Η ιστορική εξελικτική διαδικασία στο Δυτικό πολιτισμό συχνά χαρακτηρίζεται ως μια διαδικασία αυξανόμενης ορθολογικοποίησης. Καθώς το κράτος εξελισσόταν, οι δικονομικοί κανόνες αντικατέστησαν την άσκηση της προσωπικής ιδιοτροπίας, ενώ η πανεθνική διακυβέρνηση αντικατέστησε την αυτονομία των μικρών αποκεντρωμένων και προσανατολισμένων στην παράδοση πολιτειών.

Η σύγχρονη διοίκηση ορθολογικοποιήθηκε, σε αντίθεση με την διοίκηση την εποχή της φεουδαρχίας ή των απόλυτων μοναρχιών, η οποία έδινε έμφαση στην παράδοση και στην προσωπική ιδιαιτερότητα, ταυτίζοντας το αξίωμα με τον αξιωματούχο. Αυτή η «ορθολογικοποίηση» της ζωής έγινε μέσω συστηματοποιημένων και τυπικά νόμιμων διοικητικών διαδικασιών και μέσω του «επαγγελματισμού».

Η σύγχρονη διοίκηση υποτίθεται ότι είναι το αντίθετο της αυθαίρετης εξουσίας. Ο επαγγελματισμός και οι οργανωτικές της αρχές υποτίθεται ότι καταργούν την παρείσφρηση προσωπικών πεποιθήσεων και προκαταλήψεων. Όμως, ταυτόχρονα, αποσκοπούν στην ασυλία ή στην αποδέσμευση από τις επιθυμίες, τις ανάγκες ή τις απαιτήσεις των «υπηρετούμενων» ατόμων, και στην εξασφάλιση συναινετικής νομιμότητας υπέρ της ιεραρχίας της εξουσίας ώστε να υπηρετεί και να ελέγχει. Μέσω της αλαζονείας της ιεραρχίας και της ιδεολογίας της επιστήμης, η ορθολογικοποίηση του Δυτικού πολιτισμού επεδίωξε την οικοδόμηση αυτοκρατοριών από μηχανές που αποσκοπούν στον αφανισμό και στην διάλυση της ανθρώπινης προσωπικότητας και της ποιητικής συνείδησης.

Στην Ευρώπη, καθ’ όλη την διάρκεια του 17ου αιώνα, η ιδέα του κράτους ήταν στενά συνυφασμένη με τις ιδέες της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και της κοινωνίας. Οι θεσμοί της απολυταρχίας (Λουδοβίκος 14ος) και η διακήρυξη της εθνικής κυριαρχίας (1789) [Γαλλική Επανάσταση], ωστόσο, «...προέβαλαν ως αξίωμα μια αντίληψη του κράτους ως κάτι ξεχωριστό και ιδιάζον».

Έτσι το κράτος έγινε αντιληπτό ως κάτι ξεχωριστό από την οικογένεια και την κοινωνία. Ως ένας «ανεξάρτητος» και ξεχωριστός κεντρικός «προστάτης» δικαιωμάτων, ο οποίος επιβάλλει και τις υποχρεώσεις, το κράτος αποδεσμεύτηκε από τα άτομα, που υποτίθεται ότι υπηρετούσε, και από τους πολλαπλούς αποκεντρωμένους κοινωνικούς κόσμους, τους οποίους οι κρατιστές ήθελαν να ελέγχουν και να διευθύνουν. Το κράτος έγινε μια συγκεντρωτική κοινωνική μηχανή που κατασκευάστηκε για να παρακινεί και να εξαναγκάζει σε συμμόρφωση προς τα συμφέροντα και τις υπαγορεύσεις της εξουσίας. Το πρόβλημα για τις εξουσίες ή τους εξουσιαστές είναι να αποφεύγουν την συμμόρφωση, έτσι ώστε να μπορούν δημιουργικά να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των αλλαγμένων ενδο- και διακρατικών συνθηκών.

Πρωτοβουλίες πρέπει να αναλαμβάνονται συνεχώς για να επινοούνται νέα στρατηγήματα που ωθούν σε συμμόρφωση τούς διευθυνόμενους πληθυσμούς και άλλες ανταγωνιστικές εξουσίες εθνικών κρατών.

Η «ορθολογικοποίηση» του σύγχρονου πολιτισμού σε αυτό το πλαίσιο, έχει την έννοια της συγκέντρωσης της εξουσίας και της κυριαρχίας των ολίγων και, ταυτοχρόνως, της αυξημένης υπακοής και συμμόρφωσης των πολλών. Τα μέσα εξασφάλισης υπακοής και συμμόρφωσης ορθολογικοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν μέσω των πλοκαμιών της κρατικής κοινωνικής μηχανής. Ωστόσο, σ’ αυτήν την διαδικασία ορθολογικοποίησης, η ολιγαρχία προσπάθησε να νομιμοποιήσει την εξουσία της, αξιώνοντας πειστικότερη δικαιολογία για το δικαίωμά της να κυβερνά. Οι κυβερνώμενοι σπάνια είναι τόσο πειθήνιοι ώστε να μην πιέζουν για τέτοιου είδους δικαιολογίες.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΡΑΤΙΚΟ-ΕΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

Όλες οι ιδεολογίες διεύθυνσης και ελέγχου έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την προσπάθεια να κάνουν ευχάριστη την πραγματικότητα της εξουσίας-υπακοής. Έτσι, οι ιδεολογίες ερμηνεύουν την πραγματικότητα της εξουσίας-υπακοής με σκοπό να εξουδετερώνουν ή να εξαφανίζουν την σύγκρουση μεταξύ των λίγων και των πολλών, χάριν μιας αποτελεσματικότερης άσκησης της εξουσίας. Για να γίνει αυτό, υποστηρίζει ο Μπέντιξ, η άσκηση εξουσίας ή απορρίπτεται εντελώς με το επιχείρημα ότι οι λίγοι απλώς διατάζουν αυτά που οι πολλοί επιθυμούν, ή δικαιολογείται με τον ισχυρισμό ότι οι λίγοι διαθέτουν τα φυσικά προσόντα ανωτερότητας τα οποία τους καθιστούν ικανούς να πραγματώνουν τα συμφέροντα των πολλών.6 Αυτές οι φαινομενικά εναλλακτικές διευθυντικές ιδεολογίες εμφανίστηκαν τόσο στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ: Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΙΤ

Στις ΗΠΑ, η εκβιομηχάνιση συντελέστηκε στα πλαίσια ενός αδύναμου κράτους. Πράγματι, η Συνομοσπονδία εγκαταλείφτηκε και συγκεντρωποιήθηκε, επειδή παρείχε ένα πολύ ακατάλληλο και επισφαλές περιβάλλον για τους εμπόρους και τους βιομηχάνους. Όταν ξεσπούσαν εξεγέρσεις, δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν εθνοφύλακες για να τις καταστείλουν. Έμποροι και βιομήχανοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στην δημιουργία μισθοφορικών στρατών για να ελέγχουν τους πληθυσμούς (1786) και να επιβάλλουν την θέληση και τα συμφέροντά τους. Η ανάπτυξη ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους στις ΗΠΑ ολοκληρώθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς. Η επιχειρηματική ελίτ ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τον κρατικό έλεγχο, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία το κράτος εξυπηρετούσε τις ανάγκες της. Οι ιδεολογίες του ατομικισμού και του ιδιωτικού κέρδους, καθώς και ο ισχυρισμός ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα των λίγων θα ωφελούσε και τους πολλούς, επικράτησαν. Η ελίτ των βιομηχανικών σφετεριστών διεκδίκησε φυσική υπεροχή, όσον αφορά τον χαρακτήρα, την ευφυΐα και την πρωτοβουλία. Η ιδεολογία τους υποσχέθηκε στους πολλούς ότι με τις κατάλληλες προσπάθειες θα βελτίωναν την κατάστασή τους και θα αναλάμβαναν θέσεις εξουσίας. Οι βαρώνοι ληστές και οι πρίγκηπες του εμπορίου, μη εμποδιζόμενοι από το κράτος, σφετερίστηκαν τόσο το κέρδος από την εργασία, όσο και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Όπου ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν το κράτος και τον νομικό του μηχανισμό, τα χρησιμοποίησαν χωρίς καμιά δυσκολία. Η εκμετάλλευση της εργασίας και η συντριβή των εργατικών οργανώσεων, μέσω της ιδιωτικής αστυνομίας, των ιδιωτικών στρατών και των τυπικά νόμιμων θεσμών του κράτους, αποτελεί μια οδυνηρή και γεμάτη βία ιστορία.

Με την εκβιομηχάνιση, οι άνθρωποι, αντιμετωπίζοντας τις ανάγκες επιβίωσής τους, αποξενώθηκαν από την εργασία, τους συναδέλφους και τον εαυτό τους. Η αυξημένη ορθολογικοποίηση του καταμερισμού της εργασίας στην βιομηχανία, υπέταξε τον εργάτη στην εξευτελιστική κυριαρχία της μηχανής και του βιομηχάνου. Οι εργάτες απομονώθηκαν, σ’ αυτήν την διαδικασία σφετερισμού και ορθολογικοποίησης της εργασίας, και οργάνωσαν αντίσταση. Μαζί με την αντίσταση, η ελίτ επεδίωξε να συντρίψει τις επικίνδυνες ομάδες (π.χ. τους αναρχικούς) και να αποκαταστήσει τους αντιστεκόμενους σε μια πιο αποδεκτή θέση, στα πλαίσια της αναλλοίωτης βιομηχανικής τάξης πραγμάτων. Ο εργάτης έπρεπε να αφομοιωθεί, να επανενσωματωθεί στον βιομηχανικό κοινωνικό μηχανισμό, μέσω ενός τροποποιημένου συστήματος ευεργετημάτων. Η εταιρειακή και συνδικαλιστική συνείδηση (ως διαφοροποιημένη από εκείνη τού «ενός μεγάλου συνδικάτου» ή εκείνη του εργατικού ελέγχου), με τα αιτήματά της για υψηλότερα ημερομίσθια και καλύτερες συνθήκες εργασίας, διόλου δεν άλλαξαν τους όρους της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η ελίτ των σφετεριστών έπρεπε να εκμεταλλεύεται την εργασία και να συσσωρεύει κέρδη. Η σχετική αύξηση της αμοιβής, «ο αξιοπρεπής μισθός», στρέφοντας τις ομάδες των εργατών την μία ενάντια στην άλλη, θα έκαμπτε την αντίσταση των εργατών. Η διευθυντική ιδεολογία παρέμεινε άθικτη. Ο Δυτικός τρόπος σκέψης προσφέρει κίνητρα στον ευέλικτο, ατομικά αμειβόμενο εργάτη, επικαλούμενος την νομιμότητα της μόνιμης διατήρησης της πραγματικότητας της βιομηχανικής υπακοής. Οι οικονομικές (ταξικές) διαφορές, όπως και οι διαφορές στην κοινωνική θέση, υποστηρίζεται ότι δεν δημιουργούν εμπόδια και ότι μπορούν να ξεπεραστούν από τους λίγους που είναι άξιοι της θέσης τους, λόγω του μόχθου, του φυσικού ταλέντου και της δημιουργικής τους πρωτοβουλίας. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κερδίζει και να πετυχαίνει. Στον ίδιο βαθμό που αυτοί οι μύθοι αναγνωρίζονται ως μύθοι και γκρεμίζονται, πρέπει να αναπτυχθεί το κράτος για να ελέγξει την αντίσταση. Το σχολείο, η οικογένεια και τα ΜΜΕ, πρέπει να ελέγχονται για να υποστηρίζουν την ελάχιστη αλήθεια που εμπεριέχει η ιδεολογία. Νέοι μανδαρίνοι πρέπει να αναζητούν και να ανακαλύπτουν φυσικά μειονεκτήματα στους μαύρους (π.χ. τον Δείκτη Ευφυΐας), ή στις γυναίκες (π.χ. τα βιολογικά όρια), για να ικανοποιούν τις ιδεολογικές ανάγκες των εργοδοτών τους. Πρέπει επίσης να ανακαλύψουν μηχανισμούς αφομοίωσης, μέσω των οποίων να μπορούν να απαλυνθούν τα αποτελέσματα της οικονομικής εκμετάλλευσης και της συμμόρφωσης/υπακοής. Η διεύρυνση του κράτους-πρόνοιας αποτελεί φυσικά ένα τέτοιο στρατήγημα.

Η ΕΝΩΣΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΩΝ: Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΤ

Ως μια κριτική του σφετερισμού από τους καπιταλιστές και των διευθυντικών ιδεολογιών της Δύσης, ο μαρξισμός (ιδίως ο Λένιν) πρόσφερε ένα εναλλακτικό διευθυντικό στρατήγημα. Αυτή η διευθυντική ιδεολογία αρνείται ότι ασκεί εξουσία με την δικαιολογία ότι οι λίγοι απλώς διοικούν και διατάζουν ό,τι θέλουν οι πολλοί. Ο Μαρξ, επισημαίνοντας το γεγονός ότι οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν κυνηγώντας το κέρδος και υποτάχτηκαν στην βιομηχανική και καπιταλιστική μηχανή, πρότεινε το εργατικό κράτος. Δεν πίστευε ότι μπορούσαν να ενσωματωθούν η πρωτοβουλία, η υπερηφάνεια και η συνεργασία του εργάτη σ’ ένα κοινό παραγωγικό έργο, στο μέτρο που αυτός ήταν εξαρτημένος από τις ανάγκες μιας οργάνωσης, η λειτουργία και ο σκοπός της οποίας σχεδιάζονταν και διευθύνονταν χωρίς την δική του συμμετοχή. Έτσι, σύμφωνα με τα πρακτικά σχέδια των μαρξιστών (του Λένιν, π.χ.), οι εντολές των διευθυντών και η υπακοή των εργατών θα έβρισκαν την δικαίωσή τους μέσα από την κοινή υπαγωγή τους σε ένα σώμα που αντιπροσωπεύει τόσο την διεύθυνση όσο και τους εργάτες. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να ρυθμίζουν την παραγωγή σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο. Όταν οι άνθρωποι θα ελέγχουν συνειδητά τις πράξεις τους και θα είναι ιδιοκτήτες των εργαλείων τους, τότε θα γίνει πραγματικότητα η προσωπική ολοκλήρωση. Αυτή η συγκεκριμένη διευθυντική ιδεολογία επικράτησε ως ιδεολογία ελέγχου και εξουσίας στην ΕΣΣΔ.

Η εκβιομηχάνιση στην Ρωσία συντελέστηκε σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από αυτές που υπήρχαν στις ΗΠΑ. Επιχειρήθηκε μέσα σε πολιτιστικές και θεσμικές συνθήκες, στις οποίες η κυβέρνηση ήταν ο τελικός ρυθμιστής των διαφορών. Οι Τσάροι εκπροσωπούσαν αυτήν την ύπατη εξουσία, εφ’ όσον αναγνώριζαν και βοηθούσαν τις δραστηριότητες της ανερχόμενης επιχειρηματικής ελίτ, επωφελούμενοι από αυτές. Η εκμετάλλευση και η υποδούλωση ήταν διαδεδομένες στην βιομηχανική παραγωγή και την εξόρυξη των πολύτιμων μετάλλων. Οι Τσάροι πλούτισαν από αυτήν την συμμαχία, διατηρώντας την θέση τους ως η «ύπατη εξουσία». Από αυτήν την εκμετάλλευση ζητούσαν να απαλλαγούν τόσο οι αγρότες όσο κι οι εργάτες. Ο Τσάρος όμως κώφευε και η αντίσταση απλώθηκε ταχύτατα απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Η ιστορία της επανάστασης ήταν μια ιστορία, στην οποία η ιδεολογία της αυτοδιεύθυνσης, ενσωματωμένη στις κομμούνες των ελεύθερων εργατών και στα ελεύθερα συμβούλια των εργαζομένων, ηττήθηκε από τα εξουσιαστικά διευθυντικά στρατηγήματα των κρατιστών μπολσεβίκων.

Ο μπολσεβικισμός στην Ρώσικη Επανάσταση ήταν η εδραίωση της ταξικής κυριαρχίας. Η κοινωνική επανάσταση (βλ. τα κινήματα της Κρονστάνδης και του Μάχνο*) των αγροτών και των εργατών, το όνομα των οποίων επικαλέστηκαν εκατομμύρια φορές καθ’ όλη την διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, χρησιμοποιήθηκε από τους μπολσεβίκους ως «η γέφυρα προς την εξουσία για την νέα κάστα των εξουσιαστών, για τα νέα αφεντικά, την τέταρτη τάξη». Με επαρκή στοιχεία έχει αποδειχθεί ότι οι κρατιστές φοβούνται τους ελεύθερους ανθρώπους. Τα διευθυντικά τους στρατηγήματα υποστηρίζουν ότι «χωρίς εξουσία οι άνθρωποι θα χάσουν το έρεισμα της κοινωνικότητας, θα διαλυθούν και θα επιστρέψουν στην βαρβαρότητα.

Αυτά είναι καθαρές ανοησίες. ...Όσον αφορά τους εργαζόμενους, από εκείνη ακριβώς την ημέρα θα γίνουν πραγματικά και ολοκληρωτικά ελεύθεροι και θα αρχίσουν να ζουν και να αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς. Οι αγρότες της περιοχής του Γκούλαϊ-Πόλιε είναι το πιό ζωντανό παράδειγμα. Για περισσότερο από 6 μήνες –από τον Νοέμβριο του 1918 έως τον Ιούνιο του 1919– έζησαν χωρίς καμιά εξωτερική πολιτική εξουσία. Όχι μόνο διατήρησαν τους μεταξύ τους κοινωνικούς δεσμούς, αλλά και δημιούργησαν νέες, ανώτερες μορφές κοινωνικών σχέσεων– κομμούνες ελεύθερων εργατών και ελεύθερα εργατικά συμβούλια». Μετά την στρατιωτική ήττα των αγροτών, συστήθηκαν οργανώσεις πολιτικού ελέγχου του μπολσεβίκικου κόμματος για να ελέγχουν και να διευθύνουν την ζωή ατόμων τα οποία ήταν ήδη κοινωνικά οργανωμένα.

Η δεύτερη επανάσταση, η πολιτική επανάσταση, η Επανάσταση των Μπολσεβίκων, επανασύστησε το κράτος ως ύπατη εξουσία, σύμφωνα με το πολιτιστικό πρότυπο του παρελθόντος. Η κοινωνική επανάσταση αιχμαλωτίστηκε από μια εξωτερική πολιτική επανάσταση (αντεπανάσταση), που επικράτησε αμέσως σε μερικές περιοχές της Ρωσίας, σε άλλες όμως, όπως στην Ουκρανία, μόνο μετά το 1921. Μετά την επικράτηση των κρατιστών, επεβλήθη μια ιδεολογία η οποία αρνιόταν την εξουσία με το σκεπτικό ότι οι λίγοι απλώς διατάζουν ό,τι οι πολλοί επιθυμούν. Η αντίσταση και η εξέγερση των πολλών, η κοινωνική τους ζωή, επανενσωματώθηκαν διά της βίας σ’ ένα κρατιστικό κοινωνικό καθεστώς. Οι νέες ελίτ, οι νέοι διευθυντές του κράτους της κομματικής δικτατορίας, υπερίσχυσαν, υποβοηθούμενοι σε μεγάλο βαθμό από τους Δυτικούς κρατιστές.

Έκτοτε, η συμμετοχή στην συλλογική ιδιοκτησία και τον σχεδιασμό αποτελούσε μια δραστηριότητα του κόμματος, της ελίτ. Η επαγγελία για προσωπική ολοκλήρωση παραμένει ανεκπλήρωτη, καθώς η εργασία εκτελείται σύμφωνα με τις έξωθεν επιβαλλόμενες επιταγές τού ενός και μοναδικού κόμματος. Τα ιστορικά γεγονόταστην «Ρωσία, μάς έχουν δείξει τον τρόπο με τον οποίο δεν μπορεί να υλοποιηθεί ο σοσιαλισμός. ... Η ιδέα των εργατικών συμβουλίων για τον έλεγχο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας είναι αφ’ εαυτής εξαιρετικής σημασίας ... όσο όμως η χώρα κυριαρχείται από την δικτατορία ενός κόμματος, τα εργατικά και τα αγροτικά συμβούλια χάνουν φυσικά το νόημά τους». «Η δικτατορία του προλεταριάτου άνοιξε τον δρόμο όχι για μια σοσιαλιστική κοινωνία, αλλά για τον πλέον πρωτόγονο τύπο γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού και για την επάνοδο στον πολιτικό απολυταρχισμό, ο οποίος από μακρού είχε καταργηθεί στις περισσότερες χώρες από τις αστικές επαναστάσεις.» Το διοικητικό κράτος ερμηνεύει το γεγονός της εξουσίας και της υπακοής έτσι ώστε να εξουδετερώνει και, όπου είναι δυνατόν, να εξαλείφει την σύγκρουση μεταξύ της κυρίαρχης, διευθυντικής μειοψηφίας και της εξουσιαζόμενης, διευθυνόμενης πλειοψηφίας. Όπως οι ομόλογοί τους στις ΗΠΑ, οι Σοβιετικοί μανδαρίνοι πρέπει να επινοούν συνεχώς νέα στρατηγήματα για την ενσωμάτωση των πολλών, την απομόνωση των αντιστεκόμενων και την θωράκιση απέναντι στην αντίσταση.

Σήμερα, «κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο συγκεντρωτισμός και η ενίσχυση της εξουσίας είναι μεγαλύτερα, πιο εκτεταμένα και διάχυτα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εποχή της Ιστορίας». Στην βιομηχανική Δύση και την Ιαπωνία, η οικονομία έχει εξελιχθεί από τον ανταγωνιστικό, μικρής κλίμακας καπιταλισμό με τους ληστέμπορους βαρώνους, στον μεγάλης κλίμακας, «τραστοποιημένο», μονοπωλιακό καπιταλισμό, με τις γιγαντιαίες βιομηχανικές συσπειρώσεις και τις πολυεθνικές εταιρείες. Αυτό το γεγονός της συγκεντρωποίησης της εξουσίας και του οικονομικού ελέγχου, δίνει την εικόνα μιας ταχείας διολίσθησης προς ένα υπεροργανωμένο κράτος, το οποίο τελικώς προστατεύεται από μια μυστική αστυνομία, έναν μόνιμο στρατό, μια βιομηχανικο-επιστημονική απολυταρχία και έναν προπαγανδιστικό επικοινωνιακό μηχανισμό15 που πάλλεται στον ρυθμό της ιδεολογίας της ελίτ. Φυσικά αυτή η συγκέντρωση εξουσίας –στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής– προσεγγίζει εκείνη των σύγχρονων κρατών κομματικής δικτατορίας.

Όσο αυξάνονται οι εξουσίες του κράτους και διευρύνεται ο γραφειοκρατικός διοικητικός έλεγχος, τόσο ελαττώνεται η προσωπική ελευθερία. «Ο Προυντόν προέβλεψε το μεγαλύτερο κακό του 20ού αιώνα: η νομικίστικη διακυβέρνηση από δημοσίους υπαλλήλους οδηγεί στον κρατικό κομμουνισμό, στην απορρόφηση κάθε μορφής ατομικής ή συλλογικής ζωής από τον διοικητικό μηχανισμό, και στον αφανισμό κάθε ελεύθερης σκέψης. Ο καθένας θέλει να βρει καταφύγιο κάτω απ’ τα φτερά της εξουσίας, να συμβιώσει με αυτήν. Ήρθε πια η ώρα να βάλουμε ένα τέλος: ο συγκεντρωτισμός ισχυροποιείται όλο και περισσότερο ... τα πράγματα έχουν φθάσει ... στο σημείο όπου δεν μπορούν πλέον να συνυπάρξουν κοινωνία και κυβέρνηση. Από την κορυφή μέχρι την βάση της ιεραρχίας, δεν υπάρχει καμία κατάχρηση στο κράτος που να μην πρέπει να διορθωθεί, καμία μορφή παρασιτισμού που να μην πρέπει να κατασταλεί και κανένα όργανο τυραννίας που να μην πρέπει να καταστραφεί».

ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Σε μια εποχή επιστήμης και τεχνολογίας, δεν μπορεί παρά οι επιστήμονες, οι τεχνολόγοι και οι διανοούμενοι να προσλαμβάνονται ως ιδεολόγοι του κράτους. Οι μπεχαβιοριστές, οι φυσικοί και κοινωνικοί επιστήμονες προσλαμβάνονται για να χρησιμεύσουν ως υπερασπιστές ή διαμορφωτές της πολιτικής των εθνικών κρατών που συγκαλύπτει τα ειδικά συμφέροντα της ελίτ. Διαμορφώνοντας την πολιτική, αποκτώντας γόητρο και πλούτο, οι διανοούμενοι, οι νέοι μανδαρίνοι, έχουν την τάση να «αποδέχονται και να μην αναλύουν κριτικά, ούτε να αγωνίζονται για να αλλάξουν την υπάρχουσα κατανομή της εγχώριας ή διεθνούς εξουσίας και την πολιτική πραγματικότητα που απορρέει από αυτήν».17 Ο Τσόμσκι υποστηρίζει ότι οι διανοούμενοι* που υπηρετούν το κράτος, υιοθετούν μια ελιτίστικη στάση, καταδικάζοντας τα λαϊκά κινήματα και την μαζική συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων, ενώ τονίζουν «περισσότερο την αναγκαιότητα για επίβλεψη από αυτούς που κατέχουν την γνώση και την κατανόηση που χρειάζεται (έτσι ισχυρίζονται) για να διευθύνουν την κοινωνία και να ελέγχουν την κοινωνική αλλαγή».

Ο Μπακούνιν υποστήριζε περίπου τα ίδια:

«Σύμφωνα με την θεωρία του κ. Μαρξ, ο λαός όχι μόνο δεν πρέπει να καταστρέψει [το κράτος], αλλά πρέπει να το δυναμώσει και να το θέσει εξ ολοκλήρου στην διάθεση των ευεργετών, κηδεμόνων και δασκάλων του –των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή του κ. Μαρξ και των φίλων του, που θα προχωρήσουν στην απελευθέρωση [της ανθρωπότητας] με τον δικό τους τρόπο. Αυτοί θα εναποθέσουν τα ηνία της διακυβέρνησης σε ισχυρά χέρια, διότι ο αδαής λαός χρειάζεται μια εξαιρετικά σταθερή κηδεμονία. Θα ιδρύσουν μια μοναδική κρατική τράπεζα, συγκεντρώνοντας στα χέρια της όλη την εμπορική, βιομηχανική, αγροτική, ακόμη και την επιστημονική παραγωγή, και μετά θα διαιρέσουν τις μάζες σε δύο στρατιές, την βιομηχανική και την αγροτική, υπό την άμεση διεύθυνση κρατικών μηχανικών, οι οποίοι θα αποτελέσουν μια νέα προνομιούχο επιστημονικο-πολιτική ελίτ».

Ο Πάνεκουκ, επίσης, επεξηγεί τις λεπτομέρειες μιας ιδεολογίας η οποία υποστηρίζει την εξουσία των νέων μανδαρίνων. Σ’ αυτό το σταυροδρόμι συναντώνται οι διευθυντικές ιδεολογίες Δύσης και Ανατολής. Ο Πάνεκουκ γράφει:«Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυρίαρχη τάξη προσπαθεί να ερμηνεύσει, διαιωνίζοντας έτσι, την κυριαρχία της ως συνέπεια μιας εγγενούς διαφοράς μεταξύ δύο ειδών ανθρώπων, τα οποία εκ φύσεως προορίζονται το μεν ένα να καταδυναστεύει, το δε άλλο να καταδυναστεύεται. Η γαιοκτητική αριστοκρατία των προηγούμενων αιώνων, υπεράσπιζε την προνομιούχο θέση της, κομπάζοντας για την καταγωγή της από μια ευγενέστερη φυλή κατακτητών που είχαν υποτάξει την κατώτερη φυλή των απλών ανθρώπων. Οι μεγαλοκαπιταλιστές εξηγούν την κυρίαρχη θέση τους, υποστηρίζοντας ότι αυτοί διαθέτουν εγκέφαλο, ενώ οι άλλοι όχι. Με τον ίδιο τρόπο τώρα, ιδιαίτερα οι διανοούμενοι, θεωρώντας εαυτούς δικαιωματικά κυρίαρχους του αύριο, διακηρύσσουν την πνευματική υπεροχή τους. Συγκροτούν την ταχύτατα αυξανόμενη τάξη των πανεπιστημιακής μόρφωσης αξιωματούχων και ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι ειδικεύονται στην πνευματική εργασία και στην μελέτη των βιβλίων και της επιστήμης, και οι οποίοι θεωρούν εαυτούς ως τους πλέον προικισμένους διανοητικά ανθρώπους. Ως εκ τούτου, προορίζονται για ηγέτες της παραγωγής, ενώ η ατάλαντη μάζα θα εκτελεί τις χειρωνακτικές εργασίες που δεν απαιτούν μυαλό. Δεν υποστηρίζουν τον καπιταλισμό· η διάνοια και όχι το κεφάλαιο πρέπει να διευθύνει την εργασία. Πόσο μάλλον τώρα που η κοινωνία αποτελεί ένα τόσο περίπλοκο, βασισμένο σε αφηρημένες και δύσκολες επιστήμες οικοδόμημα, το οποίο μόνο η οξυδερκέστερη διάνοια μπορεί να χωρέσει, να συλλάβει και να επεξεργασθεί. Αν οι εργαζόμενες μάζες, λόγω έλλειψης διορατικότητας, δεν καταφέρουν να αναγνωρίσουν αυτήν την ανάγκη για ανώτερη πνευματική ηγεσία, αν βλακωδώς προσπαθήσουν να πάρουν στα χέρια τους την διεύθυνση, η αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι χάος και ερείπια». Οι μανδαρίνοι της Δύσης, με την φιλελεύθερη ιδεολογία τους, εποφθαλμιούν έναν κυρίαρχο ρόλο στην διεύθυνση του κράτους-πρόνοιας. Οι μανδαρίνοι της Ανατολής, με την υπηρετούσα το Κόμμα ιδεολογία τους, δικαιολογούν τις θέσεις τους με το σκεπτικό ότι αυτοί είναι οι λίγοι που διαθέτουν τις γνώσεις για να αναπτύξουν και να παράγουν ό,τι επιθυμούν οι πολλοί. Με δικαιολογία την γενική ευημερία, οι πολλοί διευθύνονται και οι μανδαρίνοι κυβερνούν ή υπηρετούν την κυρίαρχη ελίτ. Οι ελίτ, αυτοί τους οποίους θα αποκαλούσαμε πολιτικούς μανδαρίνους, στο μέτρο που δεν είναι επιστημονικοί μανδαρίνοι, χρησιμοποιούν την επιστημονική ορολογία για να προστατέψουν τις ενέργειές τους από την κριτική ανάλυση –ο μη ειδικός, σε τελευταία ανάλυση, δεν αποτολμά να πει στον ειδικό, στην εξουσία, πώς να κάνει μια εγχείριση ανοικτής καρδιάς, πώς να κατασκευάσει έναν ατομικό αντιδραστήρα, πώς να κοινωνικοποιεί παιδιά, ή πώς να οδηγήσει στην λιμοκτονία μια μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού. Η μη ελίτ, οι πολλοί, δεν θα πρέπει να αμφισβητούν ούτε την ειδημοσύνη των μανδαρίνων/εξουσιών, ούτε την υποτιθέμενη αγαθή τους προαίρεση!

Αν και υπάρχουν διαφορές στην διευθυντική ιδεολογία, οι μανδαρίνοι, τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης, βρίσκουν «την δικαιολόγηση της ιδιαίτερης και εξέχουσας κοινωνικής θέσης τους στην “επιστήμη” τους, και ιδίως στον ισχυρισμό ότι η κοινωνική επιστήμη μπορεί να στηρίζει μια τεχνολογία ψευτοδιόρθωσης της κοινωνίας σε τοπική και διεθνή κλίμακα». Εν συνεχεία, ο μανδαρίνος αξιώνει «παγκόσμια ισχύ γι’ αυτό που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά ταξικό συμφέρον: υποστηρίζει ότι οι ειδικές προϋποθέσεις στις οποίες βασίζονται οι αξιώσεις του για εξουσία και αυθεντία, στην πραγματικότητα, είναι οι γενικές και μοναδικές προϋποθέσεις για την σωτηρία της σύγχρονης κοινωνίας· και ότι η ψευτοδιόρθωση της κοινωνίας, στα πλαίσια ενός κράτους-πρόνοιας (ή διοικητικού κράτους), πρέπει να αντικαταστήσει την προσκόλληση σε “ολοκληρωτικές ιδεολογίες” του παρελθόντος, ιδεολογίες που αφορούσαν τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Έχοντας εξασφαλίσει μια θέση εξουσίας, έχοντας αποκτήσει ασφάλεια και πλούτο, δεν χρειάζεται πλέον ιδεολογίες που αποβλέπουν στην ριζική αλλαγή».

Είναι δυνατόν αυτοί οι μανδαρίνοι Ανατολής και Δύσης να μπορούν να διευθύνουν την μεταβιομηχανική κοινωνία, το παράδοξο της έλλειψης εν μέσω αφθονίας, τους πολλούς του κόσμου, χωρίς κοινωνική επανάσταση; Υπάρχουν όρια στην ικανότητα των μανδαρίνων να χρησιμοποιούν την βία και τον καταναγκασμό τους, χωρίς να διακυβεύουν την επιβίωσή μας, την δυνατότητά μας για μια αξιοπρεπή ύπαρξη; Υπάρχει κανένας λόγος για να υποθέσουμε ότι η εξουσία που ασκείται από τους νέους μανδαρίνους, θα είναι πιο ευμενής από αυτήν που ασκήθηκε στο παρελθόν από αριστοκράτες και καπιταλιστές; Άραγε, θα επιτεθούν οι νέοι μανδαρίνοι στην ανθρώπινη ελευθερία μέσω ενός αποδοτικότερου συστήματος εκμετάλλευσης, ή θα σχεδιάσουν μια πιο ανθρώπινη και αρμονική κοινωνία; Σύμφωνα με τον Τσόμσκι:

«Στον βαθμό που υπάρχει η τεχνική της διεύθυνσης και του ελέγχου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εδραιώσει την εξουσία αυτών που την ασκούν και να ελαχιστοποιήσει τον αυθόρμητο και ελεύθερο πειραματισμό με νέες κοινωνικές μορφές, όπως μπορεί και να περιορίσει τις δυνατότητες για αναδιαμόρφωση της κοινωνίας προς το συμφέρον αυτών που είναι τώρα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στερημένοι. Όπου οι τεχνικές θα αποτύχουν, θα συμπληρωθούν με όλες τις μεθόδους καταναγκασμού που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, για να διατηρηθεί η τάξη και η σταθερότητα».26

Για τους νέους μανδαρίνους, το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ελευθερία, καθώς και για τα ιδεώδη μιας δίκαιης κοινωνίας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με περιφρόνηση και να θεωρηθούν απλοϊκά, πρωτόγονα, ανέφικτα ή ουτοπικά. Οι τεχνολογικές διευθυντικές ιδεολογίες, καθώς και οι βασιζόμενες στην εξουσία οικονομικές ιεραρχίες τις οποίες οι πρώτες προστατεύουν, αδιαφορούν πλήρως για την ελευθερία, την δικαιοσύνη, το αυτεξούσιο και τις μη ιεραρχικές μορφές κοινωνίας. Φαίνεται μάλλον απίθανο να αναρωτηθούν οι νέοι μανδαρίνοι κατά πόσον η κοινωνική ζωή πρέπει να γίνει ένας χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων, και αν η ανθρώπινη φύση πρέπει να περιορισθεί σε μια τέτοια μεταφυσική. Δεν ενδιαφέρονται να διερευνήσουν «την σημασία που έχει σήμερα η διαμαρτυρία του Ρουσώ ότι είναι αντίθετο προς το φυσικό δίκαιο “μια χούφτα ανθρώπων να χορταίνει από το πλεόνασμα, την ώρα που η λιμοκτονούσα πλειοψηφία στερείται τα αναγκαία”».

Είναι απίθανο να «θέσουν το ηθικό ζήτημα που αντιμετωπίζει, ή αποφεύγει, κάποιος που απολαμβάνει τον πλούτο και τα προνόμιά του, ανενόχλητος από την επίγνωση του γεγονότος ότι τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνται στην Νικαράγουα δεν θα φθάσουν στην ηλικία των πέντε χρόνων, ή ότι λίγα μίλια μακρύτερα υπάρχει απερίγραπτη φτώχεια, κτηνώδης καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σχεδόν καμιά ελπίδα για το μέλλον...» Αδιαφορούν πλήρως να θέσουν το δυσφημιστικό για τους ίδιους ζήτημα τού πώς μπορούν να αλλάξουν αυτές οι συνθήκες. Είναι εντελώς ανίκανοι να αναρωτηθούν «από κοινού με τον Κέϋνς, για το πόσο ακόμη πρέπει να συνεχίσουμε να “αναγάγουμε μερικές από τις απεχθέστερες ανθρώπινες ιδιότητες στην θέση των ανώτερων αρετών”, αναγορεύοντας “την φιλαργυρία, την τοκογλυφία και την προνοητικότητα ... [σε] ... θεούς μας”, και υποκρινόμενοι πως “ό,τι είναι δίκαιο είναι σάπιο και ό,τι είναι σάπιο είναι δίκαιο, διότι το σάπιο είναι χρήσιμο, ενώ το δίκαιο δεν είναι”». Οι νέοι μανδαρίνοι ίσως είναι –και σίγουρα είναι– συνειδητοί δημιουργοί θεσμών κοινωνικοποίησης που εγγυώνται έναν αξιόπιστο, ομοιόμορφο και ομοιογενή πληθυσμό υπηκόων. Η ανθρώπινη φύση, δηλαδή «ο εθνικός χαρακτήρας» που κατασκευάζεται, είναι παραστατικός των τελικών προϊόντων αυτών των διαδικασιών κοινωνικοποίησης.

Στις ΗΠΑ, οι άνθρωποι προτιμούν την ιδιοτέλεια, την προσωπική υπερβολή και την εξασθενημένη ηθική συνείδηση. Στην Σοβιετική Ένωση, ένας παρόμοια διαστρεβλωμένος ηθικός ξεπεσμός, μέσα στα πλαίσια μιας παραπλανητικής ιδεολογίας περί κοινού καλού, καθώς και η υποτακτικότητα απέναντι στο κράτος και την κομματική ελίτ, χαρακτηρίζουν τα τελικά προϊόντα της κρατικομανδαρίνικης κοινωνικοποίησης.

Καθώς οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης καθίστανται στον μέγιστο βαθμό υπηρέτες του κράτους, της ελίτ και των μανδαρίνων, τα σχολεία, τα ΜΜΕ και η οικογένεια, θα παράγουν άτομα με ανύπαρκτο ηθικό αισθητήριο που «ζουν στην ανωνυμία του τρίτου προσώπου, μπορούν άνετα να πατήσουν ένα κουμπί για να πέσουν βόμβες ναπάλμ πάνω σ’ ένα χωριό, μετά μασουλούν ζαχαρωτά... και δεν αισθάνονται καμιά ενοχή».30 Η ανθρώπινη φύση που θέλουν οι κρατικοί μανδαρίνοι, αρνείται στα άτομα την πραγματικότητα ότι είναι δρώντα πρόσωπα τα οποία, αν και δεν είναι αλάθητα, είναι, ωστόσο, υπεύθυνες προσωπικότητες. Το κράτος και οι διανοούμενοι θα πρέπει να είναι οι αποδέκτες της μεταβίβασης των ευθυνών. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι πολλοί θα ταυτίζονται με το κράτος και θα αισθάνονται δυνατοί μέσω της άσκησης της εξουσίας του. «Η ύπαρξη γίνεται γι’ αυτούς αδιανόητη χωρίς το κράτος να αναλαμβάνει τις ευθύνες, να καθοδηγεί και να προστατεύει. ... Το κράτος δεν μας προστατεύει από τίποτε άλλο εκτός από την υπευθυνότητα...». Το κράτος, σύμφωνα με τον Σράϊμερ, είναι ένα ανθρώπινο δημιούργημα που διέπεται από αρχές αποφασισμένες:

«1) να διατηρούν διά της βίας άδικες μορφές ιδιοκτησίας, που οδηγούν στην φτώχεια και στα κακά που αυτή προκαλεί (σωματικά, πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά), στην παθολογική πλεονεξία, τον φόβο και την εμπορευματοποίηση όλων των αξιών· 2) να γεννούν ενοχή, απογοήτευση, σύγχυση, άγχος και εχθρότητα, μέσω πληθώρας αυθαίρετων νόμων και διατάξεων· 3) να συμβάλλουν στην ενστάλαξη μιας ψευδούς αντίληψης των αξιών, δίδοντας έμφαση σε άσχετα ή βλαβερά “ηθικά καθήκοντα”, όπως η υπακοή στις απαιτήσεις της πολιτικής, θρησκευτικής ή όποιας άλλης εξουσίας, όσο ανούσιες ή ανήθικες κι αν είναι οι απαιτήσεις αυτές· 4) να προσφέρουν ένα αποθαρρυντικό παράδειγμα απερίγραπτης βαρβαρότητας και αδιαφορίας απέναντι στον πόνο, μέσω της στρατιωτικής του δράσης, της οικονομικής του πολιτικής και της αντιμετώπισης αυτών που δεν συμμορφώνονται· και 5) να υπονομεύουν την κοινότητα και την προσωπική ευθύνη, καθιερώνοντας τον έλεγχό του σε όλους τους τομείς της ζωής».

Σ’ αυτά τα πλαίσια, η αναζήτηση των μανδαρίνων στις κρατικές δεξαμενές σκέψης, δεν αποσκοπεί στην εξεύρεση της αλήθειας ή της δικαιοσύνης, αλλά των καλύτερων επιχειρησιακών εναλλακτικών λύσεων, των αποτελεσματικότερων εναλλακτικών δημόσιων πολιτικών, για την εξασφάλιση της διεύθυνσης των πολλών και της θωράκισης απέναντι σε εξεγέρσεις. «Το κράτος αποτελεί την πλέον κατάφωρη άρνηση, την πλέον κυνική και ολοκληρωτική άρνηση της ανθρωπιάς.» Καθώς δημιουργεί σε μερικούς την ψευδαίσθηση της προστασίας, επιδιώκει να καταστρέψει, να υποδουλώσει ή να διευθύνει άλλους, εμποδίζοντας την επικράτηση της αδελφοσύνης μεταξύ όλων των ανθρώπων. Τόσο το διοικητικό όσο και το κράτος-πρόνοιας των μανδαρίνων, παρέχουν ασφάλεια και «προστασία» έναντι άλλων κρατιστών, με τίμημα την υποδούλωση. Οι υπόδουλοι ιδρυματοποιούνται στα πλαίσια ελεγχόμενων μορφών διαβίωσης, που επιβεβαιώνουν την εξάρτηση και παροτρύνουν για ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους μανδαρίνους.

Ο Κροπότκιν έγραφε: «Σήμερα το κράτος έχει πετύχει να παρεμβαίνει σε κάθε πλευρά της ζωής μας. Από την κούνια μέχρι τον τάφο, μάς στραγγαλίζει με το αγκάλιασμά του ... μάς καταδιώκει σε κάθε μας βήμα, είναι παντού, μάς εξαπατά, μάς έχει στο χέρι, μάς ταλαιπωρεί... Ρυθμίζει κάθε μας δραστηριότητα. Συσσωρεύει βουνά από νόμους και διατάξεις μέσα στα οποία χάνεται ακόμη και ο πιο δαιμόνιος δικηγόρος. Καθημερινά φτιάχνει νέα γρανάζια για να επιδιορθώσει όπως-όπως το σπασμένο παλιό ρολόι, ενώ καταλήγει να κατασκευάσει μια μηχανή τόσο περίπλοκη, τόσο κακής ποιότητας, τόσο παρεμποδιστική, ώστε αγανακτούν ακόμη κι εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με την λειτουργία της.

Δημιουργεί έναν στρατό από υπαλλήλους, από αραχνιασμένες υπάρξεις που γνωρίζουν το σύμπαν μόνο μέσα από τα βρόμικα παράθυρα των γραφείων τους ή τα δυσνόητα, παράλογα, δυσανάγνωστα, πολυκαιρισμένα έγγραφά τους, μια κακόβουλη κλίκα που δεν έχει παρά μόνο μια θρησκεία, το δολάριο, μια μόνο έγνοια, να γαντζωθεί από όποιο κόμμα της εγγυηθεί τα μέγιστα πολιτικά αξιώματα έναντι της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας...» Στα πλαίσια του καθεστώτος των νέων μανδαρίνων, η δικαιοσύνη μετατρέπεται σε γενικευμένη μεταχείριση, η ισότητα σε ομοιομορφία. Οι μανδαρίνοι διαστρέφουν την επαγγελματική τους «ικανότητα» να διευθύνουν ανθρώπους και κοινωνίες, μετατρέποντάς την σε μια δικαιολόγηση αυτού που κάνουν. Οι μανδαρίνοι, ενδιαφερόμενοι περισσότερο για την «πρόοδο», τον «πειραματισμό» και την γνώση, μειώνουν την σημασία της ζωής ή της μοίρας κάθε ξεχωριστού ατόμου, κάθε ιδιαίτερης πολιτιστικής ή εθνικής παράδοσης. Αυτοί που διευθύνουν την ζωή των πολλών διοικητικά ή επιστημονικά, είναι τώρα υπηρέτες της κυρίαρχης ελίτ εξ αιτίας της ίδιας ακριβώς της φύσης της εργασίας τους, αν δεν είναι στην πραγματικότητα η ίδια η ελίτ.

ΟΙ ΜΑΝΔΑΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Μια αντίφαση του κρατικοκαπιταλιστικού καθεστώτος ή εκείνου της κομματικής δικτατορίας, είναι το γεγονός ότι ένα σύστημα που βιάζει τις ανθρώπινες ευαισθησίες, γεννά αντίσταση ανάμεσα στους διευθυνόμενους. Στο παρελθόν, όταν εκδηλωνόταν αντίσταση, η ελίτ παρέτασσε για τους σκοπούς της τους εκάστοτε μανδαρίνους της διανόησης. Ο ρόλος τους ήταν να συμβάλλουν στην δημιουργία νέας διευθυντικής τεχνολογίας, νέου μηχανισμού και πολιτικής, νέων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Στις ΗΠΑ, κατά την διάρκεια της μετεπαναστατικής περιόδου, η επιδεινούμενη οικονομική κρίση της Συνομοσπονδίας, η έλλειψη χρήματος και η ιδέα της ελίτ ότι και οι 13 ξεχωριστές κυρίαρχες Πολιτείες που συγκρούονταν μεταξύ τους, μπορούσαν να οδηγηθούν στην κατάρρευση, οδήγησαν στην γέννηση της Εταιρείας της Φιλαδέλφειας για την Ανακούφιση της Δυστυχίας στις Δημόσιες Φυλακές. Αυτή η ελιτίστικη ομάδα πίεσης, καλύπτοντας την πολιτική της με τον μανδύα της κοινωνικής μεταρρύθμισης και του ανθρωπισμού, δημιούργησε τον μηχανισμό που χρειαζόταν το συγκεντρωτικό κράτος. Αυτό το νέο οργανωτικό σχήμα θα εξασφάλιζε καλύτερα μια αποτελεσματική πολιτική, μια πολιτική που θα προωθούσε και θα διασφάλιζε το επικερδές εμπόριο και τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα θα έλεγχε και θα έκρυβε από την κοινή θέα τούς οφειλέτες, τους διαφωνούντες με το νέο κράτος, και την άνιση κατανομή της ιδιοκτησίας.

Κατά την διάρκεια της εποχής των Προοδευτικών, η ελίτ των εταιρειών μπόρεσε και πάλι να καταστήσει τους διανοούμενους και τους μεταρρυθμιστές όργανα των στόχων της, και να συσπειρώσει μια πρωτοπορία για την δημιουργία μιας «καλής» κοινότητας. Οι στόχοι ήταν η σταθεροποίηση, ο εξορθολογισμός, η διευρυμένη πολιτική οικονομία και η θωράκιση απέναντι στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τις απειλητικές εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας. Την ίδια εποχή επίσης, η Εθνική Πολιτική Ομοσπονδία προώθησε κάποιες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την κοινωνική πρόνοια, ενώ, η ενσωμάτωση της εργατικής «ηγεσίας» (Γκόμπερς), έθεσε την εργασία υπό τον ζυγό της. Κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Εθνική Πολιτική Ομοσπονδία χρηματοδότησε το Συμβούλιο Πολεμικών Βιομηχανιών. Η Ομοσπονδία και η συνακόλουθη κυβερνητική πολιτική προώθησαν και ρύθμισαν την οικονομική δραστηριότητα, αναγνώρισαν τον συντηρητικό και εξουσιαστικό συνδικαλισμό (ως αντάλλαγμα της υποστήριξής του προς τον πόλεμο), και κατέστειλαν τις σοσιαλιστικές και μαχητικές εργατικές λαϊκές οργανώσεις. (Τότε ακριβώς, έγιναν οι επιδρομές εναντίον των αντιεξουσιαστών διαφωνούντων και η απέλασή τους. Ωστόσο, η εστίαση σ’ αυτές τις λεγόμενες «επιδρομές Πάλμερ», μάλλον απομονώνει ένα γεγονός, παρά αναλύει τις ιστορικές εξελίξεις. Οι επιδρομές Πάλμερ (1919-20) δεν αποτελούσαν εκτροπή, ούτε μεμονωμένο γεγονός. Ήταν μέρος της διαρκούς διαδικασίας ξενοφοβίας και αντιριζοσπαστισμού στην αμερικάνικη κοινωνία. Ο αμερικανισμός ή τοπικισμός της πολεμικής περιόδου (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), οι ταυτόχρονες αλλαγές στην Ρωσία (1917-18), το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την εσωτερική ασφάλεια (Τζ. Έντγκαρ Χούβερ), καθώς και η προστασία της πολιτικής οικονομίας, όλα αυτά επιτάχυναν αυτές τις διαδικασίες, προσδίδοντας νομιμότητα στις επιδρομές, στα μέτρα απέλασης, στις φυλακίσεις των Γουόμπλυς (μέλη των IWW) και στους νόμους περί μετανάστευσης.

Αυτές οι διαδικασίες, βέβαια, συνεχίζονται, και υποθέτουμε ότι έγιναν πιό ορατές με την πολιτική του αποκλεισμού (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) και, πιο πρόσφατα, με τα μέτρα που λήφθηκαν κατά του Κινήματος Ενάντια στον Πόλεμο του Βιετνάμ.) Ο Βάϊνσταϊν συμπεραίνει ότι η επιτυχία της Εθνικής Πολιτικής Ομοσπονδίας εδραίωσε ακλόνητα το πολιτικό και οικονομικό στρατήγημα για την διευθέτηση των κρίσεων του κράτους και της οικονομίας. Το Νιού Ντηλ, το Φέαρ Ντηλ, τα Νέα Σύνορα, η Μεγάλη Κοινωνία, η Ενεργειακή/Πληθωριστική Κρίση και η Κρίση λόγω του Κινήματος Ενάντια στον Πόλεμο του Βιετνάμ, διευθετήθηκαν με παρόμοια στρατηγήματα.

Η έρευνα του Ντόμχωφ για την εποχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποστηρίζει και επαληθεύει το στρατήγημα της ζεύξης διανοουμένων και μεταρρυθμιστών στους σκοπούς της ελίτ στα πλαίσια της εσωτερικής και της διεθνούς πολιτικής. Η Εθνική Ένωση Σχεδιασμού, η Επιτροπή Οικονομικής Ανάπτυξης, το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η Ένωση Εξωτερικής Πολιτικής και το Ίδρυμα Μπρούκινγκς χρηματοδοτήθηκαν όλα από την ελίτ. Αυτοί οι όμιλοι εκπαίδευσαν κυβερνητικούς ηγέτες, διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ της ελίτ των εταιρειών και των ακαδημαϊκών ειδικών, προωθώντας πολιτικές και στρατηγήματα ευεργετικά για τα συμφέροντα της. Οι οικονομικές ελίτ, καθώς και εκείνες που εκπαιδεύονται και κοινωνικοποιούνται από ιδρύματα όπως το Ίδρυμα Ροκφέλερ, προορίζονται να θητεύσουν σε προεδρικές επιτροπές, σε ειδικές δυνάμεις και σε ειδικές επιτροπές της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους. Ελέγχουν το ιδεολογικό φάσμα αυτών των επιτροπών, αναζητούν μόνο ορισμένα είδη πληροφόρησης και, γενικά, προσχεδιάζουν τις πολιτικές εισηγήσεις τέτοιων ειδικών δυνάμεων. Οι υπουργικές και οι αποφασιστικής σημασίας θέσεις συμβούλων της εκτελεστικής εξουσίας, ανήκουν τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, στην ελίτ. Οι νέοι, ειδικά εκπαιδευμένοι μανδαρίνοι τοποθετούνται επίσημα ή ανεπίσημα στις θέσεις-κλειδιά των εσωτερικών υποθέσεων (Μόϋνιχαν) και των εξωτερικών σχέσεων (Κίσινγκερ). Ο φιλελευθερισμός είναι εξαιρετικά αναγκαίος στον μονοπωλιακό καπιταλισμό και στο κράτος-πρόνοιας. Τα λεγόμενα φιλελεύθερα, προοδευτικά, ανθρωπιστικά ιδρύματα (π.χ. Φορντ, Ροκφέλερ, Κάρνεγκυ) ιδρύθηκαν, ελέγχονται και χρηματοδοτούνται από τις ομάδες συμφερόντων των μεγαλύτερων εταιρειών. Σε μια εποχή μεγάλου κοινωνικού αναβρασμού, η κυρίαρχη τάξη χρειάζεται ένα φιλελεύθερο κίνημα το οποίο να μπορεί να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα στην μαζική δυσαρέσκεια και, μ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτρέπει τους ανθρώπους να στραφούν προς μια αποτελεσματική κοινωνική επανάσταση. Όσο περισσότερο εδραιώνονται τα μονοπώλια, τόσο περισσότερη φιλελεύθερη-μεταρρυθμιστική ρητορική υιοθετούν τα πολιτικά κόμματα (Δημοκρατικό Κόμμα). Έτσι, το σύγχρονο κράτος διατηρεί υπό τον έλεγχό του την εσωτερική αμφισβήτηση, αναπτύσσοντας και θεσμοποιώντας το εμπόρευμα των μανδαρίνων, τον νέο αυταρχισμό. Το πιο πρόσφατο συντηρητικό τού πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος της κυρίαρχης ελίτ είναι μια κοινωνία που διευθύνεται και κυβερνιέται «από ένα απρόσωπο και ευρέως εξαπλωμένο σύμπλεγμα από πολεμικο-κοινωνικο-βιομηχανικο-επικοινωνιακο-αστυνομικές γραφειοκρατίες, απασχολημένες με την οικοδόμηση μιας νέου τύπου αυτοκρατορίας, βασισμένης στην τεχνοκρατική ιδεολογία, την κουλτούρα της αλλοτρίωσης, σε πολλαπλούς αποδιοπομπαίους τράγους και σε ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους δίκτυα ελέγχου».

Ο Γκρος υποστηρίζει ότι οι μανδαρίνοι του μέλλοντος πιθανότατα θα παράγουν«1) με αυξανόμενους ρυθμούς διαφοροποιημένους εξοπλισμούς (που θα περιλαμβάνουν περισσότερα διαστημικά και υποβρύχια μέσα καταστροφής), οι οποίοι εν ονόματι της άμυνας και της ασφάλειας θα συμβάλλουν στην παγκόσμια ανασφάλεια· 2) όλο και πιο εξειδικευμένα ιατρικά, εκπαιδευτικά, οικιστικά και κοινωνικά προγράμματα, που θα έχουν όλο και λιγότερη σχέση με την υγεία, την μάθηση, την κοινότητα ή την κοινωνική δικαιοσύνη· 3) βιομηχανικά προϊόντα που θα εξυπηρετούν πολεμικούς και κοινωνικούς σκοπούς, παρέχοντας στον καταναλωτή κίνητρα για να αποδεχθεί το σύστημα· 4) υπηρεσίες επικοινωνιών που θα λειτουργούν ως μέσα χειραγώγησης, παρακολούθησης και απόκρυψης –ή εξωραϊσμού– πληροφοριών για την τρομοκρατία στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό· και 5) αστυνομικές δραστηριότητες, προορισμένες να αντιμετωπίσουν το νέο «έγκλημα» της αντίθεσης στο σύστημα, επιστρατεύοντας πιθανότατα και το οργανωμένο έγκλημα σ’ αυτήν την προσπάθεια».

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΕΙΝΑ

Δεν γνωρίζουν οι πάντες ότι οι διοικητικές υπηρεσίες που υποτίθεται πως δημιουργήθηκαν για να επιβλέπουν τους εκπροσώπους των μονοπωλίων, στην πραγματικότητα λειτουργούν προς το συμφέρον των εκπροσώπων των μονοπωλίων; Τα προγράμματα επιδότησης των αγροτών ωφελούν την αγροτική βιομηχανία, ενώ οδηγούν σε χρεωκοπία τις οικογενειακές γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Η ανανέωση των πόλεων είτε μειώνει τις στεγαστικές δυνατότητες των οικονομικά ασθενέστερων, είτε/και απομονώνει τις χαμηλού εισοδήματος ομάδες του πληθυσμού, συνωθώντας τες σε άλλους περιχαρακωμένους χώρους (φυλακές).

Τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης κατευθύνουν την πιθανή αμφισβήτηση προς παθητικές, ατομικές, μη συλλογικές μορφές. Η επιτροπή που δημιουργήθηκε πρόσφατα για να επιβλέπει τις δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, συγκροτήθηκε για να αποκρύπτει τέτοιου είδους δραστηριότητες. Δεν είναι άραγε αρκετά σαφές ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις εξυπηρετούν την ενδυνάμωση και την συγκεντρωποίηση της εξουσίας και του ελέγχου, την δημιουργία δηλαδή μιας βιομηχανίας για την ενίσχυση της εξουσίας; Δεν έχει γίνει αρκετά αντιληπτό ότι είναι παράλογο οι νέοι μανδαρίνοι να μας διαβεβαιώνουν με σοβαροφάνεια ότι κυρίαρχη οικονομική πρακτική δεν είναι ό,τι φαίνεται, αλλά ότι, μακροπρόθεσμα, είναι άκρως ανθρωπιστική, σχεδιασμένη για να μειώσει το μέγεθος των ανθρώπινων δεινών;

Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΙΝΩΝ

Βεβαίως, τα ανθρώπινα δεινά δεν είναι μόνο εξωγενή όσον αφορά την ανθρωπότητα, τον χαρακτήρα και τις ιδέες μας, ούτε αποκλειστικά εγγενή στον κοινωνικό και πολιτιστικό εξωτερικό έλεγχο. Η ανθρώπινη κατάσταση, τα δεινά, έτσι προσδιορισμένα, υπάρχουν μόνο μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου ηθικού σύμπαντος. Χαρακτηρίζουμε την φτώχεια πρόβλημα, δυστυχία, όταν επηρεάζει την επιβίωσή μας, όταν υπάρχει εν μέσω αφθονίας ή σ’ έναν κόσμο στον οποίο η γενική αφθονία αποτελεί τεχνολογική δυνατότητα (μετά την σπάνη).

Καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής που θεωρούμε ανθρώπινα δεινά, προκύπτουν από τις πεποιθήσεις, τις ιδέες και τα ήθη μας. Οι ιδέες μας προκαλούν και καθορίζουν την ανθρώπινη δυστυχία. Στις ΗΠΑ, αυτές οι ιδέες είναι η ατομική ιδιοκτησία, ο ατομικισμός και, σε έναν αυξανόμενο βαθμό, ο εθνικισμός και η εξωτερική ιεραρχική εξουσία. Τα ήθη αυτά συνοδεύονται και από κάποια ανθρωπιστικά ήθη, εκείνα δηλαδή που μας προτρέπουν να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, να καταπολεμάμε τα δεινά. Ό,τι χαρακτηρίζεται ως ανθρώπινη δυστυχία, προέρχεται και σημαδεύεται από την ηθική σύγκρουση μέσα στο άτομο και από τις κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στις ομάδες. Όταν κάποιος χαρακτηρίζει την φτώχεια ως δυστυχία, αναγνωρίζει ότι τα ίδια ήθη (ατομική ιδιοκτησία, ατομικό συμφέρον) από τα οποία προέρχονται τα δεινά, στην πραγματικότητα εξακολουθούν να ισχύουν, περιορίζοντας κάθε δράση που θα μπορούσε να αναλάβει κάποιος με σκοπό να την καταπολεμήσει. Η καταπολέμηση της φτώχειας εν μέσω αφθονίας είναι η αναδιανομή του εισοδήματος. Στις ΗΠΑ όμως, αυτή η λύση απορρίπτεται αμέσως διότι έρχεται σε σύγκρουση με τον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας και θα μπορούσε να γκρεμίσει εκ θεμελίων το οικονομικό καθεστώς.

Όμως οι ανθρωπιστικές ιδέες και τα ανθρωπιστικά αισθήματα απαιτούν κάποια απάντηση στο ζήτημα της δυστυχίας/φτώχειας. Για να παραφράσουμε τον Γουώλερ, αν οι φτωχοί είναι πρόθυμοι να εργασθούν, αν οι ηλικιωμένοι ζουν σε αυστηρή μονογαμία και οι νέοι δεν παντρεύονται αν προηγουμένως δεν έχουν εξασφαλισθεί οικονομικά, αν υπακούουν στους νόμους, αν δεν αποκρύπτουν περιουσιακά στοιχεία, αν δεν ξοδεύουν απολύτως τίποτε για είδη πολυτελείας (αν δεν εξαπατούν την κοινωνική πρόνοια), αν είναι ευγνώμονες και όχι απαιτητικοί, και αν το ποσό της κοινωνικής πρόνοιας δεν προσεγγίζει το ύψος του εισοδήματος των εργαζομένων, ελάχιστοι θα ήταν αντίθετοι στο να παρέχεται στο σύνολο ανθρωπιστική βοήθεια, κοινωνική αρωγή, ακόμη και κοινωνικά επιδόματα σε μόνιμη βάση. Το πρόβλημα της ανθρώπινης δυστυχίας περιορίζεται έτσι στα όρια που θέτουν τα οργανωτικά ήθη.

Η ανθρώπινη δυστυχία δεν μεταβάλλεται σημαντικά, αλλά μάλλον περιχαρακώνεται ακόμη περισσότερο. Ο ανθρωπιστής θέλει να βελτιώσει την κατάσταση των φτωχών, όχι όμως και να θίξει την ατομική ιδιοκτησία. Η ανθρώπινη δυστυχία που αποδοκιμάζει, αποτελεί αναγκαία πλευρά του κοινωνικού καθεστώτος το οποίο θεωρεί καλό. Τα ανθρώπινα δεινά δεν διορθώνονται διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να τα διορθώσουν. Ο Γουώλερ γράφει:

«Από χίλιες-δυό διάσπαρτες πηγές, όλα τα στοιχεία συγκλίνουν σ’ αυτό το φαινομενικά αναπόφευκτο συμπέρασμα, από την ιστορία των μεταρρυθμιστικών κινημάτων, από τις βιογραφίες και τις αυτοβιογραφίες των μεταρρυθμιστών, από την πολιτική, από τα πρακτικά των ειρηνευτικών συνεδρίων, από τον τομέα της κοινωνικής εργασίας, από ιδιωτικές συζητήσεις, ακόμη και από τις δημόσιες συζητήσεις των λεγόμενων ριζοσπαστικών ομάδων. Ακόμη κι εκείνοι που δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά προβλήματα, δεν ομοφωνούν όσον αφορά την επιθυμία τους να τα λύσουν. Η λύση των κοινωνικών προβλημάτων απαιτεί μια αλλαγή στα οργανωτικά ήθη από τα οποία προκύπτουν τα πρώτα. Παρά την αφοσίωσή του στα ανθρωπιστικά ήθη, ο ανθρωπιστής παραμένει μέλος της κοινωνίας μας και, ως τέτοιος, υπόκειται στην επιρροή των οργανωτικών της ηθών. Επιθυμεί να βελτιώσει την κατάσταση των φτωχών, όχι όμως και να θίξει την ατομική ιδιοκτησία. Μέχρις ότου ο ανθρωπιστής να είναι πρόθυμος να εγκαταλείψει τα οργανωτικά ήθη και, σε μερικές περιπτώσεις, να συγκρουστεί άμεσα με αυτά, θα συνεχίσει να θεραπεύει τα συμπτώματα χωρίς να εξαλείφει τις αιτίες τους».

Δεν είναι μόνο η ελίτ που έχει συμφέρον από την διαιώνιση των οργανωτικών ηθών από τα οποία ωφελείται περισσότερο, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, και πολλοί άλλοι μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό καθεστώς. Οι νέες μέθοδοι που αναπτύχθηκαν για την αντιμετώπιση της φτώχειας, δεν αποτελούν αλλαγή αποφασιστικής σημασίας, και σπανίως προτείνονται συνειδητά ως αντίθετες προς τα οργανωτικά ήθη. Η πραγματική καταπολέμηση μιας θεωρούμενης δυστυχίας, είναι πιθανό να συνεπάγεται βαθιές αλλαγές στην κοινωνία, τις ιδέες και την ηθική μας. Μια τέτοια αλλαγή είναι, επίσης, πιθανόν να γεννά νέα ανθρώπινα δεινά, νέα επιθυμία βελτίωσης της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, στα πλαίσια του υπάρχοντος καθεστώτος, «κανείς δεν χάνει φλυαρώντας περί ανθρωπισμού ... πολλοί όμως θα έχαναν εφαρμόζοντάς τον, και σίγουρα κάποιος θα έχανε από την όποια μεταρρύθμιση. Από τον πανίσχυρο κάποιο, που σίγουρα θα χάσει, προέρχεται η αντίθεση στην [πραγματική] μεταρρύθμιση». (Λέγοντας μεταρρύθμιση, εννοούμε μια αλλαγή στα συστήματα θεμελιωδών πεποιθήσεων και ηθών –π.χ. της ατομικής ιδιοκτησίας, του ατομικισμού, της μονογαμίας, του χριστιανισμού και του εθνικισμού– τα οποία και τα δύο είναι μορφές εξωτερικής εξουσίας.)

Η ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΕΙΝΩΝ

Αν και τα ανθρώπινα δεινά χαρακτηρίζονται κοινωνικές, ιστορικές και πολιτιστικές παρεκκλίσεις, υπάρχουν κάποια συνηθισμένα δεινά που ελάχιστα καθεστώτα έχουν εκτιμήσει. «Αν οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν ως προς το νόημα και τις αιτίες της ευτυχίας ... είναι πολύ ευκολότερο γι’ αυτούς να ξέρουν πότε είναι δυστυχισμένοι». Αυτά τα δεινά, που ενεργοποιούνται και απορρέουν από τις ιδέες, τις πεποιθήσεις και τον τρόπο οργάνωσης του κοινωνικού καθεστώτος, είναι ο πόλεμος, η σκληρότητα, η φτώχεια, η πείνα, η αρρώστια, η αδικία, η καταπίεση και η δίωξη λόγω διαφορετικών πεποιθήσεων. Η πραγματικότητα του 20ού αιώνα και μια δεύτερη ανάγνωση της Ιστορίας, υποχρεώνουν κάποιον να αναρωτηθεί για την ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί δυστυχία και την ανικανότητά μας να την απαλύνουμε. Από τις προσπάθειες για την διατήρηση ή την καταπολέμηση της υφιστάμενης δυστυχίας ενός ανθρώπου (κατάσταση), απορρέουν κοινωνικά κακά (σκληρότητα και πόλεμος). Η εκτίμηση του Μουρ ότι η επαναστατικότητα συνήθως δεν γεννά παρά μεγαλύτερη δυστυχία και ότι μια «επιτυχημένη επανάσταση» δημιουργεί συνήθως περισσότερα δεινά, που προκαλούνται από την καταπίεση του ολοκληρωτισμού, αντισταθμίζεται από την συνειδητοποίηση ότι το να αποφύγουμε την επαναστατικότητα ισοδυναμεί με το να καταδικάζουμε τον εαυτό μας να υφίσταται τα ίδια δεινά που υφίσταται και τώρα –αυτά που στηρίζουν το υφιστάμενο καθεστώς, τα δεινά (κοινωνικά κακά-επιθετικότητα) που προκαλεί η σημερινή ελίτ. Εν τούτοις, μια τέτοια εκτίμηση και απόδοση του νοήματος της «επανάστασης» είναι ελλιπής, διότι δεν τονίζει το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει μεγάλης κλίμακας επαναστάσεις ενάντια στην εξουσία-ιεραρχία, ενάντια στο κράτος. Επαναστάσεις οι οποίες απλώς και μόνο αλλάζουν την πολιτική μορφή του ελέγχου, της διεύθυνσης και της ιεραρχικής εξουσίας, δεν είναι κοινωνικές επαναστάσεις. Είναι πολιτικές επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις.

Είναι απολύτως ξεκάθαρο από τον απολογισμό των κοινωνικών επαναστάσεων στην Ρωσία και την Ισπανία, ότι τα δεινά της αδικίας, της καταπίεσης, της σκληρότητας και της επιθετικότητας, μπορούν να μειωθούν σε μεγάλο βαθμό. Μόνο στην κοινωνική επανάσταση γίνονται πραγματικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή ριζικές αλλαγές των οργανωτικών ηθών. Η κοινωνική επανάσταση αποτελεί απειλή για όλες τις πολιτικές εξουσίες, για όλες τις ελίτ, οι οποίες αντέδρασαν ομοιόμορφα και αποδείχτηκαν κοινωνικοί αντεπαναστάτες, οποτεδήποτε και οπουδήποτε συνέβη αυτή. Το να αντιμετωπίσει κανείς τα αδιαχώριστα προβλήματα της φτώχειας, της πείνας και της αρρώστιας, απαιτεί να συγκρουστεί ταυτόχρονα με την στέρηση και την αδικία. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ένα ανθρώπινο κοινωνικό καθεστώς που ενδιαφέρεται να εξαλείψει την στέρηση, θα χρειαζόταν να περιορίσει δραστικά τον καταναλωτισμό και να ασχοληθεί πολύ περισσότερο με τις ελλείψεις του φυσικού περιβάλλοντος (οξυγόνο, νερό, καθαρή θάλασσα και γη). Αυτό ασφαλώς δεν απαιτεί την κατάπνιξη ή την επιβράδυνση της γνώσης ή της τεχνολογίας. Επιχειρηματολογώντας όπως κάνουν οι σοσιαλιστές εδώ και πολλά χρόνια, ο Μπούκτσιν προσφέρει μια περιεκτική τεκμηρίωση του γεγονότος ότι σήμερα, από τεχνολογική άποψη, ζούμε στην μετά την σπάνη εποχή. Όμως οι δυνατότητες της εποχής μετά την σπάνη, ούτε από την κοινωνία αναγνωρίζονται, ούτε πολιτικά επιτρέπονται. Αυτό που τρέφει το φάντασμα του μαζικού συγκεντρωτικού ελέγχου, δεν είναι η ανακούφιση της στέρησης και της αδικίας, αλλά μάλλον η ιδεολογία και τα συμφέροντα της ελίτ, πολιτικής και οικονομικής. Η ιδιωτικοποίηση της τεχνολογίας, των φυσικών πόρων, του ανθρώπινου δυναμικού και των αποθεμάτων τροφίμων, καθώς και ο πολιτικός τους έλεγχος, απαιτούν και τα δύο συγκεντρωτικό συντονισμό και έλεγχο. Η εξάλειψη της στέρησης καθ’ εαυτής, δεν απαιτεί έναν τέτοιο συντονισμό και έλεγχο.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η οικονομική αλλά και η πολιτική ελίτ εργάζονται από κοινού για την διαιώνιση της κυρίαρχης κατανομής ανισοτήτων και δεινών. Από κοινού χαράζουν πολιτικές που αποσκοπούν συνειδητά στην λιμοκτονία ολόκληρων πληθυσμών του κόσμου. Η παράταση της επιβίωσης αυτών των ατόμων, ή μάλλον η προστασία της επιβίωσής τους, είναι πολύ αντιοικονομική για τις ελίτ του πολυεθνικού εταιρειακού κεφαλαίου. Το κράτος της κομματικής δικτατορίας, επίσης, αποδεικνύεται απαράδεκτο για την εξάλειψη της αθλιότητας, όχι επειδή είναι ανίκανο να μειώσει σε εθνικό επίπεδο την στέρηση, αλλά επειδή για να το κάνει, χρειάζεται έναν καταπιεστικό μηχανισμό. Έτσι, αυτό το κράτος μειώνει την στέρηση, αλλά αυξάνει την αδικία και την καταπίεση μέσω του μηχανισμού του που διευθύνει, κοινωνικοποιεί και μονοπωλεί τον καταναγκασμό.

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΟΡΓΑΝΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε άλλες μορφές οργάνωσης της ζωής, στα πλαίσια των οποίων να μπορεί να μειωθεί η στέρηση χωρίς στην πορεία να αυξηθούν τα άλλα δεινά. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η ατομική ιδιοκτησία και το κράτος είναι ιδέες που πρέπει να απορριφθούν και να αντικατασταθούν, έτσι ώστε η κοινωνική ζωή να μεταμορφωθεί ριζικά. Δεν μπορούμε, φυσικά, να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας ή τις εμπειρίες μας. Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι η ζωή μας πρέπει, με επώδυνο ίσως τρόπο, να υποστεί μια ριζική αλλαγή, ενσωματωμένη σε πράξεις και νέες μορφές συλλογικότητας. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα «μέσα και οι σκοποί» της επανάστασής μας πρέπει να είναι κοινωνικά, ότι η αλλαγή πρέπει να έρθει πρώτα εκ των έσω. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι πολλοί από αυτούς που φωνάζουν με όλη τους την δύναμη ότι πρέπει να γκρεμίσουμε και να καταστρέψουμε, προκαλούν κοινωνικά κακά με την πρόθεση (αν δεν βλάπτονται οι ίδιοι) να γίνουν οι νέοι μανδαρίνοι της διοίκησης και της καταστολής.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, όπως ο Λαντάουερ, ότι πρέπει να οργανωθούμε όχι στα πλαίσια του κράτους αλλά έξω απ’ αυτό, χωρίς κράτος –παράλληλα προς το κράτος. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η πραγμάτωση των ιδεών, της οργάνωσης και του πάθους του αναρχισμού, είναι, και ανέκαθεν υπήρξε, επίκαιρη, υπάρχοντας παράλληλα προς το κράτος. Πρέπει να γίνει συνείδηση στον καθένα ότι εμείς είμαστε το κράτος και θα συνεχίσουμε να είμαστε μέχρι να δημιουργήσουμε τους θεσμούς και τις σχέσεις εκείνες που θα συνθέτουν μια δίκαιη κοινωνία. Ο Λαντάουερ γράφει:

«Το κράτος είναι μια κατάσταση, μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ ανθρώπων, ένας τρόπος ανθρώπινης συμπεριφοράς· το καταστρέφουμε συνάπτοντας άλλες σχέσεις, συμπεριφερόμενοι διαφορετικά. Οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον στα πλαίσια μιας «στατικής» σχέσης που καθιστά αναγκαίο το καθεστώς του κρατικού καταναγκασμού και αντιπροσωπεύεται από αυτό και μέσα σε αυτό.

Συνεπώς, το καθεστώς μπορεί να ξεπεραστεί μόνο στον βαθμό που αυτή η σχέση μεταξύ των ανθρώπων θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Αυτή η άλλη σχέση είναι οι «Άνθρωποι». Είναι ένας δεσμός μεταξύ των ανθρώπων που ήδη υπάρχει, μόνο που δεν έχει ακόμη αποκτήσει σάρκα και οστά, δεν έχει ακόμη εξελιχθεί σε ανώτερο οργανισμό. Στον βαθμό που οι άνθρωποι, βάσει της προόδου της παραγωγής και της διανομής, ανακαλύπτουν ότι πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ως άνθρωποι και αναπτύσσονται μαζί σαν ένας οργανισμός με αναρίθμητα όργανα και μέλη, ο σοσιαλισμός, που τώρα ζει μόνο στον νου και στις επιθυμίες μοναχικών, ατομικοποιημένων ανθρώπων, θα γίνει πραγματικότητα –όχι μέσα στο κράτος αλλά έξω απ’ αυτό, χωρίς το κράτος, και αυτό σημαίνει παράλληλα προς το κράτος. Το ότι «οι άνθρωποι βρίσκονται μαζί», δεν σημαίνει ότι γεννιέται κάτι καινούργιο, αλλά ότι αποκτά σάρκα και οστά και ανασυστήνεται κάτι που υπήρχε πάντα –η κοινότητα, που στην πραγματικότητα υπάρχει παράλληλα προς το κράτος, αν και θαμμένη και αφημένη στην τύχη της. Κάποια μέρα θα καταλάβουν όλοι ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι μια εντελώς καινούργια επινόηση, αλλά η ανακάλυψη ενός πράγματος που υπήρχε πάντοτε, ενός πράγματος που αναπτύχθηκε. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η υλοποίηση του σοσιαλισμού είναι πάντα εφικτή, αν την επιθυμεί ένας ικανός αριθμός ανθρώπων. Η υλοποίησή του δεν εξαρτάται από το επίπεδο της τεχνολογίας, αν και όταν ο σοσιαλισμός γίνει πράξη, θα είναι φυσικά διαφορετικός, θα ξεκινήσει και θα εξελιχθεί διαφορετικά, σύμφωνα με την ανάπτυξη της τεχνολογίας· εξαρτάται από τους ανθρώπους και την διάθεσή τους. Ο σοσιαλισμός κάθε εποχή είναι και εφικτός και ανέφικτος. Είναι εφικτός όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι άνθρωποι που να τον θέλουν και να τον πραγματοποιήσουν, και ανέφικτος όταν οι άνθρωποι είτε δεν τον θέλουν ή απλώς φαντάζονται ότι τον θέλουν, δεν είναι όμως ικανοί να τον πραγματοποιήσουν».

Η αληθινή επανάσταση είναι μια επανάσταση πνευματικής αναγέννησης, συμμετοχής σε εμπειρίες και εμπειρίας της συμμετοχής. Μόνο η αυτονομία, η εθελοντική συνεργασία και η ελευθερία, είναι αποδεκτές ανθρώπινες συνθήκες στα πλαίσια των οποίων μπορούμε να εξαλείψουμε τα δεινά και να μοιραστούμε την «ευτυχία» που μας πρέπει. Ο Μπακούνιν, γράφοντας για την Κομμούνα του Παρισιού,* αναφέρει σχετικά με τα παραπάνω τα εξής:

«Είμαι ένθερμος εραστής της ελευθερίας, διότι την θεωρώ ως την μόνη κατάσταση ελευθερίας και ευτυχίας του ανθρώπου· όχι όμως της καθαρά τυπικής ελευθερίας που παραχωρείται, μετριέται και ρυθμίζεται από το κράτος, ένα αιώνιο ψέμα που, στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παραπάνω από τα προνόμια ορισμένων που είναι θεμελιωμένα στην υποδούλωση των υπολοίπων· ούτε της ατομιστικής, εγωϊστικής, άθλιας και πλασματικής ελευθερίας, την οποία εγκωμιάζουν η σχολή του Ζαν-Ζακ Ρουσώ και οι άλλες σχολές του αστικού φιλελευθερισμού, η οποία θεωρεί ότι τα υποτιθέμενα δικαιώματα των πολλών εκπροσωπούνται από ένα κράτος που περιορίζει τα δικαιώματα του ενός –μια ιδέα που οδηγεί αναπόφευκτα στον εκμηδενισμό των δικαιωμάτων. Όχι, εγώ εννοώ εκείνη την ελευθερία που είναι άξια του ονόματός της, την ελευθερία που συνίσταται στην πλήρη ανάπτυξη όλων των υλικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα σε κάθε άτομο· την ελευθερία που δεν αναγνωρίζει άλλους περιορισμούς εκτός από εκείνους που καθορίζονται από τους νόμους της ίδιας μας της ατομικής φύσης· νόμοι που δεν μπορούν ακριβώς να θεωρηθούν περιορισμοί, εφ’ όσον δεν επιβάλλονται από κανέναν εξωτερικό νομοθέτη δίπλα ή από πάνω μας, αλλά υπάρχουν μέσα μας και είναι έμφυτοι, σχηματίζοντας την ίδια την βάση της υλικής, πνευματικής και ηθικής μας ύπαρξης –δεν μας περιορίζουν αλλά αποτελούν τις πραγματικές, άμεσες προϋποθέσεις της ελευθερίας μας».

Σύμφωνα με τον Τσόμσκι:

«Οι ιδέες αυτές πηγάζουν από τον Διαφωτισμό. Έχουν τις ρίζες τους στα έργα Πραγματεία περί Ανισότητας του Ρουσώ και Όρια της Κρατικής Δράσης του Χούμπολτ, στην επιμονή του Καντ, όταν υπεράσπιζε την Γαλλική Επανάσταση, ότι η ελευθερία αποτελεί προϋπόθεση της απόκτησης της ωριμότητας για ελευθερία, κι όχι ένα δώρο που προσφέρεται όταν μια τέτοια ωριμότητα έχει επιτευχθεί. Με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, ενός νέου και απρόβλεπτου συστήματος αδικίας, ο ελευθεριακός σοσιαλισμός ήταν αυτός που διατήρησε και διέδωσε το ριζοσπαστικό και ανθρωπιστικό μήνυμα του Διαφωτισμού και εκείνων των κλασικών φιλελεύθερων ιδεών οι οποίες διαστρεβλώθηκαν μετατρεπόμενες σε ιδεολογία, προκειμένου να στηρίξουν την αναδυόμενη νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Πράγματι, βάσει των ίδιων ακριβώς συμπερασμάτων που οδήγησαν τον κλασικό φιλελευθερισμό να απορρίψει την παρέμβαση του κράτους στην κοινωνική ζωή, οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις είναι επίσης απορριπτέες. Ο Χούμπολτ, λόγου χάριν, σε ένα έργο το οποίο προκατέλαβε και πιθανόν ενέπνευσε τον Μιλ, τάσσεται εναντίον της δράσης του κράτους, διότι το κράτος τείνει να “καταστήσει τον άνθρωπο όργανο προς εξυπηρέτηση των αυθαίρετων στόχων του, παραγνωρίζοντας τους ατομικούς του σκοπούς”. Διατείνεται πως “ό,τι δεν πηγάζει από την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου ... δεν εισχωρεί στο εσώτερο Είναι του, αλλά παραμένει ξένο προς την αληθινή του φύση, δεν το επιτελεί ουσιαστικά με την ανθρώπινη ενέργεια, αλλά απλώς και μόνο με μηχανική ακρίβεια”. Υπό συνθήκες ελευθερίας, “όλοι οι αγρότες και οι τεχνίτες θα μπορούσαν να εξυψωθούν σε καλλιτέχνες –δηλαδή, σε ανθρώπους που αγαπούν την εργασία τους ως αυτοσκοπό, την βελτιώνουν με το πλαστικό τους ταλέντο και την ευρηματική επιδεξιότητά τους, καλλιεργώντας έτσι το πνεύμα τους, εξευγενίζοντας τον χαρακτήρα τους, εξυψώνοντας και εκλεπτύνοντας τις απολαύσεις τους”. Όταν ένας άνθρωπος απλώς αντιδρά στις εξωτερικές απαιτήσεις και την εξουσία, “ίσως θαυμάζουμε ό,τι κάνει, αλλά περιφρονούμε αυτό που είναι”».

Είναι αλήθεια ότι, στα πλαίσια της ελευθεριακής παράδοσης του κοινωνικού συμβολαίου, συναντά κανείς τις έννοιες της ισότητας και της δικαιοσύνης, καθώς και τα προβλήματα της ατομικής αυτονομίας και του κοινωνικού καθεστώτος. Ωστόσο, άνθρωποι που ανήκουν σ’ αυτήν την παράδοση, υιοθετούν την αντίληψη ότι υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ανισότητες «καλώς» υπάρχουν! Οι σύγχρονοι συγγραφείς της σχολής του κοινωνικού συμβολαίου, ενώ επιτέλους αναγνωρίζουν ως πρωταρχικής σημασίας το ζήτημα της διανομής, εξακολουθούν να υπηρετούν την επισήμανση και την δικαιολόγηση των συνθηκών εκείνων που ισχύουν σε μια κοινωνία, στην οποία μπορεί να πει κανείς ότι ένα δεδομένο σύνολο ανισοτήτων είναι δίκαιο. Τα λόγια του Ρωλς* εκφράζουν με τον πλέον κατάλληλο τρόπο αυτήν την παράδοση: «Μια άνιση κατανομή των πόρων ή ένα δεδομένο σύστημα ιεραρχικής εξουσίας μπορεί να οδηγούν, στα πλαίσια ενός κοινωνικού συστήματος, σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα απ’ ό,τι μια ισοκατανομή ή απουσία εξουσίας. Η ανισότητα είναι δικαιολογημένη εάν, και μόνον εάν, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα αποφέρει σ’ αυτούς που βρίσκονται στο κατώτατο επίπεδο περισσότερα από όσα θα είχαν με μια ισοκατανομή των πόρων ή υπό ένα καθεστώς πλήρους ισότητας».

Ο Ρωλς δέχεται την ιεραρχία και την δικαιολογεί βάσει των σκοπών της διανομής.

Το κράτος δικαιολογείται εξ αιτίας των αναδιανεμητικών του στόχων και της χρησιμότητάς του να διασφαλίζει την «δικαιοσύνη». Ο Ρωλς υποστηρίζει ότι τα άτομα, μέσω του κοινωνικού συμβολαίου, κατά παράδοση, παραχωρούν την ελευθερία και την κυριαρχία τους στο συγκεντρωτικό κράτος το οποίο, εν συνεχεία, ελέγχει τις ανισότητες, απονέμει δικαιοσύνη και μοιράζει με το σταγονόμετρο περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα στα άτομα. Η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η αυτονομία του ατόμου, χάνονται χάριν της συλλογικής ολότητας, του κράτους που διαθέτει την ισότητα, τα βασικά αγαθά (ελευθερία, ευκαιρίες, εισόδημα, πλούτο, βάση του αυτοσεβασμού), την ταυτότητα και την ίδια την ζωή. Μπορούμε, λοιπόν, να μην αναγνωρίσουμε ότι η ελευθερία και οι ευκαιρίες για το άτομο είναι αντιστρόφως ανάλογες προς την εξουσία και το κράτος; Μπορούν άραγε να μειωθούν ή να εξαλειφθούν τα δεινά με θεσμικές μεθόδους, εφ’ όσον αυτές οι ίδιες είναι εκ φύσεως παραγωγοί δυστυχίας;

Δεν είναι αλήθεια ότι κάθε μορφή κράτους είναι έτσι ακριβώς όπως το έχει περιγράψει ο Μπακούνιν;

«Το κράτος είναι η οργανωμένη εξουσία, κυριαρχία και δύναμη που οι ιδιοκτητικές τάξεις ασκούν στις μάζες ... η πλέον οφθαλμοφανής, κυνική και ολοκληρωτική άρνηση της ανθρωπιάς. Καταστρέφει την καθολική αλληλεγγύη μεταξύ όλων των ανθρώπων της γης και οδηγεί μερικούς από αυτούς σε συνεργασία με μοναδικό στόχο να καταστρέψουν, να κατακτήσουν και να υποδουλώσουν όλους τους άλλους. ... Αυτή η οφθαλμοφανής άρνηση της ανθρωπιάς, που συνιστά την ίδια την ουσία του κράτους, αποτελεί από την σκοπιά του κράτους το υπέρτατο καθήκον και την μεγαλύτερη αρετή του. ... Έτσι, το να προσβάλλει, να καταπιέζει, να απογυμνώνει, να λεηλατεί, να δολοφονεί ή να υποδουλώνει κάποιος τον συνάνθρωπό του, θεωρείται συνήθως έγκλημα. Από την άλλη μεριά, από την σκοπιά του πατριωτισμού, όταν τα ίδια πράγματα γίνονται στην δημόσια ζωή για την μεγαλύτερη δόξα του κράτους και την διατήρηση και επέκταση της εξουσίας του, μετατρέπονται όλα σε καθήκον και αρετή. ... Αυτό εξηγεί το γιατί όλη η ιστορία των αρχαίων και των σύγχρονων κρατών δεν είναι παρά μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων, διότι οι βασιλιάδες και οι υπουργοί του παρελθόντος και του παρόντος, όλων των εποχών και όλων των χωρών –πολιτικοί, διπλωμάτες, γραφειοκράτες και πολεμιστές– αν κριθούν από την άποψη της απλής ηθικής και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αξίζουν εκατό, χίλιες φορές, την ποινή των καταναγκαστικών έργων ή της κρεμάλας. Δεν υπάρχει φρικαλεότητα, ωμότητα, ανοσιούργημα, ψευδορκία, απάτη, ανήθικη συναλλαγή, κυνική ληστεία, θρασύτατη λεηλασία ή βρομερή προδοσία, που να μην έχει διαπραχθεί ή να μην διαπράττεται καθημερινά από τους εκπροσώπους των κρατών, χωρίς κανένα άλλο πρόσχημα εκτός από εκείνη την τόσο «ελαστική», τόσο βολική κι όμως τόσο φοβερή φράση: “για κρατικούς λόγους”».

Το κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή το κράτος, είναι το φάντασμα του μαζικού συγκεντρωτικού ελέγχου. Η επίλυση του προβλήματος της αδικίας και η ισοκατανομή των βασικών αγαθών στην μετά την σπάνη εποχή, δεν συμβιβάζονται με τέτοιες μεθόδους όχι μόνο εξ αιτίας του φαντάσματος του ελέγχου αλλά και εξ αιτίας του φαντάσματος των χαμένων ανθρώπινων ιδιοτήτων –των ανθρώπινων σχέσεων, της αλληλοβοήθειας, της αδελφικής αγάπης, των αισθημάτων ευθύνης, υπευθυνότητας και χρέους απέναντι στους απογόνους. Η ελπίδα μας για την επίλυση του προβλήματος της δυστυχίας δεν βρίσκεται στις πράξεις που γίνονται «για κρατικούς λόγους». Τα ιδανικά μας, βασικά, δεν συνίστανται στο πώς θα μοιράσουμε τον πλούτο ή θα κατανείμουμε τους πόρους, διότι ο πλούτος μπορεί να μοιραστεί δίκαια ακόμη και μέσα σε μια φυλακή, και οι εξωτερικοί πόροι μπορούν να κατανεμηθούν δίκαια μέσω του κρατικού μηχανισμού. Αν και ο Ρωλς συγκαταλέγει την ελευθερία, τις ευκαιρίες και τον αυτοσεβασμό, στα βασικά αγαθά, τα «αγαθά» αυτά δεν μπορούν να αποκτήσουν σάρκα και οστά ούτε μέσω του κράτους, ούτε μέσω του μυθικού κοινωνικού συμβολαίου. Τα ιδανικά μας αφορούν την απελευθέρωση της δημιουργικής παρόρμησης, τις ευκαιρίες για αυτο-οργάνωση και την ανασυγκρότηση της κοινωνίας γι’ αυτόν τον σκοπό. Η ελπίδα μας για την επίλυση του προβλήματος της δυστυχίας, βρίσκεται στους ανθρώπους, σε μας, στην πνευματική και κοινωνική μεταμόρφωση και όχι στην πολιτική. Παράλληλα προς το κράτος, πρέπει να οικοδομήσουμε νέες σχέσεις, κοινωνικούς θεσμούς εμποτισμένους με την αναζωογόνηση του πνεύματος, με τις θετικές ιδέες του αναρχισμού.

Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ

Ένα αναρχικό κοινωνικό καθεστώς, οργανωμένο χωρίς ιεραρχική εξουσία, «υπάρχει πάντα, όπως ο σπόρος κάτω απ’ το χιόνι, θαμμένο κάτω από το βάρος του κράτους...». Είναι μια ηθική τάξη σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι, εξ αιτίας των εσώτερων πεποιθήσεών τους, φέρονται στους άλλους, όπως θα ήθελαν να τους φέρονται εκείνοι. Είναι ένα κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο ο καθένας και η καθεμιά μπορούν να ζουν και να ενεργούν σύμφωνα με την κρίση τους. Είναι ένα κοινωνικό καθεστώς ασυμβίβαστο προς την εξουσία, μέσα στο οποίο η τελευταία καταργείται από την συνειδητοποίηση της αλήθειας ότι η εξουσία είναι και άχρηστη και επιβλαβής και ότι δεν πρέπει κάποιος ούτε να την υπακούει, ούτε να συμμετέχει σ’ αυτήν. Η εξουσία μπορεί να καταργηθεί μόνο μέσα από το δικό μας μυαλό, από την δική μας συνείδηση. Αλλά τι είναι αυτή η συνείδηση; Είναι μια συνείδηση βασισμένη στο συμβόλαιο του Ρωλς ή του Ρουσώ, στα δικαιώματα της ισχύος του Μιλ ή στον σοσιαλισμό του Μαρξ; Πρέπει να θεμελιωθεί στην έννοια της γενικής ευημερίας, της δικαιοσύνης, της προόδου, ή της συνεργασίας που απορρέει από το προσωπικό συμφέρον; Ασφαλώς όχι, διότι αυτές οι βάσεις της συνείδησης συγκρούονται μεταξύ τους. Το νοήμα των εννοιών δικαιοσύνη, γενική ευημερία και πρόοδος, έχει γίνει αντιληπτό με άπειρους τρόπους. Ο Τολστόι γράφει:

«Είναι, λοιπόν, αδύνατον να υποθέσουμε ότι άνθρωποι που δεν συμφωνούν μεταξύ τους και αντιλαμβάνονται διαφορετικά τις βάσεις της αντίθεσής τους απέναντι στην εξουσία (αν συμβαίνει αυτό), θα μπορούσαν να καταργήσουν την τόσο ακλόνητα εδραιωμένη και τόσο σθεναρά υποστηριζόμενη εξουσία. Επιπλέον, η υπόθεση ότι ο σεβασμός προς την γενική ευημερία και την δικαιοσύνη ή ο νόμος της προόδου θα αρκούσαν για να εγγυηθούν ότι οι άνθρωποι –απαλλαγμένοι από τον καταναγκασμό αλλά χωρίς κίνητρα να θυσιάσουν την προσωπική χάριν της γενικής ευημερίας– θα μπορούσαν να συνενωθούν υπό συνθήκες δικαιοσύνης χωρίς να παραβιάζουν την αμοιβαία ελευθερία τους, είναι ακόμη πιο αβάσιμη».

Η διαβεβαίωση ότι αν ο καθένας επεδίωκε το δικό του προσωπικό συμφέρον (εδώ εννοείται υλικό συμφέρον), θα καθιερώνονταν δίκαιες σχέσεις μεταξύ όλων, έρχεται σε πλήρη αντίφαση με αυτό που συμβαίνει ή θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα. Έτσι, σύμφωνα με τον Τολστόι, οι αναρχικοί Γκόντγουϊν, Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Στίρνερ και Τάκερ, ενώ σωστά αναγνώρισαν τα πνευματικά μέσα ως τα μόνα μέσα για την κατάργηση της εξουσίας, επειδή υποστήριξαν υλιστικές αντιλήψεις για την ζωή, σχεδίασαν συγκεκριμένα κοινωνικά προγράμματα και δεν αναγνώρισαν ότι η πνευματικότητα πρέπει να προηγηθεί της κοινωνικής αλλαγής, οι διδασκαλίες τους υποβιβάστηκαν σε εικασίες, προσφέροντας στους συνηγόρους του καταναγκασμού την δυνατότητα να απορρίψουν επιδέξια τις αληθινές βάσεις του αναρχισμού, λόγω της ανεπάρκειας των προτεινόμενων μέσων υλοποίησης αυτών των διδασκαλιών.

ΟΙ ΕΥΜΕΝΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΟΙ

Οι ευμενείς κριτικοί του αναρχισμού είτε επισημαίνουν την ανεπάρκεια των προτεινόμενων μέσων υλοποίησης μιας αναρχικής κοινωνίας, καθώς και τα προβλήματα που δεν επιλύονται με τέτοιες προτάσεις, είτε, πολύ πιο κριτικά, θεωρούν δεδομένο ότι είναι αδύνατον να είναι καλό το ανθρώπινο γένος, ότι δηλαδή είναι αδύνατη η πνευματική επανάσταση, είτε θεωρούν πολύ μακρινό τον χρόνο που μας χωρίζει από την πραγματοποίησή της και πολύ μεγάλες τις δυσκολίες για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Μπάρινγκτον Μουρ, τον οποίο θεωρούμε ευμενή κριτικό, διατυπώνει τις αντιρρήσεις του με βάση το γεγονός ότι το οργανωτικό σχήμα της ομοσπονδίας δεν περιλαμβάνει μηχανισμούς ούτε για την αποτροπή των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων, ούτε για την πρόληψη της συσσώρευσης διαφορετικής ποσότητας πλούτου ανάμεσα στις κοινότητες. Υποστηρίζει μια άποψη της σπάνης που θεωρεί ότι η αναρχική αποβιομηχάνιση έχει ελάχιστες πιθανότητες στα πλαίσια της εκτεταμένης οικονομικής αλληλεξάρτησης και της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού. Απορρίπτει τον αναρχικό ισχυρισμό ότι στα πλαίσια μη ιεραρχικών μορφών ζωής μπορεί να συμβεί μια βαθύτατη μεταμόρφωση της «ανθρώπινης φύσης». Ωστόσο, πιστεύει ότι αν μια μελλοντική κοινωνία δεν επεκτείνει τα ιστορικά επιτεύγματα του φιλελευθερισμού, θα είναι μια κοινωνία εφιαλτική, τόσο εφιαλτική όσο και η διαιώνιση αυτού που έχει καταντήσει να θεωρείται φυσιολογικό. Έτσι ο Μουρ, παρ’ ότι αμφισβητεί σοβαρά την δυνατότητα του αναρχισμού να λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης δυστυχίας, δεν αποκλείει την δυνατότητα του αναρχισμού.

Ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, σχολιάζοντας το ανέφικτο του αναρχισμού, επισημαίνει ότι ο αναρχοκομμουνισμός θα απαιτούσε ή εξωτερικό εξαναγκασμό προς εργασία ή, σε διαφορετική περίπτωση, μια κοινωνική ηθική που έως τώρα δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε. Δεν απορρίπτει την πιθανότητα της τελικής επίτευξης αυτής της ηθικής, αλλά υποστηρίζει ότι ο δρόμος που οδηγεί σ’ αυτήν περνά μέσα από ένα μεταβατικό σύστημα το οποίο θα εξαφανίσει τις δυνατότητες των ανθρώπων να κερδίζουν τα προς το ζην αν είναι τεμπέληδες, και θα τους αποκόψει από την συνήθεια να θεωρούν μια τέτοια ανωμαλία δυνατή ή, κάτι χειρότερο, έντιμη.

Αυτός ο ισχυρισμός, βέβαια, προωθεί μια μεταβατική μορφή κράτους (αν και όχι απαραίτητα: οι κάρτες εργασίας του παραγωγού χρησιμοποιήθηκαν ευρέως απ’ άκρη σ’ άκρη στην ελευθεριακή Ισπανία και, όμως, έγιναν στόχος επίθεσης από τους εκεί κρατιστές φίλους του Σω), το σημαντικότερο όμως είναι ότι στηρίζεται στην άποψη ότι οι αναρχικοί είναι υπερβολικά γενναιόδωροι όσον αφορά την υπόθεσή τους περί καλοσύνης της ανθρώπινης φύσης. Ο Σω θεωρεί ότι οι αναρχικοί είναι υπερβολικά αισιόδοξοι όταν αποδίδουν την έλλειψη κοινωνικότητας του ανθρώπου στις πιέσεις του διεφθαρμένου συστήματος υπό το οποίο στενάζει. Ακόμη κι αν εξαφανισθεί η πίεση, ο άνθρωπος δεν θα σκεφτεί σωστά, αλλιώς πώς προέκυψαν η διαφθορά και η καταπίεση;

Ο Ράσελ θεωρεί ότι ο σεβασμός προς την ελευθερία των άλλων δεν αποτελεί φυσική παρόρμηση στους περισσότερους ανθρώπους. Πίστευε ότι, αν οι πράξεις των ανθρώπων είναι «εντελώς ανεξέλεγκτες από κάποια εξωτερική εξουσία, δεν θα είχαμε έναν κόσμο μέσα στον οποίο όλοι οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι. Ο δυνατός θα καταπίεζε τον αδύναμο, ή η πλειοψηφία θα καταπίεζε τους πιο φιλήσυχους». Αυτές οι παρορμήσεις, υποστήριζε ο Ράσελ, δεν οφείλονται αποκλειστικά σε ένα κακό κοινωνικό σύστημα, καθώς, όταν επικρατούν νέες συνθήκες ελευθερίας, οι άνθρωποι εύκολα ξαναγυρίζουν σε ακόμη πιο βάρβαρες συμπεριφορές και πρακτικές. Σ’ αυτές τις παρορμήσεις, όπως υποστήριζε ο Ράσελ, θα μπορούσαν να μπουν φραγμοί από την κοινότητα, αλλά πιθανώς μόνο μέσω μιας παρατεταμένης βασιλείας του νόμου. Έτσι, έχουμε ένα ακόμη επιχείρημα κατά της δυνατότητας μιας πνευματικής επανάστασης, επιχείρημα που προσπαθεί να αντικρούσει την ιδέα της φυσικής καλοσύνης, θεωρώντας δεδομένη την φυσική ή την έμπρακτη κακία.

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ

Οι αναρχικοί είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι απέναντι στο μέγεθος της απανθρωπιάς ανθρώπου προς άνθρωπο, απέναντι στην διαιώνιση της αθλιότητας. Η ιδέα της έμφυτης καλοσύνης δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν ενεργεί απάνθρωπα. Σημαίνει ότι το μέγεθος και η συχνότητα της αθλιότητας ποικίλλουν ιστορικά. Σημαίνει ότι η έρευνα γίνεται για να δοθεί μια εξήγηση αυτής της διαφοροποίησης τόσο στο συνειδησιακό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός, σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε την έρευνα, ότι συμφιλιωνόμαστε με την σημερινή συχνότητα και έκταση της αθλιότητας, ότι ερμηνεύουμε την Ιστορία και το μέλλον ως ανεπίδεκτα ουσιαστικής αλλαγής, ως ανίκανα για αλλαγή. Είναι σαν να λέμε ότι η αρρώστια είναι φυσικό φαινόμενο, περιορίζοντας έτσι την έρευνα για την ανεύρεση μέσων θεραπείας. «Ασφαλώς η αρρώστια είναι ένα φυσικό φαινόμενο.

Όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάθε δεδομένη αρρώστια έχει μια αιτία στην οποία μπορεί να αποδοθεί, και ότι, αν ανακαλύψουμε την αιτία, μπορεί να κατορθώσουμε να την θεραπεύσουμε. Δεν αντικρούεις καθόλου αυτόν τον ισχυρισμό όταν τονίζεις την βαρύτητα της αρρώστιας ή, ακόμη, όταν επισημαίνεις το γεγονός ότι οι σύγχρονες πρόοδοι που μας επέτρεψαν να θεραπεύσουμε κάποιες αρρώστιες, έχουν γίνει αιτία για να πολλαπλασιαστούν άλλες.» Οι αναρχικοί έχουν προβάλει ισχυρισμούς για την ανθρώπινη αθλιότητα παρόμοιους με εκείνους του Μονρό για την αρρώστια. Σε γενικές γραμμές, αναμφίβολα τα δεινά μάς συνοδεύουν πάντα όπως και η αρρώστια. Όμως, κάθε ένα από τα δεινά, όπως και κάθε αρρώστια, έχει συγκεκριμένες αιτίες, συνήθως κοινωνικές, και ίσως είναι δυνατόν να τις εξαλείψουμε. Οι αναρχικοί δεν αρνούνται ότι οι αιτίες είναι βαθιές και ότι είναι δύσκολο να εξαλειφθούν, αλλά το να ξεκινάει κανείς το ταξίδι είναι πιο ουσιώδες από το να παραμένει μέσα στα όρια της σκιάς του κράτους.

Οι έρευνες οικονομολόγων και φιλοσόφων έχουν απομονώσει ορισμένους παράγοντες που σχετίζονται με τα σημερινά οικονομικά δεινά: την ανάγκη των ιμπεριαλιστών για βασικές πρώτες ύλες, το οριακό κι όμως σημαντικό και σταθεροποιητικό για την οικονομία κέρδος, που αποκτάται μέσω των διεθνών αγορών και της εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών,75 την εξάρτηση από εξοπλισμούς και άχρηστες δαπάνες υπό συνθήκες αγοράς με στάσιμα πλεονάζοντα κέρδη, και τις πολιτιστικές επιπτώσεις της κυριαρχίας, της καταστολής και της αμάθειας σε άλλες κοινωνικές εναλλακτικές λύσεις, σύμφυτες με το προβάδισμα της τεχνολογίας, την ιδεολογία της επιστήμης. Ωστόσο, μόνον αυτός ο τελευταίος παράγων αρχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον των αναρχικών για τις εξουσιαστικές σχέσεις και την εξ αυτών απορρέουσα απουσία της συνείδησης της αναγκαιότητας για αλλαγή. Η έλλειψη αυτής της συνείδησης επιτρέπει στα δεινά που υπάρχουν στον κόσμο, να επιβάλλονται με πολιτικά μέσα, αλλά και να επιβάλλονται από τους ίδιους τους ανθρώπους στον εαυτό τους. Απαιτεί δε από τον καθένα να εγκαταλείψει την έρευνα, να γίνει συμφεροντολόγος, εγωιστής, εκμεταλλευτικός και, στα πλαίσια ενός φαύλου κύκλου, να επιβεβαιώσει την έμφυτη κακία του ανθρώπινου είδους.

Για να σπάσει αυτός ο κύκλος και να αφυπνιστεί αυτή η συνείδηση, είναι απαραίτητο ένα πνευματικό εγερτήριο. Για τον Τολστόι, αυτή η πνευματικότητα αποτελεί «μια αντίληψη της ζωής γεμάτη ευλάβεια, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος θεωρεί την γήινη ύπαρξή του ως μια πνευματική μόνο εκδήλωση της ολοκληρωμένης ζωής, συνδέοντας την δική του ζωή με την άπειρη ζωή και αναγνωρίζοντας την εκπλήρωση των νόμων αυτής της άπειρης ζωής ως την μεγαλύτερη ευτυχία. ... Μόνο μια τέτοια σύλληψη της ζωής θα δώσει στους ανθρώπους την δυνατότητα ... να συνενωθούν στα πλαίσια λογικών και δίκαιων μορφών ζωής». Ο Τολστόι γράφει:

«Αν αυτό ισχύει, τότε είναι προφανές ότι η δραστηριότητα των ανθρώπων που επιθυμούν να υπηρετήσουν τον πλησίον τους, θα πρέπει να προσανατολιστεί όχι προς την εγκαθίδρυση νέων μορφών, αλλά προς την αλλαγή και την τελειοποίηση του χαρακτήρα τους, καθώς και του χαρακτήρα των άλλων ανθρώπων. Όσοι λειτουργούν διαφορετικά, σε γενικές γραμμές πιστεύουν ότι η μορφή της ζωής των ανθρώπων και η αντίληψη που έχουν για την ζωή, μπορούν να βελτιωθούν ταυτόχρονα. Όμως, σκεπτόμενοι έτσι, διαπράττουν το σύνηθες λάθος να εκλαμβάνουν το αποτέλεσμα ως αιτία και την αιτία ως αποτέλεσμα ή ως έναν παρεπόμενο όρο.

Η αλλαγή του χαρακτήρα και της αντίληψης των ανθρώπων για την ζωή, εμπεριέχει αναπόφευκτα και την αλλαγή εκείνων των μορφών ζωής στα πλαίσια των οποίων είχαν ζήσει οι άνθρωποι, ενώ η αλλαγή της μορφής της ζωής όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αλλαγή του χαρακτήρα και της αντίληψης των ανθρώπων για την ζωή, αλλά, περισσότερο απ’ ο,τιδήποτε άλλο, εμποδίζει αυτήν την αλλαγή στρέφοντας την προσοχή και την δραστηριότητα των ανθρώπων σε λάθος δρόμο. Το να αλλάξεις την μορφή της ζωής, ελπίζοντας ότι έτσι θα αλλάξεις τον χαρακτήρα και την αντίληψη των ανθρώπων για την ζωή, είναι σαν να αλλάζεις με διάφορους τρόπους την θέση του βρεγμένου κούτσουρου μέσα σε μια σόμπα, πιστεύοντας ότι μπορεί να υπάρξει γι’ αυτό μια θέση που θα το κάνει να ανάψει. Μόνο το στεγνό ξύλο ανάβει, ανεξάρτητα από την θέση που το έχουν βάλει.

Αυτό το λάθος είναι τόσο προφανές, ώστε οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να υποπέσουν σ’ αυτό, αν δεν υπήρχε ένας λόγος που τους καθιστά επιρρεπείς σε αυτό. Αυτός ο λόγος είναι ο εξής: η αλλαγή του χαρακτήρα των ανθρώπων πρέπει να αρχίσει εκ των έσω και απαιτεί πολύ αγώνα και κόπο, ενώ η αλλαγή της μορφής της ζωής των άλλων επιτυγχάνεται εύκολα χωρίς την εσωτερική προσπάθεια που καταβάλλει κάποιος, ενώ εμφανίζεται ως μια πολύ σημαντική, μεγαλεπήβολη δραστηριότητα».

Ουσιαστικά, η κοινωνική επανάσταση πρέπει να έρθει εκ των έσω και θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να τελειοποιήσει τον εαυτό του και να οικοδομήσει μαζί με τους άλλους τους κοινωνικούς θεσμούς αυτής της αναγέννησης. Η κριτική του Τολστόι στους αναρχικούς δεν αφορούσε τόσο αυτούς που επεξεργάζονταν μορφές κοινωνίας ή επικαλούνταν την ιστορική τους ύπαρξη, όσο τους άλλους που υιοθετούσαν αυτές τις μορφές χωρίς πνευματική επανάσταση, ή εμφάνιζαν αυτές τις μορφές ως προκατασκευασμένα προγράμματα για την νέα τάξη πραγμάτων (τις μόνες αποδεκτές, τις προσδοκώμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης), στα πλαίσια της οποίας τα άτομα θα προσαρμόζονταν και θα μεταμορφώνονταν, αντί να είναι τα ίδια οι κοινωνικοί δημιουργοί. Ίσως ο συλλογισμός του Τολστόι υποδεικνύει ότι οι συγκεκριμένες μορφές κοινωνίας των αναρχικών χωρίς την πνευματικότητα θα αποτελούσαν ένα ακόμη καταναγκαστικό πρόγραμμα που θα μετατρεπόταν σε μια μορφή κράτους. Κατά την γνώμη του Τολστόι, η ολοκλήρωση του ανθρώπου έγκειται σ’ αυτό που ο άνθρωπος είναι, δηλαδή το σημαντικό είναι να είσαι, όχι να έχεις.

Μπορούμε να δεχθούμε την κριτική του Τολστόι και να τονίσουμε την αναγκαιότητα της πνευματικής αναγέννησης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να διερευνηθούν οι αναρχικές μορφές ζωής του παρελθόντος ή να μην παρουσιάζονται μελλοντολογικές θεωρήσεις ή φιλοσοφικές συλλήψεις. Το να είσαι, δεν σημαίνει να περιορίζεις την έκφραση, να επιβάλλεις βίαια ή όχι τρόπους στους άλλους. Για να παραφράσουμε τον Όσκαρ Ουάϊλντ: Ένας παγκόσμιος χάρτης που δεν συμπεριλαμβάνει μια τέτοια έκφραση, δεν αξίζει ούτε μια ματιά, διότι αφήνει έξω το μέρος στο οποίο αποβιβάζεται πάντοτε η ανθρωπότητα. Και όταν η ανθρωπότητα αποβιβάζεται κάπου, έχει τον νου της, κι όταν δει κάτι καλύτερο, ανοίγει πάλι πανιά. Τα σχέδια των αναρχικών έχουν αποδειχθεί πολύ πρακτικά και πολύ απειλητικά.

Εκτέθηκαν και συχνά καταδικάστηκαν ως ανεφάρμοστα, ως αντιστρατευόμενα την ανθρώπινη φύση. Για τον Ουάϊλντ, αυτή η εκτίμηση ήταν απόλυτα αληθινή. Οι αναρχικές ιδέες είναι ανεφάρμοστες και αντιστρατεύονται την ανθρώπινη φύση. Αλλά «γι’ αυτό αξίζει να τις εφαρμόσουμε και γι’ αυτό τις προτείνει κάποιος. Γιατί τι άλλο είναι ένα πρακτικό σχέδιο; Ένα πρακτικό σχέδιο είναι ή ένα σχέδιο που έχει ήδη υλοποιηθεί, ή ένα σχέδιο που θα μπορούσε να υλοποιηθεί υπό τις υπάρχουσες συνθήκες –αλλά ακριβώς τις υπάρχουσες συνθήκες αποδοκιμάζει κανείς, ενώ κάθε σχέδιο που θα αποδεχόταν αυτές τις συνθήκες, είναι κακό και ανόητο».

Αναρχισμός σημαίνει ένα εκτεταμένο δίκτυο ατόμων και ομάδων που παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, ελέγχουν την ζωή τους και αναπτύσσουν την ατομικότητά τους. Ατομικότητα σημαίνει το να αναπτύσσει κανείς τα χαρίσματά του και όχι να εγείρει εγωιστικές αξιώσεις στους άλλους. Την κοινωνική οργάνωση αυτών των δικτύων την έχουν οραματισθεί υπό την μορφή κομμουνών, συμβουλίων και συνδικάτων, άνθρωποι που ζουν και εργάζονται, βοηθώντας ανιδιοτελώς ο ένας τον άλλον· την δε οργάνωση της εργασίας/ζωής την έχουν οραματισθεί ως αποκεντρωτική, μεταξύ αλληλεπιδρώντων ατόμων τα οποία ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις αυτόνομα και ισότιμα. Η ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να οικοδομηθεί επί τη βάσει μιας σειράς αυτόνομων κοινοτήτων, οι οποίες θα μπορούν ελεύθερα να δημιουργούν ομοσπονδίες ή δεσμούς μεταξύ τους. Ο καταμερισμός των πόρων, που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή λόγω του κλίματος, της γεωγραφικής θέσης και της αφθονίας της περιοχής σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, θα γίνεται έξω από τα πλαίσια της σημερινής διαδεδομένης πρακτικής ή του συμφέροντος που ικανοποιείται από κερδοσκοπικές ανταλλαγές και εκμεταλλευτικά προνόμια. Το κριτήριο τού Είναι έγκειται στην πνευματικότητα της σύνδεσης μιας ζωής με κάθε ζωή. Η αυτονομία της κοινότητας κάποιου, καθώς και η δέσμευσή του απέναντι σ’ αυτούς με τους οποίους βρίσκεται σε άμεση επαφή, δεν μειώνει την αναγνώριση των αναγκών των άλλων εκτός ομάδος, όπως δεν μειώνει και το ουσιαστικό κοινό στοιχείο τους, την ανθρωπιά τους. Για μας αναρχισμός είναι η ηθική αρχή του αυτεξούσιου, της μη βίας, καθώς και μια διαρκής αναζήτηση της τελειότητας, της προσωπικής ευθύνης και της κοινωνικής ευημερίας. Ο αναρχισμός είναι μια ηθική αρχή που λαμβάνει την μορφή κανόνων κοινωνικής οργάνωσης, όπως την μορφή της αποκέντρωσης, της αμεσολάβητης κοινοτικής αυτονομίας και της αυτάρκειας. Ως μια αρχή της οργάνωσης των ενεργειακών πόρων, της τεχνολογίας και της παραγωγής και διανομής στην οικονομία, ο αναρχισμός ταυτίζεται με την αποκέντρωση.

Στην θέση της παραγωγής της πυρηνικής ενέργειας, του πετρελαίου από πετρελαιούχο σχιστόλιθο ή της αεριοποίησης του άνθρακος –τρόποι παραγωγής ενέργειας που απαιτούν συγκεντρωτική, εντατικής χρήσης κεφαλαίου ανάπτυξη, και είναι καταστροφικοί για το περιβάλλον– προτείνονται η ηλιακή, η παλιρροϊκή και η αιολική ενέργεια, συνοδευόμενες από αρχιτεκτονικές καινοτομίες. Η ανάπτυξη αυτών των μορφών ενέργειας απαιτεί αποκέντρωση της προσφοράς και της κατανομής. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις ατόμων και οι ενεργειακές τους ανάγκες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μέσω αποκεντρωμένων πηγών ενέργειας. Κατά συνέπεια, η μη καταστροφική παραγωγή και διανομή ενέργειας πρέπει να συνοδεύεται από αποκεντρωμένες μορφές ζωής.

Παρομοίως, οι οικονομικοί τρόποι ανάπτυξης –γιγαντισμός, πολυπλοκότητα, συγκεντρωτικός έλεγχος εντατικής χρήσης κεφαλαίου– της μαζικής καταστροφής και η εκβιομηχάνιση, οδηγούν αναπόφευκτα στον τερματισμό της ανάπτυξης. Αυτός ο αναπόφευκτος τερματισμός απαιτεί μια οικονομική οργάνωση θεμελιωμένη σε μια επιταχυνόμενη παραγωγή μάλλον εντατικής χρήσης της εργασίας παρά του κεφαλαίου.85 Η οικονομία πρέπει να στηρίζεται μάλλον στην συμμετοχική εργασία πάρα στην υψηλή, ενεργοβόρα και εξοβελίζουσα τον εργάτη τεχνολογία. Η ίδια η τεχνολογία πρέπει να σχεδιάζεται έτσι ώστε να μην είναι βίαιη, να σέβεται την φύση, τα άτομα που την χρησιμοποιούν και τα προϊόντα. Μια τέτοια οικονομία θα είναι προφανώς λιτή όσον αφορά την κατανάλωση και, φυσικά, δεν θα είναι ούτε ενάντια στην τεχνολογία, ούτε ενάντια στη γνώση. Η δημιουργία και η εφαρμογή ενδιάμεσης τεχνολογίας86 και γνώσης πρέπει να συνδέεται με την ελευθερία και την ανάπτυξη όλων των ατόμων, διότι κάθε άτομο μέσω της αξιοπρέπειας της δραστηριότητάς του, ολοκληρώνει τον εαυτό του και τους άλλους. Η εργασία δεν πρέπει να αποτελεί λειτουργία του απομονωμένου ατόμου, ούτε το άτομο να είναι ένα αντικείμενο, ένας χειραγωγούμενος συντελεστής στα μέσα παραγωγής. Οι αναρχικοί έχουν εκπονήσει και εφαρμόσει πολυάριθμα δημιουργικά προγράμματα. Έχουν οργανώσει κοινόβια και «τράπεζες», και έχουν αναπτύξει την αυτοδιεύθυνση στην γεωργία, στο εργοστάσιο, στην κοινότητα και στην ομοσπονδία. Έχουν οργανώσει αγρότες, εργάτες, πάρα πολλούς ανθρώπους, στην βάση της μη βίας και της ελπίδας για απελευθέρωση από την σημερινή και την μελλοντική τυραννία.

(Σ.τ.σ.: «Στη βάση της μη βίας» σημαίνει ότι η βάση των διαρθρωτικών διευθετήσεων ήταν μη βίαιη. Δεν θέλουμε να αφήσουμε να εννοηθεί ότι αυτά τα προγράμματα και οι διευθετήσεις δεν αντιμετωπίστηκαν με βία (π.χ. Μεξικό, Ουκρανία, Ισπανία), ούτε ότι οι αναρχικοί/σοσιαλιστές δεν απάντησαν με βία υπερασπίζοντας την αυτονομία τους.) Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν στην συνειδητοποίηση ότι τα θεσμικά μέσα δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν καμία μεταμόρφωση της καρδιάς του ανθρώπου. Μόνο μέσα απ’ αυτήν την μεταμόρφωση θα μπορούσε να αναδυθεί μια «νέα» κοινωνία. Όπως δίδαξε ο Γκάντι: «Το πνεύμα της θυσίας, η θέληση και ο ενθουσιασμός των ίδιων των ανθρώπων και μόνο, μπορούν να επιφέρουν μια μόνιμη αλλαγή. Και αυτό δεν θα γίνει με την δύναμη, αλλά με το παράδειγμα της ανιδιοτελούς προσφοράς, καθώς και με την πρόσκληση και ευκαιρία να μετέχουν στις αποφάσεις που επηρεάζουν την ζωή τους».

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ

Από την ιστορία του εθνικού κράτους μπορεί να συναχθεί ότι η άρχουσα μειοψηφία προσπάθησε να νομιμοποιήσει την εξουσία της, διεκδικώντας μια σοβαρότερη δικαιολόγηση του δικαιώματός της να κυβερνά. Ταυτόχρονα, η κυβερνώμενη πλειοψηφία σπάνια είναι τόσο πειθήνια, ώστε να μην πιέζει για τέτοιου είδους δικαιολογήσεις. Ανάλογα με την ιδιαίτερη ιστορία τους, τα διάφορα εθνικά κράτη ανέπτυξαν εναλλακτικές κρατικο-ελιτίστικες διευθυντικές ιδεολογίες. Κατά μία εκδοχή, η άσκηση εξουσίας δικαιολογείται με τον ισχυρισμό ότι η άρχουσα μειοψηφία διαθέτει τα ανώτερα προσόντα που την καθιστούν ικανή να ικανοποιεί τα συμφέροντα των πολλών. Κατά μία άλλη, η εξουσία αμφισβητείται ολοκληρωτικά με το επιχείρημα ότι οι λίγοι απλώς διατάζουν ό,τι οι πολλοί επιθυμούν. Πρόσφατα, στα πλαίσια της καθεμιάς διευθυντικής μεθόδου, έχει αναπτυχθεί μια ομάδα επαγγελματιών ιδεολόγων. Η επιστήμη, η τεχνολογία και η φιλοσοφία έχουν υποταχθεί στην μηχανή· οι νέοι μανδαρίνοι ανεβαίνουν στην σκηνή. Αξιώνουν καθολική ισχύ για ό,τι αποτελεί ιδιαίτερο συμφέρον μιας τάξης, ενός κόμματος, ενός εθνικού κράτους ή της ιδιοκτησίας,. Το ενδιαφέρον για την ανθρώπινη ελευθερία και διαφορετικότητα, καθώς και για μια δίκαιη κοινωνία, αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από τους νέους μανδαρίνους, ως κάτι μη πρακτικό ή ουτοπικό. Στις κρατικές δεξαμενές σκέψης, οι μανδαρίνοι δεν ψάχνουν για την αλήθεια και την δικαιοσύνη, αλλά προγραμματίζουν τις καλύτερες δυνατές λειτουργικές διευθυντικές εναλλακτικές λύσεις. Η δικαιοσύνη μεταμορφώνεται σε καθολικοποιημένη μεταχείριση, η ισότητα σε ομοιομορφία. Κάθε πιθανότητα για μη ιεραρχικές μορφές κοινωνικής ζωής απορρίπτεται. Η υπακοή στην ιεραρχία επικρατεί, ενώ διαιωνίζεται η ανθρώπινη δυστυχία. Πάντως, πολλοί τέτοιοι μανδαρίνοι, συνειδητοποιώντας την μεταμόρφωσή τους, αρνούνται το κρατικό ολοκαύτωμα και την μετατροπή τους σε αντικείμενα. Στην πραγματικότητα, τα δεινά της ανθρωπότητας δεν μπορούν να εναποτεθούν απλώς μπροστά στις πόρτες των νομοθετικών σωμάτων της ελίτ ή των μανδαρίνων, διότι το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι ιδέες μας, οι μεταξύ μας σχέσεις και η εκ μέρους μας αποδοχή της ιεραρχίας. Τα δεινά της πείνας, του πολέμου, της αδικίας και της καταπίεσης μπορούν να εξαλειφθούν. Όμως, τα παράπονα, οι συγκρούσεις, οι φιλονικίες και οι δυσαρέσκειες είναι επιθυμητά και αναπόφευκτα, εφ’ όσον η κοινωνική ζωή εμπλουτίζεται από τις διαφορές μας. Ουσιαστικά, η κοινωνική επανάσταση πρέπει να έλθει εκ των έσω. Πρέπει να ξεκινήσει κανείς με την προσπάθεια τελειοποίησης του εαυτού του και με την δημιουργία νέων κοινωνικών θεσμών από κοινού με τους άλλους. Ακόμη και αν στις συγκεκριμένες προτάσεις των αναρχικών μπορεί να ασκηθεί κριτική, η φύση και το μεγαλείο των οραμάτων και των αναζητήσεών τους παραμένουν πέραν πάσης αμφισβητήσεως.

Βιβλιογραφία

* Οι Ισβέστιες της Κρονστάνδης, Η Ιστορία του Μαχνοβίτικου Κινήματος, και Η Ρωσική Επανάσταση, ελλ. μετ., εκδ. Ελεύθερος Τύπος.

* Νόαμ Τσόμσκι: Οι Διανοούμενοι και το Κράτος, ελλ. μετ., εκδ. Ελεύθερος Τύπος.

* Μιχαήλ Μπακούνιν, Η Παρισινή Κομμούνα του 1871 και η Ιδέα του Κράτους, ελλ. μετ., εκδ. Ελεύθερος Τύπος.

* John Rawls (1921-2002), Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε ηθική και πολιτική φιλοσοφία σε μεγάλα αμερικανικά πανεπιστήμια και συνέγραψε έργα τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην ανανέωση της φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης. Στα Ελληνικά έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί τα εξής: Θεωρία της Δικαιοσύνης, εκδ. Πόλις· Πολιτικός Φιλελευθερισμός, εκδ. Μεταίχμιο και Το Δίκαιο των Λαών, εκδ. Ποιότητα.