Ευριπίδης Καλτσάς

Το κείμενο που ακολουθεί καταθέτει σκέψεις, προβληματισμούς και αναγκαιότητες για την επιτακτική, οργανωτική ανασυγκρότηση του αναρχικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο. Οι προτάσεις και τα σημεία κριτικής κατατίθενται στα πλαίσια ενός ευρύτερου πολιτικού, κινηματικού διαλόγου. Οι θέσεις που διατυπώνονται δε γράφονται με τον σκοπό της αλαζονικής υπόδειξης, που θα άρμοζε ίσως σε κάποιον ινστρούχτορα, παρά τον δηκτικό τόνο σε αρκετά σημεία (ο σκοπός είναι η παρακίνηση σε ενεργή συμμετοχή και οργάνωση για το ξεπέρασμα των υπαρχόντων πολιτικών και οργανωτικών σκοπέλων). Οι θέσεις αυτές αποτελούν διαπιστώσεις του γράφοντος, σημεία κριτικής (άρα και αυτοκριτικής) και σχηματικές προτάσεις που αφορούν την οργανωτική ανασυγκρότηση του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα.

Είναι γεγονός ότι κατά την προεκλογική περίοδο μεγάλο τμήμα της κοινωνίας έχει τα αυτιά και τα μάτια του ανοιχτά, για να ακούσει προτάσεις και προγράμματα που θεωρητικά μπορούν να αλλάξουν ή να βελτιώσουν τη ζωή του. Αυτές τις προτάσεις βέβαια τις στηρίζει ή τις επικυρώνει μέσω της ανάθεσης που συνεπάγεται η απάτη των αστικών εκλογών, χωρίς να μετέχει ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις. Άλλωστε, οι ριζικές κοινωνικές αλλαγές προϋποθέτουν ανατροπή όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο οικονομικό πεδίο, που καθορίζει το πρώτο. Αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να συμβούν με ειρηνικά και θεσμικά μέσα, γιατί η άρχουσα τάξη δεν είναι διατεθειμένη να απολέσει αμαχητί τα υλικά της προνόμιά που της εξασφαλίζει το καπιταλιστικό σύστημα και ο πολιτικός του θεματοφύλακας, δηλαδή το κράτος. Αυτές οι αλλαγές, δηλαδή η αναμόρφωση του συνόλου των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, μπορούν να υλοποιηθούν μόνο μέσω της επαναστατικής βίας των καταπιεσμένων. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η οργάνωση της κοινωνικής επανάστασης και καθοριστικός ο ρόλος της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής.

Κατά την προεκλογική περίοδο, βέβαια, διαμορφώνεται ένα πολιτικό πλαίσιο που επιτρέπει στους αναρχικούς να απευθύνουν στοχευμένα και συνολικά τις δικές τους προτάσεις προς την εργατική τάξη (κάτι που κάνουν βέβαια καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου), χαράσσοντας μια γραμμή ρήξης με τους αστικούς θεσμούς και την ανάθεση, αποσκοπώντας να αποσπάσουν την εργατική τάξη από τις Σειρήνες της αστικής πολιτικής (ειδικά από τα νύχια της σοσιαλδημοκρατίας που στρατηγικά ενσωματώνει και απονεκρώνει τα κινήματα), καλώντας τη σε ενεργητική αποχή και συμμετοχή στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες.

Τα περισσότερα αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα έχουν εξασφαλισμένη μια ορατότητα στην κοινωνία τόσο λόγω των οικονομικών όσο και λόγω των οργανωτικών τους πόρων (ανάλογα με την περίπτωση). Οι αναρχικοί έχουν άραγε κάποια πολιτική ορατότητα αυτήν τη στιγμή στην κοινωνία; Πού ακριβώς καλούμε να οργανωθεί η εργατική τάξη; Είμαστε καταρχήν εμείς ως αναρχικοί οργανωμένοι ή επαρκώς οργανωμένοι; Έχουμε συστηματική και συνεπή παρέμβαση, κατατεθειμένες προτάσεις και πρόγραμμα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς και τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας; Αυτά είναι κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει άμεσα να απαντήσουμε με ανάλογο πολιτικό σχεδιασμό και πράξεις κατά το προσεχές διάστημα. Είναι χρόνιες ελλείψεις του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα. Δεν ανακύπτουν απλώς λόγω του σοκαριστικού αποτελέσματος των πρόσφατων εκλογών.

Αυτήν τη στιγμή ο αναρχικός χώρος είναι κατακερματισμένος και αποδιοργανωμένος. Όπως ανοργάνωτη είναι και η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Η οργανωτική κατάσταση του αναρχικού χώρου αυτήν τη στιγμή δεν του επιτρέπει να παρεμβαίνει στην κεντρική πολιτική σκηνή και στην καθημερινή ταξική πάλη με καθοριστικούς όρους, ώστε να συμπαρασύρει και να οργανώσει σε μαχητική και επαναστατική κατεύθυνση τμήματα της εργατικής τάξης. Οι ρεφορμιστικές αυταπάτες που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, η σκληρή κρατική καταστολή και οι διώξεις, η ένταση της οικονομικής πίεσης και των υλικών απαιτήσεων της καθημερινής ζωής, που οδηγούν και στον περιορισμό του ελεύθερου χρόνου, όπως και η αλλοτρίωση που συνεπάγεται η ιδεολογική και πολιτιστική κυριαρχία της αστικής τάξης έχουν αναμφισβήτητα επηρεάσει τον αναρχικό χώρο, προκαλώντας του φθορά.

Ο αναρχισμός είναι ιστορικά και κοινωνικά συνδεδεμένος με την εργατική τάξη. Αποτελεί οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης που αγωνίζεται για την κοινωνική απελευθέρωση. Όσο ο αναρχικός χώρος στην Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί κατά τα παραδεδεγμένα οργανωτικά μοντέλα, θα συναντά τεράστιες δυσκολίες, για να καταστεί επιδραστική η παρέμβασή του στην κοινωνία. Τα δίκτυα προσωπικών σχέσεων και η εναλλακτική ψυχαγωγία/διασκέδαση/κοινωνικοποίηση δε συνιστούν οργανωτικές προτάσεις. Από μόνα τους συνθέτουν μια αλλοτριωμένη, μικροαστική πραγματικότητα, που δεν μπορεί να δράσει προωθητικά για τους αγώνες. Εξίσου ανεπαρκής είναι, όμως, και η οργανωτική μορφή των απομονωμένων, ολιγομελών ομάδων συγγένειας, που πολλές φορές αποτελούν την πολιτική επίφαση μιας παρέας φίλων. Η οργανωτική ανασυγκρότηση των αναρχικών προϋποθέτει την υπέρβαση αυτών των οργανωτικών μορφών. Προϋποθέτει την υπέρβαση του παραδοσιακού πολιτικού κυττάρου του οργανωμένου αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, δηλαδή των ομάδων συγγένειας. Όσο παραμένουμε προσκολλημένοι σε αυτήν την οργανωτική μορφή, τόσο θα συντηρούμε τα δίκτυα των προσωπικών σχέσεων, τον ενδοκινηματικό ανταγωνισμό ή τον «πρωταθλητισμό» συλλογικοτήτων (και την πολλές φορές κενή κοινωνικού ενδιαφέροντος, οπορτουνιστική αυτοπροβολή τους που γίνεται για λόγους αυτοσυντήρησης), τον σεχταρισμό ή τον ηγεμονισμό, τις άτυπες ιεραρχίες και τις ιδιοκτησιακές λογικές που ενυπάρχουν συχνά στις ομάδες συγγένειας.

Η παρέμβαση των αναρχικών στοχεύει στην εργατική τάξη. Έχουμε καθίσει, όμως, να αναλύσουμε επαρκώς το ταξικό υποκείμενο στο οποίο απευθυνόμαστε, τις κατηγοριοποιήσεις του και την πραγματικότητα που βιώνει; Έχουμε επεξεργαστεί την ταξική σύνθεση και την πραγματικότητα των μελών του ελλαδικού αναρχικού κινήματος; Ή λειτουργούμε μέσω θεωρητικών αυτοματισμών; Προτού, σκιαγραφήσουμε το ταξικό-επαναστατικό υποκείμενο στο οποίο απευθυνόμαστε και το οποίο θέλουμε να οργανώσουμε με όρους οριζοντιότητας και άμεσης δημοκρατίας, είναι αναγκαίο να πετύχουμε την εσωτερική, ταξική σύγκλιση και ομοιογένεια του εγχώριου αναρχικού κινήματος. Έτσι, η προσέγγιση και η παρέμβασή μας στην εργατική τάξη θα είναι ξεκάθαρη, ειλικρινής και πιο αποτελεσματική. Είναι αναγκαίο να συνθέσουμε τις πολλές και διαφορετικές πραγματικότητες που βιώνουμε ως καταπιεζόμενα ταξικά υποκείμενα σε μία ολότητα. Να έχουμε επίγνωση της πραγματικότητας που βιώνει ο σύντροφος και η συντρόφισσά μας αλλά και ο άνθρωπος στον οποίο απευθυνόμαστε.

Έχοντας αυτά κατά νου θα πρέπει να προσαρμόσουμε τη λειτουργία και την καθημερινότητα των αναρχικών σχηματισμών και ομαδοποιήσεων στις ανάγκες της εργατικής τάξης, δίνοντας τη δυνατότητα για την ανάπτυξη της πολιτικής συγκρότησης και της συνειδητής, ενεργής και ισότιμης συμμετοχής των μελών. Ένα τέτοιο σημαντικό βήμα προϋποθέτει την «ενηλικίωση» του αναρχικού χώρου. Είναι μια συνθήκη που επιτάσσει τους αναρχικούς να κοιτάξουν και εκτός των κύκλων της πανεπιστημιακής νεολαίας, χωρίς να την απαξιώνουν βέβαια. Αυτό είναι ένα αναγκαίο βήμα, διότι γεννώνται σημαντικά λειτουργικά προβλήματα, όταν η δράση μιας ομάδας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα ευμετάβλητο κοινωνικό υποκείμενο, πόσο μάλλον όταν εργαλειοποιεί, έστω και ακούσια, τη συμμετοχή του.

Για να περιορίσουμε και να εξαλείψουμε τις «διαφορές ταχυτήτων» είναι απαραίτητο να διαμοιραστούν οι γνώσεις και η εμπειρία προς το σύνολο των μελών μιας αναρχικής οργάνωσης. Να πολεμήσουμε μέσα στις οργανώσεις μας τον καταμερισμό εργασιών που μιμείται τα καπιταλιστικά πρότυπα και να άρουμε τον διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, αλλά και την εξειδίκευση, που άλλοτε γεννά προνόμια και άλλοτε βεβαρυμμένες ευθύνες. Να δοθεί χρόνος για συλλογικό πολιτικό διάλογο, ανταλλαγή και σύνθεση απόψεων για την πολιτική ζύμωση και την πολιτική συγκρότηση των μελών. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει ισορροπία και διαλεκτική σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης, ώστε να μην εκπέσουμε ούτε στον βερμπαλισμό ούτε στον ακτιβισμό.

Ήδη από τώρα πρέπει να εργαστούμε σκληρά στο εσωτερικό των αναρχικών ομάδων, για τη δημιουργία μιας συλλογικής, κινηματικής, συντροφικής κουλτούρας αγώνα, που θα προάγει την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση, τη δέσμευση, τη συνέπεια και την αυτοπειθαρχία. Να δημιουργήσουμε, δηλαδή, έναν νέο, ελευθεριακό ανθρωπολογικό τύπο, τον οποίο δε θα διαμορφώσουμε, όμως, σε εργαστηριακές συνθήκες για τον ασφαλή μας μικρόκοσμο και τις αποκομμένες μας «νησίδες ελευθερίας». Αυτός ο ανθρωπότυπος του αναρχικού αγωνιστή-συντρόφου μπορεί να οικοδομηθεί μόνο μέσα στις διεργασίες και την εξέλιξη των κοινωνικών και ταξικών αγώνων.

Σε αυτά τα πλαίσια είναι χρήσιμο να οριστεί και η σχέση μας με τις κυρίαρχες ή τις εναλλακτικές πολιτιστικές εκφράσεις, που επιδρούν σε μεγάλο βαθμό στη φυσιογνωμία των πολιτικών υποκειμένων, των οργανωτικών τους μορφών και των μέσων πάλης τους. Ένας πολιτικός χώρος που έχει αξιώσεις για την επαναστατική ανατροπή του κυρίαρχου συστήματος δεν μπορεί να ορίζεται -σε καταλυτικό βαθμό- από πρότυπα και συμπεριφορές που αποτελούν αντανάκλαση νοσηρών στοιχείων του καπιταλιστικού συστήματος, έστω κι αν πλασάρονται ως εναλλακτικά και μαχητικά, με στόχο την αφομοίωση και την αλλοτρίωση τμημάτων της νεολαίας. Δεν μπορούμε να «τρέχουμε» πίσω από υποκουλτούρες που διαμόρφωσε περίτεχνα το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα στα πλαίσια του πολιτιστικού του «εκσυγχρονισμού» και της στρατηγικής ενσωμάτωσης, αποβλάκωσης και διαίρεσης των μαζών. Πρέπει να χτίσουμε ως αντίβαρο στην κυρίαρχη κουλτούρα τη δική μας ελευθεριακή κουλτούρα η οποία θα είναι έμπρακτα συνυφασμένη με την οργάνωση, τον αγώνα και την επαναστατική υπόθεση. Αλλά ακόμα και αν η προσέγγιση νέων συντρόφων/συντροφισσών γίνεται με όρους περισσότερο πολιτιστικούς και κοινωνικούς, παρά πολιτικούς, στο εσωτερικό της πολιτικής συνέλευσης πρέπει να προβλέπεται η ελευθεριακή διαπαιδαγώγηση των νέων μελών με βάση τις αρχές και τις αξίες του αναρχισμού.

Ας γυρίσουμε πίσω στο ζήτημα της απαιτούμενης πολιτικής ορατότητας των αναρχικών για την οργανωμένη κοινωνική τους παρέμβαση. Δεδομένης της τωρινής κατάστασης αποδιοργάνωσης του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, η δημιουργία μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, μιας συνεκτικής αναρχικής κομμουνιστικής φεντεραλιστικής οργάνωσης με πανελλαδική δράση και όσο το δυνατόν μαζικότερη συμμετοχή και συνεχή παρέμβαση καθίσταται αρκετά δύσκολο εγχείρημα. Δε σημαίνει, όμως, ότι δεν πρέπει να αποτελεί καίριο οργανωτικό ζήτημα για την πολιτική αναβάθμιση των αναρχικών της ταξικής πάλης, των αναρχικών που συναρτούν το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης, του ελευθεριακού κομμουνισμού, με τη διακριτή πολιτική οργάνωση των αναρχικών και την οργάνωση της παρέμβασής τους στο ταξικό κίνημα. Με βάση τους υφιστάμενους οργανωτικούς πόρους ένας σταθερός συνασπισμός αναρχικών ομάδων μπορεί αυτήν τη στιγμή και πρέπει να συγκροτήσει μια διακριτή ελευθεριακή αντιπολίτευση στον δρόμο. Να βρει κοινά σημεία, θέσεις και στόχους και να σχεδιάσει μια κοινή τακτική για καίρια ζητήματα της ταξικής πάλης (π.χ. εργατικοί αγώνες/συνδικαλισμός, αντιπολεμικό κίνημα/αντι-ιμπεριαλισμός, αντιφασισμός). Να ενωθούν στον δρόμο αναρχικές ομάδες, που έχουν στραμμένο το βλέμμα προς την κοινωνία και αναφέρονται στην ταξική πάλη, υπό το πλαίσιο ενός μετωπικού σχηματισμού αναρχικών, που θα διεκδικεί δημόσια την πολιτική του ορατότητα, την αυτοτέλεια και την προπαγάνδιση των θέσεών του στην κοινωνία. Ένα τέτοιο μετωπικό σχήμα αναρχικών μπορεί να αποτελέσει το πρόπλασμα της, αναγκαίας, ειδικής αναρχικής οργάνωσης σε μεταγενέστερο στάδιο.

Η ειδική αναρχική οργάνωση που απαιτείται για την ανασυγκρότηση και την αναβάθμιση του αναρχικού κινήματος καλείται να ξεπεράσει τους σκοπέλους και τα όρια του αφορμαλισμού και των ομάδων συγγένειας. Γι’ αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να είναι συνδεδεμένη με οργανωτικές μορφές που έδειξαν τα όριά τους κατά το προηγούμενο διάστημα. Η νέα αναρχική κομμουνιστική οργάνωση μελών θα πρέπει να συγκροτείται με άξονες την θεωρητική και τακτική ενότητα, τη συλλογική υπευθυνότητα και την ομοσπονδιακή της δομή, αξιοποιώντας τον θεωρητικό πλούτο της πλατφορμιστικής και εσπεσιφιστικής παράδοσης, που επεξεργάστηκαν επισταμένα τη στρατηγική του οργανωτικού δυισμού, μια στρατηγική για την οργανωμένη παρέμβαση των αναρχικών στο εργατικό κίνημα, τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Η ειδική αναρχική οργάνωση θα πρέπει ενθαρρύνει και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για οργάνωση και αγώνα σε κάθε πεδίο της ταξικής πάλης. Να επιχειρήσει να βρει νέες μεθόδους και μορφές κοινωνικής και ταξικής παρέμβασης και αν είναι απαραίτητο να αναπλαισιώσει τις παλαιότερες, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στη σημερινή πραγματικότητα. Ωστόσο, χωρίς την ύπαρξη και τη μαζικοποίηση των κοινωνικών και ταξικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, η ειδική αναρχική οργάνωση αποδυναμώνεται και «βραχυκυκλώνει» ως λογικόν, ακριβώς επειδή ανατροφοδοτείται από αυτές τις οργανώσεις, καθώς η δράση της είναι άμεσα συνυφασμένη με τη δράση αυτών των σχηματισμών, στους οποίους οφείλει να παρεμβαίνει και να τους ριζοσπαστικοποιεί με τις ελευθεριακές ιδέες και πρακτικές, ώστε να κινηθούν σε επαναστατική κατεύθυνση.

Το βλέμμα και οι παραστάσεις μας θα πρέπει να στρέφονται προς την κοινωνία, όχι στον ασφαλή, εσωτερικό μας μικρόκοσμο. Η σημερινή συγκυρία επιτάσσει την οργάνωση, τη στράτευση, τη δέσμευση, την ανάληψη ευθυνών και τη συμμετοχή σε κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Δε φτάνουν τα παλαμάκια, οι επευφημίες, οι κομπασμοί και τα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δε φτάνει καν η απλή συμπόρευση στον δρόμο (χωρίς τη συνακόλουθη οργάνωση δηλαδή) που συνήθως ορίζει κάποιον ως απλό ακολουθητή. Η επανάπαυση σε bar και αυτοοργανωμένες νησίδες δεν είναι λύση. Ούτε, βέβαια, η ψευδής αυτοπραγμάτωση φέροντας απλώς μια πολιτική ταυτότητα μπορεί να προσφέρει κάτι κοινωνικά. Τώρα απαιτείται όσο ποτέ η ενεργή εμπλοκή και η δράση. Για λόγους επιβίωσης των αντιστάσεων, για να αρχίσουμε να χτίζουμε την ανασυγκρότηση και την αντεπίθεση του αναρχικού και ταξικού κινήματος. Δεν πρέπει, όμως, να πέσουμε στην παγίδα της αυτο-ανάλωσης και του εγκλωβισμού της δυναμικής μας. Η δυναμική που προοδευτικά συγκεντρώνουμε θα πρέπει να διαχέεται στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες με στόχο την οργάνωση και την όξυνσή τους.

Απέναντι στη σημερινή απογοήτευση, την παραίτηση και την ιδιώτευση ή τον αναχωρητισμό, την αποδιοργάνωση και την ανυπομονησία, που εγκυμονεί κινδύνους ελιτισμού και απομόνωσης από την εργατική τάξη, απαιτείται υπομονή, πολιτική νηφαλιότητα και οργάνωση. Οφείλουμε να ορθώσουμε συλλογικά αναχώματα αντίστασης απέναντι στις νέες συντονισμένες επιθέσεις του κράτους και του κεφαλαίου, να οργανώσουμε την αντίσταση, την αλληλοβοήθεια και την αυτοάμυνα της τάξης μας. Μέλημά μας θα πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση του αναρχικού και ταξικού κινήματος, η προώθηση της ρήξης της εργατικής τάξης με τους δεσμούς του αστικού συστήματος στην κατεύθυνση της αυτοοργάνωσης και της αυτονομίας των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, για τη σύγκρουση με το κράτος και τον καπιταλισμό ως κυρίαρχο σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, για την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση και την οικοδόμηση της ελευθεριακής κομμουνιστικής κοινωνίας. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε τους κατάλληλους τρόπους και τα σχήματα αγώνα, ώστε αφενός να πετύχουμε σημαντικές νίκες, μερικού χαρακτήρα, για τη βελτίωση των όρων εργασίας και διαβίωσης της τάξης μας, αφετέρου να φέρουμε σε επαφή πλατιές κοινωνικές μάζες με το όραμα και την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης και του ελευθεριακού κομμουνισμού.

Το δίκιο είναι με το μέρος μας! Προσπάθεια, δέσμευση στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης και της αναρχίας, οργάνωση και αγώνας! Εμείς θα νικήσουμε στο τέλος!

https://www.alerta.gr/archives/30491?fbclid=IwAR0QTpOa71_zP06tXzlI8q9fL8X0rrOsARjrFaJIrlLAkX4pnLvjGoJ1u-w