Αναφορά βασισμένη σε κείμενο στα γαλλικά του Georges Balkanski, αγωνιστή της (πάλαι ποτέ εξόριστης στη Γαλλία) Ένωσης Βουλγάρων Αναρχικών - που πέθανε πριν λίγα χρόνια στη Γαλλία – και άλλα στοιχεία.

Ο βουλγαρικός λαός προήλθε από μια φυλή μογγολικής προέλευσης που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια, στην περιοχή νότια του Δούναβη που εκτείνεται προς τη Θράκη και τη Μακεδονία. Η φυλή αυτή αφομοιώθηκε γρήγορα από τα σλαβικά φύλα από όπου και προήλθε το όνομα Βούλγαρος. Από τότε συνέβησαν αρκετές εθνικές προσμίξεις, με αποκορύφωμα την οθωμανική κατοχή και κυριαρχία στο διάστημα 1393-1878, κάτι που άφησε βαθύτατα ίχνη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Βουλγαρίας. Η εθνική απελευθέρωση πραγματοποιήθηκε χάρη σε μια μακρά και σκληρή αντίσταση που γενικεύτηκε μετά από τον πόλεμο του 1877. Από τότε, η Βουλγαρία παρέμεινε μια πλήρως γεωργική και πρωτόγονη χώρα, χωρίς βιομηχανίες και μέσα μεταφοράς και, συνεπώς, χωρίς εργατικό κίνημα.

Το επαναστατικό λαϊκό κίνημα ενάντια στην τουρκική κυριαρχία είχε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα και επηρεάστηκε αρκετά από κάποιες αόριστες σοσιαλιστικές ιδέες. Ο μεγάλος εθνικός ποιητής Christo Botev (1848-1876) που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο κίνημα αυτό είχε σπουδάσει στη Ρωσία και επηρεάστηκε αρκετά από τις ιδέες του Μπακούνιν, κάτι που εκφράστηκε και στο ποιητικό και στο δημοσιογραφικό του έργο του. Ο Christo Botev διατηρούσε, επίσης, άμεση επαφή με την τότε Διεθνή και ειδικά με την αντιεξουσιαστική της πτέρυγα. Ο Botev και μερικοί σύντροφοί του από το επαναστατικό κίνημα, ήταν πρώτοι ελευθεριακοί στη Βουλγαρία. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο Βούλγαρος Byron, ο Βούλγαρος Salvochea ή ο Pisacane, με μια τέτοια δημοτικότητα που υπερέβαινε αυτή του Garibaldi στην Ιταλία. Ολόκληρες γενιές εμπνεύστηκαν από τα κατορθώματά του, το παράδειγμα της θυσίας του και την καταλυτική του συμμετοχή στους κοινωνικούς και ελευθεριακούς αγώνες. Δεν υπάρχει μέχρι τις ημέρες μας Βούλγαρος, ανεξαρτήτως κοινωνικής και πολιτικής τοποθέτησης, που να μην γνωρίζει και να μην τραγουδά τα επαναστατικά του ποιήματα, από τα οποία μερικά είναι ξεκάθαρα ελευθεριακά τραγούδια.

Ο πατριωτικός ενθουσιασμός, καθώς επίσης και ο πολιτικός αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας, όπως σε κάθε παρόμοια περίσταση, συνυπήρχαν με τις ελευθεριακές απόψεις στους συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες τα πρώτα χρόνια μετά την εθνική απελευθέρωση. Αλλά οι σοσιαλιστικές ιδέες δεν φανερώθηκαν παρά γύρω τα 1886-1887, καθώς ο Spiro Goulaptchev (1852-1918), επιστρέφοντας από τη Ρωσία, συγκρότησε ομάδες κοινωνικών μελετών που λειτουργούσαν με συνωμοτικό τρόπο. Στις πρώτες αυτές ομάδες συγκατοίκησαν, τουλάχιστον στην αρχή, ελευθεριακοί και μαρξιστές οι οποίοι εκφράζονταν ειρηνικά μέσα από τη γραπτή προπαγάνδα. Η συγκρότηση καθαρά ελευθεριακών ομάδων άρχισε περίπου το 1890.

Ένας από τους πρώτους αγωνιστές ήταν ο Paraskev Stoοanov (1871-1941) ο οποίος, το 1890, στη Γαλλία κυκλοφόρησε μαζί με τον Ιταλό αναρχικό Σαβέριο Μερλίνο, ένα αντιμιλιταριστικό κείμενο και γι’ αυτό έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα και να περάσει στην Ιταλία απ’ όπου απελάθηκε στη συνέχεια. Συνέχισε και τελείωσε τις σπουδές του στην Ιατρική στη Ρουμανία, όπου ήταν από τους ιδρυτές του αναρχικού κινήματος αυτής της χώρας. Επιστρέφοντας στη Βουλγαρία, συνέχισε τις δραστηριότητές του. Υπήρξε μαθητής και προσωπικός φίλος των Κροπότκιν και Μαλατέστα, διατηρώντας κανονική και συχνή αλληλογραφία με αυτούς αλλά και άλλους αγωνιστές από τις δυτικές χώρες μέχρι το τέλος της ζωής του. Υπήρξε, επίσης, ο πρώτος χειρούργος στη Βουλγαρία.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το βουλγάρικο αναρχικό και ελευθεριακό κίνημα επιδόθηκε σε μορφωτική προπαγάνδα για την προσέλκυση μελών και στην ειρηνική προπαγάνδιση των αναρχικών ιδεών. Ο πιο γνωστός αγωνιστής αυτής της περιόδου ήταν ο Nicolas Stoοnov (1862-1963), αρκετά μορφωμένος άνθρωπος, με άριστες γνώσεις ρωσικής και γαλλικής γλώσσας. Αν και ο ίδιος μέτριος δάσκαλος, άσκησε μεγάλη επιρροή σε εκπαιδευτικούς αλλά και αγρότες. Ήταν αυτός που μίλησε πρώτος στη Βουλγαρία για τον επαναστατικό συνδικαλισμό και με μερικούς σοσιαλιστές ίδρυσε την Εθνική Ένωση Εκπαιδευτικών, ενώ με τον Varban Kilifarski (1879-1923) ίδρυσε την Επαγγελματική Ένωση Αγροτών. Υπήρξε, επίσης, ο πρώτος αντιρρησίας συνείδησης στη Βουλγαρία.

Ένας άλλος αγωνιστής, ο τυπογράφος Goulaptchev, με τη βοήθεια και συμμετοχή των Stoοnov, Kilifarski και μερικών ανεξάρτητων και σοσιαλιστών, οργάνωσε τον πρώτο ελευθεριακό εκδοτικό οίκο, που εξέδωσε μεγάλο αριθμό μεταφρασμένων βιβλίων και φυλλαδίων, κυρίως από τα ρωσικά και τα γαλλικά. Έτσι, ο Goulaptchev, παρ’ ότι στην αρχή των δραστηριοτήτων του είχε έναν ξεκάθαρο ελευθεριακό ιδεολογικό προσανατολισμό, εργάστηκε από κοινού με κάποιους σοσιαλιστές, δημιουργώντας μια κατά μεγάλο μέρος σοσιαλιστική κίνηση και εισήγαγε το σοσιαλισμό στη Βουλγαρία με όλες τις τάσεις του. Η διαφοροποίηση των αναρχικών ήρθε μετέπειτα στο Διεθνές Συνέδριο του Λονδίνου το 1896, που οι αναρχικοί αποβλήθηκαν από τους μαρξιστές. Ο Goulaptchev εξέδωσε τότε μια λεπτομερή περίληψη αυτού του Συνεδρίου και αποχώρησε από τους σοσιαλιστές, διατηρώντας, όμως, τον εκδοτικό οίκο, δίνοντάς του πλέον σαφώς αναρχικό χαρακτήρα.

Έτσι λοιπόν, παρ’ ότι δεν άργησε η εισαγωγή του αναρχισμού στη Βουλγαρία, άρχισε να διαφαίνεται ιδιαίτερα η χαρακτηριστική πλευρά του βουλγάρικου αναρχισμού που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία της χώρας.

Μετά την απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή και κυριαρχία, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις – Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία – συνηγόρησαν υπέρ της επιστροφής της περιοχής της Μακεδονίας στην Τουρκία, παρ’ ότι η περιοχή αυτή απελευθερώθηκε μετά από το ρωσο-τουρκικό πόλεμο. Όμως, με την ανασυγκρότηση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, το βουλγάρικο επαναστατικό κίνημα αναδιοργανώθηκε και ενίσχυσε τις δραστηριότητές του. Μερικοί νέοι αναρχικοί μαχητές, όπως ο Varban Kilifarski, συμμετείχαν στο κίνημα αυτό, αλλά ήταν από το 1898 που το αναρχικό κίνημα έφτασε στο πρώτο του αποκορύφωμα. Τότε η πλειοψηφία των μελών της ομάδας Plovdiv που σπούδαζαν στη Γενεύη, συγκρότησε ένα νέο επαναστατικό κύκλο και αποφάσισε να επιστρέψει στη Μακεδονία και να αγωνιστεί εκεί. Ο κύκλος αυτός ήταν που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο την εφημερίδα «Εκδίκηση», που θεωρείται η πρώτη ελευθεριακή εφημερίδα στη βουλγαρική γλώσσα. Οι μαχητές αυτοί ακολούθησαν το παράδειγμα και τις ιδέες του Botev και του Μπακούνιν, θέλοντας να δώσουν στο επαναστατικό κίνημα εθνικής απελευθέρωσης έναν κοινωνικό χαρακτήρα.

Οι αναρχικοί έπαιξαν τον πρωτεύοντα ρόλο στο κίνημα αυτό που κατέληξε στην επαναστατική εξέγερση του 1903, ενώ, στη Θράκη ιδιαίτερα, καθιερώθηκε και διατηρήθηκε για περίπου ένα μήνα ο Ελευθεριακός Κομμουνισμός. Μεταξύ των εκατοντάδων επαναστατών αναρχικών που συμμετείχαν και πολέμησαν εκεί, από τους βασικότερους ήταν ο Michel Guerdjikoff (1877-1947), ένας από τους σημαντικότερους Βούλγαρους αναρχικούς της περιόδου αυτής.

Μετά την επαναστατική αυτή εξέγερση, οι Guerdjikoff, Kilifarski, Stoοnov και άλλοι, κατάλαβαν ότι η επαναστατική αυτή δραστηριότητα πρέπει να συνδέεται άμεσα με τον άμεσο στόχο των αναρχικών: τη δημιουργία ενός καλά οργανωμένου κοινωνικού κινήματος. Γι’ αυτό, κυκλοφόρησαν αρχικά, το 1907, την εφημερίδα «Ελεύθερη Εργασία» και το 1908 μια άλλη εφημερίδα την «Αναρχία» η οποία ήταν συγχρόνως, ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος με το ίδιο όνομα. Ο εκδοτικός αυτός οίκος εξέδωσε, μέσα σε λίγα χρόνια, την πλειοψηφία των σημαντικών έργων των αναρχικών θεωρητικών. Η εφημερίδα «Αναρχία» συνέβαλε στην ίδρυση μεγάλου αριθμού αναρχικών ομάδων που κατευθύνονταν προς την ίδρυση Αναρχικής Ομοσπονδίας. Συγκαλέστηκε ένα ιδρυτικό συνέδριο, αλλά οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ακολουθούμενοι από το μεγάλο πόλεμο του 1914, το απέτρεψαν. Τελικά, το συνέδριο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε παρά στις 15-17 Ιούνη 1919, όταν συγκλήθηκε στη Σόφια το ιδρυτικό συνέδριο της Αναρχικής Κομουνιστικής Ομοσπονδίας Βουλγαρίας (F.A.C.B.).

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνοδεύθηκε και ως επακόλουθο την ανάπτυξη μιας έντονης επαναστατικής, φανερής και παράνομης συγχρόνως, δραστηριότητας, δίνοντας μια ξέχωρη ώθηση στο επαναστατικό κίνημα που παρέβηκε καταλυτικά στην κοινωνική ζωή της Βουλγαρίας. Το κίνημα αναπτύχθηκε και αυξήθηκε γρήγορα, χάρη σε μια πλειάδα ενεργών και αφοσιωμένων αγωνιστών καθώς και μια σειρά επαναστατικών πράξεων που συντάραξαν τη χώρα. Μια από τις πιο εξαίρετες επαναστατικές φυσιογνωμίες αυτής της εποχής είναι και ο Georges Chiοtanov.

Οι αναρχικοί διεξήγαγαν τότε μια έντονη αντιμιλιταριστική εκστρατεία και ενώ ο πόλεμος εξερράγη, μερικοί αναρχικοί, όπως ο Varban Kilifarski, διέφυγαν στο εξωτερικό, ενώ άλλοι αρνήθηκαν να στρατευθούν περνώντας στην παρανομία. Μεταξύ των δεύτερων ήταν και Chiοtanov ο οποίος διακρίθηκε ιδιαίτερα κάνοντας μια αρκετά σκληρή ζωή στην παρανομία. Τελικά, δολοφονήθηκε το 1925.

Η δραστηριότητα των παράνομων αναρχικών ομάδων πήρε ένα τέτοιο εύρος που οι στρατιωτικοί προσπάθησαν να την καταστείλουν με συλλήψεις και μια μεγάλη δίκη, όπου παραπέμφθηκαν περίπου 40 αναρχικοί μαχητές. Το κατηγορητήριο ήταν ένα επίσημο έγγραφο 35 σελίδων που αποκάλυπτε πολύ σωστά την ιστορία του κινήματος αυτής της εποχής. Στο έγγραφο αυτό τονίζεται ότι οι κατηγορούμενοι «εξαιτίας της εγκληματικής δραστηριότητας και της άρνησής τους αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια του Κράτους, για την ύπαρξη της χώρας, για το σημερινό πολίτευμα και γενικά για τη σύγχρονη ζωή».

Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που εκδόθηκαν δεκάδες βιβλίων και φυλλαδίων, που εμφανίστηκαν δεκάδες εφημερίδες σε όλη τη χώρα, που συγκαλέστηκαν εκατοντάδες συνεδριάσεις και συνελεύσεις. Την ίδια περίοδο, επίσης, έγιναν πέντε εθνικά συνέδρια, από τα οποία το πέμπτο, το 1923, ήταν το πιο σημαντικό. Βέβαια, η δραστηριότητα αυτή σταμάτησε για μερικά χρόνια με το φασιστικό πραξικόπημα, τον Ιούνη του 1923, ξεπήδησε όμως ένα νέο δυναμικό κίνημα. Η παρανομία και η γενικότερη καταστολή συνεχίστηκε μέχρι το 1944, χρόνο που η χώρα «απελευθερώθηκε» από τον Ερυθρό Στρατό, που επέβαλε τον κρατικό καπιταλισμό. Το βουλγάρικο αναρχικό κίνημα, από την αρχή της εμφάνισής του ήταν ευνοϊκό προς τον επαναστατικό συνδικαλισμό και διερευνούσε πάντα τις δυνατότητες να διεισδύσει μέσα στις εργαζόμενες μάζες και να συγκροτήσει συνδικάτα. Αλλά συνάντησε μεγάλες δυσκολίες από την πλευρά των μαρξιστών, οι οποίοι ευθύνονται για τη διαίρεση της εργατικής τάξης. Έτσι, το αναρχικό κίνημα δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη επιτυχία σ’ αυτό τον τομέα. Αν και τα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν μέσα στις διαφορετικές βιομηχανίες και κυρίως στον τομέα επεξεργασίας του καπνού, σε πολλές περιπτώσεις βάδισαν μαζί με τις συγκεκριμένες αναρχικές ομάδες και επέδειξαν αξιόλογη μαχητικότητα που τους έφερε κάποιες επιτυχίες, αν και οι αναρχικοί έδωσαν όλο τους τον εαυτό για το σκοπό αυτό, εντούτοις ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν πήρε ποτέ το χαρακτήρα μιας ξεχωριστής τάσης ή δόγματος. Επιπλέον, ο βουλγάρικος αναρχισμός δεν γνώρισε παρά μόνο μια τάση, τον αναρχοκομμουνισμό, που εκφράζει τον οργανωτικό προσανατολισμό των Μπακούνιν, Κροπότκιν και Μαλατέστα.

Ήταν ο Afanol Vassev (1898-1958) ένας από τους αναρχικούς εκείνους που αναμείχθηκαν σε διάφορες συνδικαλιστικές δραστηριότητες και διακρίθηκε ιδιαίτερα, ενσωματώνοντας σ’ αυτές το μαχητικό και οργανωτικό πνεύμα του κινήματος. Η ζωή του αυθεντικού αυτού εργαζόμενου και αγωνιστή αποτέλεσε παράδειγμα για όλη την εργατική τάξη. Ο Afanol Vassev πέρασε 22 χρόνια στην παρανομία, χωρίς να εγκαταλείψει τα εργοστάσια, με το ψεύτικο όνομά του (το πραγματικό ήταν Jordan Sotirov). Ο ίδιος γνώρισε, επίσης, τις μπολσεβίκικες διώξεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές και πέθανε αφού δηλητηριάστηκε μια μόλις μέρα πριν απελευθερωθεί.

Με την επικράτηση των μπολσεβίκων, τον Οκτώβρη του 1944 συνήλθε μια εθνική διάσκεψη της F.A.C.B, όπου αποφασίστηκε η επανακυκλοφορία του παλαιού περιοδικού της «Εργατική Σκέψη», του οποίου η κυκλοφορία, όμως, ανεστάλη από τις αρχές στο 4ο τεύχος του. Το περιοδικό επανεμφανίστηκε το 1945 για να κλείσει οριστικά με την κατάσχεση του 8ου τεύχους του (τη στιγμή που πουλούσε 30.000 αντίτυπα). Το καθεστώς της σχετικής ελευθερίας διήρκεσε λίγα χρόνια. Στο διάστημα αυτό αρκετές ομάδες ανασυγκροτήθηκαν και άνοιξαν γραφεία, αλλά η καταστολή δεν άργησε να έρθει. Όλοι οι σύνεδροι-εκπρόσωποι σε μια ανοικτή δημόσια εθνική αναρχική διάσκεψη στις 10 Μάρτη 1945, συνελήφθησαν και κλείσθηκαν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το αναρχικό κίνημα αναγκάστηκε και πάλι να περάσει στην παρανομία. Εμφανίστηκε τότε ένα πολυγραφημένο δελτίο που κυκλοφορούσε μέχρι το 1948.

Τον Αύγουστο του 1946, η F.A.C.B. κατάφερε να κάνει ένα μυστικό συνέδριο στο κέντρο της Σόφιας, όπου συμμετείχαν 50 περίπου εκπρόσωποι από 40 περίπου περιφερειακές ενώσεις οι οποίες αποτελούνταν από 400 περίπου τοπικές ομάδες. <p>

Αλλά η καταστολή σε βάρος των αναρχικών έφθασε στο απόγειό της, με τη μαζική σύλληψη, τις δίκες και τον περιορισμό σε στρατόπεδα συγκέντρωσης 600 περίπου αναρχικών αγωνιστών, δύο μέρες πριν το 5ο συνέδριο του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος, το Δεκέμβρη του 1948. Επίσης, δεν ήταν δυνατόν να γίνει καμία δημόσια διαδήλωση. Η κανονική ζωή της F.A.C.B. διακόπηκε και το μόνο που έμεινε ήταν οι διαπροσωπικές συνδέσεις ανάμεσα στους μαχητές και οι πάντα μυστικές σχέσεις με τους αγωνιστές εκείνους που ήσαν στη εξορία.

Μια μηνιαία επιθεώρηση με το όνομα «Ο Δρόμος μας» εμφανίστηκε 25 χρόνια μετά, ενώ άρχισαν να εκδίδονται ξανά φυλλάδια και βιβλία στη βουλγάρικη γλώσσα, αλλά ακόμα και στα γαλλικά κ.λπ. Παρ’ όλη την καταστολή, το βουλγάρικο αναρχικό κίνημα δεν πέθανε, ούτε στο εξωτερικό ούτε και στο εσωτερικό, ενώ η αντίσταση εκατοντάδων γνωστών αγωνιστών έκανε τις λαϊκές μάζες να συμπαθήσουν τον αναρχισμό.

* Διαμόρφωση κειμένου «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, Νοέμβρης 2006.