Στις 12 Φλεβάρη του 2012 στην Αθήνα ζήσαμε τη μικρογραφία και ένα ακόμη επεισόδιο μιας εξέγερσης, ενός κοινωνικού πολέμου, που στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη εδώ και χρόνια, αλλά οι συγκυρίες της περιόδου που ζούμε τον έκαναν να εκδηλωθεί και να αναζωπυρωθεί. Μετά το Δεκέμβρη του 2008- και ίσως τον περασμένο Μάη/Ιούνη- αυτή τη φορά μία και μοναδική νύχτα έφτασε για να κάνει τα σαθρά και παραφουσκωμένα θεμέλια του καθεστώτος να τρίζουν. Πίσω όμως από αυτή τη μοναδική (κυριολεκτικά και μεταφορικά) νύχτα υπάρχουν οι διεργασίες πολλών ετών μέσα στο κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που είναι ακόμα ζωντανό, που αντιστέκεται στον ολοκληρωτισμό, στο νέο φασισμό, στην αλλοτρίωση και μετάλλαξη του ανθρώπινου είδους, στο θάνατο της κοινωνίας, στην Εξουσία.

Δεν ήταν μόνο οι εκατοντάδες χιλιάδων λαού που βγήκαν στους δρόμους. Δεν ήταν μόνο η οργή των διαδηλωτών, η δίψα τους για ελευθερία, η εξεγερσιακή τους διάθεση. Δεν ήταν μόνο η έκταση και ένταση των γεγονότων. Ήταν ο αντίκτυπος που είχε η νύχτα αυτή στην κοινωνία, τόσο στους εξουσιαστές και τα διάφορα ενεργούμενά τους, όσο κυρίως σε όσους δεν ήταν παρόντες στη νύχτα ελευθερίας της Αθήνας. Όλες οι αναλύσεις που έχουν γίνει για την εξέγερση της 12ης Φλεβάρη έχουν σαν κύριο άξονα τους συμμετέχοντες σε αυτήν ή χρησιμοποιούν κυρίως τη δική τους οπτική γωνία για να την προσεγγίσουν και να βγάλουν κάποια συμπεράσματα. Στις παρατηρήσεις που ακολουθούν θα επιχειρηθεί να συμπεριληφθεί και ο αντίκτυπος που είχε η νύχτα αυτή σε εκείνο κομμάτι της κοινωνίας που παραμένει ανενεργό και απαθές. Ο λόγος είναι ότι η πλευρά της Κυριαρχίας και των ιδεολογικών της στηριγμάτων έχει μελετήσει αρκετά καλά το καθόλου ενιαίο και σταθερό κομμάτι αυτό, έτσι ώστε να το ελέγχει και να το χειραγωγεί, και έχει αναπτύξει, εστιάσει και προσαρμόσει όλες τις βρώμικες μεθόδους της στα χαρακτηριστικά του. Αντιθέτως, τη μελέτη του (μαζί με τη μελέτη των εξουσιαστικών τακτικών και μεθόδων μαζικής χειραγώγησης και προπαγάνδας) έχουν υποτιμήσει ή αμελήσει όσοι την αντιπαλεύουν. Αντί γι’ αυτό, αναλώνονται κυρίως σε μια ανέξοδη καταγγελτική συνθηματολογία, εύκολα αντιμετωπίσιμη από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της Κυριαρχίας και το κυριότερο: με ελάχιστη διείσδυση στην κοινωνία.

Εδώ και δύο χρόνια στην Ελλάδα γίνονται κοσμοϊστορικά γεγονότα, προσχεδιασμένα από την υπερεθνική Εξουσία ήδη από την δεκαετία του ’90. Η επιβολή όλων αυτών των επαχθών οικονομικών μέτρων που μετατρέπουν την κοινωνία σε σκλαβοπάζαρο άψυχων κορμιών, η κατάργηση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και η επιβολή της εξαθλίωσης στην κοινωνία, γίνονται τώρα, διότι σε αυτό το σημείο της Ευρώπης γίνεται όχι ένα πείραμα αλλά μία απόπειρα κοινωνικής μετάλλαξης. Σε αντίθεση με τον δυτικοευρωπαίο, η ελληνική κοινωνία δεν έχει αφομοιώσει, εσωτερικεύσει και αποδεχθεί πλήρως την ιδεολογία της καπιταλιστικής Κυριαρχίας και κυρίως δεν έχει φτάσει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της Εξουσίας, να υπερασπίζεται τα ιδεολογήματά της και να πιστεύει νομοτελειακά στο νόμο και στην τάξη ως δόγμα και πανάκεια, στο βαθμό που το κάνει πχ ο μέσος Γερμανός ή Ισπανός. Επίσης, η “ηθική της εργασίας” στην Ελλάδα δεν έχει ριζώσει όπως για ιστορικούς λόγους έχει γίνει στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και στη Β. Αμερική. Αυτά έρχεται να αλλάξει η άγρια επίθεση του ολοκληρωτισμού. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να τσακίσει τα ριζοσπαστικά κινήματα και τα κοινωνικά αντανακλαστικά, που στην Ελλάδα είναι σαφώς πιο διακριτά, αναπτυγμένα και επικίνδυνα σε σχέση με αυτά της Δυτικής Ευρώπης.

Δύο χαρακτηριστικά όμως έχει υπερτονισμένα η ελληνική κοινωνία σε σχέση με τις κοινωνίες του λεγόμενου ανεπτυγμένου κόσμου. Τον μικροαστισμό και την έλλειψη ταυτότητας. Και τα δύο έχουν χρησιμοποιηθεί υπέρμετρα από την προπαγάνδα της Εξουσίας μετά τη μεταπολίτευση. Το πρώτο διαχύθηκε με επιστημονικές μεθόδους στην κοινωνία με τρόπο που να συνενωθεί με τον ιδιότυπο ατομισμό και να παγιωθεί στις συνειδήσεις το αποκρουστικό εκείνο μίγμα που έγινε σημαία και πρότυπο ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Το δεύτερο καλύφθηκε με τόνους εθνικής προπαγάνδας. Και τα δύο αποτελούσαν βασικά ιδεολογικά εργαλεία της Εξουσίας μέχρι που όλα αυτά τα κομμάτια της κοινωνίας νιώσανε για τα καλά στο πετσί τους τι εστί καπιταλισμός. Το πρώτο έχει αρχίσει να καταρρέει και το δεύτερο έχει αρχίσει να αμφισβητείται σοβαρά.

Η επίθεση λοιπόν του διεθνούς υπερεθνικού Κεφαλαίου και ολοκληρωτισμού έχει πολλαπλές επιπτώσεις και απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: η ελληνική κοινωνία πολώνεται και συνάμα αρχίζει να συνειδητοποιεί τα εφηβικά της χαρακτηριστικά. Μόλις τώρα διαφαίνεται αχνά μία πρωτόλεια απόπειρα πολιτικοποίησης της (τουλάχιστον ενός κομματιού της), όχι όμως λόγω μιας ενσυνείδητης, εσωτερικής διαδικασίας συνειδητοποίησης της αλλά λόγω εξωγενών συνθηκών που επιβλήθηκαν σχεδόν ακαριαία και βίαια και την μισοξύπνησαν από το λήθαργό της, από τη φενάκη του καταναλωτισμού, του μικροαστικού ονείρου, από την ψευδαίσθηση της ευημερίας. Στις 12 Φλεβάρη κλονίστηκαν όλα αυτά για τρίτη φορά μετά το Δεκέμβρη του 2008 και τον περασμένο Μάη/Ιούνη. Μόνο που αυτή τη φορά κάποια πράγματα ήταν διαφορετικά.

Αυτό που ζήσαμε τη νύχτα εκείνη δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Ένα ετερόκλητο πλήθος βγήκε στους δρόμους, όχι για να διαδηλώσει ειρηνικά αλλά για να επιτεθεί με διάφορους τρόπους και σε διάφορα επίπεδα σε ό,τι προκαλεί τη λεηλασία της ζωής του. Ο κόσμος αυτός ήταν αποφασισμένος. Για πρώτη φορά οι διαδηλωτές επέδειξαν τόση επιμονή στους στόχους τους. Παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις που δέχονταν από τις δυνάμεις καταστολής, δεν υποχωρούσαν άτακτα, δεν τρέπονταν σε φυγή. Όχι μόνο επέστρεφαν στο πεδίο της μάχης, αλλά σε πολλές περιπτώσεις περνούσαν στην επίθεση. Επιτιθέμενοι κατόρθωσαν να τρέψουν σε φυγή τη φρουρά των μίσθαρνων σκυλιών της Εξουσίας. Επιτιθέμενοι κατόρθωσαν να επανακτήσουν την πλατεία Συντάγματος, την οποία οι δυνάμεις καταστολής είχαν πάρει την εντολή να εκκαθαρίσουν, έτσι ώστε τα μέσα μαζικής εξαπάτησης και χειραγώγησης να προβάλλουν στους υπηκόους την εικονική πραγματικότητα μιας άδειας πλατείας.

Για πρώτη ίσως φορά, σε τέτοιο βαθμό, το πλήθος επιδοκίμασε, συνέδραμε και σε πάμπολλες περιπτώσεις συμμετείχε στις οδομαχίες και στις επιθέσεις. Αυτό επιδέχεται πολλών και όχι απαραίτητα αντικρουόμενων μεταξύ τους ερμηνειών. Είναι τόση η οργή του κόσμου γι’ αυτά που του επιβάλουν που ξεχειλίζει και παρασύρει στο πέρασμά της ό,τι βρει μπροστά της. Η ενέργεια που εκλύθηκε ήταν τόση που καμία καταστολή δε θα μπορούσε να τη σταματήσει. Υπάρχει πια διάχυτη η πεποίθηση ότι το Σύστημα δεν είναι ανίκητο, αλλά για να το καταβάλλουμε απαιτείται αγώνας και κυρίως πολλή επιμονή και οργάνωση. Αν οι κινήσεις των εξεγερμένων διαδηλωτών στις 12 Φλεβάρη ήταν συντονισμένες και οργανωμένες, ίσως η ιστορία τώρα να ήταν διαφορετική. Ας το λάβουμε υπ’ όψιν μας καθότι τα πάντα είναι ακόμα ανοιχτά.

Το κυριότερο όμως είναι το ότι ξεπερνιέται η ηλίθια αντίληψη ότι ο αγώνας πρέπει να είναι ειρηνικός. Η αντίληψη αυτή διαχέεται τόσο από την καθεστωτική Αριστερά όσο και από τις διάφορες παραφυάδες απολίτικου ακτιβισμού που έχουν εμφανιστεί τον τελευταίο καιρό, ως φυσικό επακόλουθο του ξαφνικού και βίαιου περάσματος από την φαινομενική νηνεμία της απάθειας και του εφησυχασμού στην καταιγίδα που ζούμε σήμερα. Με άλλα λόγια, όταν κάηκε ο κώλος τους αντέδρασαν, θεωρώντας με παιδιάστικη αφέλεια ότι κάποιοι τους πρόδωσαν, ότι δεν είχαν δικαίωμα να τους το κάνουν αυτό, ότι τους πήραν το παιχνιδάκι τους από τα χέρια και αυτό δεν είναι σωστό. Παιδιάστικο; Αφελές; Ναι, είναι μία από τις εκφάνσεις των εφηβικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας. Η πολιτική και κυρίως κοινωνική ωρίμανση όμως δεν έρχεται από την μια μέρα στην άλλη, ούτε με μηχανιστικούς τρόπους.

Μπορεί το συγκεκριμένο κοινωνικό κομμάτι να μην έχει την πολιτική εμπειρία ή τις παραστάσεις για να συνειδητοποιήσει ότι στον καπιταλισμό ο εργαζόμενος είναι ένας μισθωτός σκλάβος και ότι στην ουσία τίποτα δεν του ανήκει, και αν κάτι του έχει παραχωρηθεί συγκυριακά αυτό γίνεται για την καλύτερη εκμετάλλευσή του, ότι σε συνθήκες κοινωνικού πολέμου και τρομοκρατίας φαντάζει τουλάχιστον αφελές να μιλάς για ειρήνη, η Αριστερά όμως δεν είναι αφελής, ξέρει πολύ καλά τι παίζεται και εξίσου καλά γιατί πουλάει το ίδιο παραμύθι εδώ και πολλά χρόνια. Μέσα σε μία νύχτα έγινε σμπαράλια η προπαγάνδα που πουλούσε και συνεχίζει να πουλάει ότι “θα τους δείξουμε ειρηνικά ότι είμαστε πολλοί, πάρα πολλοί και τότε αυτοί θα αναγκαστούν να υποχωρήσουν και θα πάρουν πίσω όλα τα μέτρα ”. Και τότε θα επανέλθουμε στην κατάσταση πριν από την κρίση, με καλύτερους μισθούς και ακόμα καλύτερα αφεντικά, και θα ζήσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. ..Δεν μπορείς να λες αυτές τις μαλακίες σε κάποιον που βλέπει να του παίρνουν μαζί με τους μισθούς, τα επιδόματα, την περίθαλψη και τα δικαιώματα, την ίδια του τη ζωή, το μέλλον του.

Ήταν η πρώτη φορά που η ήττα και του άλλου κόμματος της Αριστεράς, του λεγόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος, αντανάκλασθηκε με τόσο ανάγλυφο τρόπο στη ματιά των μελών του. Μερικές εκατοντάδες που είχαν απομείνει μετά την διεκπεραιωτικού χαρακτήρα συγκέντρωση-κηδεία που είχαν κάνει όσο πιο βιαστικά μπορούσαν, έκαναν κορδόνια από συνήθεια, μάλλον για να μην μπει μέσα στο σχηματισμό τους και τους μολύνει το μισό εκατομμύριο κόσμου που έδινε τη μάχη του σε όλο το κέντρο της Αθήνας...Οι λίγοι από αυτούς που είχαν παραμείνει παραταγμένοι σε δυο γωνιές του κέντρου έβλεπαν τριγύρω τους τον κόσμο να τρέχει, να φωνάζει συνθήματα, να δέχεται επιθέσεις από τα ΜΑΤ και μετά αυτός να επιτίθεται στην αστυνομία, να πνίγεται από τα δακρυγόνα, και αυτοί σαν ακούνητα στρατιωτάκια να φωνάζουν από μακριά, με τρεμάμενη φωνή προς κάποιον άγνωστο λαό “μη σκύβεις το κεφάλι”, και να παρακολουθούν την εξέγερση αμέτοχοι. Η ματιά τους όμως ήταν διαφορετική από άλλες φορές, καμία σχέση με εκείνο το αγέρωχο βλέμμα που φορούσαν μέχρι πρόσφατα. Τουλάχιστον κάποιων από αυτούς. Πιο αβέβαιη γι’ αυτά που έβγαιναν από το στόμα τους, πιο θλιμμένη. Σα να ήθελε να πει “τι κάνω εδώ ο μαλάκας”, όταν ο λαός στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνομαι ως πρωτοπορία (εδώ γελάμε) με έχει γραμμένο κανονικά, έχει εξεγερθεί... Σα να απορούσε (επιτέλους) με την ηγεσία του που ό,τι δεν μπορεί να το ελέγξει και να διοχετεύσει σε ανώδυνα για το Σύστημα πλαίσια, το αποδίδει σε «προβοκάτορες». Μόνο που αυτή τη φορά οι «προβοκάτορες» ήταν η μισή Αθήνα...

Σε αντίθεση με προηγούμενες διαδηλώσεις, οι στόχοι ήταν επιλεγμένοι, επιλεκτικοί και με σαφές σημειολογικό, συμβολικό αλλά και πραγματικό περιεχόμενο. Από τη στιγμή που δεν έγινε εφικτή η εφόρμηση στο Κυνοβούλιο και η αστυνομία με νύχια και με δόντια απωθούσε το παλλόμενο εξεγερμένο πλήθος από το Σύνταγμα, στοχοποιήθηκαν άλλα κτίρια-σύμβολα των σύγχρονων δυναστών μας: τράπεζες και μηχανήματα ανάληψης, ενεχυροδανειστήρια, κοσμηματοπωλεία, πολυκαταστήματα, υποκαταστήματα πολυεθνικών, καθώς και κάμερες παρακολούθησης. Η επίθεση όμως και ο εμπρησμός τους αυτή τη φορά είχε μία διαφορετική δυναμική. Από τη μία ο κόσμος στην πλειοψηφία του δεν αποδοκίμαζε, αντίθετα χειροκροτούσε, ακολουθούσε τα συνθήματα που φωνάζονταν, έβγαζε φωτογραφίες και βιντεοσκοπούσε τους εμπρησμούς, σε πολλές περιπτώσεις συμμετείχε ενεργά, σχολίαζε θετικά, το χαιρόταν.

Ας μη βιαστούμε όμως να βγάλουμε συμπεράσματα για αυτή τη στάση του κόσμου. Στη πλειοψηφία της δεν είναι προϊόν ιδεολογικής προεργασίας, ούτε όλος αυτός ο κόσμος “απέκτησε κοινωνική συνείδηση επειδή κατέβηκε στο δρόμο”. Τώρα που η Εξουσία του παίρνει και τα σώβρακα, δείχνει μια σχετική ανοχή σε κάτι που αύριο κάλλιστα θα αποδοκιμάσουν και πάλι. Πρόκειται για ένα είδος οπορτουνισμού στην πιο χοντροκομμένη του εκδοχή. Από την άλλη, εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ξυπνήσει όταν οι “αντικειμενικές συνθήκες” επιδεινωθούν. Αν ήταν έτσι, τότε οι λαοί της Αφρικής πχ θα έπρεπε να είχαν ξεσηκωθεί εδώ και καιρό. Απλά τώρα τους έφτασε το μήνυμα της εξέγερσης με τρόπο σαφή και κάπου εισχώρησε στο ασυνείδητο ανάμεσα στα πολλαπλά στρώματα προπαγάνδας που εναποθέτει με τρόπο συνεχή και επιστημονικό η κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίον η 12η Φλεβάρη είναι ορόσημο.

Δεν ήταν μόνο η μαζικότητα και αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν τις επιθέσεις διαφορετικές, ήταν το γεγονός ότι αυτή τη φορά είχαν κάτι που τις απομάκρυνε από τη σφαίρα του καθαρά θεαματικού, τις νοηματοδότησε και τις συνέδεσε με την πραγματικότητα που βιώνουμε, τη ζοφερή της καθημερινότητας και αυτήν που ζήσαμε τη νύχτα της 12ης Φλεβάρη. Αυτό το κάτι ήταν αυτή η αίσθηση που μας κάνει να μιλάμε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ότι ζήσαμε μία εξέγερση ή μάλλον το προοίμιο μιας εξέγερσης που έρχεται.

Άλλαξε όμως κάτι και στην τακτική της προπαγάνδας των μέσων μαζικής αποπληροφόρησης. Με μισό εκατομμύριο στους δρόμους της Αθήνας και με άλλους τόσους στην υπόλοιπη Ελλάδα ή τις υπόλοιπες ημέρες των κινητοποιήσεων στους δρόμους, αυτή τη φορά δεν θα μπορούσαν να περάσουν εύκολα το μήνυμα των 100 κουκουλοφόρων που τα σπάσανε για άλλη μία φορά. Αναγκαστήκανε λοιπόν να βγάλουνε βιαστικά, μέσα στον πανικό τους, από το οπλοστάσιο της βρωμερής τους προπαγάνδας κάτι πιο αφελές αλλά στοχευόμενο στο υποσυνείδητο του μικροαστού πατριώτη (ας μην ξεχνάμε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά).

Μιλήσανε με δακρύβρεχτα σχόλια και εστιάσανε σχεδόν παραμορφωτικά στα νεοκλασικά κτίρια που καίγονται, περνώντας στο υποσυνείδητο του ανυποψίαστου τηλεθεατή/ακροατή ότι “καταστρέφεται η ιστορία μας”, κάνοντας τον να ταυτιστεί με το συλλογικό εθνικό παρελθόν, όπως του το έχουν διδάξει στα ιδρύματα ιδεολογικής προπαγάνδας που ονομάζονται σχολεία και πανεπιστήμια. Δεν του είπαν όμως ότι η Αθήνα έχει χιλιάδες νεοκλασικά κτίρια που στέγασαν την άρχουσα τάξη του 19ου αιώνα και αυτά που απειλήθηκαν ήταν 4-5. Δεν του είπαν τι ακριβώς στεγάζουν αυτά τα κτίρια και γιατί έγιναν στόχος των διαδηλωτών, μαζί με άλλα που δεν ήταν νεοκλασικά... Δεν του έδειξαν την εικόνα όλων των δρόμων του κέντρου που ήταν γεμάτοι κόσμο, παρά μόνο εστίασαν το φακό τους όσο πιο κοντά γίνεται στις φλόγες. Δεν του είπαν ότι το... “καφενείο που κάηκε στο κέντρο” ήταν της πολυεθνικής αλυσίδας καταστημάτων Starbucks, ότι το ιστορικό κτίριο στο οποίο εισέβαλλαν και έκαψαν εκατοντάδες διαδηλωτές υπό τις επευφημίες όλης της διαδήλωσης ήταν το κεντρικό κτίριο της αμαρτωλής τράπεζας Alpha και ότι στέγασε την πρώτη τράπεζα της Ελλάδας, τον μεγαλύτερο φεουδάρχη της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού κράτους.

Χρησιμοποιήσανε και όπλα από τα παλιά, απευθυνόμενοι προφανώς και σε ένα ακροατήριο που έχει τσιμπήσει το δόλωμά τους και δε χρειάζεται πιο σύγχρονες μεθόδους για να χειραγωγηθεί και να τρομοκρατηθεί. Τα απαξιωμένα και πλήρως εξευτελισμένα πια μέσα μαζικής προπαγάνδας χρησιμοποιούν πολλές μεθόδους γιατί το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται είναι ετερόκλητο. Εστιάσανε στα σπασμένα καταστήματα και στις βιτρίνες αλλά αυτή τη φορά μέσα στον πανικό τους έκαναν ένα λάθος που θα τους στοιχίσει ακριβά. Επιχείρησαν να αγγίξουν συναισθηματικά το ακροατήριό τους μιλώντας για τις εκατοντάδες θέσεις εργασίας που θα χαθούν από τα καμένα ή σπασμένα καταστήματα που θα κλείσουν. Πρόκειται για ένα τέχνασμα αντιγραμμένο από εγχειρίδια παραπληροφόρησης άλλων χωρών και άλλων εποχών ή βγαλμένο από κάποιο βρώμικο και ηλίθιο μυαλό κάποιου ξένου μισθοφόρου επαγγελματία της προπαγάνδας που δε γνωρίζει την ελληνική πραγματικότητα. Σε μία χώρα που έχει πιο πολλούς άνεργους από εργαζόμενους, που καθημερινά χάνονται εκατοντάδες θέσεις μισθωτής σκλαβιάς, αυτό το επιχείρημα ακούγεται τουλάχιστον γελοίο και εξοργιστικό. Επίσης, όλοι ξέρουμε ότι αυτά τα μεγάλα καταστήματα είναι ασφαλισμένα και ότι δεν έχουν ανάγκη ούτε καν την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για να επαναλειτουργήσουν. Αλλά ακόμα και να μην είναι, τι σημασία έχει; Από πότε οι εκμεταλλευόμενοι νοιάζονται για τα συμφέροντα του εκμεταλλευτή τους;

Αποκόψανε εντελώς την εικόνα της μεγαλειώδους διαδήλωσης, των γεμάτων δρόμων, των οδομαχιών και των συγκρούσεων σε ολόκληρο το κέντρο της πόλης για ώρες, από αυτήν των πυρκαγιών και βεβαίως αποκρύψανε εντελώς το λόγο για τον οποίο όλο αυτό το πλήθος του κόσμου είχε κατέβει στους δρόμους. Το παρουσιάσανε στον τηλεθεατή που δεν κατέβηκε στην πορεία σαν ένα όργιο βανδαλισμών και πλιάτσικου. Δεν μας εξηγήσανε όμως γιατί να μην προβεί κάποιος σε απαλλοτρίωση αγαθών από μία επιχείρηση που τον κλέβει καθημερινά. Το ψέμα σε συνδυασμό με την παραμόρφωση και με μεγάλες δόσεις φόβου είναι η πάγια συνταγή αυτών των τρισάθλιων ενεργούμενων. Η μαζικότητα της διαδήλωσης δεν τους επέτρεψε να αναπαράγουν το παραμύθι των λίγων κακών που παρεισφρέουν στην πορεία των πολλών καλών και ειρηνικών. Από την μεθεπόμενη ημέρα όμως, που τα επιτελεία της επίσημης παραπληροφόρησης συνειδητοποίησαν το μέγεθος της ήττας τους και έκαναν τον απολογισμό των ζημιών (των ζημιών που είχαν αυτά και τα αφεντικά τους από το χουνέρι που πάθανε)άλλαξε το τροπάριο. Ανέβασαν τους τόνους και αρχίσανε να μιλάνε όλο και πιο συχνά για “σκηνές πανικού και ολέθρου” προκειμένου να περισώσουν ό,τι μπορούσαν. ‘Ο, τι και να κάνουν όμως, αυτή τη φορά το χάσανε το παιχνίδι. Και η αντιπληροφόρηση αυτή τη φορά λειτούργησε άμεσα και πιο αποτελεσματικά από άλλες φορές, στόμα με στόμα, με μηνύματα, με emails, με όποιο μέσο διέθετε ο καθένας.

Αντί για επίλογο ας αντιγράψουμε κάτι που γράφτηκε και που αποτελεί το πιο σαφές μήνυμα προς τους επαγγελματίες της καθεστωτικής προπαγάνδας: “Τα κανάλια έχουν κάνει μεγάλα εγκλήματα τα τελευταία χρόνια και υπέβαλαν σε τρομερή ψυχολογική βία τον κόσμο για να δεχτεί μνημόνια και κίβδηλους εκβιασμούς. Όταν η εξέγερση φτάσει φυσιολογικά και στα κανάλια τους, τότε το τέλος τους θα είναι σκληρό, ταπεινωτικό και αλησμόνητο και αυτά τα ίδια θα το έχουν προκαλέσει…” Η εξέγερση της 12ης Φλεβάρη έστειλε το μήνυμα αυτό όχι μόνο στα κανάλια και στους υπόλοιπους μηχανισμούς χειραγώγησης αλλά σε όλους τους εξουσιαστές και όσους υπηρετούν το σάπιο καθεστώς τους. Ο πανικός τους δείχνει ότι έχουν λάβει το μήνυμα. Ας διαχυθεί και αυτό στην υπόλοιπη κοινωνία μαζί με όλα τα υπόλοιπα που μας έχει διδάξει η πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ένας σύντροφος από το Verba Volant