ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΑΤΙΚΗ-ΑΤΑΞΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

 

Απλώνοντας το χέρι για να πιάσουμε το φεγγάρι μαθαίνουμε, λένε, να πιάνουμε. Ο ουτοπισμός, ή «κοινωνικός οραματισμός» είναι η εκπαίδευση της επιθυμίας για ένα καλύτερο κόσμο, άρα απαραίτητο κομμάτι κάθε κινήματος για κοινωνική αλλαγή. Σε αυτό το άρθρο χρησιμοποιώ παραδείγματα από την έρευνά μου πάνω στον αναρχισμό, το φύλο και τη σεξουαλικότητα στη Μεγάλη Βρετανία από το 1880 και μετά, για να συζητήσω τις μεταλλασσόμενες έννοιες του ελεύθερου έρωτα και τη σχέση μεταξύ της σεξουαλικής ελευθερίας και της κοινωνικής αλλαγής, ειδικά για τις γυναίκες.

 

Όλες οι ποικιλίες του αναρχισμού μοιράζονται την απόρριψη του κράτους, των νόμων και των θεσμών του, ανάμεσά τους και του γάμου. Όμως η έννοια του ελεύθερου έρωτα δεν είναι στατική αλλά ιστορικά συγκεκριμένη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι κριτικοί του συνέδεσαν το σεξουαλικό με τον κοινωνικό κίνδυνο. Στα πλαίσια μιας πιο γενικευμένης δημόσιας συζήτησης περί γάμου, οι αναρχικοί έπρεπε να τοποθετηθούν και οι αναρχικές γυναίκες έθεσαν το ζήτημα σε φεμινιστικό πλαίσιο. Πολλοί είδαν τον ελεύθερο έρωτα ως κεντρικό στην κριτική του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, ως βάση μιας πλατύτερης πάλης γύρω από ζητήματα όπως η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, η αντισύλληψη, και η οικονομική και κοινωνική ανεξαρτησία των γυναικών.

 

Πως γινόταν αντιληπτός ο ελεύθερος έρωτας; Δεν υπήρχε ένα και μοναδικό μοντέλο, αλλά η συζήτηση πάντα άρχιζε από τη νομική και κοινωνική υποτέλεια των γυναικών στο γάμο ως καταστροφική τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες.

 

Το 1885, η αναρχική Charlotte Wilson έγραφε: «στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών… Υποστηρίζω την ελευθερία ως το πρώτο βήμα. Και μετά την ελευθερία, τη γνώση, ώστε ο καθένας να αποφασίζει… πως θα χρησιμοποιηθεί αυτή η ελευθερία». Ισχυρίζεται ότι τα παιδιά και ο γάμος είναι διαφορετικά ζητήματα, ότι η μητρότητα θα έπρεπε να είναι θέμα επιλογής, ότι σε μια ελεύθερη κοινωνία πολλές γυναίκες δεν θα την επέλεγαν.

 

«Χωρίς να υπολογίζουμε τα παιδιά, είναι αβάσταχτη η απρέπεια της εκκλησίας ή του κράτους ή της κοινωνίας σε κάθε επίσημή τους μορφή να χώνουν τη μύτη τους ανάμεσα σε εραστές. Αν δεν είμαστε ήδη συνηθισμένοι σε κάτι τέτοιο, θα μας φαινόταν απίστευτα αηδιαστικό…»(1)

 

«Μήπως δεν προσέξατε ότι οι άντρες και οι γυναίκες της Νέας Κοινωνίας που παλεύει να γεννηθεί μέσα στην παλιά, μπαίνουν με φυσικότητα σε υγιείς σχέσεις εγκάρδιας ισότητας χωρίς πολλές θεωρίες;» (2)

 

Λίγο μετά, η Wilson έγινε εκδότης της αναρχικής εφημερίδας Freedom, οπότε η εφημερίδα, αν και συνήθως επικεντρωνόταν σε οικονομικά και πολιτικά θέματα, έγινε αυτόματα ένας δημόσιος χώρος συζήτησης περί του έρωτα και του γάμου. Η κριτική της πάνω στις «υπάρχουσες υποκριτικές και αφύσικες ερωτικές σχέσεις [δηλαδή το γάμο]» έγινε πιο ακραία. Όχι μόνο έβρισκε την παρέμβαση του κράτους «αηδιαστική», αλλά και το γάμο αυτόν καθαυτό αφύσικο και αρρωστημένο θεσμό που μόλυνε όλες τις σχέσεις ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Για αυτήν, ο ελεύθερος έρωτας ήταν μέρος μιας ευρύτερης αντίληψης ενός υγιούς, φυσικού κοινωνικού κόσμου. (3)

 

Το 1888, μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας άρχισε τη λεγόμενη «δημόσια διένεξη περί γάμου». Είναι ο γάμος αποτυχία; Έγραφαν οι τίτλοι. (4) Σε ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της Freedom, η Wilson αναρρωτιόταν: «Αν υποψιαζόμαστε πως ο σπόρος της κοινωνίας [δηλαδή ο γάμος] είναι σάπιος, τι γίνεται με το υπόλοιπο φρούτο;» Αν και οι τότε πρόσφατες κοινωνικές αλλαγές είχαν κάνει εφικτή σε κάποιο βαθμό την οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών, η Wilson ισχυριζόταν ότι η μετατροπή από σκλάβες του σπιτιού σε σκλάβες της μισθωτής εργασίας δεν ήταν και σοβαρή βελτίωση της κατάστασής τους, ειδικά για τις μητέρες:

 

Οι γυναίκες που ξύπνησαν πια και έχουν συνείδηση της ανθρώπινής τους αξιοπρέπειας έχουν να κερδίσουν τα πάντα διότι δεν έχουν τίποτε να χάσουν σε μια κοινωνική επανάσταση. Μπορούμε να φανταστούμε ένα ανεκτά έξυπνο άντρα να ζητά βελτιωτικά μέτρα και σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Η γυναίκα που δεν είναι επαναστάτης όμως, είναι ανόητη. (5)

 

Η αναγνώριση αυτή της διαφορετικής οπτικής μεταξύ αντρών και γυναικών αναπτύχθηκε κάποια χρόνια αργότερα από μια άλλη γυναίκα συγγραφέα, την Aphra Wilson. Η Νέα Γυναίκα, κατ’ αυτήν, θέλει ένα Νέο Άντρα: «Δεν πατάει το πόδι της στην οδό της Γυναίκας Σκλάβας… Θα διαλέξει έναν σύντροφο και αυτή θα αποφασίσει αν θα κάνει παιδιά». Με χαρά και αγάπη θα ταξιδέψουν μαζί στον «ανοιχτό δρόμο…της τέλειας ελευθερίας – το ηρωικό μονοπάτι μιας θεϊκής ελευθερίας». Ο νέος άντρας όμως είναι σπάνιος και οι εχθροί της ελευθερίας είναι ο έκλυτος άντρας, ο παπάς, και ο επιστήμονας». (6) Για κείνη ήταν ξεκάθαρο, όπως και για άλλες «Νέες Γυναίκες» της δεκαετίας του 1890, ότι έπρεπε να αναζητήσουν την ελευθερία με το δικό τους τρόπο και τους δικούς τους όρους. Η έμφαση δεν ήταν μόνο στο γάμο και τα δεσμά του, αλλά στις αρετές της επιλογής και τις συνθήκες που θα επέτρεπαν στον έρωτα να ανθίσει.

 

Ο δημόσιος διάλογος συνέχισε για όλη τη δεκαετία. (7) Το κοινό ήταν πεισμένο ότι ο ελεύθερος έρωτας ήταν μια δικαιολογία για την ακολασία και την υποβάθμιση των γυναικών. Για τους εχθρούς της, η σεξουαλική ελευθερία θα οδηγούσε σε πολιτικό και κοινωνικό χάος, στην καταστροφή κάθε τάξης και την αναρχία. Οι αναρχικοί, από την άλλη πλευρά, υποστήριζαν ότι ο αναρχισμός ανήγγειλε μια νέα τάξη στις σεξουαλικές και κοινωνικές σχέσεις και πως το χάος, η αταξία και η ανηθικότητα ξεπηδούσαν από το καπιταλιστικό σύστημα και την πατριαρχική οικογένεια. (8)

 

Οι αναρχικοί διαφωνούσαν πάνω στην ομοφυλοφιλία. Αν και θεωρητικά το κάλεσμα του ελεύθερου έρωτα άνοιγε κάποιο χώρο για τη συζήτηση για τον έρωτα με το ίδιο φύλο, στην πράξη, τουλάχιστον δημόσια, αυτό συνέβαινε σπάνια. Τον καιρό της δίκης του Όσκαρ Ουάιλντ, η Freedom δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο στο οποίο καταδίκαζε την υποκρισία των διωκτών του καθώς και ένα άρθρο του ομοφυλόφιλου αναρχικού Edward Carpenter το οποίο υποστήριζε την ομοφυλοφιλία. Το άρθρο πρότεινε μια πιο περιεκτική έννοια του ελεύθερου έρωτα και υποστήριζε πως «δεν μπορούν να υπάρξουν πραγματικά ηθικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους αν αυτές οι σχέσεις δεν είναι ελεύθερες.» (9)

 

Και η Emma Goldman που τότε ζούσε τις ΗΠΑ επίσης επιτέθηκε δημόσια στους διώκτες του Ουάιλντ. (10) Η ίδια ήταν μια από τις διαβότητες γυναίκες αναρχικούς που είχαν επισκεφτεί τη Βρετανία στα 1890 κηρύσσοντας τον ελεύθερο έρωτα σε μεγάλα ακροατήρια. Η Γκόλντμαν ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες πρέπει να αποελευθερώσουν τον εαυτό τους από εσωτερικούς και εξωτερικούς τυράννους ώστε να εκφράσουν την αληθινή τους φύση ως γυναίκες και ως μητέρες. (11)

 

Μια άλλη επισκέπτρια, η Voltairine de Cleyre αναφέρθηκε στη δική της πικρή εμπειρία για να συμβουλέψει τις γυναίκες να μη συζούν με τους εραστές τους, αφού έτσι θα γίνουν απλές νοικοκυρές:

 

«Οι άνδρες δεν έχουν σκοπό να γίνουν τύραννοι όταν παντρεύονται, αλλά συχνά καταλήγουν να είναι. Δεν αρκεί να ξεφορτωθούμε τον παπά ή το δημοτολόγιο. Είναι το πνεύμα του γάμου που προωθεί τη σκλαβιά». (12)

 

Ο Ουτοπισμός συχνά δουλεύει αντιστρέφοντας το δεδομένο, για να δείξει ότι η υπάρχουσα κοινωνία είναι δυστοπική. Η διαδικασία αυτή είναι εμφανής σε όλες τις παραπάνω δηλώσεις:

 

-Ο πατριαρχικός καπιταλισμός είναι χαοτικός και ανοργάνωτος. Ο αναρχισμός είναι η λογική νέα τάξη

 

-Ο γάμος περιορίζει τη φύση. Ο ελεύθερος έρωτας είναι ο φυσικός έρωτας.

 

-Ο γάμος είναι ανήθικος. Ο ελεύθερος έρωτας φυσικός.

 

-Το μη ελεύθερο σεξ και η μητρότητα είναι αποτρόπαια. Ο έρωτας με ελευθερία είναι όμορφος.

 

Προς το τέλος του αιώνα οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν τις εμπειρίες τους ως κεντρικές στα επιχειρήματά τους, προωθώντας τη συζήτηση για τον ελεύθερο έρωτα θέτοντας στο τραπέζι ψυχολογικές εξουσιαστικές σχέσεις και επιβάλλοντας την ανάγκη για μια ελεύθερη και φυσική σεξουαλικότητα που θα μπορούσε να μην περιορίζεται σε μια μόνο σχέση.

 

Ίσως είναι εδώ χρήσιμο να αναφερθώ στην queer θεωρία και τον ισχυρισμό, ο οποίος προέρχεται από τη θεωρία των λεκτικών δράσεων (speech acts), ότι η ταυτότητα δημιουργείται μέσω της δράσης (performance). Η παραδειγματική υπόθεση μιας λεκτικής δράσης είναι όταν λες «δέχομαι» κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου – οι λέξεις σου αυτές είναι η πράξη με την οποία δέχεσαι το γάμο. Ίσως το να πεις «δε δέχομαι» στο γάμο να αποτελεί με τον ίδιο τρόπο μια λεκτική δράση, να είναι η κατασκευή ενός αντιφρονούντος, ουτοπικού εαυτού. Στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ακόμα σκανδαλώδες για μια γυναίκα να συζητά δημόσια τις σεξουαλικές της συνήθειες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματά της, όπως σκανδαλώδες ήταν να δηλώνεις δημόσια αναρχικός. Μιλώντας ανοιχτά, αυτές οι γυναίκες στην ουσία εκτελούσαν (performed) την επιθυμία, αναπαριστούσαν (enacted) τον αναρχικό φεμινισμό, έπρατταν την ουτοπία.

 

Ο αντίκτυπος αυτών των ιδεών στις νεότερες γενιές είναι ορατός στη ζωή της Rose Witcop. Γνωστή ως ακτιβίστρια υπέρ της αντισύλληψης, η Rose Witcop γεννήθηκε στο γύρισμα του περασμένου αιώνα στο στην Εβραϊκή κοινότητα του East End του Λονδίνου, όπου το αναρχικό κίνημα ήκμαζε. Όταν το 1907, σε ηλικία δεκάξι χρονών, άρχισε να έχει σχέση με τον εικοσάχρονο Guy Aldred, του έδωσε να διαβάσει φυλλάδια για τον ελεύθερο έρωτα και την αντισύλληψη και του μίλησε επί μακρόν για το είδωλό της, την προπαγανδίστρια του ελεύθερου έρωτα Victoria Woodhull. (13) Η βιογραφία και η αυτοβιογραφία – τότε αλλά και αργότερα – είχαν την ίδια επιρροή με τα θεωρητικά κείμενα πάνω σε εκείνους που αναζητούσαν νέους τρόπους να ζήσουν βάσει των πολιτικών τους.

 

Τόσο η Witcop όσο και ο Aldred πίστευαν σταθερά στη σεξουαλική ισότητα και προπαγάνδιζαν με θέρμη τον ελεύθερο έρωτα. Για πολλές – αν και όχι για όλες – τις γυναίκες αναρχικές τον καιρό εκείνο, κάτι τέτοιο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος μιας αλλαγμένης κοινωνίας, αν και δεν ήταν τόσο δημοφιλές ως στόχος στα πλαίσια του ευρύτερου φεμινιστικού κινήματος προ του πολέμου. Το 1912, στην αναρχική φεμινιστική επιθεώρηση The Freewoman, η Witcop δημοσίευσε μια σαρκαστική απάντηση στην επιστολή κάποιας που υπέγραφε ως «παντρεμένη και ευτυχισμένη»:

 

«Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους όρους λαγνεία, ασυδοσία, πορνεία και ελεύθερος έρωτας… οι ελεύθερες γυναίκες δεν ποδηγετούνται από τους άντρες, ούτε επιθυμούν να τους χειραγωγήσουν… εμείς που κηρύσσουμε τις ελεύθερες σχέσεις ανάμεσα στα φύλα δεν έχουμε βάλει στο μάτι τον αντρούλη σου… επιθυμούμε απλούστατα να τον δούμε ελεύθερο άντρα και εσένα ελεύθερη γυναίκα»

 

Και συμβούλευε τη σύζυγο αυτή να ανοίξει τους ορίζοντές της πέρα από την έγγαμη ζωή στο σπίτι. (14)

 

Οι κοινωνικές αλλαγές που επέφερε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσαν τις συζητήσεις αυτές σε νέο πλαίσιο, όπως θα δούμε στη βιογραφία της Ethel Mannin. Αναρχική, ειρηνίστρια, και λαοφιλής συγγραφέας μυθιστορημάτων, αποτελούσε χαρακτηριστική φιγούρα των μποέμ κύκλων στο Λονδίνο της δεκαετίας του 1920. Όπως λέει η ίδια, οι ιδέες της ήταν επηρεασμένες από τον Freud, τον H.G.Wells και τον D.H. Lawrence, ανάμεσα σε άλλους. Η πίστη της στον ελεύθερο έρωτα αναπτύχθηκε στα πλαίσια του εκτεταμένου μεσοπολεμικού ηδονισμού, του αναπτυσσόμενου κινήματος για τη σεξουαλική μεταρρύθμιση, την πίστη στην ανεξαρτησία και την ισότητα της γυναίκας που είχαν εγκαθιδρύσει οι σουφραζέτες, καθώς και την αυξημένη διαθεσιμότητα αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης (για τους τυχερούς που ήξεραν πώς να τις βρουν). Όμως, η Mannin διακρίνει την ανυπακοή στις κοινωνικές συμβάσεις για προσωπικούς λόγους από την ανυπακοή λόγω αρχών, την εσκεμμένη και πολιτική υπέρβαση που αποτελεί μέρος της προσπάθειας να αλλάξει η κοινωνία. Για κείνη, ο ελεύθερος έρωτας δεν είναι τι κάνεις, αλλά γιατί και πως το κάνεις. Σκόπιμα ανέπτυξε τον εαυτό της ως πρότυπο, ως μέρος εκείνης της ουτοπικής παράδοσης που ζητά να διδάξει με το παράδειγμα ή να δοκιμάσει τις δυνατότητες ενός καλύτερου κόσμου όχι μόνο στη φαντασία αλλά και στις πρακτικές της ζωής.

 

Τη δεκαετία του 1920, ήταν μέρος ενός κοινωνικού και πνευματικού χώρου που εναντιωνόταν σε εκείνο που ο ίδιος χαρακτήριζε ως «αστικό πουριτανισμό». Στις αρχές της δεκαετίας του 40, στο έργο της Commonsense and Morality (Κοινός λόγος και ηθικότητα), αντλούσε από την ψυχανάλυση για να αντιτάξει τη λογική και τον κοινό λόγο στις προλήψεις και τον παραλογισμό. (15) Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, στο Practitioners of Love (Θεράποντες του Έρωτα), αντιπαραβάλλει την «ερωτική κρίση» της λαγνείας με την «έντονη κατάφαση» του αληθινού έρωτα και επαινεί την «ανεκτική κοινωνία». (16)

 

« All you need is love» τραγουδούσαν οι Beatles το 1967. «Πάρτε τις επιθυμίες σας για πραγματικότητα» έλεγε ένα καταστασιακό σύνθημα το 1968. Αλλά για ποια αγάπη μιλάμε, για ποιες επιθυμίες και ποια πραγματικότητα; Ποιες συνδέσεις γινόταν στα τέλη της δεκαετίας του 60 και στις αρχές εκείνης του 70 ανάμεσα στο σεξ, τον έρωτα και την κοινωνική αλλαγή;

 

Το 1967 ονομάστηκε «το καλοκαίρι της αγάπης» και στην παγωμένη Αγγλία διαβάζαμε για «love-in» στα πάρκα της Καλιφόρνια. Η φαντασίωσή μας είχε όμορφους νέους ανθρώπους να κάνουν έρωτα στον ήλιο με λουλούδια στα μαλλιά. Σεξουαλικός ηδονισμός, σίγουρα, αλλά με πολιτική σκοπιά: λέγαμε «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο», για παράδειγμα. Τι ακριβώς σήμαινε το σύνθημα αυτό; Αν ο πόλεμος είναι ο στυλοβάτης μιας άδικης κοινωνίας, τότε το σεξ είναι ο στυλοβάτης ενός μεταμορφωμένου κόσμου: το σεξ ως ευχαρίστηση, το σεξ ως εξέγερση, το σεξ ως αλληλεγγύη.

 

Για να κατανοήσουμε τι σήμαινε η σεξουαλική απελευθέρωση από το 1968 και μετά, πρέπει να κατανοήσουμε πρώτα από τι ακριβώς θεωρούσε ότι απελευθερώνει, ειδικά στην μεταπολεμική γενιά για την οποία η ενηλικίωση σήμαινε γάμο, οικιακά, κοινωνική συμβατικότητα. Το σεξ για τους νέους, αλλά ειδικά για τις γυναίκες, σχετιζόταν με την αγωνία. Για τις ετερόφυλες γυναίκες, με το φόβο της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Ο λεσβιανισμός ήταν αόρατος και το σεξ ανάμεσα σε άντρες ήταν παράνομο. Στη δεκαετία του 60 οι κοινωνικές απόψεις καθώς και οι νομικές μεταρρυθμίσεις φιλελευθεροποιήθηκαν γρήγορα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μερική αποποινικοποίηση της αντρικής ομοφυλοφιλίας και της έκτρωσης, πράγμα που έδειχνε να σημαίνει την επικύρωση της σημασίας της αυτονομίας του σώματος και της προσωπικής ελευθερίας.

 

Η σεξουαλική μεταρρύθμιση σχετίστηκε με την κοινωνική αλλαγή με την έννοια της αναπόφευκτης φιλελεύθερης προόδου. Η σεξουαλική ελευθερία είχε να κάνει με την αποτίναξη της καταπίεσης, στο όνομα της μεταπολεμικής νεοτερικότητας, του επιστημονικού διαφωτισμού, της κατανάλωσης, της απόλαυσης, της αφθονίας. Ειδικά για τους νέους, η σεξουαλική ελευθερία αποτελούσε μέρος μιας κουλτούρας εξέγερσης και απόρριψης των «αστικών αξιών». Για τους σεξουαλικούς ριζοσπάστες, η σεξουαλική καταπίεση θεωρούνταν ένα από τα μέσα με τα οποία συντηρείται η εξουσία και η σεξουαλική απελευθέρωση ως ένα μέσο προς την ελευθερία.

 

Από το 1968 και μετά, οι καταστασιακοί συνέδεσαν τον έρωτα, το σεξ και την επανάσταση: «Όσο περισσότερο κάνω έρωτα, τόσο περισσότερο αισθάνομαι να θέλω να κάνω επανάσταση. Όσο πιο πολύ επαναστατώ, τόσο περισσότερο θέλω να κάνω έρωτα». (17) Για αυτούς, το σεξ είναι μια κινητήριος δύναμη, ο σεξουαλικός έρωτας είναι ανατρεπτικός, αντι-αυταρχικός. (18) Επιτέθηκαν στον «αχαλίνωτο σεξουαλικό μηδενισμό» στον οποίο «κάθε ευχαρίστηση απουσιάζει – η ελευθερία που δίνει ο μοντέρνος καπιταλισμός στον καθένα είναι η ελευθερία να συναντηθεί, να γαμηθεί και να παραμείνει αντικείμενο… η αναζήτηση αυθεντικής ζωής και επικοινωνίας που… βρίσκεται στη βάση κάθε σεξουαλικής εμπειρίας θα ικανοποιηθεί μόνο από την αλλαγή όλων των κοινωνικών σχέσεων.» (19) Όπως ο Ράιχ και ο Μαρκούζε, οι οποίοι ήταν συχνά στο στόμα τους, ίσως χωρίς πάντα να τους έχουν διαβάσει, οι καταστασιακοί αντιπαρέβαλλαν την ψευδή με την επαναστατική σεξουαλικότητα και ισχυρίστηκαν ότι μια επανάσταση του εικοστού αιώνα απαιτούσε ένα νέο τύπο ανθρώπου, νέου τύπου σχέσεις, νέα ηθική. Πρέπει να βρούμε τον πραγματικό μας εαυτό – ή να δημιουργήσουμε νέους εαυτούς: ιδέες που ίσως είναι λογικά ασύμφωνες, αλλά στην πράξη συχνά συνέπιπταν.

 

Ενώ οι καταστασιακοί ισχυρίζονταν ότι η σεξουαλική ελευθερία ήταν άλλη μια πλευρά του καταναλωτικού καπιταλισμού, οι οπαδοί της ελευθερίας των γκέι και των γυναικών άρχισαν να αμφισβητούν την αντρική κυριαρχία και την κυριαρχία της ετεροφυλίας. Και τα δυο κινήματα παρήγαγαν νέες κριτικές του γάμου και της οικογένειας. Η πατριαρχία ζούσε και βασίλευε μέσα στη σεξουαλική επανάσταση και οι σεξουαλικές πολιτικές σκοπό είχαν να επιτεθούν στην ανδρική εξουσία σε όλα τα επίπεδα. Πως χωρούσε ο ελεύθερος έρωτας ή η σεξουαλική απελευθέρωση σε όλα αυτά;

 

Έως τότε, το αποκαλούμενο προγαμιάιο σεξ είχε γίνει λίγο πολύ αποδεκτό στην «επίσημη» κοινωνία και οι γκέι σχέσεις είχαν γίνει πιο ορατές. Η επαναλαμβανόμενη μονογαμία θεωρούταν πλέον ένας φυσικός τρόπος να οργανωθούν οι ερωτικές σχέσεις. Η μα-μονογαμία ήταν ένα πιο δύσκολο θέμα. Κάποιες αναρχικές έβρισκαν πως δεν αποτελούσε ελευθερία, αλλά ανδρική ασυδοσία, καθώς οι «απελευθερωμένες» γυναίκες έπρεπε θεωρητικά να λένε ναι στον καθένα. Για κείνες, όπως και για άλλες φεμινίστριες, ο «ελεύθερος έρωτας» της δεκαετίας του 60 ήταν άλλη μια επιβολή του ανδρικού ορισμού της σεξουαλικότητας.

 

Οι ιστορίες όμως κάποιων πειραματιστών όπως της Ethel Mannin και της Emma Goldman έδειχναν ότι υπάρχουν και άλλες δυνατότητες, ότι οι γυναίκες μπορούσαν να είναι ελεύθερες και ανεξάρτητες με τους δικούς τους όρους. Στα απομνημονεύματά της Confessions and Impressions, που έγιναν μπεστ-σέλερ, η Mannin προέβαλλε την ύψιστη αξία του πάθους, ειδικά του σεξουαλικού.

 

«Πίσω από τη ντροπή μας για το σεξ βρίσκεται το πουριτανικό μίσος για τη ζωή και ο φόβος του για την ευτυχία… Κάθε γυναίκα με κουράγιο και εξυπνάδα είχε αμέτρητους εραστές… είναι η στάση προς τη ζωή που μετρά… όχι ο αριθμός των σχέσεων, αλλά η ποσότητα ζωής» (20)

 

Τη δεκαετία του 1930 γνώρισε τον έρωτα της ζωής της, τον Reginald Reynolds. Έζησαν χωριστά, σε κάτι που το αποκαλούσαν «semi-detached γάμο» [λογοπαίγνιο με τη λεξη semi-detached που σημαίνει το σπίτι με μεσοτοιχία και τις εκφράσεις detached: απομακρυσμένος και semi: ημί. Σ.τ.Μ.], καθώς και οι δυο είχαν άλλες ερωτικές σχέσεις. Τα απομνημονεύματά της καταλήγουν στην επανεπικύρωση της πίστης της στην σεξουαλική και συναισθηματική ολοκλήρωση, στην αποκήρυξη του πουριτανισμού και της υποκρισίας. «Έχουμε ανάγκη μια νέα κοινωνική τάξη, μια νέα θρησκεία. Όχι θρησκεία του θεού, αλλά του ανθρώπου, όχι του φόβου, αλλά της ελευθερίας, όχι του παραδείσου, αλλά της γης». (21)

 

Η Emma Goldman, της οποίας η αυτοβιογραφία Living my Life (ζώντας τη ζωή μου) ξανατυπώθηκε το 1970, έδινε αξία στον έρωτα, κρίνοντας πως αυτός πρέπει να είναι ελεύθερος και ότι το σεξουαλικό πάθος είναι φυσικό και βασικό για μια ολοκληρωμένη ζωή. Η ιστορία της περιέχει πολλές σεξουαλικές σχέσεις ενσωματωμένες σε μια ζωή επαναστατικής δραστηριότητας.. (22) Τέτοιες αυτοβιογραφίες έκαναν τις ζωές αυτές τόσο θαυμαστές όσο και εφικτές. Μόνο αργότερα θα ανακαλύπταμε τι δεν είχε ειπωθεί σε αυτές – ειδικά την αδιαλλαξία της ζήλειας.

 

Στην προσπάθειά μας να συζητήσουμε πάνω στις πολιτικές του προσωπικού, και να πειραματιστούμε με τις ζωές μας, τέτοια αφηγήματα αποκτούσαν πολύ σημαντική θέση. Ταυτόχρονα, το ανερχόμενο κίνημα απελευθέρωσης των γυναικών, με την έμφαση που έδινε στην αφύπνιση των συνειδήσεων, σήμαινε ότι η σχέση της θεωρίας με την πράξη θα γινόταν ένα απολαυστικό θέμα συζήτησης.

 

Ελεύθερος έρωτας για όλους, μάλιστα. Αλλά τι σήμαινε έρωτας; Για κάποιο καιρό, η ριζική αποδόμηση του ρομαντικού έρωτα έγινε της μόδας. Δεν ήταν κάτι μέσα μας που χρειαζόταν να απελευθερωθεί, αλλά κάτι που κατασκεύαζε η αστική καπιταλιστική κοινωνία για να διαιωνίσει την πυρηνική οικογένεια. Μια αφίσα της εποχής έγραφε: «It begins when you sink in his arms, it ends with your arms in the sink» (ξεκινά με τα χέρια του γύρω σου, καταλήγει με τα χέρια σου στο νεροχύτη).

 

Στο The Politics of Sexuality in Capitalism (οι πολιτικές της σεξουαλικότητας στον καπιταλισμό), η ομάδα ετεροφυλόφιλων επαναστατών Red Collective θέτει τον έρωτα και την σεξουαλική επιθυμία σε ένα κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο. Η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτική ζωή και δημόσια πολιτική πρέπει να αμφισβητηθεί και πρέπει να μοιραστούμε και να αναλύσουμε τα εσωτερικευμένα μας αισθήματα, ώστε να αλλάξουμε τις ζωές μας. Μόλις αποδομηθούν τα παλιά μοτίβα, θα γίνουμε ικανοί να κάνουμε τη ζωή λιγότερο καταπιεστική ειδικότερα για τις γυναίκες και πιο πλήρη για όλους. Η ζήλεια δεν είναι ένα φυσικό και αδιάφευκτο εμπόδιο σε μια διαφορετική ζωή, είναι παράγωγο των εξουσιαστικών σχέσεων σε μια δεδομένη κοινωνία. Θέτοντας τη θεωρία σε πράξη, αναλύουν τις δικές τους δυσκολίες με τις μη-μονογαμικές ετεροφυλόφιλες σχέσεις. (23)

 

Και λοιπόν; Μετά το φεμινισμό, το AIDS, με ένα ανανεωμένο βιολογικό ντετερμινισμό της μόδας, τέτοιες ιδέες εύκολα θεωρούνται απλοϊκές. Από την άλλη, αν η σεξουαλική ελευθερία ορίζεται πάντοτε σε σχέση με υπάρχουσες συνθήκες, τι μπορεί αυτό να σημαίνει σε κοινωνίες στις οποίες είναι ευρέως αποδεκτή η σημασία της σεξουαλικότητας και της ελεύθερής της έκφρασης;

 

« Our bodies ourselves» (τα σώματά μας, εμείς) ήταν το σύνθημα του κινήματος γυναικείας υγείας, ένα επιχείρημα υπέρ του δικαιώματος στην έκτρωση, στο σεξ χωρίς φόβο. Τώρα πια φαίνεται πως τα σώματά μας είναι κτήματά μας, στη διάθεσή μας να τα μετατρέψουμε, να τα πουλήσουμε ή να τα ξεφορτωθούμε όπως θέλουμε. Ο ελεύθερος έρωτας έγινε ελεύθερη αγορά. Ο σεξουαλικός φιλελευθερισμός έγινε σεξουαλικός νέο-φιλελευθερισμός. Η έμφαση στην αναπαράσταση σημαίνει ότι η πορνογραφία αντιμετωπίζεται ως απόλαυση για τους καταναλωτές της, άσχετα από τις συνθήκες στις οποίες παράγεται. Θεωρείται ότι πορνοστάρ και καλοπληρωμένες πόρνες (οι υπόλοιποι τείνουν να είναι αόρατοι σε αυτό το επιχείρημα) ασκούν τις σεξουαλικές τους δυνάμεις σε με ελεύθερη αγορά. Η ελευθερία εδώ είναι ατομική και όχι κοινωνική. Η ελεύθερη επιλογή είναι ελευθερία για τα άτομα να πουλήσουν και να καταναλώσουν. Η παγκοσμιοποίηση ανοίγει τον κόσμο στο σεξουαλικό τουρισμό και την κυκλοφορία λευκής σάρκας, ενώ η νέα παγκόσμια οικονομία δημιουργεί συνθήκες στις οποίες η πορνεία είναι για πολλούς προτιμότερη επιλογή από την εκμετάλλευση ή την λιμοκτονία.

 

H Audre Lorde, η αφρο-αμερικανή λεσβία φεμινίστρια, είπε πως αυτό που μετράει:

 

«δεν είναι με ποιόν κοιμάμαι… ούτε τι κάνουμε μαζί… είναι οι αποφάσεις ζωής που οδηγούμαι να πάρω όσο η φύση και τα αποτελέσματα των ερωτικών μου σχέσεων διηθούνται σε όλη τη ζωή μου και το είναι μου… είναι το πως η σεξουαλικότητά μας μας πλουτίζει και ενδυναμώνει τις πράξεις μας» (24)

 

Αν στη δεκαετία του 60 ο ελεύθερος έρωτας αναγκαστικά αφορούσε τη σημασία του σεξ, και τη δεκαετία του 70 την αμφισβήτηση του έρωτα και της οικογένειας ως τόπων σεξουαλικής καταπίεσης, σήμερα ίσως πρέπει να αφορά την επανάκτηση του έρωτα από το συναισθηματισμό και του σεξ από τον απλό ηδονισμό, και τη διεκδίκηση της σχέσης ανάμεσα στο υποκείμενο και το κοινωνικό. Χρειαζόμαστε να σκεφτούμε πάνω στο σεξ και την αλληλεγγύη, τη σχέση ανάμεσα στο πάθος και τη σαρκική επαφή, την αφοσίωση και τη φιλία.

 

Οι μελέτες των λεσβιακών και γκει δικτύων και «οικογενειών επιλογής» (families of choice ) προτείνουν νέες προσεγγίσεις. (25) Ο έρωτας, το πάθος, η αφοσίωση, η μονογαμία – όλα αυτά απαιτούν ανοιχτή διαπραγμάτευση και αποκτούν διαφορετικά νοήματα μόλις βγούμε από τις κοινωνικά νομιμοποιημένες δομές των σχέσεων. Με τα λόγια ενός πόστερ από τη δεκαετία του 70, μαζί μπορούμε να φτιάξουμε ένα νέο κόσμο.

 

Αν πρόκειται το σεξ να γίνει κάτι περισσότερο από ευχαρίστηση, από παρηγοριά σε δύσκολους καιρούς, αυτό συμβαίνει διότι μπορεί να μας κάνει να αναζητήσουμε τις συνθήκες στις οποίες ο ελεύθερος έρωτας θα είναι εφικτός. Το σεξ δεν είναι λύση, αλλά όπως λέει η Linda Grant, «ίσως το σεξ να είναι μονάχα το φάντασμα της ελευθερίας. Αλλά ως που να φτάσουμε στην ουτοπία, μπορεί να εκφράζει με ευφράδεια αυτά που επιθυμεί η καρδιά» (26)

 

Ο ελεύθερος έρωτας δεν είναι μόνο αυτά που οι άνθρωποι κάνουν στο κρεβάτι, ή έξω από αυτό. Ούτε είναι μονάχα μια πλευρά της αναρχικής ή ελευθεριακής θεωρίας. Είναι να μιλάμε δημόσια για όλα όσο επιθυμεί η καρδιά. Να προσπαθούμε να βρούμε, στις δικές μας ζωές, πως ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

(1) Charlotte Wilson προς Karl Pearson, 8 Αυγούστου 1885, χειρόγραφο γράμμα, Pearson Collection, London.

 

(2) Wilson προς Pearson, 8 October 1885, χειρόγραφο γράμμα, Pearson Collection.

 

(3) Wilson, 1887, ‘Sex and Socialism’, Freedom, 1:7, Απρίλη 1887.

 

(4) Lucy Bland, 1995, Banishing the Beast, English Feminism and Sexual Morality 1885-1914, Penguin, Harmondsworth.

 

(5) Wilson, 1888, Freedom, 3:25,Οκτώβρη 1888.

 

(6) Aphra Wilson, 1896, ‘Wanted: A New Adam’, The Free Review, 1 Ιανουαρίου, 1896.

 

(7) Δες π.χ., Bland,1995, οπ. π., ειδικά κεφ. 4; Bland, 1986, ‘Marriage Laid Bare: Middle Class Women and Marital Sex’, στο Jane Lewis (επιμ.), 1986, Labour and Love, Blackwell, Oxford.

 

(8) LSB [Louise Bevington], 1893, ‘Wanted: Order’, στο Commonweal, 1:2 NS, Μάιος 1893.

 

(9) Freedom, 11:94, Ιούνης 1895; Edward Carpenter, 1895,’Some Recent Criminal Cases’, Freedom, 9:95, Ιούλης 1895.

 

(10) Δες Jonathan Katz, 1976, Gay American History, Thomas Y. Crowell, New York, και Jim Kernochan, 1978, ‘Emma Goldman: Morning Star of Sexual Anarchy’, στο The Storm, No.6, 1978. (11) Δες Emma Goldman, (1910), 1970, ‘The Tragedy of Women’s Emancipation’, και ‘Marriage and Love’, στο Goldman, 1970, Love Among The Free, Friends of Malatesta, Buffalo. (Αν και μεταγενέστερα, αυτά τα δοκίμια προέρχονται από ομιλίες που έδινε ανά τα έτη και αντιστοιχούν με αναφορές για ομιλίες της στην Αγγλία)

 

(12) The Adult, 1:6, Ιαν. 1898, μια περιγραφή της ομιλίας της Voltairine de Cleyre πάνω στο «Γυναικείο Ζήτημα» στην Εργατική Εκκλησία του Bradford.

 

(13) Guy Aldred, 1958, No Traitor’s Gait!, Strickland Press, Glasgow.

 

(14) Rose Witcop, 1912, ‘A Retort’, The Freewoman, Φλεβάρης 22, 1912, σελ.273.

 

(15) Ethel Mannin, χωρ.ημ. [1942?], Commonsense and Morality, Jarrolds, London.

 

(16) Mannin, 1969, Practitioners of Love: some aspects of the human phenomenon, Hutchinson, London.

 

(17) Anon, 1973, ‘About sexual misery’, École du Mai, France, μεταφ. Hester and Marianne Velmans, στο Steef Davidson, (επιμ.), 1982, The Penguin Book of Political Comics, Penguin, Harmondsworth, σελ.148.

 

(18) «σε κάθε μορφή έρωτα υπάρχει ένα παράνομο αξίωμα, μια ακαταμάχητη αίσθηση αταξίας, περιφρόνησης για τις απαγορεύσεις και μια γεύση καταστροφής” Ανώνυμος, 15 Φλεβάρη 2003, Disobedience against War. Αυτό το απόσπασμα είναι από μια αναρχική εφημερίδα που πουλιόταν σε μια αντιπολεμική διαδήλωση στο Λονδίνο, αλλά προέρχεται, νομίζω, από τους καταστασιακούς κάπου στην αρχή της δεκαετίας του 70. Ως τώρα δεν έχω κατορθώσει να το εντοπίσω.

 

(19) Point-Blank!, 1972, ‘Of Sexual Poverty’, στο Point-Blank! – contributions towards a situationist revolution, Point-Blank!, Berkeley, σελ.68.

 

(20) Ethel Mannin, 1930, Confessions and Impressions, Jarrolds, London, σελ. 90, 85.

 

(21) Οπ.π. σελ. 111.

 

(22) Emma Goldman, (1931), 1970, Living My Life, τομ. 1 και 2, Dover, New York.

 

(23) Red Collective, χ.ημ., The Politics of Sexuality in Capitalism: Red Collective Pamphlet 1; The Politics of Sexuality in Capitalism, Part Two, Red Collective, London.

 

(24) Audre Lorde, 1988,’Sadomasochism: Not About Condemnation’, in A Burst of Light: essays by Audre Lorde, Sheba, London, σελ.18.

 

(25) Δες Jeffrey Weeks, Brian Heaphy, και Catherine Donovan, 2001, Same Sex Intimacies: Families Of Choice And Other Experiments, Routledge, London.

 

(26) Linda Grant, 1993, Sexing the Millennium, Harper Collins, London. σελ.259