεβαιώνεται προς τα έξω (όσο γίνεται) σε μικρογραφία, γι΄ αυτό δεν πρέπει να συγχέουμε την αναρχική οργάνωση ούτε με την παρέα (παρεϊσμός) ούτε με τον λειτουργισμό. Οι οργανώσεις μας, δεν είναι λειτουργικά εργαλεία σαν των εξουσιαστών όπου ένα πεφωτισμένο διευθυντήριο τις χρησιμοποιεί για να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία και το κράτος.

Μερικές από τις «παραδοσιακές» παλιές τεχνικές θα αποδειχτούν χρήσιμες αν και όχι τέλειες. Άλλες πάλι θα μας βοηθήσουν να δούμε τι δεν πρέπει να κάνουμε για να φτάσουμε σ' ορισμένους στόχους με τις λιγότερες «θυσίες» για τα άτομα και το κίνημα, επιπλέον θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την αναπαραγωγή στην εσωτερική μας συγκρότηση αλλοτριωμένων συμπεριφορών και τάσεων του κυρίαρχου συστήματος, δηλαδή του καπιταλισμού. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συνειδητοποίηση και η προσπάθεια εξάλειψης μιας σημαντικής αντίφασης που υφίσταται εντός του κινήματος και που για μας τους αναρχικούς, παίρνει πολλές φορές οριακές διαστάσεις.

Το δέον είναι, εφόσον την αναγνωρίζουμε, να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την άρση της. Το μη δέον είναι το να την αγνοούμε, αλλά και όταν παραδεχόμαστε την ύπαρξη της να μην είμαστε διατεθειμένοι να πράξουμε για την υπέρβασή της. Ενώ κατανοούμε ότι κουβαλάμε συνήθειες και αντιλήψεις του κόσμου που ζούμε (αλλά και θέλουμε να αλλάξουμε), γνωρίζοντας ότι υπάρχουν ατομικές και συλλογικές ανεπάρκειες (κανείς τέλειος, όχι με την θρησκευτική έννοια ούτε με την φιλοσοφική τελεολογία), πολλές φορές αναπαράγουμε αυτόν τον κόσμο στο εσωτερικό μας, στις μεταξύ μας σχέσεις. Αυτό καταντάει την αναρχία αναξιόπιστη και χιμαιρική επιβεβαιώνοντας αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατες οι κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων χωρίς ιεραρχία και κυριαρχία.

Το μη δέον είναι, ότι ξέροντας πως από το κέλυφος της παλιάς κοινωνίας θα γεννηθεί η νέα, εντούτοις δε βρίσκουμε εκείνες τις διαδικασίες και τα συλλογικά εκείνα εργαλεία για να αποτρέπουμε την αναπαραγωγή αυτών των παλιών συνηθειών στις μεταξύ μας σχέσεις (ιδιαίτερα όταν οι παλιές συνήθειες αναπαράγονται με την μορφή της «άτυπης ιεραρχίας» και των διευθυντηρίων λήψης αποφάσεων που είναι δύσκολο λόγω του ότι είναι «αόρατα» να ελεγχθούν και να εξαλειφθούν).

Το δέον είναι, το να παλεύουμε να ξεπεραστεί, όσο είναι δυνατόν, η συνείδηση της ιεραρχίας-κυριαρχίας και των διακρίσεων-προνομίων μεταξύ των ανθρώπων (ιδιαίτερα στον τρόπο που παίρνουμε και υλοποιούμε τις συλλογικές μας αποφάσεις) και το να μη φοβόμαστε να πειραματιστούμε με νέες πρακτικές, ενάντια στη δύναμη της συνήθειας που παράγει συντηρητισμό.

Θα αφήσουμε κατά μέρος τους ισχυρισμούς ότι «οποιαδήποτε οργάνωση οδηγεί αναπόφευκτα στην ολιγαρχία» (αυτή είναι μια κατάσταση που ταιριάζει καλύτερα στη ζωή της αρκούδας). Στην ανθρώπινη διάσταση δε χρειάζεται να αποδεικνύουμε το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή στη μοναξιά δεν τίθεται ζήτημα ελευθερίας, στη μοναξιά δεν τίθεται ζήτημα ισότητας. Όσο εμείς οι αναρχικοί δεν προτείνουμε μια άλλη εφικτή οργάνωση της κοινωνίας (όχι με την μορφή του σχεδιασμού αλλά με την μορφή της υπέρβασης του υπάρχοντος), όσο εμείς οι αναρχικοί δεν διάγουμε ένα βίο όσο το δυνατόν κοντά στις αρχές μας, αλλά και με το παράδειγμα μας σαν στάση ζωής (άλλωστε για να αλλάξουμε τον κόσμο χρειάζεται πρώτα να αλλάξουμε τους εαυτούς μας) τόσο θα διαιωνίζεται στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων-εκμεταλλευομένων της σημερινής εποχής,2 ο ιστορικός ρόλος της οργάνωσης του καπιταλισμού, το σύγχρονο εθνικό ή διεθνοποιημένο κράτος, η ιεραρχία και η κυριαρχία σε όλα τα επίπεδα που απορρέουν από αυτό.

Ας έρθουμε τώρα σε ένα άλλο ζήτημα όχι δευτερευούσης σημασίας, την κοινωνική απεύθυνση, το πώς παρουσιαζόμαστε, το «προς τα έξω» στην επαφή μας με τις καταπιεσμένες - εκμεταλλευόμενες τάξεις της σημερινής εποχής (ενώ σωστά καταδικάζουμε τη πολιτική διαμεσολάβηση). Θέλει προσοχή για να μην μεταβληθεί - εκ των περιστάσεων - ο αγώνας μας και οι δράσεις μας ως η διαμεσολάβηση του κοινωνικού αγώνα. Επιλέγοντας να μιλάμε πάντα σε πρώτο πρόσωπο στην απεύθυνση μας προς στους εξουσιαζόμενους – εκμεταλλευόμενους, δηλαδή σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα κοινωνία, είμαστε πρώτα και κύρια εμείς οι ίδιοι εκμεταλλευόμενοι – εξουσιαζόμενοι, γι΄αυτό δεν είμαστε «πεφωτισμένες» πρωτοπορίες, ενώ είναι έξω από τον αξιακό μας κόσμο το «όποιος δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος θα αναγκαστεί να ζήσει ελεύθερος». Με λίγα λόγια ή θα απαλλαγούμε όλοι μαζί από την μιζέρια της οικονομικής εκμετάλλευσης, την εξουσία και τη λεηλασία της φύσης ή που δε θα απαλλαγούμε. Παραφράζοντας το παλιό σύνθημα «Η χειραφέτηση των εργατών πρέπει να είναι έργο των ίδιων των εργατών», που ήταν, είναι και θα είναι σύνθημα μας, δεν πρέπει να ξεχνάμε το ότι η «Η χειραφέτηση της κοινωνίας πρέπει να είναι έργο της ίδιας της κοινωνίας». Το πώς και πότε θα συμβεί αυτή η χειραφέτηση είναι ένα «στοίχημα» που τίθεται από την εκάστοτε γενιά επαναστατών εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια.

Κάνοντας μια φανταστική υπόθεση: Αν αύριο ξέσπαγε μια επανάσταση και δεν είχε διαμορφωθεί μια αρκετά διευρυμένη μετα-κρατική, μετα-ιεραρχική, μετα-καπιταλιστική προταγματική συνείδηση, ένας υπολογίσιμος συσχετισμός δύναμης, πάλι κράτος, ιεραρχία και καπιταλισμός θα δημιουργηθεί..(αυτό μην εξηγηθεί ως εναντίωση στην αντίσταση ή στην εξέγερση). Ο σύντροφος Α. Πάπι γράφει σχετικά: «Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δική μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμιστών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ότι τους καταπιέζει.

Αλλά η εξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάστασή τους, έχουν μια γεύση καθ΄όλα διαφορετική από τη δική μας. Αναμφιβόλως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής και θεοκρατικής. Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους ανθρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέτως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα εξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί εραστές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτο-κυβέρνησης, της θέλησης να μην μας κυβερνούν από τα πάνω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία…»

Ο αναρχισμός θεωρεί ως μία από τις πρώτιστες αρχές του τη θέση βάσει της όποιας μόνον ελευθεριακά μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν (και όχι απλώς «θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν»), για να οικοδομηθεί με επιτυχία μια ελευθεριακή κομουνιστική κοινωνία. Αυτή είναι και ή σημασία της άποψης του Μπακούνιν (ή όποια θεωρήθηκε σαν ένας παραλογισμός από μερικούς αντιπάλους του), όταν υποστήριζε ότι «η ελευθερία μπορεί να δημιουργηθεί μόνον από την ελευθερία». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το αναρχικό – αντιεξουσιαστικό κίνημα πρέπει να είναι ένας μικρόκοσμος της νέας κοινωνίας, ή οποία, τοιουτοτρόπως, έρχεται στο φως «δημιουργημένη μέσα στο κέλυφος της παλιάς». Ή νέα ανθρωπότητα δεν μπορεί να δημιουργηθεί για να ζήσει σε μια κοινότητα χωρίς κυριαρχία, εάν καθοδηγείται από μία επαναστατική ελίτ. (κάτοχο του μυστικού της φύσης του επαναστατικού κινήματος), ή εάν οι δομές των επαναστατικών οργανώσεων είναι διαμορφωμένες με βάση τα μοντέλα των ιεραρχημένων οργανώσεων της αστικής κοινωνίας. Οι επαναστατικές δομές πρέπει, αντιθέτως, να εμπεριέχουν την ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης, τής υπευθυνότητας, της αυτοδιεύθυνσης και της ελεύθερης δραστηριότητας.

Ή νέα ανθρωπότητα όταν και εφόσον θελήσει να λέγετε νέα πρέπει να δημιουργηθεί όχι διά μέσου μιας νέας κατάκτησης της εξουσίας, αλλά με τη δημιουργία νέου τύπων ανθρωπίνων κοινωνικών σχέσεων. Ένα ακόμα ζήτημα υπαρξιακής φύσης είναι η ταύτιση που γίνεται -αν και είναι ανθρώπινο και κατανοητό- όταν συνδέουμε τον ατομικό βιολογικό μας κύκλο με την ελευθεριακή, κοινωνική προοπτική. Είναι ότι αύριο θέλουμε να γίνει η αναρχία. Απογοητεύονται σύντομα και πολλοί σταματούν την ενεργό δράση λόγω ανυπομονησίας. Δεν καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει ο τοίχος της κοινωνικής αδράνειας και κύρια του φόβου. Αν πέσουμε επάνω του με 150 χιλιόμετρα είναι σίγουρο πως θα γίνουμε χαλκομανία. Ενώ μπορούμε με το καλέμι σιγά να τον υποσκάπτουμε για να πέσει. Οι αναρχικοί μόνο έτσι μπορούν να δράσουν. Δηλαδή, σαν συνεργεία κατεδάφισης αυτού του τοίχου, σαν ωθητήρες αντίστασης και ανατροπής. Μπορούμε να δρούμε ενώ παράλληλα να δημιουργούμε ανθρώπινες συσσωματώσεις (συλλογικότητες), κύρια ζωτικού και βιοτικού χαρακτήρα και όχι μόνο λειτουργικoύ. Το ιδανικότερο είναι όσο προσπαθούμε και αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση μέσα από εξεγερτικές φάσεις να δημιουργούμε και να ζούμε την αντικοινωνία μας, όχι σαν εσώκλειστοι καλόγεροι, και βέβαια ανεξάρτητα από το πότε θα γίνει αυτή η επανάσταση3.

Σήμερα, οι περισσότερες συλλογικότητες αποτελούμενες από νεαρούς συντρόφους -αυτό δεν είναι κατ΄ ανάγκη περιοριστικό- είναι σαν τον άνεμο. Σήμερα υπάρχουν, αύριο όχι. Έτσι όμως, δεν μπορεί να γίνει ουσιαστικά αποτελεσματικός ο κοινωνικός απελευθερωτικός αγώνας, ο οποίος προϋποθέτει συνέχεια, συνέπεια, επιμονή, υπομονή και προπάντων οραματικό πρόταγμα. Αλλά, ακόμα και όταν δημιουργείται μια αντιεξουσιαστικη συλλογικότητα, όσο μικρή και ασήμαντη και αν φαίνεται, όσο βραχύβια και να είναι, για μας είναι ένα σπουδαίο γεγονός αφού έστω και για λίγο καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν, να πάρουν αποφάσεις και να δράσουν απαλλαγμένοι στο εσωτερικό τους από τον κρετινισμό της ιεραρχίας και της κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο.

Περισσότερο από όλα, θα πρέπει να πειραματιστούμε με διάφορα είδη αντί ιεραρχικής δομής και να αναπτύξουμε μια ποικιλία τεχνικών για χρήση σε διαφορετικές περιπτώσεις, αναγνωρίζοντας ότι χρειάζονται και νέες ιδέες για το ζήτημα της οργάνωσης. Αλλά, πριν προχωρήσουμε στον έξυπνο πειραματισμό, είναι χρήσιμο να δεχτούμε την ιδέα πως δεν υπάρχει κανένα έμφυτο κακό στην ίδια την έννοια της δομής - παρά μονάχα στην υπερβολική χρήση της – είναι χρήσιμο όμως να καταλάβουμε ότι οι ομάδες και οι διαδικασίες στις συνελεύσεις τους χρειάζεται να διέπονται από μια «αναρχική τυπικότητα». Όχι μόνο γιατί πολλές φορές «ο τύπος κάνει την ουσία» αλλά και γιατί έτσι αποφεύγουμε να ολισθήσουμε σε άτυπες ιεραρχίες. Δεν μπορεί να μετατρέπεται η καθημερινή ζωή σε διαδικασία συνέλευσης γιατί έτσι χάνεται η ουσία της - εκτός του ότι έχουμε ανάγκη και την χαλάρωση – ή από την άλλη να μετατρέπεται η συνέλευση και η δράση σε εικοτολογία και η χαλαρότητά μας να τη μετατρέπει σε ιδιωτική κοινωνία και να χάνουμε την δημόσια σφαίρα.

Όσο ασχολούμαστε με αυτούς τους προβληματισμούς να έχουμε στο νου μας και μερικές ακόμα αρχές λειτουργίας που είναι αναγκαίες για ένα αμεσοδημοκρατικό οριζόντιο - κυκλικό τρόπο οργάνωσης και δράσης.

II. ΙΔΕΟΣΧΗΜΑΤΑ

Τρία είναι τα ιδεοσχήματα, που εννοείται ότι δεν είναι απλά σχήματα αλλά ιδεο - σχηματισμοί, συσσωματώσεις και οργανώσεις όχι μόνο πολιτικές – κοινωνικές αλλά και πολιτειακές συγκροτήσεις.

Το πρώτο, που είναι το κυρίαρχο, έφτασε και επικρατεί μέχρι σήμερα. Το δεύτερο επικράτησε για λίγο χρονικό διάστημα στο παρελθόν. Το τρίτο είναι το ζητούμενο για μας τους αναρχικούς. Αλλά ας τα δούμε, έστω και επιγραμματικά:

1. Η κάθετη κρατική δομή της κυριαρχίας

Το κάθετο πυραμοειδές σύστημα είναι παντού4 Είναι οι αρχές που έγιναν ιερές, η ιεραρχία. Δεν υπάρχει πτυχή της καθημερινής μας ζωής που να μην διατρέχεται από αυτό το σύστημα. Εννοείται ότι υπάρχει και ιεραρχία μισθών και εισοδημάτων.

Είναι η «Ιδανική Πολιτεία» του Πλάτωνα και όλων των φιλοσόφων απολογητών της κυριαρχίας. Είναι το μπολσεβίκικο μοντέλο, το «Κόμμα Νέου Τύπου» του Λένιν και όλων των κομμάτων.

Είναι η πεμπτουσία του κρατικού καπιταλισμού (Σοβιετία, Κίνα, κλπ) και του ιδιωτικού αστικού που ιεραρχικοποίησε στρατιωτικοποίησε ακόμα περισσότερο την καθημερινή κοινωνική ζωή. Είναι η λεγόμενη εποχή της νεοτερικότητας που διατυμπανίζουν οι τσανακογλείφτες, κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι. Αλήθεια για να δούμε, τουλάχιστον επιγραμματικά, πόσο θεσμικά νέα είναι;

Η «πρωτόγονη» κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που αγνοεί την πατριαρχική οικογένεια, την ατομική ιδιοκτησία και τις κοινωνικές τάξεις, αγνοεί και το κράτος. Όμως φαίνεται ότι από τους τρεις αυτούς θεσμούς, ο πρώτος που εμφανίστηκε ήταν το κράτος. Ότι επίσης η δουλεία έκανε την εμφάνιση της μετά το κράτος, όταν η από τη φύση της αταξική «άγρια» κοινωνία είχε φτάσει στο τέλος της. Όπως λέει ο Πιέρ Κλάστρ «όταν η παραγωγική δρα­στηριότητα εκτρέπεται από τον αρχικό σκοπό της, όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος παύει να παράγει μόνο για τον εαυτό του και αρχίζει να παράγει και για τους άλλους χωρίς ανταμοιβή και χωρίς αμοιβαιότητα, τότε όλη η προηγούμενη τάξη πραγμάτων ανατρέπεται. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε πραγματικά για την ύπαρξη «εργασίας». Και ο Κλάοτρ προσθέτει: «είναι τότε που η κοινωνία παύει να εξορκίζει ότι προορίζεται να τη σκοτώσει: την εξουσία και το σεβασμό της εξουσίας. Η πολιτική σχέση της εξουσίας προηγείται και είναι αυτή πού στηρίζει την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης».

Πριν να είναι οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική. Η εξουσία είναι πριν την εργασία, Η οικονομία είναι παράγωγο της πολιτικής. Η ανάδειξη του κράτους καθορίζει και την εμφάνιση των τάξεων».

Στη Χαλδαία και την Αίγυπτο, εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια, μαζί με το Κράτος, έκανε την εμφάνιση του το καθετί που ξέρουμε και σήμερα:

η σύγχρονη πόλη με τους έμπορους της, τους υπαλλήλους της, τους σκλάβους της, τις πόρνες της, τους ιερείς της, τους αστυνομικούς της, τους στρατιωτικούς της, και πάνω απ΄ όλους ο ηγεμόνας, ο βασιλιάς ή ο πρίγκιπας, ή ο πρωθυπουργός, ο οποίος κυβερνά το κράτος διαμέσου της κυβέρνησής του. Αυτό το πεπαλαιωμένο σύστημα μας καθορίζει μέχρι σήμερα και ονομάζεται «νεοτερικότητα»! Ενώ, όπως η κατασκευή των πυραμίδων τάφων στην Αίγυπτο ήταν η σπατάλη της παραγωγικότητας για να εξισορροπούνται οι φυγόκεντρες τάσεις για εξισωτισμό στην κοινωνία, έτσι και στον καπιταλισμό χοντρικά και σε γενικές γραμμές πολλές από τις κρίσεις του το ίδιο αποτέλεσμα επιζητούν.

Ένα παράλληλο συμπληρωματικό παράγωγο της πυραμίδας είναι το σχήμα 2α, όπου βλέπουμε την διαπλοκή των διαφόρων επιμέρους κυριαρχιών5 του συστήματος (κρατικές, κυβερνητικές ελίτ, θρησκευτικά ιερατεία διάφορα λόμπι, εταιρικά, μονοπωλιακά σχήματα, αλλά και μεμονωμένοι ισχυροί ιδιώτες), που όμως χρειάζονται μια επιδιαιτησία: τη μεσολάβηση της Μέγα Πυραμίδας, του Κράτους,(β) για να μην αλληλοεξοντώνονται και να ισορροπούν μεταξύ τους. Υγιής ανταγωνισμός, ονομάζεται! Κατά τον Καστοριάδη (που επιβεβαίωσε την εδώ και πάνω από 100 χρόνια κριτικής των αναρχικών και θα συμφωνήσουμε και εμείς), τα δυο συστήματα που έχουν εμφανιστεί στη σύγχρονη εποχή είναι κατ΄ επίφαση δημοκρατικά και είναι το δυτικό – φιλελεύθερο - ολιγαρχικό σύστημα και το ανατολικό – απολυταρχικό - ολιγαρχικό σύστημα.

2. Η οριζόντια δομή, η αρχαία άμεση δημοκρατία

Στα σχήματα 3α, 3β, εκείνο που θέλουμε να δείξουμε δεν είναι το αμφιθέατρο, αλλά το λειψό - το μισό του κύκλου. Έτσι λειψή και μισή ήταν η δημοκρατία στην Αθήνα. Εκτός των άλλων, το πολιτειακό και κοινωνικό της σύστημα ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, παράκμασε και μετά τους πελοποννησιακούς πολέμους και ανατράπηκε από τους ολιγαρχικούς. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο Θουκυδίδης στην εποχή του: «Παρόλο που η δημοκρατία υπάρχει είδη μια γενιά, ακόμη δεν έχει εξαλειφθεί η αντίληψη του ενός άρχεται». Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε το αθηναϊκό σύστημα, πάντως για πολλούς αναρχικούς είναι ένα σημείο αναφοράς. Κατά τον Μπακούνιν ήταν μια σπίθα φωτός σε σχέση με την καταχνιά των ηγεμονιών και δεσποτειών του τότε κόσμου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι οι αναρχικοί της Ισπανίας είχαν/έχουν ονομάσει από παλιά (στις αρχές του εικοστού αιώνα), τους πολιτιστικούς και μορφωτικούς τους συλλόγους «Ελευθεριακά Αθήναια» προς τιμή της Αθήνας.

Το αθηναϊκό πρότυπο6 μας εκφράζει σαν αναρχικούς, μόνο ως αναφορά της δυνατότητας οργάνωσης από τα κάτω και αυτοκυβέρνησης του λαού, όπως επίσης ότι για πρώτη φορά σπάει τα κλειστά δικαιώματα της φατρίας και της αιματοσυγγένειας διευρύνοντας την έννοια του πολίτη συμμέτοχου ισότιμα στα της πόλης ανεξάρτητα από καταγωγή και συγγένεια, ως διαδικαστικό και πολιτειακό μοντέλο, εμπλουτισμένο, φυσικά, στις σημερινές συνθήκες. Όμως στο κοινωνικό περιεχόμενο, ως ελευθεριακό ιδανικό και ως γνήσιο πεδίο της αναρχικής ελευθερίας, η αθηναϊκή δημοκρατία υπολείπεται και είναι λειψή (όσο λειψή είναι στις μέρες μας και η αστική δημοκρατία), στον πληθυσμό της συγκαταλέγονταν δούλοι, υποτελείς γυναίκες και μέτοικοι δίχως δικαίωμα συμμετοχής, συναποφάσισης και ψήφου. Πολιτικά δικαιώματα είχε μονάχα η μειονότητα των αρρένων πολιτών, η οποία διηύθυνε την πόλη χωρίς να ζητάει τη γνώμη του ευρύτερου πληθυσμού. Ενώ υλικά η σταθερότητα της πόλεως στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εργασία των μη πολιτών, των δούλων και των μετοίκων.

3. Η οριζόντια κυκλική δομή και η αναρχική άμεση δημοκρατία - Η οργάνωση Ιστός

«… Αν θέλουμε να επιτελέσουμε κάτι πραγματικά χρήσιμο, η συνεργασία είναι απόλυτα αναγκαία – σήμερα περισσότερο από ποτέ. Αναμφίβολα, η συνένωση πρέπει να είναι τέτοια που να επιτρέπει την πλήρη αυτονομία των ατόμων που συμμετέχουν και η ομοσπονδία πρέπει να σέβεται αυτή την αυτονομία στην περίπτωση των ομάδων. Καλό θα είναι, όμως, να απορρίψουμε την πεποίθηση ότι η έλλειψη οργάνωσης αποτελεί εγγύηση ελευθερίας. Όλα αποδεικνύουν ότι ισχύει το αντίθετο. Οι κρίσεις από κάποιες πολεμικές μπορεί να δείχνουν ότι υπάρχουν αναρχικοί που απεχθάνονται κάθε είδους οργάνωση. Αλλά στην πραγματικότητα οι πολλές, πάρα πολλές, συζητήσεις για αυτό το θέμα, ακόμα και όταν κρύβονται από γλωσσικές ερωτήσεις ή φαρμακώνονται από προσωπικά ζητήματα, αφορούν τους τρόπους και όχι την πραγματική αρχή της οργάνωσης. Έτσι συμβαίνει όταν αυτοί οι σύντροφοι, που μοιάζουν οι πιο εχθρικοί προς την οργάνωση, θέλουν πραγματικά να κάνουν κάτι να οργανώνονται όπως και εμείς οι υπόλοιποι και συχνά πιο αποτελεσματικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνω, είναι μόνο στους τρόπους … ». Ερρίκο Μαλατέστα

Δε φετιχοποιούμε την οργάνωση, η οργάνωση δεν είναι το παν και δεν επιτρέπει να χαθούν ή να κερδιθούν τα πάντα. Είμαστε της άποψης, ότι καλύτερα μη οργανωμένοι παρά άσχημα οργανωμένοι. Όπως επίσης, ότι όταν μια οργάνωση φτάνει στα όρια της και δεν έχει να δώσει τίποτα πλέον, καλό είναι να διαλύεται για να μην παγώνει στο χρόνο και να γίνεται απολίθωμα. Θα επαναλάβουμε με έναν κουραστικό τρόπο ότι: Οι οργανώσεις μας είναι συλλογικές οντότητες - ζωτικότητες και προπάντων αντιθεσμίσεις, στις οποίες η αναρχία σαν κοινωνική δυνατότητα βιώνεται προς τα μέσα και επιβεβαιώνεται προς τα έξω (όσο γίνεται) σε μικρογραφία. Οι οργανώσεις μας, δεν πρέπει να είναι μόνο λειτουργικά εργαλεία σαν των εξουσιαστών όπου ένα πεφωτισμένο διευθυντήριο τις χρησιμοποιεί για να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία είτε με τις εκλογές είτε με έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα.

Οργάνωση σημαίνει και οργανισμός (συνασπισμός κυττάρων). Τι παραπάνω από ομοσπονδία κυττάρων είναι ο οργανισμός του ανθρώπου και των άλλων πλασμάτων; Έτσι βλέπουμε την οργάνωση. Σαν μια φυσική κατάσταση. Οι οργανώσεις που προτείνουν οι αναρχικοί είναι ζωντανοί οργανισμοί, αντιθεσμίσεις, μια ρωγμή μέσα στον ιστορικό χωρόχρονο της κυριαρχίας. Γι΄αυτό είναι δύσκολο για τους αναρχικούς λόγω του ότι εναντιώνονται στην πραγματικότητα (δηλαδή το κράτος, την κάθετη υπερδομή), να είναι υποχρεωμένοι να ζουν μέσα σε αυτή την πραγματικότητα και παράλληλα να της εναντιώνονται. Από εδώ προκύπτει πολλές φορές η δυσπιστία για την οργάνωση αλλά και ο φόβος για πειραματισμό, φόβος για τυχόν λάθη, παραλείψεις και αποτυχημένες προσπάθειες. Εμείς δεν έχουμε να ακολουθήσουμε καμιά πεπατημένη σε σχέση με τους εξουσιαστές και ιδιαίτερα της αριστεράς που αναπαράγουν τις αστικές κάθετες δομές (το λενινιστικό «κόμμα νέου τύπου») είτε σε χαλαρή είτε σε σφιχτή μορφή στο εσωτερικό τους.

Η πρόταση μας για την ομοσπονδία (οργάνωση ιστός), θα συζητηθεί πιο αναλυτικά όταν υπάρξουν οι προϋποθέσεις και φυσικά όταν βρεθούν τα άτομα και οι ομάδες που θα επιδιώξουν κάτι τέτοιο (εμείς εδώ απλώς παραθέτουμε μια πρόταση), δεν έχουμε παρά να συμφωνήσουμε σ΄αυτό που υποστηρίζανε παλιά κάποιοι σύντροφοι: «… η Οργάνωση, θα πρέπει να απορρέει απ΄ την ενότητα ως προς το σκοπό και τη δράση … …Απ΄ τις ίδιες τις ομάδες, που συνενώνονται σιγά - σιγά μέσα από τη δράση, πρέπει να ξεπηδήσει η αναρχική ομοσπονδία κι όχι επειδή θα έχει αποφασιστεί η δημιουργία μιας ομάδας επιφορτισμένης να οργανώσει αυτήν την ομοσπονδία…».

Προς το παρόν περιοριζόμαστε σε ένα δυο πράγματα μόνο. Η ομοσπονδία ιστός, είναι διεύρυνση της αντιθέσμισης στο χωρόχρονο και παράλληλα δίκτυο και συνασπισμός δράσης. Μπορεί επίσης να είναι και ένα εργαστήριο πειραματισμού του πώς μπορούν να λειτουργήσουν στο σήμερα και στην πράξη οι οριζόντιες κυκλικές αντιιεραρχικές δομές και αρχές λειτουργίας, όπως και πολλές από τις αναρχικές αρχές σε ένα διευρυμένο σύνολο ανθρώπων και να επαληθευτούν στην πράξη.

Όπως βλέπετε στα σχήματα 4α, 4β, η οργάνωση ιστός είναι ένα ομόκεντρο, παράλληλο και πολυεπίπεδο σύστημα σχέσεων. Το μόνο κέντρο που έχει, είναι η συμφωνία των κοινών αποφάσεων και η υλοποίησή τους από αυτούς που έχουν συμφωνήσει. Παράλληλα, όπως βλέπετε, υπάρχουν άπειρες διαδρομές προς όλες τις κατευθύνσεις για τη σύναψη των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων των ομάδων και των ατόμων μεταξύ τους.

Δεν υπάρχει το «από κάτω προς τα πάνω», ούτε το «από πάνω προς τα κάτω», αλλά από το κατώτερο στο ανώτερο, από το μοριακό στο πολυσύνθετο, από το μερικό στο ολικό, από το συνειδητό στο αυθόρμητο και το αντίστροφο. Δεν είναι οριζόντιο γιατί είναι κυκλικό. Δεν είναι η οριζοντικοποίηση του κύκλου. Δεν είναι ούτε το πίσω ούτε το μπροστά. Στην οριζόντια σχέση κάποιος είναι στην αρχή, κάποιος είναι στη μέση και κάποιος είναι πιο μπροστά, ενώ στην κυκλική δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος. Η γνώση και η εμπειρία διαμοιράζεται προς όλες τις κατευθύνσεις εκ των πραγμάτων. Παράλληλα, εμπεριέχει το στοιχείο της αλληλοκάλυψης και της αλληλοσυμπλήρωσης.

Στρατηγικά, αν καταστραφεί μια διαδρομή υπάρχουν άπειρες άλλες για να πας εκεί ή όπου αλλού θες και δεν είσαι μόνος και εκτεθειμένος. Επίσης, είναι η οριζόντια κυκλική σχέση αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο και στο κράτος, από τον αγώνα για να είναι κανείς άνθρωπος μέσα σε μια ανθρώπινη κοινωνία.

«… Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε ό­μως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και άκεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι οργανωμένοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και οτιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε…».

Θα αφήσουμε σκόπιμα να αιωρείται το αφηρημένο, ανεπεξέργαστο του θέματος. Όχι γιατί είμαστε πιο έξυπνοι και έχουμε κάποια λύση στο τσεπάκι μας, αλλά για να αφεθεί η φαντασία όλων να οργιάσει και να αυτοσχεδιάσει, άλλωστε στην πράξη και στην καθημερινή ζωή επαληθεύονται η διαψεύδονται όλα. Πολλές φορές λέμε γνωστοί ή άγνωστοι κύκλοι ή στους κύκλους των αναρχικών, δε λέμε στους οριζόντιους αναρχικούς!

Σημειώσεις

1) Ποιες είναι οι βασικές αρχές αυτοδιεύθυνσης; Θα τις αναφέρουμε σύντομα.

Αυτοδιεύθυνση σημαίνει εξ΄ ορισμού αυτοκαθορισμός. Αποκλείει τη διεύθυνση άλλων, την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο. Αποκλείει, όχι μόνο τη διαρκή νομική κατοχυρωμένη εξουσία του κράτους με τους καταπιεστικούς θεσμούς, αλλά απαιτεί την κατάργηση της αρχής του κράτους από τις ανεπίσημες ενώσεις του λαού: από τα συνδικάτα, από τους χώρους εργασίας και από τις μυριάδες συσπειρώσεις και σχέσεις που συγκροτούν την κοινωνία.

Η Αυτοδιεύθυνση, εξ΄ ορισμού, είναι η ιδέα ότι οι εργάτες (όλοι οι εργάτες περιλαμβανομένων των τεχνικών , των μηχανικών, των επιστημόνων, προγραμματιστών, των συντονιστών, όλων), που απασχολούνται με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών μπορούν οι ίδιοι να διευθύνουν και να συντονίζουν αποτελεσματικά την οικονομική ζωή της κοινωνίας. Αυτή η πίστη στηρίζεται σε τρεις αδιαχώριστες αρχές: 1) πίστη στη δημιουργική ικανότητα των μαζών, στον διασυρμένο “κοινό άνθρωπο” και όχι σε μια αριστοκρατική τάξη “ανώτερων” ανθρώπων, 2) αυτονομία (αυτοκυβέρνηση), 3) αποκέντρωση και συντονισμός, με την ελεύθερη συμφωνία του φεντεραλισμού (ομοσπονδιοποίηση).

2) Ενώ έχουμε απομακρυνθεί πολύ από την εποχή της βιομηχανικής αστικής πρωτοσυσσώρευσης κεφαλαίου και την προβληματική της, στην πραγματικότητα όμως δεν την εγκαταλείψαμε ποτέ, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι ότι το προλεταριάτο, στον εμπειρικό προσδιορισμό του, από τη μια δεν είχε εκληφθεί μόνο σαν οι χειρώνακτες εργαζόμενοι, οι παραγωγοί, αλλά προπάντων σαν η δυνατή ελευθερία. Από την άλλη οριζόταν αρνητικά για να τονιστεί ότι αποτελεί το αντίθετο της αστικής τάξης. Μέσα σε μια κατάσταση όπου η μεγάλη τάση του σύγχρονου κόσμου είναι - για πρώτη φορά σε τέτοιο μέγεθος στην ιστορία - η πολιτική πόλωση της κοινωνίας σε δύο τάξεις, η αστική τάξη έχει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής και απολαμβάνει από αυτά, ενώ το προλεταριάτο ούτε τα έχει στην κατοχή του, ούτε απολαμβάνει τίποτα. Προτιμούμε να λέμε «έχει στην κατοχή της» και όχι «είναι ιδιοκτήτρια», για να κάνουμε πιο φανερό ότι η νομική ιδιοκτησία είναι ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα που μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο. Για παράδειγμα με τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από τη κομματική - κρατική γραφειοκρατία.

Ο καπιταλισμός στην πραγματικότητα δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, τα διαπλέκει, τα εντείνει και το κυριότερο τα μεταθέτει στο χρόνο. Ούτε τα ζητήματα της φτώχιας διευθετεί. Αυξάνει τόσο την σχετική όσο και την πραγματική φτώχια, εν μέσω αφθονίας -εδώ να σημειώσουμε ότι είναι πράξη ελευθερίας το να επιλέξεις να ζεις λιτά, αντίθετα όταν σου το επιβάλλουν είναι πράξη καταναγκασμού- ούτε τα νέα ζητήματα ελευθερίας, ούτε τα οικολογικά προβλήματα που διογκώνονται και προσπαθούν να μας πείσουν οι ελίτ ότι είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Για να επανέλθουμε στο θέμα μας, τα ζητήματα ποιότητας ζωής, και το οικολογικό - κλιματικό πρόβλημα είναι άμεσα συνδεμένα με τα κοινωνικά και ταξικά - ζητήματα.

Από αυτή την πλευρά, οι υπάλληλοι, οι τεχνικοί, οι μαθητές και οι λούμπεν (τα κατώτερα στρώματα του συστήματος), έχουν την ίδια αντιληπτική στάση, είναι διαθέσιμοι όπως και οι εργάτες.

Η ενότητα των «λούμπεν» και των «μηχανικών», η σύγχρονη περιθωριακότητα «των φοιτητών χωρίς διπλώματα και των πτυχιούχων χωρίς δουλειά», οι περιθωριοποιημένοι μικρό συνταξιούχοι, οι προλεταριοποιημένοι μικροί αγρότες, ακόμα και οι μετανάστες μπορεί να βρεθούν και να είναι κάποια στιγμή διαθέσιμοι.

Ενάντια σε μια διαταξική αντίληψη στιρνερικού δεξιόστροφου λόγου που αναπαράγεται τον τελευταίο καιρό στον ελλαδικό αναρχικό χώρο, εμείς προτείνουμε το παρακάτω περίγραμμα που λίγο ως πολύ ισχύει και για την ελληνική κοινωνία χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στις σημερινές συνθήκες δε χρειάζεται μια νέα πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών που διαμορφώνει ο καπιταλισμός, όπου εννοείτε ότι μέσα σε αυτές ζούμε και αγωνιζόμαστε.

Άλλωστε κάνοντας μια κοινωνική χαρτογράφηση του αναρχικού κινήματος τη χώρα μας θα δούμε ότι σε μικρογραφία από αυτές τις τάξις και υπό κατηγορίες αντλούν διαθεσιμότητα οι αναρχικές ιδέες.

Η διαφορά εμάς των δρώντων αναρχικών με την υπόλοιπη καταπιεσμένη κοινωνία (δηλαδή πάνω από το 80 τις εκατό του πληθυσμού), έγκειται στο ότι εμείς βρισκόμαστε σε άλλους χρόνους εξεγερτικούς- επαναστατικούς ενώ αυτή όχι. Ένα μεγάλο μέρος του αγώνας μάς επικεντρώνεται και πρέπει στον σιν- χρονισμό με την καταπιεσμένη κοινωνία όχι προς την μεριά της αδράνειας αλλά προς την μεριά μας της κοινωνικής επανάστασης . Ώμος όταν δεν συμβαίνει αυτό βρίζουμε τους καταπιεσμένους – εκμεταλλευομένους υπεκφεύγοντας και παρακάμπτοντας την δική μας ευθύνη και αδυναμία να προτείνουμε κοινωνικά προγράμματα και συνεκτικές κοινωνικές δομές, έτσι ανυψωνόμαστε πάνω από την τάξη μας αποκτώντας μια ελιτίστικη αριστοκρατική νοοτροπία. Είμαστε κατηγορηματικά αντίθετη με αυτή την νοοτροπία, είμαστε σάρκα από την σάρκα αυτής της καταπιεσμένης εκμεταλλευομένης κοινωνίας και ότι πάθη αυτή θα πάθουμε και εμείς, κλίνοντας το προλογικό θα αναφερθούμε σε μια σοφή ρύση ενός συντρόφου και ο νοών νοείτω, « Πιο εύκολα πεθαίνεις για της ιδέες σου παρά ζώντας με αυτές » .

3) Ο Αλμπέρ Καμί γράφει: «… Από το κίνημα εξέγερσης γεννιέται, έστω και συγκεχυμένα η συνειδητοποίηση: Η αντίληψη που ξεπροβάλλει ξαφνικά πως μέσα στον άνθρωπο υπάρχει κάτι με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί έστω και προσωρινά. Μέχρι τώρα αυτός ο συνταυτισμός δεν είχε γίνει αντιληπτός. Ο δούλος άντεχε όλες τις υπερβολικά άδικες πράξεις πριν την εξέγερση. Συχνά μάλιστα είχε δεχτεί χωρίς να αντιδράσει διαταγές πιο καταπιεστικές από εκείνη που προκάλεσε την άρνησή του. Έκανε υπομονή απωθώντας τες ίσως μέσα του αλλά μια και σώπαινε συνέχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τα άμεσα συμφέροντα του παρά για τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων του.

Χάνοντας την υπομονή του, με την ανυπομονησία μπορεί να αρχίσει ένα κίνημα που μπορεί να επεκταθεί σε κάθε τι που αποδεχόταν μέχρι τότε. Αυτή η ορμή δρα σχεδόν πάντα αναδρομικά. Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου. Το κίνημα εξέγερσης τον οδηγεί πιο πέρα από την απλή άρνηση. Ξεπερνά ακόμη και το όριο που έθετε στον αντίπαλό του ζητώντας τώρα να τον μεταχειρίζονται ως ίσο …».

4) Στο σχήμα 1α σκόπιμα απουσιάζει η δικαστική εξουσία η οποία είναι συμπλήρωμα και όχι ιδιοσύσταση της αστικής κυριαρχίας Η δικαστική εξουσία είναι η θεραπενίδα της κυβερνητικής εξουσίας, η περίφημη διάκριση των εξουσιών, είναι μια συμπαιγνία παραπλάνησης των αστών και μια φαντασίωση του Μοντεσκιέ, που ποτέ δεν ίσχυσε – ισχύει στο αστικό καπιταλιστικό δικαιακό καθεστώς, καθεστώς που δεν είναι τυχαίο το γεγονός, πως η καρδιά του (ιδιαιτέρα του δυτικού), αναβρίσκεται στο ρωμαϊκό δίκαιο.

5) «… Απορρίπτοντας, σε συμφωνία με τις έρευνες του Πιέρ Κλαστρ, του ελευθεριακού μαθητή του Κλωντ Λεβί-Στρως, κάθε προσπάθεια να αποδοθεί η ανάδυση της κυριαρχίας μέσα στην ιστορία σε απλούς οικονομικούς παράγοντες, θέση που υποστηρίζεται τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική σκέψη, ο Μπούκτσιν θεωρεί ότι η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο προηγήθηκε και αποτέλεσε τη βάση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση: «Δεν είναι η ανάγκη για πλεόνασμα υλικού πλούτου που δημιουργεί τις ιεραρχίες και τις κυρίαρχες τάξεις· αντιθέτως, είναι οι ιεραρχίες και οι κυρίαρχες τάξεις που δημιουργούν τα τεράστια πλεονάσματα του υλικού πλούτου». Η ιεραρχική διάκριση δεν δημιουργήθηκε απλώς από την ανάγκη να ξεπεραστεί το χαμηλό επίπεδο οικονομίας που χαρακτήριζε τις άγριες κοινωνίες: ήταν αντιθέτως «οι ιεραρχίες με βάση την ηλικία και το φύλο και οι ημι-θρησκευτικές και ημι-πολιτικές ανάγκες που δημιούργησαν την εξουσία και εκείνες τις υλικές σχέσεις που προκάλεσαν το σχηματισμό των τάξεων».

Η ανάδυση, μέσα στην εξέλιξη της ανθρώπινης κοινότητας, της ιεραρχίας, δηλαδή των «παραδοσιακών πολιτισμικών και ψυχολογικών συστημάτων της προσταγής και της υπακοής» (η κυριαρχία του ηλικιωμένου πάνω στο νέο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, μίας εθνικής ομάδας πάνω στην άλλη, της πόλης πάνω στην ύπαιθρο, του μυαλού πάνω στο σώμα, μιας επίπεδης εργαλειακής ορθολογικότητας πάνω στο πνεύμα, της κοινωνίας και της τεχνολογίας πάνω στη φύση) είναι λοιπόν προγενέστερη της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις και της συγκρότησης των κρατικών δομών. Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία εδραιώθηκε αρχικά πάνω στις βιολογικές διαφορές που υπήρχαν στις οργανικές κοινωνίες μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας, μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων, καθώς και μεταξύ των εμβρυωδών μορφών επικοινωνίας με το θείο (οι Σαμάνοι) και της υπόλοιπης κοινωνίας. Έτσι, διαμορφώθηκαν οι πρώτες κυρίαρχες κάστες, και αυτές οι κοινωνικές ομάδες εξέφρασαν, κατά την πρωτοϊστορία της ανθρωπότητας, την τριλογία της πρωταρχικής κυριαρχίας, που προοδευτικά, αργότερα, συγκροτήθηκε στις θεσμισμένες καταστάσεις του στρατού, του κράτους και του κλήρου. H προοδευτική παρακμή των αξιών και των πρακτικών της αλληλεγγύης των οργανικών κοινωνιών συμβάδισε με την αρχή εκείνου που, με μια ρουσωική έκφραση, ο Μπούκτσιν ονόμασε «μακρύ χειμώνα της κυριαρχίας και της καταπίεσης, που κοινώς είναι γνωστός ως πολιτισμός».

Η αποκρυστάλλωση της κυριαρχίας, συνεπώς, κατά τον Μπούκτσιν, δεν έλαβε χώρα μόνο στο υλικό επίπεδο, με τη γέννηση της πόλης, του κράτους, μιας εξουσιαστικής τεχνικής και μιας υψηλά οργανωμένης οικονομίας της αγοράς· η εδραίωση του μονοπωλίου της δύναμης «εκφράστηκε με την εμφάνιση ενός αισθήματος και ενός συνόλου καταπιεστικών αξιών, που οργάνωσαν ψυχολογικά ολόκληρο το βασίλειο της εμπειρίας, κατά μήκος των γραμμών της προσταγής και της υπακοής». Πρόκειται για αυτό που ο Αμερικάνος στοχαστής ονομάζει επιστημολογίες της κυριαρχίας , στις οποίες αφιερώνει κάποιες από τις καλύτερες σελίδες του πιο σημαντικού έργου του, Η Οικολογία της Ελευθερίας που δεν είναι τυχαίο ότι φέρει τον υπότιτλο Ανάδυση και Αποσύνθεση της ιεραρχίας . Από τη μια πλευρά, αυτές προώθησαν «την ανάπτυξη της κυριαρχίας και μιας εγωιστικής ηθικής στους κόλπους των κυρίαρχων ομάδων της κοινωνίας»· από την άλλη, «τροφοδότησαν τους κυριαρχούμενους με ένα ψυχικό μηχανισμό βασισμένο πάνω στην έννοια της ενοχής και της παραίτησης». Στην πραγματικότητα, το κράτος «δεν είναι απλά ένα σύνολο εξαναγκαστικών και γραφειοκρατικών θεσμών. Αποτελεί επίσης και μια διανοητική κατάσταση, μια ενσταλαγμένη νοοτροπία που διευθετεί την πραγματικότητα ... Χωρίς ένα υψηλό βαθμό συνεργασίας των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας, η εξουσία του θα εξαφανιζόταν». Οι επιστημολογίες της κυριαρχίας έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, σύμφωνα με τον Μπούκτσιν, κατά το τέλος του 15ου αιώνα, όταν η εμφάνιση μιας νέας τάξης, της πρωτο-αστικής και εμπορικής, οδήγησε στη διάδοση των σαφώς αντι-αλληλέγγυων αξιών και μιας αυστηρά χρησιμοθηρικής αντίληψης για τη φύση. Έτσι, ο άνθρωπος ήταν «υποχρεωμένος» να καθυποτάξει τη φύση ως κυρίαρχος, προκειμένου να επιτύχει ένα υψηλό στάδιο προόδου και πολιτισμού…».

6 Ο Μ. Μπούκτσιν γράφει σχετικά: «… Από τον 6ο και 5ο π.Χ. αιώνα, αρκετές ελληνικές πόλεις αρχίζουν ήδη να παίρνουν, επιφανειακά τουλάχιστον, τη μορφή μιας σύγχρονης αστικής κοινότητας. Εν γένει, θα πρέπει να δούμε τις νέες ελληνικές πόλεις σαν ανεξάρτητες αστικές οντότητες, ελεύθερες από την κυριαρχία τοπικών αρχόντων και ισχυρών γαιοκτημόνων. (Αυτό αποτελεί την καθοριστική διαφορά ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις-κράτη, ή ακριβέστερα στις πόλεις, αφ' ενός, και τις πόλεις της Εγγύς και Απω Ανατολής, αφ' ετέρου). Η ζωή της πόλης υπάρχει πια ως αυτοσκοπός, όχι ως συμπλήρωμα μιας αγροτικής κοινωνίας, και απολαμβάνει μια αυτονομία που θα ήταν αδιανόητη στο πλαίσιο των ιστορικά προηγηθέντων ασιατικών συστημάτων γαιοκτησίας.

Αλλά οι ελληνικές πόλεις δεν είναι πραγματικά σύγχρονες πόλεις με την πολιτική και κοινωνική έννοια του όρου. Ως πολιτειακές δομές, διαφέρουν βαθύτατα όχι μόνο από τις ασιατικές πόλεις αλλά και από τις μητροπόλεις ή ακόμα και τις μικρότερες πόλεις της δικής μας εποχής. Αυτό που μας κάνει αμέσως εντύπωση στην Αθήνα, την πιο ανεπτυγμένη από τις ελληνικές πόλεις, είναι ότι η πολιτική δραστηριότητα συνεπάγεται έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό συμμετοχής στα κοινά. Ολες οι στρατηγικές αποφάσεις της πόλεως διαμορφώνονται άμεσα από μία λαϊκή συνέλευση, την Εκκλησία, στην οποία συμμετέχει κάθε άνδρας πολίτης της πόλεως και των περιχώρων της (Αττική). Η εκτέλεση των αποφάσεων της Εκκλησίας ανατίθεται στη Βουλή των Πεντακοσίων, η οποία αποτελείται από αιρετούς πολίτες από όλα τα μέρη της Αττικής, οι οποίοι σε ομάδες των πενήντα, εναλλάσσονται στο αξίωμα τους κάθε δέκατο του χρόνου. Οι πρακτικές πλευρές της διαχείρισης της πόλεως συνήθως ανατίθενται με εκλογές ή κλήρο σε δημόσια συμβούλια και όχι σε επαγγελματίες γραφειοκράτες — δηλαδή στους εννέα άρχοντες, δέκα αιρετούς στρατηγούς, στα συμβούλια οικονομικών, εκπαίδευσης, ναυστάθμων και ούτω καθ' εξής. Εφ' όσον οι δημόσιες αρχές των Αθηνών ανανεώνονταν κάθε χρόνο, ένας μεγάλος αριθμός πολιτών συμμετείχε ανά πάσα στιγμή στα εκτελεστικά σώματα της πόλης.

Αλλά οι διοικητικές πλευρές της αθηναϊκής πολιτικής ζωής συλλαμβάνουν μόνο μια όψη της ολοκληρωμένης, ισορροπημένης και έντονα κοινωνικής φύσης αυτού που τόσο σωστά ονομάστηκε "ο ελληνικός τρόπος". Για πολλούς αιώνες αργότερα, οι άνθρωποι θα αναπολούσαν την Αττική όπου, για μια σύντομη χρονική περίοδο, άνθισε μια κοινότητα της οποίας η ανάπτυξη δεν έμελλε ποτέ να ξεπεραστεί στη διάρκεια της μετέπειτα ιστορίας. Αυτό που αμέσως εντυπωσιάζει, όταν μελετούμε την ελληνική κοινωνία, είναι ο πλούτος των εκφάνσεων της αθηναϊκής ζωής — η ορθολογικότητα της που περιέβαλε τα πάντα και η ανθρώπινη κλίμακα της.

Η αθηναϊκή ζωή, στη διάρκεια των καλύτερων στιγμών της, αποτελούσε μια ολότητα που στηριζόταν στην ισορροπία και την ενότητα της ίδιας της πόλεως. Σε έναν Έλληνα, θα φαινόταν εξωφρενικό να διαχωρίζουμε το πνεύμα από το σώμα, την τέχνη από την κοινωνία, τον άνθρωπο από τη φύση, την παιδεία από την πολιτική. Η πόλις ήταν ο άνθρωπος και ο άνθρωπος η πόλις. Ο εξοστρακισμός από την πόλιν ήταν ένας αφανισμός χειρότερος κι από το θάνατο. Ο Έλληνας πολίτης τρεφόταν από την κοινότητα του, όπως το δέντρο από το χώμα.

Δε χρειάζεται καν να τονίσουμε ότι η ελληνική κοινωνία σπιλωνόταν από τη δουλεία και από ένα αυστηρά πατριαρχικό σύστημα απέναντι στις γυναίκες. Αυτά τα σκληρά χαρακτηριστικά είναι κοινά σε όλες τις πόλεις-κράτη που άρχισαν να πληθαίνουν στις ακτές της Μεσογείου — χαρακτηριστικά που αποτελούν τμήμα της γενικής βαρβαρότητας της εποχής. Αλλά δεν μας εξηγούν γιατί η πόλις κατόρθωσε με τόσο αξιοθαύμαστο τρόπο να ξεπεράσει αυτήν τη βαρβαρότητα και ιδιαίτερα, τη φρίκη που έμελλε να επακολουθήσει την παρακμή της πόλεως, δηλαδή την εμφάνιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του πρώιμου μεσαίωνα.

Αν δε θέλουμε να χάσουμε κάθε αίσθηση προοπτικής προς της εξέλιξη της πόλης, δεν πρέπει ποτέ να πάψουμε να εστιάζουμε την προσοχή μας στα ουσιαστικά στοιχεία που δημιούργησαν μια κοινωνία τόσο εξελιγμένη όσο η αθηναϊκή πόλις. Το κοινοτικό πνεύμα των Αθηνών πηγάζει από τις αρετές των ανεξάρτητων μικρών παραγωγών, όχι από τη δουλεία ή την πατριαρχία. Η εσωτερική ενότητα των Αθηνών ξεπηδά από άνδρες με ισχυρό χαρακτήρα, με αμείωτη την αφοσίωση τους στην κοινωνία και με εκλεπτυσμένους τρόπους, διότι είχαν σταθερούς δεσμούς με τη γη και ανεξάρτητη οικονομική θέση. Εργασία και γη, πόλη και ύπαιθρος, άνθρωποι και κοινωνία ήταν συνδεδεμένοι σε μια κοινή μοίρα.

Στην αστική κοινωνία, η κοινότητα διασπάται σε ανταγωνιστικές μονάδες και κατακλύζεται από την πνευματική μετριότητα αμέσως μόλις η υλική υπόσταση του ανθρώπου γίνει υπόδουλη, ανασφαλής και μονόπλευρη. Στην πόλιν, η κοινότητα επιτυγχάνει την ενότητα και ανθεί πνευματικά, καθώς η υλική υπόσταση του ανθρώπου φτάνει σε μια σχετική ελευθερία, ανεξαρτησία και ολοκλήρωση. Στην αστική κοινωνία, το εμπόρευμα που μεσολαβεί σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, όχι μόνον "ενώνει" την κοινωνία σ' ένα χρηματικό δεσμό και μια λεπτομερή κατανομή εργασίας, αλλά ταυτόχρονα χωρίζει τον άνθρωπο από τα εργαλεία παραγωγής, την εργασία από τη δημιουργικότητα, το αντικείμενο από το υποκείμενο και τελικά, τον άνθρωπο από τον άνθρωπο. Στην πόλιν, η σχετική ανεξαρτησία του ατόμου δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί η πραγματική εξάρτηση του ανθρώπου από την κοινότητα, ταυτίζοντας απόλυτα τον Αθηναίο με την κοινωνία του. Τέλος, ακριβώς επειδή στην αστική κοινωνία, ο άνθρωπος έχει "υποτάξει" τη φύση χωρίς να συντονίσει ορθολογικά την κοινωνική ζωή του, αρκεί η συνειδητοποίηση να στραφεί προς την υπάρχουσα κοινωνία για να επιφέρει τα πιο καταστροφικά και τα πιο ανόητα αποτελέσματα. Η απαίδευτη σκέψη τίθεται στην υπηρεσία πραγμάτων τόσο φρικτών που ακόμα και οι πιο τυφλές δυνάμεις της φύσης δε θα μπορούσαν να προκαλέσουν.

Το κλασικό αθηναϊκό δράμα δεν τελειώνει με έναν ακόμα Αισχύλο, που οι τραγωδίες του επικεντρώνονται στη σταθεροποίηση της πόλεως, αλλά με τον Αριστοφάνη, που η άγρια κοροϊδία του εκφράζει την τραγική επίγνωση της κοινωνικής διάλυσης. Η ειρωνεία των ελληνικών συνθηκών βρίσκει εδώ την κατάλληλη μορφή της, διότι οι ίδιες δυνάμεις που δημιούργησαν τους ανεξάρτητους μικρούς παραγωγούς τους - "άντρες του Μαραθώνα" - οδηγούν και στην εξόντωση τους. Εξαιτίας της περιορισμένης υλικής βάσης της ελληνικής κοινωνίας, η αριστοκρατία που αναδύθηκε μέσα από τις φυλές, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το μικρό παραγωγό, χωρίς να δημιουργηθούν συγχρόνως όροι ευνοϊκοί για μια νέα πιο πεζή αριστοκρατία - την αριστοκρατία του εμπορίου, της τοκογλυφίας και του πλούτου.

Αυτή η κρίση δεν ήταν διόλου κάτι το νέο για την ελληνική κοινωνία. Ήδη από την εποχή του Ησίοδου, τον 8ο αιώνα π.Χ., οι έμποροι και οι τοκογλύφοι άρχισαν να καταπατούν τις μικρές ιδιοκτησίες, συνενώνοντας τα μικρά κτήματα σε μεγάλα, και υποχρεώνοντας πολλούς πολίτες σε μια θέση οφειλετών - δούλων. Στους δύο αιώνες που χωρίζουν τον Ησίοδο από τον Κλεισθένη, η Αττική σπαράσσεται από έντονους κοινωνικούς αγώνες, που αργότερα θα παραλληλιστούν με τις αντίστοιχες συγκρούσεις στην πρώιμη ρωμαϊκή δημοκρατία. Αντίθετα με τη Ρώμη, που οι ληστρικές επιδρομές πέρα από τα σύνορα της ενίσχυσαν τη δύναμη και τον πλούτο των κυρίαρχων τάξεων, η κρίση της Αττικής παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εσωτερική και η πόλις κατόρθωσε να φτάσει σε μια πιο ορθολογική λύση των προβλημάτων της.

Ενώ η Ρώμη σύντομα υπέκυψε στο σύστημα των λατιφούντιων (μια μορφή γεωργίας με φυτείες που τις διαχειρίζονταν πλούσιοι γαιοκτήμονες και τις δούλευαν ομάδες σκλάβων), η Αττική επέστρεψε ξανά στη μικρή ιδιοκτησία. Ο Σόλων, ο Πεισίστρατος και ο Κλεισθένης μοίρασαν τα μεγάλα κτήματα μεταξύ των άκληρων και επέτρεψαν ένα μικρό περιθώριο ανεξαρτησίας στους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ο Πεισίστρατος, μετά από τη δεύτερη εξορία του, ξερίζωσε ανελέητα τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Τα κτήματα τους κατασχέθηκαν και μοιράστηκαν στους αγρότες, τους άκληρους εργάτες γης και τους Αθηναίους φτωχούς. Ο Κλεισθένης ήρθε και συμπλήρωσε αυτό το τεράστιο έργο κατέπνιξε κάθε απόπειρα για την αναστύλωση της αριστοκρατίας και θέσπισε την αθηναϊκή δημοκρατία, που έμελλε να περάσει στην ιστορία ως το πολιτικό πρότυπο της κλασικής πόλεως.